«Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι…»
ΣΤΟΝ οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀνατέλλει, ἀγαπητοί μου, ἕνα ἀστέρι πρώτου μεγέθους· εἶνε ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος Μεδιολάνων, μεγάλος ἐκκλησιαστικὸς πατήρ.
Αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶχα νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸν ἅγιο Ἀμβρόσιο. Πρέπει ν᾿ ἀναστενάξουμε, γιατὶ στὴν ἐποχή μας δὲν ὑπάρχουν Ἀμβρόσιοι. Βλέποντας αὐτὴ τὴν κατάστασι, σὰν Χριστιανοί, ἂς παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ στείλῃ πάλι τέτοια ἀστέρια. Εἶνε ἀνάγκη. Ὁ Κύριος μᾶς παρήγγειλε νὰ προσευχώμεθα γι᾿ αὐτό. «Ὁ μὲν θερισμὸς πολὺς οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι· δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας…» (Ματθ. 9,37-38). Στὶς προσευχές μας νὰ λέμε· Στεῖλε μας, Κύριε, ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας σου, φλογεροὺς ἱεροκήρυκες, φιλόστοργους πνευματικοὺς πατέρες… Αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ Θεό. Ἐξαρτᾶται ὅμως καὶ ἀπὸ τὸ λαό, ἀπὸ τὶς μανάδες. Δυστυχῶς, μόλις ἀντιληφθοῦν ὅτι τὸ παιδὶ πλησιάζει τὴν Ἐκκλησία, τὸ κατηχητικό, πνευματικοὺς πατέρες, τὸ ἐμποδίζουν. ―Τὸ παιδάκι μας, λένε, νὰ γίνῃ γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός… Παπᾶς; ὄχι! Καὶ σὲ χίλιες ἐκκλησιὲς στὴν Ἑλλάδα δὲ᾿ θὰ χτυπήσῃ καμπάνα τὰ Χριστούγεννα…
Αὐτά, ἀγαπητοί, ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου. Καὶ ε/ιθε ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, νὰ ἐλεήσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
ΣΤΟΝ οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀνατέλλει, ἀγαπητοί μου, ἕνα ἀστέρι πρώτου μεγέθους· εἶνε ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος Μεδιολάνων, μεγάλος ἐκκλησιαστικὸς πατήρ.
Μὲ συγκινεῖ ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος γιὰ δύο λόγους. Πρῶτον, διότι αὐτὸς ὑπῆρξε ὁ πνευματικὸς πατὴρ καὶ διδάσκαλος τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, τοῦ ὁποίου ἐγὼ ἀναξίως φέρω τὸ ὄνομα.
Καὶ δεύτερον, διότι τὸ ὄνομά του ἔλαβε καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους μαθητάς μου στὸ Μεσολόγγι, ὁ Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος, ἐκλεκτὸς ἱεράρχης ποὺ βρίσκεται ἤδη στὴν αἰωνιότητα. Γιὰ τὸν ἅγιο Ἀμβρόσιο Μεδιολάνων, λοιπόν, θὰ ποῦμε λίγες λέξεις.
Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἔζησε τὸν τέταρτο αἰῶνα. Ἦταν σύγχρονος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔγραψε καὶ ἐπιστολή. Γεννήθηκε ὄχι στὴν Ἀνατολὴ ἀλλὰ στὴ Δύσι, στὴν πρωτεύουσα τῆς Ἰταλίας, τὴ Ῥώμη.Καὶ δεύτερον, διότι τὸ ὄνομά του ἔλαβε καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους μαθητάς μου στὸ Μεσολόγγι, ὁ Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος, ἐκλεκτὸς ἱεράρχης ποὺ βρίσκεται ἤδη στὴν αἰωνιότητα. Γιὰ τὸν ἅγιο Ἀμβρόσιο Μεδιολάνων, λοιπόν, θὰ ποῦμε λίγες λέξεις.
Κατήγετο ἀπὸ ὑψηλὴ οἰκογένεια. Ὡς νέος ἦταν εὐφυής, δεκτικὸς μαθήσεως. Φοίτησε σὲ σχολὲς καὶ πανεπιστήμια τοῦ καιροῦ ἐκείνου. Ἀρίστευσε καὶ εἰσῆλθε στὸ διοικητικὸ σῶμα. Ὡς χαρακτήρας ἦταν εὐθύς, δίκαιος, ἀπροσωπόληπτος. Ἔγινε συγκλητικός, καὶ ἀνῆλθε τὶς βαθμῖδες τῆς διοικήσεως. Ἀφοῦ ἔγινε ἔπαρχος, νομάρχης, ὑπουργός, οἱ εὐσεβεῖς υἱοὶ καὶ διάδοχοι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ὁ Κώνστας, τὸν ἔκαναν τέλος διοικητὴ ὅλης τῆς Ἰταλίας. Διοικοῦσε μὲ ἄκρα δικαιοσύνη. Καὶ ἐνῷ ἦταν ἀκόμη ἐθνικὸς Ῥωμαῖος πολίτης, ζοῦσε ἤδη σὰν Χριστιανός.
Συνέβη ὅμως στὴν ἐποχή του τὸ ἑξῆς γεγονός. Πέθανε στὰ Μεδιόλανα (τὸ σημερινὸ Μιλάνο) ὁ ἐπίσκοπος, καὶ ἐπρόκειτο νὰ γίνῃ ἐκλογή. Οἱ ἐκλογὲς τῶν ἐπισκόπων δὲν ἐγίνοντο τότε ὅπως σήμερα, ποὺ μαζεύονται οἱ δεσποτάδες στὴν Ἀθήνα καὶ ἐκλέγουν. Ὄχι· δὲν εἶνε αὐτὸς ὁ ὀρθὸς τρόπος. Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια ἡ ἐκλογὴ γινόταν ἀπὸ τὸ λαό. Ὅπως δηλαδὴ τώρα ἐκλέγουμε τὸν πρόεδρο τῆς κοινότητος, τὸ δήμαρχο, τὸ βουλευτή, ἔτσι τότε, ὅταν πέθαινε ἕνας ἐπίσκοπος, μαζευόταν ὁ κλῆρος καὶ ὁ εὐσεβὴς λαός, ἄντρες – γυναῖκες, καὶ ἔκαναν ἐκλογή. Καὶ ἐκλεγόταν ἐκεῖνος ποὺ ἤθελε ὁ Θεὸς καὶ ὁ λαός· ἦταν λαοπρόβλητος καὶ θεοπρόβλητος. Σήμερα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐκλέγονται ἄνθρωποι ποὺ δὲ᾿ γνωρίζουν τὸ λαὸ ποὺ πηγαίνουν νὰ ποιμάνουν. Μένουν στὴν Ἀθήνα συνήθως, εἶνε κοντὰ στὸν ἀρχιεπίσκοπο, τὸν κολακεύουν καὶ τὸν θυμιατίζουν· αὐτοὶ βγαίνουν. Ἐγὼ ἀγωνίζομαι νὰ ἐπανέλθῃ ὁ εὐλογημένος τρόπος ποὺ ἐξελέγη ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος.
Πῶς ἔγινε ἡ ἐκλογή του. Οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν διαιρεθῆ κι ὁ καθένας ὑποστήριζε τὸ δικό του ὑποψήφιο. Κ᾿ ἐνῷ γινόταν ὀχλαγωγία, ξαφνικὰ ἀκούστηκε μιὰ φωνή· «Τὸν Ἀμβρόσιο ἐπίσκοπο!». Ποιός φώναξε; ἄγγελος; ἄνθρωπος; Ἕνα παιδί! Τὸ φώτισε ὁ Θεός· γιατὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ εἶνε σὰν ἄγγελοι. Ἡ ἁγνὴ αὐτὴ φωνὴ ἀκούστηκε· κι ἀμέσως ὅλοι, γνωρίζοντας τὸ χαρακτῆρα τοῦ ἐπάρχου, συμφώνησαν. Εἶπαν «Ἀμβρόσιος»· μὲ τὴ συγκατάθεσι δὲ καὶ τοῦ βασιλέως Οὐαλεντινιανοῦ βγῆκε παμψηφεί.
Ὁ ίδιος δὲν ἤθελε. Προσπάθησε νὰ φύγῃ. Ἀντιστάθηκε, ἔφερε ἐπιχειρήματα· ἀλλὰ τέλος ὑποχώρησε καὶ ἔγινε. Πρῶτα βαπτίσθηκε, μετὰ ἔγινε ἀναγνώστης, μετὰ διάκονος, μετὰ πρεσβύτερος, καὶ μετὰ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος, ἐπίσκοπος Μεδιολάνων.
Τί ἔκανε ὡς ἐπίσκοπος; Ἕνας ἱστορικὸς λέει, ὅτι ὑπῆρξε καταπληκτικός. Προκάλεσε τὸ θαυμασμό· ἡ φήμη του ἔφθασε στὰ πέρατα τῆς γῆς. Τρία περιστατικὰ ἀπὸ τὸν βίο του θὰ σᾶς διηγηθῶ, γιὰ ν᾿ ἀντιληφθῆτε τί γίγας ὑπῆρξε.
Τὸ ἕνα. Ἦταν ὑπὲρ τοῦ γάμου· ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὸ γάμο ἦταν φλογερὸς κῆρυξ τῆς παρθενίας. Ἀπὸ τὰ κηρύγματά του ἀρκετὲς νέες ἀριστοκρατικῶν οἰκογενειῶν ἀφιερώθηκαν στὸ Χριστὸ καὶ σχημάτισαν ὁλόκληρο τάγμα. Τρόμαξαν τότε οἱ μανάδες καὶ δὲν ἔστελναν πλέον τὰ κορίτσια τους στὰ κηρύγματά του, ἀπὸ φόβο μήπως γίνουν καὶ αὐτὰ παρθένες. Οἱ δὲ ἐχθροί του διέδιδαν, ὅτι αὐτὸς μὲ τὴ διδασκαλία του ὑπὲρ τῆς παρθενίας θὰ κάνῃ τὸ ἀνθρώπινο γένος νὰ σβήσῃ…
Τί ἀπήντησε ὁ Ἀμβρόσιος; Εἶπε, ὅτι δὲν κινδυνεύει ὁ κόσμος ἐὰν μερικὰ κορίτσια ἀφοσιωθοῦν στὸ Θεὸ καὶ στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ κόσμος δὲ᾿ θὰ χαθῇ ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν παρθενία· ὁ κόσμος ―προφήτευσε― θὰ χαθῇ ἀπὸ τὴν ἀκολασία του, ἀπὸ τὴ διαφθορὰ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν.
Προφητικὸς ὁ λόγος του. Καὶ σ᾿ ἐμᾶς τὰ δια γίνονται. Ἐμποδίζουν τὰ παιδιὰ νὰ πᾶνε στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα, μήπως ἀκολουθήσουν τὸν ἄγαμο βίο. Ἀλλὰ πόσα εἶν᾿ αὐτά; Δὲ᾿ θὰ χαθῇ ὁ κόσμος ἂν, μέσ᾿ στὰ χίλια παιδιά, ἕνα ἀφιερωθῇ στὸ Θεό. Ὁ κίνδυνος εἶνε στὴ διαφθορά. Ἡ Ἑλλὰς κινδυνεύει νὰ σβήσῃ ἀπὸ τὸ χάρτη ἐξ αἰτίας τῶν τετρακοσίων χιλιάδων ἐκτρώσεων ποὺ γίνονται κάθε χρόνο!
Τὸ ἄλλο περιστατικό. Μιὰ μέρα χτύπησε τὴ μητρόπολί του μιὰ χήρα γυναίκα ποὺ ἔκλαιγε. ―Γιατί κλαῖς; ―Γιὰ τὸ παιδί μου. ―Εἶνε ἄῤῥωστο; ―Ὄχι· εἶνε ζωηρό, πολὺ ἄτακτο. Δὲ᾿ μ᾿ ἀκούει. Κάνει κακὲς παρέες, γυρίζει μέρα – νύχτα. Ἄχ, θὰ χάσω τὸ παιδί μου!… Ὁ ἱερὸς Ἀμβρόσιος τὴν παρηγόρησε καὶ τῆς εἶπε· ―Παιδί, ποὺ ἡ μάνα του προσεύχεται καὶ κλαίει, δὲ᾿ θὰ χαθῇ. Ποιά ἦταν ἡ μάνα αὐτή; Ἡ Μόνικα. Καὶ τὸ παιδί; Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς ἁγίας ἐκείνης γυναίκας βγῆκε ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, τὸν ὁποῖο ἔπειτα δίδασκε καὶ κατηχοῦσε ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος.
Καὶ τὸ τρίτο περιστατικό. Αὐτοκράτωρ ἦταν τότε ὁ Μέγας Θεοδόσιος. Αὐτὸς τί ἔκανε; Στὴ Θεσσαλονίκη ὁ λαός, ἐνωχλημένος ἀπὸ τοὺς φόρους του, ἐπαναστάτησε καὶ σκότωσε μερικοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ στρατιῶτες. Ὁ Θεοδόσιος διέταξε τὸ στρατό, τὴν ὥρα ποὺ ὁ κόσμος ἦταν μαζεμένος στὸ στάδιο νὰ παρακολουθήσῃ ἀγῶνες, νὰ βγάλουν τὰ σπαθιὰ καὶ νὰ κάνουν σφαγή. Καὶ σφάξανε πόσους; Ἑφτὰ χιλιάδες ἀνθρώπους! Κοκκίνισε ἡ Θεσσαλονίκη ἀπὸ τὸ αἷμα. Ποιός τώρα νὰ διαμαρτυρηθῇ; Κανείς. Ἕνας μόνο τόλμησε· ὁ Ἀμβρόσιος.
Ὁ Θεοδόσιος πῆγε στὰ Μεδιόλανα. Κ᾿ ἐνῷ τὰ χέρια του στάζανε αἷμα, εἶχε τὴν τόλμη νὰ πάῃ στὸ ναὸ μὲ τὴν ἀκολουθία του. Μπῆκε μέσα; Δὲ᾿ μπῆκε! Στὴν πόρτα στάθηκε ὁ Ἀμβρόσιος· ―Δὲ᾿ θὰ προχωρήσῃς! Δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ μπῇς στὴν ἐκκλησία. Ἁμάρτησες, σκότωσες χιλιάδες. ―Μά, λέει, καὶ ὁ Δαυῒδ σκότωσε. ―Ναί, τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Ἀμβρόσιος, ἀλλὰ μετανόησε. Κ᾿ ἐσένα τότε θὰ σὲ δεχτῶ… Τοῦ ἔβαλε κανόνα· ἐννιὰ μῆνες ἔκλαιγε κι ἀναστέναζε· καὶ μετὰ ―ὄχι πλέον μὲ βασιλικὰ στέμματα, ἀλλὰ ταπεινὸς καὶ κλαίων― ἦρθε στὸ ναό. Τότε τὸν δέχθηκε ὁ Ἀμβρόσιος.
Ποιός παπᾶς ἢ ποιός δεσπότης θὰ σταθῇ σήμερα στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ νὰ πῇ, Ἄλτ δολοφόνοι! ποὺ σφάξατε ὄχι ἑφτὰ χιλιάδες ἀλλὰ πολὺ περισσότερους;… Τετρακόσες χιλιάδες παιδάκια σφάζονται κάθε χρόνο. Καὶ οἱ δολοφόνοι μπαίνουν ἐλεύθερα στὴν ἐκκλησία. Εἶνε τόσο μεγάλο, τόσο τρομερὸ ἔγκλημα τὸ νὰ σκοτώνουν τὰ ἔμβρυα, ὥστε ἀμφιβάλλω ἂν θὰ συχωρέσῃ ὁ Θεὸς τὸ ἁμάρτημα αὐτό. Καὶ ὅμως ἐμεῖς δεχόμεθα μέσ᾿ στὴν ἐκκλησία τοὺς γιατροὺς ποὺ κάνουν ἐκτρώσεις, τὶς νοσοκόμες ποὺ βοηθοῦν στὶς ἐκτρώσεις, τοὺς πατεράδες καὶ τὶς μανάδες ποὺ σφάξανε τὰ παιδιά τους, καὶ ἐπιτρέπουμε τὴ θεία κοινωνία. Ἄχ Ἀμβρόσιε, ποῦ εἶσαι, νὰ σταθῇς πάλι στὴν πόρτα καὶ ν᾿ ἀπαγορεύσῃς τὴν εσοδο σὲ τέτοιους ἀνθρώπους, ποὺ θὰ τολμήσουν τώρα τὰ Χριστούγεννα νὰ ᾿ρθοῦν νὰ κοινωνήσουν τὰ ἄχραντα μυστήρια!…
Συνέβη ὅμως στὴν ἐποχή του τὸ ἑξῆς γεγονός. Πέθανε στὰ Μεδιόλανα (τὸ σημερινὸ Μιλάνο) ὁ ἐπίσκοπος, καὶ ἐπρόκειτο νὰ γίνῃ ἐκλογή. Οἱ ἐκλογὲς τῶν ἐπισκόπων δὲν ἐγίνοντο τότε ὅπως σήμερα, ποὺ μαζεύονται οἱ δεσποτάδες στὴν Ἀθήνα καὶ ἐκλέγουν. Ὄχι· δὲν εἶνε αὐτὸς ὁ ὀρθὸς τρόπος. Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια ἡ ἐκλογὴ γινόταν ἀπὸ τὸ λαό. Ὅπως δηλαδὴ τώρα ἐκλέγουμε τὸν πρόεδρο τῆς κοινότητος, τὸ δήμαρχο, τὸ βουλευτή, ἔτσι τότε, ὅταν πέθαινε ἕνας ἐπίσκοπος, μαζευόταν ὁ κλῆρος καὶ ὁ εὐσεβὴς λαός, ἄντρες – γυναῖκες, καὶ ἔκαναν ἐκλογή. Καὶ ἐκλεγόταν ἐκεῖνος ποὺ ἤθελε ὁ Θεὸς καὶ ὁ λαός· ἦταν λαοπρόβλητος καὶ θεοπρόβλητος. Σήμερα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐκλέγονται ἄνθρωποι ποὺ δὲ᾿ γνωρίζουν τὸ λαὸ ποὺ πηγαίνουν νὰ ποιμάνουν. Μένουν στὴν Ἀθήνα συνήθως, εἶνε κοντὰ στὸν ἀρχιεπίσκοπο, τὸν κολακεύουν καὶ τὸν θυμιατίζουν· αὐτοὶ βγαίνουν. Ἐγὼ ἀγωνίζομαι νὰ ἐπανέλθῃ ὁ εὐλογημένος τρόπος ποὺ ἐξελέγη ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος.
Πῶς ἔγινε ἡ ἐκλογή του. Οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν διαιρεθῆ κι ὁ καθένας ὑποστήριζε τὸ δικό του ὑποψήφιο. Κ᾿ ἐνῷ γινόταν ὀχλαγωγία, ξαφνικὰ ἀκούστηκε μιὰ φωνή· «Τὸν Ἀμβρόσιο ἐπίσκοπο!». Ποιός φώναξε; ἄγγελος; ἄνθρωπος; Ἕνα παιδί! Τὸ φώτισε ὁ Θεός· γιατὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ εἶνε σὰν ἄγγελοι. Ἡ ἁγνὴ αὐτὴ φωνὴ ἀκούστηκε· κι ἀμέσως ὅλοι, γνωρίζοντας τὸ χαρακτῆρα τοῦ ἐπάρχου, συμφώνησαν. Εἶπαν «Ἀμβρόσιος»· μὲ τὴ συγκατάθεσι δὲ καὶ τοῦ βασιλέως Οὐαλεντινιανοῦ βγῆκε παμψηφεί.
Ὁ ίδιος δὲν ἤθελε. Προσπάθησε νὰ φύγῃ. Ἀντιστάθηκε, ἔφερε ἐπιχειρήματα· ἀλλὰ τέλος ὑποχώρησε καὶ ἔγινε. Πρῶτα βαπτίσθηκε, μετὰ ἔγινε ἀναγνώστης, μετὰ διάκονος, μετὰ πρεσβύτερος, καὶ μετὰ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος, ἐπίσκοπος Μεδιολάνων.
Τὸ ἕνα. Ἦταν ὑπὲρ τοῦ γάμου· ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὸ γάμο ἦταν φλογερὸς κῆρυξ τῆς παρθενίας. Ἀπὸ τὰ κηρύγματά του ἀρκετὲς νέες ἀριστοκρατικῶν οἰκογενειῶν ἀφιερώθηκαν στὸ Χριστὸ καὶ σχημάτισαν ὁλόκληρο τάγμα. Τρόμαξαν τότε οἱ μανάδες καὶ δὲν ἔστελναν πλέον τὰ κορίτσια τους στὰ κηρύγματά του, ἀπὸ φόβο μήπως γίνουν καὶ αὐτὰ παρθένες. Οἱ δὲ ἐχθροί του διέδιδαν, ὅτι αὐτὸς μὲ τὴ διδασκαλία του ὑπὲρ τῆς παρθενίας θὰ κάνῃ τὸ ἀνθρώπινο γένος νὰ σβήσῃ…
Τί ἀπήντησε ὁ Ἀμβρόσιος; Εἶπε, ὅτι δὲν κινδυνεύει ὁ κόσμος ἐὰν μερικὰ κορίτσια ἀφοσιωθοῦν στὸ Θεὸ καὶ στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ κόσμος δὲ᾿ θὰ χαθῇ ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν παρθενία· ὁ κόσμος ―προφήτευσε― θὰ χαθῇ ἀπὸ τὴν ἀκολασία του, ἀπὸ τὴ διαφθορὰ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν.
Προφητικὸς ὁ λόγος του. Καὶ σ᾿ ἐμᾶς τὰ δια γίνονται. Ἐμποδίζουν τὰ παιδιὰ νὰ πᾶνε στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα, μήπως ἀκολουθήσουν τὸν ἄγαμο βίο. Ἀλλὰ πόσα εἶν᾿ αὐτά; Δὲ᾿ θὰ χαθῇ ὁ κόσμος ἂν, μέσ᾿ στὰ χίλια παιδιά, ἕνα ἀφιερωθῇ στὸ Θεό. Ὁ κίνδυνος εἶνε στὴ διαφθορά. Ἡ Ἑλλὰς κινδυνεύει νὰ σβήσῃ ἀπὸ τὸ χάρτη ἐξ αἰτίας τῶν τετρακοσίων χιλιάδων ἐκτρώσεων ποὺ γίνονται κάθε χρόνο!
Τὸ ἄλλο περιστατικό. Μιὰ μέρα χτύπησε τὴ μητρόπολί του μιὰ χήρα γυναίκα ποὺ ἔκλαιγε. ―Γιατί κλαῖς; ―Γιὰ τὸ παιδί μου. ―Εἶνε ἄῤῥωστο; ―Ὄχι· εἶνε ζωηρό, πολὺ ἄτακτο. Δὲ᾿ μ᾿ ἀκούει. Κάνει κακὲς παρέες, γυρίζει μέρα – νύχτα. Ἄχ, θὰ χάσω τὸ παιδί μου!… Ὁ ἱερὸς Ἀμβρόσιος τὴν παρηγόρησε καὶ τῆς εἶπε· ―Παιδί, ποὺ ἡ μάνα του προσεύχεται καὶ κλαίει, δὲ᾿ θὰ χαθῇ. Ποιά ἦταν ἡ μάνα αὐτή; Ἡ Μόνικα. Καὶ τὸ παιδί; Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς ἁγίας ἐκείνης γυναίκας βγῆκε ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, τὸν ὁποῖο ἔπειτα δίδασκε καὶ κατηχοῦσε ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος.
Καὶ τὸ τρίτο περιστατικό. Αὐτοκράτωρ ἦταν τότε ὁ Μέγας Θεοδόσιος. Αὐτὸς τί ἔκανε; Στὴ Θεσσαλονίκη ὁ λαός, ἐνωχλημένος ἀπὸ τοὺς φόρους του, ἐπαναστάτησε καὶ σκότωσε μερικοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ στρατιῶτες. Ὁ Θεοδόσιος διέταξε τὸ στρατό, τὴν ὥρα ποὺ ὁ κόσμος ἦταν μαζεμένος στὸ στάδιο νὰ παρακολουθήσῃ ἀγῶνες, νὰ βγάλουν τὰ σπαθιὰ καὶ νὰ κάνουν σφαγή. Καὶ σφάξανε πόσους; Ἑφτὰ χιλιάδες ἀνθρώπους! Κοκκίνισε ἡ Θεσσαλονίκη ἀπὸ τὸ αἷμα. Ποιός τώρα νὰ διαμαρτυρηθῇ; Κανείς. Ἕνας μόνο τόλμησε· ὁ Ἀμβρόσιος.
Ὁ Θεοδόσιος πῆγε στὰ Μεδιόλανα. Κ᾿ ἐνῷ τὰ χέρια του στάζανε αἷμα, εἶχε τὴν τόλμη νὰ πάῃ στὸ ναὸ μὲ τὴν ἀκολουθία του. Μπῆκε μέσα; Δὲ᾿ μπῆκε! Στὴν πόρτα στάθηκε ὁ Ἀμβρόσιος· ―Δὲ᾿ θὰ προχωρήσῃς! Δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ μπῇς στὴν ἐκκλησία. Ἁμάρτησες, σκότωσες χιλιάδες. ―Μά, λέει, καὶ ὁ Δαυῒδ σκότωσε. ―Ναί, τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Ἀμβρόσιος, ἀλλὰ μετανόησε. Κ᾿ ἐσένα τότε θὰ σὲ δεχτῶ… Τοῦ ἔβαλε κανόνα· ἐννιὰ μῆνες ἔκλαιγε κι ἀναστέναζε· καὶ μετὰ ―ὄχι πλέον μὲ βασιλικὰ στέμματα, ἀλλὰ ταπεινὸς καὶ κλαίων― ἦρθε στὸ ναό. Τότε τὸν δέχθηκε ὁ Ἀμβρόσιος.
Ποιός παπᾶς ἢ ποιός δεσπότης θὰ σταθῇ σήμερα στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ νὰ πῇ, Ἄλτ δολοφόνοι! ποὺ σφάξατε ὄχι ἑφτὰ χιλιάδες ἀλλὰ πολὺ περισσότερους;… Τετρακόσες χιλιάδες παιδάκια σφάζονται κάθε χρόνο. Καὶ οἱ δολοφόνοι μπαίνουν ἐλεύθερα στὴν ἐκκλησία. Εἶνε τόσο μεγάλο, τόσο τρομερὸ ἔγκλημα τὸ νὰ σκοτώνουν τὰ ἔμβρυα, ὥστε ἀμφιβάλλω ἂν θὰ συχωρέσῃ ὁ Θεὸς τὸ ἁμάρτημα αὐτό. Καὶ ὅμως ἐμεῖς δεχόμεθα μέσ᾿ στὴν ἐκκλησία τοὺς γιατροὺς ποὺ κάνουν ἐκτρώσεις, τὶς νοσοκόμες ποὺ βοηθοῦν στὶς ἐκτρώσεις, τοὺς πατεράδες καὶ τὶς μανάδες ποὺ σφάξανε τὰ παιδιά τους, καὶ ἐπιτρέπουμε τὴ θεία κοινωνία. Ἄχ Ἀμβρόσιε, ποῦ εἶσαι, νὰ σταθῇς πάλι στὴν πόρτα καὶ ν᾿ ἀπαγορεύσῃς τὴν εσοδο σὲ τέτοιους ἀνθρώπους, ποὺ θὰ τολμήσουν τώρα τὰ Χριστούγεννα νὰ ᾿ρθοῦν νὰ κοινωνήσουν τὰ ἄχραντα μυστήρια!…
* * *
Αὐτά, ἀγαπητοί, ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου. Καὶ ε/ιθε ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, νὰ ἐλεήσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης ἀγρυπνία τῆς 6>7-12-1985, Παρασκευὴ>Σάββατο)