Αιχμηρός ο τόπος. Και απαράκλητος. Μα το εικόνισμα της Παναγίας στο
αιγαιοπελαγίτικο νησί δροσίζει τα ηλιοκαμένα πρόσωπα η χάρη Της αύρα
ουράνια στα βασανισμένα κορμιά τους.
Οι νησιώτες ευλαβούνται την Παναγία την Aργοκοιλιώτισσα. Παλλαϊκό προσκύνημα στην εορτή της στη Νάξο.
Έτσι κι αυτή τη χρονιά. Προσανατολισμένη η εκκλησιά Πανηγυρικός Εσπερινός. Καλλίφωνοι οι ψαλτάδες. Ατέλειωτος ο κόσμος πού ασπάζεται τη θαυματουργή εικόνα Της, ακουμπά τις
προσευχές του, το δάκρυ του, την ελπίδα του στη Μητέρα του Θεού και Μητέρα όλων. Κι ανήμερα της εορτής ο Δεσπότης μεγαλόπρεπα δίνει άλλο τόνο, άλλη αίσθηση στη λατρευτική σύναξη. Κι ο κόσμος πολύς και ποικίλος. Με ησυχία και με θόρυβο. Με σιωπή και με κουβέντες. Με βάσανα και με χαρές. Με πίστη όμως όλοι. Ανάμεσα τους και ή κυρά Κατερίνα.
Χαρακτηριστικός τύπος νησιώτισσας. Απλοϊκή, ανοιχτόκαρδη, πρόθυμη σε προσφορά, αεικίνητη. Την προσπερνάς ανάμεσα στο πλήθος, δεν της δίνεις σημασία. Τίποτε το αξιοπρόσεχτο πάνω της. Μία συνηθισμένη γυναίκα. Αλλά αυτή έζησε το θαύμα και μάς το διηγήθηκε απλά και απερίτεχνα:
«Στο σπιτικό μας ή ζωή κυλούσε όμορφα κι αγαπημένα, χωρίς όμως τις χαρές πού μόνο ή παρουσία των παιδιών δωρίζει στις καρδιές των γονιών τους. Κι ή λύπη άρχιζε να σκιάζει το γάμο μου, όταν μια μέρα έταξα μέσα από τα φυλλοκάρδια μου:
"Παναγιά μου, κάνε του χρόνου να έρθω διπλή στη χάρη Σου, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά μου, κι εγώ κάθε Σάββατο θα σου ανάβω τα καντήλια σου, Παναγιά μου Άργοκοιλιώτισσα".
"Έτσι προσευχήθηκα κι έτσι έγινε. Την επόμενη χρονιά πήγα πασίχαρη με το βρέφος στη θαλπωρή της αγκαλιάς μου. Με δάκρυα Την ευχαριστούσα πού άκουσε την προσευχή μου. Και πεζοπορώντας 2-3 ώρες κάθε Σάββατο εκπλήρωνα το τάμα μου ανάβοντας τα καντήλια Της.
Κάποιο Σάββατο, χειμώνας ήταν βαρύς, είχε τέτοια νεροποντή, και για ώρες, πού δείλιασα.
- Που θα πας μ αυτή την καταιγίδα; με αντέκοψε ο άντρας μου. Θα πνιγώ μεσοστρατίς, κι εγώ συλλογιζόμουν.
Το τάξιμο σου ήταν για κάθε Σάββατο, μου αντείπε μια άλλη φωνή.
Και ξεκίνησα μες στα χωράφια και τα μονοπάτια να περπατώ λες. Κι η βροχή με τον άνεμο να με δέρνουν και να μ' εμποδίζουν στην περπατησιά μου.
Οι αστραπές να σχίζουν τον ουρανό να μπουμπουνίζουν τα βουνά σα θεριό. Και να κράζουν σκιαγμένα τα πουλιά στο βάθος η θάλασσα να μουγκρίζει και να αφρίζει πελώρια κύματα. Κι εγώ με τα χρειαζούμενα στην ποδιά μου -δυο πατημασιές μπρος και μια πίσω- να προχωρώ για το τάμα μου.
Τέτοια κακοσύνη είχαμε χρόνια να δούμε στο νησί μας.
Πλησίαζα την εκκλησία, όταν διέκρινα μια ωραία μαυροφορεμένη γυναίκα να με περιμένει στα σκαλοπάτια.
- Καλωσόρισες, Κατερίνα, με προϋπάντησε χαμογελώντας. Είσαι κι άβρεχτη, κόρη μου, συμπλήρωσε.
Κοίταξα τα ρούχα μου πού ήταν τελείως στεγνά -λές και δεν με είχε αγγίξει σταγόνα βροχής- αλλά απορροφημένη από το τάμα μου συνέχισα να ανάψω τα καντήλια.
Αφού όλα τα είχα καθαρίσει και περιποιηθεί στο ναό Της, τότε, σα να ήρθα στον εαυτό μου, αναρωτήθηκα πώς ήμουν άβρεχη, ενώ για τρεις ώρες με έλουζε ή βροχή και ποια ήταν αυτή η ωραία μαυροφόρα και πώς με περίμενε μέσα σε τέτοιο χαλασμό;
Μάταια την έψαξα παντού. Σαν αστραπή ένιωσα τότε το φτερούγισμα τής καρδιάς:
- Η Παναγία σε περίμενε! Κι εσύ, πιστή στο τάμα σου, δέχτηκες τη χάρη Της».
Σώπασε η κυρά Κατερίνα κι άκουγε πάλι την καρδιά της να υμνεί την Ύψηλοτέρα των Χερουβείμ και ενδοξότερα των Σεραφείμ. KM. Από το περιοδικό "Η Δράση μας", Νοέμβριος 2014
http://www.orthmad.gr
Οι νησιώτες ευλαβούνται την Παναγία την Aργοκοιλιώτισσα. Παλλαϊκό προσκύνημα στην εορτή της στη Νάξο.
Έτσι κι αυτή τη χρονιά. Προσανατολισμένη η εκκλησιά Πανηγυρικός Εσπερινός. Καλλίφωνοι οι ψαλτάδες. Ατέλειωτος ο κόσμος πού ασπάζεται τη θαυματουργή εικόνα Της, ακουμπά τις
προσευχές του, το δάκρυ του, την ελπίδα του στη Μητέρα του Θεού και Μητέρα όλων. Κι ανήμερα της εορτής ο Δεσπότης μεγαλόπρεπα δίνει άλλο τόνο, άλλη αίσθηση στη λατρευτική σύναξη. Κι ο κόσμος πολύς και ποικίλος. Με ησυχία και με θόρυβο. Με σιωπή και με κουβέντες. Με βάσανα και με χαρές. Με πίστη όμως όλοι. Ανάμεσα τους και ή κυρά Κατερίνα.
Χαρακτηριστικός τύπος νησιώτισσας. Απλοϊκή, ανοιχτόκαρδη, πρόθυμη σε προσφορά, αεικίνητη. Την προσπερνάς ανάμεσα στο πλήθος, δεν της δίνεις σημασία. Τίποτε το αξιοπρόσεχτο πάνω της. Μία συνηθισμένη γυναίκα. Αλλά αυτή έζησε το θαύμα και μάς το διηγήθηκε απλά και απερίτεχνα:
«Στο σπιτικό μας ή ζωή κυλούσε όμορφα κι αγαπημένα, χωρίς όμως τις χαρές πού μόνο ή παρουσία των παιδιών δωρίζει στις καρδιές των γονιών τους. Κι ή λύπη άρχιζε να σκιάζει το γάμο μου, όταν μια μέρα έταξα μέσα από τα φυλλοκάρδια μου:
"Παναγιά μου, κάνε του χρόνου να έρθω διπλή στη χάρη Σου, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά μου, κι εγώ κάθε Σάββατο θα σου ανάβω τα καντήλια σου, Παναγιά μου Άργοκοιλιώτισσα".
"Έτσι προσευχήθηκα κι έτσι έγινε. Την επόμενη χρονιά πήγα πασίχαρη με το βρέφος στη θαλπωρή της αγκαλιάς μου. Με δάκρυα Την ευχαριστούσα πού άκουσε την προσευχή μου. Και πεζοπορώντας 2-3 ώρες κάθε Σάββατο εκπλήρωνα το τάμα μου ανάβοντας τα καντήλια Της.
Κάποιο Σάββατο, χειμώνας ήταν βαρύς, είχε τέτοια νεροποντή, και για ώρες, πού δείλιασα.
- Που θα πας μ αυτή την καταιγίδα; με αντέκοψε ο άντρας μου. Θα πνιγώ μεσοστρατίς, κι εγώ συλλογιζόμουν.
Το τάξιμο σου ήταν για κάθε Σάββατο, μου αντείπε μια άλλη φωνή.
Και ξεκίνησα μες στα χωράφια και τα μονοπάτια να περπατώ λες. Κι η βροχή με τον άνεμο να με δέρνουν και να μ' εμποδίζουν στην περπατησιά μου.
Οι αστραπές να σχίζουν τον ουρανό να μπουμπουνίζουν τα βουνά σα θεριό. Και να κράζουν σκιαγμένα τα πουλιά στο βάθος η θάλασσα να μουγκρίζει και να αφρίζει πελώρια κύματα. Κι εγώ με τα χρειαζούμενα στην ποδιά μου -δυο πατημασιές μπρος και μια πίσω- να προχωρώ για το τάμα μου.
Τέτοια κακοσύνη είχαμε χρόνια να δούμε στο νησί μας.
Πλησίαζα την εκκλησία, όταν διέκρινα μια ωραία μαυροφορεμένη γυναίκα να με περιμένει στα σκαλοπάτια.
- Καλωσόρισες, Κατερίνα, με προϋπάντησε χαμογελώντας. Είσαι κι άβρεχτη, κόρη μου, συμπλήρωσε.
Κοίταξα τα ρούχα μου πού ήταν τελείως στεγνά -λές και δεν με είχε αγγίξει σταγόνα βροχής- αλλά απορροφημένη από το τάμα μου συνέχισα να ανάψω τα καντήλια.
Αφού όλα τα είχα καθαρίσει και περιποιηθεί στο ναό Της, τότε, σα να ήρθα στον εαυτό μου, αναρωτήθηκα πώς ήμουν άβρεχη, ενώ για τρεις ώρες με έλουζε ή βροχή και ποια ήταν αυτή η ωραία μαυροφόρα και πώς με περίμενε μέσα σε τέτοιο χαλασμό;
Μάταια την έψαξα παντού. Σαν αστραπή ένιωσα τότε το φτερούγισμα τής καρδιάς:
- Η Παναγία σε περίμενε! Κι εσύ, πιστή στο τάμα σου, δέχτηκες τη χάρη Της».
Σώπασε η κυρά Κατερίνα κι άκουγε πάλι την καρδιά της να υμνεί την Ύψηλοτέρα των Χερουβείμ και ενδοξότερα των Σεραφείμ. KM. Από το περιοδικό "Η Δράση μας", Νοέμβριος 2014
http://www.orthmad.gr