Ο Όσιος Στέφανος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αναστάσιος ο Β΄. οι γονείς του ήταν ευσεβής. Η μητέρα του ονομαζόταν Άννα και πήγαινε συχνά στην εκκλησία των Βλαχερνών και παρακαλούσε την Θεοτόκο να της χαρίσει γιο γιατί είχαν δυο κόρες και ήθελαν να αποκτήσουν και έναν υιό. Και έτσι και ο έγινε ο Θεός ευλόγησε την οικογένεια αυτή και απέκτησαν έναν υιό και η Άννα τον πήγε στην Εκκλησία των Βλαχερνών και είπε στην Παναγία:
-Δέξου, Δέσποινα το παιδί, που μου έδωσες. Σε Σένα το αφιερώνω τώρα.
Κατόπιν του έδωσαν το όνομα Στέφανος. Όταν ο μικρός Στέφανος έφτασε σε ηλικία πήγε να μάθει τα γράμματα τόση εξυπνάδα είχε που κατάφερες να μάθει πάρα πολλά σε λίγο καιρό. Στα παιδικά του χρόνια ο Στέφανος ήταν πάντοτε ευσεβής και φρόνιμος.
Εν όρεσι και σπηλαίοις
Κατά την εποχή εκείνη ανέβηκε στον βασιλικό θρόνο ο Λέων ο Ίσαυρος. Αυτός ήταν εικονομάχος και έδωσε εντολή να μην προσκυνούν οι πιστοί τις εικόνες. Πολλοί Ορθόδοξοι τότε, για να μη βλέπουν τις ασέβειες του αυτοκράτορας στο θέμα των Εικόνων, έφευγαν από την Πόλη και πήγαιναν στα βουνά για να λατρεύουν ελεύθερα το Θεό. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και οι γονείς του αγίου Στεφάνου. Αυτοί θεώρησαν καλό να πάρουν τον γιό τους από το Μοναστήρι της Πόλεως και έτσι τον έφεραν απέναντι από την Κωνσταντινούπολη σε μια σπηλιά που βρισκόταν στην κορυφή του υψηλοτέρου βουνού της περιοχής. Σε αυτή την σπηλιά καθόταν ένας πολύ ευσεβής γέροντας Μοναχός, ο Ιωάννης. Όταν, λοιπόν, ο πατέρας του Στεφάνου παρέδωσε τον γιό του στον Ιωάννη και του είπε να τον κάνει Μοναχό, εκείνος ο ευσεβής Μοναχός, με προθυμία δέχθηκε το παιδί κοντά του. Τον έντυσε τον Στέφανο Μοναχό. Του έδωσε συγχρόνως τις απαραίτητες συμβουλές για την μοναχική ζωή. Τότε ήταν 16 ετών. Τέτοια ήταν η μοναχική ζωή του ευσεβούς νέου, ώστε οι αγρυπνίες του, οι νηστείες του, πολλές φορές ήσαν μεγαλύτερες και από εκείνες των γερόντων Μοναχών. Δεν κρατούσε ο Όσιος, σε κανέναν κακία, και όχι μόνον δεν έκανε κακό σε οποίον τον έβλαπτε, αλλά και τον ευεργετούσε. Ήταν πάντοτε υπάκουος ο Στέφανος, και έκανε με μεγάλη προθυμία όλες τις δουλειές, που τον διέταζαν.
Τον αναδεικνύουν Ηγούμενο
Την εποχή εκείνη πέθανε ο επίγειος πατέρας του Στεφάνου. Στην Κωνσταντινούπολη έμενε τότε η μητέρα του με μια αδελφή του, διότι η άλλη είχε γίνει Μοναχή σε ένα από τα Μοναστήρια της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Όσιος μετά το θάνατο του πατέρα του , πήγε στη Βασιλεύουσα και πώλησε την περιουσία του και έδωσε στην εκκλησία, τα χρήματα για τους πτωχούς. Κατόπιν επήρε μαζί του την αδελφή του και την μητέρα του, τις έκανε Μοναχές και τις εγκατέστησε στο γυναικείο Μοναστήρι, που ήταν κοντά στο μέρος που έμενε. Έπειτα από ολίγον καιρό πέθανε και ο διδάσκαλος του Οσίου, ο ευσεβής Ιωάννης. Τότε οι Μονάχοι ανέδειξαν Ηγούμενο τον Στέφανο. Καθημερινώς πολλοί έρχονταν με ευλάβεια στον Άγιο και ήταν υπόδειγμα ενάρετου χαρακτήρος. Τον στόλιζαν τον άγιο οι αρετές της πραότητος, της αγάπης, της χαράς, της μακροθυμίας, της καλοσύνης. Ανάμεσα στους μαθητές του Οσίου ήταν οι ενάρετοι: Μαρίνος, Ιωάννης, Χριστόφορος και Ζαχαρίας. Ανάμεσα όμως στους ενάρετους ήταν και δύο δύστροποι χαρακτήρες: Ο Στέφανος και ο Σέργιος, οι οποίοι πολύ έβλαψαν τον Όσιο.
Στο ασκητήριο του
Επειδή όμως οι μαθητές έφεραν στον Όσιο ανησυχία, εκείνος δια να ησυχάσει και δια να ζει με μεγαλύτερη σκληραγωγία, έβαλε Ηγούμενο τον Μαρίνο. Ακολούθως πήγε σε μακρινό μέρος και έκτισε κελί που είχε μήκος δύο πήχεις, πλάτος ενάμισι και ύψος τόσον, όσο για να χωρεί ένας άνθρωπος. Το μικρό αυτό κελί, που έμενε ο άγιος δεν είχε σκέπη άλλη, εκτός από τον ουρανό. Έτσι το καλοκαίρι καίγετο το σώμα του αγίου από την φοβερή ζέστη και τον χειμώνα κρύωνε από το τσουχτερό κρύο. Ρούχα άλλα έκτος από ένα κοντόρασσο δεν είχε ο άγιος. Έτσι, ο άγιος γονατισμένος πάνω σε μια ψάθα, μέσα στην υπερβολική ζέστη και το δυνατό κρύο, προσευχόταν στον Ουράνιο Πατέρα του.
Ο Εικονομάχος Κοπρώνυμος καταδιώκει τους πιστούς
Την εποχή εκείνη πέθανε ο ασεβής αυτοκράτορας Λέοντας και τον διαδέχθηκε στον θρόνο ο Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος. Αυτός κατεδίωξε πολύ περισσότερο από τον πατέρα του τις άγιες Εικόνες, ώστε ο ανόητος διέταξε να τις κάψουν όλες. Τελικά ο Πατριάρχης με τον αυτοκράτορα για να επισφραγίσουν το καταραμένο έργο τους κάλεσαν σύνοδο, δια να αναθεματίσουν τον άγιο Γερμανό, τον Πατριάρχη που αντιτάχτηκε στο έργο τους, και τους Χριστιανούς οι οποίοι αρνούνταν να ποδοπατήσουν τις άγιες Εικόνες. Όταν τελειώσανε τη Σύνοδο, ο βασιλιάς ήθελε να υπογράψει τα έγγραφα των συζητήσεων και ο Στέφανος, επειδή αυτός ήταν περιβόητος για την αρετή του.
Ο Άγιος συκοφαντείται ως ανήθικος και φυλακίζεται
Έστειλε, λοιπόν, ο ασεβής αυτοκράτορας έναν αριστοκράτη του Βυζαντίου, που ονομαζόταν Κάλλιστος, για να φέρει στον Όσιο τα έγγραφα να τα υπογράψει.
—Δεν μπορώ να υπογράψω αύτη την άσεβη Σύνοδο, απάντησε ο Όσιος στο Κάλλιστο. Δεν μπορώ να ονομάσω το σκοτάδι φως. Είμαι έτοιμος να χύσω ακόμη και το αίμα μου για την προσκύνηση των αγίων Εικόνων.
Όταν έμαθε αυτά που είπε ο Άγιος έδωσε διαταγή να τον φυλακίσουν. Στην φυλακή ο Άγιος έμεινε 7 μέρες και μετά τον έβγαλαν γιατί φοβηθεί μήπως πεθάνει και τον πιάσει κατάρα. Κατόπιν ο Κάλλιστος παρακίνησε ένα μαθητή του Αγίου, που ονομαζόταν Σέργιος, να ψευδομαρτυρήσει, ότι ο άγιος πόρνευσε με την χήρα, η οποία έγινε Μοναχή. Πράγματι ο Σέργιος, σαν άλλος Ιούδας, αφού πληρώθηκε από τον Κάλλιστο, κατηγόρησε τον Άγιο στον βασιλέα. Μετά από αυτήν την κατηγορία ο βασιλείας έδωσε διαταγή να συλλάβουν την Άννα. Την πήγαν μπροστά στον βασιλιά. Ρώτησε την Άννα να μαρτυρήσει ότι είχε ένοχες σχέσεις με τον Άγιο. Η Άννα όμως αρνιόταν τα όλα ψέματα και για αυτό άρχισαν να την μαστιγώνουν τόσο όσο πέθανε καταβεβλημένη από τα βασανιστήρια.
Του στήνουν και άλλη παγίδα
Όταν απέθανε η δικαία Άννα, ο ασεβής αυτοκράτορας άρχισε να ψάχνει για να βρει τρόπους για να εξοντώσει και τον ενάρετο Στέφανο. Τότε σκέφτηκε να στείλει έναν νέο να πάει να ζητήσει από τον Άγιο να γίνει μοναχός και αφού γίνει η κούρα να πάει τρέχοντας σε αυτόν με τα ράσα. Ο νέος αυτός πήγε στον Άγιο του ζήτησε να τον κάνει μοναχό αλλά ο Άγιος στην αρχή φοβόταν τον αυτοκράτορα και αρνήθηκε. Ύστερα όμως βλέποντας την επιμονή του νέου, με κίνδυνο της ζωής του, ο Άγιος τον έντυσε με το μοναχικό σχήμα. Τότε ο νέος αμέσως πήγε στον αυτοκράτορα και αυτός έδειξε τον νέο σε όλο τον λαό της Πόλεως και κατηγόρησε τον Άγιο. Αμέσως όλοι οι αυλικοί φώναζαν πως ο Στέφανος ήταν άξιος να πεθάνει.
Στο μεταξύ ο βασιλιάς έστειλε ανθρώπους στο Μοναστήρι του αγίου να διώξουν τους άλλους μοναχούς, να συλλάβουν τον άγιο και να κάψουν το Μοναστήρι. Κατόπιν έφεραν τον άγιο στην Χρυσούπολη πολλά βασανιστήρια.
Ο αυτοκράτορας ο οποίος ήλπιζε με την προσωπική του επιβολή, όταν τον έφερνε μπροστά του, να δαμάσει το φρόνημα του Στεφάνου. Συνέβη όμως το αντίθετο. Ο Στέφανος, από τους ανθρώπους με «πολλὴν παῤῥησία ἐν πίστει τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Α' προς Τιμόθεον, γ' 13), δηλαδή με πολλή παρρησία και θάρρος στο να διακηρύττει την πίστη που ομολογούν όσοι είναι σε κοινωνία με τον Ιησού Χριστό, ήλεγξε αυστηρά κατά πρόσωπο τον Κοπρώνυμο. Έτσι εξόρισαν τον άγιο στην Προικόννησο. Εκεί ο άγιος όχι μόνο τυφλούς, αρρώστους και δαιμονισμένους, αλλά και ναυαγούς έσωζε. Έτσι πολλοί διηγούντο, ότι τον έβλεπαν να κρατάει το πλοίο, για να μη βουλιάξει και άλλες φορές να κάθεται στο τιμόνι του πλοίου και να το κυβερνά.
Στις φυλακές με 340 μάρτυρες
Ο αυτοκράτορας κάλεσε μια ημέρα τον Όσιο Στέφανο, σε ένα μέρος της Πόλεως και μετά από εξέταση και αφού ο Άγιος ήλεγξε όλους αυτούς που καταπατούν τις Αγίες Εικόνες, έδωσε διαταγή ο αυτοκράτορας να τον φυλακίσουν στις φυλακές του Πραιτωρίου και εκεί να τον τιμωρήσουν. Ο Όσιος, όταν έμπαινε στην φυλακή, προφήτευσε τον θάνατον του, λέγοντας: - Εδώ πρόκειται να πεθάνω.
Μέσα σ' εκείνες τις φυλακές ήταν τριακόσιοι σαράντα Μοναχοί, οι οποίοι είχαν πάθει πολλά βασανιστήρια. Μέσα στις φυλακές όλοι σέβονταν τον Όσιο και τον νόμιζαν Άγγελο. Ακόμα δε και οι φύλακες των δεσμωτηρίων τον εκτιμούσαν.
Προετοιμάζεται για το θάνατο
Έπειτα από μερικές ημέρες ο άγιος έκατάλα6ε τον θάνατον του και είπε στη γυναίκα, που του έφερε φαγητό:
-Σε ευχαριστώ για τον κόπο, που έλαβες τόσες ημέρες να μου φέρνεις φαγητό. Από τώρα μέχρι σαράντα ημέρες δεν θέλω να μου φέρεις τίποτε, γιατί θέλω να νηστέψω.
Έτσι όλες εκείνες τις σαράντα ημέρες ο Άγιος τις πέρασε με νηστεία, προσευχή και διδασκαλία προς τους άλλους φυλακισμένους, Στις σαράντα οκτώ η μέρες ο Άγιος κάλεσε την γυναίκα, που του έφερνε φαγητό, και αφού την ευχαρίστησε, για την φιλοξενία της, της έδωσε πίσω τα Εικονίσματα, που του είχε φέρει. Η γυναίκα εκείνη επήρε τις άγιες εκείνες Εικόνες, επήρε και την ευχή του Άγιου και αναχώρησε.
Το πρωί της άλλης ημέρας επήγαν μερικοί αιρετικοί στον αυτοκράτορα και κατηγόρησαν τον Στέφανο, ότι όχι μόνον έχει μεταβάλει την φυλακή σε Μοναστήρι, αλλά και πηγαίνουν μερικοί πολίτες και τούς διδάσκει πως να αφήσουν τα είδωλα. Αυτά, όταν τα άκουσε ο άσεβής αυτοκράτορας, θύμωσε πολύ και διέταξε να πάρουν τον Άγιο από την φυλακή και να τον πάνε να τον θανατώσουν έξω από την πόλη, σε ένα μέρος, όπου γινόταν θανατικές εκτελέσεις. Αφού, λοιπόν, τον έβγαλαν από την φυλακή, άρχισαν να τον λιθοβολούν και να τον κτυπούν με βαρεία ρόπαλα. Ένα ισχυρό κτύπημα στο κεφάλι έδωσε τέλος στη ζωή του Στεφάνου (το 767 μ.Χ.).
Όλοι όσοι κατέτρεξαν τον Άγιο Στέφανο τιμωρήθηκαν αυστηρά από την θεία Δικαιοσύνη. Και αυτός όμως ο αυτοκράτορας είχε κακό τέλος, διότι όταν έλαβε μέρος στον πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων, έπαθε φοβερή αρρώστια στα σκέλη, η οποία τον έκαιγε σαν φωτιά και έτσι ο κακός τύραννος πληρώθηκε, για τις άδικες πράξεις του.
Στίχος
Πληγεὶς νέε Στέφανε τὴν κάραν ξύλῳ, εὗρες πρεπόντως οὐχὶ γηράσκον στέφος. Εἰκάδι ὀγδοάτῃ Στεφάνου Νέου κράτα θραῦσαν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ
Ἀσκητικῶς προγυμνασθεὶς ἐν τῷ ὄρει, τὰς νοητὰς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ. Αὖθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς Πίστεως ξίφει· καὶ δι᾽ ἀμφοῖν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς ἀοίδιμε Στέφανε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Θείαν ἄσκησιν ἐνδεδειγμένος, σκεῦος γέγονας δικαιοσύνης διαπρέπων ταῖς σεπταῖς ἀναβάσεσι• καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν εἰκόνα σεβόμενος, μαρτυρικῆς ἠξιώθης φαιδρότητος. Θεῖε Στέφανε, ἐν ὅπλῳ ἡμᾶς στεφάνωσον τῆς θείας εὐδοκίας τοὺς ὑμνοῦντας σε.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Ἐκκλησία, ἑορτὴν εὐφρόσυνον, ἐν τῇ σῇ μνήμη· καὶ πιστῶς, ἀνευφημοῦσα κραυγάζει σοι, Στέφανε θεῖε, ὁσίων τὸ καύχημα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ
Τὸν τῆς Τριάδος ἐραστὴν καὶ μύστην ἔνθεον Ὡς ἐν ἀσκήσει καὶ ἀθλήσει διαλάμψαντα Στεφανώσωμεν τῶν ὕμνων τῷ θείῳ στέφει· Τοῦ Χριστοῦ γὰρ τὸ ἐκτύπωμα σεβόμενος τῶν ἀνόμων καταβέβληκε τὸ φρύαγμα. Ὅθεν εἴπωμεν, χαίροις ἔνδοξε Στέφανε.
Κάθισμα Ἦχος δ’ Ὁ ὑψωθεὶς
Τῶν Μοναστῶν ὑπογραμμὸς ἀνεδείχθης, τῶν Ἀθλητῶν καλλωπισμὸς ἀνεφάνης, δι' ἀμφοτέρων Στέφανε κοσμούμενος· ὅθεν ἀξιάγαστε, καὶ διπλοῦς τοὺς στεφάνους, ἔλαβες ἀσκήσεως, καὶ ἀθλήσεως Πάτερ. Ἀλλ' ἐκτενῶς Χριστὸν ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν σὲ ὑμνούντων, ἱκέτευε Στέφανε.
Ὁ Οἶκος
Εἰς πᾶσαν γῆν ὡς ἀληθῶς, διέδραμεν ὁ φθόγγος τῶν σῶν κατορθωμάτων, σοφὲ Ὁσιομάρτυς, ὧν περ εἰργάσω θαυμαστῶς· ὅθεν δυσωπῶ σε, παρρησίαν πρὸς Θεὸν ὡς κεκτημένος Ὅσιε, ἱκέτευε τοῦ δοθῆναί μοι λόγον ἐπάξιον, τοῦ ἀνευφημῆσαι τοὺς ἀγῶνας, οὓς ὑπέστης ἐξ ὁρατῶν ἐχθρῶν καὶ νοουμένων· ὃς πρὶν ἀσκητικῶς καθεῖλες, ἀπάσας τὰς κινήσεις τῆς σαρκὸς ἀπονεκρώσας, ἀθλήσει δὲ νῦν τὸν τύραννον ἐτροπώσω, Ὁσίων τὸ καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Αἷμα τῆς ἀθλήσεως τῆς σεπτῆς, ἱδρῶσι κεράσας, θεοφόρε ἀσκητικοῖς, ὡς εὔπνοον μύρον, τὴν παναγίαν κρᾶσιν, προσήγαγες τῷ Λόγῳ, Ὅσιε Στέφανε.
Απολυτίκιο του Οσίου Στεφάνου του Ομολογητή του Νέου
-Δέξου, Δέσποινα το παιδί, που μου έδωσες. Σε Σένα το αφιερώνω τώρα.
Κατόπιν του έδωσαν το όνομα Στέφανος. Όταν ο μικρός Στέφανος έφτασε σε ηλικία πήγε να μάθει τα γράμματα τόση εξυπνάδα είχε που κατάφερες να μάθει πάρα πολλά σε λίγο καιρό. Στα παιδικά του χρόνια ο Στέφανος ήταν πάντοτε ευσεβής και φρόνιμος.
Εν όρεσι και σπηλαίοις
Κατά την εποχή εκείνη ανέβηκε στον βασιλικό θρόνο ο Λέων ο Ίσαυρος. Αυτός ήταν εικονομάχος και έδωσε εντολή να μην προσκυνούν οι πιστοί τις εικόνες. Πολλοί Ορθόδοξοι τότε, για να μη βλέπουν τις ασέβειες του αυτοκράτορας στο θέμα των Εικόνων, έφευγαν από την Πόλη και πήγαιναν στα βουνά για να λατρεύουν ελεύθερα το Θεό. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και οι γονείς του αγίου Στεφάνου. Αυτοί θεώρησαν καλό να πάρουν τον γιό τους από το Μοναστήρι της Πόλεως και έτσι τον έφεραν απέναντι από την Κωνσταντινούπολη σε μια σπηλιά που βρισκόταν στην κορυφή του υψηλοτέρου βουνού της περιοχής. Σε αυτή την σπηλιά καθόταν ένας πολύ ευσεβής γέροντας Μοναχός, ο Ιωάννης. Όταν, λοιπόν, ο πατέρας του Στεφάνου παρέδωσε τον γιό του στον Ιωάννη και του είπε να τον κάνει Μοναχό, εκείνος ο ευσεβής Μοναχός, με προθυμία δέχθηκε το παιδί κοντά του. Τον έντυσε τον Στέφανο Μοναχό. Του έδωσε συγχρόνως τις απαραίτητες συμβουλές για την μοναχική ζωή. Τότε ήταν 16 ετών. Τέτοια ήταν η μοναχική ζωή του ευσεβούς νέου, ώστε οι αγρυπνίες του, οι νηστείες του, πολλές φορές ήσαν μεγαλύτερες και από εκείνες των γερόντων Μοναχών. Δεν κρατούσε ο Όσιος, σε κανέναν κακία, και όχι μόνον δεν έκανε κακό σε οποίον τον έβλαπτε, αλλά και τον ευεργετούσε. Ήταν πάντοτε υπάκουος ο Στέφανος, και έκανε με μεγάλη προθυμία όλες τις δουλειές, που τον διέταζαν.
Τον αναδεικνύουν Ηγούμενο
Την εποχή εκείνη πέθανε ο επίγειος πατέρας του Στεφάνου. Στην Κωνσταντινούπολη έμενε τότε η μητέρα του με μια αδελφή του, διότι η άλλη είχε γίνει Μοναχή σε ένα από τα Μοναστήρια της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Όσιος μετά το θάνατο του πατέρα του , πήγε στη Βασιλεύουσα και πώλησε την περιουσία του και έδωσε στην εκκλησία, τα χρήματα για τους πτωχούς. Κατόπιν επήρε μαζί του την αδελφή του και την μητέρα του, τις έκανε Μοναχές και τις εγκατέστησε στο γυναικείο Μοναστήρι, που ήταν κοντά στο μέρος που έμενε. Έπειτα από ολίγον καιρό πέθανε και ο διδάσκαλος του Οσίου, ο ευσεβής Ιωάννης. Τότε οι Μονάχοι ανέδειξαν Ηγούμενο τον Στέφανο. Καθημερινώς πολλοί έρχονταν με ευλάβεια στον Άγιο και ήταν υπόδειγμα ενάρετου χαρακτήρος. Τον στόλιζαν τον άγιο οι αρετές της πραότητος, της αγάπης, της χαράς, της μακροθυμίας, της καλοσύνης. Ανάμεσα στους μαθητές του Οσίου ήταν οι ενάρετοι: Μαρίνος, Ιωάννης, Χριστόφορος και Ζαχαρίας. Ανάμεσα όμως στους ενάρετους ήταν και δύο δύστροποι χαρακτήρες: Ο Στέφανος και ο Σέργιος, οι οποίοι πολύ έβλαψαν τον Όσιο.
Στο ασκητήριο του
Επειδή όμως οι μαθητές έφεραν στον Όσιο ανησυχία, εκείνος δια να ησυχάσει και δια να ζει με μεγαλύτερη σκληραγωγία, έβαλε Ηγούμενο τον Μαρίνο. Ακολούθως πήγε σε μακρινό μέρος και έκτισε κελί που είχε μήκος δύο πήχεις, πλάτος ενάμισι και ύψος τόσον, όσο για να χωρεί ένας άνθρωπος. Το μικρό αυτό κελί, που έμενε ο άγιος δεν είχε σκέπη άλλη, εκτός από τον ουρανό. Έτσι το καλοκαίρι καίγετο το σώμα του αγίου από την φοβερή ζέστη και τον χειμώνα κρύωνε από το τσουχτερό κρύο. Ρούχα άλλα έκτος από ένα κοντόρασσο δεν είχε ο άγιος. Έτσι, ο άγιος γονατισμένος πάνω σε μια ψάθα, μέσα στην υπερβολική ζέστη και το δυνατό κρύο, προσευχόταν στον Ουράνιο Πατέρα του.
Ο Εικονομάχος Κοπρώνυμος καταδιώκει τους πιστούς
Την εποχή εκείνη πέθανε ο ασεβής αυτοκράτορας Λέοντας και τον διαδέχθηκε στον θρόνο ο Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος. Αυτός κατεδίωξε πολύ περισσότερο από τον πατέρα του τις άγιες Εικόνες, ώστε ο ανόητος διέταξε να τις κάψουν όλες. Τελικά ο Πατριάρχης με τον αυτοκράτορα για να επισφραγίσουν το καταραμένο έργο τους κάλεσαν σύνοδο, δια να αναθεματίσουν τον άγιο Γερμανό, τον Πατριάρχη που αντιτάχτηκε στο έργο τους, και τους Χριστιανούς οι οποίοι αρνούνταν να ποδοπατήσουν τις άγιες Εικόνες. Όταν τελειώσανε τη Σύνοδο, ο βασιλιάς ήθελε να υπογράψει τα έγγραφα των συζητήσεων και ο Στέφανος, επειδή αυτός ήταν περιβόητος για την αρετή του.
Ο Άγιος συκοφαντείται ως ανήθικος και φυλακίζεται
Έστειλε, λοιπόν, ο ασεβής αυτοκράτορας έναν αριστοκράτη του Βυζαντίου, που ονομαζόταν Κάλλιστος, για να φέρει στον Όσιο τα έγγραφα να τα υπογράψει.
—Δεν μπορώ να υπογράψω αύτη την άσεβη Σύνοδο, απάντησε ο Όσιος στο Κάλλιστο. Δεν μπορώ να ονομάσω το σκοτάδι φως. Είμαι έτοιμος να χύσω ακόμη και το αίμα μου για την προσκύνηση των αγίων Εικόνων.
Όταν έμαθε αυτά που είπε ο Άγιος έδωσε διαταγή να τον φυλακίσουν. Στην φυλακή ο Άγιος έμεινε 7 μέρες και μετά τον έβγαλαν γιατί φοβηθεί μήπως πεθάνει και τον πιάσει κατάρα. Κατόπιν ο Κάλλιστος παρακίνησε ένα μαθητή του Αγίου, που ονομαζόταν Σέργιος, να ψευδομαρτυρήσει, ότι ο άγιος πόρνευσε με την χήρα, η οποία έγινε Μοναχή. Πράγματι ο Σέργιος, σαν άλλος Ιούδας, αφού πληρώθηκε από τον Κάλλιστο, κατηγόρησε τον Άγιο στον βασιλέα. Μετά από αυτήν την κατηγορία ο βασιλείας έδωσε διαταγή να συλλάβουν την Άννα. Την πήγαν μπροστά στον βασιλιά. Ρώτησε την Άννα να μαρτυρήσει ότι είχε ένοχες σχέσεις με τον Άγιο. Η Άννα όμως αρνιόταν τα όλα ψέματα και για αυτό άρχισαν να την μαστιγώνουν τόσο όσο πέθανε καταβεβλημένη από τα βασανιστήρια.
Του στήνουν και άλλη παγίδα
Όταν απέθανε η δικαία Άννα, ο ασεβής αυτοκράτορας άρχισε να ψάχνει για να βρει τρόπους για να εξοντώσει και τον ενάρετο Στέφανο. Τότε σκέφτηκε να στείλει έναν νέο να πάει να ζητήσει από τον Άγιο να γίνει μοναχός και αφού γίνει η κούρα να πάει τρέχοντας σε αυτόν με τα ράσα. Ο νέος αυτός πήγε στον Άγιο του ζήτησε να τον κάνει μοναχό αλλά ο Άγιος στην αρχή φοβόταν τον αυτοκράτορα και αρνήθηκε. Ύστερα όμως βλέποντας την επιμονή του νέου, με κίνδυνο της ζωής του, ο Άγιος τον έντυσε με το μοναχικό σχήμα. Τότε ο νέος αμέσως πήγε στον αυτοκράτορα και αυτός έδειξε τον νέο σε όλο τον λαό της Πόλεως και κατηγόρησε τον Άγιο. Αμέσως όλοι οι αυλικοί φώναζαν πως ο Στέφανος ήταν άξιος να πεθάνει.
Στο μεταξύ ο βασιλιάς έστειλε ανθρώπους στο Μοναστήρι του αγίου να διώξουν τους άλλους μοναχούς, να συλλάβουν τον άγιο και να κάψουν το Μοναστήρι. Κατόπιν έφεραν τον άγιο στην Χρυσούπολη πολλά βασανιστήρια.
Ο αυτοκράτορας ο οποίος ήλπιζε με την προσωπική του επιβολή, όταν τον έφερνε μπροστά του, να δαμάσει το φρόνημα του Στεφάνου. Συνέβη όμως το αντίθετο. Ο Στέφανος, από τους ανθρώπους με «πολλὴν παῤῥησία ἐν πίστει τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Α' προς Τιμόθεον, γ' 13), δηλαδή με πολλή παρρησία και θάρρος στο να διακηρύττει την πίστη που ομολογούν όσοι είναι σε κοινωνία με τον Ιησού Χριστό, ήλεγξε αυστηρά κατά πρόσωπο τον Κοπρώνυμο. Έτσι εξόρισαν τον άγιο στην Προικόννησο. Εκεί ο άγιος όχι μόνο τυφλούς, αρρώστους και δαιμονισμένους, αλλά και ναυαγούς έσωζε. Έτσι πολλοί διηγούντο, ότι τον έβλεπαν να κρατάει το πλοίο, για να μη βουλιάξει και άλλες φορές να κάθεται στο τιμόνι του πλοίου και να το κυβερνά.
Στις φυλακές με 340 μάρτυρες
Ο αυτοκράτορας κάλεσε μια ημέρα τον Όσιο Στέφανο, σε ένα μέρος της Πόλεως και μετά από εξέταση και αφού ο Άγιος ήλεγξε όλους αυτούς που καταπατούν τις Αγίες Εικόνες, έδωσε διαταγή ο αυτοκράτορας να τον φυλακίσουν στις φυλακές του Πραιτωρίου και εκεί να τον τιμωρήσουν. Ο Όσιος, όταν έμπαινε στην φυλακή, προφήτευσε τον θάνατον του, λέγοντας: - Εδώ πρόκειται να πεθάνω.
Μέσα σ' εκείνες τις φυλακές ήταν τριακόσιοι σαράντα Μοναχοί, οι οποίοι είχαν πάθει πολλά βασανιστήρια. Μέσα στις φυλακές όλοι σέβονταν τον Όσιο και τον νόμιζαν Άγγελο. Ακόμα δε και οι φύλακες των δεσμωτηρίων τον εκτιμούσαν.
Προετοιμάζεται για το θάνατο
Έπειτα από μερικές ημέρες ο άγιος έκατάλα6ε τον θάνατον του και είπε στη γυναίκα, που του έφερε φαγητό:
-Σε ευχαριστώ για τον κόπο, που έλαβες τόσες ημέρες να μου φέρνεις φαγητό. Από τώρα μέχρι σαράντα ημέρες δεν θέλω να μου φέρεις τίποτε, γιατί θέλω να νηστέψω.
Έτσι όλες εκείνες τις σαράντα ημέρες ο Άγιος τις πέρασε με νηστεία, προσευχή και διδασκαλία προς τους άλλους φυλακισμένους, Στις σαράντα οκτώ η μέρες ο Άγιος κάλεσε την γυναίκα, που του έφερνε φαγητό, και αφού την ευχαρίστησε, για την φιλοξενία της, της έδωσε πίσω τα Εικονίσματα, που του είχε φέρει. Η γυναίκα εκείνη επήρε τις άγιες εκείνες Εικόνες, επήρε και την ευχή του Άγιου και αναχώρησε.
Το πρωί της άλλης ημέρας επήγαν μερικοί αιρετικοί στον αυτοκράτορα και κατηγόρησαν τον Στέφανο, ότι όχι μόνον έχει μεταβάλει την φυλακή σε Μοναστήρι, αλλά και πηγαίνουν μερικοί πολίτες και τούς διδάσκει πως να αφήσουν τα είδωλα. Αυτά, όταν τα άκουσε ο άσεβής αυτοκράτορας, θύμωσε πολύ και διέταξε να πάρουν τον Άγιο από την φυλακή και να τον πάνε να τον θανατώσουν έξω από την πόλη, σε ένα μέρος, όπου γινόταν θανατικές εκτελέσεις. Αφού, λοιπόν, τον έβγαλαν από την φυλακή, άρχισαν να τον λιθοβολούν και να τον κτυπούν με βαρεία ρόπαλα. Ένα ισχυρό κτύπημα στο κεφάλι έδωσε τέλος στη ζωή του Στεφάνου (το 767 μ.Χ.).
Όλοι όσοι κατέτρεξαν τον Άγιο Στέφανο τιμωρήθηκαν αυστηρά από την θεία Δικαιοσύνη. Και αυτός όμως ο αυτοκράτορας είχε κακό τέλος, διότι όταν έλαβε μέρος στον πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων, έπαθε φοβερή αρρώστια στα σκέλη, η οποία τον έκαιγε σαν φωτιά και έτσι ο κακός τύραννος πληρώθηκε, για τις άδικες πράξεις του.
Στίχος
Πληγεὶς νέε Στέφανε τὴν κάραν ξύλῳ, εὗρες πρεπόντως οὐχὶ γηράσκον στέφος. Εἰκάδι ὀγδοάτῃ Στεφάνου Νέου κράτα θραῦσαν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ
Ἀσκητικῶς προγυμνασθεὶς ἐν τῷ ὄρει, τὰς νοητὰς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ. Αὖθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς Πίστεως ξίφει· καὶ δι᾽ ἀμφοῖν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς ἀοίδιμε Στέφανε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Θείαν ἄσκησιν ἐνδεδειγμένος, σκεῦος γέγονας δικαιοσύνης διαπρέπων ταῖς σεπταῖς ἀναβάσεσι• καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν εἰκόνα σεβόμενος, μαρτυρικῆς ἠξιώθης φαιδρότητος. Θεῖε Στέφανε, ἐν ὅπλῳ ἡμᾶς στεφάνωσον τῆς θείας εὐδοκίας τοὺς ὑμνοῦντας σε.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Ἐκκλησία, ἑορτὴν εὐφρόσυνον, ἐν τῇ σῇ μνήμη· καὶ πιστῶς, ἀνευφημοῦσα κραυγάζει σοι, Στέφανε θεῖε, ὁσίων τὸ καύχημα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ
Τὸν τῆς Τριάδος ἐραστὴν καὶ μύστην ἔνθεον Ὡς ἐν ἀσκήσει καὶ ἀθλήσει διαλάμψαντα Στεφανώσωμεν τῶν ὕμνων τῷ θείῳ στέφει· Τοῦ Χριστοῦ γὰρ τὸ ἐκτύπωμα σεβόμενος τῶν ἀνόμων καταβέβληκε τὸ φρύαγμα. Ὅθεν εἴπωμεν, χαίροις ἔνδοξε Στέφανε.
Κάθισμα Ἦχος δ’ Ὁ ὑψωθεὶς
Τῶν Μοναστῶν ὑπογραμμὸς ἀνεδείχθης, τῶν Ἀθλητῶν καλλωπισμὸς ἀνεφάνης, δι' ἀμφοτέρων Στέφανε κοσμούμενος· ὅθεν ἀξιάγαστε, καὶ διπλοῦς τοὺς στεφάνους, ἔλαβες ἀσκήσεως, καὶ ἀθλήσεως Πάτερ. Ἀλλ' ἐκτενῶς Χριστὸν ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν σὲ ὑμνούντων, ἱκέτευε Στέφανε.
Ὁ Οἶκος
Εἰς πᾶσαν γῆν ὡς ἀληθῶς, διέδραμεν ὁ φθόγγος τῶν σῶν κατορθωμάτων, σοφὲ Ὁσιομάρτυς, ὧν περ εἰργάσω θαυμαστῶς· ὅθεν δυσωπῶ σε, παρρησίαν πρὸς Θεὸν ὡς κεκτημένος Ὅσιε, ἱκέτευε τοῦ δοθῆναί μοι λόγον ἐπάξιον, τοῦ ἀνευφημῆσαι τοὺς ἀγῶνας, οὓς ὑπέστης ἐξ ὁρατῶν ἐχθρῶν καὶ νοουμένων· ὃς πρὶν ἀσκητικῶς καθεῖλες, ἀπάσας τὰς κινήσεις τῆς σαρκὸς ἀπονεκρώσας, ἀθλήσει δὲ νῦν τὸν τύραννον ἐτροπώσω, Ὁσίων τὸ καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Αἷμα τῆς ἀθλήσεως τῆς σεπτῆς, ἱδρῶσι κεράσας, θεοφόρε ἀσκητικοῖς, ὡς εὔπνοον μύρον, τὴν παναγίαν κρᾶσιν, προσήγαγες τῷ Λόγῳ, Ὅσιε Στέφανε.
Απολυτίκιο του Οσίου Στεφάνου του Ομολογητή του Νέου
Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ Ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.