Έλα παιδί μου στην Εκκλησία!
Απὸ χθές, ἀγαπητοί μου, μπήκαμε στὴ νηστεία τῶν Χριστουγέννων.
Ὕστερα ἀπὸ σαράντα μέρες θ᾽ ἀκούσουμε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῶν ἀγγέλων «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
Τώρα εἶνε περίοδος προετοιμασίας, περίοδος νηστείας.
Νηστείας ὅμως ὄχι τόσο αὐστηρᾶς ὅπως τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων εἶνε ἐπιεικής· ἐπιτρέπεται τώρα καὶ λάδι, ἐπιτρέπεται ἀκόμα καὶ ψάρι.
Οἱ Χριστιανοὶ λοιπὸν πρέπει νὰ νηστέψουν.
Σήμερα 16 Νοεμβρίου ἑορτάζει ὁ ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος.
Ὁ ἅγιος Ματθαῖος μᾶς φωνάζει. Τί μᾶς λέει; Ν᾽ ἀγαποῦμε. Τί ν᾽ ἀγαποῦμε; τὰ σπίτια μας, τὰ κτήματα, τὰ ζῷα, τὰ παιδιά, τὶς γυναῖκες; Κι αὐτὰ βέβαια. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα ν᾽ ἀγαποῦμε Ἐκεῖνον – ποὺ δὲν τὸν ἀγαποῦμε κι ὅμως πρέπει νὰ τὸν ἀγαποῦμε μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ μὲ ὅλο τὸ εἶναι μας· τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Τί ἦταν λοιπὸν ὁ ἅγιος Ματθαῖος; Ἄνθρωπος σὰν κ᾽ ἐμᾶς, ἁμαρτωλὸς ὅπως κ᾽ ἐμεῖς. Ἀπὸ τὰ δισεκατομμύρια ποὺ ἔζησαν ἐπάνω στὸ φλοιὸ τῆς γῆς, ἕνας μόνο ὑπῆρξε ἀναμάρτητος· «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἴμεθα ἁμαρτωλοί. Ἀλλὰ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ ἁμαρτωλὸ διαφέρει. Ἄλλος ἔχει λιγώτερα ἁμαρτήματα, ἄλλος περισσότερα. Ὁ Ματθαῖος ἦταν ἕνας μεγάλος ἁμαρτωλός. Ποιό ἦταν τὸ ἐπάγγελμά του, τί δουλειὰ ἔκανε;
Μερικὰ ἐπαγγέλματα βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶνε ἅγιος. Ὑπάρχουν ἄλλα ποὺ δὲν βοηθοῦν. Ἐπαγγέλματα ποὺ βοηθοῦν εἶνε λ.χ. τοῦ γεωργοῦ – τὸ πρῶτο ἐπάγγελμα. Ἁγιασμένα τὰ χέρια ἐκείνων ποὺ καλλιεργοῦν τὴ γῆ. Ἐπίσης τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ποιμένος, τοῦ βοσκοῦ. Σβήνουν πιὰ τὰ ἐπαγγέλματα αὐτά. Τώρα ὅλοι προτιμοῦν ἐργασίες ἄνετες· θέλουν τὸ παιδάκι τους νὰ γίνῃ μηχανικός, δάσκαλος, καθηγητής… Εὐλογημένο ἐπίσης ἐπάγγελμα εἶνε ὁ ἐργάτης γενικῶς.
Ὁ Ματθαῖος εἶχε ἄλλο ἐπάγγελμα. Ἦταν δημόσιος ὑπάλληλος, εἰσπράκτορας· εἰσέπραττε τοὺς δημοσίους φόρους. Ἐπάνω ὅμως στὴ δουλειά του ὄχι μόνο ἀσκοῦσε βία, ἀλλὰ καὶ ἔκλεβε. Χρωστοῦσε κάποιος π.χ. πέντε χιλιάδες; αὐτὸς ἔπαιρνε δέκα, πέντε γιὰ τὸ δημόσιο καὶ πέντε γιὰ τὴν τσέπη του. Ἦταν κλέφτης, λῃστής. Γιατὶ ὑπάρχουν κλέφτες μικροὶ ποὺ συλλαμβάνονται, καὶ μεγάλοι ποὺ μένουν ἀσύλληπτοι. Ἔτσι κι αὐτός· μολονότι ἦταν ἐκμεταλλευτὴς τοῦ λαοῦ καὶ τὸν μισοῦσαν καὶ τὸν ἀποστρέφονταν ὅλοι, ἐν τούτοις ἔμενε ἄθικτος.
Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἄλλαξε, ὁ λύκος ἔγινε ἀρνί. Πῶς ἄλλαξε; Πέρασε μιὰ μέρα ἐμπρὸς ἀπ᾽ τὸ τελωνεῖο του ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ ἔρριξε μιὰ ἐρευνητικὴ ματιά. Εἶδε ὄχι ἁπλῶς τὸ πρόσωπό του (στὸ πρόσωπο λίγο – πολὺ ὅλοι μοιάζουμε, στὴν ψυχὴ εἶνε οἱ μεγάλες διαφορές, τὸ μέγα βάθος). Ὁ Χριστὸς εἶδε βαθειά, στὰ μύχια τῆς ὑπάρξεώς του, καὶ διέκρινε ἐκεῖ κάτι καλό. Εἶδε μιὰ σπίθα, κάποια καλωσύνη, καὶ τοῦ μίλησε. Τί τοῦ εἶπε· «Ἀκολούθει μοι», ἔλα κοντά μου (Ματθ. 9,9). Δὲν ἔκανε μεγάλη συζήτησι, δυὸ λέξεις τοῦ εἶπε. Κι αὐτὸς τί ἔκανε· ἀμέσως ἄφησε τὸ τελωνεῖο, τὴν ἐπίζηλο θέσι ἀπὸ τὴν ὁποία κέρδιζε τόσα, ἄφησε τὴ γυναῖκα του, τὰ παιδιά του, τὰ πάντα, καὶ νάτον κοντὰ στὸ Χριστό. Ἀκολούθησε τὸν πτωχὸ Ναζωραῖο!
Ἔμεινε κοντὰ στὸ Χριστὸ τρία ὁλόκληρα χρόνια. Ἄκουγε τὰ χρυσᾶ λόγια του κι ἀκολουθοῦσε τὸ ἅγιο παράδειγμά του. Τέλος, ὅταν ὁ Χριστὸς μετὰ τὴ θυσία καὶ τὴν ἀνάστασί του ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς, τότε ὁ Ματθαῖος, ὡπλισμένος μὲ τὴ χάρι τῆς Πεντηκοστῆς, πῆρε τὸ ῥαβδί του καὶ πῆγε ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κηρύττοντας τὸ εὐαγγέλιο. Προχώρησε βαθειὰ καὶ ἔφθασε στὴ χώρα τῶν Πάρθων. Πίστευαν ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι καὶ βαπτίζονταν Χριστιανοί.
Ἔκανε μάλιστα καὶ θαύματα. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ὅτι ἀκούμπησε τὸ ῥαβδί του στὴ γῆ, προσευχήθηκε, κι αὐτὸ ῥίζωσε, ἔβγαλε κλαδιὰ καὶ φύλλα καὶ καρπούς. Μάλιστα· ἡ πίστις τὸ ξηρὸ ῥαβδὶ τό ᾽κανε ζωντανό! Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι κ᾽ ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νά ᾽νε ξηρὸς – σκληρός, νὰ μὴ δείχνῃ καλωσύνη, νὰ μὴν ἔχῃ ἔργα ἀγαθά, νὰ μοιάζῃ μὲ δέντρο ἄκαρπο, ἄξιο τιμωρίας καὶ κολάσεως, καὶ ὅμως αὐτὸς νὰ γίνῃ εὐαίσθητος, νὰ ζωντανέψῃ πνευματικά, νὰ γίνῃ ἄνθρωπος πίστεως καὶ ἀρετῆς.
Ὁ ἅγιος Ματθαῖος κήρυξε σὲ ἀγρίους καὶ βαρβάρους, ποὺ λάτρευαν τὰ εἴδωλα. Τέλος τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν κάλεσαν νὰ ἀρνηθῇ τὸ Χριστό. Ἐπειδὴ δὲν τὸν ἀρνήθηκε, ἀφοῦ τὸν βασάνισαν, ἄναψαν φωτιὰ καὶ τὸν ἔκαψαν. Αὐτὸ ἦταν τὸ μαρτύριό του.
Τὸ κήρυγμα τοῦ Ματθαίου ἀκούγεται μέχρι σήμερα στὴν Ἐκκλησία. Πῶς; Μὲ τὸ Εὐαγγέλιό του. Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια εἶνε τὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, μὲ τὸ ὁποῖο ἀρχίζει ἡ Καινὴ Διαθήκη καὶ τὸ ὁποῖο διαβάζεται κατὰ περικοπὲς μὲ σειρὰ σὲ Κυριακὲς καὶ καθημερινὲς στὴ λατρεία μας. Συνιστῶ σὲ ὅλους ν᾽ ἀνοίξετε καὶ νὰ διαβάσετε τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, νὰ διαβάζετε ὅλη τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὴν ἁγία Γραφή.
Μερικὰ ἐπαγγέλματα βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶνε ἅγιος. Ὑπάρχουν ἄλλα ποὺ δὲν βοηθοῦν. Ἐπαγγέλματα ποὺ βοηθοῦν εἶνε λ.χ. τοῦ γεωργοῦ – τὸ πρῶτο ἐπάγγελμα. Ἁγιασμένα τὰ χέρια ἐκείνων ποὺ καλλιεργοῦν τὴ γῆ. Ἐπίσης τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ποιμένος, τοῦ βοσκοῦ. Σβήνουν πιὰ τὰ ἐπαγγέλματα αὐτά. Τώρα ὅλοι προτιμοῦν ἐργασίες ἄνετες· θέλουν τὸ παιδάκι τους νὰ γίνῃ μηχανικός, δάσκαλος, καθηγητής… Εὐλογημένο ἐπίσης ἐπάγγελμα εἶνε ὁ ἐργάτης γενικῶς.
Ὁ Ματθαῖος εἶχε ἄλλο ἐπάγγελμα. Ἦταν δημόσιος ὑπάλληλος, εἰσπράκτορας· εἰσέπραττε τοὺς δημοσίους φόρους. Ἐπάνω ὅμως στὴ δουλειά του ὄχι μόνο ἀσκοῦσε βία, ἀλλὰ καὶ ἔκλεβε. Χρωστοῦσε κάποιος π.χ. πέντε χιλιάδες; αὐτὸς ἔπαιρνε δέκα, πέντε γιὰ τὸ δημόσιο καὶ πέντε γιὰ τὴν τσέπη του. Ἦταν κλέφτης, λῃστής. Γιατὶ ὑπάρχουν κλέφτες μικροὶ ποὺ συλλαμβάνονται, καὶ μεγάλοι ποὺ μένουν ἀσύλληπτοι. Ἔτσι κι αὐτός· μολονότι ἦταν ἐκμεταλλευτὴς τοῦ λαοῦ καὶ τὸν μισοῦσαν καὶ τὸν ἀποστρέφονταν ὅλοι, ἐν τούτοις ἔμενε ἄθικτος.
Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἄλλαξε, ὁ λύκος ἔγινε ἀρνί. Πῶς ἄλλαξε; Πέρασε μιὰ μέρα ἐμπρὸς ἀπ᾽ τὸ τελωνεῖο του ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ ἔρριξε μιὰ ἐρευνητικὴ ματιά. Εἶδε ὄχι ἁπλῶς τὸ πρόσωπό του (στὸ πρόσωπο λίγο – πολὺ ὅλοι μοιάζουμε, στὴν ψυχὴ εἶνε οἱ μεγάλες διαφορές, τὸ μέγα βάθος). Ὁ Χριστὸς εἶδε βαθειά, στὰ μύχια τῆς ὑπάρξεώς του, καὶ διέκρινε ἐκεῖ κάτι καλό. Εἶδε μιὰ σπίθα, κάποια καλωσύνη, καὶ τοῦ μίλησε. Τί τοῦ εἶπε· «Ἀκολούθει μοι», ἔλα κοντά μου (Ματθ. 9,9). Δὲν ἔκανε μεγάλη συζήτησι, δυὸ λέξεις τοῦ εἶπε. Κι αὐτὸς τί ἔκανε· ἀμέσως ἄφησε τὸ τελωνεῖο, τὴν ἐπίζηλο θέσι ἀπὸ τὴν ὁποία κέρδιζε τόσα, ἄφησε τὴ γυναῖκα του, τὰ παιδιά του, τὰ πάντα, καὶ νάτον κοντὰ στὸ Χριστό. Ἀκολούθησε τὸν πτωχὸ Ναζωραῖο!
Ἔμεινε κοντὰ στὸ Χριστὸ τρία ὁλόκληρα χρόνια. Ἄκουγε τὰ χρυσᾶ λόγια του κι ἀκολουθοῦσε τὸ ἅγιο παράδειγμά του. Τέλος, ὅταν ὁ Χριστὸς μετὰ τὴ θυσία καὶ τὴν ἀνάστασί του ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς, τότε ὁ Ματθαῖος, ὡπλισμένος μὲ τὴ χάρι τῆς Πεντηκοστῆς, πῆρε τὸ ῥαβδί του καὶ πῆγε ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κηρύττοντας τὸ εὐαγγέλιο. Προχώρησε βαθειὰ καὶ ἔφθασε στὴ χώρα τῶν Πάρθων. Πίστευαν ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι καὶ βαπτίζονταν Χριστιανοί.
Ἔκανε μάλιστα καὶ θαύματα. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ὅτι ἀκούμπησε τὸ ῥαβδί του στὴ γῆ, προσευχήθηκε, κι αὐτὸ ῥίζωσε, ἔβγαλε κλαδιὰ καὶ φύλλα καὶ καρπούς. Μάλιστα· ἡ πίστις τὸ ξηρὸ ῥαβδὶ τό ᾽κανε ζωντανό! Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι κ᾽ ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νά ᾽νε ξηρὸς – σκληρός, νὰ μὴ δείχνῃ καλωσύνη, νὰ μὴν ἔχῃ ἔργα ἀγαθά, νὰ μοιάζῃ μὲ δέντρο ἄκαρπο, ἄξιο τιμωρίας καὶ κολάσεως, καὶ ὅμως αὐτὸς νὰ γίνῃ εὐαίσθητος, νὰ ζωντανέψῃ πνευματικά, νὰ γίνῃ ἄνθρωπος πίστεως καὶ ἀρετῆς.
Ὁ ἅγιος Ματθαῖος κήρυξε σὲ ἀγρίους καὶ βαρβάρους, ποὺ λάτρευαν τὰ εἴδωλα. Τέλος τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν κάλεσαν νὰ ἀρνηθῇ τὸ Χριστό. Ἐπειδὴ δὲν τὸν ἀρνήθηκε, ἀφοῦ τὸν βασάνισαν, ἄναψαν φωτιὰ καὶ τὸν ἔκαψαν. Αὐτὸ ἦταν τὸ μαρτύριό του.
Τὸ κήρυγμα τοῦ Ματθαίου ἀκούγεται μέχρι σήμερα στὴν Ἐκκλησία. Πῶς; Μὲ τὸ Εὐαγγέλιό του. Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια εἶνε τὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, μὲ τὸ ὁποῖο ἀρχίζει ἡ Καινὴ Διαθήκη καὶ τὸ ὁποῖο διαβάζεται κατὰ περικοπὲς μὲ σειρὰ σὲ Κυριακὲς καὶ καθημερινὲς στὴ λατρεία μας. Συνιστῶ σὲ ὅλους ν᾽ ἀνοίξετε καὶ νὰ διαβάσετε τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, νὰ διαβάζετε ὅλη τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὴν ἁγία Γραφή.
* * *
Ἂς μιμηθοῦμε τὸ Ματθαῖο κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου. Δηλαδὴ τί; νὰ φύγουμε ἀπ᾽ τὸ μέρος ποὺ κατοικοῦμε; ν᾽ ἀφήσουμε τὴν οἰκογένειά μας, τὸ ἐπάγγελμά μας, τὰ πάντα, καὶ νὰ πᾶμε – ποῦ; στοὺς Ἐσκιμώους μακριά, νὰ κηρύξουμε τὸ Χριστό; Ἄλλοι τ᾽ ἀφήνουν ὅλα καὶ πηγαίνουν στοὺς ἀγρίους καὶ γίνονται ἱεραπόστολοι καὶ τοὺς τρῶνε οἱ κροκόδειλοι. Δὲν σοῦ λέω νὰ γίνῃς ἱεραπόστολος· καὶ νὰ τὸ πῶ ἄλλωστε δὲν πρόκειται νὰ γίνῃς. Γιὰ τὰ λεφτὰ βέβαια πολλοὶ ξενιτεύονται, γιὰ τὸν παρᾶ πᾶνε παντοῦ· ἀλλὰ γιὰ τὸ Χριστὸ ποιός πάει; Κάποτε ἡ πατρίδα μας εἶχε ἱεραποστόλους, σήμερα δὲν ἔχει. Μόνο ἕνας, ἐκεῖνος ποὺ κατασκεύασε τὸ μεγάλο σταυρὸ ἐπάνω στὸ ὕψωμα 1020 τῆς Φλωρίνης, ὁ π. Κοσμᾶς, αὐτὸς πῆγε στὸ Ζαῒρ τῆς Ἀφρικῆς.
Ἀλλ᾽ ἐγὼ δὲ σᾶς λέω νὰ πᾶτε στοὺς ἀγρίους, ὅπως ὁ Ματθαῖος, καὶ νὰ γίνετε ἱεραπόστολοι. Λέω κάτι ἄλλο, πιὸ εὔκολο. Δὲ σᾶς ζητῶ νὰ σηκώσετε τὸν Ὄλυμπο· ἕνα χαλικάκι σᾶς δίνω. Ἂν κι αὐτὸ δὲν τὸ κάνετε, πῶς νὰ σᾶς πῶ Χριστιανούς; Ποιό εἶνε τὸ χαλικάκι;
«Ἀκολούθει μοι», ἔλα κοντά μου, μᾶς λέει καὶ σήμερα ὁ Χριστός. Ποῦ τὸ λέει, πότε τὸ ἀκοῦμε; Κάθε φορὰ ποὺ χτυπάει ἡ καμπάνα, καὶ μάλιστα τὴν Κυριακή. Εἶνε σὰ νὰ λέῃ· Ἔλα, παιδί μου, κοντά μου, ἔλα στὴν ἐκκλησία· ἔλα ν᾽ ἀκούσῃς τὰ λόγια μου. Καὶ δὲ σοῦ ζητάει νὰ μείνῃς ὅλη τὴν ἡμέρα ἢ ὅλη τὴ νύχτα μέσα στὸ ναό, νὰ κάνῃς ἀγρυπνία. Ἀπὸ τὶς ἑκατὸν ἑξηνταοχτὼ ὧρες, ποὺ ἔχει ἡ βδομάδα, σοῦ ζητάει μία ὥρα μόνο. Ἄφησε τὴ δουλειὰ καὶ τὰ κτήματα, ἄφησε τὸν κόσμο· ἔλα νὰ ἐκκλησιαστῇς, νὰ γονατίσῃς νὰ πῇς «δόξα σοι ὁ Θεός», «σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ βοήθησες ὅλη τὴ βδομάδα», «σὲ παρακαλῶ, Κύριε, μεῖνε πάντα κοντά μου». Τὸ κάνουμε αὐτό;
Ἐν σχέσει μὲ τὸν πληθυσμό, λίγοι τὸ κάνουν. Ἂν μετρήσετε μιὰ Κυριακὴ τὸ ἐκκλησίασμα, θὰ βρῆτε ἕνα πολὺ μικρὸ ποσοστό. Ἔκανα κάποτε ὡς ἐπίσκοπος αἰφνιδιασμό· ὅπως ὁ στρατηγὸς κάνει αἰφνιδιασμό, πῆγα κ᾽ ἐγὼ χωρὶς προειδοποίησι σὲ μιὰ ἐκκλησία μεγάλου χωριοῦ καὶ τοὺς μέτρησα. Ἐλάχιστοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι. Οἱ ἄλλοι ποῦ εἶνε; Γι᾽ αὐτὸ τώρα δὲ σᾶς λέω νὰ μιμηθῆτε τὸ Ματθαῖο καὶ νὰ γίνετε ἱεραπόστολοι. Σᾶς λέω μόνο νὰ ἐκκλησιάζεστε τὴν Κυριακή. Θὰ μὲ ἀκούσετε;
Ἀλλ᾽ ἐγὼ δὲ σᾶς λέω νὰ πᾶτε στοὺς ἀγρίους, ὅπως ὁ Ματθαῖος, καὶ νὰ γίνετε ἱεραπόστολοι. Λέω κάτι ἄλλο, πιὸ εὔκολο. Δὲ σᾶς ζητῶ νὰ σηκώσετε τὸν Ὄλυμπο· ἕνα χαλικάκι σᾶς δίνω. Ἂν κι αὐτὸ δὲν τὸ κάνετε, πῶς νὰ σᾶς πῶ Χριστιανούς; Ποιό εἶνε τὸ χαλικάκι;
«Ἀκολούθει μοι», ἔλα κοντά μου, μᾶς λέει καὶ σήμερα ὁ Χριστός. Ποῦ τὸ λέει, πότε τὸ ἀκοῦμε; Κάθε φορὰ ποὺ χτυπάει ἡ καμπάνα, καὶ μάλιστα τὴν Κυριακή. Εἶνε σὰ νὰ λέῃ· Ἔλα, παιδί μου, κοντά μου, ἔλα στὴν ἐκκλησία· ἔλα ν᾽ ἀκούσῃς τὰ λόγια μου. Καὶ δὲ σοῦ ζητάει νὰ μείνῃς ὅλη τὴν ἡμέρα ἢ ὅλη τὴ νύχτα μέσα στὸ ναό, νὰ κάνῃς ἀγρυπνία. Ἀπὸ τὶς ἑκατὸν ἑξηνταοχτὼ ὧρες, ποὺ ἔχει ἡ βδομάδα, σοῦ ζητάει μία ὥρα μόνο. Ἄφησε τὴ δουλειὰ καὶ τὰ κτήματα, ἄφησε τὸν κόσμο· ἔλα νὰ ἐκκλησιαστῇς, νὰ γονατίσῃς νὰ πῇς «δόξα σοι ὁ Θεός», «σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ βοήθησες ὅλη τὴ βδομάδα», «σὲ παρακαλῶ, Κύριε, μεῖνε πάντα κοντά μου». Τὸ κάνουμε αὐτό;
Ἐν σχέσει μὲ τὸν πληθυσμό, λίγοι τὸ κάνουν. Ἂν μετρήσετε μιὰ Κυριακὴ τὸ ἐκκλησίασμα, θὰ βρῆτε ἕνα πολὺ μικρὸ ποσοστό. Ἔκανα κάποτε ὡς ἐπίσκοπος αἰφνιδιασμό· ὅπως ὁ στρατηγὸς κάνει αἰφνιδιασμό, πῆγα κ᾽ ἐγὼ χωρὶς προειδοποίησι σὲ μιὰ ἐκκλησία μεγάλου χωριοῦ καὶ τοὺς μέτρησα. Ἐλάχιστοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι. Οἱ ἄλλοι ποῦ εἶνε; Γι᾽ αὐτὸ τώρα δὲ σᾶς λέω νὰ μιμηθῆτε τὸ Ματθαῖο καὶ νὰ γίνετε ἱεραπόστολοι. Σᾶς λέω μόνο νὰ ἐκκλησιάζεστε τὴν Κυριακή. Θὰ μὲ ἀκούσετε;
* * *
Κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα, ἀγαπητοί μου, δὲν ὑπάρχει ἄλλος ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ παρὰ μόνο ὁ Χριστός. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶνε μηδέν, ἕνα πελώριο μηδενικό. Ὅ,τι νὰ πῇς, ὅπου νὰ πᾶς, ὅ,τι νὰ φανταστῇς, ὅ,τι ν᾽ ἀγαπήσῃς, ὅ,τι νὰ λατρεύσῃς, ὅλα σὲ διαψεύδουν, ὅλα σὲ ἀπογοητεύουν. Ἕνας μόνο δὲν διαψεύδει καὶ δὲν ἀπογοητεύει· ὁ Χριστός. Αὐτὸς λοιπὸν μᾶς καλεῖ. Μᾶς καλεῖ σὰν τὴ μάνα, ὅπως ἡ κλῶσσα καλεῖ τὰ πουλιά της μὲ στοργικὴ φωνή. Ὁ Χριστὸς μᾶς λέει·
Ἔλα, παιδί μου, κοντά μου, ἔλα στὴν Ἐκκλησία μου. Ἂν πεινᾷς, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος τοῦ οὐρανοῦ, τὸ οὐράνιο ψωμί. Ἂν διψᾷς, ἐγὼ εἶμαι τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν, τὸ κρυστάλλινο νερό. Ἂν εἶσαι στὸ σκοτάδι, ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, τὸ ἀνέσπερο φῶς. Ἂν εἶσαι ἄρρωστος, ἐγὼ εἶμαι ὁ γιατρὸς τῶν σωμάτων καὶ τῶν ψυχῶν. Καὶ ἂν νιώθῃς φορτωμένος βάρη ἁμαρτιῶν, ἔλα νὰ σὲ ξεκουράσω.
Ὁ Χριστὸς πράγματι παίρνει τὸ κοράκι καὶ τὸ κάνει περιστέρι, παίρνει τὸν ἀράπη καὶ τὸν κάνει λευκό. Δὲν εἶνε λόγια αὐτά, εἶνε γεγονότα. Μᾶς καλεῖ λοιπὸν στὸν ἐκκλησιασμό, στὴν προσευχή, στὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι. Ὅπως ἄνθρωπος ποὺ δὲ βαπτίζεται δὲν εἶνε Χριστιανός, ἔτσι καὶ ὅποιος δὲν ἐξομολογεῖται δὲν εἶνε Χριστιανός! Κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος ἐξομολογοῦμαι· ἔχω τὸν πνευματικό μου.
Ἔλα, παιδί μου, κοντά μου, ἔλα στὴν Ἐκκλησία μου. Ἂν πεινᾷς, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος τοῦ οὐρανοῦ, τὸ οὐράνιο ψωμί. Ἂν διψᾷς, ἐγὼ εἶμαι τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν, τὸ κρυστάλλινο νερό. Ἂν εἶσαι στὸ σκοτάδι, ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, τὸ ἀνέσπερο φῶς. Ἂν εἶσαι ἄρρωστος, ἐγὼ εἶμαι ὁ γιατρὸς τῶν σωμάτων καὶ τῶν ψυχῶν. Καὶ ἂν νιώθῃς φορτωμένος βάρη ἁμαρτιῶν, ἔλα νὰ σὲ ξεκουράσω.
Ὁ Χριστὸς πράγματι παίρνει τὸ κοράκι καὶ τὸ κάνει περιστέρι, παίρνει τὸν ἀράπη καὶ τὸν κάνει λευκό. Δὲν εἶνε λόγια αὐτά, εἶνε γεγονότα. Μᾶς καλεῖ λοιπὸν στὸν ἐκκλησιασμό, στὴν προσευχή, στὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι. Ὅπως ἄνθρωπος ποὺ δὲ βαπτίζεται δὲν εἶνε Χριστιανός, ἔτσι καὶ ὅποιος δὲν ἐξομολογεῖται δὲν εἶνε Χριστιανός! Κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος ἐξομολογοῦμαι· ἔχω τὸν πνευματικό μου.
Ὁ Θεὸς νὰ εἶνε μαζί σας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ν. Ἁγ. Γεωργίου Ξινοῦ Νεροῦ – Ἀμυνταίου 16-11-1986 Κυριακή)† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
http://www.augoustinos-kantiotis.gr