Ένα μοναχός, που τον λέγανε Τιμόθεο, εμόναζε σε κάποιο κοινόβιο.
Διαδόθηκε τότε εις βάρος ενός άλλου μοναχού του κοινοβίου μία κακή φήμη, ότι δηλαδή έπεσε σε αμαρτία.
Ο ηγούμενος κάλεσε τον Τιμόθεο και ζήτησε τη γνώμη του για τον αδελφό εκείνο.
Ο Τιμόθεος του συνέστησε, να μη τον κρατήσει πλέον εκεί στο μοναστήρι αλλά να τον διώξει. Και πράγματι ο ηγούμενος απομάκρυνε τον αμαρτήσαντα από το κοινόβιο.
Μόλις όμως έδιωξαν τον αδελφό, αμέσως ο πειρασμός, που πολεμούσε εκείνον, έφυγε και ήρθε στον Τιμόθεο.
Κλονίστηκε δε τόσο πολύ, ώστε κινδύνεψε να πέση στο ίδιο αμάρτημα.
Ο Τιμόθεος συναισθάνθηκε τί είχε πει στον ηγούμενο για τον αδελφό. Άρχισε να κλαίει και να παρακαλεί λέγοντας:
- Θεέ μου, αμάρτησα, συγχώρεσέ με.
Τότε άκουσε μία φωνή να του λέγει:
-Τιμόθεε, όλα αυτά τα παθαίνεις, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί περιφρόνησες και εγκατέλειψες τον αδελφό σου την ώρα του πειρασμού.
Διαδόθηκε τότε εις βάρος ενός άλλου μοναχού του κοινοβίου μία κακή φήμη, ότι δηλαδή έπεσε σε αμαρτία.
Ο ηγούμενος κάλεσε τον Τιμόθεο και ζήτησε τη γνώμη του για τον αδελφό εκείνο.
Ο Τιμόθεος του συνέστησε, να μη τον κρατήσει πλέον εκεί στο μοναστήρι αλλά να τον διώξει. Και πράγματι ο ηγούμενος απομάκρυνε τον αμαρτήσαντα από το κοινόβιο.
Μόλις όμως έδιωξαν τον αδελφό, αμέσως ο πειρασμός, που πολεμούσε εκείνον, έφυγε και ήρθε στον Τιμόθεο.
Κλονίστηκε δε τόσο πολύ, ώστε κινδύνεψε να πέση στο ίδιο αμάρτημα.
Ο Τιμόθεος συναισθάνθηκε τί είχε πει στον ηγούμενο για τον αδελφό. Άρχισε να κλαίει και να παρακαλεί λέγοντας:
- Θεέ μου, αμάρτησα, συγχώρεσέ με.
Τότε άκουσε μία φωνή να του λέγει:
-Τιμόθεε, όλα αυτά τα παθαίνεις, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί περιφρόνησες και εγκατέλειψες τον αδελφό σου την ώρα του πειρασμού.