«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Ματθ. 19,16)
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Ὅταν ὁ Χριστός μας εὑρίσκετο σωματικῶς ὡς ἄνθρωπος ἐδῶ στὴ γῆ, πολλοὶ ἔτρεχαν κοντά του· τυφλοί, λεπροί, ἄρρωστοι ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες, γονεῖς μὲ ἄρρωστα παιδιά. Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς θεραπεύσῃ. Κ᾿ ἐκεῖνος, ὠκεανὸς ἀγάπης, τοὺς χάριζε ὅ,τι ζητοῦσαν. Νά γιατί ἔτρεχαν κοντά του.
Καὶ σήμερα στὸ εὐαγγέλιο βλέπουμε κάποιον νὰ τὸν παρακαλῇ. Τί ἦταν αὐτός; κανένας τυφλὸς ἢ λεπρὸς ἢ σακάτης; Ὄχι. Αὐτὸς ἀποτελεῖ
ἐξαίρεσι. Ἦταν ὑγιής, ὑγιέστατος. Κι ὄχι μόνο ὑγιής, ἀλλὰ καὶ νέος στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας του. Κ᾿ ἐπὶ πλέον πλούσιος. Εἶχε ἀκόμα καὶ ἀξίωμα. Εἶχε δηλαδὴ καὶ ὑγεία καὶ νιᾶτα καὶ λεπτὰ καὶ δύναμι, ὅλα ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ν᾿ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ τὴ σκέψι «Δὲν ἔχω ἀνάγκη…». Γι᾿ αὐτὸ κάτι τέτοιοι βλέπεις νὰ μὴν πατᾶνε στὴν ἐκκλησιά.
Γιατί λοιπὸν αὐτὸς ὁ νέος ἦρθε καὶ παρακαλοῦσε τὸ Χριστό; τί τοῦ ἔλειπε; Κάτι λείπει στὸν ἄνθρωπο. Ὅσο καλὰ καὶ νὰ εἶσαι, ὅσα πλούτη καὶ νὰ ἔχῃς, κάτι λείπει. Τί ἔλειπε ἀπ᾿ αὐτόν, τί ζητοῦσε; Ἦταν φρόνιμος νέος. Ζύγιζε καλὰ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Ἔβλεπε, ὅτι τὰ πλούτη χάνονται, ὅτι μιὰ μέρα θὰ γεράσῃ κι αὐτός, τὰ μαλλιά του θ᾿ ἀσπρίσουν, τὰ πόδια του θὰ τρίζουν, τὸ σῶμα θὰ καταῤῥεύσῃ, θὰ γίνῃ μιὰ φούχτα κόκκαλα καὶ στάχτη. Σκεπτόταν σοβαρὰ ἐπάνω στὸ πρόβλημα τῆς ζωῆς. Εἶχε ἀκούσει ἄλλωστε τὸ Σολομῶντα νὰ λέῃ «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Πίστευε, ὅτι ἡ ζωή μας δὲν τελειώνει στὸν τάφο, ἀλλὰ τότε ἀκριβῶς ἀρχίζει. Αὐτὰ συλλογιζόταν. Καὶ ἔρχεται στὸ Χριστὸ καὶ ἐρωτᾷ μὲ ἀγωνία· Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω, ὄχι πλούτη καὶ ἐπίγεια ἀγαθά, ἀλλὰ τὴν αἰώνιο ζωή;
Ἀξιοθαύμαστος ὁ νέος αὐτός. Δὲν πλησίασε τὸ Χριστὸ ἀπὸ ὑλικὸ συμφέρον. Ἀνώτερα ἰδανικὰ συγκινοῦσαν τὴν ψυχή του.
* * *
* * *
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Ὅταν ὁ Χριστός μας εὑρίσκετο σωματικῶς ὡς ἄνθρωπος ἐδῶ στὴ γῆ, πολλοὶ ἔτρεχαν κοντά του· τυφλοί, λεπροί, ἄρρωστοι ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες, γονεῖς μὲ ἄρρωστα παιδιά. Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς θεραπεύσῃ. Κ᾿ ἐκεῖνος, ὠκεανὸς ἀγάπης, τοὺς χάριζε ὅ,τι ζητοῦσαν. Νά γιατί ἔτρεχαν κοντά του.
Καὶ σήμερα στὸ εὐαγγέλιο βλέπουμε κάποιον νὰ τὸν παρακαλῇ. Τί ἦταν αὐτός; κανένας τυφλὸς ἢ λεπρὸς ἢ σακάτης; Ὄχι. Αὐτὸς ἀποτελεῖ
ἐξαίρεσι. Ἦταν ὑγιής, ὑγιέστατος. Κι ὄχι μόνο ὑγιής, ἀλλὰ καὶ νέος στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας του. Κ᾿ ἐπὶ πλέον πλούσιος. Εἶχε ἀκόμα καὶ ἀξίωμα. Εἶχε δηλαδὴ καὶ ὑγεία καὶ νιᾶτα καὶ λεπτὰ καὶ δύναμι, ὅλα ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ν᾿ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ τὴ σκέψι «Δὲν ἔχω ἀνάγκη…». Γι᾿ αὐτὸ κάτι τέτοιοι βλέπεις νὰ μὴν πατᾶνε στὴν ἐκκλησιά.
Γιατί λοιπὸν αὐτὸς ὁ νέος ἦρθε καὶ παρακαλοῦσε τὸ Χριστό; τί τοῦ ἔλειπε; Κάτι λείπει στὸν ἄνθρωπο. Ὅσο καλὰ καὶ νὰ εἶσαι, ὅσα πλούτη καὶ νὰ ἔχῃς, κάτι λείπει. Τί ἔλειπε ἀπ᾿ αὐτόν, τί ζητοῦσε; Ἦταν φρόνιμος νέος. Ζύγιζε καλὰ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Ἔβλεπε, ὅτι τὰ πλούτη χάνονται, ὅτι μιὰ μέρα θὰ γεράσῃ κι αὐτός, τὰ μαλλιά του θ᾿ ἀσπρίσουν, τὰ πόδια του θὰ τρίζουν, τὸ σῶμα θὰ καταῤῥεύσῃ, θὰ γίνῃ μιὰ φούχτα κόκκαλα καὶ στάχτη. Σκεπτόταν σοβαρὰ ἐπάνω στὸ πρόβλημα τῆς ζωῆς. Εἶχε ἀκούσει ἄλλωστε τὸ Σολομῶντα νὰ λέῃ «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Πίστευε, ὅτι ἡ ζωή μας δὲν τελειώνει στὸν τάφο, ἀλλὰ τότε ἀκριβῶς ἀρχίζει. Αὐτὰ συλλογιζόταν. Καὶ ἔρχεται στὸ Χριστὸ καὶ ἐρωτᾷ μὲ ἀγωνία· Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω, ὄχι πλούτη καὶ ἐπίγεια ἀγαθά, ἀλλὰ τὴν αἰώνιο ζωή;
Ἀξιοθαύμαστος ὁ νέος αὐτός. Δὲν πλησίασε τὸ Χριστὸ ἀπὸ ὑλικὸ συμφέρον. Ἀνώτερα ἰδανικὰ συγκινοῦσαν τὴν ψυχή του.
* * *
Πόσοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Χριστιανοὺς ἔχουμε πόθο αἰωνίου ζωῆς; Οἱ καρδιές μας εἶνε προσκολλημένες στὸν κόσμο! Τὸ ξέρει ἡ Ἐκκλησία, ὅτι στὴν καθημερινὴ ζωὴ ὁ νοῦς μας εἶνε στὰ χαμηλά· ὅτι μοιάζουμε μὲ ἀετὸ ποὺ τοῦ ἔδεσαν στὰ πόδια βαρύδια νὰ μὴ μπορῇ νὰ πετάξῃ· ὅτι είμεθα σὰν πουλιὰ κολλημένα στὶς ξόβεργες τοῦ διαβόλου. Γι᾿ αὐτὸ στὴ θεία λειτουργία τί μᾶς λέει; Μεγάλα λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.). Ἀδέρφια μου, πλούσιοι καὶ φτωχοί, «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Ἀφῆστε ἐπὶ τέλους τὰ ἐπίγεια, τὰ μάταια, τὶς μέριμνες, τὰ παιχνίδια, τοὺς ἔρωτες…
Ἀλλὰ δυστυχῶς σήμερα, καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ φωνάζει αὐτὰ ἡ Ἐκκλησία, ἀμφιβάλλω ἂν ὑπάρχουν Χριστιανοὶ ποὺ οἱ καρδιές τους ἀφήνουν τὰ ἐπίγεια καὶ κάνουν φτερὰ νὰ πετάξουν κοντὰ στὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ ὁ νέος αὐτός, ποὺ ζητοῦσε πῶς νὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνιο ζωή, εἶνε ἀξιοθαύμαστος. Σήμερα, στὰ κατηραμένα αὐτὰ χρόνια τῆς ἀπιστίας, ποιές καρδιὲς νιώθουν τὸ «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»; Ε μαστε σὰν τὰ βατράχια μέσα σὲ βρωμερὰ καὶ ἀκάθαρτα τενάγη, σὰν τὰ σκουλήκια ποὺ τρῶνε λάσπη. Πολλοὶ σοῦ λένε· Ἄκου ᾿κεῖ, στὸν αἰῶνα αὐτό, νὰ ὑπάρχουν παπᾶδες, ἱεροκήρυκες καὶ κόσμος ποὺ πιστεύει σ᾿ ἄλλη ζωή. Ἐδῶ εἶνε ἡ κόλασι, ἐδῶ καὶ ὁ παράδεισος. Γλέντα, διασκέδαζε, δὲν ὑπάρχει τίποτ᾿ ἄλλο· μὲ τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη τελειώνουν ὅλα…
Ἔτσι εἶνε; Δὲν εἶνε ἔτσι. Ἂς φωνάζουν ὅσο θέλουν. Ὑπάρχει ἄλλος κόσμος. Πέρα ἀπὸ τὴν ψεύτικη αὐτὴ ζωή, πέρα ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ γῆ, πέρα ἀπὸ τὴ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα καὶ τοὺς γαλαξίες καὶ τοὺς Ὠρίωνας, ―προχωρῆστε, πετάξτε― ὑπάρχει ἄλλη ζωή. Τί λόγια ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας! τὰ προσέξατε; «Αἰνεῖτε αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν…» (Ψαλμ. 148,4). Τί σημαίνει αὐτό; Κι ἂν ὑποθέσουμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος βρῇ τρόπο νὰ φτάσῃ στὴν τελευταία ἄκρη τοῦ σύμπαντος, ἐρωτοῦμε τοὺς ἀπίστους· πέρα ἀπὸ ᾿κεῖ τί ὑπάρχει; Ὑπάρχουν οἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν. Αὐτὸς ποὺ βλέπουμε εἶνε ὁ ὑλικὸς οὐρανός. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε, ὅτι «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται…» (Ματθ. 24,35). Αὐτὰ μιὰ μέρα θὰ σβήσουν· ἀλλὰ πέρα ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σύμπαν ἁπλώνεται μιὰ ἄλλη πραγματικότης· ἡ αἰωνία ζωή, ὁ παράδεισος τοῦ Θεοῦ.
Ποιός μᾶς βεβαιώνει; Ἀνέβηκε κανεὶς ἐκεῖ; Ἀνέβηκε. Ὄχι ἀστροναύτης. Ἀνέβηκε πρῶτος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως λέμε στὸ «Πιστεύω»· «… καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς…». Ποιός ἄλλος ἀνέβηκε; Ἡ Κυρία Θεοτόκος. Δὲ γιωρτάσαμε πρὸ ἡμερῶν τὴν Κοίμησί της; Ὁ ὕμνος λέει, ὅτι δὲ μπόρεσε ὁ τάφος καὶ τὸ χῶμα νὰ τὴν κρατήσουν, διότι ὁ Χριστὸς τὴν ἀνέστησε καὶ τὴ μετέφερε στὴ ζωὴ τὴν αἰώνιο· «…Τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησε, ὡς γὰρ ζωῆς μητέρα πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον» (κοντάκ.). Ποιός ἄλλος ἀνέβηκε ἐκεῖ; Ὕστερα ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία ἀνέβηκε ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων, ὁ Παῦλος· ἡ ἁγία Γραφὴ λέει, ὅτι «ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον»· τὸν πῆραν ἀγγελικὲς φτεροῦγες καὶ τὸν πῆγαν στὸν «τρίτον οὐρανόν» (Β΄ Κορ. 12,2-4), κ᾿ ἐκεῖ ἄκουσε λόγια ποὺ ἄνθρωπος δὲ μπορεῖ νὰ τὰ πῇ.
Ὦ παράδεισε, ὦ αἰωνία ζωή! Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τῶν πνευμάτων, τὸν ἄϋλο καὶ ἀθάνατο, μᾶς καλεῖ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Τὸν πιστεύουμε; Στὰ παλαιὰ τὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν ῥαδιόφωνα, δὲν εἶχαν πανεπιστήμια, εἶχαν ὅμως πίστι ζωντανή. Τώρα στὶς γιορτὲς λέμε «χρόνια πολλά». Τότε ἡ εὐχή τους ἦταν «καλὸν παράδεισο». Ποιός τὸ λέει τώρα; Οὔτε παπᾶδες οὔτε δεσποτάδες οὔτε καλόγηροι.
Μὰ τί εἶνε αὐτὸς ὁ παράδεισος; Ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ ρωτᾶτε; Θά ᾿πρεπε νά ᾿χω φτερὰ καὶ γλῶσσα ἀγγέλου καὶ ἀρχαγγέλου καὶ ἀποστόλου Παύλου, νὰ πετάξω στοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ σᾶς περιγράψω τί εἶνε ὁ παράδεισος. Τί εἶνε παράδεισος; Ἐκεῖ στὸν τρίτο οὐρανὸ εἶνε ὁ ἥλιος ὁ πνευματικός, ἡ τρισήλιος Θεότης, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα· εἶνε ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, τὰ χερουβὶμ καὶ σεραφίμ· εἶνε τὰ πνεύματα τὰ ἄυλα, οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων· ἐκεῖ ἄνθος ἀμάραντο εἶνε ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος.
Ἕνας εὐλαβής, ποὺ ἀγαποῦσε πολὺ τὴν Παναγία, ἔλεγε· Θεέ μου, ἀξίωσέ με μιὰ στιγμὴ νὰ βρεθῶ στὸν παράδεισο καὶ νὰ δῶ τὴν Παναγία. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τὴν προσευχή του καὶ μιὰ νύχτα τὸν παίρνουν πράγματι φτεροῦγες ἀγγέλων καὶ τὸν φέρνουν στὸν οὐρανό· καὶ εἶδε τὴν Παναγία νὰ λάμπῃ… Τὸ πρωΐ, ἀπὸ τὴ μεγάλη λάμψι ποὺ ἀντίκρυσε, εἶχε χάσει τὸ ἕνα του μάτι. Ἦταν ὅμως τόση ἡ χαρά του, ποὺ εἶπε· Χριστέ μου, δός μου νὰ ξαναδῶ τὴν Παναγία στὸν οὐρανό, κι ἂς χάσω καὶ τὸ ἄλλο μάτι μου. Καὶ πράγματι ξαναεῖδε τὴν Παναγία. Ἀλλὰ δὲν ἔχασε καὶ τὸ ἄλλο του μάτι· ἡ Παναγία, ἀμείβοντας τὴν πίστι καὶ τὴν ἀγάπη του, τοῦ ἔδωσε πάλι καὶ τὸ ἄλλο μάτι.
Τέτοια εἶνε ἡ αἰώνιος ζωή, ἡ θέα τῶν οὐρανίων, ἡ θεωρία τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων. Ὑπάρχει αἰώνιος ζωή. Αὐτὸ μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο. Ἂν πλησίαζε τὸ Χριστὸ κανένας νέος σημερινός, ποὺ ἔμαθε μερικὰ γράμματα, δὲ θὰ ρωτοῦσε «Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνιο ζωή;», ἀλλὰ θὰ ἔλεγε· Ὑπάρχει ἆραγε ἄλλη ζωή; Ὁ νέος ὅμως τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ· αὐτὸς ἐρωτᾷ, μὲ ποιό τρόπο θὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνιο ζωή.
Ἀλλὰ δυστυχῶς σήμερα, καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ φωνάζει αὐτὰ ἡ Ἐκκλησία, ἀμφιβάλλω ἂν ὑπάρχουν Χριστιανοὶ ποὺ οἱ καρδιές τους ἀφήνουν τὰ ἐπίγεια καὶ κάνουν φτερὰ νὰ πετάξουν κοντὰ στὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ ὁ νέος αὐτός, ποὺ ζητοῦσε πῶς νὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνιο ζωή, εἶνε ἀξιοθαύμαστος. Σήμερα, στὰ κατηραμένα αὐτὰ χρόνια τῆς ἀπιστίας, ποιές καρδιὲς νιώθουν τὸ «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»; Ε μαστε σὰν τὰ βατράχια μέσα σὲ βρωμερὰ καὶ ἀκάθαρτα τενάγη, σὰν τὰ σκουλήκια ποὺ τρῶνε λάσπη. Πολλοὶ σοῦ λένε· Ἄκου ᾿κεῖ, στὸν αἰῶνα αὐτό, νὰ ὑπάρχουν παπᾶδες, ἱεροκήρυκες καὶ κόσμος ποὺ πιστεύει σ᾿ ἄλλη ζωή. Ἐδῶ εἶνε ἡ κόλασι, ἐδῶ καὶ ὁ παράδεισος. Γλέντα, διασκέδαζε, δὲν ὑπάρχει τίποτ᾿ ἄλλο· μὲ τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη τελειώνουν ὅλα…
Ἔτσι εἶνε; Δὲν εἶνε ἔτσι. Ἂς φωνάζουν ὅσο θέλουν. Ὑπάρχει ἄλλος κόσμος. Πέρα ἀπὸ τὴν ψεύτικη αὐτὴ ζωή, πέρα ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ γῆ, πέρα ἀπὸ τὴ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα καὶ τοὺς γαλαξίες καὶ τοὺς Ὠρίωνας, ―προχωρῆστε, πετάξτε― ὑπάρχει ἄλλη ζωή. Τί λόγια ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας! τὰ προσέξατε; «Αἰνεῖτε αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν…» (Ψαλμ. 148,4). Τί σημαίνει αὐτό; Κι ἂν ὑποθέσουμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος βρῇ τρόπο νὰ φτάσῃ στὴν τελευταία ἄκρη τοῦ σύμπαντος, ἐρωτοῦμε τοὺς ἀπίστους· πέρα ἀπὸ ᾿κεῖ τί ὑπάρχει; Ὑπάρχουν οἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν. Αὐτὸς ποὺ βλέπουμε εἶνε ὁ ὑλικὸς οὐρανός. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε, ὅτι «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται…» (Ματθ. 24,35). Αὐτὰ μιὰ μέρα θὰ σβήσουν· ἀλλὰ πέρα ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σύμπαν ἁπλώνεται μιὰ ἄλλη πραγματικότης· ἡ αἰωνία ζωή, ὁ παράδεισος τοῦ Θεοῦ.
Ποιός μᾶς βεβαιώνει; Ἀνέβηκε κανεὶς ἐκεῖ; Ἀνέβηκε. Ὄχι ἀστροναύτης. Ἀνέβηκε πρῶτος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως λέμε στὸ «Πιστεύω»· «… καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς…». Ποιός ἄλλος ἀνέβηκε; Ἡ Κυρία Θεοτόκος. Δὲ γιωρτάσαμε πρὸ ἡμερῶν τὴν Κοίμησί της; Ὁ ὕμνος λέει, ὅτι δὲ μπόρεσε ὁ τάφος καὶ τὸ χῶμα νὰ τὴν κρατήσουν, διότι ὁ Χριστὸς τὴν ἀνέστησε καὶ τὴ μετέφερε στὴ ζωὴ τὴν αἰώνιο· «…Τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησε, ὡς γὰρ ζωῆς μητέρα πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον» (κοντάκ.). Ποιός ἄλλος ἀνέβηκε ἐκεῖ; Ὕστερα ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία ἀνέβηκε ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων, ὁ Παῦλος· ἡ ἁγία Γραφὴ λέει, ὅτι «ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον»· τὸν πῆραν ἀγγελικὲς φτεροῦγες καὶ τὸν πῆγαν στὸν «τρίτον οὐρανόν» (Β΄ Κορ. 12,2-4), κ᾿ ἐκεῖ ἄκουσε λόγια ποὺ ἄνθρωπος δὲ μπορεῖ νὰ τὰ πῇ.
Ὦ παράδεισε, ὦ αἰωνία ζωή! Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τῶν πνευμάτων, τὸν ἄϋλο καὶ ἀθάνατο, μᾶς καλεῖ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Τὸν πιστεύουμε; Στὰ παλαιὰ τὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν ῥαδιόφωνα, δὲν εἶχαν πανεπιστήμια, εἶχαν ὅμως πίστι ζωντανή. Τώρα στὶς γιορτὲς λέμε «χρόνια πολλά». Τότε ἡ εὐχή τους ἦταν «καλὸν παράδεισο». Ποιός τὸ λέει τώρα; Οὔτε παπᾶδες οὔτε δεσποτάδες οὔτε καλόγηροι.
Μὰ τί εἶνε αὐτὸς ὁ παράδεισος; Ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ ρωτᾶτε; Θά ᾿πρεπε νά ᾿χω φτερὰ καὶ γλῶσσα ἀγγέλου καὶ ἀρχαγγέλου καὶ ἀποστόλου Παύλου, νὰ πετάξω στοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ σᾶς περιγράψω τί εἶνε ὁ παράδεισος. Τί εἶνε παράδεισος; Ἐκεῖ στὸν τρίτο οὐρανὸ εἶνε ὁ ἥλιος ὁ πνευματικός, ἡ τρισήλιος Θεότης, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα· εἶνε ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, τὰ χερουβὶμ καὶ σεραφίμ· εἶνε τὰ πνεύματα τὰ ἄυλα, οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων· ἐκεῖ ἄνθος ἀμάραντο εἶνε ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος.
Ἕνας εὐλαβής, ποὺ ἀγαποῦσε πολὺ τὴν Παναγία, ἔλεγε· Θεέ μου, ἀξίωσέ με μιὰ στιγμὴ νὰ βρεθῶ στὸν παράδεισο καὶ νὰ δῶ τὴν Παναγία. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τὴν προσευχή του καὶ μιὰ νύχτα τὸν παίρνουν πράγματι φτεροῦγες ἀγγέλων καὶ τὸν φέρνουν στὸν οὐρανό· καὶ εἶδε τὴν Παναγία νὰ λάμπῃ… Τὸ πρωΐ, ἀπὸ τὴ μεγάλη λάμψι ποὺ ἀντίκρυσε, εἶχε χάσει τὸ ἕνα του μάτι. Ἦταν ὅμως τόση ἡ χαρά του, ποὺ εἶπε· Χριστέ μου, δός μου νὰ ξαναδῶ τὴν Παναγία στὸν οὐρανό, κι ἂς χάσω καὶ τὸ ἄλλο μάτι μου. Καὶ πράγματι ξαναεῖδε τὴν Παναγία. Ἀλλὰ δὲν ἔχασε καὶ τὸ ἄλλο του μάτι· ἡ Παναγία, ἀμείβοντας τὴν πίστι καὶ τὴν ἀγάπη του, τοῦ ἔδωσε πάλι καὶ τὸ ἄλλο μάτι.
Τέτοια εἶνε ἡ αἰώνιος ζωή, ἡ θέα τῶν οὐρανίων, ἡ θεωρία τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων. Ὑπάρχει αἰώνιος ζωή. Αὐτὸ μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο. Ἂν πλησίαζε τὸ Χριστὸ κανένας νέος σημερινός, ποὺ ἔμαθε μερικὰ γράμματα, δὲ θὰ ρωτοῦσε «Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνιο ζωή;», ἀλλὰ θὰ ἔλεγε· Ὑπάρχει ἆραγε ἄλλη ζωή; Ὁ νέος ὅμως τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ· αὐτὸς ἐρωτᾷ, μὲ ποιό τρόπο θὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνιο ζωή.
* * *
Ἄν, ἀδελφοί μου, ζητᾶτε κ᾿ ἐσεῖς τὸ διο, θὰ σᾶς δώσω τώρα ἕνα χρυσὸ κλειδί, φτειαγμένο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ· ἂν θέλετε, τὸ παίρνετε. Ἐλᾶτε λοιπὸν κοντὰ στὸ Χριστὸ ὅλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι, καὶ πάρτε ἀπὸ τὰ ματωμένα χέρια του τὸ κλειδὶ ποὺ ἀνοίγει ὄχι σπίτια καὶ πολυκατοικίες, ἀλλὰ τὰ παλάτια τοῦ οὐρανοῦ. Ποιό εἶνε τὸ κλειδὶ αὐτό; Εἶνε ἡ πίστις, νὰ πιστεύσῃς. Τί νὰ πιστεύσῃς; Σὲ γυναῖκες, σὲ λεπτά, σὲ δόξες, σὲ κόμματα, σὲ θεωρίες; Αὐτὰ εἶνε ματαιότητες. Νὰ πιστεύσῃς βαθειὰ καὶ ἀκλόνητα καὶ τὴν πίστι σου νὰ μὴ μπορῇ νὰ τὴν κλονίσῃ κανένας διάβολος. Νὰ πιστεύσῃς, ὅτι κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα σ ᾿ ὅλο τὸν κόσμο δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα ἱκανὸ νὰ μᾶς σώσῃ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτὸς εἶνε τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα. Αὐτὸς κρατᾷ στὰ χέρια του τὴν πλάσι ὅλη. Αὐτὸς κρατᾷ τὰ κλειδιὰ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Αὐτὸς εἶνε ὁ Θεός. Τὸ φωνάζουν τὰ ἄστρα, τὸ φωνάζουν τὰ ποτάμια, οἱ πέτρες, ἄγγελοι, δαίμονες, τὰ πάντα. Κι ἂν ἐμεῖς τὰ σκουλήκια τῆς γῆς δὲν ὁμολογήσουμε ὅτι εἶνε Θεός, κι ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, καὶ «οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19,40), ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Χαλανδρίου – Ἀθηνῶν τὴν 20-8-1961.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Χαλανδρίου – Ἀθηνῶν τὴν 20-8-1961.