Η ακράδαντη πίστη στο Χριστό θα μας κρατήσει όρθιους στα άγρια κύματα της ζωής.
«Καὶ λέγει αὐτῷ (ὁ Ἰησοῦς)· Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας»(Mατθ. 14,31)
ΣΧΟΛΕΙΟ, ἀγαπητοί μου, σχολεῖο εἶνε ἡ Ἐκκλησία μας. Διδάσκαλος ὁ Χριστός. Μαθηταὶ ὅλοι ἐμεῖς, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Καὶ βιβλίο μας; Τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ἀνώτερο ἀπ᾿ ὅλα τὰ βιβλία τοῦ κόσμου.
Τὸ ἀκούσατε σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο; Τί λέει; Διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ
ἀναρίθμητα θαύματα, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριός μας. Ποιό εἶνε τὸ θαῦμα;
«Καὶ λέγει αὐτῷ (ὁ Ἰησοῦς)· Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας»(Mατθ. 14,31)
ΣΧΟΛΕΙΟ, ἀγαπητοί μου, σχολεῖο εἶνε ἡ Ἐκκλησία μας. Διδάσκαλος ὁ Χριστός. Μαθηταὶ ὅλοι ἐμεῖς, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Καὶ βιβλίο μας; Τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ἀνώτερο ἀπ᾿ ὅλα τὰ βιβλία τοῦ κόσμου.
Τὸ ἀκούσατε σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο; Τί λέει; Διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ
ἀναρίθμητα θαύματα, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριός μας. Ποιό εἶνε τὸ θαῦμα;
Κάτω στὴν Ἁγία Γῆ εἶνε μιὰ λίμνη, ποὺ ὑπάρχει καὶ μέχρι σήμερα. Στὴ λίμνη αὐτὴ ταξίδευαν μιὰ νύχτα οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ μέσα σ᾿ ἕνα μικρὸ πλοῖο. Στὴν ἀρχὴ ἡ θάλασσα ἦταν γαλήνια. Ἀλλὰ κατόπιν ἄρχισε νὰ φυσάῃ ἄνεμος ὅλο καὶ πιὸ ἰσχυρός. Σηκώθηκαν κύματα, κύματα μεγάλα. Μέσα στὴ νύχτα τὰ σύννεφα εἶχαν σκεπάσει τὸν οὐρανό· οὔτε ἄστρα οὔτε φεγγάρι φαινόταν. Τὸ πλοῖο κινδύνευε. Ὅλοι φοβήθηκαν. Καὶ ὁ Χριστὸς ποῦ ἦταν; Δὲν ἦταν στὸ πλοῖο, ὅπως ἄλλες φορές. Ἦταν μακριά, πάνω σ᾿ ἕνα βουνό. Δὲν κοιμόταν· ἔκανε ἀγρυπνία. Ὅλη νύχτα κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα συνωμιλοῦσε μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Προσευχόταν γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Κάνω μιὰ παρέκβασι. Ὁ Χριστὸς ἔκανε ἀγρυπνία. Πόσο μᾶς ἐλέγχει αὐτό! Ἂν ποῦμε σήμερα νὰ κάνουμε μιὰ ἀγρυπνία, πόσοι θὰ ἔρθουν; Ἔδωσα κ᾿ ἐγὼ ἐντολὴ νὰ γίνωνται ἀγρυπνίες στὴν περιφέρειά μας. Στὴν πόλι μας πόσοι ἦρθαν; Γυναῖκες – ἄντρες διακόσοι καὶ καμμιὰ δεκαριὰ παιδιά. Οἱ ἄλλοι; ὕπνο, ἢ μᾶλλον τηλεόρασι. Περιμένεις ἔπειτα προκοπή;…
Ἐπανέρχομαι στὸ θέμα. Τὴ νύχτα ἐκείνη, ποὺ οἱ μαθηταὶ κινδύνευαν, ἔλειπε ὁ Χριστός. Καὶ σὰ᾿ νὰ μὴν ἔφτανε ὁ φόβος τους, ξαφνικὰ πάνω στὰ ἄγρια κύματα εδανε κάτι σὰν φάντασμα καὶ τρόμαξαν ἀκόμα περισσότερο. Σὲ λίγο ὅμως βεβαιώθηκαν ὅτι δὲν εἶνε φάντασμα· ἦταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ περπατοῦσε πάνω στὰ νερά. «Ἐγώ εἰμι», τοὺς λέει· «μὴ φοβεῖσθε» (Ματθ. 14,27). Τότε ὁ Πέτρος λέει· Ἂν εἶσαι σύ, Κύριε, πὲς νὰ ἔρθω πρὸς ἐσένα. Καὶ εἶπε ὁ Χριστός. Ἀμέσως ὁ Πέτρος πήδησε πάνω στὰ κύματα καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζῃ σὰ᾿ νὰ ἤτανε ξηρά, σὰ᾿ νὰ ἤτανε στερεὸς δρόμος. Καθὼς ὅμως πλησίαζε τὸ Χριστό, ἦρθε ἕνα κῦμα. Ὁ Πέτρος ἀπέσπασε τὰ μάτια του ἀπὸ τὸ Χριστό, κοίταξε τὸ κῦμα, καὶ κλονίστηκε. Ἄρχισε νὰ βυθίζεται, πήγαινε νὰ καταποντιστῇ, καὶ φώναξε δυνατά· «Κύριε, σῶσόν με» (ἔ.ἀ. στ. 30). Τότε ὁ Χριστὸς ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἔπιασε, καὶ τοῦ εἶπε· «Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;» (ἔ.ἀ. στ. 31). Μετὰ ἀνέβηκε κι ὁ Χριστὸς στὸ πλοῖο. Καὶ μόλις πάτησε στὸ κατάστρωμα, κόπασε ὁ ἄνεμος καὶ τὸ κῦμα ἔπεσε. Οἱ μαθηταὶ ἦταν πλέον ἀσφαλεῖς. Γονάτισαν καὶ τὸν προσκύνησαν λέγοντας· Εἶσαι ὄντως Υἱὸς τοῦ Θεοῦ!
Κάνω μιὰ παρέκβασι. Ὁ Χριστὸς ἔκανε ἀγρυπνία. Πόσο μᾶς ἐλέγχει αὐτό! Ἂν ποῦμε σήμερα νὰ κάνουμε μιὰ ἀγρυπνία, πόσοι θὰ ἔρθουν; Ἔδωσα κ᾿ ἐγὼ ἐντολὴ νὰ γίνωνται ἀγρυπνίες στὴν περιφέρειά μας. Στὴν πόλι μας πόσοι ἦρθαν; Γυναῖκες – ἄντρες διακόσοι καὶ καμμιὰ δεκαριὰ παιδιά. Οἱ ἄλλοι; ὕπνο, ἢ μᾶλλον τηλεόρασι. Περιμένεις ἔπειτα προκοπή;…
Ἐπανέρχομαι στὸ θέμα. Τὴ νύχτα ἐκείνη, ποὺ οἱ μαθηταὶ κινδύνευαν, ἔλειπε ὁ Χριστός. Καὶ σὰ᾿ νὰ μὴν ἔφτανε ὁ φόβος τους, ξαφνικὰ πάνω στὰ ἄγρια κύματα εδανε κάτι σὰν φάντασμα καὶ τρόμαξαν ἀκόμα περισσότερο. Σὲ λίγο ὅμως βεβαιώθηκαν ὅτι δὲν εἶνε φάντασμα· ἦταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ περπατοῦσε πάνω στὰ νερά. «Ἐγώ εἰμι», τοὺς λέει· «μὴ φοβεῖσθε» (Ματθ. 14,27). Τότε ὁ Πέτρος λέει· Ἂν εἶσαι σύ, Κύριε, πὲς νὰ ἔρθω πρὸς ἐσένα. Καὶ εἶπε ὁ Χριστός. Ἀμέσως ὁ Πέτρος πήδησε πάνω στὰ κύματα καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζῃ σὰ᾿ νὰ ἤτανε ξηρά, σὰ᾿ νὰ ἤτανε στερεὸς δρόμος. Καθὼς ὅμως πλησίαζε τὸ Χριστό, ἦρθε ἕνα κῦμα. Ὁ Πέτρος ἀπέσπασε τὰ μάτια του ἀπὸ τὸ Χριστό, κοίταξε τὸ κῦμα, καὶ κλονίστηκε. Ἄρχισε νὰ βυθίζεται, πήγαινε νὰ καταποντιστῇ, καὶ φώναξε δυνατά· «Κύριε, σῶσόν με» (ἔ.ἀ. στ. 30). Τότε ὁ Χριστὸς ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἔπιασε, καὶ τοῦ εἶπε· «Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;» (ἔ.ἀ. στ. 31). Μετὰ ἀνέβηκε κι ὁ Χριστὸς στὸ πλοῖο. Καὶ μόλις πάτησε στὸ κατάστρωμα, κόπασε ὁ ἄνεμος καὶ τὸ κῦμα ἔπεσε. Οἱ μαθηταὶ ἦταν πλέον ἀσφαλεῖς. Γονάτισαν καὶ τὸν προσκύνησαν λέγοντας· Εἶσαι ὄντως Υἱὸς τοῦ Θεοῦ!
* * *
Πολλὰ μᾶς διδάσκει τὸ θαῦμα αὐτό. Ἐγὼ ἕνα μόνο θὰ πῶ. Ὅτι κι αὐτὴ ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦμε εἶνε σὰν μιὰ θάλασσα. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθοῦμε μέχρις ὅτου πεθάνουμε, ὅσα χρόνια ζήσουμε, ἡ ζωὴ εἶνε σὰν ἕνα ταξίδι στὸ πέλαγος. Καὶ ὅπως ἡ θάλασσα δὲν εἶνε πάντοτε γαλήνια, ἀλλὰ συχνὰ σηκώνει κύματα καὶ καταποντίζονται πλοῖα, ἔτσι εἶνε καὶ ἡ ζωή μας. Νά, πρὸ καιροῦ ἔγινε ναυάγιο στὸν Ἀτλαντικό· βυθίστηκε ὁλόκληρο πλοῖο καὶ πνίγηκαν πολλοὶ ἄνθρωποι. Ὅπως λοιπὸν στὴ θάλασσα γίνεται τρικυμία καὶ κινδυνεύουν οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ στὴ ζωή μας· ἡ ζωὴ ἔχει πολλὰ δεινά, ἔχει κύματα ἄγρια.
Ποιά εἶνε τὰ κύματα; Οἱ διάφορες δυστυχίες τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. Λένε, ὅτι τὸ παιδάκι μόλις πέφτει ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του κλαίει. Τί σημαίνει αὐτό; Εἶνε ἡ προαίσθησις, ὅτι ἡ ζωὴ εἶνε ἕνα κλάμα, μιὰ «κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος» (Ψαλμ. 83,7). Μπαίνει σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο, σὲ μιὰ θάλασσα μὲ κύματα, καὶ αἰσθάνεται τὴν ἀδυναμία του. Νὰ μετρήσουμε τὰ κύματα; Κύματα, κύματα….
Κῦμα εἶνε ἡ ἀσθένεια. Ἦρθε, θυμᾶμαι, στὴ μητρόπολι ἕνα παιδάκι χαριτωμένο ἀπὸ τὴ Βόρειο Ἤπειρο. Ἔκλαιγε ὁ πατέρας, ἔκλαιγε ἡ μητέρα, γιατὶ τὸ παιδὶ δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσῃ τὸ κεφάλι του ὄρθιο, δὲν μποροῦσε νὰ στηριχθῇ, εἶχε ἀδυναμία. Πῆγε σὲ γιατρούς, πῆγε ἀπὸ ᾿δῶ – πῆγε ἀπὸ ᾿κεῖ, τίποτε. Ἐσεῖς τὸ κεφάλι τὸ ἔχετε ὄρθιο, τὰ μάτια γερά, τὰ αὐτιὰ γερά, τὴν καρδιὰ γερή, τὰ πάντα γερά· λέτε ἕνα εὐχαριστῶ, ἢ μένετε ἀδιάφοροι; Μεγάλο πρᾶγμα ἡ ὑγεία. Ἔχασες τὴν ὑγεία; ἀλλοίμονο. Νά ἕνα κῦμα, μεγάλο κῦμα θλίψεως.
Ἔρχεται κατόπιν ἡ φτώχεια. Ξέρεις τί εἶνε, νὰ ἔρχεται τὸ μεσημέρι καὶ νὰ μὴν ἔχῃς τί νὰ φᾷς; Μείνατε ποτὲ νηστικοί; Δὲ᾿ μείνατε. Ἄλλοτε τὰ παιδιὰ πεθαίνανε στὸ δρόμο. Δὲν εχανε νὰ φᾶνε. Σκελετοὶ ἤτανε. Καὶ τώρα κάτω στὴν Ἀφρικὴ πεθαίνουν σὰν τὶς μῦγες. Δὲν ἔχουν ψωμί. Καὶ ὅταν τοὺς πάῃ κανεὶς λίγα τρόφιμα, μαλώνουν στὴ μοιρασιά. Ὑπάρχουν μέρη ποὺ ὑποφέρουν, καὶ ἂν τοὺς πετάξῃς ἕνα πορτοκάλι ―ποὺ ἐμεῖς πετᾶμε τὰ πορτοκάλια στὶς χωματερές―, ἑκατὸ παιδιὰ θὰ παλεύουν σὰ᾿ λιοντάρια γιὰ ἕνα πορτοκάλι· καὶ τὸ τρῶνε μὲ τὰ φλούδια. Πόσο ἀχάριστοι εμαστε ἐμεῖς! Ὅλα τὰ ἀγαθὰ μᾶς δίνει ὁ Θεός.
Οἱ νέοι, ποὺ θ᾿ ἀκούσουν αὐτά, σως ποῦν· Ἐμεῖς καλὰ εμαστε… Ναί, ἀγαπητά μου παιδιά, πρὸς τὸ παρὸν καλὰ εἶστε· διότι ἐσεῖς τώρα μόλις ἀνοίγεστε στὴ θάλασσα τῆς ζωῆς. Δὲν ἔχετε τὰ μεγάλα κύματα, ποὺ δοκιμάζουμε ἐμεῖς οἱ μεγάλοι. Ἐσεῖς ἔχετε μικρὰ κύματα. Ποιά εἶνε τὰ μικρὰ κύματα; Εἶνε π.χ. οἱ δυσκολίες τῶν μαθημάτων, ἡ ἀγωνία τῶν ἐξετάσεων, ὁ κίνδυνος τῆς ἀποτυχίας. Γράφανε οἱ ἐφημερίδες, ὅτι μιὰ νέα ἀπέτυχε στὶς ἐξετάσεις καὶ αὐτοκτόνησε. Δὲν εἶχε πίστι, καὶ ἄφησε νὰ τὴν πνίξῃ ἕνα μικρὸ κῦμα.
Νέοι καὶ παιδιά, ρωτῆστε τοὺς παπποῦδες σας, νὰ σᾶς ποῦν τί πέρασαν, τί κύματα ἄγρια τοὺς χτύπησαν. Καὶ αὐτοὶ μὲν δὲν κλονίστηκαν, γιατὶ πίστευαν στὸ Θεό. Ἐσεῖς ὅμως εἶστε ἀκόμα παιδιὰ τῆς «μαμᾶς»· τώρα βγαίνετε στὸ κῦμα. Γιά φανταστῆτε… ὅλα συμβαίνουν στὸν κόσμο. Τώρα ὑπάρχει ἡ «μαμάκα» καὶ σᾶς κοιτάζει, τώρα ὑπάρχει ὁ «μπαμπάκας» καὶ σᾶς τρέφει. Ἂν αφνης ―μὴ γένοιτο― πεθάνῃ ἡ μάνα ἢ ὁ πατέρας, θὰ δῆτε τί φοβερὸ χτύπημα, τί κῦμα εἶνε ἡ ὀρφάνια. Πόσα ὀρφανὰ δὲν ὑπάρχουν!
Μεγαλώνετε ἔπειτα καὶ παντρεύεστε. Σὺ ἡ νέα, νομίζεις ὅτι ἡ παντρειὰ σῴζει πάντα τὴν κατάστασι; Κι ἂν ὁ ἄντρας σου εἶνε βάναυσος, θὰ ἔχῃς ὑπομονή; Ἄλλη συμφορὰ τὸ κακὸ συνοικέσιο, ἄλλο κῦμα αὐτό. Ἦρθε κάποτε στὴ μητρόπολι μιὰ γυναίκα χτυπημένη, γδαρμένη· ἔτρεχαν τὰ αἵματα ἀπὸ τὶς πληγές. Μεθυσμένος ὁ ἄντρας της τὴ χτυποῦσε ὅλη νύχτα, κι αὐτὴ φώναξε τὴν ἀστυνομία κ᾿ ἔτρεξε στὴ μητρόπολι. Τὴ λυπήθηκα. Κῦμα ἄγριο ἡ σκληρὰ γλῶσσα τοῦ ἀντρός, οἱ ὕβρεις καὶ οἱ συκοφαντίες τῶν κακῶν συγγενῶν.
Θὰ πῇς, Ἐγὼ θὰ πετύχω στὸ γάμο, θὰ πάρω καλὸν ἄντρα. Πεθαίνει ὅμως κάποια στιγμὴ ὁ ἄντρας. Χηρεία! Ξέρεις τί θὰ πῇ νὰ μείνῃς χωρὶς σύζυγο, χωρὶς προστάτη;
Κῦμα λοιπὸν ἡ ἀσθένεια, κῦμα ἡ φτώχεια, κῦμα ἡ ἀποτυχία, κῦμα ἡ ὀρφάνια, κῦμα ἡ σκληρὰ συζυγία, κῦμα ἡ χηρεία, κῦμα οἱ διάφορες περιπέτειες τῆς ζωῆς, ἡ συκοφαντία καὶ διαβολὴ κ.τ.λ.. Κῦμα ὅμως καὶ γιὰ ἕναν ὁλόκληρο λαὸ εἶνε οἱ γενικώτερες ἀντιξοότητες ἢ οἱ καιρικὲς ἀνωμαλίες, οἱ πλημμύρες ἢ ἡ ἀνομβρία κ.τ.λ.. Κύματα εἶνε ὅλα αὐτά.
Τὸ πιὸ μεγάλο ὅμως κῦμα δὲν τὸ εἶπα. Ποιό εἶνε; Εἶνε ἡ ἁμαρτία, ποὺ δὲν τὴν ὑπολογίζουμε. Ἡ ἁμαρτία ἔρχεται νὰ μᾶς κλονίσῃ, νὰ βυθίσῃ τὴ βαρκούλα τῆς ψυχῆς μας, νὰ μᾶς καταποντίσῃ. Αὐτὴ εἶνε τὸ πελώριο κῦμα.
Ποιά εἶνε τὰ κύματα; Οἱ διάφορες δυστυχίες τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. Λένε, ὅτι τὸ παιδάκι μόλις πέφτει ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του κλαίει. Τί σημαίνει αὐτό; Εἶνε ἡ προαίσθησις, ὅτι ἡ ζωὴ εἶνε ἕνα κλάμα, μιὰ «κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος» (Ψαλμ. 83,7). Μπαίνει σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο, σὲ μιὰ θάλασσα μὲ κύματα, καὶ αἰσθάνεται τὴν ἀδυναμία του. Νὰ μετρήσουμε τὰ κύματα; Κύματα, κύματα….
Κῦμα εἶνε ἡ ἀσθένεια. Ἦρθε, θυμᾶμαι, στὴ μητρόπολι ἕνα παιδάκι χαριτωμένο ἀπὸ τὴ Βόρειο Ἤπειρο. Ἔκλαιγε ὁ πατέρας, ἔκλαιγε ἡ μητέρα, γιατὶ τὸ παιδὶ δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσῃ τὸ κεφάλι του ὄρθιο, δὲν μποροῦσε νὰ στηριχθῇ, εἶχε ἀδυναμία. Πῆγε σὲ γιατρούς, πῆγε ἀπὸ ᾿δῶ – πῆγε ἀπὸ ᾿κεῖ, τίποτε. Ἐσεῖς τὸ κεφάλι τὸ ἔχετε ὄρθιο, τὰ μάτια γερά, τὰ αὐτιὰ γερά, τὴν καρδιὰ γερή, τὰ πάντα γερά· λέτε ἕνα εὐχαριστῶ, ἢ μένετε ἀδιάφοροι; Μεγάλο πρᾶγμα ἡ ὑγεία. Ἔχασες τὴν ὑγεία; ἀλλοίμονο. Νά ἕνα κῦμα, μεγάλο κῦμα θλίψεως.
Ἔρχεται κατόπιν ἡ φτώχεια. Ξέρεις τί εἶνε, νὰ ἔρχεται τὸ μεσημέρι καὶ νὰ μὴν ἔχῃς τί νὰ φᾷς; Μείνατε ποτὲ νηστικοί; Δὲ᾿ μείνατε. Ἄλλοτε τὰ παιδιὰ πεθαίνανε στὸ δρόμο. Δὲν εχανε νὰ φᾶνε. Σκελετοὶ ἤτανε. Καὶ τώρα κάτω στὴν Ἀφρικὴ πεθαίνουν σὰν τὶς μῦγες. Δὲν ἔχουν ψωμί. Καὶ ὅταν τοὺς πάῃ κανεὶς λίγα τρόφιμα, μαλώνουν στὴ μοιρασιά. Ὑπάρχουν μέρη ποὺ ὑποφέρουν, καὶ ἂν τοὺς πετάξῃς ἕνα πορτοκάλι ―ποὺ ἐμεῖς πετᾶμε τὰ πορτοκάλια στὶς χωματερές―, ἑκατὸ παιδιὰ θὰ παλεύουν σὰ᾿ λιοντάρια γιὰ ἕνα πορτοκάλι· καὶ τὸ τρῶνε μὲ τὰ φλούδια. Πόσο ἀχάριστοι εμαστε ἐμεῖς! Ὅλα τὰ ἀγαθὰ μᾶς δίνει ὁ Θεός.
Οἱ νέοι, ποὺ θ᾿ ἀκούσουν αὐτά, σως ποῦν· Ἐμεῖς καλὰ εμαστε… Ναί, ἀγαπητά μου παιδιά, πρὸς τὸ παρὸν καλὰ εἶστε· διότι ἐσεῖς τώρα μόλις ἀνοίγεστε στὴ θάλασσα τῆς ζωῆς. Δὲν ἔχετε τὰ μεγάλα κύματα, ποὺ δοκιμάζουμε ἐμεῖς οἱ μεγάλοι. Ἐσεῖς ἔχετε μικρὰ κύματα. Ποιά εἶνε τὰ μικρὰ κύματα; Εἶνε π.χ. οἱ δυσκολίες τῶν μαθημάτων, ἡ ἀγωνία τῶν ἐξετάσεων, ὁ κίνδυνος τῆς ἀποτυχίας. Γράφανε οἱ ἐφημερίδες, ὅτι μιὰ νέα ἀπέτυχε στὶς ἐξετάσεις καὶ αὐτοκτόνησε. Δὲν εἶχε πίστι, καὶ ἄφησε νὰ τὴν πνίξῃ ἕνα μικρὸ κῦμα.
Νέοι καὶ παιδιά, ρωτῆστε τοὺς παπποῦδες σας, νὰ σᾶς ποῦν τί πέρασαν, τί κύματα ἄγρια τοὺς χτύπησαν. Καὶ αὐτοὶ μὲν δὲν κλονίστηκαν, γιατὶ πίστευαν στὸ Θεό. Ἐσεῖς ὅμως εἶστε ἀκόμα παιδιὰ τῆς «μαμᾶς»· τώρα βγαίνετε στὸ κῦμα. Γιά φανταστῆτε… ὅλα συμβαίνουν στὸν κόσμο. Τώρα ὑπάρχει ἡ «μαμάκα» καὶ σᾶς κοιτάζει, τώρα ὑπάρχει ὁ «μπαμπάκας» καὶ σᾶς τρέφει. Ἂν αφνης ―μὴ γένοιτο― πεθάνῃ ἡ μάνα ἢ ὁ πατέρας, θὰ δῆτε τί φοβερὸ χτύπημα, τί κῦμα εἶνε ἡ ὀρφάνια. Πόσα ὀρφανὰ δὲν ὑπάρχουν!
Μεγαλώνετε ἔπειτα καὶ παντρεύεστε. Σὺ ἡ νέα, νομίζεις ὅτι ἡ παντρειὰ σῴζει πάντα τὴν κατάστασι; Κι ἂν ὁ ἄντρας σου εἶνε βάναυσος, θὰ ἔχῃς ὑπομονή; Ἄλλη συμφορὰ τὸ κακὸ συνοικέσιο, ἄλλο κῦμα αὐτό. Ἦρθε κάποτε στὴ μητρόπολι μιὰ γυναίκα χτυπημένη, γδαρμένη· ἔτρεχαν τὰ αἵματα ἀπὸ τὶς πληγές. Μεθυσμένος ὁ ἄντρας της τὴ χτυποῦσε ὅλη νύχτα, κι αὐτὴ φώναξε τὴν ἀστυνομία κ᾿ ἔτρεξε στὴ μητρόπολι. Τὴ λυπήθηκα. Κῦμα ἄγριο ἡ σκληρὰ γλῶσσα τοῦ ἀντρός, οἱ ὕβρεις καὶ οἱ συκοφαντίες τῶν κακῶν συγγενῶν.
Θὰ πῇς, Ἐγὼ θὰ πετύχω στὸ γάμο, θὰ πάρω καλὸν ἄντρα. Πεθαίνει ὅμως κάποια στιγμὴ ὁ ἄντρας. Χηρεία! Ξέρεις τί θὰ πῇ νὰ μείνῃς χωρὶς σύζυγο, χωρὶς προστάτη;
Κῦμα λοιπὸν ἡ ἀσθένεια, κῦμα ἡ φτώχεια, κῦμα ἡ ἀποτυχία, κῦμα ἡ ὀρφάνια, κῦμα ἡ σκληρὰ συζυγία, κῦμα ἡ χηρεία, κῦμα οἱ διάφορες περιπέτειες τῆς ζωῆς, ἡ συκοφαντία καὶ διαβολὴ κ.τ.λ.. Κῦμα ὅμως καὶ γιὰ ἕναν ὁλόκληρο λαὸ εἶνε οἱ γενικώτερες ἀντιξοότητες ἢ οἱ καιρικὲς ἀνωμαλίες, οἱ πλημμύρες ἢ ἡ ἀνομβρία κ.τ.λ.. Κύματα εἶνε ὅλα αὐτά.
Τὸ πιὸ μεγάλο ὅμως κῦμα δὲν τὸ εἶπα. Ποιό εἶνε; Εἶνε ἡ ἁμαρτία, ποὺ δὲν τὴν ὑπολογίζουμε. Ἡ ἁμαρτία ἔρχεται νὰ μᾶς κλονίσῃ, νὰ βυθίσῃ τὴ βαρκούλα τῆς ψυχῆς μας, νὰ μᾶς καταποντίσῃ. Αὐτὴ εἶνε τὸ πελώριο κῦμα.
* * *
Τί χρειάζεται; Προσευχή. Σῶσε μας, Κύριε! Νὰ ἔχουμε πίστι στὸ Θεό, κι ἀπ᾿ αὐτὴν ν᾿ ἀντλοῦμε θάρρος. Καὶ ἂν στὸν κόσμο μᾶς ἐγκαταλείψῃ ἡ μάνα ἢ ὁ πατέρας· κι ἂν πέσουμε σὲ ὀρφάνια ἢ χηρεία· κι ἂν δοκιμάσουμε πεῖνα ἢ δίψα· κι ἂν βρεθοῦμε στὴν ἐρημιὰ μέσα σὲ ἄγρια θηρία, ἢ μέσα στὴν σκληρὰ κοινωνία τῆς ἀδικίας καὶ τῆς διαφθορᾶς· κι ἂν γίνῃ σεισμὸς ἢ πλημμύρα· κι ἂν γεμίσῃ ἡ γῆ ἀπὸ σκορπιοὺς καὶ φίδια, κι ἂν τὰ ἄστρα ἀκόμα γίνουν ἀστροπελέκια καὶ πέφτουν, κι ἂν ἀναστατωθῇ ἡ γῆ, κι ἂν ὁ ἥλιος σβήσῃ, μὴν ἀπελπισθοῦμε.
«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾿ ὁ Θεός μου· πῶς ἠμπορῶ νὰ ἀπελπισθῶ;».
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾿ ὁ Θεός μου· πῶς ἠμπορῶ νὰ ἀπελπισθῶ;».
Μὴν είμαστε ψευτοχριστιανοί. Νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς ὁπλίσῃ μὲ πίστι ἀκράδαντο. Τότε, ὅσα δεινὰ νὰ μᾶς βροῦνε, θὰ μείνουμε ἀσάλευτοι πάνω στὴν πέτρα τῆς πίστεως. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Γεωργίου Πρώτης – Φλωρίνης 5-8-1990)
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Γεωργίου Πρώτης – Φλωρίνης 5-8-1990)