Κυριακὴ Θ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 12,16-21· 14,35)
«…Καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου» (Λουκ. 12,18)
Κάποιο κήρυγμα περιμένετε ὅλοι. Αὐτὸ ὅμως τὸ ἐλεγκτικὸ κήρυγμα δὲν θὰ τὸ ἀκούσετε ἐδῶ εἰς τὸν ναόν. Ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς θὰ τὸ ἀκούσητε ὄχι μόνον σεῖς, ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ πόλις τῆς Κατερίνης καὶ ὅλη ἡ Ἑλλάς, διὰ τοῦ τύπου, θὰ τὸ ἀκούσῃ τὸ
βράδυ. Τώρα ἐλεγκτικὸ κήρυγμα δὲν θὰ κάνω. Εἶνε λειτουργία, εἶνε ἱερὰ στιγμή, καὶ δὲν ἐπιτρέπεται στὸν ἱεροκήρυκα νὰ διαταράξῃ τὴν μυστικὴν γαλήνην, ἡ ὁποία πρέπει νὰ πνέῃ κατὰ τὴν ὥρα αὐτήν. Ἐπαναλαμβάνω, τὸ ἐλεγκτικὸν κήρυγμα δὲν θὰ τὸ κάνω· θὰ τὸ κάνω τὸ βράδυ στὶς 6 ἡ ὥρα, ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς κ᾿ εἶσθε ὅλοι παρόντες, εἰς τὸν μητροπολιτικὸν ναόν. Τώρα χάριν τῆς ἀγάπης σας θὰ μοῦ ἐπιτρέψητε νὰ είπω ὀλίγας λέξεις, νὰ κάνω ἕνα μικρὸ καὶ σύντομο κήρυγμα, τὸ ὁποῖον ἡμεῖς οἱ θεολόγοι καὶ ἱεροκήρυκες ὀνομάζομεν ἐποικοδομητικόν, καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξητε τὰ ὀλίγα φτωχά μου λόγια.
«…Καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου» (Λουκ. 12,18)
Κάποιο κήρυγμα περιμένετε ὅλοι. Αὐτὸ ὅμως τὸ ἐλεγκτικὸ κήρυγμα δὲν θὰ τὸ ἀκούσετε ἐδῶ εἰς τὸν ναόν. Ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς θὰ τὸ ἀκούσητε ὄχι μόνον σεῖς, ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ πόλις τῆς Κατερίνης καὶ ὅλη ἡ Ἑλλάς, διὰ τοῦ τύπου, θὰ τὸ ἀκούσῃ τὸ
βράδυ. Τώρα ἐλεγκτικὸ κήρυγμα δὲν θὰ κάνω. Εἶνε λειτουργία, εἶνε ἱερὰ στιγμή, καὶ δὲν ἐπιτρέπεται στὸν ἱεροκήρυκα νὰ διαταράξῃ τὴν μυστικὴν γαλήνην, ἡ ὁποία πρέπει νὰ πνέῃ κατὰ τὴν ὥρα αὐτήν. Ἐπαναλαμβάνω, τὸ ἐλεγκτικὸν κήρυγμα δὲν θὰ τὸ κάνω· θὰ τὸ κάνω τὸ βράδυ στὶς 6 ἡ ὥρα, ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς κ᾿ εἶσθε ὅλοι παρόντες, εἰς τὸν μητροπολιτικὸν ναόν. Τώρα χάριν τῆς ἀγάπης σας θὰ μοῦ ἐπιτρέψητε νὰ είπω ὀλίγας λέξεις, νὰ κάνω ἕνα μικρὸ καὶ σύντομο κήρυγμα, τὸ ὁποῖον ἡμεῖς οἱ θεολόγοι καὶ ἱεροκήρυκες ὀνομάζομεν ἐποικοδομητικόν, καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξητε τὰ ὀλίγα φτωχά μου λόγια.
Ἠκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸν καὶ ἅγιον εὐαγγέλιον. Ὅταν δὲ λέγω ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιον δὲν ἐννοῶ ἂν τὸ ἀκούσατε μὲ τὰ ἐξωτερικά σας αὐτιά. Γιατὶ στὴν γενεὰ τὴ δική μας, μιὰ γενεὰ Σοδόμων καὶ Γομόρρας, ἀμφιβάλλω ἂν μέσα σὲ ἑκατὸ Χριστιανούς ―τί λέγω;―, ἀμφιβάλλω ἂν μέσα στοὺς χίλιους Χριστιανοὺς ἂν ὑπάρχει ἕνα ζευγάρι ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ αὐτιὰ ποὺ ζητᾶ ὁ Κύριός μας ὅταν λέγει· «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω». Ἂν είχαμε πνευματικὰ αὐτιά, ἂν είχαμε τρόπον τινὰ ἕνα ραντὰρ πνευματικό, νὰ ἀκούσωμε τὰ μηνύματα ποὺ μᾶς στέλλει ὁ οὐρανός, ἐὰν προσπαθούσαμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ ἐφαρμόσωμεν αὐτὰ τὰ ὁποῖα μᾶς εἶπε τὸ στόμα τοῦ Κυρίου, ἡ γῆ αὐτὴ θὰ ἦταν παράδεισος. Κάθε λέξεις τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου εἶνε ἕνας ἥλιος ποὺ φωτίζει τὸν κόσμο. «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσαϊα). Ναί, ἀδελφοί. Πιστεύσατέ με, ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο στερεώτερον εἰς τὸν κόσμον, παρὰ μόνον ὁ αἰώνιος βράχος τοῦ Γολγοθᾶ. Μόνον τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ μας. Ναί. Τὰ ἄστρα θὰ πέσουν ―θὰ ἔρθῃ ἡμέρα―, ἡ ἥλιος θὰ πέσῃ, τὰ δένδρα θὰ ξεραθοῦν, τὰ ποτάμια θὰ στερεύσουν, τὰ πάντα θὰ ἀλλοιωθοῦν. Ἀλλ᾿ ἐν μέσῳ τῆς διαρκοῦς αὐτῆς ῥοῆς τῶν ὑλικῶν πραγμάτων θὰ ὑπάρχῃ ἕνα, τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Ἂν καὶ περάσανε είκοσι αἰῶνες ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ τὰ ἄχραντα χείλη τοῦ Ἐσταυρωμένου μᾶς εἶπαν τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, ἐν τούτοις αὐτὰ μένουν.
Ὅποιος σήμερα προσέξῃ τὸ ἅγιον εὐαγγέλιον, θὰ δῇ μέσα σ᾿ αὐτὸ τὴν φωτογραφία τῆς ψυχῆς του, θὰ δῇ τὴν φωτογραφία τῆς κοινωνίας, θὰ δῇ τὴν φωτογραφία συμπάσης τῆς ἀνθρωπότητος. Γιά ἀκούσατε· μᾶς μεταφέρει τὸ εὐαγγέλιον σὲ μιὰ πόλι ἀρχαία.
Εἶνε νύχτα, μεσάνυχτα. Τὰ πουλιὰ κοιμοῦνται στὰ κλαδιά τους. Τὰ ἄλλα πουλάκια, τὰ ἀθῷα παιδάκια, κοιμοῦνται στὶς κούνιες των. Οἱ ἐγκληματίαι καὶ οἱ φυλακισμένοι καὶ αὐτοὶ κοιμοῦνται κουρασμένοι μέσα στὰ μπουντρούμια τῶν φυλακῶν μαζὶ μὲ τοὺς ἀθῴους. Ὅλα κοιμοῦνται. Καὶ στὶς καλύβες των, πρὸ παντός, γλυκὺς ὕπνος εἶνε τῶν κουρασμένων ἀνθρώπων. Ὅλοι κοιμοῦνται. Ἕνας δὲν κοιμᾶται. Ἕνας ἀγρυπνεῖ. Τὰ μάτια του ἔχουν κοκκινίσει. Γιατί ἆραγε; Ποιός νὰ εἶνε αὐτός; Ἕνας ἀγρυπνεῖ. Νὰ εἶνε ἆραγε πατέρας ἢ μάνα, ποὺ τὸ παιδί του χαροπαλαίει μὲ τὸν θάνατο; Ἕνας ἀγρυπνεῖ. Νὰ εἶνε ἆραγε νοσοκόμος ἢ ἰατρός, ποὺ κάθεται ἐπάνω στὸ κρεβάτι τοῦ ἀρρώστου καὶ ξαγρυπνᾷ; Ἕνας ἀγρυπνεῖ. Νὰ εἶνε κανένας σοφὸς ἐπιστήμων, ποὺ στύβει τὸ μυαλό του ἐπάνω στὰ βιβλία; Ἕνας ἀγρυπνεῖ. Νὰ εἶνε ἆραγε κανένας στρατιώτης, ποὺ μὲ τὸ ὅπλο του τὴν νύχτα φυλάει εἰς τὰς ἐπάλξεις τοῦ ἱεροῦ καθήκοντος; Ἕνας ἀγρυπνεῖ. Νὰ εἶνε ἆραγε κανένας ἀσκητής, ποὺ τὴ νύχτα ξαγρυπνάει καὶ κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα μὲ τὸ κομποσχοίνι του κάνει προσευχές; Ἕνας ἀγρυπνεῖ. Δὲν εἶνε οὔτε μάνα οὔτε πατέρας οὔτε ἰατρὸς οὔτε στρατιώτης οὔτε σοφὸς ἐπιστήμων. Ἀλλὰ τί εἶνε;
Ὑπάρχουν δύο εἰδῶν ἀγρυπνίες. Διαλέξατε. Ὑπάρχουν ἀγρυπνίες τοῦ διαβόλου, καὶ ὑπάρχουν ἀγρυπνίες τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ δὲν ἦταν ἀγρυπνία τοῦ Θεοῦ· ἦταν ἀγρυπνία τοῦ διαβόλου. Ἀγρυπνοῦσε αὐτός. Βηματίζει μέσα στὸ σπίτι του. Βηματίζει νευρικά. Καὶ πλησιάστε νὰ ἀκούσετε τί λέγει. Ἀκούεται ἡ φωνὴ τοῦ ἄγχους, ἀκούεται ἡ φωνὴ τῆς ἀγωνίας. «Τί νὰ κάνω;» λέγει. Τί νὰ κάνῃς; Μὰ ποιός νά ᾿νε ἆραγε αὐτός; «Τί νὰ κάνω;»; Νὰ τὸ πῇ ὁ οἰκογενειάρχης ὁ φτωχός, ποὺ ἔχει 7 – 8 παιδιὰ καὶ ζητοῦν κάθε ἡμέρα τὴν τροφή τους. «Τί νὰ κάνω;»; Νὰ τὸ πῇ ἡ χήρα ἡ παντέρημος, ποὺ δὲν ἔχει πουθενὰ ἕνα στήριγμα στὸν κόσμο. «Τί νὰ κάνω;»; Νὰ τὸ πῇ ὁ ἄνεργος, ποὺ κτύπησε χίλιες πόρτες καὶ δὲν τοῦ ἄνοιξε καμμιά πόρτα νὰ τοῦ δώσῃ δουλειά. «Τί νὰ κάνω;»; Νὰ τὸ ποῦν οἱ πεινασμένοι καὶ οἱ δυστυχισμένοι. «Τί νὰ κάνω;»; Δὲν τὸ λέγει οὔτε ὁ πεινασμένος, οὔτε ὁ δυστυχισμένος, οὔτε ὁ ἄνεργος, οὔτε ἡ παντέρημος χήρα, οὔτε ὁ οἰκογενειάρχης μὲ τὰ πολλὰ παιδιά. Τὸ λέγει ποιός; Γιὰ ἀκούσατέ τον. Ποιό πρόβλημα εἶνε αὐτό; Ἀρχιμήδειον πρόβλημα, πρόβλημα ἀλγέβρας, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ λύσῃ. Αὐτὰ τὰ προβλήματα, τῆς ἀλγέβρας, τὰ λύει ὁ ἄνθρωπος· τὸ δυσκολώτερον ἀπὸ ὅλα τὰ προβλήματα εἶνε κάποιο ἄλλο πρόβλημα. Γι᾿ αὐτὸ σᾶς εἶπα ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον εἶνε αἰώνιον. Τὸ ἐρώτημα αὐτό, «Τί νὰ κάνω;», ἐξακολουθεῖ νὰ σείῃ τὸν κόσμον. Εἶνε τὸ κοινωνικὸν πρόβλημα, τὸ ὁποῖον ἐν τῷ στόματι τοῦ ἀνθρώπου τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ἐξακολουθεῖ νὰ βοᾷ εἰς τὸν κόσμον· «Τί νὰ κάνωμεν;».
Τί νὰ κάνῃ; Τί εἶνε αὐτός; Εἶνε πλούσιος. Πλούσιος μόνον; Πλεονέκτης εἶνε. Βηματίζει. Τί συμβαίνει; Ὅτι ἐκεῖνο τὸ χρόνο, λέγει τὸ εὐαγγέλιον, ἐξαιρετικὴ ἐφορία στὰ χωράφια. Τὸ ἀμπάρι του γέμισε ἀπὸ σιτάρι. Τὰ βαρέλια γέμισαν ἀπὸ κρασί. Τὰ πιθάρια του ἐγέμισαν ἀπὸ λάδι. Δὲν χωροῦσαν οἱ ἀποθῆκες – περισσεύματα πολλὰ εἶχε. Ζητοῦσε καινούργιες ὁ ἀνόητος. Καὶ τί λέγει; Ἀκούσατέ τον. Σὲ κάποιο «μου». Δὲν ὑπάρχει καμμιὰ λέξις χωρὶς νά ᾿χῃ σημασία. Ὅλο τὸ βάρος τοῦ εὐαγγελίου εἶνε σὲ μιὰ ἀντωνυμία. «Τί νὰ κάνω», λέγει, «τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου» (Λουκ. 12,17-18). Τὰ ὑπάρχοντά μου. Ἄχ αὐτὸ τὸ «μου» ἂν μποροῦσε νὰ σβήσῃ ἀπὸ τὸν κόσμο!
«Τὰ ἀγαθά μου». Ἦταν δικά του; Ἐὰν δὲν ἔπεφτε ἡ βροχούλα ἐπάνω στὰ χωράφια… Αὐτὴ ἡ βροχούλα, ποὺ ἔπεσε στὰ χωράφια τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα, στὰ χωράφια, χρυσάφι εἶνε. Κάθε σταγόνα, ποὺ ῥίπτει ὁ οὐρανός, μιὰ λίρα εἶνε ἐπάνω στὸν κόσμον. Ἐὰν ἡ βροχούλα αὐτὴ δὲν ἔπεφτε· ἐὰν ὁ ἀέρας δροσερὸς δὲν φυσοῦσε πάνω στὰ χωράφια καὶ τὰ δένδρα τῆς γῆς, ἢ ἐὰν ὁ ζεστὸς καὶ θερμὸς δὲν ἐζέσταινε τὰ σπέρματα· ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν κατάλληλοι καιροί, θὰ ἔσπερνε καὶ δὲν θὰ θέριζε. Τὰ ἀγαθὰ λοιπὸν δὲν εἶνε ἀγαθὰ δικά του. Εἶνε τοῦ Θεοῦ. «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. …,1). Ἀλλὰ αὐτὸς τὰ κάνει δικά του. Καὶ ζητᾷ ἀποθῆκες.
Ἀποθῆκες; Ὑπάρχουν ἀποθῆκες, ποὺ μποροῦσε νὰ ἀσφαλίσῃ 100% τὰ προϊόντα του, καὶ κανένας κλέφτης καὶ κανένας διαρρήκτης νὰ μὴν τὰ διαρρήξῃ. Ἀποθῆκες; Νά· κάθε στομάχι πεινασμένο, νά μιὰ ἀποθήκη. Νὰ τὰ μοιράσῃ στοὺς πεινασμένους ὅλους καὶ νὰ τὰ ἀσφαλίσῃ στὰ στομάχια τῶν πεινασμένων τὰ ὑπάρχοντά του.
Ἀλλὰ αὐτὸς ὅμως δὲν ἐννοεῖ. Ὕστερα ἀπὸ πολλὴ σκέψι εὑρῆκε κάποια λύσι. Νὰ γκρεμίσῃ τὰ μικρὰ καὶ νὰ τὰ κάνῃ μεγάλα, καὶ ἐκεῖ νὰ συγκεντρώσῃ τὰ ἀγαθά του· καὶ νὰ ζήσῃ μὲ ἕνα πρόγραμμα Σαρδαναπάλου καὶ Λουκούλου καὶ Ἐπικούρου, «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32).
Ὅταν πιὰ τὰ εἶχε ὅλα τακτοποιήσει καὶ ἦταν πιὰ περασμένα τὰ μεσάνυχτα καὶ κουρασμένος ἀπὸ τὴν σκέψι ἐπῆγε νὰ κοιμηθῇ, ἐκείνη τὴν στιγμὴ κάποιος κτυπᾷ τὴν πόρτα. Ὤ τὸν αὐθάδη! γίνεται ποτὲ ἐπίσκεψις τὰ μεσάνυχτα; Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπισκέπτονται [τέτοια ὥρα. Αὐτὸς\ ποιός εἶνε; Εἶνε ὁ χάρος! Τὴν ὥρα ποὺ δὲν περίμενε. ―Ποιός εἶσθε; ―Εἶμαι ὁ χάρος. Ἦρθα νὰ σὲ πάρω… Τὴν ὥρα ποὺ δὲν περιμένεις, τὸ πρωῒ ποὺ ξυπνᾷς, τὸ μεσημέρι ποὺ τρῶς, τὸ βράδυ ποὺ ξαπλώνεσαι, τὴ γιορτή, τὴν καθημερινή, στὸ χωράφι, στὸ δρόμο, στὴν πλατεῖα, στὸ ἀεροπλάνο ποὺ ταξιδεύεις, τὴν ὥρα ποὺ παντρεύεσαι, ἔρχεται ὁ χάρος. Εἶνε ἀναιδέστατος, δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἐπισκέπτης πιὸ ἀναιδής. Δὲν ξέρει αὐτὸς ὧρες, δὲν κάνει καμμιά διάκρισι.
Ἔρχεται λοιπὸν αὐτὸς καὶ τοῦ λέγει· ―Ἔχω ἐντολὴ νὰ σὲ πάρω. ―Χάρε, ἄφησέ με ν᾿ ἀπολαύσω τὰ ἀγαθά, ἄφησέ με νὰ κάνω διαθήκη νὰ τὰ μοιράσω στοὺς συγγενεῖς μου. ―Ὄχι· αὐτή τὴ στιγμή. Ὁ οὐρανὸς ἐξέδωκε ἔνταλμα συλλήψεως… Καὶ [ὁ χάρος\ τὸν συλλαμβάνει στὰ μαῦρα φτερά του καὶ τὸν μεταφέρει ἐπάνω στὰ οὐράνια, Καὶ ἐνῷ ὁ χάρος τὸν μεταφέρει ἐπάνω στὶς σπηλιὲς τοῦ ᾅδου, ἐκεῖ ποὺ οὔτε ἡ φαντασία τοῦ Δάντη ἠμπορεῖ νὰ περιγράψῃ. Πολλὲς σπηλιὲς ἔχει ὁ ᾅδης, ἀλλὰ τὸ πιὸ σκοτεινὸ σπήλαιο εἶνε τὸ σπήλαιο τῶν φιλαργύρων καὶ τῶν πλεονεκτῶν. Γιατὶ αὐτοὶ εἶνε οἱ μεγαλύτεροι ἐγκληματίαι καὶ οἱ μεγαλύτεροι ἁμαρτωλοὶ ἐπάνω εἰς τὴν γῆ. Μέσα εἰς τὴν γῆ λοιπὸν τὸν μεταφέρει Καὶ ἐνῷ τὰ μαῦρα φτερά του μεταφέρουν στὸν ᾅδη τὴν ψυχὴ τοῦ πλεονέκτου αὐτοῦ ἀνθρώπου, κάτω στὸ παλάτι του τί γίνεται; Μαζευτήκανε σὰν τὰ κοράκια ὅλοι οἱ συγγενεῖς, καὶ κοντὰ στοὺς συγγενεῖς μαζευτήκανε καὶ δικηγόροι. Καὶ τί γίνεται; Καυγᾶς μεγάλος· πῶς θὰ μοιράσουν τὰ ὑπάρχοντά του, πῶς θὰ μοιράσουν τὴν περιουσίαν του. Καὶ θὰ γίνουν διαπληκτισμοί, δικαστήρια, καὶ θὰ φθάσουν μέχρι τὸν Ἄρειο Πάγο γιὰ τὴν διανομὴ τῆς γῆς. Ἐνῷ τὸ πρᾶγμα ἦτο ἁπλούστατο.
Αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶνε μὲ λίγα λόγια ἡ παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου.
Ὅποιος σήμερα προσέξῃ τὸ ἅγιον εὐαγγέλιον, θὰ δῇ μέσα σ᾿ αὐτὸ τὴν φωτογραφία τῆς ψυχῆς του, θὰ δῇ τὴν φωτογραφία τῆς κοινωνίας, θὰ δῇ τὴν φωτογραφία συμπάσης τῆς ἀνθρωπότητος. Γιά ἀκούσατε· μᾶς μεταφέρει τὸ εὐαγγέλιον σὲ μιὰ πόλι ἀρχαία.
Εἶνε νύχτα, μεσάνυχτα. Τὰ πουλιὰ κοιμοῦνται στὰ κλαδιά τους. Τὰ ἄλλα πουλάκια, τὰ ἀθῷα παιδάκια, κοιμοῦνται στὶς κούνιες των. Οἱ ἐγκληματίαι καὶ οἱ φυλακισμένοι καὶ αὐτοὶ κοιμοῦνται κουρασμένοι μέσα στὰ μπουντρούμια τῶν φυλακῶν μαζὶ μὲ τοὺς ἀθῴους. Ὅλα κοιμοῦνται. Καὶ στὶς καλύβες των, πρὸ παντός, γλυκὺς ὕπνος εἶνε τῶν κουρασμένων ἀνθρώπων. Ὅλοι κοιμοῦνται. Ἕνας δὲν κοιμᾶται. Ἕνας ἀγρυπνεῖ. Τὰ μάτια του ἔχουν κοκκινίσει. Γιατί ἆραγε; Ποιός νὰ εἶνε αὐτός; Ἕνας ἀγρυπνεῖ. Νὰ εἶνε ἆραγε πατέρας ἢ μάνα, ποὺ τὸ παιδί του χαροπαλαίει μὲ τὸν θάνατο; Ἕνας ἀγρυπνεῖ. Νὰ εἶνε ἆραγε νοσοκόμος ἢ ἰατρός, ποὺ κάθεται ἐπάνω στὸ κρεβάτι τοῦ ἀρρώστου καὶ ξαγρυπνᾷ; Ἕνας ἀγρυπνεῖ. Νὰ εἶνε κανένας σοφὸς ἐπιστήμων, ποὺ στύβει τὸ μυαλό του ἐπάνω στὰ βιβλία; Ἕνας ἀγρυπνεῖ. Νὰ εἶνε ἆραγε κανένας στρατιώτης, ποὺ μὲ τὸ ὅπλο του τὴν νύχτα φυλάει εἰς τὰς ἐπάλξεις τοῦ ἱεροῦ καθήκοντος; Ἕνας ἀγρυπνεῖ. Νὰ εἶνε ἆραγε κανένας ἀσκητής, ποὺ τὴ νύχτα ξαγρυπνάει καὶ κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα μὲ τὸ κομποσχοίνι του κάνει προσευχές; Ἕνας ἀγρυπνεῖ. Δὲν εἶνε οὔτε μάνα οὔτε πατέρας οὔτε ἰατρὸς οὔτε στρατιώτης οὔτε σοφὸς ἐπιστήμων. Ἀλλὰ τί εἶνε;
Ὑπάρχουν δύο εἰδῶν ἀγρυπνίες. Διαλέξατε. Ὑπάρχουν ἀγρυπνίες τοῦ διαβόλου, καὶ ὑπάρχουν ἀγρυπνίες τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ δὲν ἦταν ἀγρυπνία τοῦ Θεοῦ· ἦταν ἀγρυπνία τοῦ διαβόλου. Ἀγρυπνοῦσε αὐτός. Βηματίζει μέσα στὸ σπίτι του. Βηματίζει νευρικά. Καὶ πλησιάστε νὰ ἀκούσετε τί λέγει. Ἀκούεται ἡ φωνὴ τοῦ ἄγχους, ἀκούεται ἡ φωνὴ τῆς ἀγωνίας. «Τί νὰ κάνω;» λέγει. Τί νὰ κάνῃς; Μὰ ποιός νά ᾿νε ἆραγε αὐτός; «Τί νὰ κάνω;»; Νὰ τὸ πῇ ὁ οἰκογενειάρχης ὁ φτωχός, ποὺ ἔχει 7 – 8 παιδιὰ καὶ ζητοῦν κάθε ἡμέρα τὴν τροφή τους. «Τί νὰ κάνω;»; Νὰ τὸ πῇ ἡ χήρα ἡ παντέρημος, ποὺ δὲν ἔχει πουθενὰ ἕνα στήριγμα στὸν κόσμο. «Τί νὰ κάνω;»; Νὰ τὸ πῇ ὁ ἄνεργος, ποὺ κτύπησε χίλιες πόρτες καὶ δὲν τοῦ ἄνοιξε καμμιά πόρτα νὰ τοῦ δώσῃ δουλειά. «Τί νὰ κάνω;»; Νὰ τὸ ποῦν οἱ πεινασμένοι καὶ οἱ δυστυχισμένοι. «Τί νὰ κάνω;»; Δὲν τὸ λέγει οὔτε ὁ πεινασμένος, οὔτε ὁ δυστυχισμένος, οὔτε ὁ ἄνεργος, οὔτε ἡ παντέρημος χήρα, οὔτε ὁ οἰκογενειάρχης μὲ τὰ πολλὰ παιδιά. Τὸ λέγει ποιός; Γιὰ ἀκούσατέ τον. Ποιό πρόβλημα εἶνε αὐτό; Ἀρχιμήδειον πρόβλημα, πρόβλημα ἀλγέβρας, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ λύσῃ. Αὐτὰ τὰ προβλήματα, τῆς ἀλγέβρας, τὰ λύει ὁ ἄνθρωπος· τὸ δυσκολώτερον ἀπὸ ὅλα τὰ προβλήματα εἶνε κάποιο ἄλλο πρόβλημα. Γι᾿ αὐτὸ σᾶς εἶπα ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον εἶνε αἰώνιον. Τὸ ἐρώτημα αὐτό, «Τί νὰ κάνω;», ἐξακολουθεῖ νὰ σείῃ τὸν κόσμον. Εἶνε τὸ κοινωνικὸν πρόβλημα, τὸ ὁποῖον ἐν τῷ στόματι τοῦ ἀνθρώπου τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ἐξακολουθεῖ νὰ βοᾷ εἰς τὸν κόσμον· «Τί νὰ κάνωμεν;».
Τί νὰ κάνῃ; Τί εἶνε αὐτός; Εἶνε πλούσιος. Πλούσιος μόνον; Πλεονέκτης εἶνε. Βηματίζει. Τί συμβαίνει; Ὅτι ἐκεῖνο τὸ χρόνο, λέγει τὸ εὐαγγέλιον, ἐξαιρετικὴ ἐφορία στὰ χωράφια. Τὸ ἀμπάρι του γέμισε ἀπὸ σιτάρι. Τὰ βαρέλια γέμισαν ἀπὸ κρασί. Τὰ πιθάρια του ἐγέμισαν ἀπὸ λάδι. Δὲν χωροῦσαν οἱ ἀποθῆκες – περισσεύματα πολλὰ εἶχε. Ζητοῦσε καινούργιες ὁ ἀνόητος. Καὶ τί λέγει; Ἀκούσατέ τον. Σὲ κάποιο «μου». Δὲν ὑπάρχει καμμιὰ λέξις χωρὶς νά ᾿χῃ σημασία. Ὅλο τὸ βάρος τοῦ εὐαγγελίου εἶνε σὲ μιὰ ἀντωνυμία. «Τί νὰ κάνω», λέγει, «τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου» (Λουκ. 12,17-18). Τὰ ὑπάρχοντά μου. Ἄχ αὐτὸ τὸ «μου» ἂν μποροῦσε νὰ σβήσῃ ἀπὸ τὸν κόσμο!
«Τὰ ἀγαθά μου». Ἦταν δικά του; Ἐὰν δὲν ἔπεφτε ἡ βροχούλα ἐπάνω στὰ χωράφια… Αὐτὴ ἡ βροχούλα, ποὺ ἔπεσε στὰ χωράφια τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα, στὰ χωράφια, χρυσάφι εἶνε. Κάθε σταγόνα, ποὺ ῥίπτει ὁ οὐρανός, μιὰ λίρα εἶνε ἐπάνω στὸν κόσμον. Ἐὰν ἡ βροχούλα αὐτὴ δὲν ἔπεφτε· ἐὰν ὁ ἀέρας δροσερὸς δὲν φυσοῦσε πάνω στὰ χωράφια καὶ τὰ δένδρα τῆς γῆς, ἢ ἐὰν ὁ ζεστὸς καὶ θερμὸς δὲν ἐζέσταινε τὰ σπέρματα· ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν κατάλληλοι καιροί, θὰ ἔσπερνε καὶ δὲν θὰ θέριζε. Τὰ ἀγαθὰ λοιπὸν δὲν εἶνε ἀγαθὰ δικά του. Εἶνε τοῦ Θεοῦ. «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. …,1). Ἀλλὰ αὐτὸς τὰ κάνει δικά του. Καὶ ζητᾷ ἀποθῆκες.
Ἀποθῆκες; Ὑπάρχουν ἀποθῆκες, ποὺ μποροῦσε νὰ ἀσφαλίσῃ 100% τὰ προϊόντα του, καὶ κανένας κλέφτης καὶ κανένας διαρρήκτης νὰ μὴν τὰ διαρρήξῃ. Ἀποθῆκες; Νά· κάθε στομάχι πεινασμένο, νά μιὰ ἀποθήκη. Νὰ τὰ μοιράσῃ στοὺς πεινασμένους ὅλους καὶ νὰ τὰ ἀσφαλίσῃ στὰ στομάχια τῶν πεινασμένων τὰ ὑπάρχοντά του.
Ἀλλὰ αὐτὸς ὅμως δὲν ἐννοεῖ. Ὕστερα ἀπὸ πολλὴ σκέψι εὑρῆκε κάποια λύσι. Νὰ γκρεμίσῃ τὰ μικρὰ καὶ νὰ τὰ κάνῃ μεγάλα, καὶ ἐκεῖ νὰ συγκεντρώσῃ τὰ ἀγαθά του· καὶ νὰ ζήσῃ μὲ ἕνα πρόγραμμα Σαρδαναπάλου καὶ Λουκούλου καὶ Ἐπικούρου, «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32).
Ὅταν πιὰ τὰ εἶχε ὅλα τακτοποιήσει καὶ ἦταν πιὰ περασμένα τὰ μεσάνυχτα καὶ κουρασμένος ἀπὸ τὴν σκέψι ἐπῆγε νὰ κοιμηθῇ, ἐκείνη τὴν στιγμὴ κάποιος κτυπᾷ τὴν πόρτα. Ὤ τὸν αὐθάδη! γίνεται ποτὲ ἐπίσκεψις τὰ μεσάνυχτα; Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπισκέπτονται [τέτοια ὥρα. Αὐτὸς\ ποιός εἶνε; Εἶνε ὁ χάρος! Τὴν ὥρα ποὺ δὲν περίμενε. ―Ποιός εἶσθε; ―Εἶμαι ὁ χάρος. Ἦρθα νὰ σὲ πάρω… Τὴν ὥρα ποὺ δὲν περιμένεις, τὸ πρωῒ ποὺ ξυπνᾷς, τὸ μεσημέρι ποὺ τρῶς, τὸ βράδυ ποὺ ξαπλώνεσαι, τὴ γιορτή, τὴν καθημερινή, στὸ χωράφι, στὸ δρόμο, στὴν πλατεῖα, στὸ ἀεροπλάνο ποὺ ταξιδεύεις, τὴν ὥρα ποὺ παντρεύεσαι, ἔρχεται ὁ χάρος. Εἶνε ἀναιδέστατος, δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἐπισκέπτης πιὸ ἀναιδής. Δὲν ξέρει αὐτὸς ὧρες, δὲν κάνει καμμιά διάκρισι.
Ἔρχεται λοιπὸν αὐτὸς καὶ τοῦ λέγει· ―Ἔχω ἐντολὴ νὰ σὲ πάρω. ―Χάρε, ἄφησέ με ν᾿ ἀπολαύσω τὰ ἀγαθά, ἄφησέ με νὰ κάνω διαθήκη νὰ τὰ μοιράσω στοὺς συγγενεῖς μου. ―Ὄχι· αὐτή τὴ στιγμή. Ὁ οὐρανὸς ἐξέδωκε ἔνταλμα συλλήψεως… Καὶ [ὁ χάρος\ τὸν συλλαμβάνει στὰ μαῦρα φτερά του καὶ τὸν μεταφέρει ἐπάνω στὰ οὐράνια, Καὶ ἐνῷ ὁ χάρος τὸν μεταφέρει ἐπάνω στὶς σπηλιὲς τοῦ ᾅδου, ἐκεῖ ποὺ οὔτε ἡ φαντασία τοῦ Δάντη ἠμπορεῖ νὰ περιγράψῃ. Πολλὲς σπηλιὲς ἔχει ὁ ᾅδης, ἀλλὰ τὸ πιὸ σκοτεινὸ σπήλαιο εἶνε τὸ σπήλαιο τῶν φιλαργύρων καὶ τῶν πλεονεκτῶν. Γιατὶ αὐτοὶ εἶνε οἱ μεγαλύτεροι ἐγκληματίαι καὶ οἱ μεγαλύτεροι ἁμαρτωλοὶ ἐπάνω εἰς τὴν γῆ. Μέσα εἰς τὴν γῆ λοιπὸν τὸν μεταφέρει Καὶ ἐνῷ τὰ μαῦρα φτερά του μεταφέρουν στὸν ᾅδη τὴν ψυχὴ τοῦ πλεονέκτου αὐτοῦ ἀνθρώπου, κάτω στὸ παλάτι του τί γίνεται; Μαζευτήκανε σὰν τὰ κοράκια ὅλοι οἱ συγγενεῖς, καὶ κοντὰ στοὺς συγγενεῖς μαζευτήκανε καὶ δικηγόροι. Καὶ τί γίνεται; Καυγᾶς μεγάλος· πῶς θὰ μοιράσουν τὰ ὑπάρχοντά του, πῶς θὰ μοιράσουν τὴν περιουσίαν του. Καὶ θὰ γίνουν διαπληκτισμοί, δικαστήρια, καὶ θὰ φθάσουν μέχρι τὸν Ἄρειο Πάγο γιὰ τὴν διανομὴ τῆς γῆς. Ἐνῷ τὸ πρᾶγμα ἦτο ἁπλούστατο.
Αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶνε μὲ λίγα λόγια ἡ παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου.
Καὶ τώρα, ἀγαπητοί μου, είδατε τὴν ἀγωνία τοῦ πλεονέκτου. Ἀκούσατε τὸ ἄγχος, τὴν ἀγωνιώδη φωνή του «Τί νὰ κάνω;». Είδατε τὸ τέλος τοῦ ἄφρονος. Τὸ συμπέρασμα. Τὸ λέγει ὁ ίδιος ὁ Χριστός. «Ὁρᾶτε» (=ἀνοῖξτε τὰ μάτια σας.) «Ὁρᾶτε», μικροὶ – μεγάλοι, καὶ φυλαχθῆτε «ἀπὸ πάσης πλεονεξίας» (Λουκ. 12,15). Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀρρώστια, αὐτὴ εἶνε ἡ νόσος ἡ μεγάλη, αὐτὴ εἶνε ὁ καρκίνος τὴς ἐποχῆς, αὐτὴ εἶνε θηρίον ἀκόρεστον καὶ ἀδηφάγον. Μάλιστα, δὲν χορταίνει.
Τί θὰ πῇ πλεονεξία; Κατά τινα τρόπον ὅλοι μας είμεθα πλεονέκται. Πάρτε τὴ ζυγαριὰ τοῦ Χριστοῦ. Μὴ ζυγίζεσθε μὲ ζυγαριὲς τοῦ κόσμου. Ἐλάτε νὰ σᾶς ζυγίσω, ἀδελφοί μου, μὲ τὴ ζυγαριὰ τοῦ εὐαγγελίου. Τί θὰ πῇ πλεονεξία; Εἶνε νὰ μὴ μένῃς εὐχαριστημένος σ᾿ ἐκεῖνα τὰ λίγα ποὺ χρειάζονται γιὰ τὴ συντήρησί σου, γιὰ τὸ κορμάκι σου.
Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἔφθανε στὸν «ἄρτο τὸν ἐπιούσιον», τὰς ἀπολύτους ἀνάγκας, αὐτὸς ποὺ δὲν εὐχαριστιέται σ᾿ αὐτὰ τὰ ἀπόλυτα τὰ ἀναγκαῖα τὰ ὁποῖα χρειάζεται πᾶς ἄνθρωπος διὰ νὰ ζήσῃ ἐδῶ εἰς τὴν γῆν ἐν σχετικῇ εὐημερίᾳ, πέρα ἀπὸ αὐτὸ τὸ μέτρο, τὸ ὅριον, ὅταν πλέον ἀρχίζῃς νὰ ζητᾶς πέραν ἀπὸ τὸ πρέπον, τότε πλέον ἀρχίζει ἡ πλεονεξία. Καὶ ἡ πλεονεξία εἶνε ἀδηφάγος. Τί νόσος εἶνε αὐτή! Μάζεψε χίλιες λίρες; δὲ᾿ λέει, φτάνει· θέλει νὰ τὶς κάνῃ δυὸ χιλιάδες. Μάζεψε δυὸ χιλιάδες λίρες; νὰ τὶς κάνῃ τέσσερις χιλιάδες. Τὶς κάνει τέσσερις χιλιάδες; νὰ τὶς ὀχτὼ χιλιάδες. Πήχτωσε ἡ θάλασσα ἀπὸ καράβια; ζητᾷ νὰ καταλάβῃ ἀκόμη καὶ τὸν οὐρανό. Πῆρε τὴ γῆ; τὴ σελήνη θὰ ζητήσῃ νὰ κατακτήσῃ. Τί πρᾶγμα εἶνε αὐτὴ ἡ πλεονεξία! Ἡ θάλασσα πόσα νερὰ ῥουφᾷ, τί ποτάμια παίρνει μέσα ἡ θάλασσα. Καὶ ὅμως· ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια, Φτάνει πιά, χόρτασα ἀπὸ τὰ νερά σας. Ὁ ᾅδης ὁ σκοτεινὸς μπορεῖ νὰ πῇ στὸ χάρο καὶ στοὺς νεκροθάπτας, Νεκροθάπται σταματῆστε, γέμισα ἀπὸ νεκρούς. Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια φτάνει, ὁ ᾅδης μπορεῖ νὰ πῇ στοὺς νεκροὺς φτάνει, μὰ ὁ πλεονέκτης δὲν μπορεῖ νὰ πῇ ποτὲ φτάνει. Ἂν ἦτο δυνατόν, κι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ πτωχοῦ νὰ πάρῃ τὴ μπουκιά. Ὑπάρχει ἄλλη μεγαλύτερη ἁμαρτία στὸν κόσμο αὐτόν;
Λένε γιὰ κάποιον στὴν ἀρχαία ἐποχὴ πὼς μιὰ ἡμέρα πῆγε κοντὰ θεοὺς καὶ γονάτισε καὶ ἔκλαιγε. Ἅμα τὸν ἔβλεπες νὰ κλαίῃ θά ᾿λεγες· τί ζητάει αὐτός; Ἕνας εἶπε· Εἶνε ἄρρωστη ἡ γυναίκα του. Ἄλλος εἶπε· Εἶνε ἄρρωστο τὸ παιδί του. Ἄλλος εἶπε· Τὸν κυνηγᾶνε οἱ χρεῶσται. Ἄλλος εἶπε· Κάποιο βάσανο θά ᾿χῃ. Ἀλλ᾿ αὐτὸς τί ζητοῦσε; Ἦταν πλεονέκτης. Εἶχε γεμᾶτα τ᾿ ἀμπάρια του. Τὸ χρυσάφι; μὲ τὸ φτυάρι. Δὲν ἔμεινε ὅμως ἱκανοποιημένος. Πῆγε στοὺς ναούς, γονάτισε μπροστὰ στοὺς ἀρχαίους θεοὺς καὶ ἔκανε μία προσευχή. Εἶπε· Ἂν θέλετε, θεοὶ τοῦ Ὀλύμπου, νὰ σᾶς χτίσω ναὸ νὰ σᾶς λατρεύω, μιὰ χάρι σᾶς ζητάω· ὅ,τι πιάνω, νὰ γίνεται χρυσάφι… Ὤ τὸν ἀνόητον! Καὶ οἱ θεοὶ ἄκουσαν, λέει, τὴν ἀνόητη προσευχή του, καὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ,τιδήποτε ἔπιανε γινότανε χρυσάφι. Ἔπιασε χῶμα, καὶ ἔγινε χρυσάφι· ἔπιασε πέτρες, ἔγιναν χρυσάφι· ἔπιασε λουλούδια, πλατάνια, ὁλόκληρο πλατάνι. Πάει στὸ σπίτι, πιάνει ψωμί, χρυσό· πιάνει πιάτο, χρυσό· πιάνει ποτήρι, χρυσό. Πάει ἡ κόρη του νὰ τὸν πιάσῃ, ἔγινε κι αὐτὴ ἄγαλμα. Φάε χρυσάφι!
Ναί, ἀδελφοί μου. Ἀλλὰ ἀκριβῶς αὐτό, ἀγαπητοί μου, ἔπαθε ἡ ἀνθρωπότης σήμερα. Γελᾶτε ἀντὶ νὰ κλάψετε. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀρχαῖος Μίδας. Μὰ ποτέ δὲν γέμισαν οἱ τράπεζαις ἀπὸ ἑκατομμύρια λιρῶν, ῥάβδους χρυσοῦ. Δὲν κοιτᾶνε νὰ προφυλάξουν τὰ νοσοκομεῖα καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἄνοιξαν στὴν Ἀμερικὴ βουνὰ ὁλόκληρα νὰ κρύψουν ὅλο τὸ χρυσάφι τους μέσα στὴ γῆ. Οὐδέποτε τόσο χρυσάφι μαζεύτηκε στὴ γῆ, οὐδέποτε μαζεύτηκε τόσος πλοῦτος. Οὐδέποτε ἡ γῆ εἶχε τόσα ἀγαθά· ποὺ ἂν ὑπῆρχε μιὰ δικαία κατανομὴ τοῦ πλούτου καὶ τῶν ὑπαρχόντων τῆς γῆς, ὤστε ὄχι τρία δισεκατομμύρια, ἀλλὰ ἐννέα δισεκατομμύρια φθάνει νὰ θρέψῃ ἡ γῆ. Τὰ χρήματα, ὁ χρυσός, ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ὀλίγων· καὶ οἱ πολλοὶ δυστηχοῦν καὶ ὑποφέρουν. «Τὰ ἀγαθά μου», τὰ ὑπάρχοντά μου. Ἀκριβῶς μέσα στὸ ἄφθονο αὐτὸ χρυσάφι θ᾿ ἀποθάνῃ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος.
Ἀδελφοί! Μὰ ἐπὶ τέλους ποιός [φταίει; Τὸ χρυσάφι φταίει; Ὄχι. Μέταλλο εἶνε. Τὸ χρῆμα φταίει; Ὄχι. Φταίει ὁ ἄνθρωπος. Φταίει ἡ πλεονεξία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ κακία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔσβησε τὸ Θεὸ καὶ ἔκανε τὸ χρῆμα θεό του. Θεὸς πλέον εἶνε τὸ χρῆμα γι᾿ αὐτούς· ἀλλὰ ἕνας θεὸς ψεύτικος, ἕνας θεὸς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρῃ στὸν ἄνθρωπο τὴν πραγματικὴ του εὐτυχία. Μὲ τὰ χρήματα μπορεῖς νὰ γκρεμίσῃς τὴν καλύβα σου καὶ νὰ φτειάσῃς ἕνα τεράστιο παλάτι. Μπορεῖ ἀκόμη νὰ ἀγοράσῃς αὐτοκίνητο πολυτελείας καὶ νὰ διασχίζῃς τὸν κόσμον ὁλόκληρον. Μπορεῖς νὰ ἀγοράσῃς ἀεροπλάνα καὶ ἑλικόπτερα. Μπορεῖς νὰ ἀγοράσῃς βίλλες πολυτελείας κοντὰ στὶς ἀκρογιαλιές. Μπορεῖς ἀκόμη ὅταν ἀρρωστήσῃς νὰ πάρῃς τὸν καλύτερο γιατρὸ καὶ νοσοκόμο. Ἠμπορεῖς… Τὸ χρῆμα μπορεῖ ὅλα· ἕνα δὲν μπορεῖ. Ποῖο; Δὲν μπορεῖ μὲ ὅλα αὐτὰ νὰ ἀγοράσῃ κάτι ποὺ ζητᾷ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ τὸ κάτι αὐτὸ ποὺ ζητᾷ ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ τὸ βρῇ στὸ χρῆμα. Ἕνας ἐκ τῶν μεγαλυτέρων ἑκατομμυριούχων αὐτοκτόνησε ―δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ συνέβη αὐτὸ στὴν Ἀμερική― καὶ ἔγραψε· Μὲ τὸ χρῆμα ὅλα τὰ ἀγοράζεις στὸν κόσμο αὐτόν, μὲ τὸ χρῆμα ἀγοράζεις τὰ πάντα· ἕνα μόνον δὲν ἠμπορεῖς ―γράφει στὴν διαθήκη ποὺ ἄφησε― νὰ ἀγοράσῃς· τὴν εὐτυχία.
Ὧ εὐτυχία, ποῦ κατοικεῖς; ποῦ; ―Μέσα ἐκεῖ στὸν Γολγοθᾶ, κοντὰ στὸν Θεό. Τὸ ψάρι δὲν ζῇ ἔξω ἀπὸ τὴ θάλασσα, καὶ τὸ πουλὶ ἔξω ἀπὸ τὸν ἀέρα· καὶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ δὲν ζῇ παρὰ μόνο μέσα στὸν Χριστό· «ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας». Ἀμήν.
Τί θὰ πῇ πλεονεξία; Κατά τινα τρόπον ὅλοι μας είμεθα πλεονέκται. Πάρτε τὴ ζυγαριὰ τοῦ Χριστοῦ. Μὴ ζυγίζεσθε μὲ ζυγαριὲς τοῦ κόσμου. Ἐλάτε νὰ σᾶς ζυγίσω, ἀδελφοί μου, μὲ τὴ ζυγαριὰ τοῦ εὐαγγελίου. Τί θὰ πῇ πλεονεξία; Εἶνε νὰ μὴ μένῃς εὐχαριστημένος σ᾿ ἐκεῖνα τὰ λίγα ποὺ χρειάζονται γιὰ τὴ συντήρησί σου, γιὰ τὸ κορμάκι σου.
Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἔφθανε στὸν «ἄρτο τὸν ἐπιούσιον», τὰς ἀπολύτους ἀνάγκας, αὐτὸς ποὺ δὲν εὐχαριστιέται σ᾿ αὐτὰ τὰ ἀπόλυτα τὰ ἀναγκαῖα τὰ ὁποῖα χρειάζεται πᾶς ἄνθρωπος διὰ νὰ ζήσῃ ἐδῶ εἰς τὴν γῆν ἐν σχετικῇ εὐημερίᾳ, πέρα ἀπὸ αὐτὸ τὸ μέτρο, τὸ ὅριον, ὅταν πλέον ἀρχίζῃς νὰ ζητᾶς πέραν ἀπὸ τὸ πρέπον, τότε πλέον ἀρχίζει ἡ πλεονεξία. Καὶ ἡ πλεονεξία εἶνε ἀδηφάγος. Τί νόσος εἶνε αὐτή! Μάζεψε χίλιες λίρες; δὲ᾿ λέει, φτάνει· θέλει νὰ τὶς κάνῃ δυὸ χιλιάδες. Μάζεψε δυὸ χιλιάδες λίρες; νὰ τὶς κάνῃ τέσσερις χιλιάδες. Τὶς κάνει τέσσερις χιλιάδες; νὰ τὶς ὀχτὼ χιλιάδες. Πήχτωσε ἡ θάλασσα ἀπὸ καράβια; ζητᾷ νὰ καταλάβῃ ἀκόμη καὶ τὸν οὐρανό. Πῆρε τὴ γῆ; τὴ σελήνη θὰ ζητήσῃ νὰ κατακτήσῃ. Τί πρᾶγμα εἶνε αὐτὴ ἡ πλεονεξία! Ἡ θάλασσα πόσα νερὰ ῥουφᾷ, τί ποτάμια παίρνει μέσα ἡ θάλασσα. Καὶ ὅμως· ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια, Φτάνει πιά, χόρτασα ἀπὸ τὰ νερά σας. Ὁ ᾅδης ὁ σκοτεινὸς μπορεῖ νὰ πῇ στὸ χάρο καὶ στοὺς νεκροθάπτας, Νεκροθάπται σταματῆστε, γέμισα ἀπὸ νεκρούς. Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια φτάνει, ὁ ᾅδης μπορεῖ νὰ πῇ στοὺς νεκροὺς φτάνει, μὰ ὁ πλεονέκτης δὲν μπορεῖ νὰ πῇ ποτὲ φτάνει. Ἂν ἦτο δυνατόν, κι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ πτωχοῦ νὰ πάρῃ τὴ μπουκιά. Ὑπάρχει ἄλλη μεγαλύτερη ἁμαρτία στὸν κόσμο αὐτόν;
Λένε γιὰ κάποιον στὴν ἀρχαία ἐποχὴ πὼς μιὰ ἡμέρα πῆγε κοντὰ θεοὺς καὶ γονάτισε καὶ ἔκλαιγε. Ἅμα τὸν ἔβλεπες νὰ κλαίῃ θά ᾿λεγες· τί ζητάει αὐτός; Ἕνας εἶπε· Εἶνε ἄρρωστη ἡ γυναίκα του. Ἄλλος εἶπε· Εἶνε ἄρρωστο τὸ παιδί του. Ἄλλος εἶπε· Τὸν κυνηγᾶνε οἱ χρεῶσται. Ἄλλος εἶπε· Κάποιο βάσανο θά ᾿χῃ. Ἀλλ᾿ αὐτὸς τί ζητοῦσε; Ἦταν πλεονέκτης. Εἶχε γεμᾶτα τ᾿ ἀμπάρια του. Τὸ χρυσάφι; μὲ τὸ φτυάρι. Δὲν ἔμεινε ὅμως ἱκανοποιημένος. Πῆγε στοὺς ναούς, γονάτισε μπροστὰ στοὺς ἀρχαίους θεοὺς καὶ ἔκανε μία προσευχή. Εἶπε· Ἂν θέλετε, θεοὶ τοῦ Ὀλύμπου, νὰ σᾶς χτίσω ναὸ νὰ σᾶς λατρεύω, μιὰ χάρι σᾶς ζητάω· ὅ,τι πιάνω, νὰ γίνεται χρυσάφι… Ὤ τὸν ἀνόητον! Καὶ οἱ θεοὶ ἄκουσαν, λέει, τὴν ἀνόητη προσευχή του, καὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ,τιδήποτε ἔπιανε γινότανε χρυσάφι. Ἔπιασε χῶμα, καὶ ἔγινε χρυσάφι· ἔπιασε πέτρες, ἔγιναν χρυσάφι· ἔπιασε λουλούδια, πλατάνια, ὁλόκληρο πλατάνι. Πάει στὸ σπίτι, πιάνει ψωμί, χρυσό· πιάνει πιάτο, χρυσό· πιάνει ποτήρι, χρυσό. Πάει ἡ κόρη του νὰ τὸν πιάσῃ, ἔγινε κι αὐτὴ ἄγαλμα. Φάε χρυσάφι!
Ναί, ἀδελφοί μου. Ἀλλὰ ἀκριβῶς αὐτό, ἀγαπητοί μου, ἔπαθε ἡ ἀνθρωπότης σήμερα. Γελᾶτε ἀντὶ νὰ κλάψετε. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀρχαῖος Μίδας. Μὰ ποτέ δὲν γέμισαν οἱ τράπεζαις ἀπὸ ἑκατομμύρια λιρῶν, ῥάβδους χρυσοῦ. Δὲν κοιτᾶνε νὰ προφυλάξουν τὰ νοσοκομεῖα καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἄνοιξαν στὴν Ἀμερικὴ βουνὰ ὁλόκληρα νὰ κρύψουν ὅλο τὸ χρυσάφι τους μέσα στὴ γῆ. Οὐδέποτε τόσο χρυσάφι μαζεύτηκε στὴ γῆ, οὐδέποτε μαζεύτηκε τόσος πλοῦτος. Οὐδέποτε ἡ γῆ εἶχε τόσα ἀγαθά· ποὺ ἂν ὑπῆρχε μιὰ δικαία κατανομὴ τοῦ πλούτου καὶ τῶν ὑπαρχόντων τῆς γῆς, ὤστε ὄχι τρία δισεκατομμύρια, ἀλλὰ ἐννέα δισεκατομμύρια φθάνει νὰ θρέψῃ ἡ γῆ. Τὰ χρήματα, ὁ χρυσός, ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ὀλίγων· καὶ οἱ πολλοὶ δυστηχοῦν καὶ ὑποφέρουν. «Τὰ ἀγαθά μου», τὰ ὑπάρχοντά μου. Ἀκριβῶς μέσα στὸ ἄφθονο αὐτὸ χρυσάφι θ᾿ ἀποθάνῃ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος.
Ἀδελφοί! Μὰ ἐπὶ τέλους ποιός [φταίει; Τὸ χρυσάφι φταίει; Ὄχι. Μέταλλο εἶνε. Τὸ χρῆμα φταίει; Ὄχι. Φταίει ὁ ἄνθρωπος. Φταίει ἡ πλεονεξία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ κακία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔσβησε τὸ Θεὸ καὶ ἔκανε τὸ χρῆμα θεό του. Θεὸς πλέον εἶνε τὸ χρῆμα γι᾿ αὐτούς· ἀλλὰ ἕνας θεὸς ψεύτικος, ἕνας θεὸς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρῃ στὸν ἄνθρωπο τὴν πραγματικὴ του εὐτυχία. Μὲ τὰ χρήματα μπορεῖς νὰ γκρεμίσῃς τὴν καλύβα σου καὶ νὰ φτειάσῃς ἕνα τεράστιο παλάτι. Μπορεῖ ἀκόμη νὰ ἀγοράσῃς αὐτοκίνητο πολυτελείας καὶ νὰ διασχίζῃς τὸν κόσμον ὁλόκληρον. Μπορεῖς νὰ ἀγοράσῃς ἀεροπλάνα καὶ ἑλικόπτερα. Μπορεῖς νὰ ἀγοράσῃς βίλλες πολυτελείας κοντὰ στὶς ἀκρογιαλιές. Μπορεῖς ἀκόμη ὅταν ἀρρωστήσῃς νὰ πάρῃς τὸν καλύτερο γιατρὸ καὶ νοσοκόμο. Ἠμπορεῖς… Τὸ χρῆμα μπορεῖ ὅλα· ἕνα δὲν μπορεῖ. Ποῖο; Δὲν μπορεῖ μὲ ὅλα αὐτὰ νὰ ἀγοράσῃ κάτι ποὺ ζητᾷ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ τὸ κάτι αὐτὸ ποὺ ζητᾷ ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ τὸ βρῇ στὸ χρῆμα. Ἕνας ἐκ τῶν μεγαλυτέρων ἑκατομμυριούχων αὐτοκτόνησε ―δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ συνέβη αὐτὸ στὴν Ἀμερική― καὶ ἔγραψε· Μὲ τὸ χρῆμα ὅλα τὰ ἀγοράζεις στὸν κόσμο αὐτόν, μὲ τὸ χρῆμα ἀγοράζεις τὰ πάντα· ἕνα μόνον δὲν ἠμπορεῖς ―γράφει στὴν διαθήκη ποὺ ἄφησε― νὰ ἀγοράσῃς· τὴν εὐτυχία.
Ὧ εὐτυχία, ποῦ κατοικεῖς; ποῦ; ―Μέσα ἐκεῖ στὸν Γολγοθᾶ, κοντὰ στὸν Θεό. Τὸ ψάρι δὲν ζῇ ἔξω ἀπὸ τὴ θάλασσα, καὶ τὸ πουλὶ ἔξω ἀπὸ τὸν ἀέρα· καὶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ δὲν ζῇ παρὰ μόνο μέσα στὸν Χριστό· «ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας». Ἀμήν.
(Απομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ἱ. ναὸ της Ἁγίας Τριάδος Κατερίνης 19-11-1961)
Από βιβλίο Λαζ. Τσακιρίδη, Τὸ πέρασμα ἑνὸς ἀγγέλου, Κατερίνη 1995, σσ. 49-53.
Από βιβλίο Λαζ. Τσακιρίδη, Τὸ πέρασμα ἑνὸς ἀγγέλου, Κατερίνη 1995, σσ. 49-53.