Το ξίφος του Αγγέλου
Ο ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς Μερκούριος έζησε στους χρόνους των ασεβών βασιλέων Δεκίου, Γάλλου και Ουαλεριανού. Καταγόταν από την Ανατολή και υπηρετούσε στο στράτευμα των Μαρκησίων. Ήταν υιός υπάρχου, Σκύθου την καταγωγή, που λεγόταν Γουρδιανός. Αυτός ήταν Χριστιανός, αλλά κρυμμένος. Δεν το γνώριζε αυτό ούτε ο βασιλεύς.
Ο ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς Μερκούριος έζησε στους χρόνους των ασεβών βασιλέων Δεκίου, Γάλλου και Ουαλεριανού. Καταγόταν από την Ανατολή και υπηρετούσε στο στράτευμα των Μαρκησίων. Ήταν υιός υπάρχου, Σκύθου την καταγωγή, που λεγόταν Γουρδιανός. Αυτός ήταν Χριστιανός, αλλά κρυμμένος. Δεν το γνώριζε αυτό ούτε ο βασιλεύς.
Όταν απέθανε ο πατέρας του, νέος ακόμη ο
Άγιος και ανδρείος στους πολέμους κατά των εχθρών, εστάλη από τον
βασιλέα με το στράτευμα να πολεμήσει κατά των βαρβάρων.
Όταν είδε, ότι ήταν πολλοί, συλλογιζόταν
τι να πράξει. Τότε του παρουσιάστηκε λευκοφόρος, και ωραιότατος
Άγγελος Κυρίου, ο οποίος κρατούσε ξίφος στο δεξί του χέρι, το
έδωσε στον νέο, και του είπε:
—Φίλε και αγαπημένε Μερκούριε, ο Κύριος
των Κυρίων και Θεός των απάντων, με έστειλε να σου δώσω θάρρος και
δύναμη κατά των εχθρών σου. Λοιπόν, προχώρησε
εναντίον τους και θα τους νικήσεις, με
τη βοήθεια του Θεού. Θα γίνεις με την νίκη αυτή σε όλους περιβόητος.
Αλλά να μη φανείς προς τον ευεργέτη Χριστό αχάριστος. Να
θυμάσαι την καλοσύνη αυτή πάντοτε, και
ας ριζώσει στην ψυχή σου ο πόθος Του, διότι πρόκειται να μαρτυρήσεις
για το όνομα του, και να λάβεις τον στέφανο της δόξης.
Όταν τα άκουσε αυτά ο Μερκούριος, πήρε
θάρρος και δύναμη. Ήλθε στο μέσον του στρατού, όρμησε με προθυμία και
γενναιότητα εναντίον των βαρβάρων και προχώρησε έως
εκεί, που ήταν ο στρατηγός που λεγόταν
Ρήγας. Κτύπησε ανδρεία με το ξίφος, που του έδωσε ο Άγγελος και φόνευσε
πολλούς ανδρείους σωματοφύλακες του αρχηγού τους.
Οι υπόλοιποι βλέποντας τον νέο να τους
θανατώνει, σαν λιοντάρι άγριο έφυγαν από τον φόβο τους τρομαγμένοι.
Έτσι ο Μερκούριος βρήκε τον Ρήγα μόνο. Όρμησε με ανδρεία
πολλή και τον φόνευσε. Οι στρατιώτες βλέποντας τον αρχηγό τους νεκρό έφυγαν όλοι.
Τον επιπλήττει ο Άγγελος
Ο βασιλεύς, όταν άκουσε την ανδρεία του
Μερκούριου, που μόνος του νίκησε ολόκληρο στρατό, τον ανακήρυξε
αρχιστράτηγο και πολλά δώρα του χάρισε. Του έκαμε μεγάλη φήμη στο λαό
και τον προσκάλεσε στο τραπέζι του. Κάθε η μέρα συνομιλούσε μαζί του
και έτρωγαν μαζί. Αλλά από την πολλή αγάπη που του έδειξε ο επίγειος
Βασιλεύς,
ξέχασε τον Ουράνιο. Τότε φάνηκε σ' αυτόν ο Άγγελος μια νύκτα, που κοιμόταν. Τον ξύπνησε και τον επέπληξε, λέγοντας:
—Δεν θυμάσαι τι σου είπα, όταν σου
έδιδα το εκλεκτό σπαθί, με το οποίον νίκησες τόσο πλήθος εχθρών με την
θεία βοήθεια; Δεν σου είπα, ότι μέλλεις να μαρτυρήσεις, για να λάβεις
αμάραντο στέφανο και δόξα αιώνιο; Γιατί λοιπόν προτιμάς τις τιμές του
βασιλέως και την προσωρινή απόλαυση; Ξύπνα από τον ύπνο της αμελείας
και περιφρόνησε αυτή την πρόσκαιρη ευδαιμονία για να έλθεις στα ουράνια
ανάκτορα, όπου είναι πάντοτε ημέρα πάμφωτος. Αυτά του είπε ο Άγγελος
και έγινε άφαντος.
Δίδεται ολόκληρος στον Χριστό
Ο Μερκούριος συλλογιζόταν τα λόγια και
έχοντας στη σκέψη του στα Ουράνια αγαθά, έκλαιε πικρά και θρηνούσε
απαρηγόρητα. Σκεπτόταν με τι τρόπο να παραιτηθεί από τα
αξιώματα, που του έδωσαν. Ο βασιλεύς
κάλεσε συμβούλιο μεγάλο, και μεταξύ των άλλων επισήμων κάλεσε και τον
Μερκούριο. Αυτός όμως με μια δικαιολογημένη αιτία, δεν
πήγε. Την επομένη, όταν πήγε για να χαιρετήσει τον βασιλέα, του λέγει εκείνος:
—Ας πάμε να θυσιάσουμε στο ναό της Αρτέμιδος, για να την έχουμε, για άλλη φορά σύμμαχο και βοηθό στους πολέμους.
Ο Μερκούριος βρήκε πάλι πρόφαση και γύρισε σπίτι του.
Εκείνη την ημέρα, ένας άνθρωπος, που
μισούσε τον Μερκούριο, βρήκε ευκαιρία να τον διαβάλει, και να φανεί
αυτός πιστός στον βασιλέα. Επεδίωκε να πάρει αυτός το αξίωμα του
στρατηλάτου. Ο βασιλεύς, όταν άκουσε αυτά τα απροσδόκητα λόγια,
λυπήθηκε πολύ. Στάθηκε σκεφτικός πολλή ώρα και ύστερα θεώρησε ότι
πρέπει να το εξετάσει πρώτα το θέμα.
Κατόπιν κάλεσε τον Μερκούριο και ζήτησε
να δει τη αλήθεια. Ο Άγιος ομολόγησε την πίστη του στον Δεσπότη Χριστό
και καθώς ομολόγησε έβγαλε τη ζώνη και το ένδυμα του στρατηλάτου και
ρίχνοντας αυτά κάτω είπε στο βασιλέα:
—Γυμνός εξήλθον εκ της κοιλίας της μητρός μου, γυμνός και απελαύσομαι (Ιωβ Α΄ 21).
Ήταν δε ο Άγιος ωραίος νέος, αλλά τότε, όταν έβγαλε τα ειδωλολατρικά ενδύματα, φάνηκε από θεία Χάρι λαμπρότερος.
Του παρουσιάζεται ο Άγγελος
Ο βασιλεύς θαύμασε το κάλλος του και
διατάζει να τον φυλακίσουν. Παρήγγειλε συγχρόνως στους φρουρούς κρυφά
να τον φοβερίσουν με λόγια, μήπως και αλλάξει γνώμη.
Ο Άγιος, πηγαίνοντας στο δεσμωτήριο
ευχαριστούσε τον Κύριο, που τον ενίσχυσε στο κριτήριο. Του ζητούσε όμως
βοήθεια και δια το μέλλον, να τελειώσει ευσεβώς το Μαρτύριο.
Τοιουτοτρόπως προσευχόταν ο Άγιος έως
τα μεσάνυκτα. Τότε παρουσιάζεται ο Άγγελος πάλι. Του έδωσε θάρρος, τον
στερέωσε και τον έκαμε θερμότερο στους αγώνες με τούτα
τα λόγια:
—Κήρυξε με θάρρος τον Χριστό στους
ειδωλολάτρες, και υπόμεινε τα πρόσκαιρα βασανιστήρια ανδρείως, για να
λάβεις δόξα αιωνία και να έχεις ηδονή απερίγραπτη και αγαλλίαση
παντοτινή.
Όταν είπε αυτά, έγινε άφαντος.
Φρικτά μαρτύρια
Το πρωί ο βασιλεύς κάθισε στο θρόνο
του. Τότε έφεραν τον Άγιο, τον οποίον πρώτα προσπάθησε με κολακείες να
τον διαστρέψει ο δόλιος. Αλλά ο Άγιος έμενε σταθερός στην
πίστη του και με μανία ο τύραννος έδωσε
διαταγή να τον δέσουν με τέσσερα σχοινιά και να τον τεντώσουν σε
τέσσερις στύλους και ψηλά κρεμάμενο άλλοι να κατακόπτουν τις
σάρκες του από πάνω με μαχαίρια, και
άλλοι από κάτω να τον κατακαίνε, για να έχει τριπλή τιμωρία και πόνους
φοβερούς. Οι σάρκες του Αγίου σχίζονται. Το αίμα τρέχει. Ο
πόνος είναι αβάσταχτος... Όλα αυτά τα
υπόμεινε ο Άγιος με καρτερία και ανδρεία, χωρίς να δειλιάσει καθόλου.
Μόνον έπαιρνε δύναμη από την προσευχή του στον Κύριο. Έτσι,
η φλόγα της φωτιάς έσβηνε από το πολύ αίμα του που έτρεχε, η δε προθυμία της ψυχής του μεγάλωνε περισσότερο.
Όταν πέρασαν τρεις ώρες σε αυτό το
μαρτύριο, ο ασεβής τύραννος αισθάνθηκε τον εαυτόν του νικημένο από τον
Άγιο, και διατάσσει να τον κατεβάσουν και να τον κλείσουν σε
ένα σπίτι σκοτεινό και υγρό. Τότε πάλι ήλθε ο σύμμαχος άγγελος και του λέγει:
-Χαίρεις, γενναίε στρατιώτα και αθλητά του Δεσπότου Χριστού αήττητε.
Με τον λόγο τούτον έγινε ο Άγιος υγιής,
όπως ήταν πριν. Γι αυτό σηκώθηκε αμέσως και ευχαριστούσε δοξάζοντας
τον Παντοδύναμο Κύριο.
Όταν τον είδε όλως διόλου γερό, χωρίς
να έχει κανένα σημάδι πληγής επάνω του, απόρησε. Νόμισε, ότι
θεραπεύτηκε από κάποιο είδος μαγείας. Αλλά όταν τον ρώτησε πως
γιατρεύτηκε πήρε την εξής απάντηση από τον Άγιο:
—Ο Δεσπότης μου Χριστός με γιάτρεψε σαν
Θεός παντοδύναμος, εγώ δε ποτέ μου δεν έμαθα μαγείαν. Όσοι δε κάμνουν
τέτοιες κακουργίες, πηγαίνουν μαζί με σένα στην
Κόλαση.
Το τελευταίο μαρτύριο του Αγίου
Θηρίο έγινε ο τύραννος από τον θυμό.
Προστάζει αμέσως να διαμελίσουν τα μέλη του Μάρτυρος. Τότε άλλοι τον
τρυπούν με πυρωμένες σούβλες αλύπητα, άλλοι τον δέρνουν
στο πρόσωπο λέγοντας:
—Τίμα τους θεούς όπως πρέπει, αδιάντροπε.
Τοιουτοτρόπως λοιπόν βασανιζόμενος,
υπόμενε καρτερικά τους φρικτούς πόνους, έως ότου οι δήμιοι κουράστηκαν.
Τότε πάλι ο άδικος και αχόρταγος δικαστής από τον θυμό
του, προστάζει να τον κρεμάσουν
κατακέφαλα και στο σβέρκο του να δέσουν μεγάλη και βαριά πέτρα, η οποία
του έφερνε πόνο πολύν και οδύνη αμέτρητη. Αλλά και αύτη την
τρομερή δοκιμασία την υπέμεινε, όχι με
ανθρώπινη δύναμη, αλλά με την θεία βοήθεια. Όση όμως υπομονή έδειχνε ο
Άγιος, τόσον αγρίευε ο τύραννος. Προστάζει τότε να
λύσουν την πέτρα από το λαιμό του, και
να τον ραβδίσουν με βούρδουλα τετράκλωνο που είχε τέσσερα λουριά
χάλκινα, έως ότου να χωρίσει η ψυχή από το σώμα. Αλλά και
με όλα αυτά, δεν επέτυχε το σκοπό του ο
άθλιος. Ο τρισόλβιος Μάρτυρας Μερκούριος υπέμεινε και αυτήν την τιμωρία
με θαυμάσια γενναιότητα.
Ο αποκεφαλισμός του Αγίου
Για να ξεγνοιάσει από την φροντίδα αυτή
ο τύραννος, έδωκε την τελευταία απόφαση κατά του Αγίου: Να πάνε στην
Καισάρεια, να του κόψουν το κεφάλι. Πάλιν, λοιπόν, πήραν
σηκωτό τον Άγιο οι δήμιοι και τον
μετέφεραν στην Καισάρεια. Εκεί εκάθησαν ολίγον οι δήμιοι να αναπαυτούν.
Στο διάστημα αυτό πάλιν εφάνη ο Κύριος προς τον Άγιο, τον
χαιρέτησε
και του είπε, ότι έφθασε στο τέλος του Μαρτυρίου, και θα απολαύσει τα
βραβεία και την πλούσια ανταμοιβή των πόνων του. Τότε ο Άγιος
παρακάλεσε πρώτο να
συγχωρέσει τους στρατιώτες, που τον
βασάνισαν, ύστερα παρακάλεσε για κείνους, που θα του κάμουν εορτή και
πανήγυρι να απολαύσουν τον μισθό πολλαπλάσιο. Έπειτα
σφράγισε όλο του το σώμα με τον τίμιο
σταυρόν και είπε στους στρατιώτες να εκτελέσουν το πρόσταγμα του
βασιλέως. Τότε οι στρατιώτες έκοψαν την αγία του κεφαλήν.
Ήταν 25η Νοεμβρίου. Ήταν τότε ο Άγιος
ηλικίας 25 ετών. Η πανάμωμος ψυχή του ανέβηκε στους ουρανούς. Όσοι
βρέθηκαν εκεί την ώρα εκείνην αισθάνονταν ευωδία
ανεκλάλητη και μύρο από θυμίαμα.
Συγχρόνως πολλοί, που είχαν ανίατη ασθένεια, θεραπεύτηκαν. Δόξαζαν τον
Δεσπότη Χριστό, των όλων Θεό. Ευχαριστούσαν συγχρόνως
και τον Άγιο Μερκούριο τον Μεγαλομάρτυρα.
Στίχος
Εἰ καὶ πατάσσῃ Μερκούριε τῷ ξίφει, καὶ νεκρὸν ἐχθρὸν σὺ πατάσσεις Κυρίου.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε Οὐράνιον Ἄγγελον, χειραγωγὸν ἀσφαλῆ, πρὸς δόξαν ἀρίδηλον, ὡς τοῦ φωτὸς κοινωνός, Μερκούριε ἔσχηκας· ὅθεν τῷ ἀθανάτῳ, Βασιλεῖ πειθαρχήσας, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, ὡς γενναῖος ὁπλίτης· διὸ τοὺς σοὶ προσιόντας, μάκαρ περίσωζε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον. Ὤσπερ θεῖον θώρακα, ἠμφιεσμένος, τοῦ Χριστοῦ τὴν δύναμιν, ἀθλητικῶς ἀνδραγαθεῖς, καταπυρσεύων τοὺς ψάλλοντας· χαῖρε Μαρτύρων τὸ κλέος Μερκούριε.
Μεγαλυνάριον Ὤφθης νεανίας πανευπρεπής, οἷα στρατιώτης τοῦ Δεσπότου περιφανής· φύσεως γὰρ ὥρᾳ. τὴν ἄθλησιν ἀνθήσας, Μερκούριε θεόφρον, Χριστῷ δεδόξασαι.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε Οὐράνιον Ἄγγελον, χειραγωγὸν ἀσφαλῆ, πρὸς δόξαν ἀρίδηλον, ὡς τοῦ φωτὸς κοινωνός, Μερκούριε ἔσχηκας· ὅθεν τῷ ἀθανάτῳ, Βασιλεῖ πειθαρχήσας, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, ὡς γενναῖος ὁπλίτης· διὸ τοὺς σοὶ προσιόντας, μάκαρ περίσωζε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον. Ὤσπερ θεῖον θώρακα, ἠμφιεσμένος, τοῦ Χριστοῦ τὴν δύναμιν, ἀθλητικῶς ἀνδραγαθεῖς, καταπυρσεύων τοὺς ψάλλοντας· χαῖρε Μαρτύρων τὸ κλέος Μερκούριε.
Μεγαλυνάριον Ὤφθης νεανίας πανευπρεπής, οἷα στρατιώτης τοῦ Δεσπότου περιφανής· φύσεως γὰρ ὥρᾳ. τὴν ἄθλησιν ἀνθήσας, Μερκούριε θεόφρον, Χριστῷ δεδόξασαι.