«Μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε…» (Λουκ. 8,50)
ΣΤΟΝ
κόσμο αὐτόν, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχει στενοχώρια, θλῖψις, πόνος, βάσανα,
δάκρυα. Δὲν ὑπάρχει μάτι ἀδάκρυτο. Κλαῖνε οἱ ἄντρες, κλαῖνε οἱ γυναῖκες,
κλαῖνε τὰ παιδιά, κλαῖνε οἱ φτωχοί, κλαῖνε οἱ πλούσιοι. Μὲ κλάμα
μπαίνουμε στὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ μὲ κλάμα φεύγουμε. «Κοιλάδα κλαυθμῶνος»
τὴν ὀνομάζει ἡ ἁγία Γραφή (Ψαλμ. 83,7· βλ. Κριτ. 2,5). Κι ἂν κατέβαινε
ἄγγελος ἀπ᾽ τὸν οὐρανὸ νὰ μαζέψῃ τὰ δάκρυα ποὺ χύνονται, θὰ ἔφτειαχνε
μιὰ μεγάλη λίμνη· θὰ ἦταν ἡ λίμνη τῶν δακρύων τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ὁ κόσμος κλαίει γιὰ διάφορες αἰτίες κ᾽ ἡ γῆ ἀναστενάζει. Ἀλλ᾽ ὑπάρχει ―δόξα τῷ Θεῷ― κάποιος ποὺ στεγνώνει τὰ δάκρυα τῆς ἀνθρωπότητος. Κι αὐτὸς ὁ κάποιος, ποὺ σκουπίζει τὰ δάκρυα τῶν πονεμένων, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸν ἀκοῦμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο νὰ λέῃ· «Μὴ κλαίετε» (Λουκ. 8,52). Πῶς τὸ εἶπε αὐτὸ τὸ «Μὴ κλαίετε»;
Ὁ κόσμος κλαίει γιὰ διάφορες αἰτίες κ᾽ ἡ γῆ ἀναστενάζει. Ἀλλ᾽ ὑπάρχει ―δόξα τῷ Θεῷ― κάποιος ποὺ στεγνώνει τὰ δάκρυα τῆς ἀνθρωπότητος. Κι αὐτὸς ὁ κάποιος, ποὺ σκουπίζει τὰ δάκρυα τῶν πονεμένων, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸν ἀκοῦμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο νὰ λέῃ· «Μὴ κλαίετε» (Λουκ. 8,52). Πῶς τὸ εἶπε αὐτὸ τὸ «Μὴ κλαίετε»;
* * *
Λέει τὸ εὐαγγέλιο ―ἐλπίζω νὰ τὸ
προσέξατε―, ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν σὲ κάποια πόλι. Ἐκεῖ τὸν πλησίασε
κάποιος, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε. Μὰ τί εἶχε ὁ
ἄνθρωπος αὐτός; ἦταν φτωχὸς καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη, ἄσημος καὶ
ἤθελε βοήθεια; Ὄχι. Ἦταν πλούσιος μὲ ἀξίωμα καὶ σπίτι μέγαρο. Τί νὰ τὰ
κάνῃ ὅμως αὐτά; Θὰ προτιμοῦσε νά ᾽νε φτωχὸς καὶ ἄσημος καὶ νὰ κάθεται
σὲ μιὰ καλύβα, παρὰ τώρα ποὺ τὰ εἶχε ὅλα κι ὅμως στὴν οἰκογένειά του
ἦρθε ἡ συμφορά. Ποιά συμφορά; Τὸ μονάκριβο κοριτσάκι ποὺ εἶχε, 12
χρονῶν, λουλούδι – κρίνο τοῦ οὐρανοῦ, ἔπεσε ἄρρωστο στὸ κρεβάτι. Ἔφερε
γιατρούς, ἀγόρασε φάρμακα, ἀλλὰ τὸ κοριτσάκι ἔσβηνε ὅπως σβήνει τὸ
καντήλι, ὅπως σβήνει ἡ λαμπάδα. Μόνη ἐλπίδα τοῦ ἔμεινε ὁ Χριστός.
Πίστευε ὅτι, ἂν πάῃ σ᾽ αὐτὸν καὶ πέσῃ μπροστά του καὶ τὸν παρακαλέσῃ,
ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ καλά. Καὶ ἦρθε. Γονάτισε μπροστά του καὶ τὸν
παρακαλοῦσε. Κι ὁ Χριστὸς τὸν ἄκουσε καὶ ξεκίνησε μαζί του γιὰ τὸ σπίτι.
Καθὼς βάδιζαν, στὸ δρόμο μαζεύτηκε κόσμος πολύς. Ἦταν τόσος ὁ συνωστισμός, ποὺ μῆλο νά ᾽ρριχνες δὲν ἔπεφτε κάτω. Ὅλοι ἔσπρωχναν, κι ὁ Χριστὸς σ᾽ αὐτὴ τὴν τεράστια αὐθόρμητη διαδήλωσι δύσκολα περπατοῦσε.
Σὲ μιὰ στιγμὴ σταματᾷ, ῥίχνει μιὰ ματιὰ γύρω καὶ λέει· ―«Ποιός μὲ ἄγγιξε;» (ἔ.ἀ. 8,45). Ὁ Πέτρος λέει· ―Δάσκαλε, ἐδῶ ὅλοι σπρώχνουν, ὅλοι σ᾽ ἀγγίζουν, καὶ λὲς «ποιός μὲ ἄγγιξε;»; Μὰ ὁ Χριστὸς ἐννοοῦσε κάτι σπουδαῖο· ἐννοοῦσε, ὅτι κάποιος τὸν ἄγγιξε μὲ μεγάλη πίστι. «Κάποιος μὲ ἄγγιξε», ἐπιμένει ὁ Χριστός, «ἐγὼ αἰσθάνθηκα ὅτι βγῆκε ἀπὸ μένα δύναμι».
Τότε, καθὼς ἔγινε σιωπή, μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο παρουσιάζεται μιὰ γυναίκα. Πλησίασε τρέμοντας σὰν τὸ φύλλο. ―Κύριε, λέει, ἐγὼ εἶμαι ποὺ σὲ ἄγγιξα· ἀλλά, συχώρεσέ με, ἤμουν ἄρρωστη, ἔπασχα ἀπὸ γυναικεία ἀσθένεια, εἶχα αἱμορραγία. Στράγγισα χάνοντας τὸ αἷμα μου. Ἄρρωστη 12 χρόνια, ξώδεψα μιὰ περιουσία σὲ γιατρούς καὶ φάρμακα, μὰ δὲν πέτυχα τίποτα. Ἡ μόνη ἐλπίδα μου ἤσουν ἐσύ. Καὶ ἦρθα λέγοντας μέσα μου· «Μόνο τὸ ροῦχο του ἔστω ν᾽ ἀγγίξω, θὰ γίνω καλά» (Ματθ. 9,21. Μᾶρκ. 5,28). Ἔτσι πλησίασα· καὶ μόλις σὲ ἄγγιξα θεραπεύθηκα. Τότε ὁ Χριστὸς εἶπε· «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκ. 8,48).
Πρὶν τελειώσῃ τὰ λόγια αὐτὰ κ᾽ ἐνῷ δὲν εἶχαν ἀκόμα φτάσει στὸ σπίτι, ἔρχεται κάποιος ἀπὸ ἐκεῖ καὶ φέρνει στὸν Ἰάειρο τὸ θλιβερὸ ἄγγελμα· Τὸ κορίτσι σου πέθανε, μὴν ἐνοχλεῖς πλέον τὸν διδάσκαλο. Ὁ Χριστὸς ὅμως, ποὺ τ᾽ ἄκουσε, τοῦ λέει· «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται» (ἔ.ἀ. 8,50). Φθάνουν στὸ σπίτι, ὅπου εἶχαν μαζευτῆ καὶ ἔκλαιγαν γείτονες φίλοι καὶ συγγενεῖς. «Μὴ κλαίετε», τοὺς λέει ὁ Χριστός· «οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει», δὲν πέθανε ἀλλὰ κοιμᾶται (ἔ.ἀ. 8,52). Κοιμᾶται; Ὅταν ἄκουσαν τὸ λόγο αὐτό, ἄρχισαν νὰ κοροϊδεύουν τὸ Χριστό. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, μπῆκε μέσα μὲ τοὺς τρεῖς μαθητάς του καὶ τοὺς γονεῖς. Ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ κοριτσιοῦ καὶ εἶπε· «Σήκω ἐπάνω»! Κι ἀμέσως ἔγινε τὸ θαῦμα, τὸ μεγάλο θαῦμα· τὸ κορίτσι ἀναστήθηκε, κι ὅλοι εἶδαν καὶ θαύμασαν.
Καθὼς βάδιζαν, στὸ δρόμο μαζεύτηκε κόσμος πολύς. Ἦταν τόσος ὁ συνωστισμός, ποὺ μῆλο νά ᾽ρριχνες δὲν ἔπεφτε κάτω. Ὅλοι ἔσπρωχναν, κι ὁ Χριστὸς σ᾽ αὐτὴ τὴν τεράστια αὐθόρμητη διαδήλωσι δύσκολα περπατοῦσε.
Σὲ μιὰ στιγμὴ σταματᾷ, ῥίχνει μιὰ ματιὰ γύρω καὶ λέει· ―«Ποιός μὲ ἄγγιξε;» (ἔ.ἀ. 8,45). Ὁ Πέτρος λέει· ―Δάσκαλε, ἐδῶ ὅλοι σπρώχνουν, ὅλοι σ᾽ ἀγγίζουν, καὶ λὲς «ποιός μὲ ἄγγιξε;»; Μὰ ὁ Χριστὸς ἐννοοῦσε κάτι σπουδαῖο· ἐννοοῦσε, ὅτι κάποιος τὸν ἄγγιξε μὲ μεγάλη πίστι. «Κάποιος μὲ ἄγγιξε», ἐπιμένει ὁ Χριστός, «ἐγὼ αἰσθάνθηκα ὅτι βγῆκε ἀπὸ μένα δύναμι».
Τότε, καθὼς ἔγινε σιωπή, μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο παρουσιάζεται μιὰ γυναίκα. Πλησίασε τρέμοντας σὰν τὸ φύλλο. ―Κύριε, λέει, ἐγὼ εἶμαι ποὺ σὲ ἄγγιξα· ἀλλά, συχώρεσέ με, ἤμουν ἄρρωστη, ἔπασχα ἀπὸ γυναικεία ἀσθένεια, εἶχα αἱμορραγία. Στράγγισα χάνοντας τὸ αἷμα μου. Ἄρρωστη 12 χρόνια, ξώδεψα μιὰ περιουσία σὲ γιατρούς καὶ φάρμακα, μὰ δὲν πέτυχα τίποτα. Ἡ μόνη ἐλπίδα μου ἤσουν ἐσύ. Καὶ ἦρθα λέγοντας μέσα μου· «Μόνο τὸ ροῦχο του ἔστω ν᾽ ἀγγίξω, θὰ γίνω καλά» (Ματθ. 9,21. Μᾶρκ. 5,28). Ἔτσι πλησίασα· καὶ μόλις σὲ ἄγγιξα θεραπεύθηκα. Τότε ὁ Χριστὸς εἶπε· «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκ. 8,48).
Πρὶν τελειώσῃ τὰ λόγια αὐτὰ κ᾽ ἐνῷ δὲν εἶχαν ἀκόμα φτάσει στὸ σπίτι, ἔρχεται κάποιος ἀπὸ ἐκεῖ καὶ φέρνει στὸν Ἰάειρο τὸ θλιβερὸ ἄγγελμα· Τὸ κορίτσι σου πέθανε, μὴν ἐνοχλεῖς πλέον τὸν διδάσκαλο. Ὁ Χριστὸς ὅμως, ποὺ τ᾽ ἄκουσε, τοῦ λέει· «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται» (ἔ.ἀ. 8,50). Φθάνουν στὸ σπίτι, ὅπου εἶχαν μαζευτῆ καὶ ἔκλαιγαν γείτονες φίλοι καὶ συγγενεῖς. «Μὴ κλαίετε», τοὺς λέει ὁ Χριστός· «οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει», δὲν πέθανε ἀλλὰ κοιμᾶται (ἔ.ἀ. 8,52). Κοιμᾶται; Ὅταν ἄκουσαν τὸ λόγο αὐτό, ἄρχισαν νὰ κοροϊδεύουν τὸ Χριστό. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, μπῆκε μέσα μὲ τοὺς τρεῖς μαθητάς του καὶ τοὺς γονεῖς. Ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ κοριτσιοῦ καὶ εἶπε· «Σήκω ἐπάνω»! Κι ἀμέσως ἔγινε τὸ θαῦμα, τὸ μεγάλο θαῦμα· τὸ κορίτσι ἀναστήθηκε, κι ὅλοι εἶδαν καὶ θαύμασαν.
* * *
Στὸ εὐαγγέλιο αὐτό, ἀγαπητοί
μου, βλέπουμε ὅτι τόσο τὸ ἕνα θαῦμα ὅσο καὶ τὸ ἄλλο ὀφείλονται στὴν
πίστι. Ἡ αἱμορροοῦσα πίστευε ὅτι, καὶ μόνο ν᾽ ἀγγίξῃ τὸ ἔνδυμα τοῦ
Χριστοῦ, φτάνει. Καὶ ὁ Ἰάειρος πίστευε, ὅτι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ σώσῃ τὸ
κορίτσι του. Τὴν πίστι αὐτὴ βράβευσε ὁ Χριστός· θεράπευσε τὴ γυναῖκα
καὶ ἀνέστησε τὴν κόρη.
Ὅπως λοιπὸν πίστευαν αὐτοί, ἔτσι νὰ πιστεύουμε κ᾽ ἐμεῖς. Νά ᾽χουμε πίστι βράχο! Νὰ πιστεύουμε ὄχι 1 ἢ 2 ἢ 3%, ἀλλὰ 100%. Ὅπως εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὑπάρχει ἥλιος καὶ σελήνη καὶ ἀστέρια, ἔτσι μέσα στὴν ψυχή μας νὰ ὑπάρχῃ ἑδραία πεποίθησι καὶ βεβαιότης γιὰ τὶς οὐράνιες πνευματικὲς πραγματικότητες. Τί νὰ πιστεύουμε; Ὅ,τι διδάσκει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία.
⃝ Νὰ πιστεύουμε πρῶτα – πρῶτα, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Αὐτὸ εἶνε τὸ ἄλφα, θεμελιώδης ἀλήθεια. Μόνο ἀνόητοι, ἀρνοῦνται νὰ πιστέψουν στὸ Θεό. Ἁπλῆ λογικὴ μᾶς ὁδηγεῖ νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ὅπως ἕνα σπίτι κάποιος τὸ χτίζει, ἔτσι καὶ τὴν πελώρια αὐτὴ οἰκοδομὴ μὲ τοὺς ἀναριθμήτους ὀρόφους, μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, κάποιος τὴν ἔχτισε. «Πᾶς οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἑβρ. 3,4). Ἕνα ρολόι κάποιος τὸ φτειάχνει· δὲ φυτρώνουν τὰ ρολόγια στὰ χωράφια. Ἀλλὰ τί εἶνε ἕνα ρολόι μπροστὰ στὸ μεγάλο ρολόι ποὺ λέγεται σύμπαν, ρολόι «ζενίθ», ποὺ εἶνε κουρδισμένο μὲ τέτοια ἀκρίβεια; Ἕνα ἄγαλμα κάποιος τὸ φτειάχνει. Μὰ τί εἶνε καὶ τὸ πιὸ τέλειο ἄγαλμα μπροστὰ στὸ ζωντανὸ ἄγαλμα ποὺ λέγεται ἄνθρωπος; Ἕνα μάτι, ἕνας παλμός, κ᾽ ἕνα κύτταρό του ἀκόμα φτάνει ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἕνα αὐτοκίνητο τρέχει, καὶ κάποιος τὸ ὁδηγεῖ· δὲν ὑπάρχει αὐτοκίνητο χωρὶς ὁδηγό. Μὰ τί εἶνε ἕνα αὐτοκίνητο ἐν συγκρίσει μὲ τὰ δισεκατομμύρια αὐτοκίνητα, τὰ ἄστρα, ποὺ τρέχουν στὸν οὐρανό; Ὑπάρχει λοιπὸν Θεός, εἶνε πίστις βαθειὰ μέσα μας. Μόνο ἄνθρωποι ποὺ σάλεψαν τὰ μυαλά τους μποροῦν νά ᾽νε ἄθεοι. Ἡ Γραφὴ λέει· «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. 52,2).
⃝ Τὸ ἕνα λοιπόν, νὰ πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει Θεός. Τὸ δεύτερο, νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε τρία πρόσωπα· Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιο Πνεῦμα – Τριὰς ἁγία, σῶσε μας τοὺς ἁμαρτωλούς. Εἶνε τὸ μυστήριο τὸ μέγα καὶ ἀσύλληπτο.
⃝ Τὸ τρίτο εἶνε, νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος. Τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος κατέβηκε στὴ γῆ. Ὅπως ὁ ἀετὸς χαμηλώνει ἀπὸ τὰ ὕψη καὶ ἀγγίζει τὴ γῆ, ἔτσι ὁ Χριστὸς χαμήλωσε, ἦρθε ἐδῶ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος παίρνοντας σάρκα καὶ αἷμα ἀπὸ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Γεννήθηκε στὸ σπήλαιο, βαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη, σταυρώθηκε στὸ Γολγοθᾶ, ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, καὶ τέλος πάλι θὰ ἔρθῃ «κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς» (Σύμβ. πίστ. 7). Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Θεάνθρωπος.
⃝ Πίστευε ὅτι ὑπάρχει Θεὸς Τριαδικός, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεάνθρωπος· πίστευε ἀκόμα, ὅτι οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ψοφάει σὰν τὸ ζῷο, ἀλλὰ ζῇ αἰωνίως. Ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶνε ἡ μικρή· πέρα ἀπὸ τὸν τάφο ἀρχίζει ἡ μεγάλη, ἡ αἰώνια ζωή. Μὲ τὸ θάνατο δὲν σβήνουμε, ἀλλὰ γεννώμεθα σὲ μιὰ ἄλλη ζωή. Προσέξατε τί εἶπε ὁ Χριστός; «Δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται». Ὅπως ἕνας ποὺ κοιμᾶται ξυπνάει, ἔτσι εἶνε βέβαιο ὅτι καὶ οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε· «Ὁ ὕπνος τί εἶνε; Μικρὸς θάνατος, καὶ ὁ θάνατος μεγάλος ὕπνος» (ἡμ. ἔργ. σ. 188). Ὅσο εἶνε βέβαιο ὅτι τὸ παιδάκι ποὺ κοιμᾶται θὰ ξυπνήσῃ, τόσο βέβαιο εἶνε ὅτι ὅταν σαλπίσῃ ἡ σάλπιγξ τοῦ ἀρχαγγέλου οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν (βλ. Ἰωάν. 5,25. Α΄ Κορ. 15,29. Α΄ Θεσ. 4,14). Γι᾽ αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ στὸν Πόντο, στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴ Μακεδονία πάνω στοὺς τάφους δὲν ἔγραφαν «Ἀπέθανε» ἀλλὰ «Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ».
Ὅπως λοιπὸν πίστευαν αὐτοί, ἔτσι νὰ πιστεύουμε κ᾽ ἐμεῖς. Νά ᾽χουμε πίστι βράχο! Νὰ πιστεύουμε ὄχι 1 ἢ 2 ἢ 3%, ἀλλὰ 100%. Ὅπως εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὑπάρχει ἥλιος καὶ σελήνη καὶ ἀστέρια, ἔτσι μέσα στὴν ψυχή μας νὰ ὑπάρχῃ ἑδραία πεποίθησι καὶ βεβαιότης γιὰ τὶς οὐράνιες πνευματικὲς πραγματικότητες. Τί νὰ πιστεύουμε; Ὅ,τι διδάσκει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία.
⃝ Νὰ πιστεύουμε πρῶτα – πρῶτα, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Αὐτὸ εἶνε τὸ ἄλφα, θεμελιώδης ἀλήθεια. Μόνο ἀνόητοι, ἀρνοῦνται νὰ πιστέψουν στὸ Θεό. Ἁπλῆ λογικὴ μᾶς ὁδηγεῖ νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ὅπως ἕνα σπίτι κάποιος τὸ χτίζει, ἔτσι καὶ τὴν πελώρια αὐτὴ οἰκοδομὴ μὲ τοὺς ἀναριθμήτους ὀρόφους, μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, κάποιος τὴν ἔχτισε. «Πᾶς οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἑβρ. 3,4). Ἕνα ρολόι κάποιος τὸ φτειάχνει· δὲ φυτρώνουν τὰ ρολόγια στὰ χωράφια. Ἀλλὰ τί εἶνε ἕνα ρολόι μπροστὰ στὸ μεγάλο ρολόι ποὺ λέγεται σύμπαν, ρολόι «ζενίθ», ποὺ εἶνε κουρδισμένο μὲ τέτοια ἀκρίβεια; Ἕνα ἄγαλμα κάποιος τὸ φτειάχνει. Μὰ τί εἶνε καὶ τὸ πιὸ τέλειο ἄγαλμα μπροστὰ στὸ ζωντανὸ ἄγαλμα ποὺ λέγεται ἄνθρωπος; Ἕνα μάτι, ἕνας παλμός, κ᾽ ἕνα κύτταρό του ἀκόμα φτάνει ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἕνα αὐτοκίνητο τρέχει, καὶ κάποιος τὸ ὁδηγεῖ· δὲν ὑπάρχει αὐτοκίνητο χωρὶς ὁδηγό. Μὰ τί εἶνε ἕνα αὐτοκίνητο ἐν συγκρίσει μὲ τὰ δισεκατομμύρια αὐτοκίνητα, τὰ ἄστρα, ποὺ τρέχουν στὸν οὐρανό; Ὑπάρχει λοιπὸν Θεός, εἶνε πίστις βαθειὰ μέσα μας. Μόνο ἄνθρωποι ποὺ σάλεψαν τὰ μυαλά τους μποροῦν νά ᾽νε ἄθεοι. Ἡ Γραφὴ λέει· «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. 52,2).
⃝ Τὸ ἕνα λοιπόν, νὰ πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει Θεός. Τὸ δεύτερο, νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε τρία πρόσωπα· Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιο Πνεῦμα – Τριὰς ἁγία, σῶσε μας τοὺς ἁμαρτωλούς. Εἶνε τὸ μυστήριο τὸ μέγα καὶ ἀσύλληπτο.
⃝ Τὸ τρίτο εἶνε, νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος. Τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος κατέβηκε στὴ γῆ. Ὅπως ὁ ἀετὸς χαμηλώνει ἀπὸ τὰ ὕψη καὶ ἀγγίζει τὴ γῆ, ἔτσι ὁ Χριστὸς χαμήλωσε, ἦρθε ἐδῶ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος παίρνοντας σάρκα καὶ αἷμα ἀπὸ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Γεννήθηκε στὸ σπήλαιο, βαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη, σταυρώθηκε στὸ Γολγοθᾶ, ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, καὶ τέλος πάλι θὰ ἔρθῃ «κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς» (Σύμβ. πίστ. 7). Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Θεάνθρωπος.
⃝ Πίστευε ὅτι ὑπάρχει Θεὸς Τριαδικός, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεάνθρωπος· πίστευε ἀκόμα, ὅτι οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ψοφάει σὰν τὸ ζῷο, ἀλλὰ ζῇ αἰωνίως. Ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶνε ἡ μικρή· πέρα ἀπὸ τὸν τάφο ἀρχίζει ἡ μεγάλη, ἡ αἰώνια ζωή. Μὲ τὸ θάνατο δὲν σβήνουμε, ἀλλὰ γεννώμεθα σὲ μιὰ ἄλλη ζωή. Προσέξατε τί εἶπε ὁ Χριστός; «Δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται». Ὅπως ἕνας ποὺ κοιμᾶται ξυπνάει, ἔτσι εἶνε βέβαιο ὅτι καὶ οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε· «Ὁ ὕπνος τί εἶνε; Μικρὸς θάνατος, καὶ ὁ θάνατος μεγάλος ὕπνος» (ἡμ. ἔργ. σ. 188). Ὅσο εἶνε βέβαιο ὅτι τὸ παιδάκι ποὺ κοιμᾶται θὰ ξυπνήσῃ, τόσο βέβαιο εἶνε ὅτι ὅταν σαλπίσῃ ἡ σάλπιγξ τοῦ ἀρχαγγέλου οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν (βλ. Ἰωάν. 5,25. Α΄ Κορ. 15,29. Α΄ Θεσ. 4,14). Γι᾽ αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ στὸν Πόντο, στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴ Μακεδονία πάνω στοὺς τάφους δὲν ἔγραφαν «Ἀπέθανε» ἀλλὰ «Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ».
* * *
Ὅσο ἀξίζει, ἀγαπητοί μου, ἕνα
δράμι ἀπὸ τὴν πίστι ἐκείνη τῶν προγόνων μας, δὲν ἀξίζει ὁ κόσμος ὅλος.
Ἔχουμε τὴν πίστι αὐτή; Δὲν τὴν ἔχουμε. Οὔτε παπᾶδες καὶ δεσποτάδες.
Ζοῦμε σὲ ἐποχὴ ἀπιστίας καὶ ἀθεΐας. Γι᾽ αὐτὸ σὰν τὸν Ἰάειρο ἂς
γονατίσουμε μπροστὰ στὸ Χριστὸ κι ἂς τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς δώσῃ
πίστι· τίποτε ἄλλο. Δός μας πίστι, Κύριε! (πρβλ. Λουκ. 17,5). Ἡ πίστι
εἶνε τὸ φῶς ποὺ φωτίζει καὶ θερμαίνει. Ἡ πίστι παρηγορεῖ, ἐνισχύει,
κάνει θαύματα. Τὸ κυριώτερο, ἡ πίστις μᾶς ἑνώνει μὲ τὸ Χριστό· κι ὅταν
εἴμαστε ἕνα μὲ τὸ Χριστό, ἔχουμε τὰ πάντα.
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἐλεήσῃ, ὥστε νὰ κλείσουμε τὰ μάτια στὸ μάταιο τοῦτο κόσμο πιστεύοντας σ᾽ αὐτὸν καὶ λέγοντας μαζὶ μὲ τὸ λῃστή· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (ἔ.ἀ. 23,42).
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἐλεήσῃ, ὥστε νὰ κλείσουμε τὰ μάτια στὸ μάταιο τοῦτο κόσμο πιστεύοντας σ᾽ αὐτὸν καὶ λέγοντας μαζὶ μὲ τὸ λῃστή· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (ἔ.ἀ. 23,42).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Ἁγίας Τριάδος Πτολεμαΐδος 29-10-1978)