Κυριακὴ ΣΤ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 8,26-39)
Κι ὁ Χριστός; Ὤ ἡ φιλανθρωπία του! Τὸ δαχτυλάκι του μόνο νὰ κουνοῦσε, μποροῦσε νὰ τοὺς κάνῃ κάρβουνο. Μποροῦσε τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ στείλῃ ἄγγελο νὰ τοὺς πατάξῃ. Μποροῦσε νὰ πῇ στὰ ἄστρα νὰ πέσουν στὰ κεφάλια τῶν ἀχαρίστων. Δὲν τοὺς τιμωρεῖ· «ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν» (Λουκ. 8,37).
Τὸν ἔδιωξαν! Γιατί ὅμως; Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Ἔξω ἀπ᾽ τὸ χωριὸ ἦταν ἕνας ἄνθρωπος δυστυχισμένος. Ἄρρωστος; Χίλιες φορὲς νὰ ἦταν ἄρρωστος. Εἶχε κάτι χειρότερο ἀπὸ ἀρρώστια· ἦταν δαιμονισμένος.
―Δαιμονισμένος; Ἄκου τώρα στὴν ἐποχὴ τῆς ἐπιστήμης νὰ μιλάῃ γιὰ δαιμονισμένους…
Καὶ ὅμως ὑπάρχουν. Κ᾽ ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ μὴν ὑπάρχουν, ἀλλ᾽ ὑπάρχουν. Ὅποιος ἀμφιβάλλει, ἂς πάῃ στὴν Κεφαλονιά, ποὺ εἶνε ὁ ἅγιος Γεράσιμος, κ᾽ ἐκεῖ θὰ δῇ δαιμονισμένους, ποὺ βρίζουν καὶ βλαστημοῦν, μὰ μόλις πλησιάσῃ ὁ σταυρὸς τοῦ ἁγίου Γερασίμου, τὰ δαιμόνια φωνάζουν «Μᾶς ἔκαψες!», καὶ βγαίνουν.
Δαιμονισμένος λοιπὸν ἦταν κι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ἐκεῖ ἔξω ἀπ᾽ τὰ Γάδαρα. Ἐκεῖ καθόταν. Ἢ μᾶλλον δὲν καθόταν οὔτε στιγμή. Γύριζε δεξιὰ – ἀριστερά. Ἔσκιζε τὰ ροῦχα του καὶ περιπλανιόταν γυμνός. Δὲν κατοικοῦσε σὲ σπίτι, τὴ νύχτα δὲν κοιμόταν σὲ κρεβάτι· πήγαινε στὰ νεκροταφεῖα, σὰν βρυκόλακας, κ᾽ ἔμενε μέσ᾽ στὰ μνήματα. Ἔπεφτε κάτω, σπαρταροῦσε κ᾽ ἔβγαζε ἀφρούς. Τὸν ἔπιαναν, τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες, καὶ ἔσπαζε τὶς ἁλυσίδες σὰν κλωστές. Εἶχε μία τρομακτικὴ δύναμι, ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος ὅλης τῆς περιφερείας· κανείς δὲν τολμοῦσε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο.
Τώρα ὅμως ποὺ πλησίασε ὁ Χριστὸς ἄρχισε νὰ τρέμῃ. Ἔτρεμε αὐτός, ποὺ τρομοκρατοῦσε τὸν κόσμον ὅλο. Ὅπως τὰ φύλλα σείονται ἀπ᾽ τὸ σφοδρὸ ἄνεμο, ἔτσι καὶ ὁ δαιμονιζόμενος μόλις ἀντίκρυσε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ αὐτὸς εἶνε ὁ ἰσχυρότερος ὅλων.
Ὁ Χριστὸς διέταξε τὰ δαιμόνια, ποὺ ἦταν φωλιασμένα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, νὰ φύγουν. Καὶ ἔφυγαν. Ἀλλὰ προτοῦ νὰ φύγουν, παρακάλεσαν νὰ τοὺς ἐπιτρέψῃ νὰ πᾶνε κάπου ἀλλοῦ. Ποῦ; Παντοῦ πάει τὸ δαιμόνιο· σὲ ἐρημιές, σὲ δάση, σὲ ποτάμια, σὲ θάλασσες, σὲ δέντρα, σὲ σπηλιές, σὲ σπίτια. Πάει καὶ σὲ ζῷα ἀκόμα. Τὰ δαιμόνια λοιπὸν παρακάλεσαν, ἂν φύγουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο αὐτόν, νὰ τοὺς ἐπιτρέψῃ νὰ πᾶνε σὲ ἕνα κοπάδι ἀπὸ χοίρους ποὺ ἔβοσκαν ἐκεῖ κοντά. Καὶ ὁ Χριστὸς ἐπέτρεψε. Καὶ μόλις τὰ δαιμόνια μπῆκαν στοὺς χοίρους, τὰ γουρούνια, ποὺ ὣς τότε ἔβοσκαν ἥσυχα, ἀγρίεψαν, ἄρχισαν νὰ γρυλίζουν, νὰ ὠρύωνται καὶ νὰ τρέχουν. Πῆγαν στὴν ἄκρη ἑνὸς βράχου, κι ἀπὸ ᾽κεῖ ἔπεσαν μέσα στὰ νερὰ τῆς λίμνης καὶ πνίγηκαν ὅλα.
―Μὰ γιατί νὰ γίνῃ αὐτό; ποιός ὁ λόγος;
Ἦταν μιὰ τιμωρία. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ὅτι στὴν παλαιὰ διαθήκη ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως δὲν ἐπέτρεπε στοὺς ἰουδαίους τὸ χοιρινὸ κρέας. Ἡ ἀπαγόρευσι αὐτὴ στὴν καινὴ διαθήκη καταργήθηκε· γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς δὲν ἰσχύει. Ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ ὅμως πῆρε τὴ διάταξι αὐτὴ ὁ Μωάμεθ, τὴν πέρασε στὸ Κοράνιο καὶ τὴν τηροῦν καὶ οἱ μουσουλμᾶνοι. Μέχρι σήμερα Ἑβραῖος ἢ Τοῦρκος χοιρινὸ δὲν τρώει. Θεωροῦν τὸ χοῖρο ἀκάθαρτο ζῷο. Γι᾽ αὐτὸ δὲν τρέφουν γουρούνια. Νηστεύουν ἀπὸ χοιρινὸ κρέας. Αὐτοὶ τηροῦν τὶς νηστεῖες τους· ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν τηροῦμε τὶς νηστεῖες μας, γίναμε χειρότεροι ἀπὸ Ἑβραίους καὶ Τούρκους.
Τότε λοιπόν, ἐνῷ ἡ ἐντολὴ ἔλεγε νὰ μὴ βόσκουν χοίρους, οἱ Γαδαρηνοὶ ἔβοσκαν. Ἦταν λαίμαργοι, καὶ ἔτρωγαν. Ἦταν καὶ φιλάργυροι καὶ πλεονέκτες, καὶ ἔβγαζαν χρήματα ἀπ᾽ τὸ ἐμπόριο αὐτὸ. Γι᾽ αὐτὸ ἡ καταστροφὴ τῆς περιουσίας αὐτῆς ἦταν τιμωρία.
Δίνουν καὶ σ᾽ ἐμᾶς ἕνα δίδαγμα. Περιουσία, ποὺ ἀποκτᾶται μὲ μέσα διαβολικά, θὰ ἐξανεμισθῇ. Μὲ τὸ Εὐαγγέλιο λεφτὰ δὲν κάνεις· μὲ τὸ διάβολο γίνεσαι ἑκατομμυριοῦχος. Ἀλλὰ «τὰ διαβολομαζώματα γίνονται ἀνεμοσκορπίσματα», ὅπως λέει ἡ παροιμία. Προτιμότερο νὰ τρῶς ξερὸ τὸ ψωμί σου μὲ τὸ Χριστό, παρὰ νὰ τρῶς τὰ καλύτερα φαγητὰ μὲ τὸ διάβολο.
Τιμωρήθηκαν λοιπὸν ἐκεῖνοι. Γι᾽ αὐτὸ τοῦ εἶπαν ὅλοι, Φῦγε. Καὶ ὁ Χριστὸς ἔφυγε ἀπὸ τὸ μέρος τους. Ἕνας μόνο, ὁ θεραπευθείς, ἤθελε νὰ μένῃ κοντά του. Ἀπὸ τόσο κόσμο ποὺ εἶχε τὸ χωριό, αὐτὸς μόνο σώθηκε, αὐτὸς ἦταν ὁ ἐκλεκτός. Φτάνει ἕνας, δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστὸς ἀπὸ πολλούς. Ὅσο ἀξίζει ἕνα διαμάντι, δὲν ἀξίζουν ἑκατομμύρια χαλίκια. Προτιμότερος ἕνας ποὺ πιστεύει, παρὰ ἑκατομμύρια ἀπίστων, φαύλων καὶ διεφθαρμένων.
Ὁ ἕνας αὐτός, ποὺ θεράπευσε ὁ Χριστός, ἦρθε καὶ κάθησε κοντά του σὰν ἀρνάκι. Τὸν βρῆκαν «ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα» (ἔ.ἀ. 8,35). Ὁ λύκος ἔγινε ἀρνί. Ἔχει τὴ δύναμι ὁ Χριστὸς καὶ τὸν πιὸ ἄγριο νὰ τὸν ἐξημερώνῃ.
Συγχρονοι Γαδαρηνοι
«Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾽ αὐτῶν…» (Λουκ. 8,37)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Θὰ προσπαθήσω νὰ μιλήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια, ὥστε νὰ μὲ καταλάβουν ὅλοι.
* * *
Στὰ
χρόνια τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε στὴ Γαλιλαία ἕνα μεγάλο χωριὸ κοντὰ στὴ
λίμνη, ποὺ λεγόταν Γάδαρα καὶ οἱ κάτοικοι Γαδαρηνοί. Ἐκεῖ λοιπὸν πῆγε –
ποιός; Ἐκεῖνος ποὺ εἶνε παραπάνω ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τοὺς
βασιλιᾶδες καὶ τοὺς αὐτοκράτορες· ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Τί ἔπρεπε νὰ κάνουν οἱ κάτοικοι; τί θὰ περιμέναμε; Ν᾽ ἀφήσουν τὶς
δουλειές τους ὅλοι, νὰ βγοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, νὰ κόψουν λουλούδια καὶ
νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν. Τὸ ἔκαναν; Τίποτα. Δὲν ἦταν εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσουν
τὴ μεγάλη τιμὴ ποὺ τοὺς ἔκανε. Ἔκαναν μόνο τὸ ἀντίθετο· τοῦ εἶπαν· Φῦγε,
φῦγε!Κι ὁ Χριστός; Ὤ ἡ φιλανθρωπία του! Τὸ δαχτυλάκι του μόνο νὰ κουνοῦσε, μποροῦσε νὰ τοὺς κάνῃ κάρβουνο. Μποροῦσε τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ στείλῃ ἄγγελο νὰ τοὺς πατάξῃ. Μποροῦσε νὰ πῇ στὰ ἄστρα νὰ πέσουν στὰ κεφάλια τῶν ἀχαρίστων. Δὲν τοὺς τιμωρεῖ· «ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν» (Λουκ. 8,37).
Τὸν ἔδιωξαν! Γιατί ὅμως; Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Ἔξω ἀπ᾽ τὸ χωριὸ ἦταν ἕνας ἄνθρωπος δυστυχισμένος. Ἄρρωστος; Χίλιες φορὲς νὰ ἦταν ἄρρωστος. Εἶχε κάτι χειρότερο ἀπὸ ἀρρώστια· ἦταν δαιμονισμένος.
―Δαιμονισμένος; Ἄκου τώρα στὴν ἐποχὴ τῆς ἐπιστήμης νὰ μιλάῃ γιὰ δαιμονισμένους…
Καὶ ὅμως ὑπάρχουν. Κ᾽ ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ μὴν ὑπάρχουν, ἀλλ᾽ ὑπάρχουν. Ὅποιος ἀμφιβάλλει, ἂς πάῃ στὴν Κεφαλονιά, ποὺ εἶνε ὁ ἅγιος Γεράσιμος, κ᾽ ἐκεῖ θὰ δῇ δαιμονισμένους, ποὺ βρίζουν καὶ βλαστημοῦν, μὰ μόλις πλησιάσῃ ὁ σταυρὸς τοῦ ἁγίου Γερασίμου, τὰ δαιμόνια φωνάζουν «Μᾶς ἔκαψες!», καὶ βγαίνουν.
Δαιμονισμένος λοιπὸν ἦταν κι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ἐκεῖ ἔξω ἀπ᾽ τὰ Γάδαρα. Ἐκεῖ καθόταν. Ἢ μᾶλλον δὲν καθόταν οὔτε στιγμή. Γύριζε δεξιὰ – ἀριστερά. Ἔσκιζε τὰ ροῦχα του καὶ περιπλανιόταν γυμνός. Δὲν κατοικοῦσε σὲ σπίτι, τὴ νύχτα δὲν κοιμόταν σὲ κρεβάτι· πήγαινε στὰ νεκροταφεῖα, σὰν βρυκόλακας, κ᾽ ἔμενε μέσ᾽ στὰ μνήματα. Ἔπεφτε κάτω, σπαρταροῦσε κ᾽ ἔβγαζε ἀφρούς. Τὸν ἔπιαναν, τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες, καὶ ἔσπαζε τὶς ἁλυσίδες σὰν κλωστές. Εἶχε μία τρομακτικὴ δύναμι, ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος ὅλης τῆς περιφερείας· κανείς δὲν τολμοῦσε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο.
Τώρα ὅμως ποὺ πλησίασε ὁ Χριστὸς ἄρχισε νὰ τρέμῃ. Ἔτρεμε αὐτός, ποὺ τρομοκρατοῦσε τὸν κόσμον ὅλο. Ὅπως τὰ φύλλα σείονται ἀπ᾽ τὸ σφοδρὸ ἄνεμο, ἔτσι καὶ ὁ δαιμονιζόμενος μόλις ἀντίκρυσε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ αὐτὸς εἶνε ὁ ἰσχυρότερος ὅλων.
Ὁ Χριστὸς διέταξε τὰ δαιμόνια, ποὺ ἦταν φωλιασμένα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, νὰ φύγουν. Καὶ ἔφυγαν. Ἀλλὰ προτοῦ νὰ φύγουν, παρακάλεσαν νὰ τοὺς ἐπιτρέψῃ νὰ πᾶνε κάπου ἀλλοῦ. Ποῦ; Παντοῦ πάει τὸ δαιμόνιο· σὲ ἐρημιές, σὲ δάση, σὲ ποτάμια, σὲ θάλασσες, σὲ δέντρα, σὲ σπηλιές, σὲ σπίτια. Πάει καὶ σὲ ζῷα ἀκόμα. Τὰ δαιμόνια λοιπὸν παρακάλεσαν, ἂν φύγουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο αὐτόν, νὰ τοὺς ἐπιτρέψῃ νὰ πᾶνε σὲ ἕνα κοπάδι ἀπὸ χοίρους ποὺ ἔβοσκαν ἐκεῖ κοντά. Καὶ ὁ Χριστὸς ἐπέτρεψε. Καὶ μόλις τὰ δαιμόνια μπῆκαν στοὺς χοίρους, τὰ γουρούνια, ποὺ ὣς τότε ἔβοσκαν ἥσυχα, ἀγρίεψαν, ἄρχισαν νὰ γρυλίζουν, νὰ ὠρύωνται καὶ νὰ τρέχουν. Πῆγαν στὴν ἄκρη ἑνὸς βράχου, κι ἀπὸ ᾽κεῖ ἔπεσαν μέσα στὰ νερὰ τῆς λίμνης καὶ πνίγηκαν ὅλα.
―Μὰ γιατί νὰ γίνῃ αὐτό; ποιός ὁ λόγος;
Ἦταν μιὰ τιμωρία. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ὅτι στὴν παλαιὰ διαθήκη ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως δὲν ἐπέτρεπε στοὺς ἰουδαίους τὸ χοιρινὸ κρέας. Ἡ ἀπαγόρευσι αὐτὴ στὴν καινὴ διαθήκη καταργήθηκε· γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς δὲν ἰσχύει. Ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ ὅμως πῆρε τὴ διάταξι αὐτὴ ὁ Μωάμεθ, τὴν πέρασε στὸ Κοράνιο καὶ τὴν τηροῦν καὶ οἱ μουσουλμᾶνοι. Μέχρι σήμερα Ἑβραῖος ἢ Τοῦρκος χοιρινὸ δὲν τρώει. Θεωροῦν τὸ χοῖρο ἀκάθαρτο ζῷο. Γι᾽ αὐτὸ δὲν τρέφουν γουρούνια. Νηστεύουν ἀπὸ χοιρινὸ κρέας. Αὐτοὶ τηροῦν τὶς νηστεῖες τους· ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν τηροῦμε τὶς νηστεῖες μας, γίναμε χειρότεροι ἀπὸ Ἑβραίους καὶ Τούρκους.
Τότε λοιπόν, ἐνῷ ἡ ἐντολὴ ἔλεγε νὰ μὴ βόσκουν χοίρους, οἱ Γαδαρηνοὶ ἔβοσκαν. Ἦταν λαίμαργοι, καὶ ἔτρωγαν. Ἦταν καὶ φιλάργυροι καὶ πλεονέκτες, καὶ ἔβγαζαν χρήματα ἀπ᾽ τὸ ἐμπόριο αὐτὸ. Γι᾽ αὐτὸ ἡ καταστροφὴ τῆς περιουσίας αὐτῆς ἦταν τιμωρία.
Δίνουν καὶ σ᾽ ἐμᾶς ἕνα δίδαγμα. Περιουσία, ποὺ ἀποκτᾶται μὲ μέσα διαβολικά, θὰ ἐξανεμισθῇ. Μὲ τὸ Εὐαγγέλιο λεφτὰ δὲν κάνεις· μὲ τὸ διάβολο γίνεσαι ἑκατομμυριοῦχος. Ἀλλὰ «τὰ διαβολομαζώματα γίνονται ἀνεμοσκορπίσματα», ὅπως λέει ἡ παροιμία. Προτιμότερο νὰ τρῶς ξερὸ τὸ ψωμί σου μὲ τὸ Χριστό, παρὰ νὰ τρῶς τὰ καλύτερα φαγητὰ μὲ τὸ διάβολο.
Τιμωρήθηκαν λοιπὸν ἐκεῖνοι. Γι᾽ αὐτὸ τοῦ εἶπαν ὅλοι, Φῦγε. Καὶ ὁ Χριστὸς ἔφυγε ἀπὸ τὸ μέρος τους. Ἕνας μόνο, ὁ θεραπευθείς, ἤθελε νὰ μένῃ κοντά του. Ἀπὸ τόσο κόσμο ποὺ εἶχε τὸ χωριό, αὐτὸς μόνο σώθηκε, αὐτὸς ἦταν ὁ ἐκλεκτός. Φτάνει ἕνας, δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστὸς ἀπὸ πολλούς. Ὅσο ἀξίζει ἕνα διαμάντι, δὲν ἀξίζουν ἑκατομμύρια χαλίκια. Προτιμότερος ἕνας ποὺ πιστεύει, παρὰ ἑκατομμύρια ἀπίστων, φαύλων καὶ διεφθαρμένων.
Ὁ ἕνας αὐτός, ποὺ θεράπευσε ὁ Χριστός, ἦρθε καὶ κάθησε κοντά του σὰν ἀρνάκι. Τὸν βρῆκαν «ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα» (ἔ.ἀ. 8,35). Ὁ λύκος ἔγινε ἀρνί. Ἔχει τὴ δύναμι ὁ Χριστὸς καὶ τὸν πιὸ ἄγριο νὰ τὸν ἐξημερώνῃ.
* * *
Ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε τὸ θαῦμα
αὐτό, ἀγαπητοί μου, πέρασαν σχεδὸν δύο χιλιάδες χρόνια. Ἐν τούτοις
μέχρι σήμερα μέσα ἀπὸ δαιμονικὰ στόματα, μέσα ἀπὸ ἀντίχριστα λαρύγγια,
ἐξακολουθεῖ νὰ ἀκούγεται πρὸς τὸ Χριστὸ ἡ ἴδια ἐκείνη φωνὴ τῶν
Γαδαρηνῶν· Φῦγε, φῦγε!…
Ὑπάρχουν σπίτια ποὺ πέταξαν καὶ ἔκαψαν τὶς εἰκόνες, ἔσβησαν τὰ καντήλια· δὲν ἐκκλησιάζονται, μένουν ἀλειτούργητοι· σταυρὸ δὲν κάνουν, βλαστημᾶνε τὸ Θεό, δὲν ἔχουν ἰδέα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶνε σπίτια ἀπίστων καὶ ἀθέων. Διώχνουν τὸ Χριστό. Σὰν τοὺς Γαδαρηνούς, τοῦ λένε· Φῦγε, δὲν σὲ θέλουμε.
Ὑπάρχουν ἀθεϊστικὰ καθεστῶτα τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ μὲ τὴ νομοθεσία καὶ τὴ διοίκησί τους περιορίζουν, ἀπωθοῦν στὸ περιθώριο, ἐξοβελίζουν ἢ καὶ διώκουν ἀπροκαλύπτως τὴν Ἐκκλησία. Παπᾶς ἐκεῖ δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθῇ, τὸ ῥάσο ἀπαγορεύεται. Ἐκκλησίες παλαιὲς γκρεμίζονται, καινούργιες δὲ χτίζονται, μνημεῖα κατεδαφίζονται, τοιχογραφίες καταστρέφονται, μοναστήρια δὲ λειτουργοῦν, ὅλα εἶνε κλειστά. Ἀκόμα καὶ στὰ νεκροταφεῖα ξερριζώνουν τοὺς σταυροὺς ἀπὸ τοὺς τάφους καὶ ἀλλάζουν τὰ χριστιανικὰ ὀνόματα, νὰ μὴν ἀκούγωνται πλέον. Μὲ ὅλα αὐτὰ λένε· Φῦγε, Χριστέ, δὲν σὲ θέλουμε.
Ὑπάρχουν καὶ χριστιανικὰ λεγόμενα κράτη τῆς Δύσεως, ποὺ καλλιεργοῦν ἄθρησκη παιδεία· καταργοῦν τὴν προσευχὴ στὰ σχολεῖα, ἀπαγορεύουν τὴν ἐπίσκεψι ἱερέως γιὰ ἐξομολόγησι τῶν μαθητῶν, ἀδυνατίζουν καὶ ἀλλοιώνουν τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Κλονίζουν τὶς βάσεις τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας, ἐξαχρειώνουν τὴ δημόσια ζωή. Παρὰ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ συντάγματος, στὴν πρᾶξι λένε· Φῦγε, Χριστέ, δὲν σὲ θέλουμε.
Μὲ ὅλα αὐτὰ ἀσφαλῶς ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει νὰ ζημιωθῇ· δὲ μποροῦν νὰ τὸν βλάψουν. Κάποτε στὴ Θεσσαλονίκη εἶδα ἕναν ταλαίπωρο νὰ τρέχῃ, νὰ σκαρφαλώνῃ σ᾽ ἕνα τηλεγραφόξυλο, κι ἀπὸ ᾽κεῖ νὰ φτύνῃ. Ἦρθαν πυροσβέστες. ―Τί κάνεις; τοῦ λένε. ―Θὰ σβήσω τὸν ἥλιο… Τρελλὸς ὅποιος νομίζει πὼς μπορεῖ νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο, τρελλὸς καὶ ὅποιος τὰ βάζει μὲ τὸ Χριστό, «τὸν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης» (ἀπολυτ. Χριστουγ.)· θὰ γίνῃ στάχτη.
Δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστὸς ἀπὸ μᾶς· ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη ἐκεῖνον, ὅπως ἔχουμε ἀνάγκη τὸν ἥλιο. Καὶ ἂν ἐμεῖς τὸν ἐγκαταλείψουμε καὶ τὸν διώξουμε, ἄλλοι τὸν δέχονται. Αὐτὴ τὴν ὥρα στὴν Ἀφρικὴ τὸν πιστεύουν καὶ τὸν καλοῦν. Καὶ στὴ ῾Ρωσία, στὴ Μόσχα καὶ τὸ Στάλινγκραντ, ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ κλαῖνε στὶς ἐκκλησίες ὅταν περνοῦνε τὰ ἅγια.
Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ στὴν ἀγάπη σας. Εὔχομαι τὰ φτωχὰ τοῦτα λόγια, ποὺ τὰ λέω ἀπὸ πίστι, ν᾽ ἀγγίξουν τὶς καρδιές σας. Σὰν τὸ δαιμονισμένο ποὺ θεραπεύτηκε, νὰ μείνουμε κ᾽ ἐμεῖς κοντὰ στὸ Χριστὸ γιὰ πάντα· κι ὅταν φτάσῃ ἡ τελευταία μας στιγμή, νὰ ποῦμε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Ὑπάρχουν σπίτια ποὺ πέταξαν καὶ ἔκαψαν τὶς εἰκόνες, ἔσβησαν τὰ καντήλια· δὲν ἐκκλησιάζονται, μένουν ἀλειτούργητοι· σταυρὸ δὲν κάνουν, βλαστημᾶνε τὸ Θεό, δὲν ἔχουν ἰδέα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶνε σπίτια ἀπίστων καὶ ἀθέων. Διώχνουν τὸ Χριστό. Σὰν τοὺς Γαδαρηνούς, τοῦ λένε· Φῦγε, δὲν σὲ θέλουμε.
Ὑπάρχουν ἀθεϊστικὰ καθεστῶτα τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ μὲ τὴ νομοθεσία καὶ τὴ διοίκησί τους περιορίζουν, ἀπωθοῦν στὸ περιθώριο, ἐξοβελίζουν ἢ καὶ διώκουν ἀπροκαλύπτως τὴν Ἐκκλησία. Παπᾶς ἐκεῖ δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθῇ, τὸ ῥάσο ἀπαγορεύεται. Ἐκκλησίες παλαιὲς γκρεμίζονται, καινούργιες δὲ χτίζονται, μνημεῖα κατεδαφίζονται, τοιχογραφίες καταστρέφονται, μοναστήρια δὲ λειτουργοῦν, ὅλα εἶνε κλειστά. Ἀκόμα καὶ στὰ νεκροταφεῖα ξερριζώνουν τοὺς σταυροὺς ἀπὸ τοὺς τάφους καὶ ἀλλάζουν τὰ χριστιανικὰ ὀνόματα, νὰ μὴν ἀκούγωνται πλέον. Μὲ ὅλα αὐτὰ λένε· Φῦγε, Χριστέ, δὲν σὲ θέλουμε.
Ὑπάρχουν καὶ χριστιανικὰ λεγόμενα κράτη τῆς Δύσεως, ποὺ καλλιεργοῦν ἄθρησκη παιδεία· καταργοῦν τὴν προσευχὴ στὰ σχολεῖα, ἀπαγορεύουν τὴν ἐπίσκεψι ἱερέως γιὰ ἐξομολόγησι τῶν μαθητῶν, ἀδυνατίζουν καὶ ἀλλοιώνουν τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Κλονίζουν τὶς βάσεις τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας, ἐξαχρειώνουν τὴ δημόσια ζωή. Παρὰ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ συντάγματος, στὴν πρᾶξι λένε· Φῦγε, Χριστέ, δὲν σὲ θέλουμε.
Μὲ ὅλα αὐτὰ ἀσφαλῶς ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει νὰ ζημιωθῇ· δὲ μποροῦν νὰ τὸν βλάψουν. Κάποτε στὴ Θεσσαλονίκη εἶδα ἕναν ταλαίπωρο νὰ τρέχῃ, νὰ σκαρφαλώνῃ σ᾽ ἕνα τηλεγραφόξυλο, κι ἀπὸ ᾽κεῖ νὰ φτύνῃ. Ἦρθαν πυροσβέστες. ―Τί κάνεις; τοῦ λένε. ―Θὰ σβήσω τὸν ἥλιο… Τρελλὸς ὅποιος νομίζει πὼς μπορεῖ νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο, τρελλὸς καὶ ὅποιος τὰ βάζει μὲ τὸ Χριστό, «τὸν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης» (ἀπολυτ. Χριστουγ.)· θὰ γίνῃ στάχτη.
Δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστὸς ἀπὸ μᾶς· ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη ἐκεῖνον, ὅπως ἔχουμε ἀνάγκη τὸν ἥλιο. Καὶ ἂν ἐμεῖς τὸν ἐγκαταλείψουμε καὶ τὸν διώξουμε, ἄλλοι τὸν δέχονται. Αὐτὴ τὴν ὥρα στὴν Ἀφρικὴ τὸν πιστεύουν καὶ τὸν καλοῦν. Καὶ στὴ ῾Ρωσία, στὴ Μόσχα καὶ τὸ Στάλινγκραντ, ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ κλαῖνε στὶς ἐκκλησίες ὅταν περνοῦνε τὰ ἅγια.
Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ στὴν ἀγάπη σας. Εὔχομαι τὰ φτωχὰ τοῦτα λόγια, ποὺ τὰ λέω ἀπὸ πίστι, ν᾽ ἀγγίξουν τὶς καρδιές σας. Σὰν τὸ δαιμονισμένο ποὺ θεραπεύτηκε, νὰ μείνουμε κ᾽ ἐμεῖς κοντὰ στὸ Χριστὸ γιὰ πάντα· κι ὅταν φτάσῃ ἡ τελευταία μας στιγμή, νὰ ποῦμε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Γεωργίου Ξινοῦ Νεροῦ – Φλωρίνης 20-10-1985)