Σελίδες

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Σύχρονοι Γαδαρηνοί, Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 23.10.2011

Κυριακὴ ΣΤ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 8,26-39)

Συγχρονοι Γαδαρηνοι

«Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾽ αὐτῶν…» (Λουκ. 8,37)

Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Θὰ προσπαθήσω νὰ μιλήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια, ὥστε νὰ μὲ καταλάβουν ὅλοι.

* * *

Στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ ὑ­πῆρ­χε στὴ Γαλιλαία ἕνα μεγάλο χωριὸ κοντὰ στὴ λίμνη, ποὺ λεγόταν Γάδαρα καὶ οἱ κάτοικοι Γαδαρηνοί. Ἐκεῖ λοιπὸν πῆγε – ποιός; Ἐκεῖνος ποὺ εἶνε παραπάνω ἀπ᾽ ὅ­λους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τοὺς βασιλιᾶ­δες καὶ τοὺς αὐτοκράτορες· ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Τί ἔπρεπε νὰ κάνουν οἱ κάτοικοι; τί θὰ περιμέναμε; Ν᾽ ἀφήσουν τὶς δουλειές τους ὅλοι, νὰ βγοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, νὰ κόψουν λουλούδια καὶ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν. Τὸ ἔκαναν; Τίποτα. Δὲν ἦ­ταν εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσουν τὴ μεγάλη τιμὴ ποὺ τοὺς ἔκανε. Ἔκαναν μόνο τὸ ἀντίθετο· τοῦ εἶπαν· Φῦγε, φῦγε!
Κι ὁ Χριστός; Ὤ ἡ φιλανθρωπία του! Τὸ δαχτυλάκι του μόνο νὰ κουνοῦσε, μποροῦσε νὰ τοὺς κάνῃ κάρβουνο. Μποροῦ­σε τὴν ὥρα ἐκεί­νη νὰ στείλῃ ἄγγελο νὰ τοὺς πατάξῃ. Μποροῦσε νὰ πῇ στὰ ἄστρα νὰ πέσουν στὰ κεφά­λια τῶν ἀχαρίστων. Δὲν τοὺς τιμωρεῖ· «ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν» (Λουκ. 8,37).
Τὸν ἔδιωξαν! Γιατί ὅμως; Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Ἔξω ἀπ᾽ τὸ χωριὸ ἦταν ἕνας ἄν­θρωπος δυστυχισμένος. Ἄρρωστος; Χίλιες φορὲς νὰ ἦταν ἄρρωστος. Εἶχε κάτι χειρότερο ἀπὸ ἀρρώστια· ἦταν δαιμονισμένος.
―Δαιμονισμένος; Ἄκου τώρα στὴν ἐποχὴ τῆς ἐπιστήμης νὰ μιλάῃ γιὰ δαιμονισμένους…
Καὶ ὅμως ὑπάρχουν. Κ᾽ ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ μὴν ὑπάρχουν, ἀλλ᾽ ὑπάρχουν. Ὅποιος ἀμφιβάλλει, ἂς πάῃ στὴν Κεφαλονιά, ποὺ εἶνε ὁ ἅ­γιος Γεράσιμος, κ᾽ ἐκεῖ θὰ δῇ δαιμονισμένους, ποὺ βρίζουν καὶ βλαστημοῦν, μὰ μόλις πλη­­σι­ά­σῃ ὁ σταυρὸς τοῦ ἁγίου Γερασίμου, τὰ δαι­μόνια φωνάζουν «Μᾶς ἔκαψες!», καὶ βγαίνουν.
π. Αυγ......ιστΔαιμονισμένος λοιπὸν ἦταν κι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ἐκεῖ ἔξω ἀ­π᾽ τὰ Γά­δαρα. Ἐκεῖ καθόταν. Ἢ μᾶλλον δὲν καθόταν οὔτε στιγμή. Γύριζε δεξιὰ – ἀριστερά. Ἔ­σκι­ζε τὰ ροῦχα του καὶ περιπλανιόταν γυμνός. Δὲν κατοικοῦσε σὲ σπίτι, τὴ νύχτα δὲν κοιμό­ταν σὲ κρεβάτι· πήγαινε στὰ νεκροταφεῖα, σὰν βρυκόλακας, κ᾽ ἔμενε μέσ᾽ στὰ μνήματα. Ἔ­πε­φτε κάτω, σπαρταροῦσε κ᾽ ἔβγαζε ἀφρούς. Τὸν ἔπιαναν, τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες, καὶ ἔ­σπαζε τὶς ἁλυσίδες σὰν κλωστές. Εἶχε μία τρο­μακτικὴ δύναμι, ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος ὅλης τῆς περιφερείας· κανείς δὲν τολμοῦσε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο.
Τώρα ὅμως ποὺ πλησίασε ὁ Χριστὸς ἄρχι­σε νὰ τρέμῃ. Ἔτρεμε αὐτός, ποὺ τρομοκρατοῦ­σε τὸν κόσμον ὅλο. Ὅπως τὰ φύλλα σείονται ἀπ᾽ τὸ σφοδρὸ ἄνεμο, ἔτσι καὶ ὁ δαιμο­νιζό­με­­νος μόλις ἀντίκρυσε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ αὐτὸς εἶνε ὁ ἰσχυρότερος ὅλων.
Ὁ Χριστὸς διέταξε τὰ δαιμόνια, ποὺ ἦταν φωλιασμένα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, νὰ φύγουν. Καὶ ἔφυγαν. Ἀλλὰ προτοῦ νὰ φύγουν, παρακάλεσαν νὰ τοὺς ἐπιτρέψῃ νὰ πᾶνε κάπου ἀλλοῦ. Ποῦ; Παντοῦ πάει τὸ δαιμόνιο· σὲ ἐρημιές, σὲ δάση, σὲ ποτάμια, σὲ θάλασσες, σὲ δέντρα, σὲ σπηλιές, σὲ σπίτια. Πάει καὶ σὲ ζῷα ἀκόμα. Τὰ δαιμόνια λοιπὸν παρακάλεσαν, ἂν φύγουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο αὐτόν, νὰ τοὺς ἐ­πιτρέψῃ νὰ πᾶνε σὲ ἕνα κοπάδι ἀπὸ χοίρους ποὺ ἔβοσκαν ἐκεῖ κοντά. Καὶ ὁ Χριστὸς ἐπέτρεψε. Καὶ μόλις τὰ δαιμόνια μπῆκαν στοὺς χοίρους, τὰ γουρούνια, ποὺ ὣς τότε ἔ­βοσκαν ἥσυχα, ἀγρίεψαν, ἄρχισαν νὰ γρυλίζουν, νὰ ὠρύωνται καὶ νὰ τρέχουν. Πῆγαν στὴν ἄκρη ἑνὸς βράχου, κι ἀπὸ ᾽κεῖ ἔπεσαν μέσα στὰ νερὰ τῆς λίμνης καὶ πνίγηκαν ὅλα.
―Μὰ γιατί νὰ γίνῃ αὐτό; ποιός ὁ λόγος;
Ἦταν μιὰ τιμωρία. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ὅ­­τι στὴν παλαιὰ διαθήκη ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέ­ως δὲν ἐπέτρεπε στοὺς ἰ­ουδαίους τὸ χοιρινὸ κρέας. Ἡ ἀπαγόρευσι αὐτὴ στὴν καινὴ διαθήκη καταργήθηκε· γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς δὲν ἰσχύει. Ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ ὅμως πῆρε τὴ διάταξι αὐτὴ ὁ Μωάμεθ, τὴν πέρασε στὸ Κοράνιο καὶ τὴν τηροῦν καὶ οἱ μουσουλμᾶνοι. Μέχρι σήμε­ρα Ἑβραῖ­ος ἢ Τοῦρκος χοιρινὸ δὲν τρώει. Θεωροῦν τὸ χοῖρο ἀκάθαρτο ζῷο. Γι᾽ αὐτὸ δὲν τρέφουν γουρούνια. Νηστεύουν ἀπὸ χοιρινὸ κρέας. Αὐτοὶ τηροῦν τὶς νηστεῖες τους· ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν τηροῦμε τὶς νηστεῖες μας, γίναμε χειρότεροι ἀπὸ Ἑβραίους καὶ Τούρκους.
Τότε λοιπόν, ἐνῷ ἡ ἐντολὴ ἔλεγε νὰ μὴ βόσκουν χοίρους, οἱ Γαδαρηνοὶ ἔβοσκαν. Ἦταν λαίμαργοι, καὶ ἔτρωγαν. Ἦταν καὶ φιλάργυροι καὶ πλεονέκτες, καὶ ἔβγαζαν χρήματα ἀπ᾽ τὸ ἐμ­πόριο αὐτὸ. Γι᾽ αὐτὸ ἡ καταστροφὴ τῆς περιουσίας αὐτῆς ἦταν τιμωρία.
Δίνουν καὶ σ᾽ ἐμᾶς ἕνα δίδαγμα. Περιουσία, ποὺ ἀποκτᾶται μὲ μέσα διαβολικά, θὰ ἐξανεμισθῇ. Μὲ τὸ Εὐαγγέλιο λεφτὰ δὲν κάνεις· μὲ τὸ διάβολο γίνεσαι ἑκατομμυριοῦχος. Ἀλλὰ «τὰ διαβολομαζώματα γίνονται ἀνεμοσκορπίσματα», ὅπως λέει ἡ παροιμία. Προτιμότερο νὰ τρῶς ξερὸ τὸ ψωμί σου μὲ τὸ Χριστό, παρὰ νὰ τρῶς τὰ καλύτερα φαγητὰ μὲ τὸ διάβολο.
Τιμωρήθηκαν λοιπὸν ἐκεῖνοι. Γι᾽ αὐτὸ τοῦ εἶ­παν ὅλοι, Φῦγε. Καὶ ὁ Χριστὸς ἔφυγε ἀπὸ τὸ μέρος τους. Ἕνας μόνο, ὁ θεραπευθείς, ἤθελε νὰ μένῃ κοντά του. Ἀπὸ τόσο κόσμο ποὺ εἶ­χε τὸ χωριό, αὐτὸς μόνο σώθηκε, αὐτὸς ἦ­ταν ὁ ἐκλεκτός. Φτάνει ἕνας, δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστὸς ἀπὸ πολλούς. Ὅσο ἀξίζει ἕνα διαμάν­τι, δὲν ἀξίζουν ἑκατομμύρια χαλίκια. Προτιμό­τερος ἕνας ποὺ πιστεύει, παρὰ ἑ­κατομμύρια ἀπίστων, φαύλων καὶ διεφθαρμένων.
Ὁ ἕνας αὐτός, ποὺ θεράπευσε ὁ Χριστός, ἦρθε καὶ κάθησε κοντά του σὰν ἀρνάκι. Τὸν βρῆκαν «ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα» (ἔ.ἀ. 8,35). Ὁ λύκος ἔγινε ἀρνί. Ἔχει τὴ δύναμι ὁ Χριστὸς καὶ τὸν πιὸ ἄγριο νὰ τὸν ἐξημερώνῃ.

* * *

Ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε τὸ θαῦμα αὐτό, ἀγαπη­τοί μου, πέρασαν σχεδὸν δύο χιλιάδες χρόνια. Ἐν τούτοις μέχρι σήμερα μέσα ἀπὸ δαιμονικὰ στόματα, μέσα ἀπὸ ἀντίχριστα λαρύγγια, ἐξακολουθεῖ νὰ ἀκούγεται πρὸς τὸ Χριστὸ ἡ ἴδια ἐκείνη φωνὴ τῶν Γαδαρηνῶν· Φῦγε, φῦγε!…
Ὑπάρχουν σπίτια ποὺ πέταξαν καὶ ἔκαψαν τὶς εἰκόνες, ἔσβησαν τὰ καντήλια· δὲν ἐκκλησιάζονται, μένουν ἀλειτούργητοι· σταυρὸ δὲν κάνουν, βλαστημᾶνε τὸ Θεό, δὲν ἔχουν ἰδέα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶνε σπίτια ἀπίστων καὶ ἀθέων. Διώχνουν τὸ Χριστό. Σὰν τοὺς Γαδαρηνούς, τοῦ λένε· Φῦγε, δὲν σὲ θέλουμε.
Ὑπάρχουν ἀθεϊστικὰ καθεστῶτα τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ μὲ τὴ νομοθεσία καὶ τὴ διοίκη­σί τους περιορίζουν, ἀπωθοῦν στὸ περιθώριο, ἐξ­οβελίζουν ἢ καὶ διώκουν ἀπροκαλύπτως τὴν Ἐκκλησία. Παπᾶς ἐκεῖ δὲν μπορεῖ νὰ ἐρ­γασθῇ, τὸ ῥάσο ἀπαγορεύεται. Ἐκκλησίες πα­λαι­ὲς γκρεμίζονται, καινούργιες δὲ χτίζον­ται, μνη­μεῖα κατεδαφίζονται, τοιχογραφίες καταστρέ­φονται, μοναστήρια δὲ λειτουργοῦν, ὅ­λα εἶνε κλειστά. Ἀκόμα καὶ στὰ νεκροταφεῖα ξερριζώνουν τοὺς σταυροὺς ἀπὸ τοὺς τάφους καὶ ἀλλάζουν τὰ χριστιανικὰ ὀνόματα, νὰ μὴν ἀ­κούγωνται πλέον. Μὲ ὅλα αὐτὰ λένε· Φῦγε, Χριστέ, δὲν σὲ θέλουμε.
Ὑπάρχουν καὶ χριστιανικὰ λεγόμενα κράτη τῆς Δύσεως, ποὺ καλλιεργοῦν ἄθρησκη παιδεία· καταργοῦν τὴν προσευχὴ στὰ σχολεῖα, ἀπαγορεύουν τὴν ἐπίσκεψι ἱερέως γιὰ ἐξομολόγησι τῶν μαθητῶν, ἀδυνατίζουν καὶ ἀλλοιώνουν τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Κλονίζουν τὶς βάσεις τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας, ἐξαχρειώνουν τὴ δημόσια ζωή. Παρὰ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ συντάγματος, στὴν πρᾶξι λένε· Φῦγε, Χριστέ, δὲν σὲ θέλουμε.
Μὲ ὅλα αὐτὰ ἀσφαλῶς ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει νὰ ζημιω­θῇ· δὲ μποροῦν νὰ τὸν βλάψουν. Κά­ποτε στὴ Θεσσαλονίκη εἶδα ἕ­ναν ταλαίπωρο νὰ τρέχῃ, νὰ σκαρφαλώνῃ σ᾽ ἕνα τηλεγραφόξυ­λο, κι ἀπὸ ᾽κεῖ νὰ φτύνῃ. Ἦρθαν πυροσβέστες. ―Τί κάνεις; τοῦ λένε. ―Θὰ σβήσω τὸν ἥ­λιο… Τρελλὸς ὅποιος νομίζει πὼς μπορεῖ νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο, τρελλὸς καὶ ὅποιος τὰ βάζει μὲ τὸ Χριστό, «τὸν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης» (ἀπολυτ. Χριστουγ.)· θὰ γίνῃ στάχτη.
Δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστὸς ἀπὸ μᾶς· ἐμεῖς ἔ­χουμε ἀνάγκη ἐκεῖνον, ὅπως ἔχουμε ἀνάγ­κη τὸν ἥλιο. Καὶ ἂν ἐμεῖς τὸν ἐγκαταλείψουμε καὶ τὸν διώξουμε, ἄλλοι τὸν δέχονται. Αὐτὴ τὴν ὥρα στὴν Ἀφρικὴ τὸν πιστεύουν καὶ τὸν καλοῦν. Καὶ στὴ ῾Ρωσία, στὴ Μόσχα καὶ τὸ Στάλινγκραντ, ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ κλαῖ­νε στὶς ἐκκλησίες ὅταν περνοῦνε τὰ ἅγια.
Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ στὴν ἀγάπη σας. Εὔχομαι τὰ φτωχὰ τοῦτα λόγια, ποὺ τὰ λέω ἀπὸ πίστι, ν᾽ ἀγγίξουν τὶς καρδιές σας. Σὰν τὸ δαιμο­νι­σμέ­νο ποὺ θεραπεύτηκε, νὰ μείνουμε κ᾽ ἐ­μεῖς κον­τὰ στὸ Χριστὸ γιὰ πάντα· κι ὅταν φτά­σῃ ἡ τελευταία μας στιγμή, νὰ ποῦμε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Γεωργίου Ξινοῦ Νεροῦ – Φλωρίνης 20-10-1985)