«Ὤ τῆς Ἰούδα ἀθλιότητος!» (αἶν. Μ. Τετ.)
Η γῆ, ἀγαπητοί μου, ὁ μικρὸς αὐτὸς πλανήτης, ἦταν ἐποχὴ ποὺ ἦταν καθαρὴ ἀπὸ ἐγκλήματα. Τὸ πρῶτο ἔγκλημα ἔγινε ὅταν ὁ Κάϊν ἐφόνευσε τὸν ἀδελφό του Ἄβελ. Ἀπὸ τότε μολύνθηκε καὶ ἐξακολουθεῖν ὰμολύνεται. Ἀναρίθμητα τὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔχουν γίνει. Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο ἀπ᾽ ὅλα εἶνε αὐτὸ ποὺ αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες μᾶς μαζεύει στὴν ἐκκλησία, τὸ ἔγκλημα κατὰ τοῦ Θεανθρώπου.
Ἴλιγγος σὲ πιάνει ἂν σκεφθῇς ὅτι τὸ σκουλήκι τῆς γῆς, ὁ ἐλεεινὸς ἄνθρωπος, σκότωσε τὸ Δημιουργό του, τὸν Κτίστη τῶν ἁπάντων! Ἔφθασε στὸ ναδὶρ τῆς ἀθλιότητος. Καὶ ὅπως σὲ κάθε
ἔγκλημα ὑπάρχουν φυσικοὶ καὶ ἠθικοὶ αὐτουργοί, ἔτσι καὶ στὸ ἔγκλημα αὐτό. «Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν»(Ἰω. 19,37).
ἔγκλημα ὑπάρχουν φυσικοὶ καὶ ἠθικοὶ αὐτουργοί, ἔτσι καὶ στὸ ἔγκλημα αὐτό. «Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν»(Ἰω. 19,37).
Ἔνοχοι εἶνε οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ σαδδουκαῖοι, ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας, ὁ Πόντιος Πιλᾶτος καὶ ὁ ὄχλος ποὺ φώναζε «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν»(ἔ.ἀ. 19,15). Ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἔνοχος εἶνε ὁ Ἰούδας. Τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν Πιλᾶτο· Κ᾽ ἐσὺ ἔχεις εὐθύνη, ἀλλὰ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία ἔχει ἐκεῖνος ποὺ μὲ παρέδωσε σ᾽ ἐσένα (βλ. ἔ.ἀ.19,11). Γι᾽ αὐτὸ ἡ ὑμνολογία γιὰ τὸν Ἰούδα χρησιμοποιεῖ τὰ πιὸ σκληρὰ λόγια· «δοῦλος», «δόλιος», «ἐπίβουλος», «διάβολος», «προδότης»…
Ἂς δοῦμε τὴν καταγωγή του καὶ τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἔσπρωξε στὸ ἔγκλημα.
* * *
Ὁ Ἰούδας δὲν ξεφύτρωσε ἔτσι· κάποια μάνα τὸν γέννησε καὶ τὸν θήλασε, ἕνας πατέρας τὸν ἀνέθρεψε, ἕνα χωριὸ τὸν μεγάλωσε. Γεννήθηκε στὴν Ἰουδαία, στὸ χωριὸ Καριώθ(Ἰερ. 31,24), ἐξ οὗ καὶ Ἰσκαριώτης. Ἔχει σημασία ἡ καταγωγή. Ὅπως ὅταν πᾷς πάνω ἀπὸ ἕνα πηγάδι καὶ φωνάξῃς ἀκοῦς τὸν ἀντίλαλο τῆς φωνῆς σου, ἔτσι καὶ τὰ παιδιὰ εἶνε ἡ ἠχὼ τῆς κοινωνίας ποὺ τὰ διαμορφώνει. Οἱ ἄλλοι ἕνδεκα μαθηταὶ ἦταν ψαρᾶδες καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, ἀπὸ μέρη ταπεινὰ καὶ μὲ εὐγενέστερους ἀνθρώπους ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κατοικοῦσαν στὴν περιοχὴ τῆς Ἰουδαίας. Δὲν μποροῦμε πάντως νὰ ἀρνηθοῦμε ὅτι ὁ Ἰούδας, μολονότι προϊὸν μιᾶς κακῆς κοινωνίας, εἶχε και καλὲς διαθέσεις. Δὲνὑπάρχει ἐγκληματίας ποὺ δὲν ἔχει καὶ κάποια καλὴ διάθεσι· ὅπως δὲν ὑπάρχει καὶ ἅγιος χωρὶς κάποιο ἐλάττωμα. Ἕνας εἶνε ὁ τέλειος καὶ ἀναμάρτητος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅλα τὰ ἀνθρώπινα τὰ σκιάζει ἡ ἀτέλεια καὶ ἡ ἁμαρτία.
Ὁ Χριστὸς τίμησε τὸν Ἰούδα ὅπως καὶ τοὺς ἄλλους μαθητάς. Δὲν ἔκανε διακρίσεις ὅπωςκάνουν κάποιοι γονεῖς στὰ παιδιά τους. Δὲν τὸν στέρησε ἀπὸ τίποτα, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία (βλ. κάθ. ὄρθρ. Μ. Παρ. πρὸ τοῦ Γ΄ εὐαγγ. «Ποῖός σε τρόπος, Ἰούδα…»). Δὲν τὸν χώρισε ἀπὸ τὸν ὅμιλο τῶν ἀποστόλων. Τοῦ ἔδωσε, ὅπως καὶ σ᾽ ἐκείνους, τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύῃ ἀσθένειες καὶ τὴν ἐξουσία νὰ βγάζῃ δαιμόνια. Τὸν ἔστειλε, ὅπως κ᾽ ἐκείνους, στὸ κήρυγμα καὶ τὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς. Ὅταν στὴν ἔρημο εὐλόγησε τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ χόρτασε ὁ κόσμος καὶ περίσσεψαν δώδεκα κοφίνια μὲ κλάσματα, ἔδωσε καὶ σ᾽ αὐτὸν ἕνα κοφίνι. Κι ὅταν τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης πῆρε νιπτῆρα - λεκάνη κ᾽ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, ἔπλυνε καὶ τὰπόδια τοῦ Ἰούδα, ἂν καὶ γνώριζε ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγη ὥρα θὰ πάῃ νὰ τὸν προδώσῃ.
Κι ὅταν κάθησε στὸ τραπέζι καὶ εἶχε ὑπ᾽ ὄψι τὸ σκοπό του, δὲν τὸν προσέβαλε· ἐνῷ μποροῦσε νὰ τοῦ πῇ, Προδότη, ἀχάριστε κ.λ., ἔδειξε ἀνεξικακία καὶ πραότητα. Εἶπε μόνο «Κάποιος ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ προδώσῃ» (Ματθ. 26,21). Κ᾽ ἐνῷ ὅλοι ἀνησύχησαν, κι ὁ Πέτρος κι ὁ Ἰωάννης καὶ οἱ ἄλλοι, ἕνας μόνο ἔμεινε ἀσυγκίνητος, ὁ Ἰούδας. Τι κι ἂν Χριστὸς μὲ ἀγάπη τοῦ προσέφερε «τὸ ψωμίον» βουτηγμένο στὸ «τρύβλιον»(ἔ.ἀ. 26,23. Μᾶρκ. 14,20. Ἰω. 13,26-27); ἐκεῖνος ἔμεινε ἀναίσθητος. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἔφυγε ἀπὸ τὸ δεῖπνο.
Ὅταν ὁ Ἰούδας ἔφυγε ἀπὸ τὸ μυστικὸ δεῖπνο καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ ὑπερῷο εἶχε νυχτώσει· σκοτάδι ἔξω, ἀλλὰ καὶ σκοτάδι μέσα του. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη πλέον «μπῆκε ὁ διάβολος στὴν καρδιά του»(Ἰω. 13, 30,2,27). Μετὰ ἀπὸ λίγη ὥρα ἐπανέρχεται γιὰ νὰ ἐκτελέσῃ τὸν ἀνόσιο σκοπό του. Ξέρει καλὰ τὸ μέρος ποὺ συνηθίζει ὁ Χριστὸς νὰ πηγαίνῃ γιὰ προσευχή. Μέσ᾽ στῆς νύχτας τὰ σκοτάδια βαδίζει τώρα καὶ σὲ λίγο φθάνει στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, ὄχι ὅμως μόνος. Ἔρχεται ὡς ὁδηγὸς ὁλόκληρης σπείρας, ἐπὶκεφαλῆς ὄχλου καὶ στρατιωτῶν, σταλμένων ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβυτέρους καὶ γραμματεῖς μὲ φανοὺς καὶ λαμπάδες. Κρατοῦν μαχαίρια καὶ ῥόπαλα, γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν Ἄοπλο. Κι ὅταν πλησίασε τὸ Χριστό, τοῦ ἔδωσε φίλημα – αὐτὸ ἦταν τὸ συμφωνημένο σῆμα, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ τοὺς ὑποδείκνυε ποιός εἶνε ὁ καταζητούμενος, ὥστε νὰ τὸν συλλάβουν μὲ ἀσφάλεια. Καὶ ὁ Χριστὸς τί κάνει; Δὲν τοῦ λέει καμμιά ὑβριστικὴ λέξι. Τοῦ εἶπε μόνο· «Φίλε, μὲ φίλημα προδίδεις τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;»(Ματθ. 26,50. Λουκ. 22,48). Τέτοια εἶνε πάντοτε τὰ φιλήματα τῆς προδοσίας, φιλήματα ὑποκριτικά. Μὲ τὸ φίλημα ποὺ ἔδωσε ὁ Ἰούδας στὸ Χριστὸ μοιάζουν τὰ φιλήματα ποὺ δίνουν π.χ.οἱ ἄπιστες γυναῖκες στοὺς συζύγους τους ἀλλὰ καὶ οἱ ἄπιστοι ἄντρες στὶς συζύγους τους. Ἄχ αὐτὰ τὰ φιλήματα! Τί τραβᾶνε οἱ σύζυγοι στὸν αἰῶνα αὐτὸ τῆς διαφθορᾶς! Ἐνῷ ὁ ἄντρας ἱδρώνει στὸ χωράφι ἢ κουράζεται στὸ κατάστημα ἢ ζαλίζεται στὴν ὑπηρεσία του, ἡ γυναίκα του βρίσκει εὐκαιρία καὶ ὀργιάζει μὲ κάποιον ἄλλο· κ᾽ ὅταν ὁ σύζυγος ἐπιστρέφῃ ἀπ᾽τὴ δουλειά του κουρασμένος, αὐτὴ τοῦ δίνει ἀπατηλὰ φιλήματα καὶ τὸν καθησυχάζει. Αὐτὰ εἶνε τὰ φιλήματα τῆς ἀπίστου γυναικός· ὅπως, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὑπάρχουν καὶ τὰ φιλήματα τοῦ ἀπίστου ἀνδρὸς πού, ἐνῷ ἀπατᾷ τὴ γυναῖκα του μὲ τὴ μιὰ καὶ μὲ τὴν ἄλλη, ὅταν γυρίζει στὸ σπίτι ἀσπάζεται τὴ σύζυγό του καὶ τῆς λέει πὼς τὴν ἀγαπᾷ, γιὰ νὰ τὴν ἀποκοιμίζῃ. Φιλήματα Ἰούδα εἶν᾽ αὐτά. Πόσο ἀξιολύπητη εἶνε ἡ γυναίκα ὅταν ὁ ἄντρας της τῆς δίνῃ τέτοια ἀπατηλὰ φιλήματα, καὶ πόσο ἀξιολύπητος ὁ ἄντρας ὅταν δέχεται τέτοια φιλήματα ἀπὸ τὴ μοιχαλίδα σύζυγό του! Οἱ πιστοὶ αὐτοὶ σύζυγοι ζοῦν ἕνα μαρτύριο, κάτι τὸ ἀφάνταστο, ποὺ μόνο ὅταν κανεὶς ἐγκύπτει στὴν σκηνὴ τοῦ φιλήματος τοῦ Ἰούδα στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ μπορεῖ νὰ τὸ συλλάβῃ. Προτιμότερο νὰ σὲ δαγκώνῃ φίδι παρὰ νὰ σὲ ἀσπάζεται ἀπατηλὰ σύζυγος ποὺ ἔχει ἀθετήσει τὶς ἱερὲς ὑποσχέσεις τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου καί, ἐνῷ ὑποκρίνεται ὅτι σὲ ἀγαπᾷ, στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς ἔχει ἐγκαταστήσῃ κάποιο ἄλλο πρόσωπο(πρβλ. Σ. Σειρ. 21,2).Μὲ φίλημα λοιπὸν ὁ Ἰούδας προδίδει τὸν Κύριο. Καὶ ὅμως ὁ Χριστὸς καὶ πάλι μὲ ὅλη του τὴν ἀγαθότητα τοῦ ἀπαντᾷ· «Φίλε, μὲ φίλημα προδίδεις τὸν διδάσκαλό σου;». Ἀπ᾽ὅλα αὐτὰ φαίνεται ὅτι ὁ Ἰούδας δὲν εἶχε κανένα σε νὰ ἔχῃ. Ὁ Χριστὸς τὸν ἀγάπησε σὰν τὴ μάνα του καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα του, τὸν ἀγάπησε σὰν πατέρας· τὸν εἶχε παιδί του ἀγαπημένο, ὅπως ὅλους τοὺς μαθητάς, καὶ ποτέ δὲν τὸν παραγκώνισε. Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἐνοχὴ τοῦ Ἰούδα εἶνε μεγάλη.
* * *
Γεννᾶται λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἡ ἀπορία· γιατί πρόδωσε ὁ Ἰούδας τὸν Κύριο; Πολλὲς ἑρμηνεῖες θὰ μπορούσαμε ν᾽ ἀναφέρουμε, ἀλλὰ δὲν πρόκειται ἐδῶ νὰ κάνουμε διάλεξι. Ὅσοι μελέτη σαν τὸ δύσκολο πρόβλημα τοῦ Ἰούδα, εἶπαν ὅτι ἡ ψυχή του εἶνε ἄβυσσος. Ἐὰν γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶνε δύσκολο ἢ καὶ ἀδύνατον νὰ καταδυθοῦμε στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του, πολὺ περισσότερο δύσκολο εἶνε νὰ εἰσέλθουμε στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ Ἰούδα. Σύμφωνα πάντως μὲ τὴν πατερικὴ ἑρμηνεία καὶ τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας ἡ κυρία αἰτία τῆς προδοσίας εἶνε μία, ἐκείνη ποὺ ἐπισημαίνουν οἱ εὐαγγελισταί· εἶνε ἡ φιλαργυρία, ἡ ἀγάπη στὸ χρῆμα. Μέσ᾽ στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰούδα ὑπῆρχε ἕνα ἀγκάθι. Ὅπως σ᾽ἕνα περιβόλι φυτρώνουν ἀγκάθια, καὶ ἂν δὲν τὰ καθαρίσῃ ὁ κηπουρός, μπορεῖ αὐτὰ νὰ ἐξαπλωθοῦν καὶ νὰ γεμίσουν τὸ ἔδαφος, ἔτσι καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰούδα ἔμεινε αὐτὸ τὸ ἀγκάθι.
Δὲν ὑπάρχει πιὸ φαρμακερὸ πάθος ἀπὸ τὴ φιλαργυρία. «Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Τιμ. 6,10). Αὐτὴ ἡ κακὴ ῥίζα φύτρωσε μέσα του καὶ ἡ ψυχὴ του ἔγινε ὄχι κάκτος ἀλλὰ ἀκανθὼν ὁλόκληρος. Ἔτσι ἡ φιλαργυρία τὸν ὡδήγησε μέχρι τὸ ἀπίστευτο σημεῖο νὰ πουλήσῃ τὸ Διδάσκαλό του γιὰ τριάντα ἀργύρια, ποσὸ ἐξευτελιστικό, ὅσο δηλαδὴ πουλοῦσαν τότε ἕνα δοῦλο στὰ ἀνθρωποπάζαρα. Ὁ Ἰούδας δὲν δικαιολογεῖται. Κι ἂν ἀκόμα γίνονταν χρυσᾶ τὰ ἀστέρια καὶ ἡ γῆ μὲ ὅλα τὰ βουνά της καὶ τοῦ τὰ προσέφεραν γιὰ νὰ προδώσῃ, καὶ πάλι δὲν ἔπρεπε νὰ πωλήσῃ «τὸν ἀτίμητον» (αἶν. Μ. Τετ.), ἐκεῖνον ποὺ ἡ ἀξία του δὲνμπορεῖ νὰ ὑπολογισθῇ, εἶνε ἀνυπέρβλητη. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε
στὸν ἱ. ν. Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 17-4-1968 τὸ βράδυ μὲ ἄλλο τίτλο.