Περίπυστοι (ονομαστές) και άγνωστες “Φανερωμένες” εικόνες της Παναγίας.(Β)
Η Ι.Μ. Αρέθα (ή “Τα Ρέθα” για τους ντόπιους) είναι το ιερότερο προσκύνημα της ευρύτερης περιοχής του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας με τεράστια ιστορική και πνευματική προσφορά.Εκεί υπάρχει η εικόνα της Παναγίας της Αρεθιώτισσας (“Η Κυρία του Βάλτου”) θεωρείται θαυματουργή και αποτελεί την πιο δυνατή έλξη για τους πολυάριθμους προσκυνητές και επισκέπτες της Μονής.
Σύμφωνα με την καταγραφή του Σωφρονίου Παπακυριακού ,ο θρύλος αναφέρει τα εξής: «..Ποιμήν τις εις το εκεί δάσος έβλεπε φώς και ερευνήσας εύρε την εικόνα της Θεοτόκου.Όθεν αποφασίσθη η ίδρυσις της Μονής.Χρήμα όμως προς ανέγερσιν ταύτης δεν υπήρχεν.Και τούτο διά θαύματος εξευρέθη.Η Παράδοσις λέγει ,ότι τρείς ημίονοι φορτωμένοι με χρυσόν εξαπελύθησαν υπό αγνώστου ευσεβούς.Κ μία τούτων μετέβη και έστη εις τόπον όπου ιδρύθη η μονή του Αρέθα,η δεύτερη εις τον Άγιον Θωμά Εμπεσού Αιτ/νίας και η Τρίτη εις το Δρυμονάριον της Φλωριάδος (Αιτ/νίας) και ούτως κατά τους αυτούς χρόνους ιδρύθησαν καθι αι ενλόγω τρείς Μοναί.
Στον σημερινό κάμπο του Λεσινίου υπήρχε μια μεγάλη λίμνη η Κυνία που ονομάστηκε έτσι από έναν λόφο που έμοιαζε με δόντι τον Κύνιο και εισχωρούσε στα νερά της. Δυτικά του λόφου υπήρχε ένα νησάκι συνολικής έκτασης 600 στρεμμάτων και με υψόμετρο 50 μέτρων όπου στην αρχαιότητα φέρεται ότι ήταν ο προμαχώνας των Οινιάδων, ήταν οχυρωμένο και γνωστό ως Νάσος που στην Δωρική γλωσσά σημαίνει Νήσος. Σ’ αυτό το νησάκι εύρισκαν καταφύγιο κάθε είδους κατατρεγμένοι την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Μια ομάδα κατατρεγμένων Λεσινιωτών από τον Τούρκο έπαρχο της περιοχής που έδρευε τότε στη Γούρια, το καλοκαίρι του 1553, ενώ είχαν γείρει να κοιμηθούν κάτω από μια αγριελιά, αντίκρισαν στον ορίζοντα ένα παράξενο φωτεινό σύννεφο που τους πλησίαζε. Ήταν βράδυ 22 Αυγούστου ξημερώνοντας 23 και το σύννεφο ήρθε και στάθηκε στην κορυφή της αγριελιάς. Οι σαστισμένοι χωρικοί πανικόβλητοι κοιτάζουν στην κορυφή του δένδρου και μένουν άφωνοι από την θεια όψη της θεομήτορος που κρατούσε στην αγκαλιά της το θειο βρέφος!!!
Όλο το βράδυ ξαγρύπνησαν σταυροκοπούμενοι και προσευχόμενοι. Το ξημέρωμα αντικρίζουν την εικόνα της Παναγίας στα φύλλα της αγριελιάς.
Από κείνη τη βραδιά η αγρυπνία γίνεται κάθε χρόνο στον χώρο που εμφανίστηκε η Παναγία όπου σήμερα υπάρχει περίβλεπτος Ιερά Μονή και το βράδυ της 22ης Αυγούστου γίνεται θρησκευτική πανήγυρις. Με το που βρίσκουν την εικόνα της Θεοτόκου οι χριστιανοί χωρικοί τη μεταφέρουν στην εκκλησία του χωριού τους “Εισόδια της Θεοτόκου” που εκείνη την εποχή ήταν μετόχι του Πανάγιου Τάφου και σώζεται έως σήμερα ως βυζαντινό μνημείο απείρου κάλους. Μάταια όμως διότι με το ξημέρωμα η εικόνα εμφανιζόταν στο νησάκι που είχε διαλέξει ως κατοικία της. Οι κάτοικοι του χωριού έφτιαξαν στην αρχή ένα εικονοστάσι και γύρω στο 1595 στις 11 Οκτώβρη έχτισαν στη θέση της αγριελιάς την πρώτη εκκλησία.
Το μοναστήρι του Βουλκάνο κατέχει την πρώτη θέση ανάμεσα στα μυθικά και ιστορικά ιερά μνημεία της Μεσσηνίας. Κτίστηκε το 726 μ.Χ.. Η επιλογή της τοποθεσίας αποδίδεται σε μοναχούς που κατέφυγαν για να γλυτώσουν από τους εικονομάχους. Το μοναστήρι έχει κτιστεί επάνω στον αρχαίο ναό του “Ιθωμάτα Διός” και κτίστηκε με υλικά του αρχαίου ναού. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην νοτιοανατολική γωνία του ναού, υπάρχει εντοιχισμένη η βάση που ετοποθετείτο ο τρίποδας της Πυθίας. Η βάση της Αγίας Τράπεζας είναι η βάση του αγάλματος του Ιθωμάτα Διός, που υπήρχε από τα αρχαία χρόνια. Το μοναστήρι είναι επισκέψιμο και ακολουθεί κανείς το δρόμο από Ιθώμη για το Μαυρομάτι.
Η εικόνα της Θεοτόκου που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα και είναι θαυματουργή, βρέθηκε μέσα στην κουφάλα μιας βελανιδιάς κατά τους χρόνους της εικονομαχίας. Φέρει την επιγραφή ” Η ΟΔΗΓΗΤΡΑ ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΗ ΕΝ ΤΩ ΟΡΕΙ ΒΟΥΛΚΑΝΩ” και λέγεται ότι την έφτιαξε ο Απόστολος Λουκάς. Το 1638 το Καθολικό της Μονής ιστορήθηκε με τοιχογραφίες των Ναυπλιωτών ΑΔΕΛΦΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ και ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΣΧΟΥ ονομαστών αγιογράφων.
Η προφορική παράδοση αναφέρει πως το παλιό Μοναστήρι που ασκήτευε ο όσιος Αγάθωνας έπαθε καθίζηση και η εικόνα της Παναγίας εξαφανίσθηκε, για να βρεθεί σε φωτόλουστη σπηλιά και εκεί, κοντά στη σημερινή του θέση, να κτίσει ο όσιος το μοναστήρι περί τον 14ο με 15ο αιώνα. Η Μονή μετά την κοίμηση του κτίτορος ονομάστηκε από τούς μοναχούς μονή του Αγάθωνος.
Το Μοναστήρι της Παναγίας της Αμπελακιώτισσας (ή μονή Κοζίτσης) βρίσκεται πάνω από το ομώνυμο χωριό, περίπου 27 χλμ. από την Ελατού. Το μοναστήρι είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η ιστορική και θρησκευτική αξία της μονής είναι τέτοια που την αποκαλούν «κιβωτό της Ναυπακτίας».
Ιδρύθηκε το 1455 όταν, όπως θέλει η παράδοση, ένας βοσκός από το χωριό βρήκε μια εικόνα της Θεοτόκου κάτω από ένα δέντρο που σώζεται ακόμα και σήμερα. Η εικόνα αυτή λέγετε ότι προερχόταν από το χωριό Αμπελάκια Θεσσαλίας το οποίο λεηλάτησαν οι Οθωμανοί μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Την εικόνα την πέταξαν στον Πηνειό οι Τούρκοι, όταν κατέλαβαν το χωριό. Με θαυματουργό τρόπο η εικόνα βρέθηκε κρεμασμένη στα κλαδιά της βελανιδιάς που βρίσκεται πίσω από το ιερό, στις 15 Αυγούστου του 1455. Τότε χτίστηκε και το πρώτο μοναστήρι, ενώ είκοσι χρόνια μετά (το 1475) στο πλαίσιο ενός εράνου αποκτήθηκε η λάρνακα με το δεξί χέρι του Αγίου Πολυκάρπου, Επισκόπου Σμύρνης.
Κατά τα χρόνια της επανάστασης το Μοναστήρι υπήρξε κρησφύγετο οπλαρχηγών, και καταφύγιο για τα γυναικόπαιδα μετά την πτώση του Μεσολογγίου.
Κατά τα τελευταία χρόνια η Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, θέλησε να αποκαλύψει σε κάποιον για μια Αγία εικόνα Της που τη ζωγράφισε ο Απόστολος Λουκάς. Βρισκόταν ήδη μέσα στη γη, δίπλα σ’ ένα χωράφι έξω από το χωριό Αρμένιο της Λαρίσης (τέως Γκερλί) και κοντά στον τόπο όπου υπάρχει ο σημερινός ιερός Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ζωοδόχου Πηγής. Από το χωριό αυτό καταγόταν ο Ιωάννης Αγριτζόμπανος, βοσκός, άνθρωπος απλός, αγαθός και ταπεινός που αξιώθηκε απ’ όλους τους κατοίκους της περιοχής του τη χάρη της Θεοτόκου. Φανερώθηκε σ’ αυτόν πολλές φορές και του έδειξε που ακριβώς να ψάξει για να βρει τον Σταυρό και κουδουνάκια από θυμιατό, επίσης και σε άλλο μέρος θα έβρισκε πλάκα πέτρινη και κάτω απ’ αυτήν κατασκευασμένο πηγάδι με ξύλινο κουβά. Όλα τα προηγούμενα του παρήγγειλε η Θεοτόκος να τα φανερώσει στους συγχωριανούς του για να κάνουν ανασκαφή. Την επομένη μέρα ο Ιωάννης αφηγήθηκε στους κατοίκους όλα τα παραπάνω και αυτοί συγκεντρώθηκαν δια κωδωνοκρουσίας για να μεταβούν για ανασκαφές. Αφού έλαβαν οι κάτοικοι τα απαιτούμενα σκαπτικά εργαλεία για την ανασκαφή, προχωρούσαν με κατάνυξη στον τόπο που έπρεπε να σκάψουν, ψάλλοντας και δοξολογώντας την Παναγία. Όταν έφθασαν οι κάτοικοι στον προαναφερθέντα τόπο άρχισαν αμέσως την ανασκαφή, στο μέρος που τους έδειξε ο Ιωάννης Αγριτζόμπανος. Και πράγματι όσα προείπε η Θεοτόκος βρέθηκαν, δηλαδή, τα κουδουνάκια, το μανουάλι Σταυρός, και κάτω από μία πλάκα έτοιμο πηγάδι με ξύλινο κουβά, τα οποία υπάρχουν μέχρι και σήμερα, χωρίς όμως να συνεχίσουν την ανασκαφή για την ανεύρεση της εικόνας της Θεοτόκου. Από τις ανασκαφές στον τόπο που σήμερα βρίσκεται ο ιερός ναός Ζωοδόχου Πηγής, παρουσιάζετε τακτικά το Άγιο φώς. Τότε παρουσιαζόταν κάθε απόγευμα για τρία χρόνια περίπου και το έβλεπαν όλοι οι κάτοικοι, μικροί και μεγάλοι, μα σήμερα , μόνο λίγοι το βλέπουν.
Δαπάνη των κατοίκων κτίστηκε το έτος 1886 εκεί όπου φανερώθηκε στον ύπνο του η Παναγία και του έδειξε που ακριβός ήταν ο τόπος της λατρείας τους, νέα εκκλησία της όπου ευλαβείς προσκυνητές από πολλά μέρη της Θεσσαλίας προσέρχονται, τελούν λειτουργίες και προπάντων τη 15η Αυγούστου, όποτε γίνεται το πανηγύρι και κατά την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής (Παρασκευή της Διακαινησίμου). Από τότε μέχρι σήμερα πολλά θαύματα έχουν γίνει με τη Χάρη Της, τα οποία, πολλοί εξιστορούν τα θαύματά Της.
Για τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Δομιανίτισσας που βρισκόταν στη γειτονική Βράχα και ήρθε από ‘κει στους Δομιανούς και για το χτίσιμο της Εκκλησίας η ιερή παράδοση λέει ότι βρέθηκε στα κλαδιά ενός μεγάλου πουρναριού το οποίο υπάρχει και σήμερα κοντά στην Εκκλησία. Κάθε βράδυ έβλεπαν ένα φως στο μέρος εκείνο. Το θαύμα μαθεύτηκε, το άκουσαν κι οι Βραχινοί και πήγαν να την πάρουν. Στο γυρισμό για το χωριό τους ξάπλωσαν να κοιμηθούν, όταν άνοιξαν τα μάτια τους η εικόνα είχε εξαφανιστεί. Γύρισαν στους Δομιανούς και πάλι βρήκαν την εικόνα στα κλαδιά του πουρναριού. Την ξαναπήραν και ξεκίνησαν για το χωριό τους, όμως πάλι τους ξανάφυγε. Την πήραν την εικόνα για πολλοστή φορά αλλά ξανάφυγε. Τότε κι αυτοί παραιτήθηκαν και την άφησαν να μείνει εκεί που της άρεσε, στους Δομιανούς. Οι Δομιανίτες έχτισαν μια εκκλησία και τοποθέτησαν τη θαυματουργή εικόνα μέσα
Σε μία γραφική παραλία στον βόρειο Ευβοϊκό, όπου το αρχαίο Ελύμνιο, είναι σήμερα χτισμένη η κωμόπολη της Λίμνης. Στον περικαλλή ναό της είναι θησαυρισμένη η θαυματουργή εικόνα της πολιούχου της Παναγίας της Λιμνιάς. Στα 1560, καθώς διασώζει η παράδοση, όταν ήταν σουλτάνος ο Σουλεϊμάν ο μεγαλοπρεπής, ένα τούρκικο πλοίο έπλεε στα μέρη της Κασσάνδρας με κατεύθυνση τη Χαλκίδα. Στο πλήρωμα του καραβιού ήταν κι ένας χριστιανός ναύτης, ο λοστρόμος Δημητρός, άνθρωπος ευλαβής και ηλικιωμένος.
Το καράβι πλησίαζε στη Σκιάθο με φουσκωμένα τα πανιά από τον σορόκο. Ξαφνικά ο άνεμος κόπασε. Τότε ο Δημητρός έδωσε εντολή να ρίξουν τις βάρκες στη θάλασσα, για να ρυμουλκήσουν το καράβι. Εκείνη τη στιγμή βλέπει ο λοστρόμος στο πλάι του καραβιού, πάνω στα κύματα, ένα μεγάλο εικόνισμα. Χωρίς να χάσει καιρό, κατεβαίνει σε μία φελούκα, σηκώνει την ιερή εικόνα απ τὸ νερό, και προσκυνάει την Παναγία που ήταν ζωγραφισμένη πάνω σ αὐτή. Ύστερα ανεβάζει την εικόνα στο κατάστρωμα και την παραδίδει στον πλοίαρχο, στον Τούρκο Μεχμέτ. Αμέσως σηκώνεται δυνατός βοριάς, που κολπώνει τα πανιά. Τ ἄλμπουρα τριζοβολούν, ενώ η πλώρη σχίζει με ορμή τ ἀφρισμένο κύμα.
Παρέκαμψαν τις Σποράδες, μπήκαν στον Ευβοϊκό κι έβαλαν πλώρη για τη Χαλκίδα. Μόλις όμως έφθασαν στην περιοχή της Λίμνης, ο άνεμος κόπηκε απότομα και το καράβι ακινητοποιήθηκε. Ρίχτηκαν και πάλι οι βάρκες στη θάλασσα και άρχισαν να το ρυμουλκούν. Ύστερα από ώρες έφθασαν στη βάση του όρους Καντήλι. Εκεί απροσδόκητα ξεσπά καταιγίδα. Τα κύματα σηκώνονται απειλητικά και σπρώχνουν το σκάφος πάλι στη Λίμνη. Μόλις πλησιάζουν εκεί, η τρικυμία σταματά και η θάλασσα πάλι γαληνεύει. Το πλήρωμα κάνει καινούργια προσπάθεια να κατευθύνει το καράβι στον προορισμό του. Ξεσπάει όμως νέα καταιγίδα, πιο απειλητική, και τους σπρώχνει πάλι στη Λίμνη. Ο καπετάνιος και οι ναύτες έχουν απελπιστεί. Δεν μπορούν να διακρίνουν πίσω απ αὐτὴ τη θαλασσινή περιπέτεια το χέρι της Παναγίας. Τότε φωτίστηκε επί τέλους ο ευλαβής λοστρόμος. Πλησιάζει τον καπετάνιο και του λέει:
- Δεν πρόκειται ν ἀπαλλαγοῦμε απ αὐτὴ την ταλαιπωρία, αν δεν βγάλουμε σ αὐτὴν εδώ τη στεριά την εικόνα της Παναγίας.
Ο πλοίαρχος συμφώνησε και ειδοποίησε το χωριό Καστριά – χτισμένο λίγα χιλιόμετρα μακριά από την παραλία – να έρθουν να την παραλάβουν. Δεν άργησε να καταφθάσει ο πιστός λαός, έχοντας επικεφαλής τους ιερείς, με εξαπτέρυγα, σταυρούς και λαμπάδες. Στην παραλία τους περίμενε ο Δημητρός, που τους παρέδωσε την ιερή εικόνα σαν ατίμητο θησαυρό. Αμέσως φύσηξε φρέσκο αεράκι κι έσπρωξε κατάπρυμα το Ιστιοφόρο με τους ναύτες, κατευθείαν για τον προορισμό τους. Στο μεταξύ η πομπή ξεκίνησε μεγαλόπρεπα από την παραλία για το χωριό. Εκεί, στον ναό της αγίας Άννης, τριγυρισμένον από γέρικες βελανιδιές, πλατάνια και κυπαρίσσια, απόθεσαν τη σεπτή εικόνα. Έψαλαν Παράκληση, δοξολογία, και ευχαρίστησαν τη Θεοτόκο για την ανεκτίμητη δωρεά.
Την άλλη μέρα η εικόνα έλειπε από την εκκλησία. Την αναζήτησαν παντού, και τη βρήκαν στην τοποθεσία της σημερινής Λίμνης. Την επανέφεραν στον ναό της αγίας Άννας, αλλά εκείνη επέστρεψε στον ίδιο τόπο. Αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές, κι έτσι κατάλαβαν οι κάτοικοι πως ήταν θέλημά της να παραμείνει οριστικά εκεί. Έχτισαν λοιπόν μία μικρή εκκλησία και την τοποθέτησαν μέσα σ αὐτή. Την Ιερή εικόνα ακολούθησαν και οι ίδιοι. Εγκατέλειψαν τα Καστριά και μετοίκησαν στη Λίμνη. Αργότερα, στη θέση του πρώτου ναΐσκου έχτισαν μεγαλόπρεπο ναό, και τον αφιέρωσαν στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Κάθε χρόνο, στις 8 Σεπτεμβρίου, γίνεται πανηγυρικός εορτασμός προς τιμήν της Παναγίας της Λιμνιάς. Οι διαστάσεις της εικόνας είναι 95 χ 65 εκ. Πάνω σ αὐτὴ εικονίζεται η Παναγία η Γλυκοφιλούσα, ζωγραφισμένη σε σκληρό και βαρύ ξύλο και καλυμμένη με ασημένια επένδυση.
Η ονομασία «Παναγία Ολυμπιώτισσα» οφείλεται στο γεγονός ότι η εικόνα προέρχεται από παλιό μοναστήρι της Καρυάς Ολύμπου. Όταν διαλύθηκε το μοναστήρι αυτό, η εικόνα μεταφέρθηκε στη μονή της Ελασσόνας. Δεν γνωρίζουμε την ημερομηνία αυτής της μεταφοράς διότι χάθηκαν τα παλιά ιστορικά στοιχεία κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, όπως αναφέρεται σε χειρόγραφο της μονής. Από το ίδιο χειρόγραφο όμως προκύπτει ότι σύμφωνα με προφορική παράδοση παλαιότερων πατέρων της μονής η μεταφορά έγινε κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Η μεταφορά της εικόνας συνδέεται και με ένα θρύλο, σύμφωνα με τον οποίο, μετά τη διάλυση της μονής της Καρυάς, η εικόνα της Παναγίας με θαυματουργικό τρόπο ξεκίνησε για να έρθει στη μονή της Ελασσόνας. Τη νύχτα, ένας βοσκός είδε να βγαίνει ένα περίεργο φως από σωρό αγρίων χόρτων της περιοχής. Επειδή φοβήθηκε, έριξε μια πέτρα προς το μέρος από όπου έρχονταν το φως. Ευθύς αμέσως ένιωσε να παραλύει το χέρι του και τρομαγμένος έτρεξε στην Καρυά και διηγήθηκε το γεγονός στους συγχωριανούς του. Την επόμενη μέρα πήγαν όλοι μαζί στο σημείο εκείνο και, αφού έψαξαν, βρήκαν την εικόνα της Παναγίας στην οποία ήταν σφηνωμένη η μικρή πέτρα που είχε πετάξει ο βοσκός. Αμέσως ο βοσκός μετανόησε και το χέρι του έγινε καλά, και οι κάτοικοι της Καρυάς με λιτανεία μετέφεραν την εικόνα στη μονή της Ελασσόνας όπου βρίσκεται και τιμάται μέχρι σήμερα. Η εικόνα αυτή σήμερα εκτίθεται για προσκύνημα και καλύπτεται με μία ασημένια πλάκα. Η Παναγία παριστάνεται όρθια χωρίς το θείο βρέφος, με σταυρωμένα τα χέρια σε στάση προσευχής. Πάνω στην εικόνα υπάρχει η συντομογραφία «Μήτηρ Θεού» που παραπέμπει στην τεχνοτροπία των βυζαντινών χρόνων, ενώ σε εμφανές σημείο υπάρχει και η μικρή πέτρα σφηνωμένη.
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Ελεούσης Ξυνιάδος.
Η πρώτη εμφάνιση της Θεοτόκου στον Αθανάσιο Σύρο
Οι φοβεροί σεισμοί, που συγκλόνισαν την Θεσσαλία στις 30 Απριλίου 1954, ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής, έμειναν αξέχαστοι στους παλιότερους κατοίκους της περιοχής. Ιδιαίτερα έμεινε αξέχαστη η ημέρα αυτή για τους κατοίκους του χωριού Ξυνιάδα, και πιο πολύ, για τον μικρό Αθανάσιο Σύρο, που είδε με τα μάτια του την Υπεραγία Θεοτόκο.
Ο ηλικίας οκτώ ετών τότε, Αθανάσιος Νικολάου Σύρος, ενώ έπαιζε το απόγευμα της Παρασκευής μαζί μ’ άλλα παιδιά στην πλαγιά του βουνού είδε μπροστά του μια μαυροφόρα γυναίκα ξυπόλητη να κάνει μετάνοιες. Κι ενώ ο τόπος στο σημείο εκείνο ήταν ξερός, με τις μετάνοιες που έκανε η άγνωστη αυτή μαυροφόρα γυναίκα, έγινε μαλακός και βούλιαζε σαν το ζυμάρι. Στα τρία σημεία που προσκύνησε η άγνωστη αυτή γυναίκα άρχισε ο τόπος να αναδύει μια γλυκιά ευωδία.
Τότε ο μικρός Αθανάσιος λέει στα άλλα παιδιά : «Παιδιά για δέστε εκείνη τη γιαγιά που κάνει μετάνοιες». Την είπε γιαγιά γιατί φορούσε μαύρα ρούχα, όπως φορούν όλες σχεδόν οι γιαγιάδες στα χωριά. Αλλά κανένα απ’ όλα τα’ άλλα παιδιά δεν μπορούσε να την δει. Τότε τα παιδιά τρέχοντας πηγαίνουν στους συγχωριανούς τους και αναφέρουν όσα είπε ότι είδε ο Αθανάσιος, οπότε κι εκείνοι σπεύδουν να διαπιστώσουν το γεγονός.
Πράγματι ο Αθανάσιος επαναλαμβάνει ότι βλέπει την άγνωστη γυναίκα να κάνει μετάνοιες στο ίδιο μέρος. Αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να διακρίνουν τίποτε και τον ρωτούσαν επίμονα να τους πει που ακριβώς βλέπει την μαυροφόρα γυναίκα. Αν κι ο μικρός Αθανάσιος επανέλαβε τα ίδια, εκείνοι δεν μπορούσαν να δουν τίποτε. Οσφραίνονταν μόνο τη γλυκιά ευωδία που προέρχονταν από το σημείο όπου το μικρό παιδί έλεγε ότι έβλεπε να κάνει μετάνοιες η άγνωστη μαυροφόρα γυναίκα.
Η δεύτερη εμφάνιση της Παναγίας στον ύπνο του Αθανάσιου
Το ίδιο βράδυ η άγνωστη γυναίκα κάνει την εμφάνισή της στον ύπνο του μικρού Αθανάσιου, ο οποίος κοιμόταν δίπλα στους γονείς του και στ’ άλλα του αδέλφια. Αυτή τη φορά έχει ένα φωτεινό στεφάνι στο κεφάλι της και ο μικρός λίγο τρομαγμένος την ρωτά: «Γιαγιά ποια είσαι εσύ; και τι θέλεις από μένα; Φοβάμαι!». Και τότε η μαυροφόρα του λέει: «Μη φοβάσαι μικρέ μου, εγώ είμαι η μητέρα του Χριστούλη, που τόσο τον αγαπάς, και μ’ έστειλε να αποκαλύψω σε σένα που έχεις καθαρή καρδιά και αγνή ψυχή, ότι στο μεσαίο σημείο που με είδες να σημειώνω, εκεί να σκάψετε και θα βρείτε την Εικόνα μου. Εκείνο το σημείο να γίνει τόπος λατρείας, να γίνει ένας ναός, ένας άγιος τόπος». Με τα λόγια αυτά χάθηκε η Παναγία από τον μικρό Αθανάσιο.
Το πρωί ο Αθανάσιος άρχισε να διηγείται στους δικούς του με κάθε λεπτομέρεια την δεύτερη εμφάνιση της Θεοτόκου και τους παρακαλούσε να σκάψουν εκεί που του υπέδειξε η Παναγία.
Οι αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού
Δυστυχώς οι αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού δεν ήταν ευνοϊκές για τον μικρό Αθανάσιο. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι όλα όσα τους διηγούνταν ήταν αληθινά και πολλές φορές τον αποπαίρνανε και τον διώχνανε με προσβλητικές φράσεις! Αλλά το ίδιο κάνουν πάντα οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν. Το ίδιο περίπου κάνανε και στον Κύριο που είπε: «Μακάριοι θα είσθε, όταν θα σας υβρίσουν και θα σας καταδιώξουν και θα πουν εναντίον σας κάθε κακό πράγμα…….Να χαίρεσθε τότε και να αγαλλιάσθε, διότι η ανταμοιβή σας θα είναι μεγάλη στους ουρανούς». (Ματθ. 5,11-12)
Όλες όμως αυτές, οι αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού, δεν μπόρεσαν να κλονίσουν τον Αθανάσιο. Μάζεψε πέτρες κι έκτισε μόνος του ένα μικρό εκκλησάκι στο σημείο που του υπέδειξε η Παναγία. Εκεί έβαλε μια μικρή εικόνα της Παναγίας, πήγαινε κάθε μέρα, πρωί βράδυ, άναβε το καντηλάκι της κι έκανε την προσευχή του στην Υπεραγία Θεοτόκο. Στις συνεχείς παρακλήσεις του, να σκάψουν εκεί που του είπε η Παναγία, ανταποκρίθηκαν κάποτε μερικοί συγχωριανοί του. Οι ενέργειες όμως ήταν μεμονωμένες και χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Πέρασαν οκτώ χρόνια και την αδιαφορία των κατοίκων σταμάτησε μια θανατηφόρα ασθένεια που έπεσε στα ζώα του χωριού. Άρχισαν πια να σκέπτονται σοβαρά μήπως η αρρώστια των «ζωντανών» ήταν τιμωρία του Θεού για την απιστία που έδειξαν στα λόγια του Αθανάσιου. Άρχισαν να κάνουν παρακλήσεις στην Θεοτόκο να τους συγχωρήσει και να τους απαλλάξει από το κακό που τους βρήκε. Έτσι το θανατικό των ζώων έγινε αφορμή οι κάτοικοι του χωριού να γυρίσουν κοντά στον Θεό.
Η εύρεση της Ιερής Εικόνας της Παναγίας
Στις αρχές Ιουνίου του έτους 1962 πήγε στην Ξυνιάδα ένα εκσκαπτικό μηχάνημα για να ανοίξει τους δρόμους του χωριού. Οι κάτοικοι τότε παρακάλεσαν τον χειριστή, μόλις τελειώσει την διάνοιξη, να κάνει τον κόπο να σκάψει και στο μέρος που έλεγε ο Αθανάσιος ότι του υπέδειξε η Παναγία, πως υπάρχει η εικόνα της. Ο χειριστής όμως του μηχανήματος, που ονομαζόταν Ηλίας Σάλτας και καταγόταν από το χωριό Σταυρός Λαμίας, δεν ήθελε να σκάψει και μάλιστα αντέδρασε βίαια στις επίμονες παρακλήσεις των κατοίκων του χωριού.
Τότε επενέβη ένας άλλος Λαμιώτης, ο Σπύρος Χουλιάρας, υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών ο οποίος είχε ακούσει από τη μητέρα του για τις εμφανίσεις της Παναγίας. Ο κ. Χουλιάρας αντιλαμβανόμενος τις αντιδράσεις του οδηγού, κάλεσε σε σύσκεψη τις αρχές της κοινότητας, ήτοι τον πρόεδρο του χωριού, τον δάσκαλο, τον ιερέα, τις αστυνομικές αρχές και το εκκλησιαστικό συμβούλιο και όλοι μαζί πήγαν και παρακάλεσαν τον χειριστή, τον οποίο και τελικά έπεισαν.
Το μηχάνημα ξεκίνησε να σκάβει και να βγάζει χώματα στο υποδειχθέν σημείο κι όλος ο κόσμος μαζεύτηκε περιμένοντας με αγωνία. Ο χειριστής μετά την πρώτη εκσκαφή επιχειρεί και δεύτερη χωρίς αποτέλεσμα. Αρχίζει να βλαστημά και επιχειρεί και τρίτη φορά χωρίς αποτέλεσμα και πάλι. Η μηχανή είχε σταματήσει. Τότε ο αστυνομικός που ήταν κοντά στο σημείο βλέπει δίπλα στο μαχαίρι του μηχανήματος, κοντά στη ρίζα ενός πουρναριού την εικόνα της Παναγίας.
Το τι έγινε εκείνη τη στιγμή δεν περιγράφεται. Όλοι όσοι ήταν εκεί, έπεσαν, γονάτισαν και προσκύνησαν την Άγια Εικόνα της Παναγίας, και ζητούσαν με δάκρυα στα μάτια την Χάρη Της. Μερικοί έτρεξαν και χτύπησαν την καμπάνα για να ειδοποιηθούν και οι άλλοι οι κάτοικοι που ήταν στα χωράφια. Άλλοι έτρεξαν κι αγκάλιασαν τον δεκαεξάχρονο πια Αθανάσιο και του ζητούσαν να τους συγχωρήσει για την ασέβεια και την απιστία τους. Ο χειριστής του μηχανήματος έπεσε κλαίγοντας και προσκύνησε την εικόνα και παρακαλούσε να τον συγχωρήσει η Θεοτόκος. Λέγεται μάλιστα, ότι καταφεύγοντας στην Χάρη της Παναγίας, με θερμή πίστη, θεραπεύτηκε από πάθηση στομάχου από την οποία βασανίζονταν έως τότε.
Η Θαυματουργή Εικόνα της Μεγαλόχαρης
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας κρυβόταν, σε βάθος ενάμισι μέτρο επί αιώνες. Είναι μικρού μεγέθους και φέρει την επιγραφή «Μήτηρ Θεού Ελεούσα». Κατά την γνώμη των ειδικών, η εικόνα φέρεται να ανήκει στην εποχή της εικονομαχίας. Διατηρήθηκε όμως μέσα στο χώμα, τόσους αιώνες χωρίς να πάθει τίποτε. Όταν η χάρη του θεού θέλει τα φθαρτά γίνονται άφθαρτα και τα θνητά αθάνατα.
Σήμερα η εικόνα της «Παναγίας Ελεούσας» έχει σκεπασθεί με ασήμι και χρυσό κι έχει τοποθετηθεί σ’ ένα όμορφο προσκυνητάρι.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ κλικ ΕΔΩ!…
http://fdathanasiou.wordpress.com
Η Παναγια της Ιεράς μονής των Ρέθων Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας.
Η Ι.Μ. Αρέθα (ή “Τα Ρέθα” για τους ντόπιους) είναι το ιερότερο προσκύνημα της ευρύτερης περιοχής του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας με τεράστια ιστορική και πνευματική προσφορά.Εκεί υπάρχει η εικόνα της Παναγίας της Αρεθιώτισσας (“Η Κυρία του Βάλτου”) θεωρείται θαυματουργή και αποτελεί την πιο δυνατή έλξη για τους πολυάριθμους προσκυνητές και επισκέπτες της Μονής.
Σύμφωνα με την καταγραφή του Σωφρονίου Παπακυριακού ,ο θρύλος αναφέρει τα εξής: «..Ποιμήν τις εις το εκεί δάσος έβλεπε φώς και ερευνήσας εύρε την εικόνα της Θεοτόκου.Όθεν αποφασίσθη η ίδρυσις της Μονής.Χρήμα όμως προς ανέγερσιν ταύτης δεν υπήρχεν.Και τούτο διά θαύματος εξευρέθη.Η Παράδοσις λέγει ,ότι τρείς ημίονοι φορτωμένοι με χρυσόν εξαπελύθησαν υπό αγνώστου ευσεβούς.Κ μία τούτων μετέβη και έστη εις τόπον όπου ιδρύθη η μονή του Αρέθα,η δεύτερη εις τον Άγιον Θωμά Εμπεσού Αιτ/νίας και η Τρίτη εις το Δρυμονάριον της Φλωριάδος (Αιτ/νίας) και ούτως κατά τους αυτούς χρόνους ιδρύθησαν καθι αι ενλόγω τρείς Μοναί.
Παναγία η Λεσινιώτισσα.(Αιτωλοακαρνανία)
Στον σημερινό κάμπο του Λεσινίου υπήρχε μια μεγάλη λίμνη η Κυνία που ονομάστηκε έτσι από έναν λόφο που έμοιαζε με δόντι τον Κύνιο και εισχωρούσε στα νερά της. Δυτικά του λόφου υπήρχε ένα νησάκι συνολικής έκτασης 600 στρεμμάτων και με υψόμετρο 50 μέτρων όπου στην αρχαιότητα φέρεται ότι ήταν ο προμαχώνας των Οινιάδων, ήταν οχυρωμένο και γνωστό ως Νάσος που στην Δωρική γλωσσά σημαίνει Νήσος. Σ’ αυτό το νησάκι εύρισκαν καταφύγιο κάθε είδους κατατρεγμένοι την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Μια ομάδα κατατρεγμένων Λεσινιωτών από τον Τούρκο έπαρχο της περιοχής που έδρευε τότε στη Γούρια, το καλοκαίρι του 1553, ενώ είχαν γείρει να κοιμηθούν κάτω από μια αγριελιά, αντίκρισαν στον ορίζοντα ένα παράξενο φωτεινό σύννεφο που τους πλησίαζε. Ήταν βράδυ 22 Αυγούστου ξημερώνοντας 23 και το σύννεφο ήρθε και στάθηκε στην κορυφή της αγριελιάς. Οι σαστισμένοι χωρικοί πανικόβλητοι κοιτάζουν στην κορυφή του δένδρου και μένουν άφωνοι από την θεια όψη της θεομήτορος που κρατούσε στην αγκαλιά της το θειο βρέφος!!!
Όλο το βράδυ ξαγρύπνησαν σταυροκοπούμενοι και προσευχόμενοι. Το ξημέρωμα αντικρίζουν την εικόνα της Παναγίας στα φύλλα της αγριελιάς.
Από κείνη τη βραδιά η αγρυπνία γίνεται κάθε χρόνο στον χώρο που εμφανίστηκε η Παναγία όπου σήμερα υπάρχει περίβλεπτος Ιερά Μονή και το βράδυ της 22ης Αυγούστου γίνεται θρησκευτική πανήγυρις. Με το που βρίσκουν την εικόνα της Θεοτόκου οι χριστιανοί χωρικοί τη μεταφέρουν στην εκκλησία του χωριού τους “Εισόδια της Θεοτόκου” που εκείνη την εποχή ήταν μετόχι του Πανάγιου Τάφου και σώζεται έως σήμερα ως βυζαντινό μνημείο απείρου κάλους. Μάταια όμως διότι με το ξημέρωμα η εικόνα εμφανιζόταν στο νησάκι που είχε διαλέξει ως κατοικία της. Οι κάτοικοι του χωριού έφτιαξαν στην αρχή ένα εικονοστάσι και γύρω στο 1595 στις 11 Οκτώβρη έχτισαν στη θέση της αγριελιάς την πρώτη εκκλησία.
Παναγία η Βουλκανιώτισσα.
Το μοναστήρι του Βουλκάνο κατέχει την πρώτη θέση ανάμεσα στα μυθικά και ιστορικά ιερά μνημεία της Μεσσηνίας. Κτίστηκε το 726 μ.Χ.. Η επιλογή της τοποθεσίας αποδίδεται σε μοναχούς που κατέφυγαν για να γλυτώσουν από τους εικονομάχους. Το μοναστήρι έχει κτιστεί επάνω στον αρχαίο ναό του “Ιθωμάτα Διός” και κτίστηκε με υλικά του αρχαίου ναού. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην νοτιοανατολική γωνία του ναού, υπάρχει εντοιχισμένη η βάση που ετοποθετείτο ο τρίποδας της Πυθίας. Η βάση της Αγίας Τράπεζας είναι η βάση του αγάλματος του Ιθωμάτα Διός, που υπήρχε από τα αρχαία χρόνια. Το μοναστήρι είναι επισκέψιμο και ακολουθεί κανείς το δρόμο από Ιθώμη για το Μαυρομάτι.
Η εικόνα της Θεοτόκου που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα και είναι θαυματουργή, βρέθηκε μέσα στην κουφάλα μιας βελανιδιάς κατά τους χρόνους της εικονομαχίας. Φέρει την επιγραφή ” Η ΟΔΗΓΗΤΡΑ ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΗ ΕΝ ΤΩ ΟΡΕΙ ΒΟΥΛΚΑΝΩ” και λέγεται ότι την έφτιαξε ο Απόστολος Λουκάς. Το 1638 το Καθολικό της Μονής ιστορήθηκε με τοιχογραφίες των Ναυπλιωτών ΑΔΕΛΦΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ και ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΣΧΟΥ ονομαστών αγιογράφων.
Παναγία της Μονής Αγάθωνος
Η προφορική παράδοση αναφέρει πως το παλιό Μοναστήρι που ασκήτευε ο όσιος Αγάθωνας έπαθε καθίζηση και η εικόνα της Παναγίας εξαφανίσθηκε, για να βρεθεί σε φωτόλουστη σπηλιά και εκεί, κοντά στη σημερινή του θέση, να κτίσει ο όσιος το μοναστήρι περί τον 14ο με 15ο αιώνα. Η Μονή μετά την κοίμηση του κτίτορος ονομάστηκε από τούς μοναχούς μονή του Αγάθωνος.
Παναγία η Αμπελακιώτισσα
Το Μοναστήρι της Παναγίας της Αμπελακιώτισσας (ή μονή Κοζίτσης) βρίσκεται πάνω από το ομώνυμο χωριό, περίπου 27 χλμ. από την Ελατού. Το μοναστήρι είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η ιστορική και θρησκευτική αξία της μονής είναι τέτοια που την αποκαλούν «κιβωτό της Ναυπακτίας».
Ιδρύθηκε το 1455 όταν, όπως θέλει η παράδοση, ένας βοσκός από το χωριό βρήκε μια εικόνα της Θεοτόκου κάτω από ένα δέντρο που σώζεται ακόμα και σήμερα. Η εικόνα αυτή λέγετε ότι προερχόταν από το χωριό Αμπελάκια Θεσσαλίας το οποίο λεηλάτησαν οι Οθωμανοί μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Την εικόνα την πέταξαν στον Πηνειό οι Τούρκοι, όταν κατέλαβαν το χωριό. Με θαυματουργό τρόπο η εικόνα βρέθηκε κρεμασμένη στα κλαδιά της βελανιδιάς που βρίσκεται πίσω από το ιερό, στις 15 Αυγούστου του 1455. Τότε χτίστηκε και το πρώτο μοναστήρι, ενώ είκοσι χρόνια μετά (το 1475) στο πλαίσιο ενός εράνου αποκτήθηκε η λάρνακα με το δεξί χέρι του Αγίου Πολυκάρπου, Επισκόπου Σμύρνης.
Κατά τα χρόνια της επανάστασης το Μοναστήρι υπήρξε κρησφύγετο οπλαρχηγών, και καταφύγιο για τα γυναικόπαιδα μετά την πτώση του Μεσολογγίου.
Παναγία η Αρμενιώτισσα (Αρμένιο Λαρίσης)
Κατά τα τελευταία χρόνια η Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, θέλησε να αποκαλύψει σε κάποιον για μια Αγία εικόνα Της που τη ζωγράφισε ο Απόστολος Λουκάς. Βρισκόταν ήδη μέσα στη γη, δίπλα σ’ ένα χωράφι έξω από το χωριό Αρμένιο της Λαρίσης (τέως Γκερλί) και κοντά στον τόπο όπου υπάρχει ο σημερινός ιερός Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ζωοδόχου Πηγής. Από το χωριό αυτό καταγόταν ο Ιωάννης Αγριτζόμπανος, βοσκός, άνθρωπος απλός, αγαθός και ταπεινός που αξιώθηκε απ’ όλους τους κατοίκους της περιοχής του τη χάρη της Θεοτόκου. Φανερώθηκε σ’ αυτόν πολλές φορές και του έδειξε που ακριβώς να ψάξει για να βρει τον Σταυρό και κουδουνάκια από θυμιατό, επίσης και σε άλλο μέρος θα έβρισκε πλάκα πέτρινη και κάτω απ’ αυτήν κατασκευασμένο πηγάδι με ξύλινο κουβά. Όλα τα προηγούμενα του παρήγγειλε η Θεοτόκος να τα φανερώσει στους συγχωριανούς του για να κάνουν ανασκαφή. Την επομένη μέρα ο Ιωάννης αφηγήθηκε στους κατοίκους όλα τα παραπάνω και αυτοί συγκεντρώθηκαν δια κωδωνοκρουσίας για να μεταβούν για ανασκαφές. Αφού έλαβαν οι κάτοικοι τα απαιτούμενα σκαπτικά εργαλεία για την ανασκαφή, προχωρούσαν με κατάνυξη στον τόπο που έπρεπε να σκάψουν, ψάλλοντας και δοξολογώντας την Παναγία. Όταν έφθασαν οι κάτοικοι στον προαναφερθέντα τόπο άρχισαν αμέσως την ανασκαφή, στο μέρος που τους έδειξε ο Ιωάννης Αγριτζόμπανος. Και πράγματι όσα προείπε η Θεοτόκος βρέθηκαν, δηλαδή, τα κουδουνάκια, το μανουάλι Σταυρός, και κάτω από μία πλάκα έτοιμο πηγάδι με ξύλινο κουβά, τα οποία υπάρχουν μέχρι και σήμερα, χωρίς όμως να συνεχίσουν την ανασκαφή για την ανεύρεση της εικόνας της Θεοτόκου. Από τις ανασκαφές στον τόπο που σήμερα βρίσκεται ο ιερός ναός Ζωοδόχου Πηγής, παρουσιάζετε τακτικά το Άγιο φώς. Τότε παρουσιαζόταν κάθε απόγευμα για τρία χρόνια περίπου και το έβλεπαν όλοι οι κάτοικοι, μικροί και μεγάλοι, μα σήμερα , μόνο λίγοι το βλέπουν.
Δαπάνη των κατοίκων κτίστηκε το έτος 1886 εκεί όπου φανερώθηκε στον ύπνο του η Παναγία και του έδειξε που ακριβός ήταν ο τόπος της λατρείας τους, νέα εκκλησία της όπου ευλαβείς προσκυνητές από πολλά μέρη της Θεσσαλίας προσέρχονται, τελούν λειτουργίες και προπάντων τη 15η Αυγούστου, όποτε γίνεται το πανηγύρι και κατά την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής (Παρασκευή της Διακαινησίμου). Από τότε μέχρι σήμερα πολλά θαύματα έχουν γίνει με τη Χάρη Της, τα οποία, πολλοί εξιστορούν τα θαύματά Της.
Η εικόνα της Παναγίας της Δομιανίτισσας
Ο παραδοσιακός οικισμός των Δομιανών, με τα όμορφα πετρόκτιστα σπίτια και τα λιθόστρωτα δρομάκια, βρίσκεται σε υψόμετρο 600 μ. Β.Δ. του Καρπενησίου. Είναι χτισμένοι στους πρόποδες του βουνού Μισιάκα, που ανήκει στο δυτικό ορεινό όγκο του Βελουχιού. Αναγνωρίσθηκε ως κοινότητα στις 31-8-1912 (ΦΕΚ Α. 216/1912). Το χωριό είναι χτισμένο στους πρόποδες του όρους Μισιάκα (που ανήκει στο δυτικό ορεινό όγκο του Βελουχιού.Για τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Δομιανίτισσας που βρισκόταν στη γειτονική Βράχα και ήρθε από ‘κει στους Δομιανούς και για το χτίσιμο της Εκκλησίας η ιερή παράδοση λέει ότι βρέθηκε στα κλαδιά ενός μεγάλου πουρναριού το οποίο υπάρχει και σήμερα κοντά στην Εκκλησία. Κάθε βράδυ έβλεπαν ένα φως στο μέρος εκείνο. Το θαύμα μαθεύτηκε, το άκουσαν κι οι Βραχινοί και πήγαν να την πάρουν. Στο γυρισμό για το χωριό τους ξάπλωσαν να κοιμηθούν, όταν άνοιξαν τα μάτια τους η εικόνα είχε εξαφανιστεί. Γύρισαν στους Δομιανούς και πάλι βρήκαν την εικόνα στα κλαδιά του πουρναριού. Την ξαναπήραν και ξεκίνησαν για το χωριό τους, όμως πάλι τους ξανάφυγε. Την πήραν την εικόνα για πολλοστή φορά αλλά ξανάφυγε. Τότε κι αυτοί παραιτήθηκαν και την άφησαν να μείνει εκεί που της άρεσε, στους Δομιανούς. Οι Δομιανίτες έχτισαν μια εκκλησία και τοποθέτησαν τη θαυματουργή εικόνα μέσα
Σε μία γραφική παραλία στον βόρειο Ευβοϊκό, όπου το αρχαίο Ελύμνιο, είναι σήμερα χτισμένη η κωμόπολη της Λίμνης. Στον περικαλλή ναό της είναι θησαυρισμένη η θαυματουργή εικόνα της πολιούχου της Παναγίας της Λιμνιάς. Στα 1560, καθώς διασώζει η παράδοση, όταν ήταν σουλτάνος ο Σουλεϊμάν ο μεγαλοπρεπής, ένα τούρκικο πλοίο έπλεε στα μέρη της Κασσάνδρας με κατεύθυνση τη Χαλκίδα. Στο πλήρωμα του καραβιού ήταν κι ένας χριστιανός ναύτης, ο λοστρόμος Δημητρός, άνθρωπος ευλαβής και ηλικιωμένος.
Το καράβι πλησίαζε στη Σκιάθο με φουσκωμένα τα πανιά από τον σορόκο. Ξαφνικά ο άνεμος κόπασε. Τότε ο Δημητρός έδωσε εντολή να ρίξουν τις βάρκες στη θάλασσα, για να ρυμουλκήσουν το καράβι. Εκείνη τη στιγμή βλέπει ο λοστρόμος στο πλάι του καραβιού, πάνω στα κύματα, ένα μεγάλο εικόνισμα. Χωρίς να χάσει καιρό, κατεβαίνει σε μία φελούκα, σηκώνει την ιερή εικόνα απ τὸ νερό, και προσκυνάει την Παναγία που ήταν ζωγραφισμένη πάνω σ αὐτή. Ύστερα ανεβάζει την εικόνα στο κατάστρωμα και την παραδίδει στον πλοίαρχο, στον Τούρκο Μεχμέτ. Αμέσως σηκώνεται δυνατός βοριάς, που κολπώνει τα πανιά. Τ ἄλμπουρα τριζοβολούν, ενώ η πλώρη σχίζει με ορμή τ ἀφρισμένο κύμα.
Παρέκαμψαν τις Σποράδες, μπήκαν στον Ευβοϊκό κι έβαλαν πλώρη για τη Χαλκίδα. Μόλις όμως έφθασαν στην περιοχή της Λίμνης, ο άνεμος κόπηκε απότομα και το καράβι ακινητοποιήθηκε. Ρίχτηκαν και πάλι οι βάρκες στη θάλασσα και άρχισαν να το ρυμουλκούν. Ύστερα από ώρες έφθασαν στη βάση του όρους Καντήλι. Εκεί απροσδόκητα ξεσπά καταιγίδα. Τα κύματα σηκώνονται απειλητικά και σπρώχνουν το σκάφος πάλι στη Λίμνη. Μόλις πλησιάζουν εκεί, η τρικυμία σταματά και η θάλασσα πάλι γαληνεύει. Το πλήρωμα κάνει καινούργια προσπάθεια να κατευθύνει το καράβι στον προορισμό του. Ξεσπάει όμως νέα καταιγίδα, πιο απειλητική, και τους σπρώχνει πάλι στη Λίμνη. Ο καπετάνιος και οι ναύτες έχουν απελπιστεί. Δεν μπορούν να διακρίνουν πίσω απ αὐτὴ τη θαλασσινή περιπέτεια το χέρι της Παναγίας. Τότε φωτίστηκε επί τέλους ο ευλαβής λοστρόμος. Πλησιάζει τον καπετάνιο και του λέει:
- Δεν πρόκειται ν ἀπαλλαγοῦμε απ αὐτὴ την ταλαιπωρία, αν δεν βγάλουμε σ αὐτὴν εδώ τη στεριά την εικόνα της Παναγίας.
Ο πλοίαρχος συμφώνησε και ειδοποίησε το χωριό Καστριά – χτισμένο λίγα χιλιόμετρα μακριά από την παραλία – να έρθουν να την παραλάβουν. Δεν άργησε να καταφθάσει ο πιστός λαός, έχοντας επικεφαλής τους ιερείς, με εξαπτέρυγα, σταυρούς και λαμπάδες. Στην παραλία τους περίμενε ο Δημητρός, που τους παρέδωσε την ιερή εικόνα σαν ατίμητο θησαυρό. Αμέσως φύσηξε φρέσκο αεράκι κι έσπρωξε κατάπρυμα το Ιστιοφόρο με τους ναύτες, κατευθείαν για τον προορισμό τους. Στο μεταξύ η πομπή ξεκίνησε μεγαλόπρεπα από την παραλία για το χωριό. Εκεί, στον ναό της αγίας Άννης, τριγυρισμένον από γέρικες βελανιδιές, πλατάνια και κυπαρίσσια, απόθεσαν τη σεπτή εικόνα. Έψαλαν Παράκληση, δοξολογία, και ευχαρίστησαν τη Θεοτόκο για την ανεκτίμητη δωρεά.
Την άλλη μέρα η εικόνα έλειπε από την εκκλησία. Την αναζήτησαν παντού, και τη βρήκαν στην τοποθεσία της σημερινής Λίμνης. Την επανέφεραν στον ναό της αγίας Άννας, αλλά εκείνη επέστρεψε στον ίδιο τόπο. Αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές, κι έτσι κατάλαβαν οι κάτοικοι πως ήταν θέλημά της να παραμείνει οριστικά εκεί. Έχτισαν λοιπόν μία μικρή εκκλησία και την τοποθέτησαν μέσα σ αὐτή. Την Ιερή εικόνα ακολούθησαν και οι ίδιοι. Εγκατέλειψαν τα Καστριά και μετοίκησαν στη Λίμνη. Αργότερα, στη θέση του πρώτου ναΐσκου έχτισαν μεγαλόπρεπο ναό, και τον αφιέρωσαν στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Κάθε χρόνο, στις 8 Σεπτεμβρίου, γίνεται πανηγυρικός εορτασμός προς τιμήν της Παναγίας της Λιμνιάς. Οι διαστάσεις της εικόνας είναι 95 χ 65 εκ. Πάνω σ αὐτὴ εικονίζεται η Παναγία η Γλυκοφιλούσα, ζωγραφισμένη σε σκληρό και βαρύ ξύλο και καλυμμένη με ασημένια επένδυση.
Παναγία η Ολυμπιώτισσα
Η ονομασία «Παναγία Ολυμπιώτισσα» οφείλεται στο γεγονός ότι η εικόνα προέρχεται από παλιό μοναστήρι της Καρυάς Ολύμπου. Όταν διαλύθηκε το μοναστήρι αυτό, η εικόνα μεταφέρθηκε στη μονή της Ελασσόνας. Δεν γνωρίζουμε την ημερομηνία αυτής της μεταφοράς διότι χάθηκαν τα παλιά ιστορικά στοιχεία κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, όπως αναφέρεται σε χειρόγραφο της μονής. Από το ίδιο χειρόγραφο όμως προκύπτει ότι σύμφωνα με προφορική παράδοση παλαιότερων πατέρων της μονής η μεταφορά έγινε κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Η μεταφορά της εικόνας συνδέεται και με ένα θρύλο, σύμφωνα με τον οποίο, μετά τη διάλυση της μονής της Καρυάς, η εικόνα της Παναγίας με θαυματουργικό τρόπο ξεκίνησε για να έρθει στη μονή της Ελασσόνας. Τη νύχτα, ένας βοσκός είδε να βγαίνει ένα περίεργο φως από σωρό αγρίων χόρτων της περιοχής. Επειδή φοβήθηκε, έριξε μια πέτρα προς το μέρος από όπου έρχονταν το φως. Ευθύς αμέσως ένιωσε να παραλύει το χέρι του και τρομαγμένος έτρεξε στην Καρυά και διηγήθηκε το γεγονός στους συγχωριανούς του. Την επόμενη μέρα πήγαν όλοι μαζί στο σημείο εκείνο και, αφού έψαξαν, βρήκαν την εικόνα της Παναγίας στην οποία ήταν σφηνωμένη η μικρή πέτρα που είχε πετάξει ο βοσκός. Αμέσως ο βοσκός μετανόησε και το χέρι του έγινε καλά, και οι κάτοικοι της Καρυάς με λιτανεία μετέφεραν την εικόνα στη μονή της Ελασσόνας όπου βρίσκεται και τιμάται μέχρι σήμερα. Η εικόνα αυτή σήμερα εκτίθεται για προσκύνημα και καλύπτεται με μία ασημένια πλάκα. Η Παναγία παριστάνεται όρθια χωρίς το θείο βρέφος, με σταυρωμένα τα χέρια σε στάση προσευχής. Πάνω στην εικόνα υπάρχει η συντομογραφία «Μήτηρ Θεού» που παραπέμπει στην τεχνοτροπία των βυζαντινών χρόνων, ενώ σε εμφανές σημείο υπάρχει και η μικρή πέτρα σφηνωμένη.
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Ελεούσης Ξυνιάδος.
Η πρώτη εμφάνιση της Θεοτόκου στον Αθανάσιο Σύρο
Οι φοβεροί σεισμοί, που συγκλόνισαν την Θεσσαλία στις 30 Απριλίου 1954, ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής, έμειναν αξέχαστοι στους παλιότερους κατοίκους της περιοχής. Ιδιαίτερα έμεινε αξέχαστη η ημέρα αυτή για τους κατοίκους του χωριού Ξυνιάδα, και πιο πολύ, για τον μικρό Αθανάσιο Σύρο, που είδε με τα μάτια του την Υπεραγία Θεοτόκο.
Ο ηλικίας οκτώ ετών τότε, Αθανάσιος Νικολάου Σύρος, ενώ έπαιζε το απόγευμα της Παρασκευής μαζί μ’ άλλα παιδιά στην πλαγιά του βουνού είδε μπροστά του μια μαυροφόρα γυναίκα ξυπόλητη να κάνει μετάνοιες. Κι ενώ ο τόπος στο σημείο εκείνο ήταν ξερός, με τις μετάνοιες που έκανε η άγνωστη αυτή μαυροφόρα γυναίκα, έγινε μαλακός και βούλιαζε σαν το ζυμάρι. Στα τρία σημεία που προσκύνησε η άγνωστη αυτή γυναίκα άρχισε ο τόπος να αναδύει μια γλυκιά ευωδία.
Τότε ο μικρός Αθανάσιος λέει στα άλλα παιδιά : «Παιδιά για δέστε εκείνη τη γιαγιά που κάνει μετάνοιες». Την είπε γιαγιά γιατί φορούσε μαύρα ρούχα, όπως φορούν όλες σχεδόν οι γιαγιάδες στα χωριά. Αλλά κανένα απ’ όλα τα’ άλλα παιδιά δεν μπορούσε να την δει. Τότε τα παιδιά τρέχοντας πηγαίνουν στους συγχωριανούς τους και αναφέρουν όσα είπε ότι είδε ο Αθανάσιος, οπότε κι εκείνοι σπεύδουν να διαπιστώσουν το γεγονός.
Πράγματι ο Αθανάσιος επαναλαμβάνει ότι βλέπει την άγνωστη γυναίκα να κάνει μετάνοιες στο ίδιο μέρος. Αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να διακρίνουν τίποτε και τον ρωτούσαν επίμονα να τους πει που ακριβώς βλέπει την μαυροφόρα γυναίκα. Αν κι ο μικρός Αθανάσιος επανέλαβε τα ίδια, εκείνοι δεν μπορούσαν να δουν τίποτε. Οσφραίνονταν μόνο τη γλυκιά ευωδία που προέρχονταν από το σημείο όπου το μικρό παιδί έλεγε ότι έβλεπε να κάνει μετάνοιες η άγνωστη μαυροφόρα γυναίκα.
Η δεύτερη εμφάνιση της Παναγίας στον ύπνο του Αθανάσιου
Το ίδιο βράδυ η άγνωστη γυναίκα κάνει την εμφάνισή της στον ύπνο του μικρού Αθανάσιου, ο οποίος κοιμόταν δίπλα στους γονείς του και στ’ άλλα του αδέλφια. Αυτή τη φορά έχει ένα φωτεινό στεφάνι στο κεφάλι της και ο μικρός λίγο τρομαγμένος την ρωτά: «Γιαγιά ποια είσαι εσύ; και τι θέλεις από μένα; Φοβάμαι!». Και τότε η μαυροφόρα του λέει: «Μη φοβάσαι μικρέ μου, εγώ είμαι η μητέρα του Χριστούλη, που τόσο τον αγαπάς, και μ’ έστειλε να αποκαλύψω σε σένα που έχεις καθαρή καρδιά και αγνή ψυχή, ότι στο μεσαίο σημείο που με είδες να σημειώνω, εκεί να σκάψετε και θα βρείτε την Εικόνα μου. Εκείνο το σημείο να γίνει τόπος λατρείας, να γίνει ένας ναός, ένας άγιος τόπος». Με τα λόγια αυτά χάθηκε η Παναγία από τον μικρό Αθανάσιο.
Το πρωί ο Αθανάσιος άρχισε να διηγείται στους δικούς του με κάθε λεπτομέρεια την δεύτερη εμφάνιση της Θεοτόκου και τους παρακαλούσε να σκάψουν εκεί που του υπέδειξε η Παναγία.
Οι αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού
Δυστυχώς οι αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού δεν ήταν ευνοϊκές για τον μικρό Αθανάσιο. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι όλα όσα τους διηγούνταν ήταν αληθινά και πολλές φορές τον αποπαίρνανε και τον διώχνανε με προσβλητικές φράσεις! Αλλά το ίδιο κάνουν πάντα οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν. Το ίδιο περίπου κάνανε και στον Κύριο που είπε: «Μακάριοι θα είσθε, όταν θα σας υβρίσουν και θα σας καταδιώξουν και θα πουν εναντίον σας κάθε κακό πράγμα…….Να χαίρεσθε τότε και να αγαλλιάσθε, διότι η ανταμοιβή σας θα είναι μεγάλη στους ουρανούς». (Ματθ. 5,11-12)
Όλες όμως αυτές, οι αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού, δεν μπόρεσαν να κλονίσουν τον Αθανάσιο. Μάζεψε πέτρες κι έκτισε μόνος του ένα μικρό εκκλησάκι στο σημείο που του υπέδειξε η Παναγία. Εκεί έβαλε μια μικρή εικόνα της Παναγίας, πήγαινε κάθε μέρα, πρωί βράδυ, άναβε το καντηλάκι της κι έκανε την προσευχή του στην Υπεραγία Θεοτόκο. Στις συνεχείς παρακλήσεις του, να σκάψουν εκεί που του είπε η Παναγία, ανταποκρίθηκαν κάποτε μερικοί συγχωριανοί του. Οι ενέργειες όμως ήταν μεμονωμένες και χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Πέρασαν οκτώ χρόνια και την αδιαφορία των κατοίκων σταμάτησε μια θανατηφόρα ασθένεια που έπεσε στα ζώα του χωριού. Άρχισαν πια να σκέπτονται σοβαρά μήπως η αρρώστια των «ζωντανών» ήταν τιμωρία του Θεού για την απιστία που έδειξαν στα λόγια του Αθανάσιου. Άρχισαν να κάνουν παρακλήσεις στην Θεοτόκο να τους συγχωρήσει και να τους απαλλάξει από το κακό που τους βρήκε. Έτσι το θανατικό των ζώων έγινε αφορμή οι κάτοικοι του χωριού να γυρίσουν κοντά στον Θεό.
Η εύρεση της Ιερής Εικόνας της Παναγίας
Στις αρχές Ιουνίου του έτους 1962 πήγε στην Ξυνιάδα ένα εκσκαπτικό μηχάνημα για να ανοίξει τους δρόμους του χωριού. Οι κάτοικοι τότε παρακάλεσαν τον χειριστή, μόλις τελειώσει την διάνοιξη, να κάνει τον κόπο να σκάψει και στο μέρος που έλεγε ο Αθανάσιος ότι του υπέδειξε η Παναγία, πως υπάρχει η εικόνα της. Ο χειριστής όμως του μηχανήματος, που ονομαζόταν Ηλίας Σάλτας και καταγόταν από το χωριό Σταυρός Λαμίας, δεν ήθελε να σκάψει και μάλιστα αντέδρασε βίαια στις επίμονες παρακλήσεις των κατοίκων του χωριού.
Τότε επενέβη ένας άλλος Λαμιώτης, ο Σπύρος Χουλιάρας, υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών ο οποίος είχε ακούσει από τη μητέρα του για τις εμφανίσεις της Παναγίας. Ο κ. Χουλιάρας αντιλαμβανόμενος τις αντιδράσεις του οδηγού, κάλεσε σε σύσκεψη τις αρχές της κοινότητας, ήτοι τον πρόεδρο του χωριού, τον δάσκαλο, τον ιερέα, τις αστυνομικές αρχές και το εκκλησιαστικό συμβούλιο και όλοι μαζί πήγαν και παρακάλεσαν τον χειριστή, τον οποίο και τελικά έπεισαν.
Το μηχάνημα ξεκίνησε να σκάβει και να βγάζει χώματα στο υποδειχθέν σημείο κι όλος ο κόσμος μαζεύτηκε περιμένοντας με αγωνία. Ο χειριστής μετά την πρώτη εκσκαφή επιχειρεί και δεύτερη χωρίς αποτέλεσμα. Αρχίζει να βλαστημά και επιχειρεί και τρίτη φορά χωρίς αποτέλεσμα και πάλι. Η μηχανή είχε σταματήσει. Τότε ο αστυνομικός που ήταν κοντά στο σημείο βλέπει δίπλα στο μαχαίρι του μηχανήματος, κοντά στη ρίζα ενός πουρναριού την εικόνα της Παναγίας.
Το τι έγινε εκείνη τη στιγμή δεν περιγράφεται. Όλοι όσοι ήταν εκεί, έπεσαν, γονάτισαν και προσκύνησαν την Άγια Εικόνα της Παναγίας, και ζητούσαν με δάκρυα στα μάτια την Χάρη Της. Μερικοί έτρεξαν και χτύπησαν την καμπάνα για να ειδοποιηθούν και οι άλλοι οι κάτοικοι που ήταν στα χωράφια. Άλλοι έτρεξαν κι αγκάλιασαν τον δεκαεξάχρονο πια Αθανάσιο και του ζητούσαν να τους συγχωρήσει για την ασέβεια και την απιστία τους. Ο χειριστής του μηχανήματος έπεσε κλαίγοντας και προσκύνησε την εικόνα και παρακαλούσε να τον συγχωρήσει η Θεοτόκος. Λέγεται μάλιστα, ότι καταφεύγοντας στην Χάρη της Παναγίας, με θερμή πίστη, θεραπεύτηκε από πάθηση στομάχου από την οποία βασανίζονταν έως τότε.
Η Θαυματουργή Εικόνα της Μεγαλόχαρης
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας κρυβόταν, σε βάθος ενάμισι μέτρο επί αιώνες. Είναι μικρού μεγέθους και φέρει την επιγραφή «Μήτηρ Θεού Ελεούσα». Κατά την γνώμη των ειδικών, η εικόνα φέρεται να ανήκει στην εποχή της εικονομαχίας. Διατηρήθηκε όμως μέσα στο χώμα, τόσους αιώνες χωρίς να πάθει τίποτε. Όταν η χάρη του θεού θέλει τα φθαρτά γίνονται άφθαρτα και τα θνητά αθάνατα.
Σήμερα η εικόνα της «Παναγίας Ελεούσας» έχει σκεπασθεί με ασήμι και χρυσό κι έχει τοποθετηθεί σ’ ένα όμορφο προσκυνητάρι.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ κλικ ΕΔΩ!…
http://fdathanasiou.wordpress.com