Μάγος από μάγους
Ο ένδοξος Μάρτυρας του Χριστού Αναστάσιος, καταγόταν από την Περσία. Έζησε το έτος 610 μ.Χ. Κατά την εποχή εκείνη βασιλιάς της Πέρας ήταν ο Χοσρόης, του δε Βυζαντίου ο αυτοκράτορας ο Ηράκλειος. Το πρώτο όνομα του Αγίου ήταν Μάργουνδατ. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους πιο σοφούς και τους πιο αρίστους στην σατανική τέχνη της μαγείας και ονομαζόταν Βάβ. Αυτός, λοιπόν, ο πατέρας του Αναστασίου, είχε πολλούς μαθητές, στους οποίους μάθαινε, πώς να φτιάχνουν μάγια. Μεταξύ των μαθητών του ξεχώριζε και ο Αναστάσιος. Ο πατέρας του, έβαλε
όλη του την σατανική δύναμη και τέχνη να κάνη το παιδί του ένα από τους μεγαλύτερους μάγους του καιρού του, ώστε να ξεπεράσει ακόμη κι αυτόν τον ίδιο, τον εαυτό του, στην μαγεία. Όταν ο Αναστάσιος μεγάλωσε, ο πατέρας του τον έγραψε σε κάποιο τάγμα, που το λέγανε τάγμα των τηρώνων, δηλ. τάγμα των νεοσυλλέκτων.
Ο Τίμιος Σταυρός θαυματουργεί στην Περσία
Οι Πέρσες εκστράτευσαν εναντίον της Ιερουσαλήμ και την κυρίευσαν. Στα Ιεροσόλυμα βρήκαν και λεηλάτησαν πάρα πολλά πράγματα μεγάλης αξίας. Μεταξύ όλων των
πραγμάτων αυτών εκείνο πού είχε την μεγαλυτέρη αξία διά τους χριστιανούς, ήταν ο Τίμιος και ζωοποιός και σωτήριος Σταυρός του Χριστού μας. Ο αιχμάλωτος Σταυρός τους
γλύτωσε από την ειδωλολατρία και τους χάρισε την ελευθερία τους. Όσο καιρό βρισκόταν στην Περσία ο Σταυρός πάντοτε άστραφτε και παντού άπλωνε τις ευεργετικές ακτίνες
της χάριτος σαν όπλο σωτήριο και ακατανίκητο. Και εκείνες τις ψυχές πού δεν δεχόταν τα λόγια του ευαγγελίου τις μάστιζε;. Εκείνοι όμως πού είχαν πολλή διάθεση, και δέχονταν την αληθινή πίστη του Χριστού, κατά τρόπον θαυμαστό τους φώτιζε. Ένας από αυτούς πού δέχτηκαν την πίστη ήταν και ο Αναστάσιος.
Η Θεϊκή φωτιά
Όλα αυτά πού γίνονταν στα μέρη της Περσίας, τα άκουσε και ο Αναστάσιος. Μέσα στην ψυχή του άναψε μυστικά η θεϊκή φωτιά. Διά τούτο ρωτούσε παντού να μάθει ο νέος, για την χριστιανική πίστη. Ο Αναστάσιος ρώτησε και έμαθε από τους ευσεβείς Χριστιανούς, όλα εκείνα πού έγιναν γύρω από το μυστήριο της θείας οικονομίας. Τότε με μεγάλη χαρά και αγαλλίαση δέχθηκε τους σπόρους της ευσεβείας και καρποφόρησε καρπούς πίστεως. Το αποτέλεσμα ήταν, να απαρνηθεί και να εγκαταλείψει την πατρίδα του, τα πλούτη του, τους συγγενείς του και τα στρατιωτικά αξιώματα, πού όλα αυτά ήταν πρόσκαιρα και μάταια και ανωφελή. Προτίμησε λοιπόν ν’ αποκτήσει ουράνια πλούτη. Έτσι πρώτα ήλθε στην Ιεράπολι. Εκεί έμεινε στο σπίτι κάποιου Πέρσου Χριστιανού στο θρήσκευμα και χρυσοχόου το επάγγελμα. Ο Αναστάσιος παρεκάλεσε τον χριστιανό αυτόν Πέρση να τον βοηθήσει, ώστε να λάβει το άγιο βάπτισμα. Ήθελε ο Αναστάσιος να βαπτιστεί για να καθαρισθεί από κάθε αμαρτία και προ παντός από την μαγική σαπίλα, και να γίνει δούλος του Χριστού.
Πώς εβαπτίσθη
Ο χρυσοχόος όμως, επειδή φοβόταν τον Περσικό κίνδυνο, απέφυγε να τον βάφτιση. Ο Αναστάσιος πολλές φορές πήγαινε στην εκκλησία και προσευχόταν. Ο Αναστάσιος
βλέποντας στους τοίχους της εκκλησίας ζωγραφισμένους τους Αγίους μας, ρωτούσε τους άλλους χριστιανούς να μάθη για τη ζωή των Αγίων. Ακούγοντας δε για τους αγώνες
και τα παλαίσματα των Αγίων, η καρδιά του Αναστασίου άναβε ακόμη περισσότερο από την θεϊκή αγάπη. Τότε έτρεξε και ήλθε στα Ιεροσόλυμα, για να βαπτιστεί. Στα Ιεροσόλυμα,
λοιπόν, βρήκε κάποιον χριστιανό. Σ’ αυτόν εκμυστηρεύτηκε τον πόθο του και τον παρεκάλεσε να τον βοηθήσει να βαπτιστεί. Πράγματι ο χριστιανός αυτός πήρε τον Αναστάσιο
και τον πήγε σε κάποιο πρεσβύτερο, πού τον λέγανε Ηλία. Ο Ηλίας, πού ήταν ιερεύς στο ναό της Αγίας Αναστάσεως τον έφερε στον πατριάρχη Μόδεστο. Ο Πατριάρχης με
μεγάλη χαρά δέχθηκε και βάφτισε τον νέον αυτόν και του έδωκε το όνομα Αναστάσιος. Ο Αναστάσιος, λοιπόν, έμεινε στο σπίτι του ιερέως Ηλία οκτώ ημέρες. Σύμφωνα με την
συνήθεια των κατηχουμένων ο θειος Ηλίας ρώτησε τον Αναστάσιο που σκέπτεται να πάει. Ο Αναστάσιος τον παρεκάλεσε να τον κάνει καλόγηρο. Ο πρεσβύτερος Ηλίας
κατάλαβε, ότι ο Αναστάσιος έχει καλή ψυχή, και ότι μια μέρα θα γινόταν ένα στολίδι της Εκκλησίας του Χριστού. Γι αυτό δέχθηκε να τον κάμει μοναχό.
Στο Μοναστήρι
Όταν ο Όσιος ιερεύς τελείωσε την θεία λειτουργία, πήρε μαζί του τον Αναστάσιο και πήγαν στο Μοναστήρι του Αγίου Αναστασίου. Ηγούμενος εκεί ήταν ένας ξακουστός και
ενάρετος άνθρωπος, πού τον λέγανε Ιουστίνο. Ο Ηγούμενος με μεγάλη χαρά δέχθηκε τον Αναστάσιο και τον έκαμε και μοναχό. Ήταν δε τότε ο δέκατος χρόνος πού βασίλευε
στο Βυζάντιο ο ευσεβής Ηράκλειος. Ο Αναστάσιος έδειξε μέσα στο Μοναστήρι θαυμάσια διαγωγή. Ζούσε θεάρεστα, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Στο Μοναστήρι ο Άγιος
κάθισε επτά χρόνια.
Νίκησε τους πειρασμούς του
Αλλά ο φθονερός διάβολος δεν άντεξε άλλο. Δεν μπορούσε να υποφέρει τόσο μεγάλη αρετή και τόση μεγάλη αγάπη προς τον Χριστό. Γι αυτό έλαβε την απόφαση να του φέρνει
εμπόδια. Πρώτα - πρώτα άρχισε να του βάζει στο μυαλό του την καλοπέραση, πού είχε στην πατρίδα του, την Περσία. Έπειτα του έβαλε στο μυαλό του, την αγάπη του πατέρα
του, τις κοσμικές απολαύσεις και όλα εκείνα, τα οποία είναι μάταια και πρόσκαιρα. Ο Άγιος κατέφευγε πάντοτε στην προσευχή, ζητώντας την βοήθεια του Χριστού. Κατόπιν με
δάκρυα πήγαινε στο δάσκαλο του και του έλεγε όλους τους πειρασμούς του φθονερού και δολίου δράκοντος. Ο διδάσκαλος του μόλις άκουσε αυτά από τον Αναστάσιο φώναξε και συγκεντρώθηκαν όλοι οι μοναχοί για να κάνουν παράκληση προς τον Κύριο. Και με αυτόν τον τρόπο ελευθερώθηκε ο Αναστάσιος από τον διάβολο.
Προβλέπει το Μαρτύριο του
Ύστερα από λίγο ο τρισμακάριος αυτός Αναστάσιος είδε όλα αυτά πού ποθούσε, σε ένα όραμα, το οποίον είχε ως εξής: Είδε ότι ανέβηκε σε κάποιο βουνό ψηλό και μετέωρο.
Εκεί κάποιος άνθρωπος του έδωκε ένα Χρυσό ποτήρι, το οποίον ήταν στολισμένο με πολύτιμους λίθους. Το Χρυσό αυτό ποτήρι ήταν γεμάτο από κρασί. Ο άνθρωπος, πού του
το έδωσε, του είπε: Λάβε και πιες το. Πράγματι, ο μακάριος Αναστάσιος το ήπιε το κρασί. Τότε δε του φάνηκε στην γεύση πολύ καλό, ώστε αισθάνθηκε στην ψυχή του και κάποια
γλυκύτητα. Κατάλαβε ο Άγιος Αναστάσιος, προτού ξυπνήσει, ότι ο Θεός με το όραμα αυτό, του έδειξε το μαρτύριο, πού επρόκειτο να του κάμουν. Όταν ξύπνησε με δάκρυα ο
Αναστάσιος πήγε και έπεσε στα πόδια του δασκάλου του και τον παρακαλούσε να προσευχηθεί γι αυτόν, διότι το τέλος της ζωής του πλησιάζει. Του διηγήθηκε κατόπιν το όραμα
του αλλά δεν του φανέρωσε την επιθυμία του ότι θέλει να μαρτυρήσει μήκως ο δάσκαλος του τον εμποδίσει.
Πηγαίνει για το Μαρτύριο
Η ψυχή του ποθούσε το μαρτύριο. Σε λίγο όμως, χωρίς να πάρει μαζί του ούτε άρτους, ούτε αργύριο, ούτε άλλο ιμάτιο εκτός από αυτό πού φορούσε, έφυγε κρυφά από το
Μοναστήρι. Φεύγοντας από το Μοναστήρι, ήλθε στην Καισαρεία της Παλαιστίνης. Εκεί ήταν ο ναός της Αειπαρθένου Θεοτόκου. Στον ναό αυτό ο Άγιος έμεινε επί δύο ημέρες προσευχόμενος. Ζητούσε να τον οδηγήσει σύμφωνα με το συμφέρον της ψυχής του. Ύστερα ήλθε στο ναό της Άγιας Ευφημίας.
Ελέγχει τους μάγους και φυλακίζεται
Εκεί όμως είδε μερικούς μάγους από την Περσία, οι οποίοι έκαμαν μάγια και μάντευαν σαν δηλ. σαν τα σημερινά σατανικά μέντιουμ. Ο Άγιος κινούμενος από θείο ζήλο του
ήλεγξε αυστηρά και τους είπε: «Αυτά, τα οποία κάμνετε εσείς τώρα, τα έκανα κι εγώ. Όταν όμως γνώρισα την αληθινή πίστη του Χριστού, έτρεξα και καθαρίστηκα με το Άγιο
Βάπτισμα. Έκτοτε εγκατέλειψα και μίσησα, τα έργα αυτά του Διαβόλου. Το ίδιο συμβουλεύω να κάνετε κι εσείς και χωρίς καμία αναβολή μάλιστα. Μακριά απ τον Σατανά...».
Προσπαθούσε έτσι να τους φέρει σε μετάνοια.
Εκείνη την στιγμή όμως, κι ενώ ακόμη συζητούσε ο Αναστάσιος με τους μάγους, συνέβη το έξης: Εκεί κοντά ήσαν κι άλλοι Πέρσες, οι οποίοι υπηρετούσαν μαζί με τον Άγιο
στρατιώτες στην πατρίδα του, την Περσία. Αυτοί, λοιπόν, μόλις τον είδαν, τον γνώρισαν όρμησαν σαν λύκοι άγριοι κατ’ επάνω του. Τον άρπαξαν βάναυσα και τον έρριξαν βίαια
στην φυλακή.
Στην φυλακή ο Άγιος καθόταν, ώσπου να έλθει ο άρχοντάς των Μαρσαβανάς, για να τον εξετάσει, διότι απουσίαζε από την Καισάρεια.
Μπροστά στον Μαρσαβανά
Όταν λοιπόν ήλθε ο τύραννος, του πήγαν μπροστά του τον Άγιο για ανακρίσεις. Ο Άγιος δεν τον προσκύνησε, όπως είναι συνήθεια στους Πέρσες, αλλά στάθηκε όρθιος,
χωρίς φόβο, φανερώνοντας έτσι την Ελευθερία της ψυχής του. Ο Μαρσαβανάς προσπάθησε στην αρχή με διάφορες κολακείες να τον κάνει να αρνηθεί τον Χριστό. Ο Άγιος
όμως αδιαφορούσε για τα λόγια του τυράννου.
Τότε ο σκληρός τύραννος, διέταξε να βάλουν στο ένα πόδι του και στο λαιμό του μια σιδερένια αλυσίδα. Διέταξε έπειτα να σηκώνει λιθάρια και να τα ανεβάζει στο τειχόκαστρο.
Αλλά δεν έφθαναν μόνον αυτά. Οι συμπατριώτες του τον κτυπούσαν, τον χλεύαζαν και του ξερίζωναν τα γένια του, του έκαναν διάφορα άλλα μαρτύρια. Όλα αυτά ο Άγιος τα
υπέμεινε με μεγάλη υπομονή και χαρά. Οι ονειδισμοί χάριν του Χριστού ήταν για τον Άγιο, εγκώμια.
Ύστερα από όλα αυτά ο τύραννος άρχισε να τον ανακρίνει πάλι, φοβερίζοντας να τον στείλει στον βασιλέα, για να τον βασανίσει περισσότερο και σκληρότερα. Αλλά ο Άγιος
δεν υποχωρούσε. Παρέμενε στερεός και ασάλευτος στην πίστη του Χριστού μας. Τότε διέταξε ο άρχων να τον ξαπλώσουν κάτω στο χώμα και να τον κτυπούν άσπλαχνα.
Ξαπλωμένος, όπως ήταν, δεχόταν από τους δήμιους ξυλοδαρμούς με αξιοθαύμαστη καρτερικότητα. Αν και δεν ήταν δεμένος εν τούτοις ελάχιστα κουνήθηκε από την θέση του.
Και όλα αυτά τα βασανιστήρια, πού προκαλούσαν αβάστακτους πόνους, ο Άγιος Αναστάσιος τα υπέμεινε, χωρίς γογγυσμούς, αλλά αντιθέτως με μεγάλη χαρά, διότι περίμενε να απόλαυση την μέλλουσα μακαριότητα.
Ο τύραννος κατόπιν τον έριξε στην φυλακή, ελπίζοντας, ότι ο Άγιος θα φοβηθεί, θα μετανοήσει και θα αρνηθεί τον Χριστό. Όταν πέρασαν πολλές ημέρες, τον έβγαλαν από την
φυλακή και του είπαν να προσφέρει θυσία στα είδωλα, όπως έκαμναν κι αυτοί. Και ο Άγιος του είπε:
Ω! της ανοησίας σου! Πώς είναι δυνατόν να με διατάζεις να προσκυνήσω τη φωτιά, τα βουνά, τα κτήνη και άλλα παρόμοια κτίσματα, ταλαίπωρε! Ο Θεός, άρχοντά μου,
δημιούργησε τον άνθρωπο βασιλιά και αφέντη σε όλα αυτά, πού μου είπες να τα λατρεύσω, και να τα έχει υπόδουλα, και μόνο τον αληθινό Θεό, ο οποίος είναι δημιουργός
των πάντων, να σέβεται και να λατρεύει.
Οι Αδελφοί τον ενισχύουν
Με αυτά και με άλλα λόγια αληθινά ο μάρτυς νίκησε τον τύραννο. Και επειδή δεν μπορούσε ν απαντήσει στον μάρτυρα, τον έβαλε στην φυλακή. Όλα όμως αυτά, πού συνέβησαν γύρω από τον Άγιο Αναστάσιο, τα έμαθε ο διδάσκαλος του. Για όλα αυτά χάρηκε και δόξασε τον Θεό. Συγκέντρωσε κατόπιν όλη την αδελφότητα, έκαμαν θερμή παράκληση για να τον δυναμώσει ο Χριστός να νικήσει τον τύραννο, και να πάρει τον στέφανο του μαρτυρίου. Κατόπιν του έστειλαν με δύο μοναχούς ενθαρρυντικά γράμματα, με τα οποία τον συμβούλευαν στοργικά να μη φοβηθεί την σκληρότητα του τυράννου, αλλά με ανδρεία και γενναιότητα να υπομένει όλα τα μαρτύρια, ώστε να τελειώσει νικηφόρα τον δρόμο, πού είχε αρχίσει. Όσες, μέρες βρισκόταν ο Άγιος στην φυλακή δεμένος, δεν άφηνε καμία νύχτα τον κανόνα του. Και όσο μπορούσε προσευχόταν, παρά τις πληγές και τις αλυσίδες πού τον δυσκόλευαν.
Τί είδε ο δήμιος Εβραίος
Μια νύχτα όμως καθώς έψελνε, τον άκουσε κάποιος δήμιος. Ο δήμιος αυτός ήταν στην θρησκεία Εβραίος, πλην όμως ήταν καλός. Αυτός, λοιπόν, βλέποντας τον Άγιο να
κουβαλάει όλη την ημέρα λιθάρια και την νύχτα να μην κοιμάται, αλλά να προσεύχεται, τον θαύμαζε. Γι αυτό λοιπόν μια φορά έβαλε σε μια σχισμή, σε μια τρύπα της φυλακής τα
μάτια του, για να δει τί κάνει ο Άγιος. Αλλά τι να δει! Βλέπει θαύμα εξαίσιο. Είδε μερικούς ασπροφορεμένους να φορούν αρχιερατικές στολές. Όλοι δε αυτοί να βρίσκονται γύρω
από τον Άγιο και τα πρόσωπά τους να λάμπουν σαν τον ήλιο. Κατά τον ίδιο τρόπο ήταν ντυμένος και ο Άγιος Αναστάσιος, τον οποίο θύμιαζε κάποιος νέος, πού στεκόταν
μπροστά στον Άγιο σαν διάκονος.
Μόλις είδε αυτά τα ουράνια πράγματα ο Εβραίος, θέλησε να πάει να ξυπνήσει κάποιο σύντροφο του, πού ήταν Χριστιανός και έπαρχος της Σκυθοπόλεως. Στάθηκε όμως
αδύνατο να φύγει από την θέση του. Δεν μπορούσε να κουνήσει, ούτε πόδια, ούτε χέρια, από την έκπληξη του θαύματος ή και κατά παραχώρηση Θεού, διά να οικονομήσει
κάτι άλλο καλλίτερο.
Αφού πίεσε τον εαυτό του, κατόρθωσε να πάει στον πλησίον του, όπου του διηγήθηκε όλα αυτά, πού είδε. Όταν άκουσε αυτά ο άλλος, πήγε να δει και αυτός. Πλην όμως
δεν είδε τίποτε; Και διά να μη στερηθεί τα όσα είδε αυτός άρχισε να του τα διηγείται όλα με κάθε λεπτομέρεια.
Στο Βασιλέα Χοσρόη
Αφού είδε ο τύραννος, ότι ο Άγιος δεν πρόκειται ν’ αλλάξει με κανένα τρόπο γνώμη, παίρνει αλυσίδες και μαζί με δύο άλλους Χριστιανούς τον δένει. Διατάζει έπειτα τους δήμιους
να τον παραδώσουν στον βασιλιά. Πολλοί Χριστιανοί με δάκρυα τους ακολουθούσαν. Προσευχόντανε στον Κύριο να τους δίνη μέχρι τέλους δύναμη. Τον Άγιο τον ακολουθούσε
και ένας από τους δυο μοναχούς, τους οποίους είχε στείλει ο γέροντας του, για να τον υπηρετείσουν στα αναγκαία και να βλέπει όλα τα μαρτύρια του για να τα διηγηθεί υστέρα
στους μοναχούς. Από τις πόλεις πού περνούσε ο Άγιος, όλοι οι χριστιανοί πήγαιναν και τον προϋπαντούσαν και τέλος με μεγάλη τιμή και ευλάβεια τον αποχαιρετούσαν. Αλλά ο
Άγιος από μεγάλη ταπείνωση δεν δεχόταν τις τιμές αυτές και μάλιστα λυπότανε γι αυτό. Από τον ποταμό Τίγρη έγραψε στον Αρχιερέα της Ιεραπόλεως, δύο γράμματα. Με αυτά
τον παρακαλούσε να προσευχηθεί στον Κύριο, για να του δίνη δύναμη και υπομονή, ώστε να δυνηθεί να τελειώσει τον δρόμο της αθλήσεως. Τέλος έφθασαν και στην Περσίδα.
Εκεί ο μεν Άγιος μπήκε στην φυλακή, ο δε μοναχός πού τον ακολουθούσε, έμεινε σε κάποιο σπίτι Χριστιανικό. Σε λίγες μέρες πληροφόρησαν τον βασιλιά Χοσρόη σχετικά με
τον Άγιο. Ο βασιλιάς διέταξε να τον οδηγήσουν μπροστά του.
Νέα Μαρτυρία
Ο άρχοντας βλέποντας, ότι δεν κατόρθωσε, ούτε με κολακείες ούτε με φοβέρες, να κάμει τίποτε, διέταξε να τον κτυπήσουν αλύπητα με ράβδους. Ύστερα ο τύραννος, διέταξε
και του έβαλαν στα πόδια του ξύλα. Τον ξάπλωσαν ανάσκελα και μερικοί χειροδύναμοι, έσφιγγαν τα ξύλα με όλη τους την δύναμη. Με τέτοια βασανιστήρια ο μάρτυς του Χριστού
βασανιζόταν ώρες ολόκληρες.
Κάποιος Χριστιανός, πού τον λέγανε Σελλάριο, και ο οποίος φύλαγε τους φυλακισμένους Χριστιανούς, άφησε τον υπηρέτη του μάρτυρος να πηγαίνει ελεύθερα στη φυλακή,
και να τον υπηρετεί. Πολλοί δε χριστιανοί πήγαιναν στον φυλακισμένο μάρτυρα και έπεφταν στα πόδια του. Του φιλούσαν τα δεσμά του και ζητούν την ευλογία του. Αλλά ο Άγιος, στολισμένος με την ταπεινοφροσύνη, τους εμπόδιζε. Δεν ήθελε τον ανθρώπινο έπαινο.
Μετά από λίγες ημέρες έβγαλαν τον Άγιο από την φυλακή. Ο βασιλιάς διέταξε έναν δικαστικό άρχοντα να τον ανακρίνει ξανά. Βλέποντας ο τύραννος ότι ο Άγιος δεν αλλάζει με
οργή διέταξε τους δήμιους και τον κτυπούσαν με ρόπαλα, όπως και προηγουμένως. Βλέποντας όμως, ότι ούτε με τα ρόπαλα έβγαζε αποτέλεσμα, τον έκλεισε ξανά στην φυλακή.
Έπειτα από λίγες μέρες ο τύραννος προσπάθησε πάλι με κολακείες και με φοβέρες, να κάμει τον Άγιο ν’ αρνηθεί τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Άγιος με θαυμαστή
σταθερότητα, έμεινε ακλόνητος στην πίστη του Χριστού μας. Με θυμούς με νεύρα και φωνές διέταξε ο τύραννος να τον βασανίσουν. Στο πόδι του Αγίου έδεσαν ένα πελώριο
λιθάρι, και από το ένα χέρι του τον κρέμασαν επί δύο ώρες, ώστε να σπάσουν βιαίως τα μέλη του σώματος του. Ο Άγιος, με την βοήθεια του Χριστού, βάσταξε γενναίως και το
οδυνηρό αυτό μαρτύριο. Ο άρχοντας βλέποντας να χάνονται οριστικά οι ελπίδες του στην προσπάθειά του ν’ αλλάξει γνώμη ο Άγιος, πήγε στον βασιλιά και του είπε:
—Βασιλιά μου, σε συμβουλεύω να μη προσπαθήσεις περισσότερο, διότι με τόσα μαρτύρια αυτός ο άνθρωπος δεν άλλαξε γνώμη. Δεν είναι εύκολο να νικήσουμε τον Αναστάσιο.
Τον θανατώνουν με άλλους 70 Χριστιανούς
Ο Βασιλιάς μόλις άκουσε αυτά αγρίεψε και διέταξε να τον θανατώσουν, μαζί με τους άλλους Χριστιανούς. Πράγματι! Πήγαν στην φυλακή και έβγαλαν μαζί με τον Άγιο και άλλους
Χριστιανούς, 70 τον αριθμό. Όλους αυτούς τους πήγαν κοντά στο ποτάμι. Εκεί με ένα σχοινί τους έπνιγαν μπροστά στα μάτια του Αγίου και χασκογελώντας μακάβρια, λέγανε
στον Άγιο Αναστάσιο:
—Γιατί δεν κάμνεις το θέλημα του βασιλιά, παρά προτιμάς τον μαρτυρικό θάνατο;
Ο Άγιος όμως αφού πρώτα ευχαρίστησε τον Θεό, πού τον αξιώνει να μαρτυρήσει, όπως ακριβώς επιθυμούσε, διά το όνομά του, είπε στον τύραννο:
—Εγώ τύραννε, ποθούσα για την αγάπη του Χριστού, να τεμαχισθεί το σώμα μου, σε μικρά - μικρά κομματάκια. Επιθυμούσα να είναι ο θάνατος μου πικρότατος και γεμάτος
από πόνους φρικτούς. Δυστυχώς βλέπω το αντίθετο. Θα με θανατώσετε χωρίς βάσανα και πόνους. Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, πού θανατώνομαι χωρίς φρικτούς πόνους.
Αυτά είπε ο μακάριος Αναστάσιος και έκλινε το κεφάλι του. Οι δήμιοι με ένα ξίφος του το έκοψαν. Την Αγία κεφαλήν του Αγίου, οι δήμιοι, την πήγαν στον βασιλιά για να
διαπιστώσει και ο ίδιος τον θάνατον του Αναστασίου.
Η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου οσιομάρτυρα Αναστασίου του Πέρσου, έγινε το 638μ.Χ., δέκα χρόνια μετά το μαρτυρικό του τέλος και η οποία εορτάζεται από την Εκκλησία
μας στις 24 Ιανουαρίου. Κατά τους Συναξαριστές, κάποιος επίσκοπος Ρωμαίος πήγε στην Περσία και μετακόμισε τα Ιερά Λείψανα του Αγίου στην Καισαρεία της Παλαιστίνης,
τη δε κάρα του μετέφερε στη Ρώμη.
Το Λείψανο του θαυματουργεί
Ο Σελλάριος πήγε να πάρει το λείψανο του Αγίου, αλλά οι δήμιοι δεν τον άφησαν. Τα παιδιά όμως του Ιεσδίν, έδωκαν πολλά χρήματα και πήραν την άδεια να πάνε κρυφά να το
πάρουν. Πράγματι, τα παιδιά μαζί με τον μοναχό, πού υπηρετούσε τον Άγιο, πήγαν στον τόπο του μαρτυρίου και ώ του θαύματος! Το Λείψανο του Αγίου Αναστασίου τα σκυλιά
δεν το έτρωγαν, ούτε το πλησίασαν καθόλου. Με μεγάλη ευλάβεια πήραν το λείψανο του Αγίου, πήγαν και το έθαψαν στο Μοναστήρι του Αγίου Σεργίου. Ήταν το δέκατον
έβδομον έτος της βασιλείας του Ηρακλείου, στις 22 Ιανουαρίου.
Ο αδελφός, πού πολλές φορές είχε σταλεί για να υπηρετήσει τον Άγιο Αναστάσιο, αφού τον έθαψε στο Μοναστήρι του Αγίου Σεργίου έφυγε από λίγο καιρό να επιστρέψει στον
Μοναστήρι του. Κοντά του έφερνε και το μοναχικό του Αγ. κολλόβιον, δηλ. τον μανδύα!. Διηγήθηκε τότε στον ηγούμενο και στους άλλους μοναχούς όλα. Στο Μοναστήρι, πού
θάψαμε το Άγιο λείψανο, ήταν ένας νέος μοναχός, πού είχε πονηρό και κακό δαιμόνια. Ο Ηγούμενος του Μοναστηριού πήρε το κολλόβιο του Αγίου και το φόρεσε στο
δαιμονισμένο μοναχό. Τότε αμέσως, όπως φεύγει το σκοτάδι από το φώς, έτσι έφυγε και το δαιμόνιον από τον μοναχό αυτόν. Δεν μπορούσε ο διάβολος να υποφέρει την
αγιότητα του μαρτυρικού ράσου.
Στίχος
Ἀναστάσιος ἐν τραχήλῳ τὸν βρόχον, Ὡς λαμπρὸν ὅρμον ὡραΐζεται φέρων. Εἰκάδι δευτερίῃ Ἀναστάσιος βρόχον ἔτλη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Τὴν πλάνην ἀφέμενος, τὴν τῶν Περσῶν νουνεχῶς, τῇ πίστει προσέδραμες, τῇ τοῦ Χρίστου εὐσεβῶς, σοφὲ Ἀναστάσιε· ὅθεν καὶ ἐν ἀσκήσει,
διαπρέψας ἐνθέως, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλες· διὸ διπλῷ στεφάνῳ, θεόθεν ἐστεφάνωσαι.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν
ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας, καρτερῶς διήνυσας, τοῦ μαρτυρίου τὴν ὁδόν· ὅθεν ἀξίως δεδόξασαι, Ὁσιομάρτυς Χριστοῦ Ἀναστάσιε.
Ἕτερον Κοντάκιον (μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Τιμοθέου). Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ
Τὸν θεῖον Μαθητήν, καὶ συνέκδημον Παύλου, Τιμόθεον πιστοί, εὐφημήσωμεν ὕμνοις, σὺν τούτῳ γεραίροντες, τὸν σοφὸν Ἀναστάσιον, τὸν ἐκλάμψαντα,
ἐκ τῆς Περσίδος ὡς ἄστρον, καὶ ἐλαύνοντα, τὰ ψυχικὰ ἡμῶν πάθη, καὶ νόσους τοῦ σώματος.
Μεγαλυνάριον
Τὸν Ὁσιομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἐκ τῆς Περσίας, ἀπαστράψαντα μυστικῶς, ἀρετῶν ἀσκήσει, καὶ ἄθλοις μαρτυρίου, τὸν θεῖον Ἀναστάσιον μακαρίσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον (μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Τιμοθέου)
Παύλου ἐχρημάτισας Μαθητής, Τιμόθεε μάκαρ, ὡς Ἀπόστολος εὐκλεής· θείων δὲ χαρίτων, ἐπλήσθης ἐναθλήσας, Χριστοῦ Ὁσιομάρτυς, ὦ Ἀναστάσιε.
Ο ένδοξος Μάρτυρας του Χριστού Αναστάσιος, καταγόταν από την Περσία. Έζησε το έτος 610 μ.Χ. Κατά την εποχή εκείνη βασιλιάς της Πέρας ήταν ο Χοσρόης, του δε Βυζαντίου ο αυτοκράτορας ο Ηράκλειος. Το πρώτο όνομα του Αγίου ήταν Μάργουνδατ. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους πιο σοφούς και τους πιο αρίστους στην σατανική τέχνη της μαγείας και ονομαζόταν Βάβ. Αυτός, λοιπόν, ο πατέρας του Αναστασίου, είχε πολλούς μαθητές, στους οποίους μάθαινε, πώς να φτιάχνουν μάγια. Μεταξύ των μαθητών του ξεχώριζε και ο Αναστάσιος. Ο πατέρας του, έβαλε
όλη του την σατανική δύναμη και τέχνη να κάνη το παιδί του ένα από τους μεγαλύτερους μάγους του καιρού του, ώστε να ξεπεράσει ακόμη κι αυτόν τον ίδιο, τον εαυτό του, στην μαγεία. Όταν ο Αναστάσιος μεγάλωσε, ο πατέρας του τον έγραψε σε κάποιο τάγμα, που το λέγανε τάγμα των τηρώνων, δηλ. τάγμα των νεοσυλλέκτων.
Ο Τίμιος Σταυρός θαυματουργεί στην Περσία
Οι Πέρσες εκστράτευσαν εναντίον της Ιερουσαλήμ και την κυρίευσαν. Στα Ιεροσόλυμα βρήκαν και λεηλάτησαν πάρα πολλά πράγματα μεγάλης αξίας. Μεταξύ όλων των
πραγμάτων αυτών εκείνο πού είχε την μεγαλυτέρη αξία διά τους χριστιανούς, ήταν ο Τίμιος και ζωοποιός και σωτήριος Σταυρός του Χριστού μας. Ο αιχμάλωτος Σταυρός τους
γλύτωσε από την ειδωλολατρία και τους χάρισε την ελευθερία τους. Όσο καιρό βρισκόταν στην Περσία ο Σταυρός πάντοτε άστραφτε και παντού άπλωνε τις ευεργετικές ακτίνες
της χάριτος σαν όπλο σωτήριο και ακατανίκητο. Και εκείνες τις ψυχές πού δεν δεχόταν τα λόγια του ευαγγελίου τις μάστιζε;. Εκείνοι όμως πού είχαν πολλή διάθεση, και δέχονταν την αληθινή πίστη του Χριστού, κατά τρόπον θαυμαστό τους φώτιζε. Ένας από αυτούς πού δέχτηκαν την πίστη ήταν και ο Αναστάσιος.
Η Θεϊκή φωτιά
Όλα αυτά πού γίνονταν στα μέρη της Περσίας, τα άκουσε και ο Αναστάσιος. Μέσα στην ψυχή του άναψε μυστικά η θεϊκή φωτιά. Διά τούτο ρωτούσε παντού να μάθει ο νέος, για την χριστιανική πίστη. Ο Αναστάσιος ρώτησε και έμαθε από τους ευσεβείς Χριστιανούς, όλα εκείνα πού έγιναν γύρω από το μυστήριο της θείας οικονομίας. Τότε με μεγάλη χαρά και αγαλλίαση δέχθηκε τους σπόρους της ευσεβείας και καρποφόρησε καρπούς πίστεως. Το αποτέλεσμα ήταν, να απαρνηθεί και να εγκαταλείψει την πατρίδα του, τα πλούτη του, τους συγγενείς του και τα στρατιωτικά αξιώματα, πού όλα αυτά ήταν πρόσκαιρα και μάταια και ανωφελή. Προτίμησε λοιπόν ν’ αποκτήσει ουράνια πλούτη. Έτσι πρώτα ήλθε στην Ιεράπολι. Εκεί έμεινε στο σπίτι κάποιου Πέρσου Χριστιανού στο θρήσκευμα και χρυσοχόου το επάγγελμα. Ο Αναστάσιος παρεκάλεσε τον χριστιανό αυτόν Πέρση να τον βοηθήσει, ώστε να λάβει το άγιο βάπτισμα. Ήθελε ο Αναστάσιος να βαπτιστεί για να καθαρισθεί από κάθε αμαρτία και προ παντός από την μαγική σαπίλα, και να γίνει δούλος του Χριστού.
Πώς εβαπτίσθη
Ο χρυσοχόος όμως, επειδή φοβόταν τον Περσικό κίνδυνο, απέφυγε να τον βάφτιση. Ο Αναστάσιος πολλές φορές πήγαινε στην εκκλησία και προσευχόταν. Ο Αναστάσιος
βλέποντας στους τοίχους της εκκλησίας ζωγραφισμένους τους Αγίους μας, ρωτούσε τους άλλους χριστιανούς να μάθη για τη ζωή των Αγίων. Ακούγοντας δε για τους αγώνες
και τα παλαίσματα των Αγίων, η καρδιά του Αναστασίου άναβε ακόμη περισσότερο από την θεϊκή αγάπη. Τότε έτρεξε και ήλθε στα Ιεροσόλυμα, για να βαπτιστεί. Στα Ιεροσόλυμα,
λοιπόν, βρήκε κάποιον χριστιανό. Σ’ αυτόν εκμυστηρεύτηκε τον πόθο του και τον παρεκάλεσε να τον βοηθήσει να βαπτιστεί. Πράγματι ο χριστιανός αυτός πήρε τον Αναστάσιο
και τον πήγε σε κάποιο πρεσβύτερο, πού τον λέγανε Ηλία. Ο Ηλίας, πού ήταν ιερεύς στο ναό της Αγίας Αναστάσεως τον έφερε στον πατριάρχη Μόδεστο. Ο Πατριάρχης με
μεγάλη χαρά δέχθηκε και βάφτισε τον νέον αυτόν και του έδωκε το όνομα Αναστάσιος. Ο Αναστάσιος, λοιπόν, έμεινε στο σπίτι του ιερέως Ηλία οκτώ ημέρες. Σύμφωνα με την
συνήθεια των κατηχουμένων ο θειος Ηλίας ρώτησε τον Αναστάσιο που σκέπτεται να πάει. Ο Αναστάσιος τον παρεκάλεσε να τον κάνει καλόγηρο. Ο πρεσβύτερος Ηλίας
κατάλαβε, ότι ο Αναστάσιος έχει καλή ψυχή, και ότι μια μέρα θα γινόταν ένα στολίδι της Εκκλησίας του Χριστού. Γι αυτό δέχθηκε να τον κάμει μοναχό.
Στο Μοναστήρι
Όταν ο Όσιος ιερεύς τελείωσε την θεία λειτουργία, πήρε μαζί του τον Αναστάσιο και πήγαν στο Μοναστήρι του Αγίου Αναστασίου. Ηγούμενος εκεί ήταν ένας ξακουστός και
ενάρετος άνθρωπος, πού τον λέγανε Ιουστίνο. Ο Ηγούμενος με μεγάλη χαρά δέχθηκε τον Αναστάσιο και τον έκαμε και μοναχό. Ήταν δε τότε ο δέκατος χρόνος πού βασίλευε
στο Βυζάντιο ο ευσεβής Ηράκλειος. Ο Αναστάσιος έδειξε μέσα στο Μοναστήρι θαυμάσια διαγωγή. Ζούσε θεάρεστα, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Στο Μοναστήρι ο Άγιος
κάθισε επτά χρόνια.
Νίκησε τους πειρασμούς του
Αλλά ο φθονερός διάβολος δεν άντεξε άλλο. Δεν μπορούσε να υποφέρει τόσο μεγάλη αρετή και τόση μεγάλη αγάπη προς τον Χριστό. Γι αυτό έλαβε την απόφαση να του φέρνει
εμπόδια. Πρώτα - πρώτα άρχισε να του βάζει στο μυαλό του την καλοπέραση, πού είχε στην πατρίδα του, την Περσία. Έπειτα του έβαλε στο μυαλό του, την αγάπη του πατέρα
του, τις κοσμικές απολαύσεις και όλα εκείνα, τα οποία είναι μάταια και πρόσκαιρα. Ο Άγιος κατέφευγε πάντοτε στην προσευχή, ζητώντας την βοήθεια του Χριστού. Κατόπιν με
δάκρυα πήγαινε στο δάσκαλο του και του έλεγε όλους τους πειρασμούς του φθονερού και δολίου δράκοντος. Ο διδάσκαλος του μόλις άκουσε αυτά από τον Αναστάσιο φώναξε και συγκεντρώθηκαν όλοι οι μοναχοί για να κάνουν παράκληση προς τον Κύριο. Και με αυτόν τον τρόπο ελευθερώθηκε ο Αναστάσιος από τον διάβολο.
Προβλέπει το Μαρτύριο του
Ύστερα από λίγο ο τρισμακάριος αυτός Αναστάσιος είδε όλα αυτά πού ποθούσε, σε ένα όραμα, το οποίον είχε ως εξής: Είδε ότι ανέβηκε σε κάποιο βουνό ψηλό και μετέωρο.
Εκεί κάποιος άνθρωπος του έδωκε ένα Χρυσό ποτήρι, το οποίον ήταν στολισμένο με πολύτιμους λίθους. Το Χρυσό αυτό ποτήρι ήταν γεμάτο από κρασί. Ο άνθρωπος, πού του
το έδωσε, του είπε: Λάβε και πιες το. Πράγματι, ο μακάριος Αναστάσιος το ήπιε το κρασί. Τότε δε του φάνηκε στην γεύση πολύ καλό, ώστε αισθάνθηκε στην ψυχή του και κάποια
γλυκύτητα. Κατάλαβε ο Άγιος Αναστάσιος, προτού ξυπνήσει, ότι ο Θεός με το όραμα αυτό, του έδειξε το μαρτύριο, πού επρόκειτο να του κάμουν. Όταν ξύπνησε με δάκρυα ο
Αναστάσιος πήγε και έπεσε στα πόδια του δασκάλου του και τον παρακαλούσε να προσευχηθεί γι αυτόν, διότι το τέλος της ζωής του πλησιάζει. Του διηγήθηκε κατόπιν το όραμα
του αλλά δεν του φανέρωσε την επιθυμία του ότι θέλει να μαρτυρήσει μήκως ο δάσκαλος του τον εμποδίσει.
Πηγαίνει για το Μαρτύριο
Η ψυχή του ποθούσε το μαρτύριο. Σε λίγο όμως, χωρίς να πάρει μαζί του ούτε άρτους, ούτε αργύριο, ούτε άλλο ιμάτιο εκτός από αυτό πού φορούσε, έφυγε κρυφά από το
Μοναστήρι. Φεύγοντας από το Μοναστήρι, ήλθε στην Καισαρεία της Παλαιστίνης. Εκεί ήταν ο ναός της Αειπαρθένου Θεοτόκου. Στον ναό αυτό ο Άγιος έμεινε επί δύο ημέρες προσευχόμενος. Ζητούσε να τον οδηγήσει σύμφωνα με το συμφέρον της ψυχής του. Ύστερα ήλθε στο ναό της Άγιας Ευφημίας.
Ελέγχει τους μάγους και φυλακίζεται
Εκεί όμως είδε μερικούς μάγους από την Περσία, οι οποίοι έκαμαν μάγια και μάντευαν σαν δηλ. σαν τα σημερινά σατανικά μέντιουμ. Ο Άγιος κινούμενος από θείο ζήλο του
ήλεγξε αυστηρά και τους είπε: «Αυτά, τα οποία κάμνετε εσείς τώρα, τα έκανα κι εγώ. Όταν όμως γνώρισα την αληθινή πίστη του Χριστού, έτρεξα και καθαρίστηκα με το Άγιο
Βάπτισμα. Έκτοτε εγκατέλειψα και μίσησα, τα έργα αυτά του Διαβόλου. Το ίδιο συμβουλεύω να κάνετε κι εσείς και χωρίς καμία αναβολή μάλιστα. Μακριά απ τον Σατανά...».
Προσπαθούσε έτσι να τους φέρει σε μετάνοια.
Εκείνη την στιγμή όμως, κι ενώ ακόμη συζητούσε ο Αναστάσιος με τους μάγους, συνέβη το έξης: Εκεί κοντά ήσαν κι άλλοι Πέρσες, οι οποίοι υπηρετούσαν μαζί με τον Άγιο
στρατιώτες στην πατρίδα του, την Περσία. Αυτοί, λοιπόν, μόλις τον είδαν, τον γνώρισαν όρμησαν σαν λύκοι άγριοι κατ’ επάνω του. Τον άρπαξαν βάναυσα και τον έρριξαν βίαια
στην φυλακή.
Στην φυλακή ο Άγιος καθόταν, ώσπου να έλθει ο άρχοντάς των Μαρσαβανάς, για να τον εξετάσει, διότι απουσίαζε από την Καισάρεια.
Μπροστά στον Μαρσαβανά
Όταν λοιπόν ήλθε ο τύραννος, του πήγαν μπροστά του τον Άγιο για ανακρίσεις. Ο Άγιος δεν τον προσκύνησε, όπως είναι συνήθεια στους Πέρσες, αλλά στάθηκε όρθιος,
χωρίς φόβο, φανερώνοντας έτσι την Ελευθερία της ψυχής του. Ο Μαρσαβανάς προσπάθησε στην αρχή με διάφορες κολακείες να τον κάνει να αρνηθεί τον Χριστό. Ο Άγιος
όμως αδιαφορούσε για τα λόγια του τυράννου.
Τότε ο σκληρός τύραννος, διέταξε να βάλουν στο ένα πόδι του και στο λαιμό του μια σιδερένια αλυσίδα. Διέταξε έπειτα να σηκώνει λιθάρια και να τα ανεβάζει στο τειχόκαστρο.
Αλλά δεν έφθαναν μόνον αυτά. Οι συμπατριώτες του τον κτυπούσαν, τον χλεύαζαν και του ξερίζωναν τα γένια του, του έκαναν διάφορα άλλα μαρτύρια. Όλα αυτά ο Άγιος τα
υπέμεινε με μεγάλη υπομονή και χαρά. Οι ονειδισμοί χάριν του Χριστού ήταν για τον Άγιο, εγκώμια.
Ύστερα από όλα αυτά ο τύραννος άρχισε να τον ανακρίνει πάλι, φοβερίζοντας να τον στείλει στον βασιλέα, για να τον βασανίσει περισσότερο και σκληρότερα. Αλλά ο Άγιος
δεν υποχωρούσε. Παρέμενε στερεός και ασάλευτος στην πίστη του Χριστού μας. Τότε διέταξε ο άρχων να τον ξαπλώσουν κάτω στο χώμα και να τον κτυπούν άσπλαχνα.
Ξαπλωμένος, όπως ήταν, δεχόταν από τους δήμιους ξυλοδαρμούς με αξιοθαύμαστη καρτερικότητα. Αν και δεν ήταν δεμένος εν τούτοις ελάχιστα κουνήθηκε από την θέση του.
Και όλα αυτά τα βασανιστήρια, πού προκαλούσαν αβάστακτους πόνους, ο Άγιος Αναστάσιος τα υπέμεινε, χωρίς γογγυσμούς, αλλά αντιθέτως με μεγάλη χαρά, διότι περίμενε να απόλαυση την μέλλουσα μακαριότητα.
Ο τύραννος κατόπιν τον έριξε στην φυλακή, ελπίζοντας, ότι ο Άγιος θα φοβηθεί, θα μετανοήσει και θα αρνηθεί τον Χριστό. Όταν πέρασαν πολλές ημέρες, τον έβγαλαν από την
φυλακή και του είπαν να προσφέρει θυσία στα είδωλα, όπως έκαμναν κι αυτοί. Και ο Άγιος του είπε:
Ω! της ανοησίας σου! Πώς είναι δυνατόν να με διατάζεις να προσκυνήσω τη φωτιά, τα βουνά, τα κτήνη και άλλα παρόμοια κτίσματα, ταλαίπωρε! Ο Θεός, άρχοντά μου,
δημιούργησε τον άνθρωπο βασιλιά και αφέντη σε όλα αυτά, πού μου είπες να τα λατρεύσω, και να τα έχει υπόδουλα, και μόνο τον αληθινό Θεό, ο οποίος είναι δημιουργός
των πάντων, να σέβεται και να λατρεύει.
Οι Αδελφοί τον ενισχύουν
Με αυτά και με άλλα λόγια αληθινά ο μάρτυς νίκησε τον τύραννο. Και επειδή δεν μπορούσε ν απαντήσει στον μάρτυρα, τον έβαλε στην φυλακή. Όλα όμως αυτά, πού συνέβησαν γύρω από τον Άγιο Αναστάσιο, τα έμαθε ο διδάσκαλος του. Για όλα αυτά χάρηκε και δόξασε τον Θεό. Συγκέντρωσε κατόπιν όλη την αδελφότητα, έκαμαν θερμή παράκληση για να τον δυναμώσει ο Χριστός να νικήσει τον τύραννο, και να πάρει τον στέφανο του μαρτυρίου. Κατόπιν του έστειλαν με δύο μοναχούς ενθαρρυντικά γράμματα, με τα οποία τον συμβούλευαν στοργικά να μη φοβηθεί την σκληρότητα του τυράννου, αλλά με ανδρεία και γενναιότητα να υπομένει όλα τα μαρτύρια, ώστε να τελειώσει νικηφόρα τον δρόμο, πού είχε αρχίσει. Όσες, μέρες βρισκόταν ο Άγιος στην φυλακή δεμένος, δεν άφηνε καμία νύχτα τον κανόνα του. Και όσο μπορούσε προσευχόταν, παρά τις πληγές και τις αλυσίδες πού τον δυσκόλευαν.
Τί είδε ο δήμιος Εβραίος
Μια νύχτα όμως καθώς έψελνε, τον άκουσε κάποιος δήμιος. Ο δήμιος αυτός ήταν στην θρησκεία Εβραίος, πλην όμως ήταν καλός. Αυτός, λοιπόν, βλέποντας τον Άγιο να
κουβαλάει όλη την ημέρα λιθάρια και την νύχτα να μην κοιμάται, αλλά να προσεύχεται, τον θαύμαζε. Γι αυτό λοιπόν μια φορά έβαλε σε μια σχισμή, σε μια τρύπα της φυλακής τα
μάτια του, για να δει τί κάνει ο Άγιος. Αλλά τι να δει! Βλέπει θαύμα εξαίσιο. Είδε μερικούς ασπροφορεμένους να φορούν αρχιερατικές στολές. Όλοι δε αυτοί να βρίσκονται γύρω
από τον Άγιο και τα πρόσωπά τους να λάμπουν σαν τον ήλιο. Κατά τον ίδιο τρόπο ήταν ντυμένος και ο Άγιος Αναστάσιος, τον οποίο θύμιαζε κάποιος νέος, πού στεκόταν
μπροστά στον Άγιο σαν διάκονος.
Μόλις είδε αυτά τα ουράνια πράγματα ο Εβραίος, θέλησε να πάει να ξυπνήσει κάποιο σύντροφο του, πού ήταν Χριστιανός και έπαρχος της Σκυθοπόλεως. Στάθηκε όμως
αδύνατο να φύγει από την θέση του. Δεν μπορούσε να κουνήσει, ούτε πόδια, ούτε χέρια, από την έκπληξη του θαύματος ή και κατά παραχώρηση Θεού, διά να οικονομήσει
κάτι άλλο καλλίτερο.
Αφού πίεσε τον εαυτό του, κατόρθωσε να πάει στον πλησίον του, όπου του διηγήθηκε όλα αυτά, πού είδε. Όταν άκουσε αυτά ο άλλος, πήγε να δει και αυτός. Πλην όμως
δεν είδε τίποτε; Και διά να μη στερηθεί τα όσα είδε αυτός άρχισε να του τα διηγείται όλα με κάθε λεπτομέρεια.
Στο Βασιλέα Χοσρόη
Αφού είδε ο τύραννος, ότι ο Άγιος δεν πρόκειται ν’ αλλάξει με κανένα τρόπο γνώμη, παίρνει αλυσίδες και μαζί με δύο άλλους Χριστιανούς τον δένει. Διατάζει έπειτα τους δήμιους
να τον παραδώσουν στον βασιλιά. Πολλοί Χριστιανοί με δάκρυα τους ακολουθούσαν. Προσευχόντανε στον Κύριο να τους δίνη μέχρι τέλους δύναμη. Τον Άγιο τον ακολουθούσε
και ένας από τους δυο μοναχούς, τους οποίους είχε στείλει ο γέροντας του, για να τον υπηρετείσουν στα αναγκαία και να βλέπει όλα τα μαρτύρια του για να τα διηγηθεί υστέρα
στους μοναχούς. Από τις πόλεις πού περνούσε ο Άγιος, όλοι οι χριστιανοί πήγαιναν και τον προϋπαντούσαν και τέλος με μεγάλη τιμή και ευλάβεια τον αποχαιρετούσαν. Αλλά ο
Άγιος από μεγάλη ταπείνωση δεν δεχόταν τις τιμές αυτές και μάλιστα λυπότανε γι αυτό. Από τον ποταμό Τίγρη έγραψε στον Αρχιερέα της Ιεραπόλεως, δύο γράμματα. Με αυτά
τον παρακαλούσε να προσευχηθεί στον Κύριο, για να του δίνη δύναμη και υπομονή, ώστε να δυνηθεί να τελειώσει τον δρόμο της αθλήσεως. Τέλος έφθασαν και στην Περσίδα.
Εκεί ο μεν Άγιος μπήκε στην φυλακή, ο δε μοναχός πού τον ακολουθούσε, έμεινε σε κάποιο σπίτι Χριστιανικό. Σε λίγες μέρες πληροφόρησαν τον βασιλιά Χοσρόη σχετικά με
τον Άγιο. Ο βασιλιάς διέταξε να τον οδηγήσουν μπροστά του.
Νέα Μαρτυρία
Ο άρχοντας βλέποντας, ότι δεν κατόρθωσε, ούτε με κολακείες ούτε με φοβέρες, να κάμει τίποτε, διέταξε να τον κτυπήσουν αλύπητα με ράβδους. Ύστερα ο τύραννος, διέταξε
και του έβαλαν στα πόδια του ξύλα. Τον ξάπλωσαν ανάσκελα και μερικοί χειροδύναμοι, έσφιγγαν τα ξύλα με όλη τους την δύναμη. Με τέτοια βασανιστήρια ο μάρτυς του Χριστού
βασανιζόταν ώρες ολόκληρες.
Κάποιος Χριστιανός, πού τον λέγανε Σελλάριο, και ο οποίος φύλαγε τους φυλακισμένους Χριστιανούς, άφησε τον υπηρέτη του μάρτυρος να πηγαίνει ελεύθερα στη φυλακή,
και να τον υπηρετεί. Πολλοί δε χριστιανοί πήγαιναν στον φυλακισμένο μάρτυρα και έπεφταν στα πόδια του. Του φιλούσαν τα δεσμά του και ζητούν την ευλογία του. Αλλά ο Άγιος, στολισμένος με την ταπεινοφροσύνη, τους εμπόδιζε. Δεν ήθελε τον ανθρώπινο έπαινο.
Μετά από λίγες ημέρες έβγαλαν τον Άγιο από την φυλακή. Ο βασιλιάς διέταξε έναν δικαστικό άρχοντα να τον ανακρίνει ξανά. Βλέποντας ο τύραννος ότι ο Άγιος δεν αλλάζει με
οργή διέταξε τους δήμιους και τον κτυπούσαν με ρόπαλα, όπως και προηγουμένως. Βλέποντας όμως, ότι ούτε με τα ρόπαλα έβγαζε αποτέλεσμα, τον έκλεισε ξανά στην φυλακή.
Έπειτα από λίγες μέρες ο τύραννος προσπάθησε πάλι με κολακείες και με φοβέρες, να κάμει τον Άγιο ν’ αρνηθεί τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Άγιος με θαυμαστή
σταθερότητα, έμεινε ακλόνητος στην πίστη του Χριστού μας. Με θυμούς με νεύρα και φωνές διέταξε ο τύραννος να τον βασανίσουν. Στο πόδι του Αγίου έδεσαν ένα πελώριο
λιθάρι, και από το ένα χέρι του τον κρέμασαν επί δύο ώρες, ώστε να σπάσουν βιαίως τα μέλη του σώματος του. Ο Άγιος, με την βοήθεια του Χριστού, βάσταξε γενναίως και το
οδυνηρό αυτό μαρτύριο. Ο άρχοντας βλέποντας να χάνονται οριστικά οι ελπίδες του στην προσπάθειά του ν’ αλλάξει γνώμη ο Άγιος, πήγε στον βασιλιά και του είπε:
—Βασιλιά μου, σε συμβουλεύω να μη προσπαθήσεις περισσότερο, διότι με τόσα μαρτύρια αυτός ο άνθρωπος δεν άλλαξε γνώμη. Δεν είναι εύκολο να νικήσουμε τον Αναστάσιο.
Τον θανατώνουν με άλλους 70 Χριστιανούς
Ο Βασιλιάς μόλις άκουσε αυτά αγρίεψε και διέταξε να τον θανατώσουν, μαζί με τους άλλους Χριστιανούς. Πράγματι! Πήγαν στην φυλακή και έβγαλαν μαζί με τον Άγιο και άλλους
Χριστιανούς, 70 τον αριθμό. Όλους αυτούς τους πήγαν κοντά στο ποτάμι. Εκεί με ένα σχοινί τους έπνιγαν μπροστά στα μάτια του Αγίου και χασκογελώντας μακάβρια, λέγανε
στον Άγιο Αναστάσιο:
—Γιατί δεν κάμνεις το θέλημα του βασιλιά, παρά προτιμάς τον μαρτυρικό θάνατο;
Ο Άγιος όμως αφού πρώτα ευχαρίστησε τον Θεό, πού τον αξιώνει να μαρτυρήσει, όπως ακριβώς επιθυμούσε, διά το όνομά του, είπε στον τύραννο:
—Εγώ τύραννε, ποθούσα για την αγάπη του Χριστού, να τεμαχισθεί το σώμα μου, σε μικρά - μικρά κομματάκια. Επιθυμούσα να είναι ο θάνατος μου πικρότατος και γεμάτος
από πόνους φρικτούς. Δυστυχώς βλέπω το αντίθετο. Θα με θανατώσετε χωρίς βάσανα και πόνους. Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, πού θανατώνομαι χωρίς φρικτούς πόνους.
Αυτά είπε ο μακάριος Αναστάσιος και έκλινε το κεφάλι του. Οι δήμιοι με ένα ξίφος του το έκοψαν. Την Αγία κεφαλήν του Αγίου, οι δήμιοι, την πήγαν στον βασιλιά για να
διαπιστώσει και ο ίδιος τον θάνατον του Αναστασίου.
Η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου οσιομάρτυρα Αναστασίου του Πέρσου, έγινε το 638μ.Χ., δέκα χρόνια μετά το μαρτυρικό του τέλος και η οποία εορτάζεται από την Εκκλησία
μας στις 24 Ιανουαρίου. Κατά τους Συναξαριστές, κάποιος επίσκοπος Ρωμαίος πήγε στην Περσία και μετακόμισε τα Ιερά Λείψανα του Αγίου στην Καισαρεία της Παλαιστίνης,
τη δε κάρα του μετέφερε στη Ρώμη.
Το Λείψανο του θαυματουργεί
Ο Σελλάριος πήγε να πάρει το λείψανο του Αγίου, αλλά οι δήμιοι δεν τον άφησαν. Τα παιδιά όμως του Ιεσδίν, έδωκαν πολλά χρήματα και πήραν την άδεια να πάνε κρυφά να το
πάρουν. Πράγματι, τα παιδιά μαζί με τον μοναχό, πού υπηρετούσε τον Άγιο, πήγαν στον τόπο του μαρτυρίου και ώ του θαύματος! Το Λείψανο του Αγίου Αναστασίου τα σκυλιά
δεν το έτρωγαν, ούτε το πλησίασαν καθόλου. Με μεγάλη ευλάβεια πήραν το λείψανο του Αγίου, πήγαν και το έθαψαν στο Μοναστήρι του Αγίου Σεργίου. Ήταν το δέκατον
έβδομον έτος της βασιλείας του Ηρακλείου, στις 22 Ιανουαρίου.
Ο αδελφός, πού πολλές φορές είχε σταλεί για να υπηρετήσει τον Άγιο Αναστάσιο, αφού τον έθαψε στο Μοναστήρι του Αγίου Σεργίου έφυγε από λίγο καιρό να επιστρέψει στον
Μοναστήρι του. Κοντά του έφερνε και το μοναχικό του Αγ. κολλόβιον, δηλ. τον μανδύα!. Διηγήθηκε τότε στον ηγούμενο και στους άλλους μοναχούς όλα. Στο Μοναστήρι, πού
θάψαμε το Άγιο λείψανο, ήταν ένας νέος μοναχός, πού είχε πονηρό και κακό δαιμόνια. Ο Ηγούμενος του Μοναστηριού πήρε το κολλόβιο του Αγίου και το φόρεσε στο
δαιμονισμένο μοναχό. Τότε αμέσως, όπως φεύγει το σκοτάδι από το φώς, έτσι έφυγε και το δαιμόνιον από τον μοναχό αυτόν. Δεν μπορούσε ο διάβολος να υποφέρει την
αγιότητα του μαρτυρικού ράσου.
Στίχος
Ἀναστάσιος ἐν τραχήλῳ τὸν βρόχον, Ὡς λαμπρὸν ὅρμον ὡραΐζεται φέρων. Εἰκάδι δευτερίῃ Ἀναστάσιος βρόχον ἔτλη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Τὴν πλάνην ἀφέμενος, τὴν τῶν Περσῶν νουνεχῶς, τῇ πίστει προσέδραμες, τῇ τοῦ Χρίστου εὐσεβῶς, σοφὲ Ἀναστάσιε· ὅθεν καὶ ἐν ἀσκήσει,
διαπρέψας ἐνθέως, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλες· διὸ διπλῷ στεφάνῳ, θεόθεν ἐστεφάνωσαι.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν
ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας, καρτερῶς διήνυσας, τοῦ μαρτυρίου τὴν ὁδόν· ὅθεν ἀξίως δεδόξασαι, Ὁσιομάρτυς Χριστοῦ Ἀναστάσιε.
Ἕτερον Κοντάκιον (μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Τιμοθέου). Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ
Τὸν θεῖον Μαθητήν, καὶ συνέκδημον Παύλου, Τιμόθεον πιστοί, εὐφημήσωμεν ὕμνοις, σὺν τούτῳ γεραίροντες, τὸν σοφὸν Ἀναστάσιον, τὸν ἐκλάμψαντα,
ἐκ τῆς Περσίδος ὡς ἄστρον, καὶ ἐλαύνοντα, τὰ ψυχικὰ ἡμῶν πάθη, καὶ νόσους τοῦ σώματος.
Μεγαλυνάριον
Τὸν Ὁσιομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἐκ τῆς Περσίας, ἀπαστράψαντα μυστικῶς, ἀρετῶν ἀσκήσει, καὶ ἄθλοις μαρτυρίου, τὸν θεῖον Ἀναστάσιον μακαρίσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον (μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Τιμοθέου)
Παύλου ἐχρημάτισας Μαθητής, Τιμόθεε μάκαρ, ὡς Ἀπόστολος εὐκλεής· θείων δὲ χαρίτων, ἐπλήσθης ἐναθλήσας, Χριστοῦ Ὁσιομάρτυς, ὦ Ἀναστάσιε.