«Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις» (Ματθ. 15,28)
ΑΚΟΥΣΑΤΕ,
ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἕνα βιβλίο·
ἀλλὰ τί βιβλίο! Τὰ ἄλλα βιβλία εἶνε χαλίκια· τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε
διαμάντι. Γι᾽ αὐτὸ ἡ θέσι του δὲν εἶνε μόνο στὴν ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ στὸ
σπίτι. Νὰ μὴν περνάῃ μέρα χωρὶς ἁγία Γραφή. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος λέει, ὅτι ὅπου εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο φεύγει ὁ διάβολος.
* * *
Τί λέει λοιπὸν σήμερα τὸ
εὐαγγέλιο; Μιλάει γιὰ μιὰ
γυναῖκα δυστυχισμένη. Εἶχε κορίτσι ἄρρωστο. Ἄρρωστο; Μακάρι νὰ εἶχε ἀρρώστια. Ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, κάτι ἄλλο χειρότερο. Τὸ κορίτσι της εἶχε δαιμόνιο – Θεέ μου, φύλαξέ μας. Ὅ,τι τῆς ὑπαγόρευε ὁ σατανᾶς, αὐτὸ ἐκτελοῦσε. Μπᾶ, θὰ πῆτε, τώρα ποὺ ξύπνησε ὁ κόσμος, ἔρχεσαι σὺ καὶ μιλᾷς γιὰ δαιμόνια; Ὅποιος δὲν πιστεύει ὅτι ὑπάρχουν δαιμόνια, ὅποιος ἀμφιβάλλει, ἂς πάῃ στὴν Κεφαλονιὰ νὰ δῇ δαιμονιζομένους. Ὅταν περάσῃ τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Γερασίμου καὶ ὁ σιδερένιος σταυρὸς ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος, τότε τὰ δαιμόνια ἀφρίζουν καὶ φωνάζουν· Γεράσιμε, μᾶς ἔκαψες….
Δὲν εἶνε ὅμως μόνο αὐτοὶ δαιμονισμένοι· ὑπάρχουν κι ἄλλοι. Ποιοί δηλαδή; Ὅποιος ἔχει τὸ κακὸ μέσα του. Ἕνας π.χ. ποὺ μεθάει στὴν ταβέρνα καὶ γυρίζει παραπατώντας στὸ σπίτι καὶ τὰ κάνει ὅλα γυαλιά – καρφιὰ καὶ δέρνει καὶ ἀπειλεῖ τὴ γυναῖκα του μὲ μαχαίρι, κι ὅταν συνέρχεται λέει «Δὲν θυμᾶμαι, ἐγὼ δὲν ἔκανα τίποτα», αὐτὸς δὲν ἔχει δαιμόνιο; Ὅποιος κάνει τὴν ἁμαρτία, δαιμόνιο ἐνεργεῖ μέσα του. Καὶ τέτοιοι δαιμονισμένοι εἶνε πολλοί. Διαβάστε, ἂν θέλετε, τὸ ἔργο τοῦ ῾Ρώσου Ντοστογιέφσκυ «Οἱ δαιμονισμένοι»· θὰ δῆτε ἐκεῖ πολλοὺς τέτοιους τύπους δαιμονιζομένων.
Ἔβλεπε λοιπὸν τὸ δαιμονισμένο κορίτσι της ἡ μάνα καὶ στενοχωριόταν. Γιατὶ μιὰ φορὰ πονάει τὸ παιδί, δέκα φορὲς ἡ μάνα. Ἡ μάνα ἡ καλή· διότι ὑπάρχουν καὶ γυναῖκες κακές.
Τώρα, ἐκεῖ ποὺ φτάσαμε, συχνὰ οἱ γυναῖκες εἶνε ἄστοργες. Τὸ μεγάλο ἁμάρτημά τους εἶνε οἱ ἐκτρώσεις, ποὺ εἶνε φόνος. Γιατροὶ ἐπίορκοι σφάζουν τὰ παιδάκια ὅπως ὁ χασάπης τὰ ἀρνάκια, καὶ πλουτίζουν. Δὲν συμβαίνει αὐτὸ ἀλλοῦ· σὲ λίγο αὐτὴ ἡ πατρίδα δὲν θά ᾽χῃ παιδιά, θὰ γίνῃ γηροκομεῖο. Γυναῖκες καὶ κορίτσια ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, τέτοιο ἁμάρτημα μὴν κάνετε στὴ ζωή σας· θὰ κολαστῆτε. Προτιμότερο νὰ γκρεμίσῃς μιὰ ἐκκλησία παρὰ νὰ χαλάσῃς ἕνα παιδί. Μεγάλο ἔγκλημα οἱ ἐκτρώσεις καὶ γενικῶς ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας.
Ἡ μάνα ὅμως τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ἀγαποῦσε τὸ παιδί της καὶ ἔκανε τὸ πᾶν γι᾽ αὐτό. Ἦταν Χαναναία (Ματθ. 15,22), ὄνομα ποὺ δὲν εἶνε προσωπικὸ ἀλλὰ δείχνει τὴν καταγωγή της. Ὅπως λέμε Ἠπειρώτισσα, ἔτσι αὐτὴ λέγεται Χαναναία, διότι καταγόταν ἀπὸ γειτονικὸ λαὸ τῆς γῆς Χαναάν, λαὸ εἰδωλολατρικό. Σὰν εἰδωλολάτρις ἡ Χαναναία πίστευε στὰ μάγια καὶ θὰ πῆγε καὶ σὲ μάγους, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ὁ σατανᾶς δὲ διώχνει σατανᾶ. Τὸ δαιμόνιο εἶχε ῥιζώσει, δὲν ἦταν εὔκολο νὰ ξερριζωθῇ.
Ἀπελπισμένη ἡ μάνα, ἄκουσε, ὅτι πλησίασε ἐκεῖ ὁ Χριστός. Ἔτρεξε, πέρασε τὰ σύνορα, ἦρθε κοντά του καὶ φώναζε· «Ἐλέησέ με, Κύριε, υἱὲ τοῦ Δαυΐδ· ἡ θυγατέρα μου πολὺ ταλαιπωρεῖται ἀπὸ δαιμόνιο» (ἔ.ἀ.). Ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὅλο εὐσπλαχνία, ἐδῶ δὲ δίνει ἀπάντησι. Αὐτὴ συνεχίζει νὰ φωνάζῃ. Πλησιάζουν οἱ μαθηταί. Λυπήσου την, Διδάσκαλε, λένε, κάν᾽ της αὐτὸ ποὺ θέλει, νὰ μὴ φωνάζῃ πίσω μας. Κι ὁ Χριστὸς τί ἀπαντᾷ· Δὲν εἶνε σωστὸ ὁ πατέρας, τὸ ψωμὶ ποὺ ἔχει γιὰ τὰ παιδιά του, νὰ τὸ δώσῃ στὰ σκυλάκια (ἔ.ἀ. 15,26). Ποιούς ἐννοεῖ «παιδιά»; Τοὺς Ἰουδαίους, τὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ποιούς ἐννοεῖ «σκυλιά»; Τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ ζοῦσαν σὰν τὰ ζῷα κι ἁμάρταναν ἀδιάντροπα σὰν τὰ σκυλιὰ στὸ δρόμο. Δὲν δίνω, λέει, τὸ ψωμί μου στὰ σκυλιά· τὸ ἔχω γιὰ τὰ παιδιά μου.
Τότε ἡ γυναίκα τί ἔκανε; Ἂν ἦταν ἄλλη; θὰ ἄνοιγε τὸ στόμα καὶ θά ᾽λεγε λόγια ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ ἐκεῖνος, γιὰ λόγους παιδαγωγικούς, ὑψηλούς, τὴν δοκίμαζε. Λοιπὸν αὐτὴ δὲν εἶπε τέτοια λόγια. Ἀλλὰ τί εἶπε; Ἀγράμματη, ἀλλὰ θεοφώτιστη, εἶπε· Χριστέ, ναί, παιδί σου δὲν εἶμαι, εἰδωλολάτρισσα εἶμαι, στὸ σκοτάδι ζῶ. Εἶμαι ἕνα σκυλάκι. Ἀλλ᾽ ὅπως τὸ σκυλάκι περιμένει κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ ἀφεντικοῦ νὰ φάῃ τὰ ψίχουλα ποὺ θὰ πέσουν, ἔτσι κ᾽ ἐγώ. Δῶσ᾽ μου ἕνα ψίχουλο, δὲν ζητῶ ψωμὶ ὁλόκληρο, καὶ μοῦ φτάνει αὐτό.
Ποιός ἀπὸ τοὺς παρόντας περίμενε τέτοια ἀπάντησι; Μόνο ὁ καρδιογνώστης Κύριος. Καὶ μόλις τὴν ἄκουσε λέει· «Ὦ γυναίκα, μεγάλη ἡ πίστι σου! νὰ γίνῃ ὅ,τι θέλεις» (ἔ.ἀ. 15,28). Κι ἀμέσως τὸ δαιμόνιο ἔφυγε ἀπὸ τὸ κορίτσι.
γυναῖκα δυστυχισμένη. Εἶχε κορίτσι ἄρρωστο. Ἄρρωστο; Μακάρι νὰ εἶχε ἀρρώστια. Ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, κάτι ἄλλο χειρότερο. Τὸ κορίτσι της εἶχε δαιμόνιο – Θεέ μου, φύλαξέ μας. Ὅ,τι τῆς ὑπαγόρευε ὁ σατανᾶς, αὐτὸ ἐκτελοῦσε. Μπᾶ, θὰ πῆτε, τώρα ποὺ ξύπνησε ὁ κόσμος, ἔρχεσαι σὺ καὶ μιλᾷς γιὰ δαιμόνια; Ὅποιος δὲν πιστεύει ὅτι ὑπάρχουν δαιμόνια, ὅποιος ἀμφιβάλλει, ἂς πάῃ στὴν Κεφαλονιὰ νὰ δῇ δαιμονιζομένους. Ὅταν περάσῃ τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Γερασίμου καὶ ὁ σιδερένιος σταυρὸς ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος, τότε τὰ δαιμόνια ἀφρίζουν καὶ φωνάζουν· Γεράσιμε, μᾶς ἔκαψες….
Δὲν εἶνε ὅμως μόνο αὐτοὶ δαιμονισμένοι· ὑπάρχουν κι ἄλλοι. Ποιοί δηλαδή; Ὅποιος ἔχει τὸ κακὸ μέσα του. Ἕνας π.χ. ποὺ μεθάει στὴν ταβέρνα καὶ γυρίζει παραπατώντας στὸ σπίτι καὶ τὰ κάνει ὅλα γυαλιά – καρφιὰ καὶ δέρνει καὶ ἀπειλεῖ τὴ γυναῖκα του μὲ μαχαίρι, κι ὅταν συνέρχεται λέει «Δὲν θυμᾶμαι, ἐγὼ δὲν ἔκανα τίποτα», αὐτὸς δὲν ἔχει δαιμόνιο; Ὅποιος κάνει τὴν ἁμαρτία, δαιμόνιο ἐνεργεῖ μέσα του. Καὶ τέτοιοι δαιμονισμένοι εἶνε πολλοί. Διαβάστε, ἂν θέλετε, τὸ ἔργο τοῦ ῾Ρώσου Ντοστογιέφσκυ «Οἱ δαιμονισμένοι»· θὰ δῆτε ἐκεῖ πολλοὺς τέτοιους τύπους δαιμονιζομένων.
Ἔβλεπε λοιπὸν τὸ δαιμονισμένο κορίτσι της ἡ μάνα καὶ στενοχωριόταν. Γιατὶ μιὰ φορὰ πονάει τὸ παιδί, δέκα φορὲς ἡ μάνα. Ἡ μάνα ἡ καλή· διότι ὑπάρχουν καὶ γυναῖκες κακές.
Τώρα, ἐκεῖ ποὺ φτάσαμε, συχνὰ οἱ γυναῖκες εἶνε ἄστοργες. Τὸ μεγάλο ἁμάρτημά τους εἶνε οἱ ἐκτρώσεις, ποὺ εἶνε φόνος. Γιατροὶ ἐπίορκοι σφάζουν τὰ παιδάκια ὅπως ὁ χασάπης τὰ ἀρνάκια, καὶ πλουτίζουν. Δὲν συμβαίνει αὐτὸ ἀλλοῦ· σὲ λίγο αὐτὴ ἡ πατρίδα δὲν θά ᾽χῃ παιδιά, θὰ γίνῃ γηροκομεῖο. Γυναῖκες καὶ κορίτσια ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, τέτοιο ἁμάρτημα μὴν κάνετε στὴ ζωή σας· θὰ κολαστῆτε. Προτιμότερο νὰ γκρεμίσῃς μιὰ ἐκκλησία παρὰ νὰ χαλάσῃς ἕνα παιδί. Μεγάλο ἔγκλημα οἱ ἐκτρώσεις καὶ γενικῶς ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας.
Ἡ μάνα ὅμως τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ἀγαποῦσε τὸ παιδί της καὶ ἔκανε τὸ πᾶν γι᾽ αὐτό. Ἦταν Χαναναία (Ματθ. 15,22), ὄνομα ποὺ δὲν εἶνε προσωπικὸ ἀλλὰ δείχνει τὴν καταγωγή της. Ὅπως λέμε Ἠπειρώτισσα, ἔτσι αὐτὴ λέγεται Χαναναία, διότι καταγόταν ἀπὸ γειτονικὸ λαὸ τῆς γῆς Χαναάν, λαὸ εἰδωλολατρικό. Σὰν εἰδωλολάτρις ἡ Χαναναία πίστευε στὰ μάγια καὶ θὰ πῆγε καὶ σὲ μάγους, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ὁ σατανᾶς δὲ διώχνει σατανᾶ. Τὸ δαιμόνιο εἶχε ῥιζώσει, δὲν ἦταν εὔκολο νὰ ξερριζωθῇ.
Ἀπελπισμένη ἡ μάνα, ἄκουσε, ὅτι πλησίασε ἐκεῖ ὁ Χριστός. Ἔτρεξε, πέρασε τὰ σύνορα, ἦρθε κοντά του καὶ φώναζε· «Ἐλέησέ με, Κύριε, υἱὲ τοῦ Δαυΐδ· ἡ θυγατέρα μου πολὺ ταλαιπωρεῖται ἀπὸ δαιμόνιο» (ἔ.ἀ.). Ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὅλο εὐσπλαχνία, ἐδῶ δὲ δίνει ἀπάντησι. Αὐτὴ συνεχίζει νὰ φωνάζῃ. Πλησιάζουν οἱ μαθηταί. Λυπήσου την, Διδάσκαλε, λένε, κάν᾽ της αὐτὸ ποὺ θέλει, νὰ μὴ φωνάζῃ πίσω μας. Κι ὁ Χριστὸς τί ἀπαντᾷ· Δὲν εἶνε σωστὸ ὁ πατέρας, τὸ ψωμὶ ποὺ ἔχει γιὰ τὰ παιδιά του, νὰ τὸ δώσῃ στὰ σκυλάκια (ἔ.ἀ. 15,26). Ποιούς ἐννοεῖ «παιδιά»; Τοὺς Ἰουδαίους, τὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ποιούς ἐννοεῖ «σκυλιά»; Τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ ζοῦσαν σὰν τὰ ζῷα κι ἁμάρταναν ἀδιάντροπα σὰν τὰ σκυλιὰ στὸ δρόμο. Δὲν δίνω, λέει, τὸ ψωμί μου στὰ σκυλιά· τὸ ἔχω γιὰ τὰ παιδιά μου.
Τότε ἡ γυναίκα τί ἔκανε; Ἂν ἦταν ἄλλη; θὰ ἄνοιγε τὸ στόμα καὶ θά ᾽λεγε λόγια ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ ἐκεῖνος, γιὰ λόγους παιδαγωγικούς, ὑψηλούς, τὴν δοκίμαζε. Λοιπὸν αὐτὴ δὲν εἶπε τέτοια λόγια. Ἀλλὰ τί εἶπε; Ἀγράμματη, ἀλλὰ θεοφώτιστη, εἶπε· Χριστέ, ναί, παιδί σου δὲν εἶμαι, εἰδωλολάτρισσα εἶμαι, στὸ σκοτάδι ζῶ. Εἶμαι ἕνα σκυλάκι. Ἀλλ᾽ ὅπως τὸ σκυλάκι περιμένει κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ ἀφεντικοῦ νὰ φάῃ τὰ ψίχουλα ποὺ θὰ πέσουν, ἔτσι κ᾽ ἐγώ. Δῶσ᾽ μου ἕνα ψίχουλο, δὲν ζητῶ ψωμὶ ὁλόκληρο, καὶ μοῦ φτάνει αὐτό.
Ποιός ἀπὸ τοὺς παρόντας περίμενε τέτοια ἀπάντησι; Μόνο ὁ καρδιογνώστης Κύριος. Καὶ μόλις τὴν ἄκουσε λέει· «Ὦ γυναίκα, μεγάλη ἡ πίστι σου! νὰ γίνῃ ὅ,τι θέλεις» (ἔ.ἀ. 15,28). Κι ἀμέσως τὸ δαιμόνιο ἔφυγε ἀπὸ τὸ κορίτσι.
* * *
Αὐτά, ἀγαπητοί μου, λέει τὸ
εὐαγγέλιο. Θέλω νὰ κρατήσετε ἕνα πρᾶγμα. Ὅτι τὸ μεγάλο ὅπλο τοῦ
Χριστιανοῦ, εἶνε ἡ προσευχή, κι ὅτι ἡ προσευχὴ κάνει θαύματα. Ποιά
προσευχὴ ὅμως εἰσακούεται; Ἡ προσευχὴ ποὺ ἔχει τὰ γνωρίσματα τῆς
προσευχῆς τῆς Χαναναίας.
⃝ Ἡ Χαναναία τί ἔλεγε; τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ ψάλλουμε κ᾽ ἐμεῖς. Πῶς τὸ λέμε ὅμως ἐμεῖς; Χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεται ἡ καρδιά μας. Ἂν πᾶτε στὴ ῾Ρωσία, στὶς ἐκκλησίες λατρεύουν μὲ συναίσθησι. Ἦρθε κάποιος, ποὺ πῆγε ἐκεῖ, καὶ μοῦ εἶπε· Τί νὰ σοῦ πῶ, πάτερ, ὁ ῾Ρωσικὸς λαὸς πιστεύει· ἐνῷ ἐμεῖς χασμουριώμαστε, αὐτοὶ λένε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ κλαῖνε. «Κύριε ἐλέησον», εἶπε ἡ Χαναναία, ἀλλὰ μὲ πίστι. Πίστευε, ὅτι μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ καλὰ τὸ παιδί. Καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ θαῦμα.
⃝ Ἄλλο γνώρισμα. Ἡ Χαναναία ἔλεγε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ ἐπιμονή. Ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ πολλές. Ὄχι σὰν μερικὰ ἀλητόπαιδα, ποὺ χτυπᾶνε τὰ κουδούνια τῶν σπιτιῶν μιὰ φορὰ καὶ μετὰ φεύγουν γιατὶ φοβοῦνται μήπως κατεβῇ ὁ νοικοκύρης καὶ τὰ κυνηγήσῃ, ἀλλὰ μὲ ἐπιμονή. Ὅταν θέλῃς πολὺ νὰ συναντήσῃς ἢ νὰ μιλήσῃς μὲ κάποιον, χτυπᾷς συνεχῶς τὸ κουδούνι ἢ τὸ τηλέφωνό του, μέχρι ν᾽ ἀπαντήσῃ. Ἔτσι καὶ ἡ Χαναναία· πῆρε τηλέφωνο καὶ χτυποῦσε ἀδιάκοπα. Τηλέφωνο καὶ κουδούνι εἶνε ἡ προσευχή, μία ποθητὴ συνδιάλεξι μὲ τὸ Θεό, καὶ γιὰ νὰ τὴν ἐπιτύχουμε χρειάζεται ἐπιμονή, ὄχι ἀπογοήτευσι. Τότε θὰ λάβουμε ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦμε.
⃝ Μὲ πίστι λοιπὸν ἡ προσευχή, μὲ ἐπιμονὴ ἡ προσευχή, καὶ ―τὸ ἀκόμη πιὸ σπουδαῖο― μὲ ταπείνωσι. Εἴδατε τὴ Χαναναία; Σκυλάκι τὴν εἶπε ὁ Χριστός, κι αὐτὴ λέει· Ναί, Κύριε, σκυλάκι εἶμαι, δὲν ἀξίζει νὰ λέγωμαι ἄνθρωπος. Ποιός σήμερα ἔχει τέτοιο ταπεινὸ φρόνημα; Ἂν ψάξῃς, δὲ βρίσκεις ταπεινὸ Χριστιανό. Πολὺ σπάνια. Πενήντα χρόνια κηρύττω, βουνὰ καὶ λαγκάδια περπάτησα, χωριὰ καὶ πολιτεῖες πέρασα, στὴν ἐπαρχία καὶ στὴν πρωτεύουσα. Τί ὑπερηφάνεια ὑπάρχει σὲ γυναῖκες καὶ ἄντρες! Ἐγώ, σοῦ λέει, εἶμαι ὁ καλύτερος χριστιανός!… Ἔ, ἅμα μοῦ λὲς ὅτι εἶσαι ὁ καλύτερος χριστιανός, εἶσαι γιὰ τὴν κόλασι. Κάποτε περιοδεύοντας ἔφθασα σ᾽ ἕνα χωριὸ πέρα ἀπὸ τὸ Κιλκίς. Καθὼς πλησίαζα βλέπω κάποιον καὶ τὸν χαιρετῶ· ―Καλησπέρα, συναμαρτωλέ. ―Τί εἶπες; μοῦ λέει· ἐσεῖς οἱ παπᾶδες εἶστε ἁμαρτωλοί, ἐγὼ εἶμαι ὁ καλύτερος ἄνθρωπος… Παρὰ λίγο νὰ μὲ σκοτώσῃ στὸ δρόμο. Τὸν σημάδεψα καὶ ρώτησα στὸ χωριὸ. Τί ἔμαθα· ἦταν ὁ χειρότερος· κλέφτης καὶ ἀπατεώνας, δὲν εἶχε ἀφήσει κοττέτσι· κι ὅμως θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του τὸν καλύτερο. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁμαρτία μας. Πότε θὰ εἶσαι Χριστιανός· ὅταν θὰ λές, Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγωμαι οὔτε Χριστιανὸς οὔτε ἄνθρωπος. Γέμισε ὁ κόσμος ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶνε τὸ χειρότερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, κι ἀπὸ τὴν πορνεία καὶ τὴ μοιχεία καὶ κάθε ἄλλο. Ταπεινὸς νὰ εἶσαι, σὰν τὴ Χαναναία. Τότε ἔρχεται τὸ ἔλεος. Τὴν ἄλλη Κυριακὴ εἶνε τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου· θὰ δοῦμε ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς τελώνης δικαιώθηκε μὲ τὴν ταπείνωσί του. Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔφτασε μέχρι τὰ οὐράνια, τί λέει· ὅτι «Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ πρῶτος εἶμαι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15).
Ἂς ἔχουμε τὴ συναίσθησι καὶ ἂς ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ἀδέρφια μου, ―μὴ σᾶς πικράνω― δὲ βλέπω καλὰ τὰ χρόνια· τὰ σημάδια δὲν εἶνε καλά. Ἔρχονται μεγάλα κακὰ στὸν κόσμο. Τέτοιοι ποὺ εἴμαστε (βλάστημοι, ἄδικοι, ἀχάριστοι, πόρνοι, μοιχοί, μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό), πρέπει νὰ φουσκώσουν τὰ ποτάμια καὶ ἡ θάλασσα νὰ μᾶς πνίξουν, νὰ πέσουν τὰ ἄστρα νὰ μᾶς κάψουν, νὰ σειστῇ ἡ γῆ καὶ νὰ μᾶς καταπιῇ. Ὁλόκληρη ἡ βουλή, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, ὅλοι σύμφωνοι, ψηφίζουν νόμους ἀντιχριστιανικούς, ὅπως εἶνε τὸ αὐτόματο διαζύγιο, γιὰ νὰ διαλυθῇ ἡ οἰκογένεια.
Ἂν δὲν πίστευα, θὰ ἔσπαζα τὴν ἀρχιερατικὴ ῥάβδο ποὺ κρατῶ καὶ θὰ προτιμοῦσα νὰ γίνω λοῦστρος γιὰ νὰ ζήσω. Πιστεύω στὸ Θεὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ σᾶς μιλάω μὲ πόνο γιὰ τὴν πατρίδα μας. Μείνετε πιστοὶ στὶς ἱερὲς παραδόσεις, καὶ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων θά ᾽νε πάντα μαζί σας.
⃝ Ἡ Χαναναία τί ἔλεγε; τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ ψάλλουμε κ᾽ ἐμεῖς. Πῶς τὸ λέμε ὅμως ἐμεῖς; Χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεται ἡ καρδιά μας. Ἂν πᾶτε στὴ ῾Ρωσία, στὶς ἐκκλησίες λατρεύουν μὲ συναίσθησι. Ἦρθε κάποιος, ποὺ πῆγε ἐκεῖ, καὶ μοῦ εἶπε· Τί νὰ σοῦ πῶ, πάτερ, ὁ ῾Ρωσικὸς λαὸς πιστεύει· ἐνῷ ἐμεῖς χασμουριώμαστε, αὐτοὶ λένε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ κλαῖνε. «Κύριε ἐλέησον», εἶπε ἡ Χαναναία, ἀλλὰ μὲ πίστι. Πίστευε, ὅτι μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ καλὰ τὸ παιδί. Καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ θαῦμα.
⃝ Ἄλλο γνώρισμα. Ἡ Χαναναία ἔλεγε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ ἐπιμονή. Ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ πολλές. Ὄχι σὰν μερικὰ ἀλητόπαιδα, ποὺ χτυπᾶνε τὰ κουδούνια τῶν σπιτιῶν μιὰ φορὰ καὶ μετὰ φεύγουν γιατὶ φοβοῦνται μήπως κατεβῇ ὁ νοικοκύρης καὶ τὰ κυνηγήσῃ, ἀλλὰ μὲ ἐπιμονή. Ὅταν θέλῃς πολὺ νὰ συναντήσῃς ἢ νὰ μιλήσῃς μὲ κάποιον, χτυπᾷς συνεχῶς τὸ κουδούνι ἢ τὸ τηλέφωνό του, μέχρι ν᾽ ἀπαντήσῃ. Ἔτσι καὶ ἡ Χαναναία· πῆρε τηλέφωνο καὶ χτυποῦσε ἀδιάκοπα. Τηλέφωνο καὶ κουδούνι εἶνε ἡ προσευχή, μία ποθητὴ συνδιάλεξι μὲ τὸ Θεό, καὶ γιὰ νὰ τὴν ἐπιτύχουμε χρειάζεται ἐπιμονή, ὄχι ἀπογοήτευσι. Τότε θὰ λάβουμε ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦμε.
⃝ Μὲ πίστι λοιπὸν ἡ προσευχή, μὲ ἐπιμονὴ ἡ προσευχή, καὶ ―τὸ ἀκόμη πιὸ σπουδαῖο― μὲ ταπείνωσι. Εἴδατε τὴ Χαναναία; Σκυλάκι τὴν εἶπε ὁ Χριστός, κι αὐτὴ λέει· Ναί, Κύριε, σκυλάκι εἶμαι, δὲν ἀξίζει νὰ λέγωμαι ἄνθρωπος. Ποιός σήμερα ἔχει τέτοιο ταπεινὸ φρόνημα; Ἂν ψάξῃς, δὲ βρίσκεις ταπεινὸ Χριστιανό. Πολὺ σπάνια. Πενήντα χρόνια κηρύττω, βουνὰ καὶ λαγκάδια περπάτησα, χωριὰ καὶ πολιτεῖες πέρασα, στὴν ἐπαρχία καὶ στὴν πρωτεύουσα. Τί ὑπερηφάνεια ὑπάρχει σὲ γυναῖκες καὶ ἄντρες! Ἐγώ, σοῦ λέει, εἶμαι ὁ καλύτερος χριστιανός!… Ἔ, ἅμα μοῦ λὲς ὅτι εἶσαι ὁ καλύτερος χριστιανός, εἶσαι γιὰ τὴν κόλασι. Κάποτε περιοδεύοντας ἔφθασα σ᾽ ἕνα χωριὸ πέρα ἀπὸ τὸ Κιλκίς. Καθὼς πλησίαζα βλέπω κάποιον καὶ τὸν χαιρετῶ· ―Καλησπέρα, συναμαρτωλέ. ―Τί εἶπες; μοῦ λέει· ἐσεῖς οἱ παπᾶδες εἶστε ἁμαρτωλοί, ἐγὼ εἶμαι ὁ καλύτερος ἄνθρωπος… Παρὰ λίγο νὰ μὲ σκοτώσῃ στὸ δρόμο. Τὸν σημάδεψα καὶ ρώτησα στὸ χωριὸ. Τί ἔμαθα· ἦταν ὁ χειρότερος· κλέφτης καὶ ἀπατεώνας, δὲν εἶχε ἀφήσει κοττέτσι· κι ὅμως θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του τὸν καλύτερο. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁμαρτία μας. Πότε θὰ εἶσαι Χριστιανός· ὅταν θὰ λές, Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγωμαι οὔτε Χριστιανὸς οὔτε ἄνθρωπος. Γέμισε ὁ κόσμος ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶνε τὸ χειρότερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, κι ἀπὸ τὴν πορνεία καὶ τὴ μοιχεία καὶ κάθε ἄλλο. Ταπεινὸς νὰ εἶσαι, σὰν τὴ Χαναναία. Τότε ἔρχεται τὸ ἔλεος. Τὴν ἄλλη Κυριακὴ εἶνε τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου· θὰ δοῦμε ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς τελώνης δικαιώθηκε μὲ τὴν ταπείνωσί του. Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔφτασε μέχρι τὰ οὐράνια, τί λέει· ὅτι «Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ πρῶτος εἶμαι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15).
Ἂς ἔχουμε τὴ συναίσθησι καὶ ἂς ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ἀδέρφια μου, ―μὴ σᾶς πικράνω― δὲ βλέπω καλὰ τὰ χρόνια· τὰ σημάδια δὲν εἶνε καλά. Ἔρχονται μεγάλα κακὰ στὸν κόσμο. Τέτοιοι ποὺ εἴμαστε (βλάστημοι, ἄδικοι, ἀχάριστοι, πόρνοι, μοιχοί, μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό), πρέπει νὰ φουσκώσουν τὰ ποτάμια καὶ ἡ θάλασσα νὰ μᾶς πνίξουν, νὰ πέσουν τὰ ἄστρα νὰ μᾶς κάψουν, νὰ σειστῇ ἡ γῆ καὶ νὰ μᾶς καταπιῇ. Ὁλόκληρη ἡ βουλή, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, ὅλοι σύμφωνοι, ψηφίζουν νόμους ἀντιχριστιανικούς, ὅπως εἶνε τὸ αὐτόματο διαζύγιο, γιὰ νὰ διαλυθῇ ἡ οἰκογένεια.
Ἂν δὲν πίστευα, θὰ ἔσπαζα τὴν ἀρχιερατικὴ ῥάβδο ποὺ κρατῶ καὶ θὰ προτιμοῦσα νὰ γίνω λοῦστρος γιὰ νὰ ζήσω. Πιστεύω στὸ Θεὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ σᾶς μιλάω μὲ πόνο γιὰ τὴν πατρίδα μας. Μείνετε πιστοὶ στὶς ἱερὲς παραδόσεις, καὶ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων θά ᾽νε πάντα μαζί σας.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου Φλαμπούρου – Φλωρίνης 8-2-1976)