Σε κανέναν Άγιο της Εκκλησίας μας δεν έκανε τόσες και τέτοιες άγριες
επιθέσεις πειρασμών ο διάβολος, όσες στον Μέγα Αντώνιο. Μεταχειρίστηκε ο
δόλιος όλα τα μέσα για να τον γκρεμίσει, άλλα δεν μπόρεσε.
Πάμπλουτος αλλά Αγράμματος
Το
251 μ.Χ. γεννήθηκε στην Αίγυπτο ένα μεγάλο και φωτεινό αστέρι της
χριστιανοσύνης: Ο Μέγας Αντώνιος. Ιδιαίτερη πατρίδα του ήτανε ένα μικρό
χωριό, Κόμα ονομαζόμενο, που βρισκότανε ανατολικά της όχθης του ποταμού Νείλου, στην Νότιο Μέμφιδα.
Οι
γονείς του ήτανε πλούσιοι και ευσεβείς χριστιανοί. Μπορούσανε να
δώσουμε μεγάλη μόρφωση στον μικρό τους Αντώνιο και να τον αναδείξουν
μεγάλο επιστήμονα, αλλά τους
φόβιζε η συναναστροφή στο σχολείο με τα
παιδιά των ειδωλολατρών. Δεν θέλανε να χάση την πίστη του το παιδί
τους, από την πλάνη της ειδωλολατρίας. Προτιμούσανε να δούνε
το
παιδί του στον Παράδεισο αγράμματο, παρά γραμματισμένο στην Κόλαση.
Έμεινε, λοιπόν, εξαιτίας αυτού, τελείως αγράμματος ο Αντώνιος. Αυτό όμως
δεν τον εμπόδισε να
αναδειχθεί Μέγας.
Οι γονείς του, όμως,
φροντίσανε πολύ για την χριστιανική ανατροφή του. Τον μεγαλώσανε με τις
αρχές του Ευαγγελίου και του δείξανε τους δύο δρόμους, που θα τον
γλύτωναν
από τις παγίδες του διαβόλου: τον δρόμο του σπιτιού και τον δρόμο της Εκκλησίας.
Σε
ηλικία 18 ετών, έμεινε ορφανός με μια αδελφή. Ο θάνατος των γονέων του,
τον έβαλε στην αρχή σε λύπη και σε βαθύ συλλογισμό. Κατάλαβε τότε, πόσο
μάταιος είναι τούτος
ο κόσμος και πόσο γρήγορα είναι το πέρασμα του άνθρωπου από την προσωρινή αυτή ζωή.
Αναχωρεί στην έρημο
Μια
Κυριακή ακούει στην Εκκλησία την Ευαγγελική περικοπή, στην οποία
συζητάει ο Χριστός μ’ ένα πλούσιο νεαρό και του δείχνει, τον δρόμο της
τελειότητας και της σωτηρίας
της ψυχής του. Ο Χριστός, αφού ακούει
τον νεαρό πλούσιο, να του λέγει, ότι έχει ζήσει σύμφωνα με τις εντολές
του Θεού, του υπογραμμίζει:
«Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησόν
σου τά ὑπάρχοντα καί διάδος πτωχοῖς καί δεῦρο ἀκολουθεῖ μοί καί ἕξεις
θησαυρόν ἐν οὐρανῶ».
Τα λόγια αυτά του Ευαγγελίου, κάνουν βαθειά
εντύπωση στην ψυχή του Αντωνίου. Γυρίζει στο σπίτι του σκεφτικός και
κυριευμένος από αγωνία. Νομίζει, ότι η φωνή του Κυρίου
τον καλεί κι
αυτόν, όπως εκείνον τον νέον, να τον ακούσει και να τον ακολουθήσει.
Υπακούει αμέσως και χωρίς αναβολή. Πουλάει όλα του τα κτήματα.
Από
την πώληση τους, πήρε πολλά χρήματα. Το χρυσάφι όμως, δεν του τράβηξε
την καρδιά. Το έδωσε στην Εκκλησία, το μοίρασε στους φτωχούς και στους
δυστυχισμένους.
Αυτός κράτησε μόνο για την αδελφή του ελάχιστα χρήματα.
Έπειτα
εμπιστεύεται την αδελφή του σ’ ένα Κοινόβιο παρθένων, σ’ έναν παρθεώνα.
Εκεί, ζούσανε ενάρετες γυναίκες μαζί και επεδίδοντο σε έργα αγάπης.
Φεύγει κι’ αυτός, όχι πολύ
μακριά από το σπίτι του κι’ άρχισε την
ασκητική ζωή. Δεν υπάρχουν ακόμη μοναστήρια την εποχή εκείνη
συγκροτημένα, όπως είναι σήμερον. Γι’ αυτό καταφεύγει σ’ ένα ερημητήριο
των περιχώρων.
Εκεί,
βρίσκει, ένα Γέροντα ασκητή, ο όποιος αναλαμβάνει να τον καθοδηγήσει
στην αρετή. Να φτιάξη ψυχή ο άνθρωπος χρειάζεται άσκησης. Τα πάθη δεν
βγαίνουν, χωρίς αγώνα.
«Ὑποπιάζω μου τό σῶμα καί δουλαγωγῶ», έλεγε ο Παύλος, «μήποτε ἄλλοις κηρύξας ἐγώ αὐτός ἀδόκιμος γένωμαι».
Προσεύχεται
στο Θεό. Του ζητάει να τον βοηθήσει στον αγώνα του, για την σωτηρία της
ψυχής του. Ξενυχτάει, τώρα, πολλές φορές στην άσκηση και στην προσευχή.
Τρώγει
ελάχιστα. Η τροφή του είναι ένα ξερό κομμάτι ψωμί και νερό.
Τρώγει μόνο μια φορά την ήμερα. Μερικές μάλιστα μέρες, περνούν, χωρίς να
βάλει τίποτε στο στόμα του. Άλλοτε,
πάλι γεύεται το ξεροκόμματο, αφού περάσουν τρεις και τέσσερες μέρες εξαντλητικής νηστείας.
Οι πρώτοι πειρασμοί
Ο
διάβολος όμως, βλέπει την μεγάλη πρόοδο του Αντωνίου, στην αγιοσύνη,
ταράζεται και στεναχωριέται. Βάζει αμέσως τότε σε ενέργεια τις παγίδες
του και τα φοβερά σχέδιά του.
Τον χτυπάει λοιπόν, πρώτα με τα πλούτη και τις ανέσεις:
-Είσαι
κουτός, του λέγει μέσα του, στην σκέψη του. Άφησες τόσα πλούτη και
ήρθες εδώ στην ερημιά να πεθάνεις από την πείνα και από το κρύο! Δεν
βλέπεις την δυστυχία, που σε
πνίγει; Ένα στρώμα δεν έχεις να
στρώσης. Ζεστασιά δεν υπάρχει πουθενά. Δεν είναι για σένα ο τόπος αυτός.
Θα πεθάνεις και είναι αμαρτία. Έπειτα μη ξεχνάς: Έχεις και αδελφή!
Πώς
την άφησες μόνη της; Είναι σωστό αυτό; Τι ευτυχισμένος είσαι τώρα εδώ,
σε μια υγρή σπηλιά! Όλοι οι άλλοι, που ζούνε στον κόσμο, θα χαθούμε και
συ μόνο θα σωθείς; Είναι
άραγε σωστό αυτό που κάνεις;
Όλες αυτές
τις σκέψεις τις βάζει στον νου του Αντωνίου ο Σατανάς και περιμένει μ’
αγωνία το αποτέλεσμα. Τί θα γίνει; Θα τις δεχτεί; Θα υποκύψει ή όχι;
Άλλα
στις δύσκολες αυτές στιγμές του πειρασμού, ο άγιος δεν λυγίζει.
Προσεύχεται πολύ. Παρακαλεί από τα βάθη της καρδία του τον Θεό να τον
βοηθήσει. Η προσευχή του, η
νηστεία του και η θέληση του, νικούν τον διάβολο και τον τρέπουν σε φυγή.
Δεν
πρόκειται όμως, να ησυχάσει. Ο διάβολος βάζει μπροστά νέο σχέδιο, πιο
τολμηρό αυτή την φορά. Τον πολεμάει με την σάρκα. Εκμεταλλεύεται γι’
αυτό ο άθλιος την νεότητά του.
Παρουσιάζει στην φαντασία του αισχρά
θεάματα. Μεταμορφώνεται ο τρισάθλιος σε γυμνή γυναίκα και προσπαθεί εκεί
στην ερημιά, να τον σκανδαλίσει και να τον νικήσει. Αγωνίζεται
μέρα
νύχτα να τον γκρεμίσει. Τού παρουσιάζει κέντρα διασκεδάσεων και σκηνές
οργίων. Κάνει ότι μπορεί, για να επιτύχει τους δόλιους σκοπούς του.
Ο
Άγιος, όμως συνεχώς προσεύχεται. Μένει ξάγρυπνος και παρακαλεί τον Θεό
να του δώσει δύναμη ν’ αντέξει σ’ αυτή την άγρια επίθεση των πειρασμών
του διαβόλου, για να
επιτύχει μέχρι το τέλος στην άμυνά του, δεν
τρώγει εντελώς τίποτε. Κόβει κι’ αυτό το ελάχιστο ξερό ψωμί, που έτρωγε
κάθε βράδυ, και μένει μέρες ολόκληρες νηστικός.
Ο Σατανάς δεν εγκαταλείπει όμως τον αγώνα.
—Να
το δόλωμα! Η υπερηφάνεια. Τώρα, είναι η ώρα να τον κάμω να
υπερηφανευτεί. Παρουσιάζεται, λοιπόν, ο δαίμονας στον Άγιο με μορφή
μαύρου παιδιού και του λέγει:
—Αχ! Αντώνιε. Πολλούς πλάνεψα, πολλούς
έβαλα κάτω και τους νίκησα, αλλά εσένα κουράστηκα να σε πολεμώ! Νομίζω,
πώς δεν θα επιτύχω. Είσαι δυνατός. Σε παραδέχομαι.
—Και ποιος είσαι εσύ; τον ρώτησε ο Μ. Αντώνιος.
—Εγώ είμαι το πνεύμα της πορνείας και γαργαλίζω τους νέους στην πράξη αυτή.
Ο
Άγιος, δεν υπερηφανεύεται, όπως περίμενε ο σατανάς. Δεν είπε από μέσα
του: Τί είμαι εγώ!, Μπράβο μου!, Τα κατάφερα, αλλά δόξασε το όνομα του
Κυρίου, που του έδωσε,
την δύναμη να νικήσει και είπε στον σατανά:
—Ύπαγε οπίσω μου σατανά. Δεν σε φοβάμαι.
Μέρες αθλήσεως
Μετά
τους πειρασμούς, ο Άγιος προσεύχεται με πολλή πίστη. Η νηστεία και η
σκληραγωγία γινότανε πιο αυστηρή. Έκτος από το ελάχιστο ψωμί, που έτρωγε
κάθε δύο τρεις η και
τέσσερες μέρες, ούτε λάδι, ούτε κρασί, ούτε
καμιά άλλη τροφή έβαζε στο στόμα του. Κοιμότανε δε πάνω σε μια παλιά
ψάθα ή και εντελώς κάτω στο χώμα.
Για ν’ ανεβάσει, λοιπόν, ακόμη πιο
ψηλά τον αγώνα και την άθληση του την χριστιανική, καταφεύγει σ’ ένα
παλαιό τάφο κι’ απομονώνεται. Εκεί του φέρνει την λίγη τροφή του, από
καιρού εις καιρόν, κάποιος ευσεβής χριστιανός. Ο τάφος αυτός ήταν ευρύχωρος, σαν δωμάτιο.
Ο Σατανάς επιτίθεται και πάλι
Γεμάτος
οργή και μίσος για την αποτυχία του ο διάβολος, ξανακτυπάει τον Άγιο,
για να τον κάνη να γυρίσει πίσω στον κόσμο και να τον ρίξει στην
αμαρτία. Πηγαίνει την νύκτα και
κάνει χαλασμό. Του παρουσιάζεται με μορφές φιδιών, σκορπιών, λύκων, τίγρεων, που τον δαγκώνουν και του σχίζουν τις σάρκες.
Ο Μέγας Αντώνιος λέει με γενναιότητα:
—Δε θα με νικήσετε! ο αριθμό σας και ο θόρυβος σας δείχνουν την αδυναμία σας.
Οι δαίμονες τον κτυπούν τότε μανιασμένα και τον αφήνουν εκεί με πληγές αναίσθητο και μισοπεθαμένο.
Έτσι
αναίσθητο τον βρίσκει ο χριστιανός, που του πήγε το πρωί το ψωμί του.
Τον νομίζει για νεκρό. Τον μεταφέρει στο σπίτι του, κοντά στους
συγγενείς και τους γνωστούς του.
Συνέρχεται όμως, ο Άγιος την νύκτα και γυρίζει πάλι στον τάφο του μαρτυρίου του.
—Εδώ
είμαι! φωνάζει ο όσιος. Δεν με φοβίζουν τα ψεύτικα μαστίγιά σας. Κανένα
μαρτύριο δεν θα με απομακρύνει από τον Δεσπότη μου Χριστό.
Αγριεύουν οι δαίμονες, στη συνέχεια της μάχης, που δίνουν. Παρουσιάζονται σε χίλιες δυο μορφές ερπετών και θηρίων.
Και ο Μέγας Αντώνιος, χωρίς να τα χάση είπε:
—Εάν
είχατε δύναμη, ένας και μόνο από σας, μπορούσε να με εξοντώσει. Επειδή ο
Κύριος σας έχει κόψει τα νεύρα και σας έχει αφήσει χωρίς δύναμη, γι’
αυτό προσπαθείτε με το
πλήθος, με την ψευτιά και την υποκρισία, να
με φοβίσετε. Και γι’ αυτό μεταμορφώνεστε σε τόσα θηρία! Εμπρός λοιπόν!
Εάν όμως δεν πήρατε άνωθεν εξουσία εναντίον μου, μη
στέκεστε. Εάν όμως δεν πήρατε, τί ταράζεσθε;
Οι δαίμονες ακούγοντας τα λόγια αυτά του Άγιου, έτριζαν τα δόντια τους, μια ακτίνα με θεϊκό φως κατέβηκε από τη στέγη του τάφου.
Γαλήνη
κι ησυχία απλώθηκε παντού. Το κορμί του Άγιου δεν πονούσε πλέον και δεν
υπήρχαν πληγές στο σώμα του. Θεραπεύτηκαν από τον Κύριο. Ο μεγάλος
ασκητής,
καταλαβαίνει την θεία επίσκεψη και ρωτάει:
—Πού ήσουνα,
γλυκύτατέ μου Θεέ και δεν φανερωνόσουνα από την αρχή, να σταματήσεις
τους πόνους του κορμιού μου; Δεκαέξι χρόνια, με έψησε ο σατανάς.
Ακούστηκε τότε, μια φωνή, που του έλεγε:
—Αντώνιε,
εδώ ήμουνα και σε παρακολουθούσα αοράτως. Αλλά πρόσμενα να ιδώ τον
αγώνα σου. Αφού, λοιπόν, δεν νικήθηκες, αλλά υπέφερες με πίστη, θα είμαι
πάντοτε κοντά
σου και θα κάνω το όνομά σου ξακουστό σ’ όλο τον κόσμο.
Σηκώθηκε τότε ο Άγιος και προσευχήθηκε θερμά.
Για πιο αυστηρή άσκηση
Κατά
το 285 μ.Χ., θέλει ν’ απομακρυνθεί περισσότερο από τον κόσμο. Ο Άγιος
Αντώνιος ξεκινάει, για το σκληρό και δύσκολο δρόμο της ασκήσεως. Περνάει
τον Νείλο ποταμό και
προχωράει προς τα βουνά της δεξιάς όχθης του, που προεκτείνονται προς την Αραβία.
Ο
σκοτεινός διάβολος πλημμυρίζει από μίσος κατά του Άγιου. Καθώς τον
βλέπει να προχωρεί, για πιο αυστηρή άσκηση και πρόοδο αγιοσύνης,
ταράζεται. Δεν το βάζει όμως κάτω.
Ετοιμάζεται να τον σκανδαλίσει, για τα τον ρίξει στην αμαρτία.
Ο Αργυρένιος δίσκος
Του
πετάει, λοιπόν, στον δρόμο του εκεί που βάδιζε στην έρημο, ένα μεγάλο,
αστραφτερό, αργυρένιο δίσκο! Ο Μέγας Αντώνιος κοντοστέκεται για λίγο και
λέγει εκείνο, που
κατάντησε παροιμιώδες: Πόθεν δίσκος εν τη ερήμω;.
Από που βρέθηκε ο δίσκος στην έρημο; Δική σου τέχνη είναι τούτο,
διάβολε! είπε τότε ο Άγιος. Θέλεις να με εμπαίξεις.
Δεν θα σού κάνω
όμως την χάρη. Χάρισμά σου, λοιπόν. Πάρε τον δίσκο μαζί σου στην
απώλεια, στο σκοτάδι της Κολάσεως, του φρικτού βασιλείου σου...
Μόλις, όμως, είπε αυτά ο όσιος, ο δίσκος έγινε άφαντος! Ο δαίμονας είχε νικηθεί και πάλι.
Σε
λίγο ο Μέγας Αντώνιος συναντάει μπροστά του άφθονο χρυσάφι, που
άστραφτε και γυάλιζε με τη λάμψη του. Για το χρυσάφι αυτό, δίνονται δύο
εξηγήσεις. Η μία είναι, ότι το
παρουσίασε ο διάβολος στον Άγιο, για
να τον εμποδίση από τον θεάρεστο δρόμο του, για να του ανάψει την φλόγα
της φιλαργυρίας και του πλούτου και έτσι να του αλλάξει τα
μυαλά.
Η
άλλη εξήγηση είναι, ότι το χρυσάφι αυτό, παρουσίασε ο Θεός στον Άγιο,
για να δείξει στον διάβολο, ότι ο Αντώνιος, ούτε από το χρυσάφι
παρασύρεται, ούτε με τίποτε άλλο
αλλάζει την ευτυχία της πίστεώς του, που νοιώθει.
Είναι στη Λυβική έρημο Πισπίρι, που βρίσκεται το σημερινό Δάρ -Ελ -Μεϊμούν. Φθάνει, λοιπόν, ο μεγάλος ασκητής βαθειά στην έρημο.
Εδώ,
αρχίζει ο Μ. Αντώνιος να ζει σε πιο αυστηρή άσκηση. Απομονωμένος από
τον κόσμο εντελώς, βαθαίνει στα μυστήρια της ζωής και της Δημιουργίας.
Είκοσι ολόκληρα χρόνια,
προσεύχεται, νηστεύει, ξαγρυπνάει και αντιστέκεται στους πειρασμούς του διαβόλου.
Οι επισκέπτες, που πηγαίνουν να τον δουν, ακούνε στο φρούριο άγριες κραυγές:
—Φύγε
από τον τόπον μας. Η έρημος είναι δική μας. Δεν θα μπορέσεις ν’
αντέξεις στις μηχανές μας. Θα σε πιάσουμε στις παγίδες μας και στις
ενέδρες μας!
Οι επισκέπτες νομίζουνε στην αρχή, ότι οι φωνές είναι
ανθρώπινες. Διαπιστώνουν όμως έπειτα, ότι πουθενά δεν υπάρχουν άνθρωποι,
εκτός από τον γενναίο ασκητή.
Καταλαβαίνουν τότε τί υπεράνθρωπη πάλη κάνει ο Άγιος με την πανουργία του διαβόλου και θαυμάζουν.
Τότε ο Άγιος τους πλησιάζει γαλήνιος. Ανοίγει την εξώπορτα του φρουρίου και τους λέγει:
—Μη
φοβάστε, αγαπητοί μου. Αφήστε τον δαίμονα να χτυπιέται. Εσείς να κάνετε
τον σταυρόν σας και να βαδίζετε άφοβα στον δρόμο σας.
Πηγή: xristianos.gr