Αν πειράζει; Ναι, πειράζει. Όχι εμάς, βέβαια, ούτε φυσικά το Θεό, με την έννοια ότι όταν κάποιος δεν πιστεύει στο Θεό, αυτός που βλάπτεται δεν είναι ο Θεός, αλλά ο ίδιος ο άθεος. Ο καθένας είναι ελεύθερος να ρυθμίσει τη ζωή του, όπως θέλει. Οι άθεοι θέλουν, ωστόσο, πρωτίστως, να ρυθμίσουν τη ζωή των άλλων. Κι αυτό, επειδή ο αθεϊσμός δεν μπορεί να υπάρξει, παρά μόνο ως το όραμα ενός κόσμου χωρίς πίστη. Αυτό σημαίνει ότι, αν ο αθεϊσμός μπορούσε να καταστρέψει την πίστη στο Θεό, ταυτόχρονα θα έπαυε να υπάρχει και ο ίδιος, ως κενός περιεχομένου. Γι’ αυτό, λέμε ότι, ο αθεϊσμός από μόνος του δεν έχει τίποτα να προσφέρει στην ανθρωπότητα.
Στην ουσία του θέματος, δε χρειάζονται πολλές θεωρητικές συζητήσεις. Ο αθεϊσμός δε στηρίζεται ούτε σε τεκμήρια, ούτε καν στην κοινή λογική. Παρά τις κατά καιρούς προπαγανδιστικές προσπάθειες να αποχριστιανισθεί ή να αθρησκοποιηθεί ο άνθρωπος, αυτός παραμένει “ύπαρξη θρησκευτική”. Και όταν ακόμη βίαια παραμερίζεται ή απωθείται το θρησκευτικό συναίσθημα, αυτό βρίσκει χίλιους τρόπους να επανεμφανισθεί, έστω και σαν υποκατάστατο, σαν παραποιημένη μορφή.
Έγραφε ο Barreau: “Από την εποχή του Φρόυντ γνωρίζουμε πού μας οδηγούν οι απωθήσεις. Γνωρίζουμε, αυτός μάς το έμαθε, πως, όταν κανείς προσπαθεί να απαλλαγεί από μια ορμή, αυτή επανεμφανίζεται διαστροφική και επικίνδυνη, μέσα από διάφορα υποκατάστατα”. Από τη στιγμή, δηλαδή, που καταπιέζεται η φυσική τάση και ροπή του ανθρώπου προς το θείο, αυτή δεν καταργείται ούτε εξαφανίζεται, αλλά εκτρέπεται. Από δύναμη δημιουργική γίνεται δύναμη καταλυτική, εξουθενωτική και εκφυλιστική της προσωπικότητας. Ο άνθρωπος ανακαλύπτει νέες θρησκείες, κατασκευάζει καινούργια είδωλα. Αποφεύγει το Θεό. Και πιστεύει πως μακριά Του θα ζήσει ελεύθερα. Και συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Καταφεύγει σε τύραννους ανελέητους. Το χρήμα, η λατρεία της σάρκας, η μαγεία, οι δεισιδαιμονίες γίνονται οι νέες θρησκείες του.
Και είναι επόμενο. Το φαινόμενο της θρησκευτικότητας είναι γενικό και πανανθρώπινο. Η ιδέα του Θεού Πατέρα είναι έμφυτη μέσα στην ψυχή. Όπως το νήπιο αβίαστα και αυθόρμητα φέρεται προς τη μητέρα του και από εκεί κυριολεκτικά εξαρτά την ύπαρξή του, κατά παρόμοιο τρόπο και η ψυχή του ανθρώπου, στη φυσική της κατάσταση, φέρεται προς την πηγή της, το Θεό και από εκεί εξαρτά την ύπαρξή της. Αυτό που τόσο εκφραστικά διατύπωσε ο ιερός Αυγουστίνος: “Η καρδιά μας είναι ανήσυχη έως ότου αναπαυθεί σε σένα”, αποτελεί γενικότερη αναζήτηση κάθε ανθρώπινης ψυχής. Αυτό το έμφυτο και καθολικό της θρησκευτικότητας μάς λέει πολλά και δε διαγράφεται εύκολα. Βεβαίως υπάρχει και το φαινόμενο του αθεϊσμού. Το ότι, όμως, υπάρχουν τυφλοί δε σημαίνει πως τα μάτια δεν είναι έμφυτα και ότι η τύφλωση είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου.
Το δράμα του σύγχρονου αθεϊσμού δε μας είναι άγνωστο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ευγένιου Ιονέσκο. Αφήνει να φανερωθεί μια βαθιά πτυχή της δραματικής ζωής του. Μιλάει τόσο πειστικά για το δράμα της μακράν από το Θεό ψυχής του: “Μπορώ να πω ότι έχω εγκαταλείψει τον ουρανό και έχω την εντύπωση, ότι ο ουρανός με έχει εγκαταλείψει…
Έχουμε καταντήσει ανδρείκελα, που ερχόμαστε και παρερχόμαστε δίχως λόγο, που ακούμε και λέμε λέξεις δίχως νόημα. Η υλιστική, μηχανική, συμβατική ζωή μάς έχει μεταμορφώσει σε όντα ξιπασμένα. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τη χάρη, που γνωρίζουν τον Ιησού, που είναι γεμάτη από την προσωπικότητα και την παρουσία του Ιησού Χριστού. Είναι σπάνιοι, αλλά δε λείπουν.
Ένας μοναχός έλεγε στις θρησκευτικές εκπομπές το πρωί της Κυριακής, ότι είναι τελείως αδύνατο για τον άνθρωπο να μην πιστεύει. Από τη στιγμή που θα γευθεί τον Ιησού, δεν μπορεί πια να Τον εγκαταλείψει. Είναι ευτυχής. Προφανώς αυτό για μένα φαίνεται τελείως ακατάληπτο…”.
Τι άλλο αποκαλύπτουν τα λόγια αυτά; Άνθρωπος που ζει συνειδητά το Χριστό, δε ζει το δράμα του αθεϊσμού. Δεν είναι απλώς ο θρησκευόμενος άνθρωπος, είναι ο ολοκληρωμένος άνθρωπος. Δεν υπάρχει στην ψυχή του το κενό. Έχει βρει το σκοπό και το νόημα της αληθινής ζωής. Όπως οι Απόστολοι, οι άγιοι, οι Πατέρες της Εκκλησίας, που βίωναν το πλήρωμα της χαράς σε κάθε στιγμή της ζωής τους.
Πώς είναι δυνατό όλος αυτός ο θαυμαστός κόσμος, που είναι ζυμωμένος από βαθύ νόημα, από θαυμαστή νομοτέλεια, σκοπιμότητα, αρμονία, τάξη και αρμονία, τάξη και ομορφιά, να μην είναι δημιούργημα μιας ανώτερης διάνοιας; Και είναι ποτέ δυνατόν όλο το εκπληκτικό αυτό θαύμα της δημιουργίας να είναι προϊόν της τυφλής τύχης ή των καθαρών συμπτώσεων; Μα αυτό ακριβώς θα σήμαινε θεοποίηση της τύχης. Ή σαν να της αποδώσουμε ιδιότητες που δεν έχει και να της απονείμουμε σοφία που δε διαθέτει. Και ασφαλώς για το λογικό άνθρωπο είναι ευκολότερο να πιστέψει στη δημιουργική ενέργεια του Θεού, παρά στα παράξενα και ασυνάρτητα παιχνίδια της τυφλής τύχης. Κατά την παρατήρηση του φυσιοδίφη E. Dennert, “κάθε φυσιολογικός άνθρωπος θα θεωρήσει ως ακαταλόγιστο όποιον θα έλεγε ότι ένα ρολόι π.χ. δημιουργήθηκε μόνο του και χωρίς σκοπό” .
Αξίζει, ιδιαίτερα, να παρουσιάσουμε πολύ περιληπτικά την περίπτωση του Νίτσε. Είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του “θανάτου του Θεού”. Σ’ αυτόν βλέπουμε ζωντανά τα αποτελέσματα που έχει “ο θάνατος του Θεού” στη ζωή των ανθρώπων. Παρακολουθώντας την πορεία του Νίτσε έχουμε ανάγλυφο μπροστά μας το δράμα μιας αξιολύπητης ψυχής που φιλοδόξησε τον τίτλο του δολοφόνου του Θεού.
Από τα πιο μεγάλα λάθη του Νίτσε είναι ότι αγνόησε το πιο βασικό στοιχείο του ανθρώπου. Δηλαδή ότι ο άνθρωπος δεν είναι μονάχα σκέψη. Έχει και καρδιά, έχει και ψυχή. Νόμισε πως επειδή μπορούσε να σκοτώσει το Θεό μέσα στο κεφάλι, μπορούσε να τον σκοτώσει και μέσα στην ψυχή. Πώς να σκοτώσει την ανάγκη που αισθάνεται η ψυχή για το Θεό; Δε θέλησε να καταλάβει πως το νερό μπορείς να το αρνηθείς. Τη δίψα όμως που θα φλογίζει τα σωθικά σου πώς θα τη σβήσεις; Από αυτό το νόμο που είναι “φυσικός” νόμος για την ψυχή, δεν μπόρεσε να ξεφύγει και ο Νίτσε:
“Δίψα του Θεού μέσα στην ψυχή και άρνηση του Θεού μέσα στο πνεύμα, αυτά τα δύο στοιχεία με τρόπο τερατώδη ζευγαρωμένα, σαν μέσα σ’ ένα βιασμό, κυριαρχούν μέσα σε όλη την πορεία της νιτσεϊκής σκέψεως και μας παραδίδουν το μυστικό αυτού του κόμβου της αντίθεσης που είναι ο κόσμος του Νίτσε. Ο Νίτσε είναι ένας “οδοιπόρος του απόλυτου” που γυρίζει την πλάτη στο Θεό. Όλα τα χαρακτηριστικά όμως που η θεολογία και η χριστιανική πνευματικότητα αποδίδουν στον Θεό, τα ξαναβρίσκουμε μέσα στην περιγραφή του Υπερανθρώπου. Ο άνθρωπος δημιουργημένος για το Θεό, δεν μπορεί παρά προς το Θεό να κατευθύνεται ή στα υποκατάστατα του Θεού (Γ. Τιμπόν).
Ο Νίτσε διάλεξε τα υποκατάστατα, γι’ αυτό συνέχισε να βυθίζεται στην αγωνία και το αδιέξοδο. Θα ζει πάντοτε με ένα όνειρο απατηλό, το όνειρό του, που θα τον αποκόπτει από την πραγματικότητα ως ότου τον αλλοτριώσει από τον ίδιο τον εαυτό του: “Πρέπει να μείνω για πάντα μέσα στο όνειρό μου, καταδικασμένος να χαθώ”. Και θα προσθέσει μια τρομακτική ομολογία που κάνει την ψυχή να ανατριχιάζει για το δράμα του αποστατημένου ανθρώπου: “Μην την εγκαταλείπετε ποτέ αυτή την ιδέα του Θεού… Εγώ την έχω απαρνηθεί αυτή τη σκέψη. Θέλω να δημιουργήσω από την αρχή. Δεν έχω όμως το δικαίωμα να ξαναγυρίσω πίσω. Θα βουλιάξω μέσα στο βάθος των παθών μου. Αυτά με πετούν πότε εδώ και πότε εκεί. Χάνω αδιάκοπα την ισορροπία μου, αλλά αυτό λίγο με ενδιαφέρει”.
Τι τραγική, αλήθεια, αντινομία! Αυτός που είχε εξυμνήσει τη δύναμη και τη θέληση και είχε θεοποιήσει τον εαυτό του, αποδεικνύεται τώρα τρομερά αδύνατος να προλάβει την αυτοκαταστροφή του. Παρακολουθεί τον εαυτό του να βουλιάζει μέσα στο λασπερό βάθος των παθών του και δεν μπορεί και δε θέλει να ζητήσει βοήθεια. Να ζητήσει βοήθεια; Από ποιον; Από το Θεό; Από τους άλλους; Μα το θεοποιημένο “Εγώ” του δεν αναγνωρίζει κανέναν άλλο πιο δυνατό από αυτόν. Σε ποιον λοιπόν να καταφύγει; Μόνο στον εαυτό του. Ο πνιγμένος που πιάνεται από τα μαλλιά του. Ηφαίστειο έβραζε μέσα του η αγωνία και η λάβα της απελπισίας του ξεχυνόταν ορμητική γύρω του. Αφού σκότωσε μέσα του το Θεό, αμείλικτο ορθωνόταν τώρα το πρόβλημα της υπάρξεως και του σκοπού της ζωής: “Το χειρότερο είναι που δεν μπορώ να καταλάβω πια καθόλου για ποιο σκοπό πρέπει να ζω… Το καθετί μου φαίνεται ενοχλητικό, οδυνηρό, αηδιαστικό”. Και συμπλήρωνε: “Δεν μπορείς πια να το υποφέρεις το καινούργιο πεπρωμένο σου; Αγάπα το, δεν έχεις άλλη εκλογή”. Παραδώσου αμαχητί, εσύ ο δυνατός, στην αποπροσωποιητική δύναμη της “Ειμαρμένης”. Εσύ που είχες τη δύναμη να σκοτώσεις το Θεό, τώρα έχεις την υπέρτατη αδυναμία να νικήσεις τον εαυτό σου. Έχει λεχθεί πως “οι πεποιθήσεις μας δεν είναι παρά η ιστορία της καρδιάς μας”. Και αυτή ακριβώς είναι η εξήγηση για την πίστη ή την απιστία μας.
Κάτι τελευταίο
Να προσθέσουμε κάτι τελευταίο. Όλοι νιώθουμε την ανάγκη να αγαπηθούμε. Να δεχτούμε την αγάπη στην πληρότητά της. Συνεχώς η καρδιά μας επιζητά περισσότερη αγάπη. Και η απουσία αυτής της αγάπης είναι ο λόγος που υποφέρουμε. Η ζωή και η πίστη της Εκκλησίας μας μάς υποδεικνύει ότι αυτή την αγάπη μόνο ο Θεός μπορεί να μας τη δώσει, ο οποίος “αγάπη εστί”. Η μετοχή μας, βέβαια, σ’ αυτή την αγάπη προϋποθέτει ακριβώς την πίστη. Συνηθίζουμε να προκαλούμε το Θεό με την απιστία μας, για να τον αναγκάσουμε να μας φανερώσει την αγάπη Του. Ο Χριστός ήρθε στη γη, για να μας φανερώσει ακριβώς αυτή την αγάπη και να μας δείξει τον τρόπο να την απολαύσουμε. Ο Θεός μάς καλεί σε αγαπητική κοινωνία. Να Τον αγαπήσουμε. Και αυτό το μήνυμα ακριβώς θέλουμε κι εμείς να μεταδώσουμε…
Πηγή: http://www.pame.gr/