«Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν» (Ἀκάθ. ὕμν. Φ5α΄ )
Απόψε, ἀγαπητοί μου, στοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας μας ψάλλεται ὁλόκληρος ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, τὸ ἐμπνευσμένο ποιητικὸ ἀριστούργημα τοῦ Βυζαντίου ποὺ διαρκεῖ αἰῶνες τώρα καὶ ἀποτελεῖ ἐπανάληψι τοῦ πρώτου ἐκείνου χαιρετισμοῦ ποὺ εἶπε ὁ ἄγγελος στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο(Λουκ. 1,28)· αὐτὸν ἐπαναλαμβάνει ἐδῶ 144 φορές, κ᾽ εἶ νε ἔκφρασι εὐγνωμοσύνης τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων στὴν Παναγία, ποὺ σὲ δύσκολες στιγμὲς ἔγινε ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγὸς τοῦ γένους μας.
* * *
Ὅλοι ἔχουμε ἀ κούσει περὶ συνειδήσεως, ποὺ εἶνε ἕνα μυστηριῶδες φαινόμενο. Ἡ συνείδησις, ὅπως λένε οἱ εἰδικοί, εἶνε δύο εἰδῶν· ψυχολογικὴ καὶ ἠθική. Τί θὰ πῇ ψυχολογικὴ συνείδησι. Εἶνε ἡ ἰδέα ἡ σαφὴς γνῶσις ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέσῳ τῶν αἰσθήσεών του ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν γιὰ τὸν κόσμο ποὺ τὸν περιβάλλει, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑ αυτό του. Διὰ μέσου τοῦ νοῦ – τῆς σκέψεώς μας ἔχουμε γνῶσι ὅτι ἐμεῖς ὑπάρχουμε κι ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς εἶνε μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος.
Προσέξτε το αὐτό· πάνω στὸν πλανήτη αὐτὸν εἶσαι σὺ καὶ ὄχι ἄλλος, εἶσαι αὐτὸς καὶ δὲν εἶ σαι ἄλλος· εἶσαι ὁ Ἀνδρέας, εἶσαι ὁ Κώστας, εἶσαι ὁ Δημήτρης· εἶσαι ἡ Βαρβάρα, εἶσαι ἡ Κατερίνα, εἶσαι ἡ Εἰρήνη. Διὰ τῆς συνειδήσεως αὐτῆς λαμβάνουμε γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Αὐτὸ ὀνομάζεται αὐτογνωσία. Καὶ αὐτο γνωσία ἔχουν οἱ ἄνθρωποι.
Ἐπισκέφθηκα στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμὸς» ἕνα πρόσωπο πολὺ προσφιλὲς σ᾽ ἐμένα, ἀλλὰ τὸν βρῆκα στὸ τέλος· ἦ ταν σὲ κῶμα πλέον καὶ μόνο ἀνέπνεε· τοῦ μιλοῦσα – τοῦ φώναζα δυνατά, δὲν καταλάβαινε. Μοῦ λέει ὁ γιατρός· Ἔχασε τὴν συνειδητότητα, τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸ περιβάλλον. Ἐνῷ ὁ ὑγιὴς ἄνθρωπος, μὲ μιὰ καρφίτσα νὰ τὸν κεντήσῃς, αἰσθάνεται, ἔχει αἴσθησι.
Αὐτὸ λοιπὸν λέγεται συνείδησις ψυχολογικῶς· ἡ ἐπίγνωσις ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου τοῦ κόσμου γύρω μας.
Προσέξτε το αὐτό· πάνω στὸν πλανήτη αὐτὸν εἶσαι σὺ καὶ ὄχι ἄλλος, εἶσαι αὐτὸς καὶ δὲν εἶ σαι ἄλλος· εἶσαι ὁ Ἀνδρέας, εἶσαι ὁ Κώστας, εἶσαι ὁ Δημήτρης· εἶσαι ἡ Βαρβάρα, εἶσαι ἡ Κατερίνα, εἶσαι ἡ Εἰρήνη. Διὰ τῆς συνειδήσεως αὐτῆς λαμβάνουμε γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Αὐτὸ ὀνομάζεται αὐτογνωσία. Καὶ αὐτο γνωσία ἔχουν οἱ ἄνθρωποι.
Ἐπισκέφθηκα στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμὸς» ἕνα πρόσωπο πολὺ προσφιλὲς σ᾽ ἐμένα, ἀλλὰ τὸν βρῆκα στὸ τέλος· ἦ ταν σὲ κῶμα πλέον καὶ μόνο ἀνέπνεε· τοῦ μιλοῦσα – τοῦ φώναζα δυνατά, δὲν καταλάβαινε. Μοῦ λέει ὁ γιατρός· Ἔχασε τὴν συνειδητότητα, τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸ περιβάλλον. Ἐνῷ ὁ ὑγιὴς ἄνθρωπος, μὲ μιὰ καρφίτσα νὰ τὸν κεντήσῃς, αἰσθάνεται, ἔχει αἴσθησι.
Αὐτὸ λοιπὸν λέγεται συνείδησις ψυχολογικῶς· ἡ ἐπίγνωσις ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου τοῦ κόσμου γύρω μας.
Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ σᾶς πῶ γιὰ τὴ συνείδησι μὲ ψυχολογικὴ ἔννοια· θὰ πῶ λίγα λόγια γιὰ τὴ συνείδησι μὲ ἔννοια ἠθική. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ συνείδησις εἶνε ἡ μυστικὴ ἱκανότης ποὺ ἔχει κάθε ἄνθρωπος, ἄντρας γυναίκα ἢ παιδί, ὁπουδήποτε καὶ ἂν κατοικῇ, σὲ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ καὶ ἂν ζῇ, σὲ ὅποια τάξι καὶ ἐπίπεδο καὶ ἂν ἀνήκῃ, ἡ ἱκανότης μὲ τὴν ὁποία διακρίνει ποιό εἶνε καλὸ καὶ ποιό εἶνε κακό. Καὶ ὁ πιὸ ἀγράμματος νὰ εἶσαι ―δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πᾷς σὲ σχολεῖα ἢ κατηχητικὰ ἢ θεολογικὲς σχολές― μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου ἀκοῦς μιὰ φωνή· Αὐτὸ εἶνε καλό – νὰ τὸ κάνῃς! αὐτὸ εἶνε κακό – νὰ μὴν τὸ κάνῃς!
Καὶ τὴν ἀκοῦς ἰσχυρά. Γίνεται πάλη, φοβερὴ πάλη, μέσ᾽ στὴν ψυχή· Νὰ τὸ κάνω; –νὰ μὴν τὸ κάνω;… Τέλος ὑποχωρεῖς καὶ κάνεις τὴν ἁμαρτία. Πρὸς στιγμὴν αἰσθάνεσαι μιὰ γλύκα. Καὶ μετὰ τὴ στιγμιαία αὐτὴ ἡδονή, τὸ «κεράτιον»αὐτό –γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου(Λουκ. 15,16), ὤ τί καμίνι ἔχεις μέσα σου! Φωνάζει καὶ ὠρύεται ἡ συνείδησι καὶ σὲ κατηγορεῖ. Ἐὰν ὅμως δὲν ὑποκύψῃς ἀλλὰ πῇς ἕνα ὄχι καὶ δὲν ἀφήσῃς τὸ κακὸ νὰ κυριαρχήσῃ ἐπάνω σου ἀλλὰ κρατήσῃς τὸν ἑαυτό σου ἁγνὸ καὶ καθαρό, τότε αἰσθάνεσαι στὴν ψυχή σου μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, ἀκοῦς φωνὲς ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, νιώθεις εὐτυχισμένος, ἔστω κι ἂν κάθεσαι σὲ μιὰ καλύβα, ἔστω κι ἂν εἶσαι στὴ φυλακὴ γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ συνείδησις. Ὁ ἀπόστο-
λος Παῦλος ἔλεγε· «ἔχω ἀγαθὴ συνείδησι»(βλ. Πράξ. 23,1· 24,16. Β΄ Τιμ. 1,3. Ἑβρ. 13,8). Οἱ ἅγιοι εἶχαν ἀγαθὴ συνείδησι· τὴν ἀπέκτησαν μὲ κόπο καὶ μόχθο καὶ διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Σᾶς κέντησε σκορπιός; Ἐμένα μὲ κέντησε. Ἂν σᾶς κεντήσῃ, ὁ πόνος εἶνε φοβερός. Ἀλλὰ προτιμότερο νὰ σὲ κεντήσῃ σκορπιός, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, παρὰ νὰ σὲ κεντήσῃ ἡ συνείδησι. Γιὰ νὰ δῆτε τί φοβερὸ πρᾶγμα εἶνε οἱ τύψειςτῆς συνειδήσεως, ἀναφέρω δύο παραδείγματα. Τὸ ἕνα εἶνε ὁ Κάιν, ὁ γυιὸς τοῦ
Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, ποὺ φθόνησε τόσο πολὺ τὸν ἀθῷο ἀδελφό του τὸν Ἄβελ, ὥστε στὸν ἔβγαλε στὸν κάμπο, μακριὰ ἀπὸ ἀνθρώπινο μάτι, κ᾽ ἐκεῖ τὸν σκότωσε· καὶ μετὰ ἦταν δυστυχισμένος, ἔτρεμε σὰν τὰ φύλλα στὸ δάσος καὶ ἄκουγε φωνή· «Κάιν Κάιν, ποῦ εἶνε ὁ ἀδελφός σου;»(βλ. Γέν. 4,12-14,9). Ἡ τιμωρία του ἦταν νὰ ἐλέγχεται ἀπὸ αὐτὴ τὴ φωνὴ ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Τὸ ἄλλο παράδειγμα τὸ ἀναφέρει ὁ Ἠλίας Μηνιάτης. Στὰ χρόνια τοῦ Βυζαντίου, λέει, ὁ βασιλεὺς Κώνσταςεἶχε ἕνα καλὸ ἀδελφό. Τὸν ὑπωψιάστηκε ὅμως ὅτι θέλει νὰ τοῦ ἁρπάξῃ τὸ θρόνο καὶ τὸν σκότωσε, ὅπως ὁ Ἡρῴδης τὰ νήπια. Ἡσύχασε; Κάθε ἄλλο. Πήγαινε νὰ κοιμηθῇ καὶ ἔβλεπε τρομακτικὸ ὅραμα, τὸν ἀδελφό του νὰ κρατάῃ ποτήρι γεμᾶτο αἷμα ποὺ ἄχνιζε καὶ νὰ τοῦ λέῃ· Ἀδελφέ, «πίε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου», πιὲς τὸ αἷμα τοῦ ἀδερφοῦ σου!
Ἡ συνείδησις εἶνε φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Ἕνας μεγάλος Γερμανὸς φιλόσοφος εἶπε· Δύο πράγματα μὲ πείθουν ὅτι ὑπάρχει Θεός· τὸ ἕνα εἶ νε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ («Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ…»–Ψαλμ. 18,2) καὶ τὸ ἄλλο ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως. Ποιός φύτεψε στὰ στήθη ὅλων τῶν ἀνθρώπων τὴ συνείδησι; Μία
ἡ ἀπάντησις· ὁ Θεός.
Καὶ τὴν ἀκοῦς ἰσχυρά. Γίνεται πάλη, φοβερὴ πάλη, μέσ᾽ στὴν ψυχή· Νὰ τὸ κάνω; –νὰ μὴν τὸ κάνω;… Τέλος ὑποχωρεῖς καὶ κάνεις τὴν ἁμαρτία. Πρὸς στιγμὴν αἰσθάνεσαι μιὰ γλύκα. Καὶ μετὰ τὴ στιγμιαία αὐτὴ ἡδονή, τὸ «κεράτιον»αὐτό –γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου(Λουκ. 15,16), ὤ τί καμίνι ἔχεις μέσα σου! Φωνάζει καὶ ὠρύεται ἡ συνείδησι καὶ σὲ κατηγορεῖ. Ἐὰν ὅμως δὲν ὑποκύψῃς ἀλλὰ πῇς ἕνα ὄχι καὶ δὲν ἀφήσῃς τὸ κακὸ νὰ κυριαρχήσῃ ἐπάνω σου ἀλλὰ κρατήσῃς τὸν ἑαυτό σου ἁγνὸ καὶ καθαρό, τότε αἰσθάνεσαι στὴν ψυχή σου μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, ἀκοῦς φωνὲς ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, νιώθεις εὐτυχισμένος, ἔστω κι ἂν κάθεσαι σὲ μιὰ καλύβα, ἔστω κι ἂν εἶσαι στὴ φυλακὴ γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ συνείδησις. Ὁ ἀπόστο-
λος Παῦλος ἔλεγε· «ἔχω ἀγαθὴ συνείδησι»(βλ. Πράξ. 23,1· 24,16. Β΄ Τιμ. 1,3. Ἑβρ. 13,8). Οἱ ἅγιοι εἶχαν ἀγαθὴ συνείδησι· τὴν ἀπέκτησαν μὲ κόπο καὶ μόχθο καὶ διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Σᾶς κέντησε σκορπιός; Ἐμένα μὲ κέντησε. Ἂν σᾶς κεντήσῃ, ὁ πόνος εἶνε φοβερός. Ἀλλὰ προτιμότερο νὰ σὲ κεντήσῃ σκορπιός, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, παρὰ νὰ σὲ κεντήσῃ ἡ συνείδησι. Γιὰ νὰ δῆτε τί φοβερὸ πρᾶγμα εἶνε οἱ τύψειςτῆς συνειδήσεως, ἀναφέρω δύο παραδείγματα. Τὸ ἕνα εἶνε ὁ Κάιν, ὁ γυιὸς τοῦ
Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, ποὺ φθόνησε τόσο πολὺ τὸν ἀθῷο ἀδελφό του τὸν Ἄβελ, ὥστε στὸν ἔβγαλε στὸν κάμπο, μακριὰ ἀπὸ ἀνθρώπινο μάτι, κ᾽ ἐκεῖ τὸν σκότωσε· καὶ μετὰ ἦταν δυστυχισμένος, ἔτρεμε σὰν τὰ φύλλα στὸ δάσος καὶ ἄκουγε φωνή· «Κάιν Κάιν, ποῦ εἶνε ὁ ἀδελφός σου;»(βλ. Γέν. 4,12-14,9). Ἡ τιμωρία του ἦταν νὰ ἐλέγχεται ἀπὸ αὐτὴ τὴ φωνὴ ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Τὸ ἄλλο παράδειγμα τὸ ἀναφέρει ὁ Ἠλίας Μηνιάτης. Στὰ χρόνια τοῦ Βυζαντίου, λέει, ὁ βασιλεὺς Κώνσταςεἶχε ἕνα καλὸ ἀδελφό. Τὸν ὑπωψιάστηκε ὅμως ὅτι θέλει νὰ τοῦ ἁρπάξῃ τὸ θρόνο καὶ τὸν σκότωσε, ὅπως ὁ Ἡρῴδης τὰ νήπια. Ἡσύχασε; Κάθε ἄλλο. Πήγαινε νὰ κοιμηθῇ καὶ ἔβλεπε τρομακτικὸ ὅραμα, τὸν ἀδελφό του νὰ κρατάῃ ποτήρι γεμᾶτο αἷμα ποὺ ἄχνιζε καὶ νὰ τοῦ λέῃ· Ἀδελφέ, «πίε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου», πιὲς τὸ αἷμα τοῦ ἀδερφοῦ σου!
Ἡ συνείδησις εἶνε φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Ἕνας μεγάλος Γερμανὸς φιλόσοφος εἶπε· Δύο πράγματα μὲ πείθουν ὅτι ὑπάρχει Θεός· τὸ ἕνα εἶ νε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ («Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ…»–Ψαλμ. 18,2) καὶ τὸ ἄλλο ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως. Ποιός φύτεψε στὰ στήθη ὅλων τῶν ἀνθρώπων τὴ συνείδησι; Μία
ἡ ἀπάντησις· ὁ Θεός.
* * *
Ποιός δὲν αἰσθάνθηκετοὺς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεως; Ἕνας μόνο εἶνε ἀναμάρτητος· «εἷς ἅγιος, εἷς Κύρι ος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν»(Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν προσωποποιήσει τὴ συνείδησι· φαντάζονταν τὶς τύψεις ὡς τιμωρητικὲς θεότητες, τὶς Ἐρινύες ποὺ λένε οἱ τραγικοί· πίστευαν ὅτι κάθε φορὰ ποὺ ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος κάτι ἄγριες γυναῖκες τὸν κυνηγοῦν ἀπηνῶς καὶ δὲ βρίσκει ἡσυχία. Γιὰ τὶς τύψεις ὁμιλεῖ καὶ ὁ Ἄγγλος ποιητὴς Σαίξπηρ.
Λέει, ὅτι κάποιος διέπραξε φόνο κι ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ θύματος λέρωσε τὸ δάχτυλό του· καὶ αἰσθάνθηκε τόση ἐνοχή, ποὺ τό ᾽πλενε τό ᾽πλενε τό ᾽πλενε…
Καὶ λέει ὁ Σαίξπηρ· Κι ἂν πλύνῃς τὸ κορμὶ ἀκόμη καὶ μὲ τὰ νερὰ τοῦ Τάμεσι (εἶνε ὁ μεγάλος ποταμὸς ποὺ διασχίζει τὸ Λονδῖνο), δὲν θὰ ἐξαλείψῃς τὴν ἐνοχὴ ἀπ᾽ τὴν ψυχή. Καὶ ὁ Πιλᾶτος πλύθηκε καὶ εἶπε «Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου»(Ματθ. 27,24), ἀλλὰ μέσα του αἰσθανόταν τόση ἐνοχὴ ποὺ τελικὰ αὐτοκτόνησε.
Ὑπάρχουν ἀσφαλῶς καὶ ἄνθρωποι ἀ συνείδητοι, ποὺ πνίγουν τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως· δὲν ἀπευθύνομαι σ᾽ αὐτούς, ἀπευθύνομαι σὲ
ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ποὺ δὲν ἔχασαν τὴν εὐαισθησία, ἀλλὰ νιώθουν τὸν ἔλεγχο καὶ ρωτοῦν· Πῶς θὰ ξεπλύνουμε τὴν ἐνοχή, πῶς θὰ εἰρηνεύσουμε τὴ συνείδησι, πῶς θὰ βροῦμε τὴ γαλήνη; Ὑπάρχει τρόπος, ὑπάρχει μέσον;
Λέει, ὅτι κάποιος διέπραξε φόνο κι ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ θύματος λέρωσε τὸ δάχτυλό του· καὶ αἰσθάνθηκε τόση ἐνοχή, ποὺ τό ᾽πλενε τό ᾽πλενε τό ᾽πλενε…
Καὶ λέει ὁ Σαίξπηρ· Κι ἂν πλύνῃς τὸ κορμὶ ἀκόμη καὶ μὲ τὰ νερὰ τοῦ Τάμεσι (εἶνε ὁ μεγάλος ποταμὸς ποὺ διασχίζει τὸ Λονδῖνο), δὲν θὰ ἐξαλείψῃς τὴν ἐνοχὴ ἀπ᾽ τὴν ψυχή. Καὶ ὁ Πιλᾶτος πλύθηκε καὶ εἶπε «Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου»(Ματθ. 27,24), ἀλλὰ μέσα του αἰσθανόταν τόση ἐνοχὴ ποὺ τελικὰ αὐτοκτόνησε.
Ὑπάρχουν ἀσφαλῶς καὶ ἄνθρωποι ἀ συνείδητοι, ποὺ πνίγουν τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως· δὲν ἀπευθύνομαι σ᾽ αὐτούς, ἀπευθύνομαι σὲ
ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ποὺ δὲν ἔχασαν τὴν εὐαισθησία, ἀλλὰ νιώθουν τὸν ἔλεγχο καὶ ρωτοῦν· Πῶς θὰ ξεπλύνουμε τὴν ἐνοχή, πῶς θὰ εἰρηνεύσουμε τὴ συνείδησι, πῶς θὰ βροῦμε τὴ γαλήνη; Ὑπάρχει τρόπος, ὑπάρχει μέσον;
* * *
Ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου. Ἕνα μᾶς καθαρίζει. Ποιό; «Τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ»(Α΄ Ἰω. 1,7). Ἂν ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε μόνος του ν᾽ ἀπαλλάξῃ τὴ συνείδησι ἀπὸ τὸ ῥύπο, δὲν θὰ ἐρχόταν ὁ Χριστός. Μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ καθαριστοῦμε. Καὶ ἑκατὸ χρόνια νὰ ἀσκητεύῃς στὸ Ἅγιο Ὄρος μὲ κομποσχοίνια καὶ μετάνοιες, δὲν ἐξαλείφεις οὔτε τὴν πιὸ μικρὴ ἁμαρτία.
Δὲν ὑποτιμοῦμε τὴν ἀξία τῶν μέσων αὐτῶν, ποὺ καλλιεργοῦν τὴ μετάνοια καὶ ἑλκύουν τὴ θεία χάρι, ἀλλὰ κηρύττοντας ἁγνὸ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ λέμε, ὅτι ἡ κάθαρσις καὶ λύτρωσίς μας ἔγινε μὲ τὸ τίμιο αἷμα τοῦ «ἀμώμου καὶ ἀσπίλου ἀμνοῦ –Χριστοῦ»(Α΄ Πέτρ. 1,19).
Ὤ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνανθρώπησε καὶ σταυρώθηκε καὶ σήκωσε στοὺς ὤμους του «τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»(Ἰω. 1,29) καὶ ἔγινε «κατάρα»καὶ «ἁμαρτία»(βλ. Γαλ. 3,13. Β΄ Κορ. 5,21) γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσῃ! «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες»(Ματθ. 26,27). Μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὸ σταυρό, γίνεται Ἰορδάνης ποταμὸς καὶ πλένει ὅλα τὰ ἁμαρτήματά μας.
Τὴν θεμελιώδη αὐτὴ ἀλήθεια ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου ὅταν λέῃ στὴν Παναγία «Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν». Διότι ἐκείνη ἔγινε τὸ ὄργανο γιὰ νὰ συντελεσθῇ ἡ λύτρωσίς μας, ἐκείνη βοήθησε νὰ καθαρθῇ ἡ συνείδησί μας ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία. Γι᾽ αὐτό, ὅπως φροντίζουμε τὴν καθαριότητα τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῶν ἐνδυμάτων μας, ἔτσι ἂς σπεύσουμε στὸν λουτῆρα τῆς μετανοίας. Στὸ πλυντήριο τὰ ἄπλυτά μας! Ὅλοι νὰ ἐξομολογηθοῦμε. Καὶ τότε θὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς στὴν Παναγία· «Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν».
Εἴθε, ἀγαπητοί μου, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, νὰ ἑτοιμασθοῦμε γιὰ τὸ Πάσχα καὶ νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς, καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν»(Κυρ. Πάσχα)· ἀμήν.
Δὲν ὑποτιμοῦμε τὴν ἀξία τῶν μέσων αὐτῶν, ποὺ καλλιεργοῦν τὴ μετάνοια καὶ ἑλκύουν τὴ θεία χάρι, ἀλλὰ κηρύττοντας ἁγνὸ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ λέμε, ὅτι ἡ κάθαρσις καὶ λύτρωσίς μας ἔγινε μὲ τὸ τίμιο αἷμα τοῦ «ἀμώμου καὶ ἀσπίλου ἀμνοῦ –Χριστοῦ»(Α΄ Πέτρ. 1,19).
Ὤ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνανθρώπησε καὶ σταυρώθηκε καὶ σήκωσε στοὺς ὤμους του «τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»(Ἰω. 1,29) καὶ ἔγινε «κατάρα»καὶ «ἁμαρτία»(βλ. Γαλ. 3,13. Β΄ Κορ. 5,21) γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσῃ! «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες»(Ματθ. 26,27). Μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὸ σταυρό, γίνεται Ἰορδάνης ποταμὸς καὶ πλένει ὅλα τὰ ἁμαρτήματά μας.
Τὴν θεμελιώδη αὐτὴ ἀλήθεια ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου ὅταν λέῃ στὴν Παναγία «Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν». Διότι ἐκείνη ἔγινε τὸ ὄργανο γιὰ νὰ συντελεσθῇ ἡ λύτρωσίς μας, ἐκείνη βοήθησε νὰ καθαρθῇ ἡ συνείδησί μας ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία. Γι᾽ αὐτό, ὅπως φροντίζουμε τὴν καθαριότητα τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῶν ἐνδυμάτων μας, ἔτσι ἂς σπεύσουμε στὸν λουτῆρα τῆς μετανοίας. Στὸ πλυντήριο τὰ ἄπλυτά μας! Ὅλοι νὰ ἐξομολογηθοῦμε. Καὶ τότε θὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς στὴν Παναγία· «Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν».
Εἴθε, ἀγαπητοί μου, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, νὰ ἑτοιμασθοῦμε γιὰ τὸ Πάσχα καὶ νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς, καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν»(Κυρ. Πάσχα)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνηςτὴν 14-4-1989
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνηςτὴν 14-4-1989