«Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾽ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ» (Ματθ. 26,39)
ΟΛΗ ἡ ζωὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε μέχρι τὴν ὥρα ποὺ πάνω στὸ τίμιο ξύλο εἶπε «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου» (Λουκ. 23,46), ἀπὸ τὸ λίκνο μέχρι τὸν τάφο, ἦταν μιὰ ζωὴ πονεμένη. Νήπιο ἦταν ὅταν ὁ Ἡρῴδης ἀκόνιζε τὰ μαχαίρια του. Μικρὸ παιδὶ ἀναγκάστηκε νὰ ζήσῃ πρόσφυγας στὴν Αἴγυπτο. Ἔφηβος – φτωχὸς νέος ἐργαζόταν γιὰ νὰ θρέψῃ τὴν Παναγία μητέρα του. Κι ὅταν ὥριμος ἄνδρας βγῆκε στὸ δημόσιο βίο, δέχθηκε πάνω του ὅλη τὴν ἀνθρώπινη κακία. Καὶ τί δὲν εἶπαν καὶ τί δὲν ἔκαναν οἱ ἐχθροί του! Ὅλη ἡ ζωή του θλῖψι καὶ πόνος. Ὅπως τὸ ἀλεύρι ζυμώνεται μὲ νερό, ἔτσι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ εἶνε ζυμωμένη μὲ δάκρυ.
Ἀλλ᾽ ἐκεῖ ποὺ ὁ πόνος του ἔφθασε στὸ κατακόρυφο – στὸ ζενίθ, εἶνε τὰ σεπτὰ πάθη του. Ἀρχὴ δὲ τῶν παθῶν του εἶνε ἡ Γεθσημανῆ. Tί εἶνε ἡ Γεθσημανῆ; Εἶνε μιὰ τοποθεσία ποὺ μέχρι σήμερα σῴζεται, ἕνα – δυὸ χιλιόμετρα ἔξω ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα. Εἶνε τόπος ὅπου ὁ Χριστὸς κατέφευγε συνήθως γιὰ νὰ προσευχηθῇ.
Ὕστερα ἀπὸ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, ἐνῷ ἡ νύχτα ἅπλωνε πλέον τὰ μαῦρα φτερά της σὲ ὅλη τὴν πλάσι, ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς ἕνδεκα μαθητὰς βγῆκε ἀπὸ τὸ ὑπερῷο, περπάτησε στοὺς δρόμους, διέσχισε τὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων, πέρασε τὴ γέφυρα τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων (ἕνα μικρὸ ποταμάκι) καὶ «εἰσῆλθε» στὴ Γεθσημανῆ, «ὅπου ἦν κῆπος» (Ἰωάν. 18,1). Ἄφησε σ᾽ ἕνα σημεῖο τοὺς ὀκτὼ μαθητάς, λίγο πιὸ πέρα τοὺς ἄλλους τρεῖς, καὶ αὐτὸς προχώρησε ἀκόμη πιὸ βαθειά, σὲ ἀπόστασι βολῆς λίθου (Λουκ. 22,41), ὅσο πετᾶμε μιὰ πέτρα. Ἐκεῖ κάτω ἀπ᾽ τὶς ἐλιές (τέσσερις – πέντε ἀπὸ αὐτὲς σῴζονται μέχρι σήμερα) γονάτισε νὰ προσευχηθῇ.
Πάντοτε ὁ Χριστὸς προσευχόταν· ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς διαρκοῦς προσευχῆς. Ἀλλὰ τώρα ἡ προσευχή του ἔχει κάτι τὸ συγκλονιστικό. Ἀγωνιᾷ. Καὶ ἡ ἀγωνία φθάνει μέχρι σημείου ὥστε ὁ ἱδρώτας ἀπὸ τὸ μέτωπό του νὰ γίνεται «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος» (Λουκ. 22,44), σταλαγματιὲς αἷμα, ποὺ πέφτουν κάτω στὴ γῆ. Καὶ ποιά εἶνε ἡ προσευχή του, ποὺ τὴν ἐπαναλαμβάνει τρεῖς φορές; «Πάτερ μου», πατέρα μου, «εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾽ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ. …γενηθήτω τὸ θέλημά σου» (Ματθ. 26,39,42).
Ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε, ὄχι ἐμεῖς ἀλλὰ καὶ ἀγγελικὲς ἀκόμα γλῶσσες, εἶνε ἀδύνατον νὰ περιγραφοῦν τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιτρέψατέ μου ὡστόσο, νὰ σκεφθοῦμε ἐπάνω στὴν ἐναγώνιο αὐτὴ προσευχὴ καὶ νὰ ἐρωτήσουμε· ποιό ἆραγε εἶνε τὸ πικρὸ ποτήρι ποὺ ἤπιε ὁ Χριστός;
Ἀλλ᾽ ἐκεῖ ποὺ ὁ πόνος του ἔφθασε στὸ κατακόρυφο – στὸ ζενίθ, εἶνε τὰ σεπτὰ πάθη του. Ἀρχὴ δὲ τῶν παθῶν του εἶνε ἡ Γεθσημανῆ. Tί εἶνε ἡ Γεθσημανῆ; Εἶνε μιὰ τοποθεσία ποὺ μέχρι σήμερα σῴζεται, ἕνα – δυὸ χιλιόμετρα ἔξω ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα. Εἶνε τόπος ὅπου ὁ Χριστὸς κατέφευγε συνήθως γιὰ νὰ προσευχηθῇ.
Ὕστερα ἀπὸ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, ἐνῷ ἡ νύχτα ἅπλωνε πλέον τὰ μαῦρα φτερά της σὲ ὅλη τὴν πλάσι, ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς ἕνδεκα μαθητὰς βγῆκε ἀπὸ τὸ ὑπερῷο, περπάτησε στοὺς δρόμους, διέσχισε τὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων, πέρασε τὴ γέφυρα τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων (ἕνα μικρὸ ποταμάκι) καὶ «εἰσῆλθε» στὴ Γεθσημανῆ, «ὅπου ἦν κῆπος» (Ἰωάν. 18,1). Ἄφησε σ᾽ ἕνα σημεῖο τοὺς ὀκτὼ μαθητάς, λίγο πιὸ πέρα τοὺς ἄλλους τρεῖς, καὶ αὐτὸς προχώρησε ἀκόμη πιὸ βαθειά, σὲ ἀπόστασι βολῆς λίθου (Λουκ. 22,41), ὅσο πετᾶμε μιὰ πέτρα. Ἐκεῖ κάτω ἀπ᾽ τὶς ἐλιές (τέσσερις – πέντε ἀπὸ αὐτὲς σῴζονται μέχρι σήμερα) γονάτισε νὰ προσευχηθῇ.
Πάντοτε ὁ Χριστὸς προσευχόταν· ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς διαρκοῦς προσευχῆς. Ἀλλὰ τώρα ἡ προσευχή του ἔχει κάτι τὸ συγκλονιστικό. Ἀγωνιᾷ. Καὶ ἡ ἀγωνία φθάνει μέχρι σημείου ὥστε ὁ ἱδρώτας ἀπὸ τὸ μέτωπό του νὰ γίνεται «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος» (Λουκ. 22,44), σταλαγματιὲς αἷμα, ποὺ πέφτουν κάτω στὴ γῆ. Καὶ ποιά εἶνε ἡ προσευχή του, ποὺ τὴν ἐπαναλαμβάνει τρεῖς φορές; «Πάτερ μου», πατέρα μου, «εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾽ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ. …γενηθήτω τὸ θέλημά σου» (Ματθ. 26,39,42).
Ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε, ὄχι ἐμεῖς ἀλλὰ καὶ ἀγγελικὲς ἀκόμα γλῶσσες, εἶνε ἀδύνατον νὰ περιγραφοῦν τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιτρέψατέ μου ὡστόσο, νὰ σκεφθοῦμε ἐπάνω στὴν ἐναγώνιο αὐτὴ προσευχὴ καὶ νὰ ἐρωτήσουμε· ποιό ἆραγε εἶνε τὸ πικρὸ ποτήρι ποὺ ἤπιε ὁ Χριστός;
* * *
Ἡ λέξις ποτήριο εἶνε συμβολική. Σημαίνει πόνο καὶ θλῖψι. Δὲν εἶνε εὐχάριστο ποτήρι, λ.χ. τοῦ γάμου ποὺ πίνουν οἱ νεόνυμφοι, οὔτε κάποιο ἄλλο· εἶνε ποτήρι γεμᾶτο πικρία καὶ δάκρυα.
Μερικοὶ εἶπαν ὅτι τὸ ποτήριο τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὁ θάνατος. Ἡ δειλία βέβαια ἐμπρὸς στὸ θάνατο ―ὁ ὁποῖος παρὰ φύσιν εἰσῆλθε στὴ ζωή μας― εἶνε ὄντως γνώρισμα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως· ὁ Χριστὸς δηλαδὴ δείχνει ἔτσι, ὅτι εἶνε τέλειος ἄνθρωπος, πραγματικὰ καὶ ὄχι φανταστικά. Ἀλλ᾽ αὐτὸ γίνεται κατ᾽ οἰκονομίαν· θέλει ὁ ἴδιος καὶ γίνεται ἔτσι. Κατ᾽ οὐσίαν ὁ Χριστὸς δὲν φοβήθηκε τὸ θάνατο. Ἐὰν ὁ Σωκράτης καὶ ἄλλα εὐγενῆ τέκνα τῆς γῆς δὲν τὸν φοβήθηκαν ἀλλὰ βάδισαν θαρραλέα πρὸς αὐτὸν καὶ προσέφεραν τὸν ἑαυτό τους θυσία γιὰ εὐγενῆ ἰδανικά, πολὺ περισσότερο ὁ Χριστός. Βάδισε λοιπὸν ἀτρόμητα. Ἐὰν φοβόταν τὸ θάνατο, δὲν θὰ πήγαινε στὸ μέρος ἐκεῖνο, ποὺ ἦταν γνωστὸ καὶ στοὺς ἐχθρούς. Ἂν ἤθελε νὰ σωθῇ, θὰ περνοῦσε τὸν Ἰορδάνη καὶ θὰ κρυβόταν στὴν ἔρημο. Ἑπομένως ἐν γνώσει ὅτι θὰ πέσῃ στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν πῆγε στὴ Γεθσημανῆ· πῆγε γιὰ νὰ συλληφθῇ. Ὡς ἄνθρωπος βεβαίως γεύθηκε τὴν πικρία τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ἄλλο ἡ γεῦσις τοῦ θανάτου καὶ ἄλλο ἡ δειλία ποὺ ὡρισμένοι θέλουν νὰ τοῦ ἀποδώσουν παρερμηνεύοντας τὰ λόγια του.
Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ ποτήριο τοῦ Χριστοῦ; Εἶνε τὸ πάθος, οἱ πόνοι στὸ σῶμα. Ἀφοῦ εἶχε σῶμα, αἰσθάνθηκε πόνους. Πρὶν τὴ σταύρωσι εἶχε τοὺς πόνους ἀπὸ τὰ δεσμὰ στὰ χέρια, ἀπὸ τὰ κολαφίσματα δηλαδὴ τὶς γροθιές, ἀπὸ τὰ ῥαπίσματα καὶ τὰ φτυσήματα στὸ πρόσωπο, ἀπὸ τ᾽ ἀγκάθια στὸ κεφάλι καὶ τὰ χτυπήματα μὲ τὸ καλάμι, ἀπὸ τὸ φραγγέλλιο στὸ γυμνὸ σῶμα (τὸ φραγγέλλιο ἦταν ἕνα καμουτσίκι μὲ ἑφτὰ λουριὰ καὶ κάθε λουρὶ κατέληγε σ᾽ ἕνα κομμάτι μολύβι). Φανταστῆτε τὸ Χριστὸ δεμένο σὲ μιὰ κολώνα γυμνὸ καὶ ἕνα ῾Ρωμαῖο στρατιώτη μὲ τὸν χτυπάῃ μ᾽ αὐτό. Τὸ σῶμα γέμιζε πληγὲς καὶ ἔτρεχαν ῥυάκια αἵματος. Οἱ ἱστορικοὶ λένε, ὅτι πολλοὶ κατάδικοι πέθαιναν ἐπάνω στὴ φραγγέλλωσι. Τέλος οἱ πόνοι τῆς σταυρώσεως· τὸ ὄξος καὶ ἡ χολὴ στὰ χείλη, τὰ καρφιὰ στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, τὸ τάνυσμα ὅλου τοῦ σώματος, ὁ πνιγμὸς τῆς ἀναπνοῆς, ἡ ἀφόρητη δίψα, τὸ ἄλγος ὅλων τῶν μελῶν.
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς τῶν πόνων στὸ σῶμα ὁ Χριστὸς δοκίμασε πόνους στὴν ψυχή. Κι αὐτοὶ εἶνε οἱ μεγαλύτεροι. Ὁ ψυχικὸς πόνος εἶνε πιὸ ὀδυνηρός. Μπορεῖ νὰ εἶσαι καλά, νά ᾽χῃς ὑγεία ἑκατὸ τοῖς ἑκατό, κι ὅμως ἕνας ψυχικὸς πόνος, μία ἀπάτη συζύγου, μιὰ προδοσία φίλου ἢ κάποιο ἄλλο θλιβερό, νὰ σοῦ φέρῃ συγκοπὴ καὶ νὰ πέσῃς κάτω. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ δὲν ὑπῆρξε πιὸ εὐαίσθητη καρδιὰ ἀπ᾽ τὴ δική του, συγκλονίστηκε βαθειὰ τὴν ἡμέρα τῶν παθῶν. Δοκίμασε πόνο ὅταν εἶδε τὸν Ἰούδα νὰ τὸν προδίδῃ γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, τοὺς μαθητὰς νὰ κοιμῶνται, τὸν Πέτρο νὰ τὸν ἀρνῆται τρεῖς φορὲς μὲ ὅρκο μπροστὰ σὲ μία ὑπηρέτρια, ὅλους νὰ τὸν ἐγκαταλείπουν. Αἰσθάνθηκε πικρία ἀπὸ τὴν ἀδικία, ὅταν ἄκουσε τὶς ψευδομαρτυρίες καὶ τὴν καταδίκη στὸ συνέδριο, καὶ μετὰ στὸ πραιτώριο χιλιάδες κόσμο νὰ προτιμοῦν τὸ Βαραββᾶ καὶ νὰ οὐρλιάζουν γι᾽ αὐτὸν σὰν τσακάλια «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21). Ποῦ εἶνε οἱ τυφλοί, οἱ κουτσοί, οἱ παράλυτοι, οἱ πεινασμένοι, ὅλοι οἱ εὐεργετημένοι; Ἔνιωσε ὀδύνη βλέποντας τὴν ἀχαριστία κι ἀκούγοντας τὶς εἰρωνεῖες, τὶς βλασφημίες, τὶς προκλήσεις. Νά τὸ ποτήριο τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ τὸ βάθος τοῦ ὠκεανοῦ τῆς θλίψεως τοῦ Χριστοῦ δείχνει ἡ φωνή του ἐκείνη «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46). Δυσερμήνευτος, ἀκατάληπτος λόγος. Τὴν ὥρα πού ᾽νε πάνω στὸ σταυρὸ τὸν ἔχουν ἐγκαταλείψει μαθηταί, φίλοι, οἱ πάντες. Εἶνε μόνος, μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς. Τώρα λοιπὸν τὸν ἐγκατέλειψε καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας; Αὐτὸ εἶνε ἀνυπόφορο. Καὶ γιατί; Ὁ Θεὸς ἐγκαταλείπει κακούργους, φονεῖς, ἀσεβεῖς, βλασφήμους. Ἐγκατέλειψε καὶ τὸ Χριστό; Μὰ δὲν εἶνε ὁ Υἱός του ὁ ἀγαπητός; πῶς τὸν ἐγκατέλειψε;
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, δὲ βρίσκεται πάνω στὸ σταυρὸ σὰν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ὅπως λ.χ. ὁ Σωκράτης. Τὴν ὥρα τούτη αὐτὸς ὑπῆρξε ―παρακαλῶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ μᾶς φωτίσῃ, γιατὶ ἐδῶ εἶνε τὸ κλειδὶ τοῦ μυστηρίου―, ὑπῆρξε ὁ ἀντιπρόσωπός μας, ὁ πληρεξούσιος ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, ἐκεῖνος ποὺ ἐκαλεῖτο νὰ ὑποστῇ ὅ,τι θὰ ὑφιστάμεθα ἐμεῖς γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ναί, ἀγαπητοί μου· ὁ Χριστὸς ἀπέθανε ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἀντὶ ἡμῶν, ὅπως λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ ἄλλοι πατέρες. Αὐτὸ προεῖδε ὁ Ἠσαΐας 800 χρόνια πρὶν καὶ εἶπε· «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς δὲ ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει» (Ἠσ. 53,4). Συνεπῶς, μέσα στὸ ποτήριο ποὺ ἤπιε ὁ Χριστὸς ὑπάρχουν καὶ οἱ σταγόνες οἱ δικές μας (τὰ ἁμαρτήματα τὰ δικά μου, τὰ δικά σας, ὅλου τοῦ κόσμου).
Μερικοὶ εἶπαν ὅτι τὸ ποτήριο τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὁ θάνατος. Ἡ δειλία βέβαια ἐμπρὸς στὸ θάνατο ―ὁ ὁποῖος παρὰ φύσιν εἰσῆλθε στὴ ζωή μας― εἶνε ὄντως γνώρισμα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως· ὁ Χριστὸς δηλαδὴ δείχνει ἔτσι, ὅτι εἶνε τέλειος ἄνθρωπος, πραγματικὰ καὶ ὄχι φανταστικά. Ἀλλ᾽ αὐτὸ γίνεται κατ᾽ οἰκονομίαν· θέλει ὁ ἴδιος καὶ γίνεται ἔτσι. Κατ᾽ οὐσίαν ὁ Χριστὸς δὲν φοβήθηκε τὸ θάνατο. Ἐὰν ὁ Σωκράτης καὶ ἄλλα εὐγενῆ τέκνα τῆς γῆς δὲν τὸν φοβήθηκαν ἀλλὰ βάδισαν θαρραλέα πρὸς αὐτὸν καὶ προσέφεραν τὸν ἑαυτό τους θυσία γιὰ εὐγενῆ ἰδανικά, πολὺ περισσότερο ὁ Χριστός. Βάδισε λοιπὸν ἀτρόμητα. Ἐὰν φοβόταν τὸ θάνατο, δὲν θὰ πήγαινε στὸ μέρος ἐκεῖνο, ποὺ ἦταν γνωστὸ καὶ στοὺς ἐχθρούς. Ἂν ἤθελε νὰ σωθῇ, θὰ περνοῦσε τὸν Ἰορδάνη καὶ θὰ κρυβόταν στὴν ἔρημο. Ἑπομένως ἐν γνώσει ὅτι θὰ πέσῃ στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν πῆγε στὴ Γεθσημανῆ· πῆγε γιὰ νὰ συλληφθῇ. Ὡς ἄνθρωπος βεβαίως γεύθηκε τὴν πικρία τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ἄλλο ἡ γεῦσις τοῦ θανάτου καὶ ἄλλο ἡ δειλία ποὺ ὡρισμένοι θέλουν νὰ τοῦ ἀποδώσουν παρερμηνεύοντας τὰ λόγια του.
Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ ποτήριο τοῦ Χριστοῦ; Εἶνε τὸ πάθος, οἱ πόνοι στὸ σῶμα. Ἀφοῦ εἶχε σῶμα, αἰσθάνθηκε πόνους. Πρὶν τὴ σταύρωσι εἶχε τοὺς πόνους ἀπὸ τὰ δεσμὰ στὰ χέρια, ἀπὸ τὰ κολαφίσματα δηλαδὴ τὶς γροθιές, ἀπὸ τὰ ῥαπίσματα καὶ τὰ φτυσήματα στὸ πρόσωπο, ἀπὸ τ᾽ ἀγκάθια στὸ κεφάλι καὶ τὰ χτυπήματα μὲ τὸ καλάμι, ἀπὸ τὸ φραγγέλλιο στὸ γυμνὸ σῶμα (τὸ φραγγέλλιο ἦταν ἕνα καμουτσίκι μὲ ἑφτὰ λουριὰ καὶ κάθε λουρὶ κατέληγε σ᾽ ἕνα κομμάτι μολύβι). Φανταστῆτε τὸ Χριστὸ δεμένο σὲ μιὰ κολώνα γυμνὸ καὶ ἕνα ῾Ρωμαῖο στρατιώτη μὲ τὸν χτυπάῃ μ᾽ αὐτό. Τὸ σῶμα γέμιζε πληγὲς καὶ ἔτρεχαν ῥυάκια αἵματος. Οἱ ἱστορικοὶ λένε, ὅτι πολλοὶ κατάδικοι πέθαιναν ἐπάνω στὴ φραγγέλλωσι. Τέλος οἱ πόνοι τῆς σταυρώσεως· τὸ ὄξος καὶ ἡ χολὴ στὰ χείλη, τὰ καρφιὰ στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, τὸ τάνυσμα ὅλου τοῦ σώματος, ὁ πνιγμὸς τῆς ἀναπνοῆς, ἡ ἀφόρητη δίψα, τὸ ἄλγος ὅλων τῶν μελῶν.
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς τῶν πόνων στὸ σῶμα ὁ Χριστὸς δοκίμασε πόνους στὴν ψυχή. Κι αὐτοὶ εἶνε οἱ μεγαλύτεροι. Ὁ ψυχικὸς πόνος εἶνε πιὸ ὀδυνηρός. Μπορεῖ νὰ εἶσαι καλά, νά ᾽χῃς ὑγεία ἑκατὸ τοῖς ἑκατό, κι ὅμως ἕνας ψυχικὸς πόνος, μία ἀπάτη συζύγου, μιὰ προδοσία φίλου ἢ κάποιο ἄλλο θλιβερό, νὰ σοῦ φέρῃ συγκοπὴ καὶ νὰ πέσῃς κάτω. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ δὲν ὑπῆρξε πιὸ εὐαίσθητη καρδιὰ ἀπ᾽ τὴ δική του, συγκλονίστηκε βαθειὰ τὴν ἡμέρα τῶν παθῶν. Δοκίμασε πόνο ὅταν εἶδε τὸν Ἰούδα νὰ τὸν προδίδῃ γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, τοὺς μαθητὰς νὰ κοιμῶνται, τὸν Πέτρο νὰ τὸν ἀρνῆται τρεῖς φορὲς μὲ ὅρκο μπροστὰ σὲ μία ὑπηρέτρια, ὅλους νὰ τὸν ἐγκαταλείπουν. Αἰσθάνθηκε πικρία ἀπὸ τὴν ἀδικία, ὅταν ἄκουσε τὶς ψευδομαρτυρίες καὶ τὴν καταδίκη στὸ συνέδριο, καὶ μετὰ στὸ πραιτώριο χιλιάδες κόσμο νὰ προτιμοῦν τὸ Βαραββᾶ καὶ νὰ οὐρλιάζουν γι᾽ αὐτὸν σὰν τσακάλια «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21). Ποῦ εἶνε οἱ τυφλοί, οἱ κουτσοί, οἱ παράλυτοι, οἱ πεινασμένοι, ὅλοι οἱ εὐεργετημένοι; Ἔνιωσε ὀδύνη βλέποντας τὴν ἀχαριστία κι ἀκούγοντας τὶς εἰρωνεῖες, τὶς βλασφημίες, τὶς προκλήσεις. Νά τὸ ποτήριο τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ τὸ βάθος τοῦ ὠκεανοῦ τῆς θλίψεως τοῦ Χριστοῦ δείχνει ἡ φωνή του ἐκείνη «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46). Δυσερμήνευτος, ἀκατάληπτος λόγος. Τὴν ὥρα πού ᾽νε πάνω στὸ σταυρὸ τὸν ἔχουν ἐγκαταλείψει μαθηταί, φίλοι, οἱ πάντες. Εἶνε μόνος, μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς. Τώρα λοιπὸν τὸν ἐγκατέλειψε καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας; Αὐτὸ εἶνε ἀνυπόφορο. Καὶ γιατί; Ὁ Θεὸς ἐγκαταλείπει κακούργους, φονεῖς, ἀσεβεῖς, βλασφήμους. Ἐγκατέλειψε καὶ τὸ Χριστό; Μὰ δὲν εἶνε ὁ Υἱός του ὁ ἀγαπητός; πῶς τὸν ἐγκατέλειψε;
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, δὲ βρίσκεται πάνω στὸ σταυρὸ σὰν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ὅπως λ.χ. ὁ Σωκράτης. Τὴν ὥρα τούτη αὐτὸς ὑπῆρξε ―παρακαλῶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ μᾶς φωτίσῃ, γιατὶ ἐδῶ εἶνε τὸ κλειδὶ τοῦ μυστηρίου―, ὑπῆρξε ὁ ἀντιπρόσωπός μας, ὁ πληρεξούσιος ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, ἐκεῖνος ποὺ ἐκαλεῖτο νὰ ὑποστῇ ὅ,τι θὰ ὑφιστάμεθα ἐμεῖς γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ναί, ἀγαπητοί μου· ὁ Χριστὸς ἀπέθανε ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἀντὶ ἡμῶν, ὅπως λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ ἄλλοι πατέρες. Αὐτὸ προεῖδε ὁ Ἠσαΐας 800 χρόνια πρὶν καὶ εἶπε· «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς δὲ ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει» (Ἠσ. 53,4). Συνεπῶς, μέσα στὸ ποτήριο ποὺ ἤπιε ὁ Χριστὸς ὑπάρχουν καὶ οἱ σταγόνες οἱ δικές μας (τὰ ἁμαρτήματα τὰ δικά μου, τὰ δικά σας, ὅλου τοῦ κόσμου).
* * *
Ἀδελφοί μου! Ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ δοκιμάσουμε πικρίες· δὲν ἐξαιρεῖται κανείς. Ὅλοι θὰ περάσουμε ἀπὸ τὴ Γεθσημανῆ. Κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ σήμερα νομίζει πὼς εἶνε εὐτυχής, αὔριο δὲν θὰ εἶνε. Ἂς προετοιμάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας προσωπικῶς, ἀλλὰ καὶ συλλογικῶς ὡς λαός. Ἀμέτρητα τὰ πικρὰ ποτήρια τῶν ἀνθρώπων· φτώχεια, χηρεία, ὀρφάνια, ἀσθένεια, πεῖνα, συκοφαντία, διαβολή, συζυγικὴ ἀπιστία, ἀχαριστία παιδιῶν στοὺς γονεῖς, ἐθνικὴ σκλαβιά… Κανείς ὅμως ἀπὸ μᾶς δὲν θὰ πιῇ ποτήρι τόσο πικρὸ ὅσο ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτὸ ἐκεῖνος εἶνε τὸ ὑπόδειγμά μας. Ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ σταυροῦ μᾶς λέει· Θαρσεῖτε, ἔχετε θάρρος!
Ὅλοι τέλος, μικροὶ καὶ μεγάλοι, θὰ κληθοῦμε νὰ πιοῦμε τὸ ἔσχατο πικρὸ ποτήρι. Καὶ αὐτὸ εἶνε ὁ θάνατός μας. Χωρὶς γογγυσμὸ καὶ πικρὸ λόγο, ἂς στραφοῦμε στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ἂς τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς δώσῃ δύναμι νὰ πιοῦμε τὸ ποτήριο αὐτό. Ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ γίνῃ καὶ δική μας προσευχή. Ὁ καθένας μας νὰ λέῃ· «Πάτερ μου εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾽ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ».
Ὅλοι τέλος, μικροὶ καὶ μεγάλοι, θὰ κληθοῦμε νὰ πιοῦμε τὸ ἔσχατο πικρὸ ποτήρι. Καὶ αὐτὸ εἶνε ὁ θάνατός μας. Χωρὶς γογγυσμὸ καὶ πικρὸ λόγο, ἂς στραφοῦμε στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ἂς τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς δώσῃ δύναμι νὰ πιοῦμε τὸ ποτήριο αὐτό. Ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ γίνῃ καὶ δική μας προσευχή. Ὁ καθένας μας νὰ λέῃ· «Πάτερ μου εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾽ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος; Φλωρίνης 11-4-1974 βράδυ)
http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=20768