«Ὁ Ἰούδας τῇ γνώμῃ φιλαργυρεῖ…» (κάθ. ὄρθρ. Μ. Τρίτ.)
ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ, ἀγαπητοί μου, «τὰ πάθη τὰ σεπτά», τὸ θεῖο δρᾶμα. Κεντρικὸ πρόσωπο τοῦ δράματος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ γύρω του κινοῦνται καὶ δροῦν πολλὰ πρόσωπα. Ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ εἶνε φωτεινά, ἄλλα σκοτεινά. Ἀλλ᾽ ἂν μὲ ῥωτήσετε ποιό εἶνε τὸ πιὸ σκοτεινό, θὰ σᾶς πῶ· ὁ Ἰούδας. Γι᾽ αὐτὸν ἀπόψε λέει κάτι ἡ ὑμνολογία καὶ περισσότερα θὰ πῇ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης.
Στὴν ἀρχὴ τῆς ἀκολουθίας ἀκούσαμε· «Ὁ Ἰούδας τῇ γνώμῃ φιλαργυρεῖ, κατὰ τοῦ Διδασκάλου ὁ δυσμενής· κινεῖται, βουλεύεται, μελετᾷ τὴν παράδοσιν…» (κάθ. ὄρθρ. Μ. Τρίτ.). Γιὰ τὸν Ἰούδα λοιπὸν θὰ πῶ κ᾽ ἐγὼ λίγα λόγια.
Στὴν ἀρχὴ τῆς ἀκολουθίας ἀκούσαμε· «Ὁ Ἰούδας τῇ γνώμῃ φιλαργυρεῖ, κατὰ τοῦ Διδασκάλου ὁ δυσμενής· κινεῖται, βουλεύεται, μελετᾷ τὴν παράδοσιν…» (κάθ. ὄρθρ. Μ. Τρίτ.). Γιὰ τὸν Ἰούδα λοιπὸν θὰ πῶ κ᾽ ἐγὼ λίγα λόγια.
* * *
Ὁ Ἰούδας καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰουδαία. Δὲν γνωρίζουμε πολλὰ γι᾽ αὐτόν. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζουμε εἶνε ὅτι ἐπονομάζεται Ἰσκαριώτης (Ματθ. 10,4 κ.ἀ.). Ὅπως ἐμεῖς λέμε Φλωρινιώτης, Κοζανίτης, Γρεβενιώτης, ἔτσι αὐτὸς λέγεται Ἰσκαριώτης, ποὺ σημαίνει τὸν τόπο γεννήσεώς του, ἕνα χωριὸ τῆς Ἰουδαίας, τὴν Καριώθ.
Χρειάζεται τὸ ἐπίθετο Ἰσκαριώτης. Διότι ὑπάρχει κι ἄλλος Ἰούδας, ὁ ἀδελφόθεος, ὥστε νὰ γίνεται διάκρισις. Ὁ Ἰούδας ὁ ἀδελφόθεος εἶνε ὁ ἀπόστολος ποὺ ἔγραψε τὴ μικρὴ ἀλλὰ ὑπέροχη ἐπιστολὴ ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του καὶ εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ 27 θεόπνευστα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης· διαβάστε την. Δύο Ἰοῦδες λοιπόν. Τί διαφορὰ ὅμως! Τὸ ἴδιο ὄνομα, ὁ ἕνας τὸ ἀτιμάζει, ὁ ἄλλος τὸ δοξάζει. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μ᾽ ἐμᾶς, καὶ μᾶς ἁρμόζει τὸ ῥητὸ «Ἢ ἄλλαξε ὄνομα, ἢ ἄλλαξε διαγωγή».
Γιὰ τὸν Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη τὸ Εὐαγγέλιο δὲν λέει τί ἐπάγγελμα ἔκανε. Ζοῦσε στὸ χωριό του. Ἀλλ᾽ ἔφθασε κ᾽ ἐκεῖ ἡ φήμη τοῦ μεγάλου Διδασκάλου. Ὅταν ἄκουσε τὴ διδασκαλία του ἠλεκτρίσθηκε. Θαύμασε τὸ Χριστὸ καὶ τὸν ἀκολούθησε. Διότι καὶ στοῦ Ἰούδα τὴν καρδιὰ ὑπῆρχε μιὰ σπίθα. Κι ὁ μεγαλύτερος κακοῦργος διατηρεῖ μέσα του κάτι καλό, ὅπως κι ὁ μεγαλύτερος ἅγιος φέρει μέσα του κάτι κακό. Μυστήριο ὁ ἄνθρωπος. Ποιός γνωρίζει τὴν καρδιά του; Μόνο ὁ καρδιογνώστης Κύριος.
Ἑλκύσθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὸ Χριστὸ ὁ Ἰούδας καὶ ἔμεινε κοντά του τρία χρόνια. Μὲ τί φρόνημα ὅμως, μὲ τί ἰδέα; Μὲ τὴν ἰδέα ποὺ εἶχαν πολλοὶ φανατικοὶ Ἑβραῖοι, ποὺ καὶ μέχρι σήμερα τὴν ἔχουν περιμένοντας ἕνα Μεσσία. Ἐμεῖς λέμε· Ἦρθε. Αὐτοὶ λένε· Θὰ ἔρθῃ. Τί πίστευε ὁ Ἰούδας· ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ξεσηκώσῃ τὸν Ἑβραϊκὸ κόσμο, θὰ κάνουν ἐπανάστασι, θὰ γκρεμίσουν τοὺς ῾Ρωμαίους κατακτητάς, κι ὁ Χριστὸς θὰ γίνῃ βασιλιᾶς, βασιλιᾶς ἐγκόσμιος, πιὸ ἔνδοξος ἀπὸ τὸ Σολομῶντα καὶ τὸ Δαυΐδ. Αὐτὰ περίμενε καὶ ὁ Ἰούδας.
Ὁ Χριστὸς τὸν τίμησε. Τὸν εἶχε τρόπον τινὰ ὑπουργὸ οἰκονομικῶν. Οἱ δώδεκα μαθηταὶ δὲν εἶχαν καθένας δικό του πορτοφόλι· εἶχαν ἕνα κοινὸ ταμεῖο γιὰ ὅλη τὴν ἀδελφότητα, τὸ γλωσσόκομον, ποὺ τὸ διαχειριζόταν Ἰούδας. Ἄρχισε ὅμως ν᾽ ἁπλώνῃ χέρι στὰ ἱερὰ χρήματα. Ἄφησε νὰ μπῇ στὴν ψυχή του ἡ φιλαργυρία καὶ μετὰ ἡ κλοπή. «Κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν» (Ἰωάν. 12,6).
Ἐν τούτοις ἔκρυβε τὸ πάθος. Ὅταν στὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου ἡ Μαρία ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἄλειψε μὲ μύρο τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της, ὁ Ἰούδας εἶπε· Κρίμα τόσα ἔξοδα γιὰ μύρα· γιατί νὰ μὴ δοθοῦν στοὺς φτωχούς;… Ὁ κλέφτης ἔκανε τὸ φιλάνθρωπο! Συμβαίνει αὐτὸ πολλὲς φορές.
Κατέκτησε λοιπὸν τὴν ψυχή του ὁ ἔρωτας τῶν χρημάτων καί, σπρώχνοντας σπρώχνοντας, ἔρριξε τὸν Ἰούδα στὸ βάραθρο. Αὐτὸ γίνεται ὅταν ὁ ἄνθρωπος πάρῃ κατρακύλα. Ὅπως μία σφαῖρα πέφτοντας ἀπὸ μιὰ κορυφὴ δὲν σταματάει ἕως ὅτου φτάσῃ στὸ πιὸ χαμηλὸ σημεῖο, ἔτσι κι αὐτὸς ἔφτασε στὸν πυθμένα τοῦ κακοῦ. Ἀφάνταστο, μυστήριο· πούλησε τὸν Διδάσκαλό του, «τὸν ἀτίμητον» (αἶν. Μ. Τετ.), δηλαδὴ τὸν ἀνεκτίμητο, αὐτὸν ποὺ δὲν ἀγοράζεται! Ἂν κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἀξία ἀνεκτίμητη, πόσῳ μᾶλλον ὁ Θεάνθρωπος; Κι ὅμως ὁ Ἰούδας πούλησε τὸν Ἀτίμητο γιὰ ἕνα εὐτελὲς ποσό, γιὰ «τριάκοντα ἀργύρια» (Ματθ. 26,15), πιὸ φτηνὰ ἀπ᾽ ὅ,τι ἀγοραζόταν τότε ἕνας δοῦλος.
Μήπως εἶχε παράπονο; Ὁ Χριστὸς δὲν τὸν στέρησε σὲ τίποτε. Μαζί του στὸ τραπέζι, στὶς ὁδοιπορίες, στὸ κήρυγμα, στὰ θαύματα, στὶς ἰδιαίτερες συζητήσεις, παντοῦ. Τέλος καὶ στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Κι ὅταν ὁ Κύριος ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, ἔπλυνε καὶ τὰ δικά του. Καὶ ἐνῷ γνώριζε ὅτι θὰ τὸν προδώσῃ, δὲν τοῦ ἀπηύθυνε κακὴ λέξι, οὔτε στοὺς ἄλλους εἶπε, Αὐτὸς θὰ μὲ προδώσῃ. Συγκεκαλυμμένα εἶπε μόνο· Κάποιος ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ προδώσῃ.
Ὅταν τέλος στὴ Γεθσημανῆ ὁ Ἰούδας τὸν πλησίασε καὶ τοῦ ἔδωσε φίλημα – σύνθημα γιὰ τὴν σύλληψι, ὁ Χριστὸς δὲν τοῦ εἶπε «Φύγε, προδότη!», ἀλλὰ τί· «Ἑταῖρε, ἐφ᾽ ᾧ πάρει»· φίλε, κάνε αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἦρθες (Ματθ. 26,50). Πόσο διδακτικὴ ἡ εὐγένεια τοῦ Χριστοῦ!
Εἶνε γεγονὸς ὅτι ὁ Ἰούδας κατόπιν μεταμελήθηκε, πλὴν ὅμως ἀνωφελῶς. Δὲν τὸ περίμενε νὰ καταδικαστῇ ὁ Χριστός. Πίστευε μᾶλλον, ὅτι στὸ τέλος θὰ καταφέρῃ νὰ διαλύσῃ τοὺς ἐχθρούς του καὶ νὰ διαφύγῃ, ὅπως ἔγινε ἄλλοτε. Ὅταν ὅμως ἔμαθε τὴ θανατική του καταδίκη, αἰσθάνθηκε τύψεις. Ἐπέστρεψε τὰ ἀργύρια στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἶπε· «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4). Δὲν ἔτρεξε τότε στὸ Γολγοθᾶ νὰ ζητήσῃ τὴ συγχώρησι τοῦ Ἐσταυρωμένου. Βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, βρῆκε ἕνα δένδρο, ἔδεσε θηλειὰ σ᾽ ἕνα κλαδί, τὴν πέρασε στὸ λαιμό του καὶ κρεμάστηκε – αὐτοκτόνησε. Θλιβερὸ τὸ τέλος τοῦ Ἰούδα!
Χρειάζεται τὸ ἐπίθετο Ἰσκαριώτης. Διότι ὑπάρχει κι ἄλλος Ἰούδας, ὁ ἀδελφόθεος, ὥστε νὰ γίνεται διάκρισις. Ὁ Ἰούδας ὁ ἀδελφόθεος εἶνε ὁ ἀπόστολος ποὺ ἔγραψε τὴ μικρὴ ἀλλὰ ὑπέροχη ἐπιστολὴ ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του καὶ εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ 27 θεόπνευστα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης· διαβάστε την. Δύο Ἰοῦδες λοιπόν. Τί διαφορὰ ὅμως! Τὸ ἴδιο ὄνομα, ὁ ἕνας τὸ ἀτιμάζει, ὁ ἄλλος τὸ δοξάζει. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μ᾽ ἐμᾶς, καὶ μᾶς ἁρμόζει τὸ ῥητὸ «Ἢ ἄλλαξε ὄνομα, ἢ ἄλλαξε διαγωγή».
Γιὰ τὸν Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη τὸ Εὐαγγέλιο δὲν λέει τί ἐπάγγελμα ἔκανε. Ζοῦσε στὸ χωριό του. Ἀλλ᾽ ἔφθασε κ᾽ ἐκεῖ ἡ φήμη τοῦ μεγάλου Διδασκάλου. Ὅταν ἄκουσε τὴ διδασκαλία του ἠλεκτρίσθηκε. Θαύμασε τὸ Χριστὸ καὶ τὸν ἀκολούθησε. Διότι καὶ στοῦ Ἰούδα τὴν καρδιὰ ὑπῆρχε μιὰ σπίθα. Κι ὁ μεγαλύτερος κακοῦργος διατηρεῖ μέσα του κάτι καλό, ὅπως κι ὁ μεγαλύτερος ἅγιος φέρει μέσα του κάτι κακό. Μυστήριο ὁ ἄνθρωπος. Ποιός γνωρίζει τὴν καρδιά του; Μόνο ὁ καρδιογνώστης Κύριος.
Ἑλκύσθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὸ Χριστὸ ὁ Ἰούδας καὶ ἔμεινε κοντά του τρία χρόνια. Μὲ τί φρόνημα ὅμως, μὲ τί ἰδέα; Μὲ τὴν ἰδέα ποὺ εἶχαν πολλοὶ φανατικοὶ Ἑβραῖοι, ποὺ καὶ μέχρι σήμερα τὴν ἔχουν περιμένοντας ἕνα Μεσσία. Ἐμεῖς λέμε· Ἦρθε. Αὐτοὶ λένε· Θὰ ἔρθῃ. Τί πίστευε ὁ Ἰούδας· ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ξεσηκώσῃ τὸν Ἑβραϊκὸ κόσμο, θὰ κάνουν ἐπανάστασι, θὰ γκρεμίσουν τοὺς ῾Ρωμαίους κατακτητάς, κι ὁ Χριστὸς θὰ γίνῃ βασιλιᾶς, βασιλιᾶς ἐγκόσμιος, πιὸ ἔνδοξος ἀπὸ τὸ Σολομῶντα καὶ τὸ Δαυΐδ. Αὐτὰ περίμενε καὶ ὁ Ἰούδας.
Ὁ Χριστὸς τὸν τίμησε. Τὸν εἶχε τρόπον τινὰ ὑπουργὸ οἰκονομικῶν. Οἱ δώδεκα μαθηταὶ δὲν εἶχαν καθένας δικό του πορτοφόλι· εἶχαν ἕνα κοινὸ ταμεῖο γιὰ ὅλη τὴν ἀδελφότητα, τὸ γλωσσόκομον, ποὺ τὸ διαχειριζόταν Ἰούδας. Ἄρχισε ὅμως ν᾽ ἁπλώνῃ χέρι στὰ ἱερὰ χρήματα. Ἄφησε νὰ μπῇ στὴν ψυχή του ἡ φιλαργυρία καὶ μετὰ ἡ κλοπή. «Κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν» (Ἰωάν. 12,6).
Ἐν τούτοις ἔκρυβε τὸ πάθος. Ὅταν στὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου ἡ Μαρία ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἄλειψε μὲ μύρο τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της, ὁ Ἰούδας εἶπε· Κρίμα τόσα ἔξοδα γιὰ μύρα· γιατί νὰ μὴ δοθοῦν στοὺς φτωχούς;… Ὁ κλέφτης ἔκανε τὸ φιλάνθρωπο! Συμβαίνει αὐτὸ πολλὲς φορές.
Κατέκτησε λοιπὸν τὴν ψυχή του ὁ ἔρωτας τῶν χρημάτων καί, σπρώχνοντας σπρώχνοντας, ἔρριξε τὸν Ἰούδα στὸ βάραθρο. Αὐτὸ γίνεται ὅταν ὁ ἄνθρωπος πάρῃ κατρακύλα. Ὅπως μία σφαῖρα πέφτοντας ἀπὸ μιὰ κορυφὴ δὲν σταματάει ἕως ὅτου φτάσῃ στὸ πιὸ χαμηλὸ σημεῖο, ἔτσι κι αὐτὸς ἔφτασε στὸν πυθμένα τοῦ κακοῦ. Ἀφάνταστο, μυστήριο· πούλησε τὸν Διδάσκαλό του, «τὸν ἀτίμητον» (αἶν. Μ. Τετ.), δηλαδὴ τὸν ἀνεκτίμητο, αὐτὸν ποὺ δὲν ἀγοράζεται! Ἂν κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἀξία ἀνεκτίμητη, πόσῳ μᾶλλον ὁ Θεάνθρωπος; Κι ὅμως ὁ Ἰούδας πούλησε τὸν Ἀτίμητο γιὰ ἕνα εὐτελὲς ποσό, γιὰ «τριάκοντα ἀργύρια» (Ματθ. 26,15), πιὸ φτηνὰ ἀπ᾽ ὅ,τι ἀγοραζόταν τότε ἕνας δοῦλος.
Μήπως εἶχε παράπονο; Ὁ Χριστὸς δὲν τὸν στέρησε σὲ τίποτε. Μαζί του στὸ τραπέζι, στὶς ὁδοιπορίες, στὸ κήρυγμα, στὰ θαύματα, στὶς ἰδιαίτερες συζητήσεις, παντοῦ. Τέλος καὶ στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Κι ὅταν ὁ Κύριος ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, ἔπλυνε καὶ τὰ δικά του. Καὶ ἐνῷ γνώριζε ὅτι θὰ τὸν προδώσῃ, δὲν τοῦ ἀπηύθυνε κακὴ λέξι, οὔτε στοὺς ἄλλους εἶπε, Αὐτὸς θὰ μὲ προδώσῃ. Συγκεκαλυμμένα εἶπε μόνο· Κάποιος ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ προδώσῃ.
Ὅταν τέλος στὴ Γεθσημανῆ ὁ Ἰούδας τὸν πλησίασε καὶ τοῦ ἔδωσε φίλημα – σύνθημα γιὰ τὴν σύλληψι, ὁ Χριστὸς δὲν τοῦ εἶπε «Φύγε, προδότη!», ἀλλὰ τί· «Ἑταῖρε, ἐφ᾽ ᾧ πάρει»· φίλε, κάνε αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἦρθες (Ματθ. 26,50). Πόσο διδακτικὴ ἡ εὐγένεια τοῦ Χριστοῦ!
Εἶνε γεγονὸς ὅτι ὁ Ἰούδας κατόπιν μεταμελήθηκε, πλὴν ὅμως ἀνωφελῶς. Δὲν τὸ περίμενε νὰ καταδικαστῇ ὁ Χριστός. Πίστευε μᾶλλον, ὅτι στὸ τέλος θὰ καταφέρῃ νὰ διαλύσῃ τοὺς ἐχθρούς του καὶ νὰ διαφύγῃ, ὅπως ἔγινε ἄλλοτε. Ὅταν ὅμως ἔμαθε τὴ θανατική του καταδίκη, αἰσθάνθηκε τύψεις. Ἐπέστρεψε τὰ ἀργύρια στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἶπε· «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4). Δὲν ἔτρεξε τότε στὸ Γολγοθᾶ νὰ ζητήσῃ τὴ συγχώρησι τοῦ Ἐσταυρωμένου. Βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, βρῆκε ἕνα δένδρο, ἔδεσε θηλειὰ σ᾽ ἕνα κλαδί, τὴν πέρασε στὸ λαιμό του καὶ κρεμάστηκε – αὐτοκτόνησε. Θλιβερὸ τὸ τέλος τοῦ Ἰούδα!
* * *
Ἀλλὰ ὁ Ἰούδας δὲν ἔλειψε ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἕνας συγγραφεὺς ἔγραψε βιβλίο μὲ τίτλο «Ὁ Ἰούδας διὰ μέσου τῶν αἰώνων». Ἐκεῖ παραθέτει παραδείγματα ἀνθρώπων ποὺ ὑπῆρξαν μιμηταὶ τοῦ Ἰούδα. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν Ἰοῦδες στὴν κοινωνία. Νὰ παρουσιάσω μερικούς;
⃝ Πρῶτον οἱ γιατροί. Ὄχι ὅλοι βεβαίως. Ὑπάρχουν γιατροὶ ὑποδείγματα. Ἀλλ᾽ ἐκτὸς αὐτῶν ὑπάρχουν καὶ γιατροὶ ἀσυνείδητοι, ποὺ ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων ὄχι μόνο προδίδουν ἀλλὰ καὶ σκοτώνουν τὸ ἀθῳότερο πλάσμα, τὰ ἔμβρυα, καὶ τὰ πετοῦν στὰ ἀπορρίμματα. Ἰοῦδες εἶνε· ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων πωλοῦν κάτι ἀτίμητο.
⃝ Ἰοῦδες ἐπίσης εἶνε οἱ δικηγόροι – κ᾽ ἐδῶ ὄχι ὅλοι· ὑπάρχουν καὶ διαμάντια. Ξέρω δικηγόρο στὴν Ἀθήνα πού, ἀφοῦ ἀκούσῃ τὴν ὑπόθεσι τοῦ πελάτη, λέει· ―Φίλε μου, ἔχεις ἄδικο· δὲν μπορῶ νὰ σὲ ὑπερασπισθῶ. ―Μὰ σοῦ δίνω ἑκατομμύρια. ―Ὅλο τὸν κόσμο νὰ μοῦ δώσῃς, δὲν δέχομαι. Πηγαίνει ὅμως αὐτὸς σὲ κάποιον ἄλλο δικηγόρο, ἐκεῖνος ἐπιστρατεύει ψευδομάρτυρες ποὺ παρουσιάζονται στὸ δικαστήριο καὶ παλαμίζουν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, κι ὁ δικηγόρος εἰσπράττει τὰ τριάκοντα ἀργύρια τῆς ἀτιμίας.
⃝ Ἰούδας στὰ ἰατρεῖα, Ἰούδας στὰ δικαστήρια, Ἰούδας ἀκόμα ―Θεέ μου, πῶς νὰ τὸ πῶ― μέσ᾽ στὴν Ἐκκλησία! Ὑπάρχουν καὶ κληρικοὶ Ἰοῦδες. Δὲν κατηγορῶ βεβαίως ὅλους. Ὑπάρχουν κληρικοὶ ὑποδείγματα πού, πάμπτωχοι αὐτοί, ἔκαναν πλούσια τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾽ ὑπάρχουν κ᾽ ἐκεῖνοι ποὺ μοσχοπωλοῦν τὸ Χριστὸ εἰσπράττοντας τυχερὰ στὰ μυστήρια, ἐνῷ ὁ Χριστὸς εἶπε «Δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (Ματθ. 10,8). Αὐτοὶ ἀποτελοῦν μεγάλο ἐμπόδιο στὴ διάδοσι τοῦ εὐαγγελίου.
⃝ Πρῶτον οἱ γιατροί. Ὄχι ὅλοι βεβαίως. Ὑπάρχουν γιατροὶ ὑποδείγματα. Ἀλλ᾽ ἐκτὸς αὐτῶν ὑπάρχουν καὶ γιατροὶ ἀσυνείδητοι, ποὺ ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων ὄχι μόνο προδίδουν ἀλλὰ καὶ σκοτώνουν τὸ ἀθῳότερο πλάσμα, τὰ ἔμβρυα, καὶ τὰ πετοῦν στὰ ἀπορρίμματα. Ἰοῦδες εἶνε· ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων πωλοῦν κάτι ἀτίμητο.
⃝ Ἰοῦδες ἐπίσης εἶνε οἱ δικηγόροι – κ᾽ ἐδῶ ὄχι ὅλοι· ὑπάρχουν καὶ διαμάντια. Ξέρω δικηγόρο στὴν Ἀθήνα πού, ἀφοῦ ἀκούσῃ τὴν ὑπόθεσι τοῦ πελάτη, λέει· ―Φίλε μου, ἔχεις ἄδικο· δὲν μπορῶ νὰ σὲ ὑπερασπισθῶ. ―Μὰ σοῦ δίνω ἑκατομμύρια. ―Ὅλο τὸν κόσμο νὰ μοῦ δώσῃς, δὲν δέχομαι. Πηγαίνει ὅμως αὐτὸς σὲ κάποιον ἄλλο δικηγόρο, ἐκεῖνος ἐπιστρατεύει ψευδομάρτυρες ποὺ παρουσιάζονται στὸ δικαστήριο καὶ παλαμίζουν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, κι ὁ δικηγόρος εἰσπράττει τὰ τριάκοντα ἀργύρια τῆς ἀτιμίας.
⃝ Ἰούδας στὰ ἰατρεῖα, Ἰούδας στὰ δικαστήρια, Ἰούδας ἀκόμα ―Θεέ μου, πῶς νὰ τὸ πῶ― μέσ᾽ στὴν Ἐκκλησία! Ὑπάρχουν καὶ κληρικοὶ Ἰοῦδες. Δὲν κατηγορῶ βεβαίως ὅλους. Ὑπάρχουν κληρικοὶ ὑποδείγματα πού, πάμπτωχοι αὐτοί, ἔκαναν πλούσια τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾽ ὑπάρχουν κ᾽ ἐκεῖνοι ποὺ μοσχοπωλοῦν τὸ Χριστὸ εἰσπράττοντας τυχερὰ στὰ μυστήρια, ἐνῷ ὁ Χριστὸς εἶπε «Δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (Ματθ. 10,8). Αὐτοὶ ἀποτελοῦν μεγάλο ἐμπόδιο στὴ διάδοσι τοῦ εὐαγγελίου.
* * *
Ὅσο ἀγαποῦμε τὸ χρῆμα, ἀγαπητοί μου, ὅλοι μέσα μας κρύβουμε ἕνα μικρὸ Ἰούδα. Τὸ θλιβερὸ κατάντημα ὅμως ἐκείνου μᾶς διδάσκει νὰ μισήσουμε τὴ φιλαργυρία. Εἶνε «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν» (Α΄ Τιμ. 6,10). Ὁ ἔρωτας τοῦ χρήματος κάνει τὸν ἄνθρωπο ἀπατεῶνα, πλαστογράφο, κλέφτη, προδότη, φονιᾶ… Λέει κάπου ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· Σκλαβώνει κι ὁ ἔρωτας τῆς γυναίκας· ἀλλὰ ὁ ἔρωτας τοῦ χρήματος εἶνε χειρότερος· ὅποιος ἀγαπᾷ τὸ χρῆμα δὲν ἀγαπᾷ ἔμψυχο πλάσμα, ἀλλὰ ἀγαπᾷ ἕνα ἄψυχο εἴδωλο, γίνεται εἰδωλολάτρης.
Ἂς προσέξουν ἰδίως οἱ γονεῖς. Ἡ φιλαργυρία πῆρε ἔκτασι, γιατὶ μαθαίνουν στὸ παιδὶ νὰ θαυμάζῃ ὄχι τὸν φτωχὸ καὶ τίμιο ἀλλὰ τὸν κλέφτη ποὺ πλουτίζει. Μεγάλη ἡ ἁμαρτία τους. Τὸ παιδὶ μαθαίνει στὴ φιλαργυρία καὶ αὔριο γίνεται ἐγκληματίας. Ἕνας νεαρὸς κατεδικάσθη εἰς θάνατον· κι ὅταν ἡ μάνα ἔτρεξε κοντά του, αὐτὸς δὲν ἤθελε νὰ τὴ δῇ. Σύ φταῖς, τῆς εἶπε, γιὰ τὸ κατάντημά μου· ὅταν μικρὸς ἔκλεψα κάτι, δὲ μὲ τιμώρησες· ἔτσι ἀπ᾽ τὰ μικρὰ ἔφθασα στὰ μεγάλα… Ὅποιος ἀρχίσῃ κλέβοντας ἀβγό, στὸ τέλος θὰ κλέψῃ βόδι.
Πρέπει νὰ χτυπήσουμε τὸ μικρόβιο τῆς φιλαργυρίας ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Μεθαύριο θ᾽ ἀκούσουμε γιὰ τὸν Ἰούδα· «Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον», γιὰ τὰ λεφτὰ κατήντησε στὴν ἀγχόνη. Γι᾽ αὐτό, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, ἂς κάνουμε ἐλεημοσύνη· ὄχι ὑποκριτικά, ἀλλὰ εἰλικρινά.
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς φωτίσῃ, ὥστε αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε νὰ μᾶς γίνουν διδάγματα.
Ἂς προσέξουν ἰδίως οἱ γονεῖς. Ἡ φιλαργυρία πῆρε ἔκτασι, γιατὶ μαθαίνουν στὸ παιδὶ νὰ θαυμάζῃ ὄχι τὸν φτωχὸ καὶ τίμιο ἀλλὰ τὸν κλέφτη ποὺ πλουτίζει. Μεγάλη ἡ ἁμαρτία τους. Τὸ παιδὶ μαθαίνει στὴ φιλαργυρία καὶ αὔριο γίνεται ἐγκληματίας. Ἕνας νεαρὸς κατεδικάσθη εἰς θάνατον· κι ὅταν ἡ μάνα ἔτρεξε κοντά του, αὐτὸς δὲν ἤθελε νὰ τὴ δῇ. Σύ φταῖς, τῆς εἶπε, γιὰ τὸ κατάντημά μου· ὅταν μικρὸς ἔκλεψα κάτι, δὲ μὲ τιμώρησες· ἔτσι ἀπ᾽ τὰ μικρὰ ἔφθασα στὰ μεγάλα… Ὅποιος ἀρχίσῃ κλέβοντας ἀβγό, στὸ τέλος θὰ κλέψῃ βόδι.
Πρέπει νὰ χτυπήσουμε τὸ μικρόβιο τῆς φιλαργυρίας ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Μεθαύριο θ᾽ ἀκούσουμε γιὰ τὸν Ἰούδα· «Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον», γιὰ τὰ λεφτὰ κατήντησε στὴν ἀγχόνη. Γι᾽ αὐτό, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, ἂς κάνουμε ἐλεημοσύνη· ὄχι ὑποκριτικά, ἀλλὰ εἰλικρινά.
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς φωτίσῃ, ὥστε αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε νὰ μᾶς γίνουν διδάγματα.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 16-4-1984 βράδυ)