Κάθε ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ἐκεῖνο ποὺ πιστεύει καὶ αἰσθάνεται, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κρύψῃ· νιώθει ἀνάγκη νὰ τὸ ἐκφράσῃ.
Καὶ τὸ ἐκφράζει μὲ διαφόρους τρόπους· μὲ τὴ λάμψι ἢ τὴ θλῖψι τοῦ προσώπου του, μὲ τὶς κινήσεις καὶ τοὺς μορφασμούς του, μὲ τὴν εὐγένεια, τὸ ὕφος καὶ τοὺς τρόπους του, πιὸ καθαρὰ μὲ τὴ γλῶσσα καὶ τὸν προφορικὸ λόγο του, καὶ πιὸ σταθερὰ μὲ τὸν γραπτὸ λόγο, τὰ κείμενά του.
Καὶ τὸ ἐκφράζει μὲ διαφόρους τρόπους· μὲ τὴ λάμψι ἢ τὴ θλῖψι τοῦ προσώπου του, μὲ τὶς κινήσεις καὶ τοὺς μορφασμούς του, μὲ τὴν εὐγένεια, τὸ ὕφος καὶ τοὺς τρόπους του, πιὸ καθαρὰ μὲ τὴ γλῶσσα καὶ τὸν προφορικὸ λόγο του, καὶ πιὸ σταθερὰ μὲ τὸν γραπτὸ λόγο, τὰ κείμενά του.
Αὐτὸ ὅμως ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς τὸ ἐκφράζει καὶ μὲ τὸ τραγούδι του.
Τὸ τραγούδι εἶνε ἔκφρασις τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου μας.
Πές μου τί τραγουδᾷς, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι.
Σήμερα δυστυχῶς ἐπικρατοῦν τραγούδια ποὺ δὲν ἐξυψώνουν ἀλλὰ μᾶλλον ταπεινώνουν κ᾽ ἐξευτελίζουν τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ ἱστορικὸς τοῦ μέλλοντος θὰ διαπιστώσῃ, ὅτι τὰ σημερινὰ τραγούδια, κατὰ 99%, εἶνε τραγούδια αἰσχροῦ ἔρωτα, καὶ θὰ ἀποφανθῇ ὅτι ἡ γενεά μας ὑπῆρξε πανσεξουαλική.
Ὑπῆρξε ὅμως κάποτε ἐποχή, ποὺ μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ἔκαιγε μιὰ φλόγα ὄχι φυσικὴ καὶ γήινη, ἀλλὰ οὐράνια.
Ἦταν ἡ φωτιὰ τοῦ θεϊκοῦ ἔρωτος. Καὶ ἐκδήλωσις ἀκριβῶς αὐτοῦ τοῦ ἔρωτος πρὸς τὸν Θεὸ εἶνε τὰ ποιήματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Σήμερα δὲν μποροῦμε νὰ γράψουμε τέτοια ποιήματα καὶ τέτοια τραγούδια. Ὄχι γιατὶ δὲν ὑπάρχει μέλος, ἀλλὰ γιατὶ δὲν ὑπάρχει καρδιά· καρδιά, ποὺ ν᾿ ἀγαπάῃ τὸ Θεό, νὰ τὸν ἀγαπάῃ μὲ τόση ἔντασι ὅση τὸν ἀγάπησαν οἱ πρόγονοί μας.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐμπνευσμένα τραγούδια τῆς Ἐκκλησίας μας εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος.
Ἔχει ἰδέες ὑψηλές, οὐρανογείτονες, οἱ ὁποῖες ντύνονται μὲ ἔκφρασι καὶ ὕφος ἀπαράμιλλο. Εἶνε ἰδέες, ποὺ ἀγγίζουν τὰ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ καὶ ἐκφράζονται μὲ τὴν πιὸ εὐγενικὴ γλῶσσα τοῦ κόσμου, τὴν Ἑλληνική, τὴ μόνη ἱκανὴ ν᾽ ἀποδώσῃ καὶ τὴν τελευταία ἀπόχρωσι τῆς σκέψεως καὶ τοῦ αἰσθήματος.
Νά τί εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος· ἕνα ἀνυπέρβλητο ποίημα ποὺ θαυμάζουν οἱ αἰῶνες.
Κάθε ποίημα, ποὺ ἔχει δημιουργηθῆ καὶ τὸ διαβάζουμε, προῆλθε ἀπὸ κάποια αἰτία.
Τὸ ποίημα λοιπὸν αὐτό, ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, πῶς δημιουργήθηκε;
Ἡ ἱστορία μᾶς γυρίζει πίσω, στὶς συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες πρωτοακούστηκε.
Τὸ τραγούδι εἶνε ἔκφρασις τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου μας.
Πές μου τί τραγουδᾷς, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι.
Σήμερα δυστυχῶς ἐπικρατοῦν τραγούδια ποὺ δὲν ἐξυψώνουν ἀλλὰ μᾶλλον ταπεινώνουν κ᾽ ἐξευτελίζουν τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ ἱστορικὸς τοῦ μέλλοντος θὰ διαπιστώσῃ, ὅτι τὰ σημερινὰ τραγούδια, κατὰ 99%, εἶνε τραγούδια αἰσχροῦ ἔρωτα, καὶ θὰ ἀποφανθῇ ὅτι ἡ γενεά μας ὑπῆρξε πανσεξουαλική.
Ὑπῆρξε ὅμως κάποτε ἐποχή, ποὺ μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ἔκαιγε μιὰ φλόγα ὄχι φυσικὴ καὶ γήινη, ἀλλὰ οὐράνια.
Ἦταν ἡ φωτιὰ τοῦ θεϊκοῦ ἔρωτος. Καὶ ἐκδήλωσις ἀκριβῶς αὐτοῦ τοῦ ἔρωτος πρὸς τὸν Θεὸ εἶνε τὰ ποιήματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Σήμερα δὲν μποροῦμε νὰ γράψουμε τέτοια ποιήματα καὶ τέτοια τραγούδια. Ὄχι γιατὶ δὲν ὑπάρχει μέλος, ἀλλὰ γιατὶ δὲν ὑπάρχει καρδιά· καρδιά, ποὺ ν᾿ ἀγαπάῃ τὸ Θεό, νὰ τὸν ἀγαπάῃ μὲ τόση ἔντασι ὅση τὸν ἀγάπησαν οἱ πρόγονοί μας.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐμπνευσμένα τραγούδια τῆς Ἐκκλησίας μας εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος.
Ἔχει ἰδέες ὑψηλές, οὐρανογείτονες, οἱ ὁποῖες ντύνονται μὲ ἔκφρασι καὶ ὕφος ἀπαράμιλλο. Εἶνε ἰδέες, ποὺ ἀγγίζουν τὰ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ καὶ ἐκφράζονται μὲ τὴν πιὸ εὐγενικὴ γλῶσσα τοῦ κόσμου, τὴν Ἑλληνική, τὴ μόνη ἱκανὴ ν᾽ ἀποδώσῃ καὶ τὴν τελευταία ἀπόχρωσι τῆς σκέψεως καὶ τοῦ αἰσθήματος.
Νά τί εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος· ἕνα ἀνυπέρβλητο ποίημα ποὺ θαυμάζουν οἱ αἰῶνες.
Κάθε ποίημα, ποὺ ἔχει δημιουργηθῆ καὶ τὸ διαβάζουμε, προῆλθε ἀπὸ κάποια αἰτία.
Τὸ ποίημα λοιπὸν αὐτό, ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, πῶς δημιουργήθηκε;
Ἡ ἱστορία μᾶς γυρίζει πίσω, στὶς συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες πρωτοακούστηκε.
* * *
Μὲ τὰ φτερὰ τὶς φαντασίας μας, ἀδελφοί μου, ἂς διασχίσουμε νοερὰ τὸν πέπλο τῶν αἰώνων καὶ ἂς βρεθοῦμε στὸ ἔτος 626 μ.Χ. στὴν πόλι τῶν ὀνείρων μας, τὴν Κωνσταντινούπολι.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὸ θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς γενναίους καὶ εὐσεβεῖς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου, ὁ Ἡράκλειος.
Ἐπὶ κεφαλῆς τῶν στρατευμάτων του εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ Βασιλεύουσα καὶ βρισκόταν μακριά, στὰ ἀνατολικὰ σύνορα, γιὰ ν᾿ ἀποκρούσῃ ἕνα προαιώνιο κίνδυνο ποὺ διέτρεχε τότε ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, τοὺς Πέρσες.
Διεξῆγε μάχες στὰ πεδία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Ἀρμενίας. Νικοῦσε, θριάμβευε καὶ ἀνανέωνε τὰ τρόπαια τῶν προγόνων μας.
Ἡ πορεία τοῦ Ἡρακλείου ἦταν πορεία σχεδὸν στὰ ἴχνη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
Ὁ βασιλιᾶς τῆς Περσίας Χοσρόης κλονιζόταν.
Πονηρὸς ὅμως καὶ πολυμήχανος, γιὰ νὰ φέρῃ ἀντιπερισπασμὸ στὸν Ἡράκλειο, ἔστειλε μιὰ στρατιά, ἡ ὁποία ἔφτασε στὰ πρόθυρα τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Συγχρόνως συνεννοήθηκε μὲ τὸ βασιλιᾶ τῶν Ἀβάρων, μία βάρβαρη φυλὴ ποὺ κατέβηκε στὸν Δούναβι ποταμό· καὶ οἱ Ἄβαροι, ἔχοντας μαζί τους καὶ τοὺς Σλάβους, κατέβηκαν σὰν χιονοστιβάδα καὶ ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ τὴν Πόλι.
Ἡ Κωνσταντινούπολις τώρα κινδυνεύει. Πολιορκεῖται ἀπὸ παντοῦ, καὶ ὁ στρατὸς λείπει. Μόνο μιὰ μικρὴ φρουρὰ τὴν ὑπερασπίζεται.
Ὁ λαὸς προβάλλει ἀντίστασι μὲ ἡγέτας δύο σπουδαίους ἄνδρες – εὐτυχὴς μία πόλι ποὺ ἔχει στοὺς κόλπους της ἄνδρες ὑπερόχους.
Ὁ ἕνας ἦταν ὁ στρατηγὸς Βῶνος, καὶ ὁ ἄλλος ὁ ἐπίσκοπός της, ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος.
Ὁ ἕνας πολεμοῦσε πάνω στὰ τείχη, στὶς ἐπάλξεις τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κι ὁ ἄλλος ἐμψύχωνε τὸ λαὸ καὶ μὲ τὸν ἱερὸ κλῆρο ἀνέπεμπε στοὺς ναούς, μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, θερμὲς δεήσεις στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο.
Θέλοντας νὰ ἐπιτύχουν κάποια χαλάρωσι στὴν σκληρὴ πολιορκία τῆς Πόλεως, οἱ δύο ἄνδρες ἔκριναν καλὸ νὰ στείλουν πρεσβεία στὸν χαγᾶνο (=τὸν ἡγεμόνα) τῶν Ἀβάρων.
Αὐτὸς καθισμένος σὲ χρυσοστόλιστο θρόνο τοὺς δέχθηκε ἀγέρωχος καὶ τοὺς κράτησε ὄρθιους.
–Τί θέλετε; τοὺς ρώτησε.
–Εἴμαστε Χριστιανοί, τοῦ εἶπαν, ἀγαποῦμε τὴν εἰρήνη. Σὲ παρακαλοῦμε νὰ λυπηθῇς τὴν Πόλι καὶ νὰ λύσῃς τὴν πολιορκία.
Γέλασε ὁ χαγᾶνος καὶ ἀποκρίθηκε·
–Μέσα σὲ εἰκοσιτέσσερις ὧρες νὰ ἐγκαταλείψετε τὴν πόλι ὅλοι σας. Καὶ ἐκτὸς ἀπ᾽ τὸ πουκάμισο ποὺ φορᾶτε δὲν θὰ πάρετε τίποτε μαζί σας· ὅ,τι ἔχει ἡ Πόλι, εἶνε δικά μου.
Συγχρόνως τοὺς ἀπείλησε προσθέτοντας·
–Δὲν ὑπάρχει περίπτωσι νὰ σωθῆτε. Ὁ βασιλιᾶς σας μὲ τὸ στρατὸ βρίσκεται μακριὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σᾶς ὑπερασπιστῇ. Μόνο ἂν γίνετε ψάρια καὶ κολυμπήσετε ἢ πουλιὰ καὶ πετάξετε, τότε μόνο θὰ σωθῆτε.
Ἔφυγαν περίλυποι οἱ πρέσβεις τοῦ Βυζαντίου.
Ἐπέστρεψαν στὴν Πόλι καὶ πῆραν ἀπόφασι νὰ ἀγωνισθοῦν μέχρι ἐσχάτων· οἱ ἄντρες στὰ τείχη μὲ τὰ ὅπλα, καὶ τὰ γυναικόπαιδα στοὺς ναοὺς μὲ τὴν προσευχή.
Ὁ χαγᾶνος, βέβαιος γιὰ τὴ νίκη, πίστευε ὅτι σὲ λίγο θὰ μπῇ στὴν Πόλι, θὰ τὴν κυριεύσῃ. Ἀλλὰ στὴν ἱστορία τῶν λαῶν συμβαίνουν ὡρισμένα γεγονότα ποὺ δὲν ἑρμηνεύονται φυσικῶς καὶ ἀνθρωπίνως· γεγονότα ποὺ δείχνουν, ὅτι ὑπάρχουν ἀστάθμητοι παράγοντες οἱ ὁποῖοι κατευθύνουν τὴν ἱστορία, δείχνουν ὅτι ὑπάρχει θεία πρόνοια, ὑπάρχει Θεός!
Ἐνῷ ὁ χαγᾶνος περίμενε νὰ μπῇ στὴν Πόλι, τὴ νύχτα φύσηξε δυνατὸς ἄνεμος, ξέσπασε θύελλα, ποὺ σάρωσε ὅλο τὸν Βόσπορο.
Τὰ 2 – 3 χιλιάδες πλοιάρια τῶν Ἀβάρων καὶ τῶν Περσῶν συγκρούστηκαν μεταξύ τους, τσακίστηκαν, διαλύθηκαν, ἔμειναν ξύλα ποὺ ἐπέπλεαν.
Ὁ χαγᾶνος ἔντρομος, λέει κάποιος ἱστορικός –ἂς μὴν τὸ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς τὸ πιστεύουμε–, εἶδε στὰ τείχη μιὰ γυναῖκα μαυροφόρα νὰ προστατεύῃ ὁλόκληρη τὴν Πόλι.
Ὁ στρατός τους πανικοβλήθηκε, καὶ τὸ πρωὶ ὁ πρὶν ἀγέρωχος χαγᾶνος περίφοβος τώρα ἔλυσε τὴν πολιορκία.
Τότε ὁ πατριάρχης Σέργιος κάλεσε ὅλους, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, νὰ μαζευτοῦν στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν.
Ἐκεῖ, ὄρθιοι ὅλη τὴ νύχτα, ἀνέπεμψαν στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο καὶ ἔψαλαν γιὰ πρώτη φορὰ τὸ κοντάκιο «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».
* * *
Ἀπὸ τότε, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὸ 626 μ.Χ., ἔχουν περάσει 1400 περίπου χρόνια.
«Τὰ πάντα ῥεῖ», λέει ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος (Ἡράκλειτος παρὰ Μιχ. Ἰατροῦ Ε97 σ. 191, Π405 σ. 365), τὰ πάντα μεταβάλλονται.
Ἀλλὰ μέσα στὴν διαρκῆ ῥοή, μεταβολὴ καὶ φθορά, τὸ τραγούδι αὐτὸ μένει ἀλώβητο ἀπὸ τὸ χρόνο κ᾽ ἐξακολουθεῖ ν᾽ ἀναπέμπεται μὲ τὴν ἴδια πνοή.
Τὰ τραγούδια, ποὺ ἔκαναν ἐν τῷ μεταξὺ οἱ ἄνθρωποι, λησμονήθηκαν· ἀλλὰ τὸ τραγούδι αὐτὸ τῆς Παναγίας μένει ἀλησμόνητο καὶ συγκινεῖ κάθε ὀρθόδοξη καρδιὰ παντοῦ στὴ γῆ.
Ἔχει μεταφρασθῆ σὲ 25 μὲ 30 γλῶσσες, ἀπέκτησε μιὰ παγκοσμιότητα ποὺ δονεῖ ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία. Ἑνώνει σὰν ἁλυσίδα ὅλους τοὺς ὀρθοδόξους, Ἕλληνες-Βουλγάρους-῾Ρουμάνους-῾Ρώσσους-Σέρβους, ἀκόμη κι ὅταν βρίσκονται κάτω ἀπὸ ἄθεα τυραννικὰ καθεστῶτα.
Ὁ πανορθόδοξος αὐτὸς ὕμνος ἑνώνει ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ εἶνε τὸ καύχημα τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἀλλ᾽ ἐνῷ στοὺς ναοὺς ἀναπέμπεται ὕμνος στὴν Παναγία κι ἀκούγεται πρὸς αὐτὴν τὸ «Χαῖρε», ὅταν βγαίνουμε ἔξω, δὲν ἀκοῦμε «Χαῖρε»· ἀντιθέτως, πολὺ συχνά, ἀκούγονται φοβερὲς βλασφημίες τοῦ ὀνόματός της.
Ἀντὶ ὕμνου ὕβρεις λοιπόν; Πρέπει ν᾿ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ.
Καμμιά γυναίκα, καὶ ἡ πιὸ διεφθαρμένη, δὲν ὑβρίζεται ἔτσι. Νὰ κλάψουμε γι᾽ αὐτό.
Νεαρὸς εἰσπράκτορας λεωφορείου μοῦ ἔλεγε· Θὰ φύγω ἀπ᾽ τὴ δουλειά, δὲν ὑποφέρω τὶς βλασφημίες τῶν θείων… Εἴμαστε ἔθνος χριστιανικό; Πότε θὰ γίνουμε κράτος ὀρθόδοξο;
Ξέρετε τί λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀδελφοί μου; Ἀκοῦς κάποιον νὰ βλαστημάῃ; συμβούλεψέ τον μία, δύο, τρεῖς φορές. Δὲν σ᾽ ἀκούει; χτύπα τον, ν᾽ ἁγιάσῃ τὸ χέρι σου.
Μὴν ἐπιτρέπετε σὲ κανένα νὰ βλαστημᾷ τὴν Παναγία, ποὺ εἶνε ἡ προστάτις τοῦ ἔθνους, ἡ μητέρα τῶν ὀρθοδόξων, τὸ καταφύγιο παντὸς θλιβομένου· σὲ κάθε δύσκολη στιγμὴ ἀκούγεται «Παναγία, σῶσε μας!». Ὁ τόπος αὐτὸς νὰ μείνῃ καθαρὸς ἀπὸ τὸ μίασμα αὐτό.
Ἂς ἀγωνισθοῦμε. Ἂν θέλουμε νὰ ζήσουμε, ἂν θέλουμε νὰ ἔχουμε τὴ χάρι καὶ τὴν προστασία τῆς Θεοτόκου, πρέπει νὰ σβήσουμε τὴ βλασφημία ἀπὸ τὸ σπίτι μας, ἀπὸ τὴ γειτονιά μας, ἀπὸ τὸν τόπο μας.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὸ θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς γενναίους καὶ εὐσεβεῖς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου, ὁ Ἡράκλειος.
Ἐπὶ κεφαλῆς τῶν στρατευμάτων του εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ Βασιλεύουσα καὶ βρισκόταν μακριά, στὰ ἀνατολικὰ σύνορα, γιὰ ν᾿ ἀποκρούσῃ ἕνα προαιώνιο κίνδυνο ποὺ διέτρεχε τότε ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, τοὺς Πέρσες.
Διεξῆγε μάχες στὰ πεδία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Ἀρμενίας. Νικοῦσε, θριάμβευε καὶ ἀνανέωνε τὰ τρόπαια τῶν προγόνων μας.
Ἡ πορεία τοῦ Ἡρακλείου ἦταν πορεία σχεδὸν στὰ ἴχνη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
Ὁ βασιλιᾶς τῆς Περσίας Χοσρόης κλονιζόταν.
Πονηρὸς ὅμως καὶ πολυμήχανος, γιὰ νὰ φέρῃ ἀντιπερισπασμὸ στὸν Ἡράκλειο, ἔστειλε μιὰ στρατιά, ἡ ὁποία ἔφτασε στὰ πρόθυρα τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Συγχρόνως συνεννοήθηκε μὲ τὸ βασιλιᾶ τῶν Ἀβάρων, μία βάρβαρη φυλὴ ποὺ κατέβηκε στὸν Δούναβι ποταμό· καὶ οἱ Ἄβαροι, ἔχοντας μαζί τους καὶ τοὺς Σλάβους, κατέβηκαν σὰν χιονοστιβάδα καὶ ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ τὴν Πόλι.
Ἡ Κωνσταντινούπολις τώρα κινδυνεύει. Πολιορκεῖται ἀπὸ παντοῦ, καὶ ὁ στρατὸς λείπει. Μόνο μιὰ μικρὴ φρουρὰ τὴν ὑπερασπίζεται.
Ὁ λαὸς προβάλλει ἀντίστασι μὲ ἡγέτας δύο σπουδαίους ἄνδρες – εὐτυχὴς μία πόλι ποὺ ἔχει στοὺς κόλπους της ἄνδρες ὑπερόχους.
Ὁ ἕνας ἦταν ὁ στρατηγὸς Βῶνος, καὶ ὁ ἄλλος ὁ ἐπίσκοπός της, ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος.
Ὁ ἕνας πολεμοῦσε πάνω στὰ τείχη, στὶς ἐπάλξεις τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κι ὁ ἄλλος ἐμψύχωνε τὸ λαὸ καὶ μὲ τὸν ἱερὸ κλῆρο ἀνέπεμπε στοὺς ναούς, μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, θερμὲς δεήσεις στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο.
Θέλοντας νὰ ἐπιτύχουν κάποια χαλάρωσι στὴν σκληρὴ πολιορκία τῆς Πόλεως, οἱ δύο ἄνδρες ἔκριναν καλὸ νὰ στείλουν πρεσβεία στὸν χαγᾶνο (=τὸν ἡγεμόνα) τῶν Ἀβάρων.
Αὐτὸς καθισμένος σὲ χρυσοστόλιστο θρόνο τοὺς δέχθηκε ἀγέρωχος καὶ τοὺς κράτησε ὄρθιους.
–Τί θέλετε; τοὺς ρώτησε.
–Εἴμαστε Χριστιανοί, τοῦ εἶπαν, ἀγαποῦμε τὴν εἰρήνη. Σὲ παρακαλοῦμε νὰ λυπηθῇς τὴν Πόλι καὶ νὰ λύσῃς τὴν πολιορκία.
Γέλασε ὁ χαγᾶνος καὶ ἀποκρίθηκε·
–Μέσα σὲ εἰκοσιτέσσερις ὧρες νὰ ἐγκαταλείψετε τὴν πόλι ὅλοι σας. Καὶ ἐκτὸς ἀπ᾽ τὸ πουκάμισο ποὺ φορᾶτε δὲν θὰ πάρετε τίποτε μαζί σας· ὅ,τι ἔχει ἡ Πόλι, εἶνε δικά μου.
Συγχρόνως τοὺς ἀπείλησε προσθέτοντας·
–Δὲν ὑπάρχει περίπτωσι νὰ σωθῆτε. Ὁ βασιλιᾶς σας μὲ τὸ στρατὸ βρίσκεται μακριὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σᾶς ὑπερασπιστῇ. Μόνο ἂν γίνετε ψάρια καὶ κολυμπήσετε ἢ πουλιὰ καὶ πετάξετε, τότε μόνο θὰ σωθῆτε.
Ἔφυγαν περίλυποι οἱ πρέσβεις τοῦ Βυζαντίου.
Ἐπέστρεψαν στὴν Πόλι καὶ πῆραν ἀπόφασι νὰ ἀγωνισθοῦν μέχρι ἐσχάτων· οἱ ἄντρες στὰ τείχη μὲ τὰ ὅπλα, καὶ τὰ γυναικόπαιδα στοὺς ναοὺς μὲ τὴν προσευχή.
Ὁ χαγᾶνος, βέβαιος γιὰ τὴ νίκη, πίστευε ὅτι σὲ λίγο θὰ μπῇ στὴν Πόλι, θὰ τὴν κυριεύσῃ. Ἀλλὰ στὴν ἱστορία τῶν λαῶν συμβαίνουν ὡρισμένα γεγονότα ποὺ δὲν ἑρμηνεύονται φυσικῶς καὶ ἀνθρωπίνως· γεγονότα ποὺ δείχνουν, ὅτι ὑπάρχουν ἀστάθμητοι παράγοντες οἱ ὁποῖοι κατευθύνουν τὴν ἱστορία, δείχνουν ὅτι ὑπάρχει θεία πρόνοια, ὑπάρχει Θεός!
Ἐνῷ ὁ χαγᾶνος περίμενε νὰ μπῇ στὴν Πόλι, τὴ νύχτα φύσηξε δυνατὸς ἄνεμος, ξέσπασε θύελλα, ποὺ σάρωσε ὅλο τὸν Βόσπορο.
Τὰ 2 – 3 χιλιάδες πλοιάρια τῶν Ἀβάρων καὶ τῶν Περσῶν συγκρούστηκαν μεταξύ τους, τσακίστηκαν, διαλύθηκαν, ἔμειναν ξύλα ποὺ ἐπέπλεαν.
Ὁ χαγᾶνος ἔντρομος, λέει κάποιος ἱστορικός –ἂς μὴν τὸ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς τὸ πιστεύουμε–, εἶδε στὰ τείχη μιὰ γυναῖκα μαυροφόρα νὰ προστατεύῃ ὁλόκληρη τὴν Πόλι.
Ὁ στρατός τους πανικοβλήθηκε, καὶ τὸ πρωὶ ὁ πρὶν ἀγέρωχος χαγᾶνος περίφοβος τώρα ἔλυσε τὴν πολιορκία.
Τότε ὁ πατριάρχης Σέργιος κάλεσε ὅλους, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, νὰ μαζευτοῦν στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν.
Ἐκεῖ, ὄρθιοι ὅλη τὴ νύχτα, ἀνέπεμψαν στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο καὶ ἔψαλαν γιὰ πρώτη φορὰ τὸ κοντάκιο «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».
* * *
Ἀπὸ τότε, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὸ 626 μ.Χ., ἔχουν περάσει 1400 περίπου χρόνια.
«Τὰ πάντα ῥεῖ», λέει ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος (Ἡράκλειτος παρὰ Μιχ. Ἰατροῦ Ε97 σ. 191, Π405 σ. 365), τὰ πάντα μεταβάλλονται.
Ἀλλὰ μέσα στὴν διαρκῆ ῥοή, μεταβολὴ καὶ φθορά, τὸ τραγούδι αὐτὸ μένει ἀλώβητο ἀπὸ τὸ χρόνο κ᾽ ἐξακολουθεῖ ν᾽ ἀναπέμπεται μὲ τὴν ἴδια πνοή.
Τὰ τραγούδια, ποὺ ἔκαναν ἐν τῷ μεταξὺ οἱ ἄνθρωποι, λησμονήθηκαν· ἀλλὰ τὸ τραγούδι αὐτὸ τῆς Παναγίας μένει ἀλησμόνητο καὶ συγκινεῖ κάθε ὀρθόδοξη καρδιὰ παντοῦ στὴ γῆ.
Ἔχει μεταφρασθῆ σὲ 25 μὲ 30 γλῶσσες, ἀπέκτησε μιὰ παγκοσμιότητα ποὺ δονεῖ ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία. Ἑνώνει σὰν ἁλυσίδα ὅλους τοὺς ὀρθοδόξους, Ἕλληνες-Βουλγάρους-῾Ρουμάνους-῾Ρώσσους-Σέρβους, ἀκόμη κι ὅταν βρίσκονται κάτω ἀπὸ ἄθεα τυραννικὰ καθεστῶτα.
Ὁ πανορθόδοξος αὐτὸς ὕμνος ἑνώνει ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ εἶνε τὸ καύχημα τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἀλλ᾽ ἐνῷ στοὺς ναοὺς ἀναπέμπεται ὕμνος στὴν Παναγία κι ἀκούγεται πρὸς αὐτὴν τὸ «Χαῖρε», ὅταν βγαίνουμε ἔξω, δὲν ἀκοῦμε «Χαῖρε»· ἀντιθέτως, πολὺ συχνά, ἀκούγονται φοβερὲς βλασφημίες τοῦ ὀνόματός της.
Ἀντὶ ὕμνου ὕβρεις λοιπόν; Πρέπει ν᾿ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ.
Καμμιά γυναίκα, καὶ ἡ πιὸ διεφθαρμένη, δὲν ὑβρίζεται ἔτσι. Νὰ κλάψουμε γι᾽ αὐτό.
Νεαρὸς εἰσπράκτορας λεωφορείου μοῦ ἔλεγε· Θὰ φύγω ἀπ᾽ τὴ δουλειά, δὲν ὑποφέρω τὶς βλασφημίες τῶν θείων… Εἴμαστε ἔθνος χριστιανικό; Πότε θὰ γίνουμε κράτος ὀρθόδοξο;
Ξέρετε τί λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀδελφοί μου; Ἀκοῦς κάποιον νὰ βλαστημάῃ; συμβούλεψέ τον μία, δύο, τρεῖς φορές. Δὲν σ᾽ ἀκούει; χτύπα τον, ν᾽ ἁγιάσῃ τὸ χέρι σου.
Μὴν ἐπιτρέπετε σὲ κανένα νὰ βλαστημᾷ τὴν Παναγία, ποὺ εἶνε ἡ προστάτις τοῦ ἔθνους, ἡ μητέρα τῶν ὀρθοδόξων, τὸ καταφύγιο παντὸς θλιβομένου· σὲ κάθε δύσκολη στιγμὴ ἀκούγεται «Παναγία, σῶσε μας!». Ὁ τόπος αὐτὸς νὰ μείνῃ καθαρὸς ἀπὸ τὸ μίασμα αὐτό.
Ἂς ἀγωνισθοῦμε. Ἂν θέλουμε νὰ ζήσουμε, ἂν θέλουμε νὰ ἔχουμε τὴ χάρι καὶ τὴν προστασία τῆς Θεοτόκου, πρέπει νὰ σβήσουμε τὴ βλασφημία ἀπὸ τὸ σπίτι μας, ἀπὸ τὴ γειτονιά μας, ἀπὸ τὸν τόπο μας.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης (τὸν παλαιό) τὴν 8-3-1968 βράδυ