ΓΙΑ τοὺς 40 Μαρτύρες, ποὺ ἑορτάζουν, θὰ μιλήσουμε σήμερα. Θὰ προσπαθήσω νὰ προσφέρω λίγα ἄνθη στὴ μνήμη τους.
Ποιοί ἦταν αὐτοὶ οἱ ἅγιοι;
Ἦταν στρατιωτικοί. Ἦταν στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους. Ἦταν ἐπίλεκτο σῶμα τοῦ ῥωμαϊκοῦ στρατεύματος. Εἶχαν ἀνάστημα, εἶχαν ἐμφάνισι, ἦταν ἐμπειροπόλεμοι. Εχανε καὶ ἀνδρεία Εἶχαν ἀκόμη πειθαρχία, ἀπόλυτη ὑπακοὴ στοὺς ἀνωτέρους. Ἦταν ὑποδείγματα στρατιωτικά. Μία φορὰ ὅμως οἱ 40 Μάρτυρες ἐπαναστάτησαν.
Γιατί ἐπαναστάτησαν;
Ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τοῦ αὐτοκράτορος Λικινίου, ὁ ὁποῖος ἐδίωκε ἀπεινῶς τοὺς Χριστιανούς.
Ἡ διαταγὴ ἔλεγε· Ὅποιος πιαστῇ νὰ μιλάῃ γιὰ τὸ Χριστό, θὰ συλλαμβάνεται καὶ θὰ ὑφίσταται τιμωρίες μεγάλες, μέχρι καὶ θάνατο.
Οἱ 40 Μάρτυρες δὲν φοβήθηκαν, δὲν κλείσανε τὸ στόμα· ὅταν ἀγαπᾷς τὸ Χριστό, δὲν μπορεῖς νὰ κλείσῃς τὸ στόμα σου. Τοὺς συνέλαβαν ἀμέσως καὶ τοὺς ὡδήγησαν μπροστὰ στὸ διοικητὴ τῆς πόλεως, στὸν Ἀγρικόλαο.
Κι αὐτὸς τοὺς λέει· ―Δὲν ἀκούσατε τὴ διαταγὴ ποὺ ἀπαγορεύει νὰ μιλᾶνε γιὰ τὸ Χριστό; ―Ἀκούσαμε τὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορος.
Ἀλλὰ κάποια ἄλλη διαταγή, ἀνώτερη, διαταγὴ τοῦ Χριστοῦ, μᾶς λέει, νὰ ὁμολογοῦμε τὸ ὄνομά του τὸ ἅγιο παντοῦ. Ὁ Ἀγρικόλαος διατάζει νὰ τοὺς ῥίξουν στὴ φυλακή, στρατιωτικὴ φυλακή, μέχρι τὸ πρωΐ.
Ἦταν στρατιωτικοί. Ἦταν στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους. Ἦταν ἐπίλεκτο σῶμα τοῦ ῥωμαϊκοῦ στρατεύματος. Εἶχαν ἀνάστημα, εἶχαν ἐμφάνισι, ἦταν ἐμπειροπόλεμοι. Εχανε καὶ ἀνδρεία Εἶχαν ἀκόμη πειθαρχία, ἀπόλυτη ὑπακοὴ στοὺς ἀνωτέρους. Ἦταν ὑποδείγματα στρατιωτικά. Μία φορὰ ὅμως οἱ 40 Μάρτυρες ἐπαναστάτησαν.
Γιατί ἐπαναστάτησαν;
Ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τοῦ αὐτοκράτορος Λικινίου, ὁ ὁποῖος ἐδίωκε ἀπεινῶς τοὺς Χριστιανούς.
Ἡ διαταγὴ ἔλεγε· Ὅποιος πιαστῇ νὰ μιλάῃ γιὰ τὸ Χριστό, θὰ συλλαμβάνεται καὶ θὰ ὑφίσταται τιμωρίες μεγάλες, μέχρι καὶ θάνατο.
Οἱ 40 Μάρτυρες δὲν φοβήθηκαν, δὲν κλείσανε τὸ στόμα· ὅταν ἀγαπᾷς τὸ Χριστό, δὲν μπορεῖς νὰ κλείσῃς τὸ στόμα σου. Τοὺς συνέλαβαν ἀμέσως καὶ τοὺς ὡδήγησαν μπροστὰ στὸ διοικητὴ τῆς πόλεως, στὸν Ἀγρικόλαο.
Κι αὐτὸς τοὺς λέει· ―Δὲν ἀκούσατε τὴ διαταγὴ ποὺ ἀπαγορεύει νὰ μιλᾶνε γιὰ τὸ Χριστό; ―Ἀκούσαμε τὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορος.
Ἀλλὰ κάποια ἄλλη διαταγή, ἀνώτερη, διαταγὴ τοῦ Χριστοῦ, μᾶς λέει, νὰ ὁμολογοῦμε τὸ ὄνομά του τὸ ἅγιο παντοῦ. Ὁ Ἀγρικόλαος διατάζει νὰ τοὺς ῥίξουν στὴ φυλακή, στρατιωτικὴ φυλακή, μέχρι τὸ πρωΐ.
Τὸ πρωῒ τοὺς βγάζουν.
Τοὺς ῥωτοῦν, ἂν ἄλλαξαν γνώμη. Ἡ ἀπάντησι ἦταν ἀρνητική. ―Κρῖμα σ᾿ ἐσᾶς, τοὺς λέει ὁ διοικητής. ―Δὲν ἀλλάζουμε γνώμη. Εἶνε ἡ μόνη φορὰ ποὺ δὲν ὑπακούουμε σὲ διαταγή. ―Δὲν ὑπακούετε; Νευρίασε ὁ διοικητής.
Σκεπτόταν, πῶς νὰ τοὺς βασανίσῃ περισσότερο. Κάποια στιγμὴ βλέπει ἔξω. Ὅλα ἦταν παγωμένα.
Τὸ βρῆκα, λέει· ἀπόψε, ποὺ τὸ κρύο εἶνε δυνατό, ῥίξτε τους γυμνοὺς στὴν παγωμένη λίμνη, καὶ θὰ δοῦμε μετὰ ἂν θὰ ὁμολογοῦν τὸ Χριστό.
Τοὺς ξεγύμνωσαν, ὅπως τοὺς γέννησε ἡ μάνα τους.
Παιδιὰ 20 ἕως 27 ἐτῶν. Τοὺς ῥίξανε πάνω στὴν παγωμένη λίμνη.
Τὸ μαρτύριο λόγῳ ψύχους εἶνε φοβερό.
Δὲν εἶμαι γιατρός, γιὰ νὰ σᾶς περιγράψω πῶς ἐπέρχεται ὁ θάνατος ἀπὸ τὸ ψῦχος. Ὅπως τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ ὑπέστησαν κρυοπαγήματα, ἔτσι καὶ οἱ 40 Μάρτυρες. Δὲν φοβήθηκαν, δὲν δείλιασαν· χαρὰ εἶχαν. Ναί ―ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι―, γλέντι εἶχαν.
Καὶ λέγανε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· Κουράγιο, ἀδέρφια! Μιὰ φορὰ περνᾶμε ἀπὸ τὴ ζωή. Μετὰ ἀπὸ λίγο ὅλα τελειώνουν καὶ θὰ βρισκώμεθα κοντὰ στὸ Θεό.
Ἡ νύχτα αὐτὴ εἶνε ἱστορικὴ γιὰ ᾿μᾶς. Κουράγιο, ἀδέρφια! «Δριμὺς ὁ χειμών (=σκληρὸ τὸ κρύο), ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος».
Ἔτσι ἔλεγαν καὶ ἔκαναν τὴν προσευχή τους· Χριστέ, δός μας δύναμι. Σαράντα μπήκαμε στὴ λίμνη, σαράντα νὰ βγοῦμε· νὰ μὴ γίνῃ οὔτε ἕνας προδότης!
Τότε ἐκεῖ στὴν παγωμένη λίμνη συνέβησαν τρία θαύματα, τὸ ἕνα μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Τὸ πρῶτο. Ἕνας φύλακας, ποὺ τοὺς φρουροῦσε, ἀκούει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁλόγλυκα τραγούδια.
Ἔμεινε ἐκστατικὸς βλέποντας τὶς οὐράνιες δυνάμεις, ποὺ κρατοῦσαν στέφανα καὶ πλησίαζαν τοὺς μάρτυρες. Ἀλλὰ σ᾿ ἕνα μάρτυρα ὁ ἄγγελος δὲν ἔβαλε στεφάνι.
Τί συνέβη; Αὐτὸς δείλιασε, κάμφθηκε. Ἀποφάσισε νὰ βγῇ ἀπὸ τὴν παγωμένη λίμνη καὶ νὰ πάῃ κοντὰ στὴ φωτιά, γιὰ νὰ ζεσταθῇ.
Ὅταν ὁ δήμιος εἶδε τὸ στεφάνι νὰ αἰωρῆται καὶ ὁ μάρτυρας νὰ λιποτακτῇ, ἄφησε τοὺς ἄλλους συστρατιῶτες του στὸ φυλάκιο, ξεντύθηκε, καὶ ἔπεσε μέσα στὴ λίμνη τὴν παγωμένη λέγοντας· Κ᾿ ἐγώ εἶμαι Χριστιανός! Τὸ δεύτερο θαῦμα.
Τὸ πρωῒ πλέον εχανε ξεψυχήσει ὅλοι. Κρυστάλλιασαν τὰ κορμάκια τους. Ἕνας μόνο δὲν ξεψυχοῦσε.
Κ᾿ ἐκείνη τὴν ὥρα μιὰ γυναίκα τρέχει κοντά του. Ἦταν ἡ μάνα του. Τὰ κάρρα εἶχαν ἔρθει καὶ τοὺς βάζανε ἐπάνω σὰν σφαχτά, γιὰ νὰ τοὺς πᾶνε νὰ τοὺς κάψουν.
Ἡ μάνα τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά της καὶ εἶπε· Παιδί μου, μὴ χωρίσῃς ἀπὸ τοὺς συστρατιῶτες σου· μὴ λείψῃς κ᾿ ἐσὺ ἀπὸ τοὺς συντρόφους σου. Καὶ τὸν σήκωσε στὰ χέρια καὶ τὸν πῆγε – ποῦ; ἐπάνω στὸ κάρρο! Ὦ μάνα ποὺ εἶχες τέτοιον ἡρωϊσμό!
Τοὺς κάψανε ὅλους. Καὶ γιὰ νὰ μὴ μείνουν ὑπολείμματα καὶ τὰ πάρουν οἱ Χριστιανοί, ῥίξανε τὰ λείψανά τους στὸ ποτάμι.
Τότε ἔγινε καὶ τρίτο θαῦμα.
Οἱ Χριστιανοὶ εἶδαν φῶς. Ἄστραψε τὸ ποτάμι, σὰν νὰ πέσανε διαμάντια καὶ σάπφειροι ἐπάνω στὰ νερά. Ἐπέπλεαν τὰ ἀποκαΐδια τῶν μαρτύρων!
Οἱ Χριστιανοὶ μαζέψανε τὰ ἅγια λείψανα, ποὺ εἶνε τιμιώτερα χρυσίου καὶ ἀργυρίου.
Ἔτσι καὶ οἱ 40 Μάρτυρες μποροῦσαν νὰ ποῦν μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό· «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν» (Ψαλμ. 65,12).
Τοὺς ῥωτοῦν, ἂν ἄλλαξαν γνώμη. Ἡ ἀπάντησι ἦταν ἀρνητική. ―Κρῖμα σ᾿ ἐσᾶς, τοὺς λέει ὁ διοικητής. ―Δὲν ἀλλάζουμε γνώμη. Εἶνε ἡ μόνη φορὰ ποὺ δὲν ὑπακούουμε σὲ διαταγή. ―Δὲν ὑπακούετε; Νευρίασε ὁ διοικητής.
Σκεπτόταν, πῶς νὰ τοὺς βασανίσῃ περισσότερο. Κάποια στιγμὴ βλέπει ἔξω. Ὅλα ἦταν παγωμένα.
Τὸ βρῆκα, λέει· ἀπόψε, ποὺ τὸ κρύο εἶνε δυνατό, ῥίξτε τους γυμνοὺς στὴν παγωμένη λίμνη, καὶ θὰ δοῦμε μετὰ ἂν θὰ ὁμολογοῦν τὸ Χριστό.
Τοὺς ξεγύμνωσαν, ὅπως τοὺς γέννησε ἡ μάνα τους.
Παιδιὰ 20 ἕως 27 ἐτῶν. Τοὺς ῥίξανε πάνω στὴν παγωμένη λίμνη.
Τὸ μαρτύριο λόγῳ ψύχους εἶνε φοβερό.
Δὲν εἶμαι γιατρός, γιὰ νὰ σᾶς περιγράψω πῶς ἐπέρχεται ὁ θάνατος ἀπὸ τὸ ψῦχος. Ὅπως τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ ὑπέστησαν κρυοπαγήματα, ἔτσι καὶ οἱ 40 Μάρτυρες. Δὲν φοβήθηκαν, δὲν δείλιασαν· χαρὰ εἶχαν. Ναί ―ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι―, γλέντι εἶχαν.
Καὶ λέγανε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· Κουράγιο, ἀδέρφια! Μιὰ φορὰ περνᾶμε ἀπὸ τὴ ζωή. Μετὰ ἀπὸ λίγο ὅλα τελειώνουν καὶ θὰ βρισκώμεθα κοντὰ στὸ Θεό.
Ἡ νύχτα αὐτὴ εἶνε ἱστορικὴ γιὰ ᾿μᾶς. Κουράγιο, ἀδέρφια! «Δριμὺς ὁ χειμών (=σκληρὸ τὸ κρύο), ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος».
Ἔτσι ἔλεγαν καὶ ἔκαναν τὴν προσευχή τους· Χριστέ, δός μας δύναμι. Σαράντα μπήκαμε στὴ λίμνη, σαράντα νὰ βγοῦμε· νὰ μὴ γίνῃ οὔτε ἕνας προδότης!
Τότε ἐκεῖ στὴν παγωμένη λίμνη συνέβησαν τρία θαύματα, τὸ ἕνα μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Τὸ πρῶτο. Ἕνας φύλακας, ποὺ τοὺς φρουροῦσε, ἀκούει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁλόγλυκα τραγούδια.
Ἔμεινε ἐκστατικὸς βλέποντας τὶς οὐράνιες δυνάμεις, ποὺ κρατοῦσαν στέφανα καὶ πλησίαζαν τοὺς μάρτυρες. Ἀλλὰ σ᾿ ἕνα μάρτυρα ὁ ἄγγελος δὲν ἔβαλε στεφάνι.
Τί συνέβη; Αὐτὸς δείλιασε, κάμφθηκε. Ἀποφάσισε νὰ βγῇ ἀπὸ τὴν παγωμένη λίμνη καὶ νὰ πάῃ κοντὰ στὴ φωτιά, γιὰ νὰ ζεσταθῇ.
Ὅταν ὁ δήμιος εἶδε τὸ στεφάνι νὰ αἰωρῆται καὶ ὁ μάρτυρας νὰ λιποτακτῇ, ἄφησε τοὺς ἄλλους συστρατιῶτες του στὸ φυλάκιο, ξεντύθηκε, καὶ ἔπεσε μέσα στὴ λίμνη τὴν παγωμένη λέγοντας· Κ᾿ ἐγώ εἶμαι Χριστιανός! Τὸ δεύτερο θαῦμα.
Τὸ πρωῒ πλέον εχανε ξεψυχήσει ὅλοι. Κρυστάλλιασαν τὰ κορμάκια τους. Ἕνας μόνο δὲν ξεψυχοῦσε.
Κ᾿ ἐκείνη τὴν ὥρα μιὰ γυναίκα τρέχει κοντά του. Ἦταν ἡ μάνα του. Τὰ κάρρα εἶχαν ἔρθει καὶ τοὺς βάζανε ἐπάνω σὰν σφαχτά, γιὰ νὰ τοὺς πᾶνε νὰ τοὺς κάψουν.
Ἡ μάνα τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά της καὶ εἶπε· Παιδί μου, μὴ χωρίσῃς ἀπὸ τοὺς συστρατιῶτες σου· μὴ λείψῃς κ᾿ ἐσὺ ἀπὸ τοὺς συντρόφους σου. Καὶ τὸν σήκωσε στὰ χέρια καὶ τὸν πῆγε – ποῦ; ἐπάνω στὸ κάρρο! Ὦ μάνα ποὺ εἶχες τέτοιον ἡρωϊσμό!
Τοὺς κάψανε ὅλους. Καὶ γιὰ νὰ μὴ μείνουν ὑπολείμματα καὶ τὰ πάρουν οἱ Χριστιανοί, ῥίξανε τὰ λείψανά τους στὸ ποτάμι.
Τότε ἔγινε καὶ τρίτο θαῦμα.
Οἱ Χριστιανοὶ εἶδαν φῶς. Ἄστραψε τὸ ποτάμι, σὰν νὰ πέσανε διαμάντια καὶ σάπφειροι ἐπάνω στὰ νερά. Ἐπέπλεαν τὰ ἀποκαΐδια τῶν μαρτύρων!
Οἱ Χριστιανοὶ μαζέψανε τὰ ἅγια λείψανα, ποὺ εἶνε τιμιώτερα χρυσίου καὶ ἀργυρίου.
Ἔτσι καὶ οἱ 40 Μάρτυρες μποροῦσαν νὰ ποῦν μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό· «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν» (Ψαλμ. 65,12).
Δὲν σᾶς εἶπα, ποιά ἦταν ἡ πατρίδα τῶν 40 Μαρτύρων. Εἶνε ἡ Μικρὰ Ἀσία.
Ἡ πατρίδα τους ὑπάρχει μέχρι σήμερα, ἀλλὰ δὲν ἔχει ἐπάνω στὶς ἐκκλησίες της σταυρό… Ὑπάρχει ἀκόμα ἡ λίμνη τῆς Σεβαστείας. Κάτοικοι τῆς Σεβαστείας ἦταν οἱ 40 Μάρτυρες.
Ἡ πατρίδα τους ὑπάρχει μέχρι σήμερα, ἀλλὰ δὲν ἔχει ἐπάνω στὶς ἐκκλησίες της σταυρό… Ὑπάρχει ἀκόμα ἡ λίμνη τῆς Σεβαστείας. Κάτοικοι τῆς Σεβαστείας ἦταν οἱ 40 Μάρτυρες.
* * *
Συγκρίνετε τώρα, ἀγαπητοί μου, τὴ ζωὴ τῶν 40 Μαρτύρων μὲ τὴ δική μας ζωή, ἰδίως στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως.
Τί θὰ πῇ ὁμολογία πίστεως; Δὲν στοιχίζει τίποτα ὁ χριστιανισμὸς σήμερα.
Δὲν σημειώνουν τὸ ὄνομά σου οὔτε σὲ ἀπολύουν ἀπὸ τὴ θέσι σου γιατὶ ἐκκλησιάζεσαι. Εἶστε ἐλεύθεροι νὰ πᾶτε στὴν ἐκκλησία. Γιά φανταστῆτε νὰ βγῇ μία διαταγὴ ποὺ νὰ λέῃ· Ὅποιος πάῃ στὴν ἐκκλησία θὰ συλλαμβάνεται…
Ἀλλ᾿ ἔρχονται οἱ ἡμέρες αὐτές. Θὰ παύσῃ ὁ εὔκολος χριστιανισμός, καὶ θά ᾿ρθῇ ὁ χριστιανισμὸς τοῦ αἵματος. Διάλειμμα εἶνε αὐτό. Μὴ γλεντοκοπᾶτε, μὴ διασκεδάζετε. Νὰ προετοιμάζεσθε. Τοὺς 40 Μάρτυρες τοὺς βάλανε στὴ γραμμὴ καὶ τοὺς ρωτοῦσαν·
Τί εἶστε; Ἀπαντοῦσαν μὲ δύο λέξεις· «Εἶμαι Χριστιανός». Αὐτὸ ἀκούστηκε σαράντα φορές· σαράντα κανονιὲς ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Καὶ τὶς δυὸ αὐτὲς λέξεις τὶς πληρώσανε μὲ τὸ κεφάλι τους.
Τώρα ποῦ εἶνε ἡ ὁμολογία τῆς πίστεώς μας; Μᾶς ἔχει βάλει ὁ διάβολος λουκέττο στὸ στόμα καὶ δὲν ὁμολογοῦμε τὸ Χριστό.
Γι᾿ αὐτὸ λέει ὁ Μέγας Βασίλειος· «Ὦ μακάριαι γλῶσσαι! Μόνο γι᾿ αὐτὲς τὶς δύο λέξεις, “Εἶμαι Χριστιανός”, πήγατε στὸν παράδεισο». Τὴν ὥρα ποὺ οἱ μάρτυρες εἶπαν «Εἶμαι Χριστιανός», γίνανε τέσσερα πράγματα.
Τὸ πρῶτο· πάνω στὰ οὐράνια, κάθε φορὰ ποὺ ἀκουγόταν τὸ «Εἶμαι Χριστιανός», ἡ μουσικὴ τῶν ἀγγέλων ἔπαιζε τὸ ἐμβατήριο· Δόξα σοι, Χριστέ, ποὺ γεννᾷς τέτοια παιδιὰ ἡρωϊκά! Τὸ δεύτερο· ἔσκουζε, γιὰ νὰ μιλήσω πιὸ ἁπλᾶ, ἔσκουζε ὁ διάβολος. Ἤθελε νὰ τοὺς πιάσῃ στὸ δίχτυ τοῦ φόβου, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε.
Τὸ τρίτο· ἕνας ἄγγελος ἔγραφε τὰ ὀνόματά τους στὸ βιβλίο τῶν ὁμολογητῶν τῆς πίστεως, ποὺ ἀπ᾿ ἔξω γράφει· «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10,32). Καὶ τὸ τελευταῖο· μόλις επανε «Εἶμαι Χριστιανός», καθάρισε ὁ ἀέρας.
Τί θὰ πῇ αὐτό; Ὅτι μὲ τὰ πόδια μας βρωμίζουμε τὴ γῆ, μὲ τὰ χέρια μας κάνουμε τὰ ασχη, κ.τ.λ.· ὅταν λοιπὸν ἡ γλῶσσα πῇ «Εἶμαι Χριστιανός», μὲ τὴν ὁμολογία γίνεται κάθαρσις. Ὅλοι πρέπει νὰ ὑποστοῦμε τὴν κάθαρσι.
Ὅλοι πρέπει νὰ περάσουμε ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη τῆς μετανοίας.
Στοὺς ἔσχατους καιροὺς λίγοι δυστυχῶς θὰ μετανοοῦν. Θὰ γίνῃ σπάνιο πρᾶγμα τότε ὁ πιστός. Πιὸ εὔκολο πρᾶγμα θὰ εἶνε νὰ βρῇς διαμάντια παρὰ νὰ βρῇς πιστὸ Χριστιανό.
Ναί, τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «Ἂν ἔρθω», λέει, «ἄλλη μιὰ φορά, ἆραγε θὰ βρῶ τὴν πίστι ἐπὶ τῆς γῆς;» (βλ. Λουκ. 18,8). Πότε θὰ ἔρθῃ ὁ Χριστός; Δὲν ξέρουμε πότε. Ξαφνικὰ σάλπιγγα οὐράνιος θὰ σείσῃ τὰ πάντα. Θὰ λάμψῃ ὁ τίμιος σταυρός.
Θὰ παρουσιασθῇ ὁ Ἐσταυρωμένος γιὰ νὰ δικάσῃ τὴ γῆ.
Νὰ δικάσῃ τοὺς βασιλεῖς, τοὺς δικαστάς, τοὺς γιατρούς, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς ἐπισκόπους, τοὺς πάντας.
Θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος ὄχι πλέον ὡς νήπιο, ὄχι ὡς ἐσταυρωμένος.
Καὶ τότε ἐνώπιόν του «πᾶν γόνυ κάμψῃ» (Φιλιπ. 2,10).
Κάθε γόνατο θὰ γονατίσῃ, καὶ κάθε καρδιὰ θὰ κλάψῃ, καὶ κάθε γλῶσσα θὰ ψάλῃ καὶ θὰ πῇ·
«Εἷς ἅγιος, εἷς» «Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (ἔ.ἀ. 2,11). Ἀμήν.
Τί θὰ πῇ ὁμολογία πίστεως; Δὲν στοιχίζει τίποτα ὁ χριστιανισμὸς σήμερα.
Δὲν σημειώνουν τὸ ὄνομά σου οὔτε σὲ ἀπολύουν ἀπὸ τὴ θέσι σου γιατὶ ἐκκλησιάζεσαι. Εἶστε ἐλεύθεροι νὰ πᾶτε στὴν ἐκκλησία. Γιά φανταστῆτε νὰ βγῇ μία διαταγὴ ποὺ νὰ λέῃ· Ὅποιος πάῃ στὴν ἐκκλησία θὰ συλλαμβάνεται…
Ἀλλ᾿ ἔρχονται οἱ ἡμέρες αὐτές. Θὰ παύσῃ ὁ εὔκολος χριστιανισμός, καὶ θά ᾿ρθῇ ὁ χριστιανισμὸς τοῦ αἵματος. Διάλειμμα εἶνε αὐτό. Μὴ γλεντοκοπᾶτε, μὴ διασκεδάζετε. Νὰ προετοιμάζεσθε. Τοὺς 40 Μάρτυρες τοὺς βάλανε στὴ γραμμὴ καὶ τοὺς ρωτοῦσαν·
Τί εἶστε; Ἀπαντοῦσαν μὲ δύο λέξεις· «Εἶμαι Χριστιανός». Αὐτὸ ἀκούστηκε σαράντα φορές· σαράντα κανονιὲς ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Καὶ τὶς δυὸ αὐτὲς λέξεις τὶς πληρώσανε μὲ τὸ κεφάλι τους.
Τώρα ποῦ εἶνε ἡ ὁμολογία τῆς πίστεώς μας; Μᾶς ἔχει βάλει ὁ διάβολος λουκέττο στὸ στόμα καὶ δὲν ὁμολογοῦμε τὸ Χριστό.
Γι᾿ αὐτὸ λέει ὁ Μέγας Βασίλειος· «Ὦ μακάριαι γλῶσσαι! Μόνο γι᾿ αὐτὲς τὶς δύο λέξεις, “Εἶμαι Χριστιανός”, πήγατε στὸν παράδεισο». Τὴν ὥρα ποὺ οἱ μάρτυρες εἶπαν «Εἶμαι Χριστιανός», γίνανε τέσσερα πράγματα.
Τὸ πρῶτο· πάνω στὰ οὐράνια, κάθε φορὰ ποὺ ἀκουγόταν τὸ «Εἶμαι Χριστιανός», ἡ μουσικὴ τῶν ἀγγέλων ἔπαιζε τὸ ἐμβατήριο· Δόξα σοι, Χριστέ, ποὺ γεννᾷς τέτοια παιδιὰ ἡρωϊκά! Τὸ δεύτερο· ἔσκουζε, γιὰ νὰ μιλήσω πιὸ ἁπλᾶ, ἔσκουζε ὁ διάβολος. Ἤθελε νὰ τοὺς πιάσῃ στὸ δίχτυ τοῦ φόβου, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε.
Τὸ τρίτο· ἕνας ἄγγελος ἔγραφε τὰ ὀνόματά τους στὸ βιβλίο τῶν ὁμολογητῶν τῆς πίστεως, ποὺ ἀπ᾿ ἔξω γράφει· «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10,32). Καὶ τὸ τελευταῖο· μόλις επανε «Εἶμαι Χριστιανός», καθάρισε ὁ ἀέρας.
Τί θὰ πῇ αὐτό; Ὅτι μὲ τὰ πόδια μας βρωμίζουμε τὴ γῆ, μὲ τὰ χέρια μας κάνουμε τὰ ασχη, κ.τ.λ.· ὅταν λοιπὸν ἡ γλῶσσα πῇ «Εἶμαι Χριστιανός», μὲ τὴν ὁμολογία γίνεται κάθαρσις. Ὅλοι πρέπει νὰ ὑποστοῦμε τὴν κάθαρσι.
Ὅλοι πρέπει νὰ περάσουμε ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη τῆς μετανοίας.
Στοὺς ἔσχατους καιροὺς λίγοι δυστυχῶς θὰ μετανοοῦν. Θὰ γίνῃ σπάνιο πρᾶγμα τότε ὁ πιστός. Πιὸ εὔκολο πρᾶγμα θὰ εἶνε νὰ βρῇς διαμάντια παρὰ νὰ βρῇς πιστὸ Χριστιανό.
Ναί, τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «Ἂν ἔρθω», λέει, «ἄλλη μιὰ φορά, ἆραγε θὰ βρῶ τὴν πίστι ἐπὶ τῆς γῆς;» (βλ. Λουκ. 18,8). Πότε θὰ ἔρθῃ ὁ Χριστός; Δὲν ξέρουμε πότε. Ξαφνικὰ σάλπιγγα οὐράνιος θὰ σείσῃ τὰ πάντα. Θὰ λάμψῃ ὁ τίμιος σταυρός.
Θὰ παρουσιασθῇ ὁ Ἐσταυρωμένος γιὰ νὰ δικάσῃ τὴ γῆ.
Νὰ δικάσῃ τοὺς βασιλεῖς, τοὺς δικαστάς, τοὺς γιατρούς, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς ἐπισκόπους, τοὺς πάντας.
Θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος ὄχι πλέον ὡς νήπιο, ὄχι ὡς ἐσταυρωμένος.
Καὶ τότε ἐνώπιόν του «πᾶν γόνυ κάμψῃ» (Φιλιπ. 2,10).
Κάθε γόνατο θὰ γονατίσῃ, καὶ κάθε καρδιὰ θὰ κλάψῃ, καὶ κάθε γλῶσσα θὰ ψάλῃ καὶ θὰ πῇ·
«Εἷς ἅγιος, εἷς» «Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (ἔ.ἀ. 2,11). Ἀμήν.
(Στην αίθουσα τοῦ Συλλόγου «40 Mάρτυρες» Kοζάνης, οδός τότε Πέλλης τώρα Πλακοπίττη 11, παραμονή της εορτής 8-3-1964)