Δώστε μου έναν Άγιο!
«Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι» (Λευϊτ. 20,7,26 = Α΄ Πέτρ. 1,16)
Εορτὴ σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά.
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει κάθε μέρα ἑορτή, κάποιον ἅγιο ἑορτάζει.
Τριακόσες ἑξήντα πέντε μέρες ἔχει τὸ ἔτος, τριακόσες ἑξήντα πέντε ἑορτὲς ὑπάρχουν.
Καὶ ἄλλοτε μὲν ἑορτάζει ἕνας ἅγιος, ἄλλοτε ἑορτάζουν δύο, ἄλλοτε τρεῖς, ἄλλοτε σαράντα, ἄλλοτε ἑκατό, ἄλλοτε χίλιοι, ἄλλοτε δυὸ χιλιάδες – τρεῖς χιλιάδες ἅγιοι τῆς πίστεώς μας.
Εἶνε δηλαδὴ ἀμέτρητοι σὰν τὰ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ. Μεταξὺ τῶν ἁγίων, σὰν ἀστέρι πρώτου μεγέθους, λάμπει στὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ σημερινὸς ἅγιος, ὁ ἅγιος Δημήτριος.
Ἀλλὰ προτοῦ νὰ ποῦμε γιὰ τὸν ἅγιο Δημήτριο ἂς ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα, τί εἶνε ἅγιος;
Ἅγιος θὰ πῇ καθαρός, καθαρὸς ἀπὸ κάθε μολυσμό, μολυσμὸ ἁμαρτίας, γιατὶ αὐτή εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη ἀκαθαρσία.
Οἱ ἅγιοι εἶνε καθαροὶ ἀπὸ ἁμαρτία σὲ σχετικὸ βαθμό· στὸν ἀπόλυτο βαθμὸ ἕνας μόνο εἶνε καὶ λέγεται ἅγιος ἐπὶ τῆς γῆς, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀπολύτως Ἅγιος. Ἅγιοι σὲ σχετικὸ βαθμὸ ἔγιναν ἄνθρωποι ἀπὸ κάθε τάξι καὶ ἐπάγγελμα, καὶ ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδιά.
Ἅγιοι δὲν εἶνε μόνο καλόγεροι καὶ κληρικοί· κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνῃ ἅγιος.
Αὐτὸ εἶνε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὸ βλέπουμε στοὺς βίους τῶν ἁγίων.
Ἅγιοι π.χ. ἦταν βοσκοί, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ ἄκουσαν τὴ νύχτα τῆς Γεννήσεως τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη…» (Λουκ. 2,14) κι ὅπως ὁ ἅγιος Σπυρίδων· ἅγιοι ἦταν γεωργοὶ ὅπως ὁ ἅγιος Τρύφων, ῥάφτες, οἰκοδόμοι, ἀρτοποιοὶ καὶ τόσοι ἄλλοι ἀπὸ κάθε ἐπάγγελμα.
Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ· δέχεται τοὺς ταπεινοὺς τῆς γῆς.
Ἔχω γράψει ἕνα βιβλίο «Ἅγιοι ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα»· σᾶς συνιστῶ νὰ τὸ διαβάσετε.
Δὲν ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, τάξις ἀπ᾽ τὴν ὁποία νὰ μὴν ἀναδείχθηκε κάποιος ἅγιος. Καὶ ἀπόδειξις ὁ σημερινὸς ἅγιος, ὁ ἅγιος Δημήτριος. Τί ἦταν;
Δὲν ἦταν παπᾶς οὔτε καλόγερος, δὲν ἔζησε σὲ ἀσκητήρια καὶ σπηλιές, δὲν κρατοῦσε κομποσχοίνια.
Ἦταν λαϊκός, ζοῦσε μέσα στὴ διεφθαρμένη εἰδωλολατρικὴ κοινωνία τῆς Θεσσαλονίκης ὡς ἀξιωματικὸς τοῦ ῥωμαϊκοῦ στρατοῦ, καὶ μὲ τὴν ἀνδρεία του εἶχε ἀνεβῆ ὅλους τοὺς βαθμοὺς καὶ εἶχε φθάσει στὸ ἀξίωμα τοῦ χιλιάρχου, εἶχε γίνει δηλαδὴ στρατηγός.
Ἀλλὰ στὴν καρδιά του, χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν οἱ ἄλλοι, εἶχε τὸ Χριστό. Ὅταν ὅμως κηρύχθηκε διωγμὸς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, τὸν κατήγγειλαν ὅτι εἶνε Χριστιανὸς καὶ συνελήφθη.
Ὡμολόγησε τὴν πίστι του στὸ Χριστό, τὸν καθαίρεσαν ἀπὸ τὸ ἀξίωμα καὶ τὸν ἔρριξαν δεμένο στὴ φυλακή. Ἐκεῖ ἔμεινε ἕως ὅτου ἦρθε ἡ εὐλογημένη ὥρα ποὺ μὲ λόγχες μαρτύρησε γιὰ τὸν Κύριο. Αὐτὸς μὲ συντομία εἶνε ὁ βίος τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ποὺ καλεῖ κ᾽ ἐμᾶς νὰ τὸν μιμηθοῦμε.
Σήμερα ἂν μᾶς ποῦν, Πιστεύεις στὸ Χριστό; δὲν στοιχίζει τίποτα νὰ ποῦμε Πιστεύω. Τ
ότε στοίχιζε· ἂν ἔλεγες Πιστεύω, μαρτυροῦσες.
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει κάθε μέρα ἑορτή, κάποιον ἅγιο ἑορτάζει.
Τριακόσες ἑξήντα πέντε μέρες ἔχει τὸ ἔτος, τριακόσες ἑξήντα πέντε ἑορτὲς ὑπάρχουν.
Καὶ ἄλλοτε μὲν ἑορτάζει ἕνας ἅγιος, ἄλλοτε ἑορτάζουν δύο, ἄλλοτε τρεῖς, ἄλλοτε σαράντα, ἄλλοτε ἑκατό, ἄλλοτε χίλιοι, ἄλλοτε δυὸ χιλιάδες – τρεῖς χιλιάδες ἅγιοι τῆς πίστεώς μας.
Εἶνε δηλαδὴ ἀμέτρητοι σὰν τὰ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ. Μεταξὺ τῶν ἁγίων, σὰν ἀστέρι πρώτου μεγέθους, λάμπει στὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ σημερινὸς ἅγιος, ὁ ἅγιος Δημήτριος.
Ἀλλὰ προτοῦ νὰ ποῦμε γιὰ τὸν ἅγιο Δημήτριο ἂς ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα, τί εἶνε ἅγιος;
Ἅγιος θὰ πῇ καθαρός, καθαρὸς ἀπὸ κάθε μολυσμό, μολυσμὸ ἁμαρτίας, γιατὶ αὐτή εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη ἀκαθαρσία.
Οἱ ἅγιοι εἶνε καθαροὶ ἀπὸ ἁμαρτία σὲ σχετικὸ βαθμό· στὸν ἀπόλυτο βαθμὸ ἕνας μόνο εἶνε καὶ λέγεται ἅγιος ἐπὶ τῆς γῆς, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀπολύτως Ἅγιος. Ἅγιοι σὲ σχετικὸ βαθμὸ ἔγιναν ἄνθρωποι ἀπὸ κάθε τάξι καὶ ἐπάγγελμα, καὶ ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδιά.
Ἅγιοι δὲν εἶνε μόνο καλόγεροι καὶ κληρικοί· κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνῃ ἅγιος.
Αὐτὸ εἶνε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὸ βλέπουμε στοὺς βίους τῶν ἁγίων.
Ἅγιοι π.χ. ἦταν βοσκοί, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ ἄκουσαν τὴ νύχτα τῆς Γεννήσεως τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη…» (Λουκ. 2,14) κι ὅπως ὁ ἅγιος Σπυρίδων· ἅγιοι ἦταν γεωργοὶ ὅπως ὁ ἅγιος Τρύφων, ῥάφτες, οἰκοδόμοι, ἀρτοποιοὶ καὶ τόσοι ἄλλοι ἀπὸ κάθε ἐπάγγελμα.
Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ· δέχεται τοὺς ταπεινοὺς τῆς γῆς.
Ἔχω γράψει ἕνα βιβλίο «Ἅγιοι ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα»· σᾶς συνιστῶ νὰ τὸ διαβάσετε.
Δὲν ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, τάξις ἀπ᾽ τὴν ὁποία νὰ μὴν ἀναδείχθηκε κάποιος ἅγιος. Καὶ ἀπόδειξις ὁ σημερινὸς ἅγιος, ὁ ἅγιος Δημήτριος. Τί ἦταν;
Δὲν ἦταν παπᾶς οὔτε καλόγερος, δὲν ἔζησε σὲ ἀσκητήρια καὶ σπηλιές, δὲν κρατοῦσε κομποσχοίνια.
Ἦταν λαϊκός, ζοῦσε μέσα στὴ διεφθαρμένη εἰδωλολατρικὴ κοινωνία τῆς Θεσσαλονίκης ὡς ἀξιωματικὸς τοῦ ῥωμαϊκοῦ στρατοῦ, καὶ μὲ τὴν ἀνδρεία του εἶχε ἀνεβῆ ὅλους τοὺς βαθμοὺς καὶ εἶχε φθάσει στὸ ἀξίωμα τοῦ χιλιάρχου, εἶχε γίνει δηλαδὴ στρατηγός.
Ἀλλὰ στὴν καρδιά του, χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν οἱ ἄλλοι, εἶχε τὸ Χριστό. Ὅταν ὅμως κηρύχθηκε διωγμὸς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, τὸν κατήγγειλαν ὅτι εἶνε Χριστιανὸς καὶ συνελήφθη.
Ὡμολόγησε τὴν πίστι του στὸ Χριστό, τὸν καθαίρεσαν ἀπὸ τὸ ἀξίωμα καὶ τὸν ἔρριξαν δεμένο στὴ φυλακή. Ἐκεῖ ἔμεινε ἕως ὅτου ἦρθε ἡ εὐλογημένη ὥρα ποὺ μὲ λόγχες μαρτύρησε γιὰ τὸν Κύριο. Αὐτὸς μὲ συντομία εἶνε ὁ βίος τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ποὺ καλεῖ κ᾽ ἐμᾶς νὰ τὸν μιμηθοῦμε.
Σήμερα ἂν μᾶς ποῦν, Πιστεύεις στὸ Χριστό; δὲν στοιχίζει τίποτα νὰ ποῦμε Πιστεύω. Τ
ότε στοίχιζε· ἂν ἔλεγες Πιστεύω, μαρτυροῦσες.
* * *
Κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, καλούμεθα νὰ γίνουμε ἅγιοι.
Κι ἀλλοίμονό μας ἂν δὲν γίνουμε, διότι εἶνε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ· «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι» (Λευϊτ. 20,7,26 = Α΄ Πέτρ. 1,16).
Καλούμεθα νὰ καθαριστοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ δεχτοῦμε τὴ θεία χάρι, γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Κύριο.
Οἱ πολλοὶ νιώθουν μόνο τὴ σωματικὴ ἀκαθαρσία, γιὰ τὴν πνευματικὴ δὲν φροντίζουν.
Ὅλοι πρέπει ν᾽ ἀποκτήσουμε τὴν ἁγιότητα. Μὰ πῶς; θὰ πῆτε· ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ Γραφὴ λέει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, καὶ μιὰ μέρα ἀκόμα νά ᾽νε ἡ ζωή του, θὰ ῥυπωθῇ (βλ. Ἰὼβ 14,4-5).
Ὑπάρχει τρόπος;
Ὑπάρχει· μὲ τὴν ἐξομολόγησι.
Συνάντησα μιὰ φορὰ κάποιον ἀνώτερο ὑπάλληλο τοῦ κράτους· ἦταν ἑξήντα χρονῶν, εἶχε πάθει ἔμφραγμα καὶ κινδύνευε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα νὰ πεθάνῃ.
Τὸν ρώτησα·
–Ἔχεις βαπτισθῆ;
–Πῶς, λέει, βεβαίως.
–Ἔχεις ἐξομολογηθῆ;
–Ὄχι.
–Οὔτε ὅταν ἤσουν παιδί;
–Ποτέ.
–Ξέρεις λοιπὸν πῶς μοιάζεις τώρα; σὰ νὰ μὴν ἔχῃς πλύνει ποτέ τὰ ροῦχα σου, σὰ νὰ φορᾷς μιὰ ζωὴ ἄπλυτο τὸ ἴδιο πουκάμισο…
Εἴδατε; κάθε βδομάδα ἀλλάζουμε καὶ πλένουμε τὰ ροῦχα μας· κανείς δὲν φοράει συνεχῶς τὸ ἴδιο ροῦχο.
Γιά φανταστῆτε ἕναν ἄνθρωπο νά ᾽χῃ τὸ πουκάμισό του τριάντα χρόνια ἄπλυτο· θὰ βρωμάῃ, δὲν θὰ μπορῇ νὰ τὸν πλησιάσῃ κανείς.
Ὅπως λοιπὸν τὰ ροῦχα μας τὰ ῥίχνουμε στὸ πλυντήριο καὶ τὰ πλένουμε καὶ χαιρόμαστε ποὺ φοροῦμε καθαρά, ἔτσι θέλει καὶ ἡ ψυχή μας.
Εἶνε ἀκάθαρτη, πρέπει νὰ τὴν πλύνουμε. Καὶ μὲ ποιό τρόπο πλένεται; μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
Ἐκεῖ ὁ Χριστὸς συγχωρεῖ τὰ ἁμαρτήματα, ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται καὶ γίνεται ἅγιος.
Ἀκούω ὅμως ἀντιρρήσεις· Ἅγιοι γίνονταν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»… Λάθος.
Ἡ ἁγιότης εἶνε βέβαια θαῦμα. Ἄνθρωπος θνητός, ποὺ ζῇ μέσα στὸν κόσμο σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἐκτελεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔχει μέσα του ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον κ᾽ εἶνε ἕτοιμος καὶ τὴ ζωή του νὰ δώσῃ γιὰ τὸ Χριστό, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶνε ἕνα θαῦμα, μεγάλο θαῦμα.
Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἔπαυσε νὰ θαυματουργῇ· συνεχίζει. Ὄχι μόνο στὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων, στὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν καὶ τῶν μαρτύρων, στὴν ἐποχὴ τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν ὁσίων· καὶ μέχρι σήμερα ἀναδεικνύει ἁγίους.
Οἱ ἅγιοι ἀποτελοῦν τὴ μεγαλύτερη ἀπόδειξι ὅτι ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Καὶ σήμερα, στὸν αἰῶνα μας, ὄχι «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», καὶ παντοῦ πάνω στὴ γῆ ὑπάρχουν ἅγιοι.
Στὶς ἡμέρες μας ἐδῶ στὴν πατρίδα μας ἁγίασε ὁ ἅγιος Νεκτάριος· στὸν πιὸ διεφθαρμένο αἰῶνα κάνει θαύματα.
Καὶ μόνο στὴν Ἑλλάδα; Καὶ στὴ ῾Ρωσία, στὸ διάστημα τῶν ἑβδομήντα ἐτῶν ποὺ ἄθεοι κυβερνῆται δίωκαν ἐκεῖ τὴν Ἐκκλησία, πλῆθος ἄντρες καὶ γυναῖκες ἁγίασαν μέσα σὲ στρατόπεδα, ὀρυχεῖα ἢ ψυχιατρεῖα· φυλακίστηκαν, ξυλοκοπήθηκαν, μαρτύρησαν γιὰ τὸ Χριστό, καὶ τώρα ποὺ δόθηκε ἐλευθερία θ᾽ ἀνακηρυχθοῦν νέοι ἅγιοι. Ἁγιότης! αὐτὴ εἶνε ἡ μεγάλη ἀνάγκη τοῦ κόσμου.
Πρὶν διακόσα – τριακόσα χρόνια εἴχαμε σκλαβιά.
Οἱ πρόγονοί μας δὲν εἶχαν σπίτια σὰν τὰ σημερινά· ἦρθε τότε καὶ περιώδευσε στὴ Μακεδονία μας ἕνας ξένος καὶ τοὺς εἶδε νὰ κατοικοῦν μέσα σὲ καλύβες.
Δὲν εἶχαν ῥαδιόφωνα, πλυντήρια, τηλεοράσεις, τὰ μέσα αὐτὰ τοῦ τεχνικοῦ πολιτισμοῦ. Τί εἶχαν ὅμως; εἶχαν ἁγιότητα, ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι.
Τὸ διαζύγιο ἐπὶ ἑκατὸ χρόνια στὴ Μακεδονία ἦταν ἄγνωστο, ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία προκαλοῦσαν φρίκη, οὔτε ἕνας δὲ βλαστημοῦσε.
Τώρα πέσαμε σὲ ἄβυσσο κακίας, σὲ ἐγκλήματα τρομερὰ καὶ ἀπαίσια. Γιατί; Διότι ἔφυγε ἡ ἁγιότης.
Κι ἀλλοίμονό μας ἂν δὲν γίνουμε, διότι εἶνε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ· «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι» (Λευϊτ. 20,7,26 = Α΄ Πέτρ. 1,16).
Καλούμεθα νὰ καθαριστοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ δεχτοῦμε τὴ θεία χάρι, γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Κύριο.
Οἱ πολλοὶ νιώθουν μόνο τὴ σωματικὴ ἀκαθαρσία, γιὰ τὴν πνευματικὴ δὲν φροντίζουν.
Ὅλοι πρέπει ν᾽ ἀποκτήσουμε τὴν ἁγιότητα. Μὰ πῶς; θὰ πῆτε· ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ Γραφὴ λέει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, καὶ μιὰ μέρα ἀκόμα νά ᾽νε ἡ ζωή του, θὰ ῥυπωθῇ (βλ. Ἰὼβ 14,4-5).
Ὑπάρχει τρόπος;
Ὑπάρχει· μὲ τὴν ἐξομολόγησι.
Συνάντησα μιὰ φορὰ κάποιον ἀνώτερο ὑπάλληλο τοῦ κράτους· ἦταν ἑξήντα χρονῶν, εἶχε πάθει ἔμφραγμα καὶ κινδύνευε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα νὰ πεθάνῃ.
Τὸν ρώτησα·
–Ἔχεις βαπτισθῆ;
–Πῶς, λέει, βεβαίως.
–Ἔχεις ἐξομολογηθῆ;
–Ὄχι.
–Οὔτε ὅταν ἤσουν παιδί;
–Ποτέ.
–Ξέρεις λοιπὸν πῶς μοιάζεις τώρα; σὰ νὰ μὴν ἔχῃς πλύνει ποτέ τὰ ροῦχα σου, σὰ νὰ φορᾷς μιὰ ζωὴ ἄπλυτο τὸ ἴδιο πουκάμισο…
Εἴδατε; κάθε βδομάδα ἀλλάζουμε καὶ πλένουμε τὰ ροῦχα μας· κανείς δὲν φοράει συνεχῶς τὸ ἴδιο ροῦχο.
Γιά φανταστῆτε ἕναν ἄνθρωπο νά ᾽χῃ τὸ πουκάμισό του τριάντα χρόνια ἄπλυτο· θὰ βρωμάῃ, δὲν θὰ μπορῇ νὰ τὸν πλησιάσῃ κανείς.
Ὅπως λοιπὸν τὰ ροῦχα μας τὰ ῥίχνουμε στὸ πλυντήριο καὶ τὰ πλένουμε καὶ χαιρόμαστε ποὺ φοροῦμε καθαρά, ἔτσι θέλει καὶ ἡ ψυχή μας.
Εἶνε ἀκάθαρτη, πρέπει νὰ τὴν πλύνουμε. Καὶ μὲ ποιό τρόπο πλένεται; μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
Ἐκεῖ ὁ Χριστὸς συγχωρεῖ τὰ ἁμαρτήματα, ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται καὶ γίνεται ἅγιος.
Ἀκούω ὅμως ἀντιρρήσεις· Ἅγιοι γίνονταν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»… Λάθος.
Ἡ ἁγιότης εἶνε βέβαια θαῦμα. Ἄνθρωπος θνητός, ποὺ ζῇ μέσα στὸν κόσμο σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἐκτελεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔχει μέσα του ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον κ᾽ εἶνε ἕτοιμος καὶ τὴ ζωή του νὰ δώσῃ γιὰ τὸ Χριστό, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶνε ἕνα θαῦμα, μεγάλο θαῦμα.
Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἔπαυσε νὰ θαυματουργῇ· συνεχίζει. Ὄχι μόνο στὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων, στὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν καὶ τῶν μαρτύρων, στὴν ἐποχὴ τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν ὁσίων· καὶ μέχρι σήμερα ἀναδεικνύει ἁγίους.
Οἱ ἅγιοι ἀποτελοῦν τὴ μεγαλύτερη ἀπόδειξι ὅτι ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Καὶ σήμερα, στὸν αἰῶνα μας, ὄχι «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», καὶ παντοῦ πάνω στὴ γῆ ὑπάρχουν ἅγιοι.
Στὶς ἡμέρες μας ἐδῶ στὴν πατρίδα μας ἁγίασε ὁ ἅγιος Νεκτάριος· στὸν πιὸ διεφθαρμένο αἰῶνα κάνει θαύματα.
Καὶ μόνο στὴν Ἑλλάδα; Καὶ στὴ ῾Ρωσία, στὸ διάστημα τῶν ἑβδομήντα ἐτῶν ποὺ ἄθεοι κυβερνῆται δίωκαν ἐκεῖ τὴν Ἐκκλησία, πλῆθος ἄντρες καὶ γυναῖκες ἁγίασαν μέσα σὲ στρατόπεδα, ὀρυχεῖα ἢ ψυχιατρεῖα· φυλακίστηκαν, ξυλοκοπήθηκαν, μαρτύρησαν γιὰ τὸ Χριστό, καὶ τώρα ποὺ δόθηκε ἐλευθερία θ᾽ ἀνακηρυχθοῦν νέοι ἅγιοι. Ἁγιότης! αὐτὴ εἶνε ἡ μεγάλη ἀνάγκη τοῦ κόσμου.
Πρὶν διακόσα – τριακόσα χρόνια εἴχαμε σκλαβιά.
Οἱ πρόγονοί μας δὲν εἶχαν σπίτια σὰν τὰ σημερινά· ἦρθε τότε καὶ περιώδευσε στὴ Μακεδονία μας ἕνας ξένος καὶ τοὺς εἶδε νὰ κατοικοῦν μέσα σὲ καλύβες.
Δὲν εἶχαν ῥαδιόφωνα, πλυντήρια, τηλεοράσεις, τὰ μέσα αὐτὰ τοῦ τεχνικοῦ πολιτισμοῦ. Τί εἶχαν ὅμως; εἶχαν ἁγιότητα, ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι.
Τὸ διαζύγιο ἐπὶ ἑκατὸ χρόνια στὴ Μακεδονία ἦταν ἄγνωστο, ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία προκαλοῦσαν φρίκη, οὔτε ἕνας δὲ βλαστημοῦσε.
Τώρα πέσαμε σὲ ἄβυσσο κακίας, σὲ ἐγκλήματα τρομερὰ καὶ ἀπαίσια. Γιατί; Διότι ἔφυγε ἡ ἁγιότης.
* * *
Ξέρετε, ἀγαπητοί μου, γιατί ἀναστενάζουμε ὅλοι;
Γιατὶ δὲν εἴμαστε ἅγιοι, εἴμαστε ἁμαρτωλοί· αὐτὸς εἶνε ὁ μεγάλος ἀναστεναγμός μας. Τὸ καταλαβαίνουμε.
Ἀνοίγουμε τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς μας, ῥίχνουμε ἕνα βλέμμα καὶ διαπιστώνουμε, ὅτι ἀπ᾽ τὰ μικρά μας χρόνια μέχρι τώρα δὲν κάνουμε τίποτε ἄλλο ἀπ᾽ τὸ νὰ ἁμαρτάνουμε, ἄλλος μὲ τὸν ἕνα καὶ ἄλλος μὲ τὸν ἄλλο τρόπο· τὰ πάθη μᾶς δυναστεύουν.
Παιδί μου, νὰ γίνῃς ἅγιος.
Μεγάλο πρᾶγμα!
Κόσμε ἁμαρτωλέ, κόσμε τῆς «ἐπιστήμης» καὶ τῶν «γραμμάτων», δῶστε μου ἕναν ἅγιο!
Ὅσο ἀξίζει ἕνας ἅγιος, δὲν ἀξίζει ὅλος ὁ ντουνιᾶς.
Ἅγιοι νὰ γίνουμε. Ἅγια τὰ παιδιά, ἅγιες οἱ γυναῖκες, ἅγιοι οἱ ἄντρες, ἅγιοι μικροὶ καὶ μεγάλοι. Καὶ τότε δῶστε μου μιὰ ψυχή, μιὰ οἰκογένεια, ἕνα χωριὸ ἢ μιὰ πόλι ποὺ νὰ ὑπάρχῃ ἁγιότης· ἐκεῖ θὰ βασιλεύῃ ἡ εὐτυχία.
Ἂς μὴν ἔχουν τὰ δολλάρια τῶν Ἀμερικάνων καὶ τὶς λίρες τῶν Ἄγγλων καὶ τὰ ῥούβλια τῶν ᾽Ρώσων, ἂς μὴν ἔχουν χρυσὸ καὶ ἄργυρο· ὅσο ἀξίζει ἕνα δράμι, ἕνα γραμμάριο ἁγιότητος, δὲν ἀξίζει ὁ κόσμος ὅλος.
Ἂς ἐπιδιώξουμε τὴν ἁγιότητα. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται.
Ἂς πᾶμε στὸ πλυντήριο, στὴν ἱερὰ ἐξομολόγησι.
Ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν πέρασε ἀπὸ τὸ βάπτισμα δὲν εἶνε Χριστιανός, ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ δὲν περνάει ἀπὸ τὸ δεύτερο βάπτισμα, τὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι, δὲν εἶνε Χριστιανός.
Δὲν θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς διότι ἁμαρτάνουμε, τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲν μετανοοῦμε.
Καὶ ὅλοι μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ μετανοήσουμε. Μόνο ἕνας δὲν μετανοεῖ, ὁ σατανᾶς.
Παρακαλῶ λοιπὸν ὅλους νὰ πᾶτε στὸν πνευματικὸ πατέρα.
Ἕνα δάκρυ, ποὺ πέφτει ἀπὸ τὰ μάτια τὴν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως, γίνεται Ἰορδάνης ποταμὸς μέσα στὸν ὁποῖο πλένεται ὁ ἄνθρωπος καὶ γίνεται ἅγιος.
Νὰ πᾶτε ὅλοι, ἀπ᾽ τὰ μικρὰ παιδιὰ μέχρι τὸν ἀσπρομάλλη γέροντα.
Κι ὅταν βγῆτε ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησι, θὰ αἰσθανθῆτε χαρὰ καὶ ἀνακούφισι, ἕνα βουνὸ θὰ φύγῃ ἀπὸ πάνω σας.
Ἔτσι θὰ ἐκπληρώσετε τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι».
Γιατὶ δὲν εἴμαστε ἅγιοι, εἴμαστε ἁμαρτωλοί· αὐτὸς εἶνε ὁ μεγάλος ἀναστεναγμός μας. Τὸ καταλαβαίνουμε.
Ἀνοίγουμε τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς μας, ῥίχνουμε ἕνα βλέμμα καὶ διαπιστώνουμε, ὅτι ἀπ᾽ τὰ μικρά μας χρόνια μέχρι τώρα δὲν κάνουμε τίποτε ἄλλο ἀπ᾽ τὸ νὰ ἁμαρτάνουμε, ἄλλος μὲ τὸν ἕνα καὶ ἄλλος μὲ τὸν ἄλλο τρόπο· τὰ πάθη μᾶς δυναστεύουν.
Παιδί μου, νὰ γίνῃς ἅγιος.
Μεγάλο πρᾶγμα!
Κόσμε ἁμαρτωλέ, κόσμε τῆς «ἐπιστήμης» καὶ τῶν «γραμμάτων», δῶστε μου ἕναν ἅγιο!
Ὅσο ἀξίζει ἕνας ἅγιος, δὲν ἀξίζει ὅλος ὁ ντουνιᾶς.
Ἅγιοι νὰ γίνουμε. Ἅγια τὰ παιδιά, ἅγιες οἱ γυναῖκες, ἅγιοι οἱ ἄντρες, ἅγιοι μικροὶ καὶ μεγάλοι. Καὶ τότε δῶστε μου μιὰ ψυχή, μιὰ οἰκογένεια, ἕνα χωριὸ ἢ μιὰ πόλι ποὺ νὰ ὑπάρχῃ ἁγιότης· ἐκεῖ θὰ βασιλεύῃ ἡ εὐτυχία.
Ἂς μὴν ἔχουν τὰ δολλάρια τῶν Ἀμερικάνων καὶ τὶς λίρες τῶν Ἄγγλων καὶ τὰ ῥούβλια τῶν ᾽Ρώσων, ἂς μὴν ἔχουν χρυσὸ καὶ ἄργυρο· ὅσο ἀξίζει ἕνα δράμι, ἕνα γραμμάριο ἁγιότητος, δὲν ἀξίζει ὁ κόσμος ὅλος.
Ἂς ἐπιδιώξουμε τὴν ἁγιότητα. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται.
Ἂς πᾶμε στὸ πλυντήριο, στὴν ἱερὰ ἐξομολόγησι.
Ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν πέρασε ἀπὸ τὸ βάπτισμα δὲν εἶνε Χριστιανός, ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ δὲν περνάει ἀπὸ τὸ δεύτερο βάπτισμα, τὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι, δὲν εἶνε Χριστιανός.
Δὲν θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς διότι ἁμαρτάνουμε, τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲν μετανοοῦμε.
Καὶ ὅλοι μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ μετανοήσουμε. Μόνο ἕνας δὲν μετανοεῖ, ὁ σατανᾶς.
Παρακαλῶ λοιπὸν ὅλους νὰ πᾶτε στὸν πνευματικὸ πατέρα.
Ἕνα δάκρυ, ποὺ πέφτει ἀπὸ τὰ μάτια τὴν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως, γίνεται Ἰορδάνης ποταμὸς μέσα στὸν ὁποῖο πλένεται ὁ ἄνθρωπος καὶ γίνεται ἅγιος.
Νὰ πᾶτε ὅλοι, ἀπ᾽ τὰ μικρὰ παιδιὰ μέχρι τὸν ἀσπρομάλλη γέροντα.
Κι ὅταν βγῆτε ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησι, θὰ αἰσθανθῆτε χαρὰ καὶ ἀνακούφισι, ἕνα βουνὸ θὰ φύγῃ ἀπὸ πάνω σας.
Ἔτσι θὰ ἐκπληρώσετε τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι».
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Δημητρίου Κ. Καλλινίκης – Φλωρίνης τὴν Πέμπτη 26-10-1989