Ο άνθρωπος έξω από το Χριστό είνε μια αθλιότης, μαζί με το Χριστό είνε μεγαλείο απερίγραπτο.
Ἀθλιότης καὶ Μεγαλεῖο!
ΕΟΡΤΗ ἀγαπητοί μου, σήμερα.
Δεσποτικὴ ἑορτή, ὅπως καὶ τὰ Χριστούγεννα, ἡ Ὑπαπαντή, ἡ Βάπτισις, ἡ Μεταμόρφωσις, ἡ Σταύρωσις καὶ κατ᾽ ἐξοχὴν ἡ Ἀνάστασις.
Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ οἱ Ἑβραῖοι σταύρωσαν τὸ Χριστὸ καὶ νόμιζαν ὅτι ἔτσι θὰ σβήσουν πιὰ τὸ ὄνομά του. Ἀλλὰ δὲν πέρασαν τρεῖς μέρες κ᾽ ἐκεῖνος, ὡς Θεάνθρωπος, ἀναστήθηκε ἀπὸ τὸν τάφο. Τὸ ὅτι ἀναστήθηκε εἶνε ἱστορικὸ γεγονὸς μαρτυρημένο καὶ βεβαιωμένο. Τὸν εἶδαν, τὸν ἄκουσαν, τὸν ψηλάφησαν.
Μετὰ τὴν ἀνάστασί του ὁ Χριστὸς ἔμεινε 40 μέρες ἐπάνω στὴ γῆ καὶ ἐμφανίστηκε κατ᾽ ἐπανάληψιν σὲ πολλούς. Τὴν τελευταία ἡμέρα βγῆκε ὣς τὴ Βηθανία, προάστιο τῶν
Ἰεροσολύμων, κ᾽ ἐκεῖ, στὸ λόφο τῶν Ἐλαιῶν, ἀποχαιρέτισε τοὺς μαθητάς του. Τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὁδηγίες γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου στὸν κόσμο καὶ τὴν ἐντολὴ νὰ μὴ φύγουν ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα ἕως ὅτου ἐνδυθοῦν «δύναμιν ἐξ ὕψους» (Λουκ. 24,49-50), τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο.
Καὶ ὕστερα; Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε. Τὰ ἅγια πόδια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ περπάτησαν καὶ κουράστηκαν γιὰ νὰ μεταδοθῇ τὸ εὐαγγέλιο καὶ τέλος οἱ Ἑβραῖοι τὰ κάρφωσαν στὸ σταυρό, ἔπαυσαν πιὰ νὰ πατοῦν τὴ γῆ! Ἀνάλαφρος ὁ Χριστός, ὑψώθηκε. Ἂν ὁ ἄνθρωπος κατώρθωσε νὰ ὑψώνῃ ἀεροπλάνα καὶ πυραύλους, ὁ παντοδύναμος Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ κάτι ἀνώτερο;
Κατάπληκτοι οἱ μαθηταὶ κοίταζαν τὸν Θεάνθρωπο ν᾽ ἀνεβαίνῃ μὲ τὸ σῶμα του πρὸς τὰ ἐπάνω, καὶ διαρκῶς νὰ μικραίνῃ μέχρις ὅτου ἐξαφανίστηκε στοὺς αἰθέρες τοῦ οὐρανοῦ.
Ἀλλὰ καὶ ὁ οὐράνιος κόσμος, οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφίμ, ὅταν ὁ Χριστὸς πέρασε τὸν τρίτο οὐρανό, καθὼς ἔβλεπαν ἄνθρωπο νὰ φθάνῃ στὸ θρόνο τῆς Θεότητος, κατάπληκτοι ἔλεγαν· «Ποιός εἶν᾽ αὐτός;…» (Ἠσ. 63,1).
Πράγματι, ἐκτὸς τοῦ Ἠλία ―ποὺ κι αὐτὸς δὲν ἔφθασε στὸν θεῖο θρόνο―, κανένας δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό.
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ μόνος, δὲν ὑπάρχει ἄλλος. Ἀνέβηκε καὶ κάθησε «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός», ὅπως λέει τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ πρόκειται στὴ συντέλεια τοῦ κόσμου νὰ ἔρθῃ πάλι «μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς».
Αὐτὸ μὲ συντομία εἶνε τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα, ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου.
Ἀθλιότης καὶ Μεγαλεῖο!
ΕΟΡΤΗ ἀγαπητοί μου, σήμερα.
Δεσποτικὴ ἑορτή, ὅπως καὶ τὰ Χριστούγεννα, ἡ Ὑπαπαντή, ἡ Βάπτισις, ἡ Μεταμόρφωσις, ἡ Σταύρωσις καὶ κατ᾽ ἐξοχὴν ἡ Ἀνάστασις.
Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ οἱ Ἑβραῖοι σταύρωσαν τὸ Χριστὸ καὶ νόμιζαν ὅτι ἔτσι θὰ σβήσουν πιὰ τὸ ὄνομά του. Ἀλλὰ δὲν πέρασαν τρεῖς μέρες κ᾽ ἐκεῖνος, ὡς Θεάνθρωπος, ἀναστήθηκε ἀπὸ τὸν τάφο. Τὸ ὅτι ἀναστήθηκε εἶνε ἱστορικὸ γεγονὸς μαρτυρημένο καὶ βεβαιωμένο. Τὸν εἶδαν, τὸν ἄκουσαν, τὸν ψηλάφησαν.
Μετὰ τὴν ἀνάστασί του ὁ Χριστὸς ἔμεινε 40 μέρες ἐπάνω στὴ γῆ καὶ ἐμφανίστηκε κατ᾽ ἐπανάληψιν σὲ πολλούς. Τὴν τελευταία ἡμέρα βγῆκε ὣς τὴ Βηθανία, προάστιο τῶν
Ἰεροσολύμων, κ᾽ ἐκεῖ, στὸ λόφο τῶν Ἐλαιῶν, ἀποχαιρέτισε τοὺς μαθητάς του. Τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὁδηγίες γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου στὸν κόσμο καὶ τὴν ἐντολὴ νὰ μὴ φύγουν ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα ἕως ὅτου ἐνδυθοῦν «δύναμιν ἐξ ὕψους» (Λουκ. 24,49-50), τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο.
Καὶ ὕστερα; Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε. Τὰ ἅγια πόδια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ περπάτησαν καὶ κουράστηκαν γιὰ νὰ μεταδοθῇ τὸ εὐαγγέλιο καὶ τέλος οἱ Ἑβραῖοι τὰ κάρφωσαν στὸ σταυρό, ἔπαυσαν πιὰ νὰ πατοῦν τὴ γῆ! Ἀνάλαφρος ὁ Χριστός, ὑψώθηκε. Ἂν ὁ ἄνθρωπος κατώρθωσε νὰ ὑψώνῃ ἀεροπλάνα καὶ πυραύλους, ὁ παντοδύναμος Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ κάτι ἀνώτερο;
Κατάπληκτοι οἱ μαθηταὶ κοίταζαν τὸν Θεάνθρωπο ν᾽ ἀνεβαίνῃ μὲ τὸ σῶμα του πρὸς τὰ ἐπάνω, καὶ διαρκῶς νὰ μικραίνῃ μέχρις ὅτου ἐξαφανίστηκε στοὺς αἰθέρες τοῦ οὐρανοῦ.
Ἀλλὰ καὶ ὁ οὐράνιος κόσμος, οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφίμ, ὅταν ὁ Χριστὸς πέρασε τὸν τρίτο οὐρανό, καθὼς ἔβλεπαν ἄνθρωπο νὰ φθάνῃ στὸ θρόνο τῆς Θεότητος, κατάπληκτοι ἔλεγαν· «Ποιός εἶν᾽ αὐτός;…» (Ἠσ. 63,1).
Πράγματι, ἐκτὸς τοῦ Ἠλία ―ποὺ κι αὐτὸς δὲν ἔφθασε στὸν θεῖο θρόνο―, κανένας δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό.
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ μόνος, δὲν ὑπάρχει ἄλλος. Ἀνέβηκε καὶ κάθησε «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός», ὅπως λέει τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ πρόκειται στὴ συντέλεια τοῦ κόσμου νὰ ἔρθῃ πάλι «μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς».
Αὐτὸ μὲ συντομία εἶνε τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα, ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου.
* * *
Θέλω, ἀγαπητοί μου, νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας στὸ ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ ὡς ἄνθρωπος. Τί μεγαλεῖο περικλείεται ἐδῶ! Ἐὰν θαυμάζουμε τοὺς ἀστροναῦτες, πόσῳ μᾶλλον τὸ Χριστό, ποὺ ἔφερε τὴν ἀνθρώπινη φύσι ὄχι μέχρι τὸ διάστημα μεταξὺ γῆς καὶ σελήνης ἀλλὰ μέχρι τὸ θρόνο τοῦ Ὑψίστου! Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει, ὅτι ἡ φύσις μας ἔφθασε στὸ ἀκρότατο σημεῖο τῶν δυνατοτήτων της. Ὁ ἄνθρωπος ἔξω ἀπὸ τὸ Χριστὸ εἶνε μία ἀθλιότης, μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ εἶνε ἕνα μεγαλεῖο ἀπερίγραπτο. Ἀθλιότης καὶ μεγαλεῖο συγκρούονται μέσα στὴν καρδιά του. Παρακαλῶ προσέξτε τὰ λίγα λόγια ποὺ θὰ σᾶς πῶ, γιὰ νὰ διασαφηνίσω αὐτὴ τὴν πρότασι.
Ἡ ἀθλιότης ποιά εἶνε; Αὐτὸ ποὺ ἔπαθε ὁ Ἀδάμ. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ὡς τὸ τελειότερο δημιούργημα τῆς ὁρατῆς κτίσεως, διπλό, μὲ σῶμα καὶ ψυχή, ὕλη καὶ πνεῦμα.
Τὸ σῶμα εἶνε ἕνα μεγαλούργημα μέχρι καὶ τὸ ἐλάχιστο μόριό του, σύνολο ὀργάνων καὶ αἰσθήσεων, τὸ τελειότερο ἐργοστάσιο. Τὰ μάτια τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή, τὰ αὐτιὰ ῥαντάρ, τὸ στομάχι, τὰ πνευμόνια, ἡ καρδιά, οἱ νεφροί, ὅλα τέλεια. Πῶς παίρνει τὴν τροφή, πῶς τὴν κάνει αἷμα, πῶς αὐτὸ διοχετεύεται καὶ ποτίζει ὅλο τὸ σῶμα, καὶ πῶς τὸ αἷμα γίνεται ἀλλοῦ μυϊκὸς ἱστός, ἀλλοῦ κόκκαλο, ἀλλοῦ νύχι, ἀλλοῦ τρίχα, ἀλλοῦ ἐγκέφαλος, ἀλλοῦ…; Ἐδῶ ὑπάρχει ἕνα ὑδραυλικὸ σύστημα, μὲ ἀντλία τὴν καρδιὰ καὶ σωληνώσεις μήκους χιλιομέτρων. Ποιός τά ᾽φτειαξε ὅλα αὐτά;…
Κι ἂν εἶνε θαυμαστὸ τὸ σῶμα, πόσῳ μᾶλλον ἡ ψυχή; Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο κόκκαλα φλέβες στομάχι κοιλιά, ὅπως λένε οἱ ὑλισταί. 99% εἶνε πνεῦμα, καὶ 1% εἶνε ὕλη. Τὸ πνεῦμα κυριαρχεῖ· ἡ σκέψις, τὸ αἴσθημα, ἡ θέλησις. Ἡ ψυχὴ εἶνε εἰκόνα τοῦ θείου Δημιουργοῦ μας.
Ὕψος λοιπόν, κάλλος, ἄγγελος σχεδόν· ἔτσι βγῆκε ὁ Ἀδὰμ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἁλλὰ δυστυχῶς ἁμάρτησε, γλίστρησε, ἐξέπεσε ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο αὐτό. Πόσο ἔπεσε; Ἔγινε ἀγνώριστος. «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε», ἀναστενάζει ὁ Δαυΐδ, «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13)· ἔγινε σὰν τὰ ζῷα. Πῶς νὰ σὲ πῶ ἄνθρωπο, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅταν εἶσαι πονηρὸς σὰν ἀλεποῦ, αἱμοβόρος σὰν λύκος, ἐπιθετικὸς σὰν τίγρις, ἐκδικητικὸς σὰν καμήλα, ἀσελγὴς σὰν τράγος, φαρμακερὸς σὰν φίδι; Σὲ μερικὲς περιπτώσεις ὁ ἄνθρωπος ἔγινε χειρότερος κι ἀπὸ τὰ ζῷα· πράγματα ποὺ δὲν κάνουν ἐκεῖνα, τὰ κάνει αὐτός. Στὴ φύσι ἀρσενικὸ μὲ ἀρσενικὸ ζῷο δὲν σμίγει· ἄνθρωποι ὅμως πέφτουν καὶ στὸ παρὰ φύσιν αὐτὸ ἁμάρτημα, ἑτοιμάζουν δὲ καὶ νόμο γιὰ νὰ παντρεύωνται οἱ ὁμοφυλόφιλοι! Ἐκεῖ φθάσαμε. Ζούγκλα καὶ χειρότερα καταντήσαμε. Τί νὰ σὲ κάνω νὰ ἔχῃς λεφτά, σπίτια, ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις, ἐργοστάσια καὶ πλοῖα, ὅταν δὲν εἶσαι ἄνθρωπος; «Ὁ ἄνθρωπος εἶνε ὄντως χαριτωμένο πλάσμα, ὅταν εἶνε ἄνθρωπος», ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας (Μένανδρος παρὰ Στοβαίῳ 5,11· Μιχ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί, σ. 216). Στὴ γενεά μας ὅμως ὁ ἄνθρωπος κατρακυλᾷ καὶ γίνεται κάποτε χειρότερος κι ἀπὸ τὸ διάβολο ἀκόμα· γιατὶ ὁ διάβολος δὲν βλαστημάει, ἀκούει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τρέμει, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος προσβάλλει καὶ «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2,9). Τέτοια πλάσματα δὲν εἶνε ἄνθρωποι. Καλύτερα νὰ μὴ ἐγεννῶντο, ὅπως εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν Ἰούδα (βλ. Ματθ. 26,24), ὅταν φτάνουν σὲ τέτοιο κατάντημα ἀγριότητος. Λένε, ὅτι στὶς Ἰνδίες ἕνα λιοντάρι ἔφαγε 355 ἀνθρώπους. Ἐδῶ ὅμως βλέπεις τὸν «πολιτισμένο» ἄνθρωπο νὰ κάθεται σὲ ἀεροπλάνο ἕτοιμος νὰ πιέσῃ τὸ κουμπὶ καὶ νὰ ῥίξῃ πυρηνικὴ βόμβα, νταμιτζάνα θανάτου – «φιάλην» τῆς Ἀποκαλύψεως (15,7· 21,9), καὶ νὰ σβήσῃ πόλεις μὲ ἑκατομμύρια κατοίκων. Ὀρθὰ εἶπαν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε τὸ ἀγριώτερο θηρίο ἀπ᾽ ὅσα γεννᾷ ἡ γῆ.
Ἰδοὺ λοιπὸν ἡ ἀθλιότης, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἔξω ἀπὸ τὸ Χριστό.
Ἡ ἀθλιότης ποιά εἶνε; Αὐτὸ ποὺ ἔπαθε ὁ Ἀδάμ. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ὡς τὸ τελειότερο δημιούργημα τῆς ὁρατῆς κτίσεως, διπλό, μὲ σῶμα καὶ ψυχή, ὕλη καὶ πνεῦμα.
Τὸ σῶμα εἶνε ἕνα μεγαλούργημα μέχρι καὶ τὸ ἐλάχιστο μόριό του, σύνολο ὀργάνων καὶ αἰσθήσεων, τὸ τελειότερο ἐργοστάσιο. Τὰ μάτια τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή, τὰ αὐτιὰ ῥαντάρ, τὸ στομάχι, τὰ πνευμόνια, ἡ καρδιά, οἱ νεφροί, ὅλα τέλεια. Πῶς παίρνει τὴν τροφή, πῶς τὴν κάνει αἷμα, πῶς αὐτὸ διοχετεύεται καὶ ποτίζει ὅλο τὸ σῶμα, καὶ πῶς τὸ αἷμα γίνεται ἀλλοῦ μυϊκὸς ἱστός, ἀλλοῦ κόκκαλο, ἀλλοῦ νύχι, ἀλλοῦ τρίχα, ἀλλοῦ ἐγκέφαλος, ἀλλοῦ…; Ἐδῶ ὑπάρχει ἕνα ὑδραυλικὸ σύστημα, μὲ ἀντλία τὴν καρδιὰ καὶ σωληνώσεις μήκους χιλιομέτρων. Ποιός τά ᾽φτειαξε ὅλα αὐτά;…
Κι ἂν εἶνε θαυμαστὸ τὸ σῶμα, πόσῳ μᾶλλον ἡ ψυχή; Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο κόκκαλα φλέβες στομάχι κοιλιά, ὅπως λένε οἱ ὑλισταί. 99% εἶνε πνεῦμα, καὶ 1% εἶνε ὕλη. Τὸ πνεῦμα κυριαρχεῖ· ἡ σκέψις, τὸ αἴσθημα, ἡ θέλησις. Ἡ ψυχὴ εἶνε εἰκόνα τοῦ θείου Δημιουργοῦ μας.
Ὕψος λοιπόν, κάλλος, ἄγγελος σχεδόν· ἔτσι βγῆκε ὁ Ἀδὰμ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἁλλὰ δυστυχῶς ἁμάρτησε, γλίστρησε, ἐξέπεσε ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο αὐτό. Πόσο ἔπεσε; Ἔγινε ἀγνώριστος. «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε», ἀναστενάζει ὁ Δαυΐδ, «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13)· ἔγινε σὰν τὰ ζῷα. Πῶς νὰ σὲ πῶ ἄνθρωπο, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅταν εἶσαι πονηρὸς σὰν ἀλεποῦ, αἱμοβόρος σὰν λύκος, ἐπιθετικὸς σὰν τίγρις, ἐκδικητικὸς σὰν καμήλα, ἀσελγὴς σὰν τράγος, φαρμακερὸς σὰν φίδι; Σὲ μερικὲς περιπτώσεις ὁ ἄνθρωπος ἔγινε χειρότερος κι ἀπὸ τὰ ζῷα· πράγματα ποὺ δὲν κάνουν ἐκεῖνα, τὰ κάνει αὐτός. Στὴ φύσι ἀρσενικὸ μὲ ἀρσενικὸ ζῷο δὲν σμίγει· ἄνθρωποι ὅμως πέφτουν καὶ στὸ παρὰ φύσιν αὐτὸ ἁμάρτημα, ἑτοιμάζουν δὲ καὶ νόμο γιὰ νὰ παντρεύωνται οἱ ὁμοφυλόφιλοι! Ἐκεῖ φθάσαμε. Ζούγκλα καὶ χειρότερα καταντήσαμε. Τί νὰ σὲ κάνω νὰ ἔχῃς λεφτά, σπίτια, ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις, ἐργοστάσια καὶ πλοῖα, ὅταν δὲν εἶσαι ἄνθρωπος; «Ὁ ἄνθρωπος εἶνε ὄντως χαριτωμένο πλάσμα, ὅταν εἶνε ἄνθρωπος», ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας (Μένανδρος παρὰ Στοβαίῳ 5,11· Μιχ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί, σ. 216). Στὴ γενεά μας ὅμως ὁ ἄνθρωπος κατρακυλᾷ καὶ γίνεται κάποτε χειρότερος κι ἀπὸ τὸ διάβολο ἀκόμα· γιατὶ ὁ διάβολος δὲν βλαστημάει, ἀκούει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τρέμει, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος προσβάλλει καὶ «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2,9). Τέτοια πλάσματα δὲν εἶνε ἄνθρωποι. Καλύτερα νὰ μὴ ἐγεννῶντο, ὅπως εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν Ἰούδα (βλ. Ματθ. 26,24), ὅταν φτάνουν σὲ τέτοιο κατάντημα ἀγριότητος. Λένε, ὅτι στὶς Ἰνδίες ἕνα λιοντάρι ἔφαγε 355 ἀνθρώπους. Ἐδῶ ὅμως βλέπεις τὸν «πολιτισμένο» ἄνθρωπο νὰ κάθεται σὲ ἀεροπλάνο ἕτοιμος νὰ πιέσῃ τὸ κουμπὶ καὶ νὰ ῥίξῃ πυρηνικὴ βόμβα, νταμιτζάνα θανάτου – «φιάλην» τῆς Ἀποκαλύψεως (15,7· 21,9), καὶ νὰ σβήσῃ πόλεις μὲ ἑκατομμύρια κατοίκων. Ὀρθὰ εἶπαν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε τὸ ἀγριώτερο θηρίο ἀπ᾽ ὅσα γεννᾷ ἡ γῆ.
Ἰδοὺ λοιπὸν ἡ ἀθλιότης, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἔξω ἀπὸ τὸ Χριστό.
* * *
Ἀλλ᾽ ἂς παρηγορηθοῦμε, ἀδελφοί μου· διότι ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶνε μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, τότε γνωρίζει ἀφάνταστο μεγαλεῖο.
Ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ, μυστικὴ καὶ ἀόρατη, διαχέεται παντοῦ σὰν ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα. Αὐτὴ βρῆκε τὸν ἁμαρτωλὸ ἐκεῖ ποὺ ἦταν, χαμηλὰ πολὺ χαμηλά, στὴ δαιμονικὴ κατάστασι τοῦ κτήνους καὶ τοῦ ἀγρίου θηρίου καὶ τοῦ ῥάκους τῆς ἁμαρτίας, καὶ τὸν ἀνύψωσε. Ὅπως ὁ γερανὸς παίρνει βάρη καὶ τὰ σηκώνει στὸν ἀέρα, ἔτσι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, σὰν οὐράνιος γερανός, πῆρε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ὕψωσε σὲ ὕψος ἀσύλληπτο. Δὲν εἶνε αὐτὰ ὡραῖα λόγια, δὲν εἶνε παραμύθι. Κοντὰ στὸ Χριστὸ βλέπεις ἀνθρώπους νὰ μεταβάλλωνται ῥιζικῶς. Ἂν σᾶς ποῦν ὅτι ἕνας λύκος ἔγινε ἀρνί, θὰ τὸ πιστέψετε; Ὁ λύκος δὲν ἐξημερώνεται· τὸ μαλλί του ἀλλάζει, τὴ γνώμη του δὲν τὴν ἀλλάζει. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀλλάζει μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ. Τὸν βλέπεις ἀπὸ λύκος γίνεται ἀρνί. Σκληροκάρδιοι γίνονται εὔσπλαχνοι, διεφθαρμένοι σώφρονες, πλεονέκτες ἐλεήμονες, ἀπατεῶνες τίμιοι.
Ἀλλάζει τὴ φύσι μας ὁ Χριστός, ἀφοῦ μὲ τὴν ἔνδοξο ἀνάληψί του τὴν ὕψωσε ὣς τὸν οὐρανὸ καὶ «ἐθέωσε τῆς σαρκὸς τὸ πρόσλημμα», ἐθέωσε κατὰ χάριν τὴν ἀνθρώπινη σάρκα ποὺ προσέλαβε μὲ τὴν ἐνανθρώπησί του, καὶ τὴν ἐτίμησε καθίζοντάς την στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός (θ. Μετάλ., εὐχ. Η΄). Σ᾽ αὐτὸ τὸ ὕψος ἀξιώνεται νὰ φθάσῃ ὁ πιστὸς Χριστιανός, ὅταν ἑνώνεται ἀξίως μὲ τὸ Χριστὸ διὰ τῆς θείας κοινωνίας.
Ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ, μυστικὴ καὶ ἀόρατη, διαχέεται παντοῦ σὰν ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα. Αὐτὴ βρῆκε τὸν ἁμαρτωλὸ ἐκεῖ ποὺ ἦταν, χαμηλὰ πολὺ χαμηλά, στὴ δαιμονικὴ κατάστασι τοῦ κτήνους καὶ τοῦ ἀγρίου θηρίου καὶ τοῦ ῥάκους τῆς ἁμαρτίας, καὶ τὸν ἀνύψωσε. Ὅπως ὁ γερανὸς παίρνει βάρη καὶ τὰ σηκώνει στὸν ἀέρα, ἔτσι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, σὰν οὐράνιος γερανός, πῆρε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ὕψωσε σὲ ὕψος ἀσύλληπτο. Δὲν εἶνε αὐτὰ ὡραῖα λόγια, δὲν εἶνε παραμύθι. Κοντὰ στὸ Χριστὸ βλέπεις ἀνθρώπους νὰ μεταβάλλωνται ῥιζικῶς. Ἂν σᾶς ποῦν ὅτι ἕνας λύκος ἔγινε ἀρνί, θὰ τὸ πιστέψετε; Ὁ λύκος δὲν ἐξημερώνεται· τὸ μαλλί του ἀλλάζει, τὴ γνώμη του δὲν τὴν ἀλλάζει. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀλλάζει μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ. Τὸν βλέπεις ἀπὸ λύκος γίνεται ἀρνί. Σκληροκάρδιοι γίνονται εὔσπλαχνοι, διεφθαρμένοι σώφρονες, πλεονέκτες ἐλεήμονες, ἀπατεῶνες τίμιοι.
Ἀλλάζει τὴ φύσι μας ὁ Χριστός, ἀφοῦ μὲ τὴν ἔνδοξο ἀνάληψί του τὴν ὕψωσε ὣς τὸν οὐρανὸ καὶ «ἐθέωσε τῆς σαρκὸς τὸ πρόσλημμα», ἐθέωσε κατὰ χάριν τὴν ἀνθρώπινη σάρκα ποὺ προσέλαβε μὲ τὴν ἐνανθρώπησί του, καὶ τὴν ἐτίμησε καθίζοντάς την στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός (θ. Μετάλ., εὐχ. Η΄). Σ᾽ αὐτὸ τὸ ὕψος ἀξιώνεται νὰ φθάσῃ ὁ πιστὸς Χριστιανός, ὅταν ἑνώνεται ἀξίως μὲ τὸ Χριστὸ διὰ τῆς θείας κοινωνίας.
* * *
Τέτοια διδάγματα, ἀγαπητοί μου, μᾶς προσφέρει σήμερα ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως. Ἐπαναλαμβάνω· ἔξω ἀπὸ τὸ Χριστὸ ὁ ἄνθρωπος εἶνε μία ἀθλιότης, μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ εἶνε ἕνα μεγαλεῖο, παίρνει μεγαλειώδεις διαστάσεις. Ψάξτε μέσα σας· θὰ βρῆτε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὴν ἀθλιότητα, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὴν χάρι τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀνυψώνει μέχρι τὴν θέωσι.
Κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Χριστό (πρβλ. Πράξ. 4,12). Αὐτὸν πιστεύουμε, αὐτὸν λατρεύουμε, αὐτὸν προσκυνοῦμε, αὐτὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς πάρῃ κοντά του.
Ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖ ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη, ἡ εἰρήνη, ἡ ἀγάπη, τὸ φῶς, ὁ παράδεισος· ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ τὸ ψέμα, ἡ ἀδικία, ὁ πόλεμος, τὸ μῖσος, τὸ σκοτάδι, ἡ κόλασι.
Αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶχα νὰ πῶ. Καὶ εὔχομαι ὅλοι, μὲ φτερὰ ἀετοῦ, νὰ πετάξουμε πάνω ἀπὸ τὴν ὕλη, γιὰ νὰ βρεθοῦμε ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Χριστό (πρβλ. Πράξ. 4,12). Αὐτὸν πιστεύουμε, αὐτὸν λατρεύουμε, αὐτὸν προσκυνοῦμε, αὐτὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς πάρῃ κοντά του.
Ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖ ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη, ἡ εἰρήνη, ἡ ἀγάπη, τὸ φῶς, ὁ παράδεισος· ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ τὸ ψέμα, ἡ ἀδικία, ὁ πόλεμος, τὸ μῖσος, τὸ σκοτάδι, ἡ κόλασι.
Αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶχα νὰ πῶ. Καὶ εὔχομαι ὅλοι, μὲ φτερὰ ἀετοῦ, νὰ πετάξουμε πάνω ἀπὸ τὴν ὕλη, γιὰ νὰ βρεθοῦμε ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(ἱ. ναὸς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου Περδίκα – Ἑορδαίας 16-6-1983)