ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑ!
ΤΟΝ περασμένο μῆνα (19 Ἰανουαρίου) ἑωρτάσαμε τὸν ἅγιο Μᾶρκο ἐπίσκοπο Ἐφέσου τὸν Εὐγενικό, ποὺ εἶπε ἕνα «ὄχι» στὸν πάπα.
Σήμερα ἀκούγεται πάλι ἕνα «ὄχι» στὸν πάπα.
Τὸ εἶπε κάποιος ἄλλος ἅγιος, μεγάλος διδάσκαλος καὶ πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἱερὸς Φώτιος. Γι᾿ αὐτὸν θὰ ποῦμε λίγες λέξεις.
Ὁ μέγας Φώτιος γεννήθηκε στὴν πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, στὴν Πόλι, γύρω στὸ 810. Ἔζησε καὶ ἔδρασε τὸν 9ο αἰῶνα – πᾶνε δηλαδὴ ἀπὸ τότε χίλια χρόνια καὶ παραπάνω. Ἀνετράφη σὲ καλὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον. Ἡ οἰκογένεια παίζει σπουδαῖο ῥόλο. Ἂν ἀνοίξουμε τοὺς βίους τῶν ἁγίων, θὰ δοῦμε ὅτι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἑορτάζουμε (Βασίλειος, Γρηγόριος, Χρυσόστομος, Φώτιος…), ὅλοι βγῆκαν ἀπὸ
σπίτια χριστιανικά. Τότε στὰ σπίτια ἐκεῖνα ἔκαναν προσευχή, ἀγρυπνοῦσαν· τὸ σπίτι γινόταν ἐκκλησία. Ἀπὸ τέτοια ἁγιασμένα σπίτια βγῆκαν οἱ πατέρες. Τότε ἀπὸ τὰ σπίτια ἔβγαιναν ἄγγελοι· σήμερα βγαίνουν δαίμονες. Ἀπὸ ποῦ νὰ βγοῦν τώρα πατέρες καὶ διδάσκαλοι;
Μεγάλη εὐθύνη ἔχετε σεῖς οἱ γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ―τὸ εἶπα χίλιες φορές, θὰ πεθάνω μὲ τὸν καημό― τὰ παιδάκια σας τὰ κάνετε δασκάλους, καθηγητάς, ἀξιωματικούς, δικηγόρους, γιατρούς· παπᾶς, κληρικός, ἱεραπόστολος ποῦ ν᾿ ἀφοσιωθῇ κανείς! Καὶ ἐνῷ οἱ Ἄγγλοι, οἱ Γάλλοι, οἱ Ἰταλοὶ ἔχουν στείλει κάτω στὴν Ἀφρική, στὰ ἄγρια μέρη, τὰ καλύτερα παιδιά τους, ἐμεῖς τίποτε. Καὶ ὁ ἱερὸς Φώτιος, λοιπόν, βγῆκε μέσα ἀπὸ σπίτι χριστιανικό· ὁ πατέρας εὐσεβής, ἡ μητέρα εὐσεβής. Ἦταν καὶ εὐγενεῖς κατὰ κόσμον. Τί θὰ πῇ εὐγενεῖς; Ὄχι ὅτι εἶχαν πλούτη καὶ ἀξιώματα.
Ἡ μεγαλυτέρα εὐγένεια εἶνε ἡ ἀρετή. Ἦταν λοιπὸν ἐνάρετοι καὶ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι. Κι ὅπως ἔλεγαν καὶ οἱ πρόγονοί μας, «πᾶς ὅ τ᾿ ἐπὶ γῆς καὶ ὑπὸ γῆς χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντάξιος» (Πλάτ., Νόμ. 5,728Α)· ὅσο ἀξίζει ἡ ἀρετή, δὲν ἀξίζει ὅλο τὸ χρυσάφι τοῦ κόσμου. Μέσα ἀπὸ τέτοιο σπίτι βγῆκε ὁ ἱερὸς Φώτιος. Ἡ μητέρα του Εἰρήνη καὶ ὁ πατέρας του Σέργιος ἦταν μάρτυρες τῆς περιόδου τῆς εἰκονομαχίας. Ὁ Φώτιος ἀπὸ παιδὶ φάνηκε ὅτι θὰ γίνῃ μεγάλος.
Ἦταν ἕνα παιδὶ – θαῦμα. Δὲν ἦταν ἁπλῶς ἔξυπνος· ἦταν μεγαλοφυΐα. Μεγαλοφυΐες λέγονται ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦν νὰ εἰσδύουν βαθειὰ στὰ πράγματα καὶ νὰ λύνουν τὰ δυσκολώτερα προβλήματα. Ὅπως ὁ Ὄλυμπος εἶνε τὸ ὑψηλότερο βουνό, ἔτσι καὶ οἱ μεγαλοφυΐες εἶνε μεγάλες κορυφὲς τῆς διανοήσεως. Μέσ᾿ στὰ ἑκατὸ – διακόσα χρόνια γεννᾶται μία μεγαλοφυΐα. Μεγάλοι ἄνδρες, ὑψηλὰ ἀναστήματα, ὅπως λόγου χάριν ἦταν ὁ Ὅμηρος, ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης, ἢ στὴν ἐποχή μας ὁ Ἀϊνστάϊν.
Ὁ ἱερὸς Φώτιος δὲν ἦταν μόνο μεγαλοφυΐα· ἦταν καὶ ἐπιμελής. Δὲν ἔμοιαζε μὲ τὸν ὀκνηρὸ ἐκεῖνο δοῦλο τῆς παραβολῆς τῶν ταλάντων, ποὺ πῆρε τὸ τάλαντο καὶ τὸ ἔκρυψε στὴ γῆ. Ὁ μέγας Φώτιος καλλιέργησε τὸ τάλαντό του. Τὴ νύχτα δὲν κοιμόταν παρὰ μόνο λίγες ὧρες. Μελετοῦσε. Τί μελετοῦσε; Τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς καὶ πρὸ παντὸς τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας· Χρυσόστομο, Βασίλειο, Γρηγόριο τὸν Θεολόγο… Παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα ἕνα βιβλίο ἤξερε ἀπ᾿ ἔξω· τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ἁγία Γραφή.
Ἡ μεγαλοφυΐα καὶ ἡ ἐπιμέλειά του συνετέλεσαν ὥστε ν᾿ ἀναδειχθῇ ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ἄνδρες τῆς ἀνθρωπότητος. Σπούδασε γραμματική, ποιητική, ῥητορική, φιλοσοφία, ἀκόμη καὶ ἰατρικὴ καὶ κάθε ἄλλη ἐπιστήμη. Δίδαξε στὴν Κωσταντινούπολι ὡς σοφὸς καθηγητής.
Νωρὶς προσελήφθη στὰ ἀνάκτορα καὶ κατέλαβε μεγάλα ἀξιώματα στὴν αὐλὴ τοῦ Θεοφίλου· ἔφθασε νὰ γίνῃ πρωτοσπαθάριος (ἀρχηγὸς τῆς φρουρᾶς τοῦ αὐτοκράτορος), πρωτοασηκρῆτις (γενικὸς γραμματεὺς τοῦ κράτους) καὶ συγκλητικός (βουλευτής).
Αίφνης, σὲ ἡλικία 47 ἐτῶν ἔγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σὲ μιὰ δύσκολη περίοδο τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
Τὸ ἤθελε; Δὲν τὸ ἤθελε. Αὐτὸς ἀρεσκόταν στὰ βιβλία, στὸ σπουδαστήριο.
Τὸν πῆραν ἀπὸ ᾿κεῖ λαϊκοί νὰ τὸν χειροτονήσουν. Ὅταν εἶδε ὅτι ἐπιμένουν, δὲν κοιμήθηκε ὅλη νύχτα. Ἔκλαιγε καὶ ἔλεγε· Προτιμῶ νὰ πεθάνω παρὰ νὰ γίνω. Ὄχι διότι περιφρονοῦσε τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, ἀλλὰ διότι ἤξερε πόσο δύσκολο εἶνε νὰ σηκώσῃ κανεὶς αὐτὴ τὴν εὐθύνη, σὲ τέτοια μάλιστα ἐποχή.
έλος ὅμως ὑπέκυψε. Χειροτονήθηκε μέσα σὲ μιὰ βδομάδα· μοναχὸς τὴν πρώτη ἡμέρα, ἔπειτα ἀναγνώστης, ὑποδιάκονος, διάκονος, πρεσβύτερος, καὶ τέλος ἐπίσκοπος καὶ πατριάρχης τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ 857. Δὲν ὑπερηφανεύτηκε· κράτησε τὸν ἑαυτό του μετριόφρονα.
Ἦταν ταπεινός. Λέει ὁ βίος του ὅτι, ὅταν ἄκουγε ὅτι κάποιος ἁμάρτησε, ἔτρεχαν ἀπὸ τὰ μάτια του δάκρυα· νόμιζε ὅτι ἁμάρτησε αὐτὸς ὁ ίδιος, καὶ θρηνοῦσε καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τὸν συχωρέσῃ.
Τέτοιος ἦταν ὁ ἅγιος Φώτιος, γεμᾶτος ἀγάπη καὶ στοργὴ γιὰ τὸ ποίμνιό του. Ἀλλ᾿ ἀπέναντι στοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως ἦτο λέων. Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν διαφόρων αἱρέσεων, καὶ μάλιστα τῶν εἰκονομάχων.
Ἤλεγξε πλουσίους ποὺ ἦταν ἅρπαγες καὶ ἄδικοι. Τά ᾿βαλε μὲ βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορες, κι αὐτὸ τοῦ στοίχισε διωγμό. Εἶχε ἐχθρούς. Ποιοί τὸν φάγανε; παπᾶδες, δεσποτάδες καὶ καλόγεροι. Δὲν ὑπέφεραν τὴ γλῶσσα του. Αὐτοὶ ὅλοι συμμάχησαν. Κατώρθωσαν καὶ πῆραν τοὺς βασιλιᾶδες μὲ τὸ μέρος τους, καὶ δυὸ φορὲς ὁ ἱερὸς Φώτιος πῆγε στὴν ἐξορία. Πρώτη φορὰ τὸ 867, ἐπὶ Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος, στὴ μονὴ τῆς Σκέπης στὰ θρᾳκικὰ παράλια τοῦ Βοσπόρου· καὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ πάρῃ μαζί του κανέναν ἄλλο.
Ἐκεῖνο ποὺ τοῦ κόστισε πολὺ ἦταν ὅτι δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἔχῃ κοντά του οὔτε τὰ βιβλία, ποὺ ἦταν πάντα σύντροφοί του.
Τὸν καθαίρεσαν τὸ 869. Τὸ 878 ἐπανῆλθε γιὰ δευτέρα φορὰ στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Καὶ πάλι ὅμως τὸν ἐκθρόνισαν τὸ 886, ἐπὶ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, καὶ τὸν ἐξώρισαν σ᾿ ἕνα νησάκι κοντὰ στὴ Χαλκηδόνα, στὴ μονὴ τῆς Ἱερείας. Ἐκεῖ στὴν ἐξορία ἔκλεισε τὰ μάτια του στὶς 6 Φεβρουαρίου τοῦ 891.
Ὁ μέγας Φώτιος εἶπε τὸ «ὄχι» ἐναντίον τοῦ πάπα, ποὺ ἤθελε νὰ ὑποτάξῃ ὅλο τὸν κόσμο στὴν ἐξουσία του. Ἂν είμαστε σήμερα ὀρθόδοξοι, τὸ ὀφείλουμε στὸν ἱερὸ Φώτιο.
Οἱ παπικοὶ δὲ᾿ θέλουν ν᾿ ἀκούσουν τὸ ὄνομά του· γιὰ μᾶς τοὺς ὀρθοδόξους εἶνε πρόμαχος τῆς πίστεως, ὅπως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅπως ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ τόσοι ἄλλοι πατέρες.
ΤΟΝ περασμένο μῆνα (19 Ἰανουαρίου) ἑωρτάσαμε τὸν ἅγιο Μᾶρκο ἐπίσκοπο Ἐφέσου τὸν Εὐγενικό, ποὺ εἶπε ἕνα «ὄχι» στὸν πάπα.
Σήμερα ἀκούγεται πάλι ἕνα «ὄχι» στὸν πάπα.
Τὸ εἶπε κάποιος ἄλλος ἅγιος, μεγάλος διδάσκαλος καὶ πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἱερὸς Φώτιος. Γι᾿ αὐτὸν θὰ ποῦμε λίγες λέξεις.
Ὁ μέγας Φώτιος γεννήθηκε στὴν πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, στὴν Πόλι, γύρω στὸ 810. Ἔζησε καὶ ἔδρασε τὸν 9ο αἰῶνα – πᾶνε δηλαδὴ ἀπὸ τότε χίλια χρόνια καὶ παραπάνω. Ἀνετράφη σὲ καλὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον. Ἡ οἰκογένεια παίζει σπουδαῖο ῥόλο. Ἂν ἀνοίξουμε τοὺς βίους τῶν ἁγίων, θὰ δοῦμε ὅτι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἑορτάζουμε (Βασίλειος, Γρηγόριος, Χρυσόστομος, Φώτιος…), ὅλοι βγῆκαν ἀπὸ
σπίτια χριστιανικά. Τότε στὰ σπίτια ἐκεῖνα ἔκαναν προσευχή, ἀγρυπνοῦσαν· τὸ σπίτι γινόταν ἐκκλησία. Ἀπὸ τέτοια ἁγιασμένα σπίτια βγῆκαν οἱ πατέρες. Τότε ἀπὸ τὰ σπίτια ἔβγαιναν ἄγγελοι· σήμερα βγαίνουν δαίμονες. Ἀπὸ ποῦ νὰ βγοῦν τώρα πατέρες καὶ διδάσκαλοι;
Μεγάλη εὐθύνη ἔχετε σεῖς οἱ γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ―τὸ εἶπα χίλιες φορές, θὰ πεθάνω μὲ τὸν καημό― τὰ παιδάκια σας τὰ κάνετε δασκάλους, καθηγητάς, ἀξιωματικούς, δικηγόρους, γιατρούς· παπᾶς, κληρικός, ἱεραπόστολος ποῦ ν᾿ ἀφοσιωθῇ κανείς! Καὶ ἐνῷ οἱ Ἄγγλοι, οἱ Γάλλοι, οἱ Ἰταλοὶ ἔχουν στείλει κάτω στὴν Ἀφρική, στὰ ἄγρια μέρη, τὰ καλύτερα παιδιά τους, ἐμεῖς τίποτε. Καὶ ὁ ἱερὸς Φώτιος, λοιπόν, βγῆκε μέσα ἀπὸ σπίτι χριστιανικό· ὁ πατέρας εὐσεβής, ἡ μητέρα εὐσεβής. Ἦταν καὶ εὐγενεῖς κατὰ κόσμον. Τί θὰ πῇ εὐγενεῖς; Ὄχι ὅτι εἶχαν πλούτη καὶ ἀξιώματα.
Ἡ μεγαλυτέρα εὐγένεια εἶνε ἡ ἀρετή. Ἦταν λοιπὸν ἐνάρετοι καὶ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι. Κι ὅπως ἔλεγαν καὶ οἱ πρόγονοί μας, «πᾶς ὅ τ᾿ ἐπὶ γῆς καὶ ὑπὸ γῆς χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντάξιος» (Πλάτ., Νόμ. 5,728Α)· ὅσο ἀξίζει ἡ ἀρετή, δὲν ἀξίζει ὅλο τὸ χρυσάφι τοῦ κόσμου. Μέσα ἀπὸ τέτοιο σπίτι βγῆκε ὁ ἱερὸς Φώτιος. Ἡ μητέρα του Εἰρήνη καὶ ὁ πατέρας του Σέργιος ἦταν μάρτυρες τῆς περιόδου τῆς εἰκονομαχίας. Ὁ Φώτιος ἀπὸ παιδὶ φάνηκε ὅτι θὰ γίνῃ μεγάλος.
Ἦταν ἕνα παιδὶ – θαῦμα. Δὲν ἦταν ἁπλῶς ἔξυπνος· ἦταν μεγαλοφυΐα. Μεγαλοφυΐες λέγονται ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦν νὰ εἰσδύουν βαθειὰ στὰ πράγματα καὶ νὰ λύνουν τὰ δυσκολώτερα προβλήματα. Ὅπως ὁ Ὄλυμπος εἶνε τὸ ὑψηλότερο βουνό, ἔτσι καὶ οἱ μεγαλοφυΐες εἶνε μεγάλες κορυφὲς τῆς διανοήσεως. Μέσ᾿ στὰ ἑκατὸ – διακόσα χρόνια γεννᾶται μία μεγαλοφυΐα. Μεγάλοι ἄνδρες, ὑψηλὰ ἀναστήματα, ὅπως λόγου χάριν ἦταν ὁ Ὅμηρος, ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης, ἢ στὴν ἐποχή μας ὁ Ἀϊνστάϊν.
Ὁ ἱερὸς Φώτιος δὲν ἦταν μόνο μεγαλοφυΐα· ἦταν καὶ ἐπιμελής. Δὲν ἔμοιαζε μὲ τὸν ὀκνηρὸ ἐκεῖνο δοῦλο τῆς παραβολῆς τῶν ταλάντων, ποὺ πῆρε τὸ τάλαντο καὶ τὸ ἔκρυψε στὴ γῆ. Ὁ μέγας Φώτιος καλλιέργησε τὸ τάλαντό του. Τὴ νύχτα δὲν κοιμόταν παρὰ μόνο λίγες ὧρες. Μελετοῦσε. Τί μελετοῦσε; Τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς καὶ πρὸ παντὸς τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας· Χρυσόστομο, Βασίλειο, Γρηγόριο τὸν Θεολόγο… Παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα ἕνα βιβλίο ἤξερε ἀπ᾿ ἔξω· τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ἁγία Γραφή.
Ἡ μεγαλοφυΐα καὶ ἡ ἐπιμέλειά του συνετέλεσαν ὥστε ν᾿ ἀναδειχθῇ ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ἄνδρες τῆς ἀνθρωπότητος. Σπούδασε γραμματική, ποιητική, ῥητορική, φιλοσοφία, ἀκόμη καὶ ἰατρικὴ καὶ κάθε ἄλλη ἐπιστήμη. Δίδαξε στὴν Κωσταντινούπολι ὡς σοφὸς καθηγητής.
Νωρὶς προσελήφθη στὰ ἀνάκτορα καὶ κατέλαβε μεγάλα ἀξιώματα στὴν αὐλὴ τοῦ Θεοφίλου· ἔφθασε νὰ γίνῃ πρωτοσπαθάριος (ἀρχηγὸς τῆς φρουρᾶς τοῦ αὐτοκράτορος), πρωτοασηκρῆτις (γενικὸς γραμματεὺς τοῦ κράτους) καὶ συγκλητικός (βουλευτής).
Αίφνης, σὲ ἡλικία 47 ἐτῶν ἔγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σὲ μιὰ δύσκολη περίοδο τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
Τὸ ἤθελε; Δὲν τὸ ἤθελε. Αὐτὸς ἀρεσκόταν στὰ βιβλία, στὸ σπουδαστήριο.
Τὸν πῆραν ἀπὸ ᾿κεῖ λαϊκοί νὰ τὸν χειροτονήσουν. Ὅταν εἶδε ὅτι ἐπιμένουν, δὲν κοιμήθηκε ὅλη νύχτα. Ἔκλαιγε καὶ ἔλεγε· Προτιμῶ νὰ πεθάνω παρὰ νὰ γίνω. Ὄχι διότι περιφρονοῦσε τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, ἀλλὰ διότι ἤξερε πόσο δύσκολο εἶνε νὰ σηκώσῃ κανεὶς αὐτὴ τὴν εὐθύνη, σὲ τέτοια μάλιστα ἐποχή.
έλος ὅμως ὑπέκυψε. Χειροτονήθηκε μέσα σὲ μιὰ βδομάδα· μοναχὸς τὴν πρώτη ἡμέρα, ἔπειτα ἀναγνώστης, ὑποδιάκονος, διάκονος, πρεσβύτερος, καὶ τέλος ἐπίσκοπος καὶ πατριάρχης τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ 857. Δὲν ὑπερηφανεύτηκε· κράτησε τὸν ἑαυτό του μετριόφρονα.
Ἦταν ταπεινός. Λέει ὁ βίος του ὅτι, ὅταν ἄκουγε ὅτι κάποιος ἁμάρτησε, ἔτρεχαν ἀπὸ τὰ μάτια του δάκρυα· νόμιζε ὅτι ἁμάρτησε αὐτὸς ὁ ίδιος, καὶ θρηνοῦσε καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τὸν συχωρέσῃ.
Τέτοιος ἦταν ὁ ἅγιος Φώτιος, γεμᾶτος ἀγάπη καὶ στοργὴ γιὰ τὸ ποίμνιό του. Ἀλλ᾿ ἀπέναντι στοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως ἦτο λέων. Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν διαφόρων αἱρέσεων, καὶ μάλιστα τῶν εἰκονομάχων.
Ἤλεγξε πλουσίους ποὺ ἦταν ἅρπαγες καὶ ἄδικοι. Τά ᾿βαλε μὲ βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορες, κι αὐτὸ τοῦ στοίχισε διωγμό. Εἶχε ἐχθρούς. Ποιοί τὸν φάγανε; παπᾶδες, δεσποτάδες καὶ καλόγεροι. Δὲν ὑπέφεραν τὴ γλῶσσα του. Αὐτοὶ ὅλοι συμμάχησαν. Κατώρθωσαν καὶ πῆραν τοὺς βασιλιᾶδες μὲ τὸ μέρος τους, καὶ δυὸ φορὲς ὁ ἱερὸς Φώτιος πῆγε στὴν ἐξορία. Πρώτη φορὰ τὸ 867, ἐπὶ Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος, στὴ μονὴ τῆς Σκέπης στὰ θρᾳκικὰ παράλια τοῦ Βοσπόρου· καὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ πάρῃ μαζί του κανέναν ἄλλο.
Ἐκεῖνο ποὺ τοῦ κόστισε πολὺ ἦταν ὅτι δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἔχῃ κοντά του οὔτε τὰ βιβλία, ποὺ ἦταν πάντα σύντροφοί του.
Τὸν καθαίρεσαν τὸ 869. Τὸ 878 ἐπανῆλθε γιὰ δευτέρα φορὰ στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Καὶ πάλι ὅμως τὸν ἐκθρόνισαν τὸ 886, ἐπὶ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, καὶ τὸν ἐξώρισαν σ᾿ ἕνα νησάκι κοντὰ στὴ Χαλκηδόνα, στὴ μονὴ τῆς Ἱερείας. Ἐκεῖ στὴν ἐξορία ἔκλεισε τὰ μάτια του στὶς 6 Φεβρουαρίου τοῦ 891.
Ὁ μέγας Φώτιος εἶπε τὸ «ὄχι» ἐναντίον τοῦ πάπα, ποὺ ἤθελε νὰ ὑποτάξῃ ὅλο τὸν κόσμο στὴν ἐξουσία του. Ἂν είμαστε σήμερα ὀρθόδοξοι, τὸ ὀφείλουμε στὸν ἱερὸ Φώτιο.
Οἱ παπικοὶ δὲ᾿ θέλουν ν᾿ ἀκούσουν τὸ ὄνομά του· γιὰ μᾶς τοὺς ὀρθοδόξους εἶνε πρόμαχος τῆς πίστεως, ὅπως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅπως ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ τόσοι ἄλλοι πατέρες.
* * *
Ὁ ἱερὸς Φώτιος, ἀγαπητοί μου, μᾶς ἄφησε κάτι πολύτιμο, τὴν Ὀρθοδοξία. Αὐτὸς εἶνε ὁ μεγαλύτερος θησαυρός μας. Δὲν τὸ καταλαβαίνουμε, δὲν τὸ νιώθουμε. Κάποιος ἅγιος ἀσκητὴς τῶν ἡμερῶν μας εἶπε μιὰ προφητεία· ὅτι ἐὰν ἐξακολουθήσουμε νὰ ζοῦμε ὅπως ζοῦμε, θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ ἄλλοι θά ᾿νε φράγκοι, ἄλλοι προτεστάντες, ἄλλοι μασόνοι, ἄλλοι μαρξισταὶ καὶ ἄθεοι, ἄλλοι σὲ διάφορες ἄλλες αἱρέσεις καὶ θρησκεῖες…
Οἱ πολλοὶ δυστυχῶς εἶνε ἀδιάφοροι. Ἂς αὐξάνωνται οἱ χιλιασταί· τί τοὺς ἐνδιαφέρει; Γι᾿ αὐτά, σοῦ λένε, ἂς φροντίσουν οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες… Δὲν εἶνε ἔτσι.
Εἶσαι ὀρθόδοξος Χριστιανός; πρέπει ν᾿ ἀγωνιστῇς γιὰ τὴν πίστι σου καὶ νὰ παρακαλῇς τὸ Θεό. Ἔχουμε χρέος. Πόσο κοπίασαν οἱ πατέρες καὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν πίστι μας! Κ᾿ ἐμεῖς σήμερα νὰ γίνουμε μιμηταί τους.
Ὅταν παρουσιαστῇ στὸ σπίτι σας αἱρετικὸς καὶ χτυπήσῃ τὴν πόρτα, ἀμέσως νὰ εἰδοποιῆτε τὴ μητρόπολι. Αἱρετικοὶ καὶ ἀλλόθρησκοι ἀποκτοῦν τώρα προνόμια· οἱ ὀρθόδοξοι θὰ γίνουμε Ἕλληνες δευτέρας κατηγορίας. Αὐτοὶ βρίζουν Χριστό, Θεό, Παναγία, ὅλα τὰ ἅγια, καὶ δὲν τοὺς πειράζει κανένας· ἂν ἐσὺ τοὺς πῇς κάτι καὶ τοὺς ἐπιπλήξῃς, ἀμέσως θὰ σὲ μηνύσουν ὅτι τοὺς προσέβαλες. Ἡ πατρίδα μας ἔγινε ξέφραγο ἀμπέλι.
Ποῦ εἶνε τώρα ὁ Μέγας Φώτιος, ποῦ εἶνε ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ποῦ εἶνε οἱ Βασίλειοι καὶ Χρυσόστομοι, ποῦ εἶνε οἱ μάρτυρες κ᾿ οἱ ὁμολογηταί!
Ἐμεῖς οἱ λίγοι, ὅσοι μείναμε καὶ πιστεύουμε ἀκόμη, νὰ ξυπνήσουμε καὶ ν᾿ ἀγωνιστοῦμε γιὰ τὴν πίστι μας. Προτιμότερο νὰ σβήσῃ ὁ ἥλιος παρὰ ἡ Ὀρθοδοξία. Ἕνας ἀρχαῖος ἔλεγε· Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ δὲ᾿ μ᾿ ἔκανες δέντρο, δὲ᾿ μ᾿ ἔκανες ζῷο τετράποδο, ἀλλὰ μ᾿ ἔκανες ἄνθρωπο. Κ᾿ ἕνας ἄλλος ἔλεγε· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, διότι μ᾿ ἔκανες Ἕλληνα. Ἐμεῖς πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό, γιατὶ γεννηθήκαμε ὀρθόδοξοι.
Είθε ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Φωτίου νὰ μᾶς ἐλεήσῃ καὶ νὰ μᾶς σώσῃ· ἀμήν.
Οἱ πολλοὶ δυστυχῶς εἶνε ἀδιάφοροι. Ἂς αὐξάνωνται οἱ χιλιασταί· τί τοὺς ἐνδιαφέρει; Γι᾿ αὐτά, σοῦ λένε, ἂς φροντίσουν οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες… Δὲν εἶνε ἔτσι.
Εἶσαι ὀρθόδοξος Χριστιανός; πρέπει ν᾿ ἀγωνιστῇς γιὰ τὴν πίστι σου καὶ νὰ παρακαλῇς τὸ Θεό. Ἔχουμε χρέος. Πόσο κοπίασαν οἱ πατέρες καὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν πίστι μας! Κ᾿ ἐμεῖς σήμερα νὰ γίνουμε μιμηταί τους.
Ὅταν παρουσιαστῇ στὸ σπίτι σας αἱρετικὸς καὶ χτυπήσῃ τὴν πόρτα, ἀμέσως νὰ εἰδοποιῆτε τὴ μητρόπολι. Αἱρετικοὶ καὶ ἀλλόθρησκοι ἀποκτοῦν τώρα προνόμια· οἱ ὀρθόδοξοι θὰ γίνουμε Ἕλληνες δευτέρας κατηγορίας. Αὐτοὶ βρίζουν Χριστό, Θεό, Παναγία, ὅλα τὰ ἅγια, καὶ δὲν τοὺς πειράζει κανένας· ἂν ἐσὺ τοὺς πῇς κάτι καὶ τοὺς ἐπιπλήξῃς, ἀμέσως θὰ σὲ μηνύσουν ὅτι τοὺς προσέβαλες. Ἡ πατρίδα μας ἔγινε ξέφραγο ἀμπέλι.
Ποῦ εἶνε τώρα ὁ Μέγας Φώτιος, ποῦ εἶνε ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ποῦ εἶνε οἱ Βασίλειοι καὶ Χρυσόστομοι, ποῦ εἶνε οἱ μάρτυρες κ᾿ οἱ ὁμολογηταί!
Ἐμεῖς οἱ λίγοι, ὅσοι μείναμε καὶ πιστεύουμε ἀκόμη, νὰ ξυπνήσουμε καὶ ν᾿ ἀγωνιστοῦμε γιὰ τὴν πίστι μας. Προτιμότερο νὰ σβήσῃ ὁ ἥλιος παρὰ ἡ Ὀρθοδοξία. Ἕνας ἀρχαῖος ἔλεγε· Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ δὲ᾿ μ᾿ ἔκανες δέντρο, δὲ᾿ μ᾿ ἔκανες ζῷο τετράποδο, ἀλλὰ μ᾿ ἔκανες ἄνθρωπο. Κ᾿ ἕνας ἄλλος ἔλεγε· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, διότι μ᾿ ἔκανες Ἕλληνα. Ἐμεῖς πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό, γιατὶ γεννηθήκαμε ὀρθόδοξοι.
Είθε ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Φωτίου νὰ μᾶς ἐλεήσῃ καὶ νὰ μᾶς σώσῃ· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 7 πρὸς 8-2-1986