ΤΗΝ πρώτη (1η) Ἰανουαρίου ἦταν τοῦ ἁγίου Βασιλείου. Χθὲς πρώτη (1η) Φεβρουαρίου ἦταν τοῦ ἁγίου Τρύφωνος. Καὶ σήμερα; Σήμερα δὲν ἑορτάζει ἅγιος. Ἑορτάζει ὁ βασιλεὺς τῶν ἁγίων, ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Εἶνε δεσποτικὴ ἑορτή, ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς. Τί εἶνε ἡ ῾Yπαπαντή; Μὲ ἁπλᾶ λόγια θὰ τὸ ἐξηγήσουμε.
Ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν μόνο ἄνθρωπος, ἦταν καὶ Θεός. Καὶ ὡς Θεὸς δὲν ὑπάρχει στιγμὴ τοῦ χρόνου ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχῃ. Ὑπάρχει πάντοτε. Εἶνε αὐτὸ ποὺ λέμε «νῦν καὶ ἀεί». Ἐμεῖς εἴμεθα στὸ «νῦν», τώρα, ἐνῷ ὁ Χριστὸς εἶνε καὶ στὸ «ἀεί», πάντοτε· «…νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ὡς Θεὸς λοιπὸν εἶνε αἰώνιος, ὡς ἄνθρωπος ὅμως, ποὺ ἐφόρεσε σάρκα, μπῆκε στὴν ἱστορία, στὸ χρόνο. Γεννήθηκε σὲ ὡρισμένο χρόνο καὶ τόπο, σὲ ἕνα μικρὸ χωριό. Γεννήθηκε σὰν ἕνα φτωχὸ νήπιο. Ἡ Mάνα του δὲν εἶχε ποῦ νὰ τὸν βάλῃ, καὶ τὸν ἔβαλε στὸ παχνὶ τῶν
ζῴων. Γεννήθηκε σὲ μιὰ σπηλιά, σ᾿ ἕνα σταῦλο. Ποιός θὰ φανταζόταν, ὅτι τὸ νήπιο ἐκεῖνο εἶνε ὁ βασιλεὺς τοῦ κόσμου; Πέρασαν ἀπὸ τὴ Γέννησι σαράντα ἡμέρες. Τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα εἶχαν τότε συνήθεια, ὅπως καὶ τώρα, νὰ πηγαίνουν τὸ βρέφος στὸ ναό. Τὸ πήγαιναν γιὰ νὰ τὸ ἁγιάσουν, νὰ τὸ καθαρίσουν, νὰ σαραντίσῃ ἡ μάνα. Σήμερα δυστυχῶς ἄρχισαν νὰ μὴν τὰ προσέχουν αὐτά. ᾿Αμελοῦν. Θυμηθῆτε ὅμως τὰ λόγια μου· παιδί, ποὺ ἡ μάνα δὲν τὸ σαραντίζει, θὰ γίνῃ τέρας. Θὰ γεμίσῃ ὁ κόσμος ἀπὸ κακούργους. Συνήθιζαν, λοιπόν, οἱ Ἑβραῖοι στὶς σαράντα ἡμέρες νὰ φέρνουν τὸ παιδὶ στὸ ναό, καὶ συγχρόνως νὰ προσφέρουν δῶρα. Ἂν ἦταν πλούσιοι, πήγαιναν ἕνα βόδι, ἕνα δαμαλάκι· ἂν ἦταν φτωχοί, πήγαιναν ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἢ δυὸ μικρὰ περιστέρια. Γιατί; Γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὸ Θεό, ποὺ ἔδωσε τὸ παιδί. Διότι τὸ παιδὶ εἶνε ὁ μπουναμᾶς τοῦ οὐρανοῦ, τὸ πιὸ μεγάλο δῶρο. Δὲν πά᾿ νά ᾿χῃ τὸ σπίτι ῥαδιόφωνα τηλεοράσεις κι ὅ,τι ἄλλο θέ᾿ς· ἂν μέσα σ᾿ αὐτὸ δὲν ἀκούγεται κλάμα παιδιοῦ, κάτι λείπει. Γι᾿ αὐτὸ οἱ γονεῖς νὰ εὐχαριστοῦν τὸ Θεό. Διότι τὸ παιδὶ δὲν τὸ ἔκανες ἐσύ – λάθος ἔχεις. Ἅμα ὁ Θεὸς δὲν εὐλογήση τὰ δένδρα, καρπὸ δὲν πιάνουν· κι ἅμα ὁ Θεὸς δὲν εὐλογήσῃ τὴ γῆ, σπαρτὰ δὲν θερίζεις. Κι ἅμα ὁ Θεὸς δὲν εὐλογήσῃ τὴν κοιλιὰ τῆς γυναίκας, ἂς πάῃ σ᾿ ὅλους τοὺς γιατρούς, παιδὶ δὲν κάνει. Τὰ παιδιὰ τὰ δίνει ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτὸ οἱ μανάδες πρέπει νὰ φέρνουν τὰ παιδιά τους στὴν ἐκκλησιὰ ὅταν γίνωνται σαράντα ἡμερῶν, νὰ τὰ σαραντίζουν καὶ νὰ εὐλογοῦνται. Αὐτὸ ἔκανε ἡ Παναγία, αὐτὸ νὰ κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς. Ἡ Παναγία πῆρε στὴν ἀγκαλιά της τὸ Χριστὸ καὶ μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ τὸν προστάτη πῆγαν στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Μαζί της πήγανε κι ἄλλες γυναῖκες πλούσιες. Τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων εἶνε στοὺς πλουσίους. Ἐκείνη ἦταν φτωχιὰ καὶ κανείς δὲν τὴν πρόσεχε. Ἀλλὰ τί λέω; Κάποιος τὴν πρόσεξε. Ποιός; ῞Eνας γέροντας ποὺ τὸν λέγανε Συμεών. Τί ἦταν αὐτός; Αὐτὸς διάβαζε τὴν ἁγία Γραφή, διάβαζε τοὺς προφήτας, καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ ἔμαθε, ὅτι μιὰ μέρα «θὰ ἀνατείλῃ ἕνα ἄστρο» στὸν κόσμο· ἔμαθε, ὅτι θὰ ἔρθῃ «ἕνας ἄνθρωπος», ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός (βλ. Ἀριθμ. 24,17). Ὁ Συμεὼν ὅμως λυπόταν ὅτι δὲν θὰ ζήσῃ νὰ δῇ τὸ Χριστό. Τέτοια λαχτάρα εἶχε. Καὶ ἔλεγε· Θεέ μου, ἄφησέ με νὰ ζήσω· ἂς δῶ τὸ Χριστὸ καὶ ἂς πεθάνω!… Καὶ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του. Τὴν ὥρα ποὺ ἡ Παναγία ἔφθανε στὸ ναό, ὁ Συμεὼν ἄκουσε φωνή· Πήγαινε τώρα στὸ ναό, κ᾿ ἐκεῖ θὰ δῇς τὸ Χριστό!… Ἔκανε φτερὰ στὰ πόδια ὁ γέροντας καὶ νά τον στὸ ναό. Ἀλλὰ ἐκεῖ ἦταν πολλὲς γυναῖκες· ποιά ἀπ᾿ ὅλες ἦταν ἡ Παναγία; Ὅπως ὁ Θεὸς φώτισε τὸν ᾿Iωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ ἀνάμεσα στὶς χιλιάδες ποὺ ἐβαπτίζοντο ἐκεῖ στὸ ποτάμι διέκρινε τὸ Χριστό, ἔτσι ἐδῶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο φώτισε τὸν Συμεὼν νὰ διακρίνῃ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ καταλάβῃ ποιά εἶνε ἡ Παναγία. Καὶ τότε πλησίασε κοντά. Τὰ μάτια του βουρκώσανε. Ὕψωσε τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, πῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὸ Χριστό, ἔκανε τὴν προσευχή του καὶ εἶπε· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ…» (Λουκ. 2,29). Τώρα, λέει, ἂς πεθάνω· εἶδα τὸ Χριστό. Μετὰ ὁ Συμεὼν εἶπε· Αὐτὸ τὸ παιδὶ θὰ συγκλονίσῃ τὸν κόσμο. Κανένας ἄλλος δὲν θὰ ἀλλάÍῃ τὸν κόσμο ὅπως αὐτό. Αὐτὸ τὸ παιδὶ ἄλλοι θὰ τὸ ἀγαπήσουν καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη του θὰ θυσιάσουν τὰ πάντα, κι ἄλλοι θὰ τὸ μισήσουν… Καὶ ἔτσι εἶνε. Τὸ Χριστὸ ἢ θὰ τὸν ἀγαπήσῃς ἢ θὰ τὸν μισήσῃς. Καὶ θὰ γίνῃ πόλεμος μεγάλος· οἱ ἀντίχριστοι θὰ τὸν πολεμοῦν, οἱ ἄλλοι θὰ τὸν λατρεύουν, καὶ τέλος θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός. Φαντάσου τώρα τὸ Συμεὼν νὰ βλέπῃ ἕν· μικρὸ παιδάκι καὶ νὰ λέῃ αὐτὰ τὰ πράγματα! Καὶ τὰ βλέπουμε σήμερα πραγματοποιούμενα. Κατόπιν συνέχισε πρὸς τὴν Παναγία· Μάνα εὐλογημένη, μάνα εὐτυχισμένη, ἀλλὰ καὶ μάνα πικραμένη! Εὐλογημένη, γιατὶ γέννησες τὸ Χριστό. Πικραμένη, γιατὶ θὰ τὸν δῇς τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ νὰ τὸν καρφώνουν οἱ ἀντίχριστοι, κ᾿ ἐσένα μαχαίρι δίκοπο θὰ περάσῃ τὴν καρδιά σου… Αὐτὰ εἶπε ὁ Συμεών. Στὸ ναὸ ἦταν τότε καὶ μιὰ γριὰ χήρα 84 χρονῶν, ἡ Ἄννα. Αὐτὴ παντρεύτηκε, ἔζησε 7 χρόνια μὲ τὸν ἄντρα της, μετὰ ἐχήρευσε καὶ δὲν ξαναπαντρεύτηκε, δὲν ἦλθε σὲ δεύτερο γάμο. Γιατὶ μιά φορὰ παντρεύονται οἱ ἄνθρωποι. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔτσι ἦταν. Γιὰ ἰδέστε καὶ τὰ τρυγόνια. Ἔχουν ἀγάπη. Σκότωσε ὁ κυνηγὸς τὸ ἀρσενικό; τὸ θηλυκὸ δὲ᾿ ζευγαρώνει πλέον μὲ ἄλλο ἀρσενικό. Γι᾿ αὐτὸ λένε «ἀγαπιοῦνται σὰν τὰ τρυγόνια». Τώρα ὅμως βλέπεις τὸν ἄλλο, ἀκόμα δὲν ἔθαψε τὴ γυναῖκα του καὶ ζητάει νέα γυναῖκα· καὶ βλέπεις τὴν ἄλλη, ἀκόμα δὲν ἔθαψε τὸν ἄντρα της καὶ ζητάει δεύτερο ἄντρα. Ὄχι, δὲν εἶνε ἔτσι τὰ πράγματα. Ἕνας ἄντρας καὶ μιὰ γυναίκα εἶνε ὁ ἰδεώδης γάμος ποὺ εὐλογεῖ ὁ Χριστός. Ἔτσι ἔζησε ἡ Ἅννα. Καὶ τώρα δὲν πήγαινε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι νὰ κουτσομπολεύῃ καὶ νὰ κατακρίνῃ. Ἦταν διαρκῶς στὸ ναό, νήστευε, προσευχόταν, ὑπηρετοῦσε τὸ Θεὸ καὶ διάβαζε τὴ Γραφή. Κι ὅταν εἶδε τὸ Χριστὸ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Συμεών, ἔτρεξε κι αὐτὴ κοντά, δοξολογοῦσε τὸ Θεὸ καὶ κήρυττε τὸ Χριστὸ στοὺς προσκυνητάς.
Ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν μόνο ἄνθρωπος, ἦταν καὶ Θεός. Καὶ ὡς Θεὸς δὲν ὑπάρχει στιγμὴ τοῦ χρόνου ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχῃ. Ὑπάρχει πάντοτε. Εἶνε αὐτὸ ποὺ λέμε «νῦν καὶ ἀεί». Ἐμεῖς εἴμεθα στὸ «νῦν», τώρα, ἐνῷ ὁ Χριστὸς εἶνε καὶ στὸ «ἀεί», πάντοτε· «…νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ὡς Θεὸς λοιπὸν εἶνε αἰώνιος, ὡς ἄνθρωπος ὅμως, ποὺ ἐφόρεσε σάρκα, μπῆκε στὴν ἱστορία, στὸ χρόνο. Γεννήθηκε σὲ ὡρισμένο χρόνο καὶ τόπο, σὲ ἕνα μικρὸ χωριό. Γεννήθηκε σὰν ἕνα φτωχὸ νήπιο. Ἡ Mάνα του δὲν εἶχε ποῦ νὰ τὸν βάλῃ, καὶ τὸν ἔβαλε στὸ παχνὶ τῶν
ζῴων. Γεννήθηκε σὲ μιὰ σπηλιά, σ᾿ ἕνα σταῦλο. Ποιός θὰ φανταζόταν, ὅτι τὸ νήπιο ἐκεῖνο εἶνε ὁ βασιλεὺς τοῦ κόσμου; Πέρασαν ἀπὸ τὴ Γέννησι σαράντα ἡμέρες. Τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα εἶχαν τότε συνήθεια, ὅπως καὶ τώρα, νὰ πηγαίνουν τὸ βρέφος στὸ ναό. Τὸ πήγαιναν γιὰ νὰ τὸ ἁγιάσουν, νὰ τὸ καθαρίσουν, νὰ σαραντίσῃ ἡ μάνα. Σήμερα δυστυχῶς ἄρχισαν νὰ μὴν τὰ προσέχουν αὐτά. ᾿Αμελοῦν. Θυμηθῆτε ὅμως τὰ λόγια μου· παιδί, ποὺ ἡ μάνα δὲν τὸ σαραντίζει, θὰ γίνῃ τέρας. Θὰ γεμίσῃ ὁ κόσμος ἀπὸ κακούργους. Συνήθιζαν, λοιπόν, οἱ Ἑβραῖοι στὶς σαράντα ἡμέρες νὰ φέρνουν τὸ παιδὶ στὸ ναό, καὶ συγχρόνως νὰ προσφέρουν δῶρα. Ἂν ἦταν πλούσιοι, πήγαιναν ἕνα βόδι, ἕνα δαμαλάκι· ἂν ἦταν φτωχοί, πήγαιναν ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἢ δυὸ μικρὰ περιστέρια. Γιατί; Γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὸ Θεό, ποὺ ἔδωσε τὸ παιδί. Διότι τὸ παιδὶ εἶνε ὁ μπουναμᾶς τοῦ οὐρανοῦ, τὸ πιὸ μεγάλο δῶρο. Δὲν πά᾿ νά ᾿χῃ τὸ σπίτι ῥαδιόφωνα τηλεοράσεις κι ὅ,τι ἄλλο θέ᾿ς· ἂν μέσα σ᾿ αὐτὸ δὲν ἀκούγεται κλάμα παιδιοῦ, κάτι λείπει. Γι᾿ αὐτὸ οἱ γονεῖς νὰ εὐχαριστοῦν τὸ Θεό. Διότι τὸ παιδὶ δὲν τὸ ἔκανες ἐσύ – λάθος ἔχεις. Ἅμα ὁ Θεὸς δὲν εὐλογήση τὰ δένδρα, καρπὸ δὲν πιάνουν· κι ἅμα ὁ Θεὸς δὲν εὐλογήσῃ τὴ γῆ, σπαρτὰ δὲν θερίζεις. Κι ἅμα ὁ Θεὸς δὲν εὐλογήσῃ τὴν κοιλιὰ τῆς γυναίκας, ἂς πάῃ σ᾿ ὅλους τοὺς γιατρούς, παιδὶ δὲν κάνει. Τὰ παιδιὰ τὰ δίνει ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτὸ οἱ μανάδες πρέπει νὰ φέρνουν τὰ παιδιά τους στὴν ἐκκλησιὰ ὅταν γίνωνται σαράντα ἡμερῶν, νὰ τὰ σαραντίζουν καὶ νὰ εὐλογοῦνται. Αὐτὸ ἔκανε ἡ Παναγία, αὐτὸ νὰ κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς. Ἡ Παναγία πῆρε στὴν ἀγκαλιά της τὸ Χριστὸ καὶ μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ τὸν προστάτη πῆγαν στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Μαζί της πήγανε κι ἄλλες γυναῖκες πλούσιες. Τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων εἶνε στοὺς πλουσίους. Ἐκείνη ἦταν φτωχιὰ καὶ κανείς δὲν τὴν πρόσεχε. Ἀλλὰ τί λέω; Κάποιος τὴν πρόσεξε. Ποιός; ῞Eνας γέροντας ποὺ τὸν λέγανε Συμεών. Τί ἦταν αὐτός; Αὐτὸς διάβαζε τὴν ἁγία Γραφή, διάβαζε τοὺς προφήτας, καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ ἔμαθε, ὅτι μιὰ μέρα «θὰ ἀνατείλῃ ἕνα ἄστρο» στὸν κόσμο· ἔμαθε, ὅτι θὰ ἔρθῃ «ἕνας ἄνθρωπος», ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός (βλ. Ἀριθμ. 24,17). Ὁ Συμεὼν ὅμως λυπόταν ὅτι δὲν θὰ ζήσῃ νὰ δῇ τὸ Χριστό. Τέτοια λαχτάρα εἶχε. Καὶ ἔλεγε· Θεέ μου, ἄφησέ με νὰ ζήσω· ἂς δῶ τὸ Χριστὸ καὶ ἂς πεθάνω!… Καὶ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του. Τὴν ὥρα ποὺ ἡ Παναγία ἔφθανε στὸ ναό, ὁ Συμεὼν ἄκουσε φωνή· Πήγαινε τώρα στὸ ναό, κ᾿ ἐκεῖ θὰ δῇς τὸ Χριστό!… Ἔκανε φτερὰ στὰ πόδια ὁ γέροντας καὶ νά τον στὸ ναό. Ἀλλὰ ἐκεῖ ἦταν πολλὲς γυναῖκες· ποιά ἀπ᾿ ὅλες ἦταν ἡ Παναγία; Ὅπως ὁ Θεὸς φώτισε τὸν ᾿Iωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ ἀνάμεσα στὶς χιλιάδες ποὺ ἐβαπτίζοντο ἐκεῖ στὸ ποτάμι διέκρινε τὸ Χριστό, ἔτσι ἐδῶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο φώτισε τὸν Συμεὼν νὰ διακρίνῃ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ καταλάβῃ ποιά εἶνε ἡ Παναγία. Καὶ τότε πλησίασε κοντά. Τὰ μάτια του βουρκώσανε. Ὕψωσε τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, πῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὸ Χριστό, ἔκανε τὴν προσευχή του καὶ εἶπε· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ…» (Λουκ. 2,29). Τώρα, λέει, ἂς πεθάνω· εἶδα τὸ Χριστό. Μετὰ ὁ Συμεὼν εἶπε· Αὐτὸ τὸ παιδὶ θὰ συγκλονίσῃ τὸν κόσμο. Κανένας ἄλλος δὲν θὰ ἀλλάÍῃ τὸν κόσμο ὅπως αὐτό. Αὐτὸ τὸ παιδὶ ἄλλοι θὰ τὸ ἀγαπήσουν καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη του θὰ θυσιάσουν τὰ πάντα, κι ἄλλοι θὰ τὸ μισήσουν… Καὶ ἔτσι εἶνε. Τὸ Χριστὸ ἢ θὰ τὸν ἀγαπήσῃς ἢ θὰ τὸν μισήσῃς. Καὶ θὰ γίνῃ πόλεμος μεγάλος· οἱ ἀντίχριστοι θὰ τὸν πολεμοῦν, οἱ ἄλλοι θὰ τὸν λατρεύουν, καὶ τέλος θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός. Φαντάσου τώρα τὸ Συμεὼν νὰ βλέπῃ ἕν· μικρὸ παιδάκι καὶ νὰ λέῃ αὐτὰ τὰ πράγματα! Καὶ τὰ βλέπουμε σήμερα πραγματοποιούμενα. Κατόπιν συνέχισε πρὸς τὴν Παναγία· Μάνα εὐλογημένη, μάνα εὐτυχισμένη, ἀλλὰ καὶ μάνα πικραμένη! Εὐλογημένη, γιατὶ γέννησες τὸ Χριστό. Πικραμένη, γιατὶ θὰ τὸν δῇς τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ νὰ τὸν καρφώνουν οἱ ἀντίχριστοι, κ᾿ ἐσένα μαχαίρι δίκοπο θὰ περάσῃ τὴν καρδιά σου… Αὐτὰ εἶπε ὁ Συμεών. Στὸ ναὸ ἦταν τότε καὶ μιὰ γριὰ χήρα 84 χρονῶν, ἡ Ἄννα. Αὐτὴ παντρεύτηκε, ἔζησε 7 χρόνια μὲ τὸν ἄντρα της, μετὰ ἐχήρευσε καὶ δὲν ξαναπαντρεύτηκε, δὲν ἦλθε σὲ δεύτερο γάμο. Γιατὶ μιά φορὰ παντρεύονται οἱ ἄνθρωποι. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔτσι ἦταν. Γιὰ ἰδέστε καὶ τὰ τρυγόνια. Ἔχουν ἀγάπη. Σκότωσε ὁ κυνηγὸς τὸ ἀρσενικό; τὸ θηλυκὸ δὲ᾿ ζευγαρώνει πλέον μὲ ἄλλο ἀρσενικό. Γι᾿ αὐτὸ λένε «ἀγαπιοῦνται σὰν τὰ τρυγόνια». Τώρα ὅμως βλέπεις τὸν ἄλλο, ἀκόμα δὲν ἔθαψε τὴ γυναῖκα του καὶ ζητάει νέα γυναῖκα· καὶ βλέπεις τὴν ἄλλη, ἀκόμα δὲν ἔθαψε τὸν ἄντρα της καὶ ζητάει δεύτερο ἄντρα. Ὄχι, δὲν εἶνε ἔτσι τὰ πράγματα. Ἕνας ἄντρας καὶ μιὰ γυναίκα εἶνε ὁ ἰδεώδης γάμος ποὺ εὐλογεῖ ὁ Χριστός. Ἔτσι ἔζησε ἡ Ἅννα. Καὶ τώρα δὲν πήγαινε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι νὰ κουτσομπολεύῃ καὶ νὰ κατακρίνῃ. Ἦταν διαρκῶς στὸ ναό, νήστευε, προσευχόταν, ὑπηρετοῦσε τὸ Θεὸ καὶ διάβαζε τὴ Γραφή. Κι ὅταν εἶδε τὸ Χριστὸ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Συμεών, ἔτρεξε κι αὐτὴ κοντά, δοξολογοῦσε τὸ Θεὸ καὶ κήρυττε τὸ Χριστὸ στοὺς προσκυνητάς.
* * *
Αὐτὴ εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς. Μπορεῖ τώρα κάποιος νὰ πῇ· Ἄχ πόσο ἤθελα κ᾿ ἐγὼ νὰ ζοῦσα τότε καὶ νὰ δῶ τὸ Χριστό!… Ὑπάρχει σ‹μερα τέτοια λαχτάρα; Ἐπιθυμοῦμε νὰ δοῦμε τὸ Χριστό, ὅπως ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα; Ἀλλ᾿ ἂν ζητοῦμε αὐτό, τὸ ἔχουμε. Ὑπάρχει τρόπος νὰ δῇς τὸ Χριστό. Ποῦ νὰ τὸν δῇς; ᾿Eδῶ. Δὲν εἶνε ἀνάγκη οὔτε στὰ Ἰεροσόλυμα νὰ πᾷς, οὔτε στὰ οὐράνια ν᾿ ἀνεβῇς, οὔτε ὁράματα νὰ δῇς. Μπορεῖς νὰ δῇς τὸ Χριστὸ στὴν Ἐκκλησία! Ἀπίστευτο, ἀλλὰ ἀληθινό. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἅγιοι, ἂς μὴν εἶχαν σχολεῖα, εἶχαν ὅμως Θεό. Ἔρχονταν στὴν ἐκκλησία, κι ὅταν ἔβγαινε τὸ δισκοπότηρο, —δὲν εἶνε ψέμα― βλέπανε τὸ Χριστό, τὴν Παναγιά, ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους· γιατὶ εἶχαν μάτια ἀγγελικά. Ἐμεῖς τώρα ἔχουμε μάτια κτηνώδη, μάτια σκύλου, μάτια χοιρου, μάτια τίγρεως, μάτια λιονταριοῦ. Καὶ τέτοια μάτια δὲν εἶνε ἄξια νὰ βλέπουν τέτοια ὁράματα. Ὅταν τὰ χέρια καὶ τὰ κορμιὰ εἶνε ἀκάθαρτα, τότε καὶ τὰ μάτια εἶνε ἁμαρτωλὰ καὶ ἀνάξια. Γιὰ νὰ δῇς τὸ Χριστό, πρέπει νὰ ᾿χῃς καθαρὴ τὴν καρδιά (βλ. Ματθ. 5,8). Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός. Ὅσα λέει ὁ παπᾶς κι ὁ ψάλτης, ὅλα εἶνε λόγια τοῦ Χριστοῦ. Μὰ δὲν τὰ καταλαβαίνουμε. Γιατὶ ἂν πάρῃς μιὰ κιθάρα ἢ ἕνα βιολὶ καὶ νὰ πᾷς καὶ παίξῃς σ᾿ ἕνα σταῦλο, τὰ γαϊδούρια δὲν καταλαβαίνουν τὴ μουσική σου· αὐτὰ θέλουν σανό. Καὶ ἂν πετάξῃς μπροστὰ στὰ γουρούνια διαμάντια, δὲν συγκινοῦνται· αὐτὰ θέλουν λάσπη καὶ ἀκαθαρσία. Καὶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα δὲν ıέλουν διαμάντια καὶ πολύτιμα πράγματα. Θέλουν ψευτιές, ποὺ ἔχει τὸ ῥάδιο καὶ ἡ τηλεόρασι. Ἐκεῖ τὸ αὐτάκι μας καὶ ἐκεῖ τὰ μάτια μας, ὧρες ὁλόκληρες, νὰ δοῦμε γυμνὰ κορμιά, ν᾿ ἀκούσουμε τραγούδια αἰσχρά… Ἀδέρφια μου, δὲν λέω ψέματα. Σᾶς λέω τὴν ἀλήθεια, ποὺ κι ἂν ἐμεῖς τὴν ἀρνηθοῦμε, κι αὐτὲς οἱ πέτρες θὰ τὴ φωνάξουν· ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός! Ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, εἶνε ἡ ἀλήθεια· ὅπου λείπει ὁ Χριστός, εἶνε τὸ ψέμα. Ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, εἶνε ἡ δικαιοσύνη, ἡ λευτεριά, ἡ ἀγάπη, ἡ εἰρήνη, ὁ παράδεισος· ὅπου λείπει ὁ Χριστός, εἶνε ἡ ἀδικία, ἡ σκλαβιά, τὸ μῖσος, ὁ πόλεμος, ἡ κόλασι. Διαλέξτε καὶ πάρτε. Κλεῖστε τὰ ῥαδιόφωνα, κλεῖστε τὶς τηλεοράσεις, κι ἀνοῖξτε τὴν καρδιά σας νὰ μπῇ ὁ Χριστός, νὰ δῆτε τὸ Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ἱερό ναὸ Ἁγίου Βασιλείου Φιλώτα – Ἀμυνταίου 2-2-1975)
http://www.augoustinos-kantiotis.gr(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ἱερό ναὸ Ἁγίου Βασιλείου Φιλώτα – Ἀμυνταίου 2-2-1975)