Σὲ μιὰ κωμόπολη ζοῦσε κάποιος ποὺ τόσο πολὺ νήστευε, ὥστε ὅλοι νὰ τὸν διαφημίζουν σὰν μεγάλο νηστευτή. Ἡ φήμη του ἔφθασε καὶ στὸν ἀββὰ Ζήνωνα. Τότε ὁ ἀββὰς τὸν κάλεσε κοντά του. Ἐκεῖνος ἦρθε. Χαιρετήθηκαν καὶ κάθισαν. Ὁ ἀββὰς ἄρχισε τὸ ἐργόχειρό του καὶ ἡ ὥρα περνοῦσε σὲ ἀπόλυτη σιωπή. Ὁ νηστευτής, μὴ μπορώντας νὰ μιλήσει, ἄρχισε νὰ στενοχωρεῖται καὶ ν’ ἀδημονεῖ. Στὸ τέλος δὲν ἄντεξε καὶ εἶπε:
- Εὐχή σου γιὰ μένα, ἀββά, γιατὶ θέλω νὰ φύγω.
- Γιατί; τὸν ρώτησε ἐκεῖνος.
- Νιώθω σφίξιμο στὴν καρδιά μου καὶ δὲν ξέρω τί συμβαίνει. Στὸν κόσμο νηστεύω μέχρι τὸ βράδυ καὶ δὲν νιώθω καμιὰ δυσκολία. Ἐδῶ στὴν ἔρημο δὲν ἀντέχω.
- Γιατί; τὸν ρώτησε ἐκεῖνος.
- Νιώθω σφίξιμο στὴν καρδιά μου καὶ δὲν ξέρω τί συμβαίνει. Στὸν κόσμο νηστεύω μέχρι τὸ βράδυ καὶ δὲν νιώθω καμιὰ δυσκολία. Ἐδῶ στὴν ἔρημο δὲν ἀντέχω.
- Στὸν κόσμο, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ ἀββᾶς, ἀπὸ τὰ αὐτιά σου τρέφεσαι. Σὲ τρέφουν οἱ ἔπαινοι τῶν ἀνθρώπων. Πήγαινε λοιπόν καί, ὅπως οἱ ἄλλοι, νὰ κάνεις κάθε μέρα ἐνάτη (δηλ. νὰ γευματίζεις μιὰ φορὰ στὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα).
Ὁ νηστευτὴς πῆγε πάλι στὸν κόσμο καὶ μὲ δυσκολία καὶ θλίψη περίμενε τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, ἐνῶ ἄλλοτε μὲ εὐκολία νήστευε μέχρι τὸ βράδυ. Τὸ διαπίστωσαν αὐτὸ οἱ γνωστοί του καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους:
- Φαίνεται ὅτι δαιμόνιο τὸν κυρίευσε.
Λυπημένος ἐκεῖνος πῆγε πάλι στὸν ἀββὰ Ζήνωνα καὶ τοῦ περιέγραψε τὴ νέα κατάσταση. Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
- Αὐτὸς εἶναι ὁ σωστὸς δρόμος. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους νὰ ἐργάζεσαι μυστικὰ καὶ μὲ κόπο τὴν ἀρετή.
http://imverias.blogspot.gr