Σελίδες

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Νήστευε, όμως τον έτρεφαν οι έπαινοι των ανθρώπων......

Σ μι κωμόπολη ζοσε κάποιος πο τόσο πολ νήστευε, στε λοι ν τν διαφημίζουν σν μεγάλο νηστευτή. φήμη του φθασε κα στν ββ Ζήνωνα. Τότε ββς τν κάλεσε κοντά του. κενος ρθε. Χαιρετήθηκαν κα κάθισαν. ββς ρχισε τ ργόχειρό του κα ρα περνοσε σ πόλυτη σιωπή. νηστευτής, μ μπορώντας ν μιλήσει, ρχισε ν στενοχωρεται κα ν’ δημονε. Στ τέλος δν ντεξε κα επε:
- Εχή σου γι μένα, ββά, γιατ θέλω ν φύγω. 
- Γιατί; τν ρώτησε κενος.
 - Νιώθω σφίξιμο στν καρδιά μου κα δν ξέρω τί συμβαίνει. Στν κόσμο νηστεύω μέχρι τ βράδυ κα δν νιώθω καμι δυσκολία. δ στν ρημο δν ντέχω.
- Στν κόσμο, το παντ ββς, π τ ατιά σου τρέφεσαι. Σ τρέφουν ο παινοι τν νθρώπων. Πήγαινε λοιπόν καί, πως ο λλοι, ν κάνεις κάθε μέρα νάτη (δηλ. ν γευματίζεις μι φορ στς τρες τ πόγευμα).

νηστευτς πγε πάλι στν κόσμο κα μ δυσκολία κα θλίψη περίμενε τν ρα το φαγητο, ν λλοτε μ εκολία νήστευε μέχρι τ βράδυ. Τ διαπίστωσαν ατ ο γνωστοί του κα λεγαν μεταξύ τους:

- Φαίνεται τι δαιμόνιο τν κυρίευσε.

Λυπημένος κενος πγε πάλι στν ββ Ζήνωνα κα το περιέγραψε τ νέα κατάσταση. Κα Γέροντας το επε:

- Ατς εναι σωστς δρόμος. Ατ εναι τ θέλημα το Θεο. Μακρι π τος παίνους ν ργάζεσαι μυστικ κα μ κόπο τν ρετή.