Μια παλαιά ιστορία λέγει τα εξής. Ένας πατέρας, όταν εγέρασε, διένειμε την περιουσία του στα παιδιά. Κράτησε ένα πολύτιμο δαχτυλίδι με ένα τεράστιο διαμάντι.
- Αυτό, τους είπε, θα το δώσω σ’ εκείνον που έχει κάμει την πιο καλή πράξη.
Έμενα, του είπε ο ένας, μου είχε εμπιστευθή ένας φίλος μου ένα τεράστιο χρηματικό ποσό. Χωρίς κανένα χαρτί. Χωρίς καμμιά
απόδειξη. Μπορούσα να τον γελάσω. Και να τα κρατήσω όλα! Μα του τα επέστρεψα όλα! Δεν είναι σπουδαία πράξη αυτό;
- Καλή είναι η πράξη σου, παιδί μου. Αλλά αλλοίμονο αν δεν το έκανες αυτό. Δεν θα ήσουν έντιμος άνθρωπος. Θα ήσουν απατεώνας και καταχραστής. Αν ενεργούσες αλλιώς, θα έπρεπε να εντρέπεσαι σε όλη σου την ζωή.
Εγώ, είπε ο δεύτερος, είδα μια φορά ένα παιδάκι, πού είχε πέσει στην θάλασσα και από στιγμή σε στιγμή θα πνιγόταν. Εβούτηξα στη θάλασσα με τα ρούχα. Και το έσωσα! Δεν είναι σπουδαία η πράξη αυτή;
Έκαμες, παιδί μου, απλώς το χρέος σου. Τίποτε περισσότερο! Αλλοίμονο να άφηνες το μικρό παιδί να πνιγεί! Αυτό δεν το κάνουν ούτε οι άνθρωποι του υποκόσμου!
Εγώ, είπε ο τρίτος, ευρήκα τον εχθρό μου να κοιμάται σε ένα απόκρημνο βράχο. Είχε στον ύπνο του γυρίσει λίγο. Και ήταν έτοιμος να πέσει κάτω και να σκοτωθή. Τον ξύπνησα και τον τράβηξα μακριά από τον βράχο. Και σώθηκε.
Γεμάτος χαρά και με όψη που έλαμπε, είπε ο γέρος πατέρας:
- Μπράβο, παιδί μου! Αυτή είναι αληθινά σπουδαία πράξη. Να κάνεις καλό στον εχθρό σου. Και να τον σώζεις, από κακό που θα πάθαινε, χωρίς να του φταις εσύ.
Συ, αδελφέ μου, τι καλές πράξεις έχεις κάμει; Αξίζουν τίποτε στα μάτια του Θεού;
Ο άγιος Διονύσιος, ο μεγάλος ιεράρχης, που το λείψανο του σώζεται άφθαρτο στην Ζάκυνθο, τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε στο μοναστήρι της Παναγίας της Αναφωνητρίας στην Ζάκυνθο.
Η ψυχή του ευφραινόταν στην γαλήνη της ζωής στο μοναστήρι• χόρταινε και γέμιζε χαρά. Μα δεν άργησε να τον βρη μια μεγάλη θλίψη.
Κάποιος εσκότωσε τον αδελφό του Κωνσταντίνο Σιγούρο! Είναι εύκολο να φαντασθή κανείς πόσο πόνεσε η ψυχή του αγίου!
Οι άγιοι λυπούνται για το κάθε κακό, που γίνεται στον κόσμο. Πόσο περισσότερο, για τόσο μεγάλα εγκλήματα!
Αλλά να, μια ήμερα έρχεται στο μοναστήρι ένας ξένος έντρομος. Πέφτει στα πόδια του Αγίου και τον καθικετεύει:
- Λυπήσου με, άνθρωπε του Θεού! Κρύψε με. Ψάχνουν να με βρουν! Και αν με βρουν, θα με σφάξουν σαν αρνί! Σώσε με!…
- Γιατί, παιδί μου, Τι κακό έκαμες;
- Σκότωσα άνθρωπο! Λυπήσου με! Κρύψε με! Από στιγμή σε στιγμή φθάνουν! Με έχουν πάρει από πίσω!….
- Ποιοι, παιδί μου; Ποιοι;
- Οι Σιγούροι! Σκότωσα τον αδελφό τους!…
Τρέμει ο άγιος από τον πόνο. Δάκρυα τρέχουν στα μάπα του. Και με φωνή σβησμένη ψελλίζει:
Και τι σου έφταιξε ο καλός αυτός άνθρωπος;
Μα δεν προχωρεί. Θυμάται τον λόγο του Χριστού:
Αγαπάτε τους εχθρούς σας. Συγχωρείτε και ευεργετείτε τους εχθρούς σας, αν θέλετε να είσθε τέκνα του επουρανίου Πατέρα. Και ακόμα ο άγιος Διονύσιος θυμάται πως ήταν πνευματικός πατέρας. Και αγκάλιασε το φονιά του αδελφού του. Και τον έκρυψε.
Και μετά από λίγο έφθασαν οι αδελφοί του. Με μαχαίρια και τουφέκια. Για να πάρουν εκδίκηση για το χυμένο αίμα.
Σπίθες πετάνε τα μάτια τους. Οργή και μίσος βγαίνει από το στόμα τους. Βράζει η καρδιά τους.
Και ο άγιος προσποιείται, πως συμφωνεί μαζί τους. Και κάνει πως δεν ξέρει τίποτε! Δεν είδε, τάχα, τίποτε! Και δεν άκουσε τίποτε! Θρηνούν και κλαίνε όλοι μαζί. Και μετά; Ο άγιος διώχνει με ευγένεια τα αδέλφια του από το μοναστήρι. Τους δείχνει τόπους μακρινούς, που τάχα θα μπορούσε να είναι κρυμμένος ο φονιάς. Και εκείνοι τρέχουν! Να τον βρουν!…
Όταν πια εκείνοι ήταν μακριά, ο άγιος πηγαίνει κοντά στον εχθρό του, τον φονιά του αδελφού του. Και με λόγια γεμάτα αγάπη και καλοσύνη και συγγνώμη, προσπαθεί να μαλακώσει τη σκληρή καρδιά του φονιά! Ο φονιάς πέφτει στα πόδια του. Και ζητεί συγγνώμη. Και υπόσχεται ότι θα μετανοήσει ειλικρινά. Και ο άγιος τον συγχώρεσε, και όχι μόνο αυτό. Του είπε:
- Φύγε μακριά! Σε ξένα μέρη. Να μη μπορούν πια να σε βρουν οι Σιγούροι. Και ζήσε εκεί εν μετάνοια. Για να σε ελεήσει ο Θεός.
Μα δεν περιορίστηκε σ’ αυτό ο άγιος. Εφρόντισε και με δική του βάρκα να τον στείλει μακριά. Και τον συνόδευσε, μέχρι που αναχώρησε. Σαν να ήταν φίλος του. Και του έδωσε τροφές για το ταξίδι. Και χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες στην ξενιτιά!
Ἡ συγχώρηση (Μία ἀληθινή ἱστορία)
Πρίν πολλά χρόνια καί μετά τήν λήξη τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ καί τοῦ ἀδελφοκτόνου πολέμου, σέ κάποιο χωριό, ἔγινε ἕνας φόνος, γιά πολιτικούς μᾶλλον λόγους καί ἐξαιτίας τοῦ μεγάλου φανατισμοῦ, πού ἐπικρατοῦσε ἐκείνη τήν ἐποχή.
Κατηγορήθηκε, λοιπόν, κάποιος χωριανός, ὁ Πέτρος Γ. καί μέ τίς μαρτυρίες πέντε συγχωριανῶν του δικάστηκε καί καταδικάστηκε σέ 30 χρόνια φυλάκιση.
Ὁ κατηγορούμενος ὅμως ἰσχυρίζετο συνεχῶς ὅτι ἦτο ἀθῶος. Κλείσθηκε σέ ἀγροτικές φυλακές, ἀλλά μέρα-νύχτα διαλαλοῦσε καί μονολογοῦσε ὅτι ἦτο ἀθῶος.
Σ’ αὐτές τίς φυλακές πήγαινε μιὰ φορά τόν μήνα ἕνας εὐλαβέστατος ἱερεύς καί λειτουργοῦσε στό ἐκκλησάκι πού ὑπῆρχε καί κατόπιν ἐδέχετο γιά ἐξομολόγηση ὅσους ἐκ τῶν φυλακισμένων τό ἐπιθυμοῦσαν.
Ὕστερα ἀπό 5-6 μῆνες, πῆγε καί ὁ ἐν λόγω χωριανός στόν εὐλαβῆ ἐκεῖνον ἱερέα καί ἐξομολόγο, καί ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καί μπροστά στό πετραχήλι τοῦ Πνευματικοῦ, βεβαίωνε μέ ὅρκους ὅτι ἦταν ἀθῶος.
Ἀπό τότε πού ἐξομολογήθηκε μέσα στίς φυλακές ὁ Πέτρος Γ., ἄλλαξε τελείως διαγωγή καί ἔγινε ὁ ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καί τῆς μελέτης τοῦ Εὐαγγελίου, πού τοῦ δώρησε ἐκεῖνος ὁ καλός ἱερεύς.
Μέσα σ’ ἕναν χρόνο ἀλλοιώθηκε τόσο πολύ, πού ὅλοι οἱ συγκρατούμενοί του καί βαρυποινίτες ἄρχισαν νά τόν σέβωνται καί νά τοῦ φέρωνται φιλικά. Καί μέ τήν Χάρι καί τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ γρήγορα πείσθηκε ὁ εὐλαβής ἱερεύς γιά τήν ἀθωώτητά του, ὥστε τοῦ ἐπέτρεπε νά κοινωνῆ κάθε φορὰ πού λειτουργοῦσε στίς φυλακές.
Ὁ ἱερεύς προσπάθησε κάτι νά κάμη μέσω κάποιων δικηγόρων, ἀλλά οἱ μάρτυρες ἦσαν ἀπολύτως κατηγορηματικοί, γιατί ἦσαν δῆθεν παρόντες στόν φόνο. Παρά ταῦτα ὁ Ἐξομολόγος πίστευε ὅτι ὄντως ἦτο ἀθῶος καί θύμα σκευωρίας.
Ὁ Πέτρος Γ. ὄχι μόνο προσηύχετο μέ τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού τό ἔμαθε ἀπό τό βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ», ἀλλά μελετοῦσε τό Εὐαγγέλιο καί κοινωνοῦσε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, σκορπώντας σέ ὅλους τοὺς συγκρατουμένους του πολλή καλωσύνη. Συγχωροῦσε δέ μέ ὅλη του τήν καρδιά καί τούς κατηγόρους του καί αὐτόν ἀκόμα τόν ἄγνωστο φονιά. Δέν φταῖνε, οἱ καημένοι, ἔλεγε. Φταίει τό πολιτικό καί ἰδεολογικό πάθος, φταίει καί ὁ διάβολος πού τούς σκοτεινίασε τό μυαλό κι ἔτσι κρύψανε τήν ἀλήθεια. Θεέ μου, συγχώρεσέ τους· καί ἀπό μένα νά ‘ναι συγχωρεμένοι. καί χάρισέ τους πλούτη καί ἀγαθά πολλά, ἀλλά χάρισέ τους προπαντός καί ἰδιαιτέρως φωτισμό καί ὑγεία.
Ἔτσι πέρασαν 19 χρόνια. Κατόπιν, λόγω τῆς καλῆς καί ἀρίστης διαγωγῆς καί ἐπειδή ἔκανε καί στίς τότε ἀγροτικές φυλακές, ὅπου ἐμειώνετο ἡ ποινή, ἀποφυλακίσθηκε. Ἦτο πλέον 50 ἐτῶν. Στό χωριό ὅμως δέν ἔγινε δεκτός, ἐπειδή τόν πίστευαν ὅλοι γιά φονιά καί κυρίως οἱ συγγενεῖς τοῦ φονευμένου. Ἔτσι, μετακόμισε σέ μία γειτονική πόλι καί ἔκαμε τόν ἐργάτη, τόν οἰκοδόμο καί κυρίως τόν μαραγκό, δουλειά πού τήν ἔμαθε στήν φυλακή. Ἡ ζωή του ὅμως ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι ζωή ἑνός ἀληθινοῦ χριστιανοῦ, μέ τήν ἀκριβῆ συμμετοχή στά Μυστήρια, μέ τήν σωστή τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καί ἰδιαιτέρως μέ τήν προσευχή. Ἡ προσευχή ἦταν τό ὀξυγόνο τῆς ζωῆς του. Ἡ Εὐχή καί τό Εὐαγγέλιο ἦσαν γι’ αὐτόν «ἄρτος ζωῆς» καί «ὕδωρ ζῶν».
Μία κοπέλα 42 ἐτῶν, θεολόγος σέ κάποιο Γυμνάσιο τῆς περιοχῆς, πληροφορήθηκε ἀπό τόν Πνευματικό τῶν φυλακῶν, πού ἦτο καί δικός της Πνευματικός, τά πάντα γιά τόν Πέτρο Γ. καί ἰδιαιτέρως γιά τό πόσο ἦτο ἀφοσιωμένος στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία Του. Πῆγε, τόν βρῆκε καί κατόπιν τόν ζήτησε ἡ ἴδια σέ γάμο!. Ἀπό τόν εὐλογημένο αὐτό γάμο προῆλθαν δυό παιδιά, ὑγιέστατα.
Ὕστερα ἀπό μερικά χρόνια, στό χωριό πού ἔγινε ὁ φόνος, κάποιος ἀρρώστησε βαρειά μέ ἀνεξήγητους φοβερούς πόνους σέ ὅλο του τό σῶμα. Ἡ ἐπιστήμη μέ τούς γιατρούς καί τίς κλινικές ἐξετάσεις, πού ἦσαν προηγμένες, στάθηκαν ἀδύνατον νά τόν βοηθήσουν!!! Οὔτε κἄν τήν αἰτία δέν μπόρεσαν νά ἐντοπίσουν!
Ἔτσι, μιὰ βραδυά στό σπίτι του, ἀφοῦ ἐπέστρεψε ἀπό τό νοσοκομεῖο, σ’ αὐτήν τήν φοβερή κατάστασι, ἄρχισε νά κραυγάζη μέσα στούς φοβερούς του πόνους ὅτι αὐτός ἦτο ὁ φονιάς καί μέ τούς 4 ψευδομάρτυρες, τούς ὁποίους ἐξηγόρασε μέ μεγάλα χρηματικά ποσά, κατηγόρησαν τόν Πέτρο Γ., ποὺ συμπτωματικά περνοῦσε ἀπό ἐκεῖνο τό σταυροδρόμι, τήν ὥρα πού ἔγινε ὁ φόνος.
Φώναξαν τόν ἀστυνόμο τοῦ τμήματος τοῦ χωριοῦ, ὑπέγραψε τήν ὁμολογία του κατονομάζοντας καί τούς 4 ψευδομάρτυρες καί συνεργούς του. Ποιά νομική διαδικασία ἀκολουθήθηκε μετά, δέν γνωρίζω. Ἡ ὁμολογία του ὅμως ἔκανε κρότο στό χωριό, προκαλώντας σύγχυσι, ταραχές καί πολλές κατάρες, οἱ ὁποῖες βάραιναν τόν φονιά.
Παρά ταῦτα, ἡ ψυχή τοῦ φονιᾶ δέν ἔφευγε. Κι αὐτός ἐξακολουθοῦσε νά τσιρίζη καί νά κραυγάζη. Ὁ Πέτρος Γ., ὅπως ἦτο ἑπόμενον, τό ἔμαθε. Δέν κίνησε ὅμως καμιά διαδικασία γιά τήν ἀποκατάστασι τῆς τιμῆς του μέ ἀναθεώρησι τῆς δίκης, μέ μηνύσεις κατά τῶν ἐνόχων καί ἄλλων ἐνδίκων νομίμων μέσων. Ἀλλά τί ἔκανε; Πῆγε στό σπίτι τοῦ φονιά!…Οἱ πάντες πάγωσαν. Οἱ περισσότεροι χωρικοί, ὅταν τόν εἶδαν νά περνάη μέσα ἀπό τό χωριό, ἀπό τήν ντροπή τους κρύφθηκαν. Πάγωσε καί ὁ φονιάς ὅταν τόν ἀντικρυσε, καί μέ γουρλωμένα τά μάτια ἀπό τήν ἔκπληξι καί τήν φρίκη, τόν ἄκουσε νά τοῦ λέη: Γιῶργο, σέ συγχωρῶ μέ ὅλη μου τήν καρδιά. Καί σ’ εὐχαριστῶ, γιατί ἤσουν ἡ αἰτία νά γνωρίσω τόν Χριστό μέ τήν Ἐκκλησία Του καί τά ἅγια Μυστήριά της. Εὔχομαι νά Τόν γνωρίσεις κι ἐσύ, μέ μετάνοια καί προσευχή! Τόν ἀγκαλίασε, τόν φίλησε καί ἔφυγε, ἐνῶ κάποια δάκρυα κρυφά ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του.
Ὁ θρίαμβος τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ ἦλθε, ὕστερα ἀπό 35 χρόνια! Ἀλλά ὑπῆρξε καί θρίαμβος τῆς ἐμπιστοσύνης, τῆς πίστεως καί τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς τοῦ ἀδικημένου Πέτρου Γ. στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καί ταυτόχρονα στέφανος δόξης στήν ὑπομονή καί μακροθυμία, πού ἔδειξε τόσα χρόνια. Εὐλογήθηκε ἡ μετέπειτα ζωή του, ὅπως προείπαμε, μ’ ἕναν χριστιανικό γάμο καί μέ οἰκογένεια πού ἦτο «κατ’ οἶκον ἐκκλησία» καί μέ δύο τρισευλογημένα παιδιά. Καί μάλιστα, μετά τήν ὁλοκάρδια συγχώρησι πού ἔδωσε καί τήν ἀγάπη πού ἔδειξε πρός ὅλους, πολλαπλασιάσθηκε ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στό σπιτικό του. Εἶχε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ πάνω του, τήν εὐλογία τῆς Παναγίας, τήν προστασία τῶν Ἁγίων καί τήν συμπαράστασι τῶν Ἀγγέλων.
Ἐκοιμήθη ὁσιακῶς σέ ἡλικία 80 ἐτῶν, τό 1999. Παρών στήν κοίμησί του ἦτο καί ὁ ἐννενηντάχρονος ἱερεύς τῶν φυλακῶν, πού μοῦ διηγήθηκε αὐτό τό γεγονός, γιά νά μέ διαβεβαιώση ὅτι λίγο πρίν τό τέλος τοῦ Πέτρου Γ., Ἄγγελοι καί Ἀρχάγγελοι πλημμύρισαν τό δωμάτιό του, τούς ὁποίους ἔβλεπε ὄχι μόνο ὁ ψυχορραγῶν μέ τά μάτια του, ἀλλά καί ὁ ἐν λόγω ἱερεύς. Αὐτοί καί παρέλαβαν τήν ψυχή του, μετά τό τελευταῖο σημεῖον τοῦ σταυροῦ πού ἔκανε ὁ Πέτρος Γ., λέγοντας:
- Ἄγγελέ μου! Ἄγγελέ μου!, δέν τήν ἀξίζω αὐτή τήν τιμή. Καί τοῦτο εἰπών, ἐκοιμήθη!.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, παρ’ ὅλο πού ἦταν ἔγγαμος καί ζοῦσε μέσα στόν σημερινό κόσμο, μετά ἀπό τήν τεράστια καί ἄδικη δοκιμασία καί ταλαιπωρία του στήν φυλακή, μαζί μέ βαρυποινίτες, εἶχε καρπούς τῆς Εὐχῆς, τῆς θείας Κοινωνίας καί τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς. Ἡ ἔγγαμη ζωή του δέν τόν ἐμπόδισε νά λέγη μέρα-νύχτα τήν Εὐχή, ὅπως τήν ἔμαθε ἀπό τό βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ».
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο, Ἡ Εὐχή μέσα στόν Κόσμο, Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου)
—————————————————————————————–
Μην το φας! Προχτές το ράντισα με φάρμακο. Είναι ισχυρό δηλητήριο! Θα πεθάνεις!
Ο αξιωματικός μένει άναυδος. Και γεμάτος κατάπληξη ρωτάει:
Καλά, αφού ξέρεις, ότι σε λίγο θα δώσω διαταγή να σας σκοτώσουν, γιατί δεν με άφησες να το φάω και έτσι να με εκδικηθείς;
Του απάντησε ο δάσκαλος, με ειρήνη και γαλήνη:
Είμαι χριστιανός. Και τώρα που πρόκειται να φύγω από τον κόσμο αυτό και να παρουσιασθώ ενώπιον του Θεού, δεν θα ήθελα να βαρύνω την ψυχή μου με μια αμαρτία τόσο βαρειά.
Ο Τούρκος αξιωματικός συγκλονίζεται, για μια ακόμα φορά. Στρέφεται και λέει στους στρατιώτες του:
Αν έβρισκα έναν τέτοιο Τούρκο, θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα! Μαζέψτε τα όπλα και αφήστε τους ελεύθερους όλους!
Το σακί με τις πατάτες-Μία διδακτική ιστορία για την συγχώρηση
Οταν ακόμα πήγαινα στο σχολείο, ως μαθητής, είχα έναν υπέροχο δάσκαλο. Μια μέρα είχαμε κουβεντιάσει για το πόσο απαραίτητο είναι να μην κρατάμε θυμό μέσα μας αλλά να κοιτάμε πως θα απαλλαγούμε από αυτόν, μας έβαλε να το δούμε αυτό πρακτικά.
- Αύριο, μας είχε πει, να φέρετε όλοι στο σχολείο μια πλαστική σακούλα και ένα μικρό σακί με πατάτες.
Τον κοιτάξαμε έκπληκτοι αλλά είχαμε μάθει πως δεν αστειεύεται με κάτι τέτοια. Έτσι την άλλη μέρα είχε ο καθένας μας ο,τι μας είχε ζητήσει.
Τότε εκείνος λέει:
- Κάθε φορά που αποφασίζετε να μην συγχωρέστε κάποιον, να παίρνετε μια πατάτα, να γράφετε πάνω της το όνομα εκείνου και την ημερομηνία και να την βάζετε μέσα στην πλαστική σακούλα. Δεν πέρασε πολύς καιρός που μερικές σακούλες ήταν αρκετά βαριές.
Μας είπε επίσης αυτή την σακούλα να την κουβαλάμε μαζί μας, όπου κι αν πηγαίνουμε. Στο δρόμο, στο αυτοκίνητο, στο σχολείο, στα ψώνια παντού. Καταλαβαίνεις γιατί έτσι;
Μ’ αυτό τον τρόπο ήθελε να μας δείξει ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε το βάρος που κουβαλάμε. Να έχουμε επίγνωση κάθε στιγμή. Να το έχουμε μαζί μας ακόμα και στα μέρη που είναι κάπως… καθως πρέπει. Για φαντάσου τώρα να έχεις μια σακούλα με πατάτες στην disco.
Όπως επίσης φαντάσου ότι αρκετές από αυτές τις πατάτες είχαν αρχίσει να σαπίζουν. Για να μας θυμίζουν το τίμημα που έχουμε να πληρώσουμε για τον αρνητισμό και τον πόνο μέσα μας, όταν δεν αποφασίζουμε να συγχωρούμε.
Πάρα πολλές φορές σκεφτόμαστε πως το να συγχωρήσουμε κάποιον είναι ένα δώρο που του κάνουμε. Θαρρώ πως είναι το αντίθετο. Είναι δώρο στον εαυτό μας. Απαλλασσόμαστε από ένα περιττό βάρος.
Την επόμενη φορά λοιπόν που θα σκεφτείς πόσο δύσκολο είναι να συγχωρέσεις κάποιον θυμήσου:
«Δεν είναι ήδη αρκετά βαριά η σακούλα σου;»
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΧΘΡΑ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ! Μια αληθινή ιστορία
Του Johann Christoph Arnold
Όταν η διάσημη δολοφόνος Κάρλα Φαίη Τάκερ εκτελέστηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1998, στο Χάντσβιλλ του Τέξας, μία μικρή ομάδα διαδηλωτών ενάντια στη θανατική ποινή έκαναν μία ολονυχτία με αναμμένα κεριά. Αλλά πολλές περισσότερες εκατοντάδες ήταν εκεί έξω από τη φυλακή για να χαρούν για το θάνατό της. Ένα πανό που κρατούσε κάποιος τα έλεγε όλα: “Είθε ο Παράδεισος να σε βοηθήσει. Είναι τόσο σίγουρο όσο η κόλαση, ότι εμείς δεν θα σε βοηθήσουμε!”
Μέσα στη φυλακή, ωστόσο, ένας άνδρας, ονόματι Ρον Κάρλσον, προσευχόταν για την Κάρλα και όχι στην αίθουσα των μαρτύρων όπου βρίσκονταν οι οικογένειες των θυμάτων της Κάρλα, όπου λογικά θα έπρεπε να είναι, αλλά στο χώρο που η φυλακή παρείχε για την οικογένεια της δολοφόνου.
Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που γνώρισα τον Ρον και άκουσα το αξιοθαύμαστο ταξίδι του από το μίσος στη συμφιλίωση, αλλά αυτά που μου είπε είναι κολλημένα στο μυαλό μου λες και ήταν χτες:
«Λίγο μετά που είχα γυρίσει σπίτι μετά από μία μέρα κοπιαστικής δουλειάς (ήταν 13 Ιουλίου του 1983) χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο πατέρας μου. Είπε, “Ρόν, πρέπει να έρθεις αμέσως στο μαγαζί. Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι η αδελφή σου δολοφονήθηκε.” Έπεσα στο πάτωμα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν μπορούσα να το πιστέψω ακόμα κι όταν είδα στην τηλεόραση το σώμα της αδελφής μου να το μεταφέρουν έξω από ένα διαμέρισμα. Η Ντέμπορα ήταν αδελφή μου, και με είχε μεγαλώσει. Οι γονείς μου είχαν χωρίσει όταν ήμουν πολύ μικρός, έξη χρονών. Δεν είχα αδελφούς μόνο μία μεγαλύτερη αδελφή και γι’ αυτό η Ντέμπορα ήταν κάτι το πολύ ιδιαίτερο για μένα. Πολύ ιδιαίτερο.
H Ντέμπορα φρόντιζε πάντα να έχω ρούχα, και να υπάρχει φαγητό στο τραπέζι. Με βοηθούσε στα μαθήματά μου, και με χτυπούσε στα χέρια αν έκανα κάτι λάθος. Είχε γίνει η μητέρα μου.
Τώρα ήταν νεκρή, με δεκάδες μώλωπες από γροθιές σ’ όλο της το σώμα, και την πληγή από σφαίρα στην καρδιά της. Η Ντέμπορα δεν ήταν άνθρωπος που είχε εχθρούς. Απλά βρέθηκε στο λάθος μέρος, την λάθος ώρα. Οι δολοφόνοι είχαν έρθει να κλέψουν ανταλλακτικά μοτοσικλετών από το σπίτι που αυτή έμενε, και όταν ανακάλυψαν τον Τζέρρυ Ντην, τον άνθρωπο με τον οποίο ήταν μαζί, τον χτύπησαν μέχρι θανάτου. Βρίσκονταν κάτω από μεγάλη επήρεια ναρκωτικών. Μετά ανακάλυψαν την Ντέμπορα κι έτσι έπρεπε να την σκοτώσουν κι αυτήν ..».
To Xιούστον ήταν ανάστατο. Οι εφημερίδες περιέγραφαν με πηχυαίους τίτλους το έγκλημα, και η πόλη ζούσε σε φόβο. Μερικές βδομάδες αργότερα οι δολοφόνοι – δύο ναρκομανείς, η Κάρλα Τάκερ και ο Ντάνιελ Γκάρετ – παραδόθηκαν από συγγενείς. Στη συνέχεια δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Ντάνιελ αργότερα πέθανε στη φυλακή. Ωστόσο ο Ρον δεν αισθανόταν ανακούφιση: «Χάρηκα που συνελήφθηκαν, φυσικά, αλλά ήθελα να τους σκοτώσω εγώ ο ίδιος. Είχα γεμίσει με απόλυτο μίσος, και ήθελα να ισοφαρίσω. Ήθελα να χτυπήσω την καρδιά της Κάρλα όπως εκείνη είχε κάνει στην αδελφή μου».
Ο Ρον λέει ότι από πριν το θάνατο της αδελφής του, είχε πρόβλημα με το ποτό και τα ναρκωτικά, αλλά μετά χειροτέρεψε πολύ. Ένα χρόνο αργότερα και ο πατέρας τους πυροβολήθηκε από ληστές.
«Συχνά μεθούσα, και βυθιζόμουν στα ναρκωτικά όπως LSD και μαριχουάνα και ότι άλλο έβρισκα. Επίσης συνεχώς τσακωνόμουν με τη γυναίκα μου. Ήθελα να σκοτώσω τον εαυτό μου…
Τότε ένα βράδυ, αισθανόμουν ότι δεν άντεχα άλλο, και σκεφτόμουν ότι έπρεπε να κάνω κάτι για το μίσος και την οργή που με πλημμύριζαν. Είχαν γίνει τόσο άσχημα μέσα μου, που ήθελα συνεχώς να κάνω κακό σε αντικείμενα και ανθρώπους. Βάδιζα στο ίδιο μονοπάτι με τους δολοφόνους της αδελφής μου και του πατέρα μου. Εκείνο το βράδυ όμως αποφάσισα να ανοίξω τη Βίβλο, και άρχισα να διαβάζω.
Ήταν αλήθεια παράξενο. Ήμουν κάτω από επήρεια ναρκωτικών και διάβαζα το Λόγο του Θεού! Αλλά όταν έφτασα εκεί που σταύρωσαν τον Ιησού έκλεισα απότομα το βιβλίο. Για κάποιο λόγο με χτύπησε στην καρδιά όπως ποτέ πριν: “Θεέ μου”, σκέφτηκα, “σκότωσαν ακόμα και τον Ιησού!”.
Τότε έπεσα στα γόνατά μου και δεν το είχα κάνει ποτέ πριν αυτό – και ζήτησα από τον Θεό να έρθει στη ζωή μου και να με αλλάξει όπως Εκείνος ήθελε να είμαι, και να είναι Κύριος της ζωής μου. Αυτό ήταν βασικά που συνέβη εκείνο το βράδυ.
Αργότερα διάβασα περισσότερο τη Βίβλο, και μία γραμμή από το Πάτερ Ημών – εκείνη η γραμμή που λέει “συγχώρησέ μας όπως και εμείς συγχωρούμε” – πήδηξε έξω από το κείμενο προς εμένα. Το νόημα φαινόταν καθαρό: “Δεν θα συγχωρηθείς αν δεν συγχωρήσεις.” Θυμάμαι ότι επιχειρηματολογούσα με τον εαυτό μου : “Δεν μπορώ Εγώ να το κάνω αυτό, ποτέ δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο”. Και ο Θεός φαινόταν να μου απαντάει αμέσως, “Καλά, Ρον, Εσύ δεν μπορείς. Αλλά μέσω Εμένα μπορείς”.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και μία μέρα μιλούσα με ένα φίλο στο τηλέφωνο, και με ρώτησε αν ήξερα ότι η Κάρλα ήταν σε μία φυλακή στην πόλη μας. “Θα πρέπει να πάς εκεί και να της πεις τις σκέψεις σου”, μου είπε. Αυτός ο φίλος δεν ήξερε την πνευματική μου πορεία, και δεν του είπα τίποτα. Αλλά αποφάσισα να πάω να δω την Κάρλα.
Όταν πήγα εκεί και την αντίκρισα της είπα ότι είμαι ο αδελφός της Ντέμπορα. Δεν είπα τίποτα άλλο στην αρχή. Με κοίταξε παράξενα και είπε, “Ποιος είπες ότι είσαι;” Επανέλαβα, αλλά ακόμα με κοιτούσε αποσβολωμένη, σαν να μην πίστευε αυτό που άκουγε. Μετά ξέσπασε σε κλάμα.
Είπα, “Κάρλα, ό,τι και να βγει απ’ αυτό, θέλω να ξέρεις ότι εγώ σε συγχωρώ, και δεν έχω τίποτα εναντίον σου.” Εκείνη τη στιγμή όλο το μίσος και η οργή έφυγε. Ήταν σαν ένα μεγάλο βάρος να σηκώθηκε από τους ώμους μου».
Ο Ρον λέει ότι μίλησε πολύ ώρα με την Κάρλα, και στη διάρκεια της συνομιλίας του ανακάλυψε ότι κι εκείνη, επίσης, πρόσφατα είχε πιστέψει στον Θεό, και ότι η πίστη της είχε αλλάξει τη στάση της για τη ζωή. Ήταν τότε που ο Ρον αποφάσισε ότι έπρεπε να ξαναπάει και να μάθει περισσότερα γι’ αυτήν:
«Στην αρχή απλά ήθελα να πάω και να την συγχωρήσω και να φύγω, αλλά μετά από εκείνη την πρώτη επίσκεψη χρειαζόμουν να πάω ξανά. Ήθελα να ανακαλύψω αν ήταν ειλικρινής για τη χριστιανική πορεία την οποία ισχυριζόταν ότι είχε. Επίσης ήθελα να μάθω γιατί οι άνθρωποι σκοτώνουν, γιατί δολοφονούν ο ένας τον άλλο. Ποτέ δεν το έμαθα αυτό, αλλά έμαθα ότι η Κάρλα ήταν ειλικρινής. Επίσης ανακάλυψα, μέσα από αυτήν, ότι οι άνθρωποι μπορεί να αλλάξουν και ότι ο Θεός είναι ζωντανός.
Η μητέρα της Κάρλα ήταν πόρνη και ναρκομανής, και εισήγαγε την κόρη της από πολύ νεαρή ηλικία σε όλα αυτά. Η Κάρλα είχε αρχίσει να κάνει ενέσεις ηρωίνης από δέκα ετών. Στη φυλακή ήταν που άλλαξε η ζωή της 180 μοίρες – μέσω μίας διακονίας που ασχολούνταν με γυναίκες και έδινε Βίβλους και μιλούσε για το νόημα της ζωής με τον Θεό». Ο Ρον επισκεπτόταν κάθε δύο μήνες την Κάρλα, ενόσω αυτή ανέμενε την εκτέλεσή της, για τα επόμενα δύο χρόνια, και επίσης αλληλογραφούσε με αυτήν. Σύντομα είχαν γίνει στενοί φίλοι.
Θυμάται: «Οι άνθρωποι γύρω μου δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Έλεγαν πως είναι ολοφάνερο ότι κάτι πάει στραβά με εμένα – ότι θα έπρεπε να μισώ τον άνθρωπο που σκότωσε την αδελφή μου, όχι να την πλησιάζω. Ένας συγγενής μου είπε ότι ντρόπιαζα τη μνήμη της αδελφής μου με τον τρόπο που ενεργούσα, και ότι πιθανώς “τα κόκαλά της να έτριζαν στο τάφο της”. ΄Ενας άλλος έκανε μία δημόσια δήλωση τη μέρα της εκτέλεσης της Κάρλα για το πόσο χαρούμενος ήταν που σε λίγο θα ήταν νεκρή.»
Η ίδια η Κάρλα είχε μείνει έκπληκτη από τη στάση του Ρον απέναντί της. Μιλώντας σε μία τηλεοπτική συνέντευξη λίγο πριν την εκτέλεσή της, είχε πει: “Είναι απίστευτο, φανταστικό! Η συγχώρεση είναι ένα πράγμα. Αλλά το να πάει κάποιος πέρα από αυτό και να με πλησιάσει – να με αγαπήσει ενεργά;” Της ήταν πολύ πιο εύκολα να κατανοήσει την οργή χιλιάδων ανθρώπων που ήθελαν το θάνατό της: «Μπορώ να κατανοήσω την οργή τους. Ποιος δεν θα μπορούσε; Είναι μία έκφραση του πόνου και της πληγής τους. Το ξέρω ότι οι άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι αξίζω συγχώρεση. Αλλά ποιος την αξίζει; Μου έχει δοθεί μία νέα ζωή, και η ελπίδα – η υπόσχεση – ότι ο θάνατος δεν είναι η τελική πραγματικότητα». Η Κάρλα προχώρησε στον θάνατό της γενναία, χαμογελώντας καθώς έκανε την τελευταία της δήλωση: “Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό που έκανα … ελπίζω ο Θεός να σας δώσει ειρήνη μέσω του θανάτου μου”.
Όσο για τον Ρον, επιμένει ότι δεν χρειαζόταν η εκτέλεσή της: “Δεν ωφελεί … Σίγουρα μου λείπει η αδελφή μου. Αλλά μου λείπει επίσης και η Κάρλα …”.
(Μετάφραση από το περιοδικό The Plough Reader, Άνοιξη 2000).
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου.
http://fdathanasiou.wordpress.com
- Αυτό, τους είπε, θα το δώσω σ’ εκείνον που έχει κάμει την πιο καλή πράξη.
Έμενα, του είπε ο ένας, μου είχε εμπιστευθή ένας φίλος μου ένα τεράστιο χρηματικό ποσό. Χωρίς κανένα χαρτί. Χωρίς καμμιά
απόδειξη. Μπορούσα να τον γελάσω. Και να τα κρατήσω όλα! Μα του τα επέστρεψα όλα! Δεν είναι σπουδαία πράξη αυτό;
- Καλή είναι η πράξη σου, παιδί μου. Αλλά αλλοίμονο αν δεν το έκανες αυτό. Δεν θα ήσουν έντιμος άνθρωπος. Θα ήσουν απατεώνας και καταχραστής. Αν ενεργούσες αλλιώς, θα έπρεπε να εντρέπεσαι σε όλη σου την ζωή.
Εγώ, είπε ο δεύτερος, είδα μια φορά ένα παιδάκι, πού είχε πέσει στην θάλασσα και από στιγμή σε στιγμή θα πνιγόταν. Εβούτηξα στη θάλασσα με τα ρούχα. Και το έσωσα! Δεν είναι σπουδαία η πράξη αυτή;
Έκαμες, παιδί μου, απλώς το χρέος σου. Τίποτε περισσότερο! Αλλοίμονο να άφηνες το μικρό παιδί να πνιγεί! Αυτό δεν το κάνουν ούτε οι άνθρωποι του υποκόσμου!
Εγώ, είπε ο τρίτος, ευρήκα τον εχθρό μου να κοιμάται σε ένα απόκρημνο βράχο. Είχε στον ύπνο του γυρίσει λίγο. Και ήταν έτοιμος να πέσει κάτω και να σκοτωθή. Τον ξύπνησα και τον τράβηξα μακριά από τον βράχο. Και σώθηκε.
Γεμάτος χαρά και με όψη που έλαμπε, είπε ο γέρος πατέρας:
- Μπράβο, παιδί μου! Αυτή είναι αληθινά σπουδαία πράξη. Να κάνεις καλό στον εχθρό σου. Και να τον σώζεις, από κακό που θα πάθαινε, χωρίς να του φταις εσύ.
Συ, αδελφέ μου, τι καλές πράξεις έχεις κάμει; Αξίζουν τίποτε στα μάτια του Θεού;
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ)
Από τον βίο του Αγίου Διονυσίου του εν Ζακύνθω.Ο άγιος Διονύσιος, ο μεγάλος ιεράρχης, που το λείψανο του σώζεται άφθαρτο στην Ζάκυνθο, τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε στο μοναστήρι της Παναγίας της Αναφωνητρίας στην Ζάκυνθο.
Η ψυχή του ευφραινόταν στην γαλήνη της ζωής στο μοναστήρι• χόρταινε και γέμιζε χαρά. Μα δεν άργησε να τον βρη μια μεγάλη θλίψη.
Κάποιος εσκότωσε τον αδελφό του Κωνσταντίνο Σιγούρο! Είναι εύκολο να φαντασθή κανείς πόσο πόνεσε η ψυχή του αγίου!
Οι άγιοι λυπούνται για το κάθε κακό, που γίνεται στον κόσμο. Πόσο περισσότερο, για τόσο μεγάλα εγκλήματα!
Αλλά να, μια ήμερα έρχεται στο μοναστήρι ένας ξένος έντρομος. Πέφτει στα πόδια του Αγίου και τον καθικετεύει:
- Λυπήσου με, άνθρωπε του Θεού! Κρύψε με. Ψάχνουν να με βρουν! Και αν με βρουν, θα με σφάξουν σαν αρνί! Σώσε με!…
- Γιατί, παιδί μου, Τι κακό έκαμες;
- Σκότωσα άνθρωπο! Λυπήσου με! Κρύψε με! Από στιγμή σε στιγμή φθάνουν! Με έχουν πάρει από πίσω!….
- Ποιοι, παιδί μου; Ποιοι;
- Οι Σιγούροι! Σκότωσα τον αδελφό τους!…
Τρέμει ο άγιος από τον πόνο. Δάκρυα τρέχουν στα μάπα του. Και με φωνή σβησμένη ψελλίζει:
Και τι σου έφταιξε ο καλός αυτός άνθρωπος;
Μα δεν προχωρεί. Θυμάται τον λόγο του Χριστού:
Αγαπάτε τους εχθρούς σας. Συγχωρείτε και ευεργετείτε τους εχθρούς σας, αν θέλετε να είσθε τέκνα του επουρανίου Πατέρα. Και ακόμα ο άγιος Διονύσιος θυμάται πως ήταν πνευματικός πατέρας. Και αγκάλιασε το φονιά του αδελφού του. Και τον έκρυψε.
Και μετά από λίγο έφθασαν οι αδελφοί του. Με μαχαίρια και τουφέκια. Για να πάρουν εκδίκηση για το χυμένο αίμα.
Σπίθες πετάνε τα μάτια τους. Οργή και μίσος βγαίνει από το στόμα τους. Βράζει η καρδιά τους.
Και ο άγιος προσποιείται, πως συμφωνεί μαζί τους. Και κάνει πως δεν ξέρει τίποτε! Δεν είδε, τάχα, τίποτε! Και δεν άκουσε τίποτε! Θρηνούν και κλαίνε όλοι μαζί. Και μετά; Ο άγιος διώχνει με ευγένεια τα αδέλφια του από το μοναστήρι. Τους δείχνει τόπους μακρινούς, που τάχα θα μπορούσε να είναι κρυμμένος ο φονιάς. Και εκείνοι τρέχουν! Να τον βρουν!…
Όταν πια εκείνοι ήταν μακριά, ο άγιος πηγαίνει κοντά στον εχθρό του, τον φονιά του αδελφού του. Και με λόγια γεμάτα αγάπη και καλοσύνη και συγγνώμη, προσπαθεί να μαλακώσει τη σκληρή καρδιά του φονιά! Ο φονιάς πέφτει στα πόδια του. Και ζητεί συγγνώμη. Και υπόσχεται ότι θα μετανοήσει ειλικρινά. Και ο άγιος τον συγχώρεσε, και όχι μόνο αυτό. Του είπε:
- Φύγε μακριά! Σε ξένα μέρη. Να μη μπορούν πια να σε βρουν οι Σιγούροι. Και ζήσε εκεί εν μετάνοια. Για να σε ελεήσει ο Θεός.
Μα δεν περιορίστηκε σ’ αυτό ο άγιος. Εφρόντισε και με δική του βάρκα να τον στείλει μακριά. Και τον συνόδευσε, μέχρι που αναχώρησε. Σαν να ήταν φίλος του. Και του έδωσε τροφές για το ταξίδι. Και χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες στην ξενιτιά!
Ἡ συγχώρηση (Μία ἀληθινή ἱστορία)
Πρίν πολλά χρόνια καί μετά τήν λήξη τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ καί τοῦ ἀδελφοκτόνου πολέμου, σέ κάποιο χωριό, ἔγινε ἕνας φόνος, γιά πολιτικούς μᾶλλον λόγους καί ἐξαιτίας τοῦ μεγάλου φανατισμοῦ, πού ἐπικρατοῦσε ἐκείνη τήν ἐποχή.
Κατηγορήθηκε, λοιπόν, κάποιος χωριανός, ὁ Πέτρος Γ. καί μέ τίς μαρτυρίες πέντε συγχωριανῶν του δικάστηκε καί καταδικάστηκε σέ 30 χρόνια φυλάκιση.
Ὁ κατηγορούμενος ὅμως ἰσχυρίζετο συνεχῶς ὅτι ἦτο ἀθῶος. Κλείσθηκε σέ ἀγροτικές φυλακές, ἀλλά μέρα-νύχτα διαλαλοῦσε καί μονολογοῦσε ὅτι ἦτο ἀθῶος.
Σ’ αὐτές τίς φυλακές πήγαινε μιὰ φορά τόν μήνα ἕνας εὐλαβέστατος ἱερεύς καί λειτουργοῦσε στό ἐκκλησάκι πού ὑπῆρχε καί κατόπιν ἐδέχετο γιά ἐξομολόγηση ὅσους ἐκ τῶν φυλακισμένων τό ἐπιθυμοῦσαν.
Ὕστερα ἀπό 5-6 μῆνες, πῆγε καί ὁ ἐν λόγω χωριανός στόν εὐλαβῆ ἐκεῖνον ἱερέα καί ἐξομολόγο, καί ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καί μπροστά στό πετραχήλι τοῦ Πνευματικοῦ, βεβαίωνε μέ ὅρκους ὅτι ἦταν ἀθῶος.
Ἀπό τότε πού ἐξομολογήθηκε μέσα στίς φυλακές ὁ Πέτρος Γ., ἄλλαξε τελείως διαγωγή καί ἔγινε ὁ ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καί τῆς μελέτης τοῦ Εὐαγγελίου, πού τοῦ δώρησε ἐκεῖνος ὁ καλός ἱερεύς.
Μέσα σ’ ἕναν χρόνο ἀλλοιώθηκε τόσο πολύ, πού ὅλοι οἱ συγκρατούμενοί του καί βαρυποινίτες ἄρχισαν νά τόν σέβωνται καί νά τοῦ φέρωνται φιλικά. Καί μέ τήν Χάρι καί τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ γρήγορα πείσθηκε ὁ εὐλαβής ἱερεύς γιά τήν ἀθωώτητά του, ὥστε τοῦ ἐπέτρεπε νά κοινωνῆ κάθε φορὰ πού λειτουργοῦσε στίς φυλακές.
Ὁ ἱερεύς προσπάθησε κάτι νά κάμη μέσω κάποιων δικηγόρων, ἀλλά οἱ μάρτυρες ἦσαν ἀπολύτως κατηγορηματικοί, γιατί ἦσαν δῆθεν παρόντες στόν φόνο. Παρά ταῦτα ὁ Ἐξομολόγος πίστευε ὅτι ὄντως ἦτο ἀθῶος καί θύμα σκευωρίας.
Ὁ Πέτρος Γ. ὄχι μόνο προσηύχετο μέ τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού τό ἔμαθε ἀπό τό βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ», ἀλλά μελετοῦσε τό Εὐαγγέλιο καί κοινωνοῦσε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, σκορπώντας σέ ὅλους τοὺς συγκρατουμένους του πολλή καλωσύνη. Συγχωροῦσε δέ μέ ὅλη του τήν καρδιά καί τούς κατηγόρους του καί αὐτόν ἀκόμα τόν ἄγνωστο φονιά. Δέν φταῖνε, οἱ καημένοι, ἔλεγε. Φταίει τό πολιτικό καί ἰδεολογικό πάθος, φταίει καί ὁ διάβολος πού τούς σκοτεινίασε τό μυαλό κι ἔτσι κρύψανε τήν ἀλήθεια. Θεέ μου, συγχώρεσέ τους· καί ἀπό μένα νά ‘ναι συγχωρεμένοι. καί χάρισέ τους πλούτη καί ἀγαθά πολλά, ἀλλά χάρισέ τους προπαντός καί ἰδιαιτέρως φωτισμό καί ὑγεία.
Ἔτσι πέρασαν 19 χρόνια. Κατόπιν, λόγω τῆς καλῆς καί ἀρίστης διαγωγῆς καί ἐπειδή ἔκανε καί στίς τότε ἀγροτικές φυλακές, ὅπου ἐμειώνετο ἡ ποινή, ἀποφυλακίσθηκε. Ἦτο πλέον 50 ἐτῶν. Στό χωριό ὅμως δέν ἔγινε δεκτός, ἐπειδή τόν πίστευαν ὅλοι γιά φονιά καί κυρίως οἱ συγγενεῖς τοῦ φονευμένου. Ἔτσι, μετακόμισε σέ μία γειτονική πόλι καί ἔκαμε τόν ἐργάτη, τόν οἰκοδόμο καί κυρίως τόν μαραγκό, δουλειά πού τήν ἔμαθε στήν φυλακή. Ἡ ζωή του ὅμως ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι ζωή ἑνός ἀληθινοῦ χριστιανοῦ, μέ τήν ἀκριβῆ συμμετοχή στά Μυστήρια, μέ τήν σωστή τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καί ἰδιαιτέρως μέ τήν προσευχή. Ἡ προσευχή ἦταν τό ὀξυγόνο τῆς ζωῆς του. Ἡ Εὐχή καί τό Εὐαγγέλιο ἦσαν γι’ αὐτόν «ἄρτος ζωῆς» καί «ὕδωρ ζῶν».
Μία κοπέλα 42 ἐτῶν, θεολόγος σέ κάποιο Γυμνάσιο τῆς περιοχῆς, πληροφορήθηκε ἀπό τόν Πνευματικό τῶν φυλακῶν, πού ἦτο καί δικός της Πνευματικός, τά πάντα γιά τόν Πέτρο Γ. καί ἰδιαιτέρως γιά τό πόσο ἦτο ἀφοσιωμένος στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία Του. Πῆγε, τόν βρῆκε καί κατόπιν τόν ζήτησε ἡ ἴδια σέ γάμο!. Ἀπό τόν εὐλογημένο αὐτό γάμο προῆλθαν δυό παιδιά, ὑγιέστατα.
Ὕστερα ἀπό μερικά χρόνια, στό χωριό πού ἔγινε ὁ φόνος, κάποιος ἀρρώστησε βαρειά μέ ἀνεξήγητους φοβερούς πόνους σέ ὅλο του τό σῶμα. Ἡ ἐπιστήμη μέ τούς γιατρούς καί τίς κλινικές ἐξετάσεις, πού ἦσαν προηγμένες, στάθηκαν ἀδύνατον νά τόν βοηθήσουν!!! Οὔτε κἄν τήν αἰτία δέν μπόρεσαν νά ἐντοπίσουν!
Ἔτσι, μιὰ βραδυά στό σπίτι του, ἀφοῦ ἐπέστρεψε ἀπό τό νοσοκομεῖο, σ’ αὐτήν τήν φοβερή κατάστασι, ἄρχισε νά κραυγάζη μέσα στούς φοβερούς του πόνους ὅτι αὐτός ἦτο ὁ φονιάς καί μέ τούς 4 ψευδομάρτυρες, τούς ὁποίους ἐξηγόρασε μέ μεγάλα χρηματικά ποσά, κατηγόρησαν τόν Πέτρο Γ., ποὺ συμπτωματικά περνοῦσε ἀπό ἐκεῖνο τό σταυροδρόμι, τήν ὥρα πού ἔγινε ὁ φόνος.
Φώναξαν τόν ἀστυνόμο τοῦ τμήματος τοῦ χωριοῦ, ὑπέγραψε τήν ὁμολογία του κατονομάζοντας καί τούς 4 ψευδομάρτυρες καί συνεργούς του. Ποιά νομική διαδικασία ἀκολουθήθηκε μετά, δέν γνωρίζω. Ἡ ὁμολογία του ὅμως ἔκανε κρότο στό χωριό, προκαλώντας σύγχυσι, ταραχές καί πολλές κατάρες, οἱ ὁποῖες βάραιναν τόν φονιά.
Παρά ταῦτα, ἡ ψυχή τοῦ φονιᾶ δέν ἔφευγε. Κι αὐτός ἐξακολουθοῦσε νά τσιρίζη καί νά κραυγάζη. Ὁ Πέτρος Γ., ὅπως ἦτο ἑπόμενον, τό ἔμαθε. Δέν κίνησε ὅμως καμιά διαδικασία γιά τήν ἀποκατάστασι τῆς τιμῆς του μέ ἀναθεώρησι τῆς δίκης, μέ μηνύσεις κατά τῶν ἐνόχων καί ἄλλων ἐνδίκων νομίμων μέσων. Ἀλλά τί ἔκανε; Πῆγε στό σπίτι τοῦ φονιά!…Οἱ πάντες πάγωσαν. Οἱ περισσότεροι χωρικοί, ὅταν τόν εἶδαν νά περνάη μέσα ἀπό τό χωριό, ἀπό τήν ντροπή τους κρύφθηκαν. Πάγωσε καί ὁ φονιάς ὅταν τόν ἀντικρυσε, καί μέ γουρλωμένα τά μάτια ἀπό τήν ἔκπληξι καί τήν φρίκη, τόν ἄκουσε νά τοῦ λέη: Γιῶργο, σέ συγχωρῶ μέ ὅλη μου τήν καρδιά. Καί σ’ εὐχαριστῶ, γιατί ἤσουν ἡ αἰτία νά γνωρίσω τόν Χριστό μέ τήν Ἐκκλησία Του καί τά ἅγια Μυστήριά της. Εὔχομαι νά Τόν γνωρίσεις κι ἐσύ, μέ μετάνοια καί προσευχή! Τόν ἀγκαλίασε, τόν φίλησε καί ἔφυγε, ἐνῶ κάποια δάκρυα κρυφά ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του.
Ὁ θρίαμβος τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ ἦλθε, ὕστερα ἀπό 35 χρόνια! Ἀλλά ὑπῆρξε καί θρίαμβος τῆς ἐμπιστοσύνης, τῆς πίστεως καί τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς τοῦ ἀδικημένου Πέτρου Γ. στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καί ταυτόχρονα στέφανος δόξης στήν ὑπομονή καί μακροθυμία, πού ἔδειξε τόσα χρόνια. Εὐλογήθηκε ἡ μετέπειτα ζωή του, ὅπως προείπαμε, μ’ ἕναν χριστιανικό γάμο καί μέ οἰκογένεια πού ἦτο «κατ’ οἶκον ἐκκλησία» καί μέ δύο τρισευλογημένα παιδιά. Καί μάλιστα, μετά τήν ὁλοκάρδια συγχώρησι πού ἔδωσε καί τήν ἀγάπη πού ἔδειξε πρός ὅλους, πολλαπλασιάσθηκε ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στό σπιτικό του. Εἶχε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ πάνω του, τήν εὐλογία τῆς Παναγίας, τήν προστασία τῶν Ἁγίων καί τήν συμπαράστασι τῶν Ἀγγέλων.
Ἐκοιμήθη ὁσιακῶς σέ ἡλικία 80 ἐτῶν, τό 1999. Παρών στήν κοίμησί του ἦτο καί ὁ ἐννενηντάχρονος ἱερεύς τῶν φυλακῶν, πού μοῦ διηγήθηκε αὐτό τό γεγονός, γιά νά μέ διαβεβαιώση ὅτι λίγο πρίν τό τέλος τοῦ Πέτρου Γ., Ἄγγελοι καί Ἀρχάγγελοι πλημμύρισαν τό δωμάτιό του, τούς ὁποίους ἔβλεπε ὄχι μόνο ὁ ψυχορραγῶν μέ τά μάτια του, ἀλλά καί ὁ ἐν λόγω ἱερεύς. Αὐτοί καί παρέλαβαν τήν ψυχή του, μετά τό τελευταῖο σημεῖον τοῦ σταυροῦ πού ἔκανε ὁ Πέτρος Γ., λέγοντας:
- Ἄγγελέ μου! Ἄγγελέ μου!, δέν τήν ἀξίζω αὐτή τήν τιμή. Καί τοῦτο εἰπών, ἐκοιμήθη!.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, παρ’ ὅλο πού ἦταν ἔγγαμος καί ζοῦσε μέσα στόν σημερινό κόσμο, μετά ἀπό τήν τεράστια καί ἄδικη δοκιμασία καί ταλαιπωρία του στήν φυλακή, μαζί μέ βαρυποινίτες, εἶχε καρπούς τῆς Εὐχῆς, τῆς θείας Κοινωνίας καί τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς. Ἡ ἔγγαμη ζωή του δέν τόν ἐμπόδισε νά λέγη μέρα-νύχτα τήν Εὐχή, ὅπως τήν ἔμαθε ἀπό τό βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ».
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο, Ἡ Εὐχή μέσα στόν Κόσμο, Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου)
—————————————————————————————–
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ.Ένα συγκλονιστικό γεγονός που συνέβη στην Τουρκοκρατούμενη Κύπρο το 1974 .
(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Ηπειρωτικόν Μέλλον (Ιούλιος 1999)
Ήταν το καλοκαίρι του 1974.
Τα τουρκικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Κύπρο. Και σκορπούν το θάνατο. Στην Μόρφου συμβαίνει ένα συνταρακτικό γεγονός. Τούρκοι στρατιώτες συλλαμβάνουν 15 χριστιανούς. Τους φέρνουν στην αυλή του σπιτιού ενός Ελληνοκυπρίου δασκάλου. Και τους καταδικάζουν σε θάνατο. Ετοιμάζουν τα όπλα. Και στρέφουν τους αιχμαλώτους (άνδρες, γυναίκες, μικρά παιδιά) στον τοίχο. Θρήνος, κλαυθμός, οδυρμός. Τραγικές στιγμές για τους μελλοθανάτους. Περιμένουν μέσα σε κλίμα φόβου και αγωνίας τον Τούρκο αξιωματικό να έλθει και να διατάξει «πυρ».
Στρέφουν τότε το νου τους και την καρδιά τους στην Ελπίδα των Απελπισμένων. Και προσεύχονται όλοι τους θερμά για το τελευταίο τους ταξίδι και ιδιαίτερα ο δάσκαλος: «Θεέ μου, συγχώρεσέ μας και δέξου μας κοντά Σου. Μνήσθητι ημών, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου». Ο Τούρκος αξιωματικός έρχεται. Κοιτάζει τους στρατιώτες του με τα όπλα, κοιτάζει βλοσυρός και τους μελλοθάνατους. Ρίχνει μια ματιά προς τα πάνω. Μια κληματαριά απλώνεται και σκεπάζει την αυλή. Ζητάει ένα τσαμπί σταφύλι, για να παρατείνει έτσι σκόπιμα την αγωνία των αιχμαλώτων. Παίρνει το τσαμπί. Μα, ενώ ετοιμάζεται να το φάει, ακούγεται δυνατή η φωνή του δασκάλου:
Μην το φας! Προχτές το ράντισα με φάρμακο. Είναι ισχυρό δηλητήριο! Θα πεθάνεις!
Ο αξιωματικός μένει άναυδος. Και γεμάτος κατάπληξη ρωτάει:
Καλά, αφού ξέρεις, ότι σε λίγο θα δώσω διαταγή να σας σκοτώσουν, γιατί δεν με άφησες να το φάω και έτσι να με εκδικηθείς;
Του απάντησε ο δάσκαλος, με ειρήνη και γαλήνη:
Είμαι χριστιανός. Και τώρα που πρόκειται να φύγω από τον κόσμο αυτό και να παρουσιασθώ ενώπιον του Θεού, δεν θα ήθελα να βαρύνω την ψυχή μου με μια αμαρτία τόσο βαρειά.
Ο Τούρκος αξιωματικός συγκλονίζεται, για μια ακόμα φορά. Στρέφεται και λέει στους στρατιώτες του:
Αν έβρισκα έναν τέτοιο Τούρκο, θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα! Μαζέψτε τα όπλα και αφήστε τους ελεύθερους όλους!
Χρειάζονται σχόλια; Η δύναμη της χριστιανικής αγάπης, είναι ισχυρότερη από τα όπλα. Τα νικάει όλα.
Αρχιμ. Γρηγόριος Λίχας Ι. Μ. Προφήτου Ηλίου Πρεβέζης.Το σακί με τις πατάτες-Μία διδακτική ιστορία για την συγχώρηση
Οταν ακόμα πήγαινα στο σχολείο, ως μαθητής, είχα έναν υπέροχο δάσκαλο. Μια μέρα είχαμε κουβεντιάσει για το πόσο απαραίτητο είναι να μην κρατάμε θυμό μέσα μας αλλά να κοιτάμε πως θα απαλλαγούμε από αυτόν, μας έβαλε να το δούμε αυτό πρακτικά.
- Αύριο, μας είχε πει, να φέρετε όλοι στο σχολείο μια πλαστική σακούλα και ένα μικρό σακί με πατάτες.
Τον κοιτάξαμε έκπληκτοι αλλά είχαμε μάθει πως δεν αστειεύεται με κάτι τέτοια. Έτσι την άλλη μέρα είχε ο καθένας μας ο,τι μας είχε ζητήσει.
Τότε εκείνος λέει:
- Κάθε φορά που αποφασίζετε να μην συγχωρέστε κάποιον, να παίρνετε μια πατάτα, να γράφετε πάνω της το όνομα εκείνου και την ημερομηνία και να την βάζετε μέσα στην πλαστική σακούλα. Δεν πέρασε πολύς καιρός που μερικές σακούλες ήταν αρκετά βαριές.
Μας είπε επίσης αυτή την σακούλα να την κουβαλάμε μαζί μας, όπου κι αν πηγαίνουμε. Στο δρόμο, στο αυτοκίνητο, στο σχολείο, στα ψώνια παντού. Καταλαβαίνεις γιατί έτσι;
Μ’ αυτό τον τρόπο ήθελε να μας δείξει ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε το βάρος που κουβαλάμε. Να έχουμε επίγνωση κάθε στιγμή. Να το έχουμε μαζί μας ακόμα και στα μέρη που είναι κάπως… καθως πρέπει. Για φαντάσου τώρα να έχεις μια σακούλα με πατάτες στην disco.
Όπως επίσης φαντάσου ότι αρκετές από αυτές τις πατάτες είχαν αρχίσει να σαπίζουν. Για να μας θυμίζουν το τίμημα που έχουμε να πληρώσουμε για τον αρνητισμό και τον πόνο μέσα μας, όταν δεν αποφασίζουμε να συγχωρούμε.
Πάρα πολλές φορές σκεφτόμαστε πως το να συγχωρήσουμε κάποιον είναι ένα δώρο που του κάνουμε. Θαρρώ πως είναι το αντίθετο. Είναι δώρο στον εαυτό μας. Απαλλασσόμαστε από ένα περιττό βάρος.
Την επόμενη φορά λοιπόν που θα σκεφτείς πόσο δύσκολο είναι να συγχωρέσεις κάποιον θυμήσου:
«Δεν είναι ήδη αρκετά βαριά η σακούλα σου;»
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΧΘΡΑ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ! Μια αληθινή ιστορία
Του Johann Christoph Arnold
Όταν η διάσημη δολοφόνος Κάρλα Φαίη Τάκερ εκτελέστηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1998, στο Χάντσβιλλ του Τέξας, μία μικρή ομάδα διαδηλωτών ενάντια στη θανατική ποινή έκαναν μία ολονυχτία με αναμμένα κεριά. Αλλά πολλές περισσότερες εκατοντάδες ήταν εκεί έξω από τη φυλακή για να χαρούν για το θάνατό της. Ένα πανό που κρατούσε κάποιος τα έλεγε όλα: “Είθε ο Παράδεισος να σε βοηθήσει. Είναι τόσο σίγουρο όσο η κόλαση, ότι εμείς δεν θα σε βοηθήσουμε!”
Μέσα στη φυλακή, ωστόσο, ένας άνδρας, ονόματι Ρον Κάρλσον, προσευχόταν για την Κάρλα και όχι στην αίθουσα των μαρτύρων όπου βρίσκονταν οι οικογένειες των θυμάτων της Κάρλα, όπου λογικά θα έπρεπε να είναι, αλλά στο χώρο που η φυλακή παρείχε για την οικογένεια της δολοφόνου.
Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που γνώρισα τον Ρον και άκουσα το αξιοθαύμαστο ταξίδι του από το μίσος στη συμφιλίωση, αλλά αυτά που μου είπε είναι κολλημένα στο μυαλό μου λες και ήταν χτες:
«Λίγο μετά που είχα γυρίσει σπίτι μετά από μία μέρα κοπιαστικής δουλειάς (ήταν 13 Ιουλίου του 1983) χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο πατέρας μου. Είπε, “Ρόν, πρέπει να έρθεις αμέσως στο μαγαζί. Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι η αδελφή σου δολοφονήθηκε.” Έπεσα στο πάτωμα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν μπορούσα να το πιστέψω ακόμα κι όταν είδα στην τηλεόραση το σώμα της αδελφής μου να το μεταφέρουν έξω από ένα διαμέρισμα. Η Ντέμπορα ήταν αδελφή μου, και με είχε μεγαλώσει. Οι γονείς μου είχαν χωρίσει όταν ήμουν πολύ μικρός, έξη χρονών. Δεν είχα αδελφούς μόνο μία μεγαλύτερη αδελφή και γι’ αυτό η Ντέμπορα ήταν κάτι το πολύ ιδιαίτερο για μένα. Πολύ ιδιαίτερο.
H Ντέμπορα φρόντιζε πάντα να έχω ρούχα, και να υπάρχει φαγητό στο τραπέζι. Με βοηθούσε στα μαθήματά μου, και με χτυπούσε στα χέρια αν έκανα κάτι λάθος. Είχε γίνει η μητέρα μου.
Τώρα ήταν νεκρή, με δεκάδες μώλωπες από γροθιές σ’ όλο της το σώμα, και την πληγή από σφαίρα στην καρδιά της. Η Ντέμπορα δεν ήταν άνθρωπος που είχε εχθρούς. Απλά βρέθηκε στο λάθος μέρος, την λάθος ώρα. Οι δολοφόνοι είχαν έρθει να κλέψουν ανταλλακτικά μοτοσικλετών από το σπίτι που αυτή έμενε, και όταν ανακάλυψαν τον Τζέρρυ Ντην, τον άνθρωπο με τον οποίο ήταν μαζί, τον χτύπησαν μέχρι θανάτου. Βρίσκονταν κάτω από μεγάλη επήρεια ναρκωτικών. Μετά ανακάλυψαν την Ντέμπορα κι έτσι έπρεπε να την σκοτώσουν κι αυτήν ..».
To Xιούστον ήταν ανάστατο. Οι εφημερίδες περιέγραφαν με πηχυαίους τίτλους το έγκλημα, και η πόλη ζούσε σε φόβο. Μερικές βδομάδες αργότερα οι δολοφόνοι – δύο ναρκομανείς, η Κάρλα Τάκερ και ο Ντάνιελ Γκάρετ – παραδόθηκαν από συγγενείς. Στη συνέχεια δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Ντάνιελ αργότερα πέθανε στη φυλακή. Ωστόσο ο Ρον δεν αισθανόταν ανακούφιση: «Χάρηκα που συνελήφθηκαν, φυσικά, αλλά ήθελα να τους σκοτώσω εγώ ο ίδιος. Είχα γεμίσει με απόλυτο μίσος, και ήθελα να ισοφαρίσω. Ήθελα να χτυπήσω την καρδιά της Κάρλα όπως εκείνη είχε κάνει στην αδελφή μου».
Ο Ρον λέει ότι από πριν το θάνατο της αδελφής του, είχε πρόβλημα με το ποτό και τα ναρκωτικά, αλλά μετά χειροτέρεψε πολύ. Ένα χρόνο αργότερα και ο πατέρας τους πυροβολήθηκε από ληστές.
«Συχνά μεθούσα, και βυθιζόμουν στα ναρκωτικά όπως LSD και μαριχουάνα και ότι άλλο έβρισκα. Επίσης συνεχώς τσακωνόμουν με τη γυναίκα μου. Ήθελα να σκοτώσω τον εαυτό μου…
Τότε ένα βράδυ, αισθανόμουν ότι δεν άντεχα άλλο, και σκεφτόμουν ότι έπρεπε να κάνω κάτι για το μίσος και την οργή που με πλημμύριζαν. Είχαν γίνει τόσο άσχημα μέσα μου, που ήθελα συνεχώς να κάνω κακό σε αντικείμενα και ανθρώπους. Βάδιζα στο ίδιο μονοπάτι με τους δολοφόνους της αδελφής μου και του πατέρα μου. Εκείνο το βράδυ όμως αποφάσισα να ανοίξω τη Βίβλο, και άρχισα να διαβάζω.
Ήταν αλήθεια παράξενο. Ήμουν κάτω από επήρεια ναρκωτικών και διάβαζα το Λόγο του Θεού! Αλλά όταν έφτασα εκεί που σταύρωσαν τον Ιησού έκλεισα απότομα το βιβλίο. Για κάποιο λόγο με χτύπησε στην καρδιά όπως ποτέ πριν: “Θεέ μου”, σκέφτηκα, “σκότωσαν ακόμα και τον Ιησού!”.
Τότε έπεσα στα γόνατά μου και δεν το είχα κάνει ποτέ πριν αυτό – και ζήτησα από τον Θεό να έρθει στη ζωή μου και να με αλλάξει όπως Εκείνος ήθελε να είμαι, και να είναι Κύριος της ζωής μου. Αυτό ήταν βασικά που συνέβη εκείνο το βράδυ.
Αργότερα διάβασα περισσότερο τη Βίβλο, και μία γραμμή από το Πάτερ Ημών – εκείνη η γραμμή που λέει “συγχώρησέ μας όπως και εμείς συγχωρούμε” – πήδηξε έξω από το κείμενο προς εμένα. Το νόημα φαινόταν καθαρό: “Δεν θα συγχωρηθείς αν δεν συγχωρήσεις.” Θυμάμαι ότι επιχειρηματολογούσα με τον εαυτό μου : “Δεν μπορώ Εγώ να το κάνω αυτό, ποτέ δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο”. Και ο Θεός φαινόταν να μου απαντάει αμέσως, “Καλά, Ρον, Εσύ δεν μπορείς. Αλλά μέσω Εμένα μπορείς”.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και μία μέρα μιλούσα με ένα φίλο στο τηλέφωνο, και με ρώτησε αν ήξερα ότι η Κάρλα ήταν σε μία φυλακή στην πόλη μας. “Θα πρέπει να πάς εκεί και να της πεις τις σκέψεις σου”, μου είπε. Αυτός ο φίλος δεν ήξερε την πνευματική μου πορεία, και δεν του είπα τίποτα. Αλλά αποφάσισα να πάω να δω την Κάρλα.
Όταν πήγα εκεί και την αντίκρισα της είπα ότι είμαι ο αδελφός της Ντέμπορα. Δεν είπα τίποτα άλλο στην αρχή. Με κοίταξε παράξενα και είπε, “Ποιος είπες ότι είσαι;” Επανέλαβα, αλλά ακόμα με κοιτούσε αποσβολωμένη, σαν να μην πίστευε αυτό που άκουγε. Μετά ξέσπασε σε κλάμα.
Είπα, “Κάρλα, ό,τι και να βγει απ’ αυτό, θέλω να ξέρεις ότι εγώ σε συγχωρώ, και δεν έχω τίποτα εναντίον σου.” Εκείνη τη στιγμή όλο το μίσος και η οργή έφυγε. Ήταν σαν ένα μεγάλο βάρος να σηκώθηκε από τους ώμους μου».
Ο Ρον λέει ότι μίλησε πολύ ώρα με την Κάρλα, και στη διάρκεια της συνομιλίας του ανακάλυψε ότι κι εκείνη, επίσης, πρόσφατα είχε πιστέψει στον Θεό, και ότι η πίστη της είχε αλλάξει τη στάση της για τη ζωή. Ήταν τότε που ο Ρον αποφάσισε ότι έπρεπε να ξαναπάει και να μάθει περισσότερα γι’ αυτήν:
«Στην αρχή απλά ήθελα να πάω και να την συγχωρήσω και να φύγω, αλλά μετά από εκείνη την πρώτη επίσκεψη χρειαζόμουν να πάω ξανά. Ήθελα να ανακαλύψω αν ήταν ειλικρινής για τη χριστιανική πορεία την οποία ισχυριζόταν ότι είχε. Επίσης ήθελα να μάθω γιατί οι άνθρωποι σκοτώνουν, γιατί δολοφονούν ο ένας τον άλλο. Ποτέ δεν το έμαθα αυτό, αλλά έμαθα ότι η Κάρλα ήταν ειλικρινής. Επίσης ανακάλυψα, μέσα από αυτήν, ότι οι άνθρωποι μπορεί να αλλάξουν και ότι ο Θεός είναι ζωντανός.
Η μητέρα της Κάρλα ήταν πόρνη και ναρκομανής, και εισήγαγε την κόρη της από πολύ νεαρή ηλικία σε όλα αυτά. Η Κάρλα είχε αρχίσει να κάνει ενέσεις ηρωίνης από δέκα ετών. Στη φυλακή ήταν που άλλαξε η ζωή της 180 μοίρες – μέσω μίας διακονίας που ασχολούνταν με γυναίκες και έδινε Βίβλους και μιλούσε για το νόημα της ζωής με τον Θεό». Ο Ρον επισκεπτόταν κάθε δύο μήνες την Κάρλα, ενόσω αυτή ανέμενε την εκτέλεσή της, για τα επόμενα δύο χρόνια, και επίσης αλληλογραφούσε με αυτήν. Σύντομα είχαν γίνει στενοί φίλοι.
Θυμάται: «Οι άνθρωποι γύρω μου δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Έλεγαν πως είναι ολοφάνερο ότι κάτι πάει στραβά με εμένα – ότι θα έπρεπε να μισώ τον άνθρωπο που σκότωσε την αδελφή μου, όχι να την πλησιάζω. Ένας συγγενής μου είπε ότι ντρόπιαζα τη μνήμη της αδελφής μου με τον τρόπο που ενεργούσα, και ότι πιθανώς “τα κόκαλά της να έτριζαν στο τάφο της”. ΄Ενας άλλος έκανε μία δημόσια δήλωση τη μέρα της εκτέλεσης της Κάρλα για το πόσο χαρούμενος ήταν που σε λίγο θα ήταν νεκρή.»
Η ίδια η Κάρλα είχε μείνει έκπληκτη από τη στάση του Ρον απέναντί της. Μιλώντας σε μία τηλεοπτική συνέντευξη λίγο πριν την εκτέλεσή της, είχε πει: “Είναι απίστευτο, φανταστικό! Η συγχώρεση είναι ένα πράγμα. Αλλά το να πάει κάποιος πέρα από αυτό και να με πλησιάσει – να με αγαπήσει ενεργά;” Της ήταν πολύ πιο εύκολα να κατανοήσει την οργή χιλιάδων ανθρώπων που ήθελαν το θάνατό της: «Μπορώ να κατανοήσω την οργή τους. Ποιος δεν θα μπορούσε; Είναι μία έκφραση του πόνου και της πληγής τους. Το ξέρω ότι οι άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι αξίζω συγχώρεση. Αλλά ποιος την αξίζει; Μου έχει δοθεί μία νέα ζωή, και η ελπίδα – η υπόσχεση – ότι ο θάνατος δεν είναι η τελική πραγματικότητα». Η Κάρλα προχώρησε στον θάνατό της γενναία, χαμογελώντας καθώς έκανε την τελευταία της δήλωση: “Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό που έκανα … ελπίζω ο Θεός να σας δώσει ειρήνη μέσω του θανάτου μου”.
Όσο για τον Ρον, επιμένει ότι δεν χρειαζόταν η εκτέλεσή της: “Δεν ωφελεί … Σίγουρα μου λείπει η αδελφή μου. Αλλά μου λείπει επίσης και η Κάρλα …”.
(Μετάφραση από το περιοδικό The Plough Reader, Άνοιξη 2000).
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου.
http://fdathanasiou.wordpress.com