«Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ…» (Μέγα ἀπόδειπνο)
ΜΙΑ, ἀγαπητοί μου, μία σύντομη καὶ χαρακτηριστικὴ προσευχὴ τῆς περιόδου τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶνε ὁ ὕμνος τοῦ Μεγάλου ἀποδείπνου:
«Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ· ἄλλον γὰρ ἐκτός
σου βοηθὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν· Κύριε τῶν δυνάμεων, ἐλέησον ἡμᾶς».
Ἐδῶ δύο πράγματα ὁμολογοῦμε· τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἀδύνατος. Ἀλλὰ τί λένε τώρα μερικοί·
―Δὲ ντρέπεστε στὸν αἰῶνα μας νὰ καλλιεργῆτε τέτοιες ἰδέες; Ἀδύνατος εἶνε σήμερα ὁ ἄνθρωπος; Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια μπορεῖ νὰ ἦταν. Σπίτια τότε δὲν εἶχε, μέσα σὲ καλαμιὲς καὶ πάνω στὰ δέντρα ζοῦσε, ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα δὲν ὑπῆρχε, τὴ νύχτα φωτιζόταν μὲ δᾳδιά, ῥοῦχα δὲν εἶχε νὰ φορέσῃ καὶ κρύωνε, δέρματα ζῴων φοροῦσε. Τώρα ὅμως εἶνε δυνατός, σχεδὸν παντοδύναμος! Δὲ βλέπετε τί ἔφτειασε καὶ ποῦ ἔφτασε· ἀεροπλάνα καὶ πυραύλους καὶ διαστημόπλοια, καὶ ταξιδεύει ψηλά, ἄγγιξε τὴ σελήνη. Τί ἄλλο θέλετε;…
Ὥστε λοιπὸν παντοδύναμος; Τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημα εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ ἀλαζονεία. Ἂς χαμηλώσουν ὅμως τὸ ὕφος των, ἂς προσγειωθοῦν καὶ ἂς ταπεινωθοῦν.
* * *
Παρ’ ὅλα τὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθεῖ νὰ εἶνε ἀδύνατος. Ἔχει ἀδυναμία. Ποῦ εἶνε ἡ ἀδυναμία του.
Δὲ διαβάσατε; Στὶς 19 Φεβρουαρίου 1985 ἕνα ἀεροπλάνο ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Μαδρίτη. Ὑπολόγιζαν σὲ μισὴ ὥρα νὰ φτάσῃ στὸν προορισμό του. Ἔφτασε; Δὲν ἔφτασε. Ἐκεῖ ποὺ ταξίδευε, κάτι συνέβη, ἔπεσε, συνετρίβη πάνω σ’ ἕνα βουνό, καὶ δὲ σώθηκε οὔτε ἕνας· 142 ἄτομα ἦταν μέσα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἕνας ὑπουργός. Κομμάτια τοὺς περισυνέλεγαν, ἀλλοῦ τὰ κεφάλια ἀλλοῦ τὰ κορμιά… Νάτη ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου.
Προωδεύσαμε, παύσαμε νὰ περπατοῦμε μὲ τὰ πόδια καὶ μὲ τ’ ἀθῷα γαϊδουράκια. Τώρα ταξιδεύουμε μὲ ἀεροπλάνα καὶ αὐτοκίνητα. Γέμισε ὁ τόπος αὐτοκίνητα. Ὅταν ἦρθα στὴ Φλώρινα ὡς ἐπίσκοπος, λίγα αὐτοκίνητα ὑπῆρχαν· τώρα δὲν ἔχουμε δρόμους νὰ σταθμεύσουν. Κανένα δὲν κατηγορῶ· οὔτε ἀπαγορεύεται νὰ ἔχῃ καθένας τὸ αὐτοκίνητό του. Ἀλλὰ ποιά ἡ ἀσφάλεια; Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἀγοράζεις τροχοφόρο – τί κάνεις· κινδυνεύεις. Ρωτῆστε αὐτοὺς ποὺ ξέρουν ἀπὸ αὐτοκίνητο. Ξέρετε ποιοί φοβοῦνται περισσότερο; Αὐτοὶ ποὺ ὁδηγοῦν· γιατὶ ξέρουν τὸ μηχανισμό. Ἀπὸ μία βίδα ―ἂν λασκάρῃ―, πάει τὸ αὐτοκίνητο· ἔχασε ὁ σωφὲρ τὸν ἔλεγχο, ἐκτροχιάζεται, καταστρέφεται. Κ’ ἔπειτα σοῦ λένε δυνατός. Ἄ, σπουδαία δύναμις ὁ ἄνθρωπος!
Θέ’ς κάτι ἄλλο; Λοιπόν, ἐκεῖ ποὺ εἶσαι ὑγιής —ἀπὸ μιὰ τρίχα ἐξαρτᾶται ἡ ζωή μας—, πάει μιὰ σταγόνα αἷμα στὸν ἐγκέφαλο καὶ παθαίνεις ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο. Ἄντε στὸ νοσοκομεῖο νὰ τοὺς δῇς· οὔτε μιλᾶνε, οὔτε κινοῦνται, οὔτε τίποτα. Σὰ νεκροί, σὰν φυτὰ εἶνε. Ἐκεῖ ποὺ κάθεσαι, ἐκεῖ ποὺ διαβάζεις, ἐκεῖ ποὺ μελετᾷς, ἐκεῖ ποὺ τρῶς, ἐκεῖ ποὺ κοιμᾶσαι, ἐκεῖ ποὺ περπατᾷς, μιὰ σταγόνα αἷμα καὶ τέλος. Τί λές, εἶνε δυνατὸς ὁ ἄνθρωπος;
Ρώτησε τοὺς γιατρούς· Μιὰ σταγόνα αἵματος προκαλεῖ θρόμβωσι στὴν καρδιά, ἔμφραγμα, καὶ πάει ὁ ἄνθρωπος; Τί λές, εἶνε δυνατός;
Προσπαθοῦν οἱ ἐπιστήμονες, στύβουν τὸ μυαλό τους Ἀμερικανοί, Γάλλοι, Ἄγγλοι, ῾Ρῶσοι, νὰ βροῦν – τί; Κυνηγοῦν ὅπως ὁ κυνηγὸς στὸ δάσος. Τί κυνηγοῦν; καμμιὰ τίγρι, κανένα λιοντάρι; Κάτι ἀγριώτερο. Διότι κανένα λιοντάρι καὶ καμμιά τίγρις δὲν ἔκανε τόση καταστροφή. Πῶς λέγεται τὸ θηρίο ποὺ κυνηγοῦν; Καρκίνος! Δὲ μποροῦν νὰ τὸ πιάσουν. Μικρόβιο εἶνε; τί εἶνε; Προσπαθοῦν, μὰ τίποτα. Πάει, τελείωσε ὁ ἄνθρωπος. Νά ἡ δύναμίς του!
Δὲ διαβάσατε; Στὶς 19 Φεβρουαρίου 1985 ἕνα ἀεροπλάνο ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Μαδρίτη. Ὑπολόγιζαν σὲ μισὴ ὥρα νὰ φτάσῃ στὸν προορισμό του. Ἔφτασε; Δὲν ἔφτασε. Ἐκεῖ ποὺ ταξίδευε, κάτι συνέβη, ἔπεσε, συνετρίβη πάνω σ’ ἕνα βουνό, καὶ δὲ σώθηκε οὔτε ἕνας· 142 ἄτομα ἦταν μέσα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἕνας ὑπουργός. Κομμάτια τοὺς περισυνέλεγαν, ἀλλοῦ τὰ κεφάλια ἀλλοῦ τὰ κορμιά… Νάτη ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου.
Προωδεύσαμε, παύσαμε νὰ περπατοῦμε μὲ τὰ πόδια καὶ μὲ τ’ ἀθῷα γαϊδουράκια. Τώρα ταξιδεύουμε μὲ ἀεροπλάνα καὶ αὐτοκίνητα. Γέμισε ὁ τόπος αὐτοκίνητα. Ὅταν ἦρθα στὴ Φλώρινα ὡς ἐπίσκοπος, λίγα αὐτοκίνητα ὑπῆρχαν· τώρα δὲν ἔχουμε δρόμους νὰ σταθμεύσουν. Κανένα δὲν κατηγορῶ· οὔτε ἀπαγορεύεται νὰ ἔχῃ καθένας τὸ αὐτοκίνητό του. Ἀλλὰ ποιά ἡ ἀσφάλεια; Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἀγοράζεις τροχοφόρο – τί κάνεις· κινδυνεύεις. Ρωτῆστε αὐτοὺς ποὺ ξέρουν ἀπὸ αὐτοκίνητο. Ξέρετε ποιοί φοβοῦνται περισσότερο; Αὐτοὶ ποὺ ὁδηγοῦν· γιατὶ ξέρουν τὸ μηχανισμό. Ἀπὸ μία βίδα ―ἂν λασκάρῃ―, πάει τὸ αὐτοκίνητο· ἔχασε ὁ σωφὲρ τὸν ἔλεγχο, ἐκτροχιάζεται, καταστρέφεται. Κ’ ἔπειτα σοῦ λένε δυνατός. Ἄ, σπουδαία δύναμις ὁ ἄνθρωπος!
Θέ’ς κάτι ἄλλο; Λοιπόν, ἐκεῖ ποὺ εἶσαι ὑγιής —ἀπὸ μιὰ τρίχα ἐξαρτᾶται ἡ ζωή μας—, πάει μιὰ σταγόνα αἷμα στὸν ἐγκέφαλο καὶ παθαίνεις ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο. Ἄντε στὸ νοσοκομεῖο νὰ τοὺς δῇς· οὔτε μιλᾶνε, οὔτε κινοῦνται, οὔτε τίποτα. Σὰ νεκροί, σὰν φυτὰ εἶνε. Ἐκεῖ ποὺ κάθεσαι, ἐκεῖ ποὺ διαβάζεις, ἐκεῖ ποὺ μελετᾷς, ἐκεῖ ποὺ τρῶς, ἐκεῖ ποὺ κοιμᾶσαι, ἐκεῖ ποὺ περπατᾷς, μιὰ σταγόνα αἷμα καὶ τέλος. Τί λές, εἶνε δυνατὸς ὁ ἄνθρωπος;
Ρώτησε τοὺς γιατρούς· Μιὰ σταγόνα αἵματος προκαλεῖ θρόμβωσι στὴν καρδιά, ἔμφραγμα, καὶ πάει ὁ ἄνθρωπος; Τί λές, εἶνε δυνατός;
Προσπαθοῦν οἱ ἐπιστήμονες, στύβουν τὸ μυαλό τους Ἀμερικανοί, Γάλλοι, Ἄγγλοι, ῾Ρῶσοι, νὰ βροῦν – τί; Κυνηγοῦν ὅπως ὁ κυνηγὸς στὸ δάσος. Τί κυνηγοῦν; καμμιὰ τίγρι, κανένα λιοντάρι; Κάτι ἀγριώτερο. Διότι κανένα λιοντάρι καὶ καμμιά τίγρις δὲν ἔκανε τόση καταστροφή. Πῶς λέγεται τὸ θηρίο ποὺ κυνηγοῦν; Καρκίνος! Δὲ μποροῦν νὰ τὸ πιάσουν. Μικρόβιο εἶνε; τί εἶνε; Προσπαθοῦν, μὰ τίποτα. Πάει, τελείωσε ὁ ἄνθρωπος. Νά ἡ δύναμίς του!
* * *
Ἀδύνατος ὁ ἄνθρωπος σωματικῶς, ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ κινδυνεύει. Μὰ πρὸ παντὸς ἀδύνατος ἠθικῶς καὶ πνευματικῶς. Μέσα του ἔχει τὸ κακό, φωλιάζει στὴν καρδιά του σὰν λερναία ὕδρα μὲ ἑφτὰ κεφάλια.
Δυστυχῶς δὲν τὸ αἰσθάνονται ὅλοι. Ὅποιος τὸ αἰσθάνεται ἀναστενάζει κι ἀγωνίζεται νὰ τὸ ξεῤῥιζώσῃ. Πόσες φορὲς ἀκοῦς «Θέλω, μὰ δὲν μπορῶ»! Βλέπει ὁ ταλαίπωρος, ὅτι τὸ κακό, ὅποιο ὄνομα κι ἂν φέρῃ, εἶνε συμφορὰ – θάνατος, κι ὅμως δὲν τ’ ἀποφεύγει. Καταλαβαίνει λ.χ. αὐτὸς ποὺ καπνίζει, ὅτι τὸ κάπνισμα βλάπτει. Προσπαθεῖ, μὰ πάλι τὸν βλέπεις μὲ τὸ τσιγάρο· δὲν μπορεῖ νὰ τὸ νικήσῃ. Νιώθει ὁ ἄλλος, ὅτι τὸ ἀλκοὸλ τοῦ σάπισε τὰ σπλάχνα, θὰ τὸν πεθάνῃ. Ἕνα διάστημα τὸ κόβει· μὰ πάλι νάτον στὴν ταβέρνα. Βλέπει ὁ ἄλλος, ὅτι τὸ χαρτοπαίγνιο εἶνε παγίδα. Σταματάει γιὰ λίγο, καὶ πάλι νικιέται καὶ παίζει… Εἶνε αἰχμάλωτος τοῦ κακοῦ.
Τὸ δρᾶμα τοῦ ἀνθρώπου ἔνιωθε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔλεγε «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος…» (῾Ρωμ. 7, 24). Ξέρω τὸ καλό, μὰ κάνω τὸ κακό. Τί ἀδυναμία εἶν’ αὐτή! κι ἂς φαίνεται φιλόσοφος κι ἂς ἔχῃ στέμμα. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος κατέκτησε τὸν κόσμο, ἔγινε κυρίαρχος τῆς οἰκουμένης, ἐν τούτοις δὲν μπόρεσε νὰ νικήσῃ τὸν κακὸ ἑαυτό του· ἔγινε οἰνοπότης στὰ τελευταῖα, καὶ πάνω στὴ μέθη σκότωσε τὸν καλύτερό του φίλο. Ὁ νικητὴς τῶν λαῶν νικήθηκε ἀπὸ τὸ πάθος! Γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν, ὅτι «τὸ νικᾶν ἑαυτόν», τὸ νὰ νικᾶμε τὸν ἑαυτό μας, εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη νίκη.
Θυμᾶμαι ἕναν ἀείμνηστο πνευματικὸ πατέρα στὴν Καλαμάτα, τὸν Ἰωὴλ Γιαννακόπουλο, ποὺ τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ἑρμηνεύσῃ ὅλη τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἦταν σπουδαῖος ἄνθρωπος καὶ ἀσκητὴς μεγάλος. Τὸν ῥώτησαν κάποτε· —Πάτερ Ἰωήλ, τί ἐπιθυμεῖς νὰ γίνῃς; —Ζητῶ μεγάλα πράγματα. —Τί, θέλεις νὰ γίνῃς δεσπότης; —Μικρὸ εἶν’ αὐτό. —Τί θέλεις, νὰ γίνῃς ἀρχιεπίσκοπος; —Μικρὸ εἶνε κι αὐτό. ―Ἔ, θέλεις νὰ γίνῃς πατριάρχης; —Μικρὸ κι αὐτό. —Δὲ σὲ καταλαβαίνω· τί θέ’ς νὰ γίνῃς, αὐτοκράτορας; —Ναὶ αὐτοκράτορας, ἀλλὰ μὲ δασεῖα. Κόψανε τώρα τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα. Ἔχει σημασία αὐτὸ ποὺ εἶπε. Αὐτοκράτωρ μὲ ψιλὴ εἶνε αὐτὸς ποὺ κυριαρχεῖ σ’ ἕνα κράτος, αὑτοκράτωρ μὲ δασεῖα εἶνε αὐτὸς ποὺ κυριαρχεῖ στὸν ἑαυτό του. Νά ἡ σημασία. Αὐτό, λέει, προσπαθῶ νὰ κατορθώσω. Τί νὰ τὸ κάνῃς ν’ ἀνεβῇς στὰ ὕψιστα ἀξιώματα, ἂν δὲν μπορῇς νὰ κυβερνήσῃς τὸν ἑαυτό σου;
Ἀδύνατος, πολὺ ἀδύνατος ὁ ἄνθρωπος. Ἡ Νεκρώσιμος ἀκολουθία λέει· «Ἐμνήσθην τοῦ προφήτου βοῶντος· Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός». Τί εἶμαι; λέει· δὲν εἶμαι τίποτα, μία χούφτα χῶμα καὶ στάχτη. Ποιός εἶνε ὁ προφήτης ποὺ τὸ εἶπε αὐτό; Ὁ Ἀβραάμ (Γέν. 18,27).
Ὅταν συνειδητοποιοῦμε τὴν ἀδυναμία μας, τότε ἀναγκαζόμεθα νὰ ζητήσουμε καταφύγιο στὸ Θεό. Ὅλοι! Ἔρχονται στιγμές, ποὺ καὶ ὁ πιὸ σκληρὸς ἄνθρωπος βλέπει τὴν ἀδυναμία του. Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ ἄπιστοι ἔρχεται στιγμὴ ποὺ ζητοῦν τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χαρίλαος Φλωράκης, ἀρχηγὸς τοῦ κομμουνιστικοῦ κόμματος, ρωτήθηκε ἀπὸ ἕνα δημοσιογράφο· —Πιστεύεις στὸ Θεό; —Ὄχι, εἶπε· ἐμεῖς εἴμεθα ἄθεοι. Ἀλλὰ μετὰ σταμάτησε, σκέφτηκε, καὶ συνέχισε· Τί νὰ σοῦ πῶ· μιὰ φορὰ στὸ βουνό, ἐκεῖ ποὺ ἤμουν ἀντάρτης στὸν Ὄλυμπο, καθὼς τὸ πρωΐ σηκώθηκα, ἀκούω ἕνα σφύριγμα· ἕνα πελώριο φίδι ἐρχόταν πάνω μου. Τότε θυμήθηκα τὴ γιαγιά μου, ποὺ καθὼς μὲ εἶχε στὰ γόνατα μοῦ ᾿λεγε νὰ κάνω τὴν προσευχή μου ὅταν κινδυνεύω, καὶ φώναξα· Παναγιά, βοήθα με!…
Βοήθεια ζητάει κι ὁ φτωχὸς κι ὁ πλούσιος, κι ὁ μικρὸς κι ὁ μεγάλος. Βοήθεια ζητάει ὁ ἄρρωστος στὸ κρεβάτι. Βοήθεια! φωνάζει ὁ ναύτης μέσ᾿ στὰ ἄγρια κύματα τοῦ πελάγους. Βοήθεια ζητάει ἡ χήρα καὶ τὸ ὀρφανό. Ὅλοι φωνάζουν βοήθεια, μὰ κυρίως γιὰ τὰ μικρά, τὰ ὑλικὰ καὶ σωματικά. Ἕνα δὲ λέμε· Βοήθα με, Θεέ μου, ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὸ πάθος μου, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Βλέπω σὰν κῦμα τὸν κακὸ λογισμό, νιώθω ὅτι κινδυνεύω, βοήθα με νὰ μὴν τὸν δεχτῶ καὶ βρεθῶ στὴν ἄβυσσο!
Αὐτὴ τὴν ἀνάγκη δὲν τὴν αἰσθάνονται πολλοί. Δὲ λέμε, Βοήθησέ με, Κύριε, νὰ σταθῶ στὰ πόδια μου, νὰ μὴν ὑποχωρήσω, νὰ μὴ γίνω θῦμα. Δὲ λέμε, Βοήθησέ με, Κύριε, νὰ παλέψω μὲ τὸ διάβολο, ὅπως πάλεψες ἐσὺ καὶ τὸν νίκησες.
Ἂν ποῦμε, «Κύριε τῶν δυνάμεων», βοήθησέ με· βλέπω τὴν ἀσθένειά μου, ὅτι εἶμαι ἕνα μηδέν, καὶ ζητῶ τὴ βοήθειά σου, τότε ὁ Κύριος θ’ ἀπαντήσῃ «Ἐν τούτω νίκᾳ»!
Δυστυχῶς δὲν τὸ αἰσθάνονται ὅλοι. Ὅποιος τὸ αἰσθάνεται ἀναστενάζει κι ἀγωνίζεται νὰ τὸ ξεῤῥιζώσῃ. Πόσες φορὲς ἀκοῦς «Θέλω, μὰ δὲν μπορῶ»! Βλέπει ὁ ταλαίπωρος, ὅτι τὸ κακό, ὅποιο ὄνομα κι ἂν φέρῃ, εἶνε συμφορὰ – θάνατος, κι ὅμως δὲν τ’ ἀποφεύγει. Καταλαβαίνει λ.χ. αὐτὸς ποὺ καπνίζει, ὅτι τὸ κάπνισμα βλάπτει. Προσπαθεῖ, μὰ πάλι τὸν βλέπεις μὲ τὸ τσιγάρο· δὲν μπορεῖ νὰ τὸ νικήσῃ. Νιώθει ὁ ἄλλος, ὅτι τὸ ἀλκοὸλ τοῦ σάπισε τὰ σπλάχνα, θὰ τὸν πεθάνῃ. Ἕνα διάστημα τὸ κόβει· μὰ πάλι νάτον στὴν ταβέρνα. Βλέπει ὁ ἄλλος, ὅτι τὸ χαρτοπαίγνιο εἶνε παγίδα. Σταματάει γιὰ λίγο, καὶ πάλι νικιέται καὶ παίζει… Εἶνε αἰχμάλωτος τοῦ κακοῦ.
Τὸ δρᾶμα τοῦ ἀνθρώπου ἔνιωθε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔλεγε «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος…» (῾Ρωμ. 7, 24). Ξέρω τὸ καλό, μὰ κάνω τὸ κακό. Τί ἀδυναμία εἶν’ αὐτή! κι ἂς φαίνεται φιλόσοφος κι ἂς ἔχῃ στέμμα. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος κατέκτησε τὸν κόσμο, ἔγινε κυρίαρχος τῆς οἰκουμένης, ἐν τούτοις δὲν μπόρεσε νὰ νικήσῃ τὸν κακὸ ἑαυτό του· ἔγινε οἰνοπότης στὰ τελευταῖα, καὶ πάνω στὴ μέθη σκότωσε τὸν καλύτερό του φίλο. Ὁ νικητὴς τῶν λαῶν νικήθηκε ἀπὸ τὸ πάθος! Γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν, ὅτι «τὸ νικᾶν ἑαυτόν», τὸ νὰ νικᾶμε τὸν ἑαυτό μας, εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη νίκη.
Θυμᾶμαι ἕναν ἀείμνηστο πνευματικὸ πατέρα στὴν Καλαμάτα, τὸν Ἰωὴλ Γιαννακόπουλο, ποὺ τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ἑρμηνεύσῃ ὅλη τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἦταν σπουδαῖος ἄνθρωπος καὶ ἀσκητὴς μεγάλος. Τὸν ῥώτησαν κάποτε· —Πάτερ Ἰωήλ, τί ἐπιθυμεῖς νὰ γίνῃς; —Ζητῶ μεγάλα πράγματα. —Τί, θέλεις νὰ γίνῃς δεσπότης; —Μικρὸ εἶν’ αὐτό. —Τί θέλεις, νὰ γίνῃς ἀρχιεπίσκοπος; —Μικρὸ εἶνε κι αὐτό. ―Ἔ, θέλεις νὰ γίνῃς πατριάρχης; —Μικρὸ κι αὐτό. —Δὲ σὲ καταλαβαίνω· τί θέ’ς νὰ γίνῃς, αὐτοκράτορας; —Ναὶ αὐτοκράτορας, ἀλλὰ μὲ δασεῖα. Κόψανε τώρα τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα. Ἔχει σημασία αὐτὸ ποὺ εἶπε. Αὐτοκράτωρ μὲ ψιλὴ εἶνε αὐτὸς ποὺ κυριαρχεῖ σ’ ἕνα κράτος, αὑτοκράτωρ μὲ δασεῖα εἶνε αὐτὸς ποὺ κυριαρχεῖ στὸν ἑαυτό του. Νά ἡ σημασία. Αὐτό, λέει, προσπαθῶ νὰ κατορθώσω. Τί νὰ τὸ κάνῃς ν’ ἀνεβῇς στὰ ὕψιστα ἀξιώματα, ἂν δὲν μπορῇς νὰ κυβερνήσῃς τὸν ἑαυτό σου;
Ἀδύνατος, πολὺ ἀδύνατος ὁ ἄνθρωπος. Ἡ Νεκρώσιμος ἀκολουθία λέει· «Ἐμνήσθην τοῦ προφήτου βοῶντος· Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός». Τί εἶμαι; λέει· δὲν εἶμαι τίποτα, μία χούφτα χῶμα καὶ στάχτη. Ποιός εἶνε ὁ προφήτης ποὺ τὸ εἶπε αὐτό; Ὁ Ἀβραάμ (Γέν. 18,27).
Ὅταν συνειδητοποιοῦμε τὴν ἀδυναμία μας, τότε ἀναγκαζόμεθα νὰ ζητήσουμε καταφύγιο στὸ Θεό. Ὅλοι! Ἔρχονται στιγμές, ποὺ καὶ ὁ πιὸ σκληρὸς ἄνθρωπος βλέπει τὴν ἀδυναμία του. Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ ἄπιστοι ἔρχεται στιγμὴ ποὺ ζητοῦν τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χαρίλαος Φλωράκης, ἀρχηγὸς τοῦ κομμουνιστικοῦ κόμματος, ρωτήθηκε ἀπὸ ἕνα δημοσιογράφο· —Πιστεύεις στὸ Θεό; —Ὄχι, εἶπε· ἐμεῖς εἴμεθα ἄθεοι. Ἀλλὰ μετὰ σταμάτησε, σκέφτηκε, καὶ συνέχισε· Τί νὰ σοῦ πῶ· μιὰ φορὰ στὸ βουνό, ἐκεῖ ποὺ ἤμουν ἀντάρτης στὸν Ὄλυμπο, καθὼς τὸ πρωΐ σηκώθηκα, ἀκούω ἕνα σφύριγμα· ἕνα πελώριο φίδι ἐρχόταν πάνω μου. Τότε θυμήθηκα τὴ γιαγιά μου, ποὺ καθὼς μὲ εἶχε στὰ γόνατα μοῦ ᾿λεγε νὰ κάνω τὴν προσευχή μου ὅταν κινδυνεύω, καὶ φώναξα· Παναγιά, βοήθα με!…
Βοήθεια ζητάει κι ὁ φτωχὸς κι ὁ πλούσιος, κι ὁ μικρὸς κι ὁ μεγάλος. Βοήθεια ζητάει ὁ ἄρρωστος στὸ κρεβάτι. Βοήθεια! φωνάζει ὁ ναύτης μέσ᾿ στὰ ἄγρια κύματα τοῦ πελάγους. Βοήθεια ζητάει ἡ χήρα καὶ τὸ ὀρφανό. Ὅλοι φωνάζουν βοήθεια, μὰ κυρίως γιὰ τὰ μικρά, τὰ ὑλικὰ καὶ σωματικά. Ἕνα δὲ λέμε· Βοήθα με, Θεέ μου, ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὸ πάθος μου, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Βλέπω σὰν κῦμα τὸν κακὸ λογισμό, νιώθω ὅτι κινδυνεύω, βοήθα με νὰ μὴν τὸν δεχτῶ καὶ βρεθῶ στὴν ἄβυσσο!
Αὐτὴ τὴν ἀνάγκη δὲν τὴν αἰσθάνονται πολλοί. Δὲ λέμε, Βοήθησέ με, Κύριε, νὰ σταθῶ στὰ πόδια μου, νὰ μὴν ὑποχωρήσω, νὰ μὴ γίνω θῦμα. Δὲ λέμε, Βοήθησέ με, Κύριε, νὰ παλέψω μὲ τὸ διάβολο, ὅπως πάλεψες ἐσὺ καὶ τὸν νίκησες.
Ἂν ποῦμε, «Κύριε τῶν δυνάμεων», βοήθησέ με· βλέπω τὴν ἀσθένειά μου, ὅτι εἶμαι ἕνα μηδέν, καὶ ζητῶ τὴ βοήθειά σου, τότε ὁ Κύριος θ’ ἀπαντήσῃ «Ἐν τούτω νίκᾳ»!
* * *
Καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου, καὶ αὔριο καὶ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ ἄνθρωπος θὰ αἰσθάνεται πάντοτε τὴν ἀδυναμία του. Γι’ αὐτὸ ἂς γονατίζῃ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἂς τὸν παρακαλῇ καὶ ἂς κράζῃ· «Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ· ἄλλον γὰρ ἐκτός σου βοηθὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν· Κύριε τῶν δυνάμεων, ἐλέησον ἡμᾶς».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνοςhttp://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=19899