ΑΥΡΙΟ,
ἀγαπητοί μου, ἀρχίζει ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ποὺ διαρκεῖ
σαράντα μέρες.
Πρώτη μέρα εἶνε ἡ Καθαρὰ Δευτέρα, τελευταία τὸ Σάββατο
τοῦ Λαζάρου.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ ν᾿ ἀγωνισθοῦμε. Ἔχουμε ἐχθρούς. Οἱ δὲ
μεγαλύτεροι ἐχθροί μας εἶνε τρεῖς· πρῶτος ἡ σάρκα μὲ τὶς κακὲς ἐπιθυμίες
της, δεύτερος ὁ κόσμος μὲ τὰ φόβητρα καὶ τὰ
θέλγητρά του, καὶ τρίτος ὁ
σατανᾶς, ποὺ ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ
ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. 5,8).
Καλούμεθα λοιπὸν σ᾿ ἕνα πνευματικὸ πόλεμο. Κι ὅπως οἱ
στρατιῶτες ἔχουν ὅπλα, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς, στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ
είμαστε ὡπλισμένοι μὲ ὅπλα ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει σήμερα «ὅπλα
τοῦ φωτός» (Ῥωμ. 13,12). Τὰ δὲ ὅπλα ποὺ μᾶς συνιστᾷ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία
τὴν περίοδο αὐτὴ εἶνε τέσσερα.* * *
Πρῶτο ὅπλο ἡ νηστεία. Μερικοὶ
μοντέρνοι λένε, ὅτι ἡ νηστεία δὲν εἶνε τίποτα· τὴν ἔκαναν οἱ παπᾶδες καὶ
δεσποτάδες, γιὰ νὰ κρατοῦν τὸ λαὸ ὑποταγμένο. Αὐτὸ εἶνε ψέμα. Ἡ νηστεία
εἶνε ἀρχαῖος θεσμός. Εἶνε, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «συνηλικιῶτις»
τοῦ ἀνθρώπου, τόσο παλαιὰ ὅσο κι ὁ ἄνθρωπος.
Ὅταν ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ
καὶ τὴν Εὔα, τοὺς εἶπε νὰ τρῶνε ἀπὸ τοὺς καρποὺς ὅλων τῶν δέντρων τοῦ
παραδείσου ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα. Ἔ, αὐτὸ δὲν εἶνε νηστεία; Ἀλλὰ δυστυχῶς ὁ Ἀδὰμ
καὶ ἡ Εὔα δὲν τήρησαν τὴν ἐλαφρὰ αὐτὴ νηστεία καὶ τιμωρήθηκαν·
«ἐξεβλήθησαν τοῦ παραδείσου», ὅπως ἀκοῦμε στοὺς ὕμνους σήμερα.
Νήστεψαν ὁ Μωϋσῆς, ὁ Ἠλίας, ὅλοι οἱ προφῆται καὶ πατριάρχαι καὶ
δίκαιοι τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Νήστευαν οἱ Ἑβραῖοι, νήστευαν ὅλοι οἱ
λαοί. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς τὴ νηστεία συνιστᾷ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Τὴ συνιστᾷ μὲ τὰ λόγια του ποὺ ἀκούσαμε σήμερα (βλ. Ματθ. 6,16-18), καὶ
ἀκόμα περισσότερο μὲ τὰ ἔργα καὶ τὸ παράδειγμά του. Μετὰ τὴ βάπτισί του ὁ
Χριστὸς πῆγε στὴν ἔρημο, ἔμεινε σαράντα μέρες, πάλεψε μὲ τὸ σατανᾶ καὶ
τὸ νίκησε· κ᾿ ἐκεῖ ἔκανε νηστεία αὐστηρά, τόσες μέρες οὔτε ἔφαγε οὔτε
ἤπιε τίποτα. Ἡ νηστεία λοιπὸν στηρίζεται στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ
Διαθήκη. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ νηστεύῃ.
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἰατρικὴ συνιστᾷ τὴ νηστεία, ὡς φάρμακο. Ἕνας σοφὸς
ἰατρὸς εἶπε, ὅτι οἱ ἄνθρωποι «σκάβουμε τὸ λάκκο – τὸν τάφο μας μὲ τὰ
πιρούνια καὶ τὰ κουτάλια». Συναντοῦμε τὴ νηστεία καὶ στὴ φύσι ἀκόμη, στὰ
ζῷα. Ἡ χελώνα, τὸ φίδι, ὁ βάτραχος πέφτουν σὲ μακρὰ χειμερία νάρκη· στὸ
διάστημα αὐτὸ νηστεύουν βεβαίως. Παγκόσμιος νόμος ἡ νηστεία.
Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι ἀπέφευγαν τὰ κρέατα καὶ τὶς
λιπαρὲς οὐσίες. Στὸν Πόντο ἀπὸ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα ὁ χασάπης κρεμοῦσε τὸ
μαχαίρι του, ἔκλειναν τὰ κρεοπωλεῖα, καὶ μόνο τὸ Μέγα Σάββατο τὸ ἔπιανε
πάλι. Τώρα γίναμε τὸ πιὸ κρεοφάγο ἔθνος· γέμισε ἡ Ἑλλάδα ψησταριές. Δὲ᾿
φτάνουν τὰ ντόπια ζῷα, εἰσάγουμε κι ἀπ᾿ ἔξω καὶ φεύγει συνάλλαγμα. Τρῶμε
ἐμεῖς τὸν περίδρομο, τὴν ὥρα ποὺ πέρα στὴν Ἀσία καὶ τὴν Ἀφρικὴ
ἑκατομμύρια παιδάκια πεθαίνουν. Ἔννοια σου ὅμως, θὰ τὸ πληρώσουμε αὐτό.
Θά ᾿ρθουν πάλι χρόνια πείνας· θὰ γίνῃ ὁ λόγος τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ·
«μιὰ χούφτα ἀλεύρι-μιὰ χούφτα χρυσάφι».
Ὅλοι νὰ νηστεύουν. Ἐξαιροῦνται μόνο ἄρρωστοι, ἡλικιωμένοι καἱ
γυναῖκες ποὺ θηλάζουν παιδιά. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε φιλάνθρωπος· δὲ᾿ θέλει
νὰ ἐξοντώσῃ τὸν ἄνθρωπο. Ἀποστολικὸς κανὼν λέει, ὅτι αὐτοὶ
ἀπαλλάσσονται· ὅλοι οἱ ἄλλοι ὀφείλουν νὰ νηστεύουν.
Ἕνα ὅπλο ἡ νηστεία. Ἄλλο ὅπλο ἡ προσευχή. Πάντοτε νὰ προσευχώμεθα, ἰδιαιτέρως ὅμως τώρα. Στὴν ἐκκλησία κάθε βράδυ ψάλλεται τὸ «Κύριε τῶν δυνάμεων…» στὸ Μέγα ἀπόδειπνο. Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ τελεῖται προηγιασμένη. Παρασκευὴ βράδυ «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια…» καὶ Χαιρετισμοί. Προσευχὴ καὶ ἐκτὸς τοῦ ναοῦ· πρωῒ καὶ βράδυ, πρὶν καὶ μετὰ τὸ φαγητό· στὸ δρόμο, στὸ αὐτοκίνητο, στὸ ἀεροπλάνο, παντοῦ. Οἱ πρόγονοί μας ἔλεγαν· «Πέφτω κάνω τὸ σταυρό μου καὶ ἄγγελος εἶνε στὸ πλευρό μου». Προσευχὴ ὅμως καὶ στὸ σπίτι, οἰκογενειακή, πατέρας-μητέρα-παιδιά. Δεῖξτε μου μιὰ οἰκογένεια ποὺ προσεύχεται ἔτσι, νὰ πέσω νὰ φιλήσω τὰ πόδια τους. Ἔχουμε σπίτια ὡραῖα, τηλεοράσεις, φαγητά, ψυχαγωγίες, πορνεῖες, μοιχεῖες, καρναβάλια…· Θεὸ δὲν ἔχουμε. Γι᾿ αὐτὸ ἔρχονται τιμωρίες, σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ βιβλία. Δὲν προσεύχεσαι; ἄνθρωπος δὲν εἶσαι. Δὲν προσεύχεσαι; οὔτε ζῷο εἶσαι. Τὰ πουλιὰ ὑμνοῦν τὸ Θεό. Κι ὁ σκύλος τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο καὶ κουνάει τὴν οὐρά του σὰ᾿ νὰ σοῦ λέῃ εὐχαριστῶ. Καὶ ὁ ἄνθρωπος; Ὅλα τοῦ τὰ δίνει ὁ Θεός, κι αὐτὸς τὴ μπουκιὰ ἔχει στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημάει.
Τὸ τρίτο ὅπλο εἶνε ἡ ἐλεημοσύνη. Τὰ χρήματά σου μὴν τά ᾿χῃς μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σου, τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου· αὐτὸ εἶνε φιλαυτία. Νὰ εἶσαι ἐλεήμων. Πόσο ἐλεήμων; Τὸ Εὐαγγέλιο ἔχει τρεῖς βαθμῖδες ἐλεημοσύνης.
Ἕνα ὅπλο ἡ νηστεία. Ἄλλο ὅπλο ἡ προσευχή. Πάντοτε νὰ προσευχώμεθα, ἰδιαιτέρως ὅμως τώρα. Στὴν ἐκκλησία κάθε βράδυ ψάλλεται τὸ «Κύριε τῶν δυνάμεων…» στὸ Μέγα ἀπόδειπνο. Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ τελεῖται προηγιασμένη. Παρασκευὴ βράδυ «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια…» καὶ Χαιρετισμοί. Προσευχὴ καὶ ἐκτὸς τοῦ ναοῦ· πρωῒ καὶ βράδυ, πρὶν καὶ μετὰ τὸ φαγητό· στὸ δρόμο, στὸ αὐτοκίνητο, στὸ ἀεροπλάνο, παντοῦ. Οἱ πρόγονοί μας ἔλεγαν· «Πέφτω κάνω τὸ σταυρό μου καὶ ἄγγελος εἶνε στὸ πλευρό μου». Προσευχὴ ὅμως καὶ στὸ σπίτι, οἰκογενειακή, πατέρας-μητέρα-παιδιά. Δεῖξτε μου μιὰ οἰκογένεια ποὺ προσεύχεται ἔτσι, νὰ πέσω νὰ φιλήσω τὰ πόδια τους. Ἔχουμε σπίτια ὡραῖα, τηλεοράσεις, φαγητά, ψυχαγωγίες, πορνεῖες, μοιχεῖες, καρναβάλια…· Θεὸ δὲν ἔχουμε. Γι᾿ αὐτὸ ἔρχονται τιμωρίες, σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ βιβλία. Δὲν προσεύχεσαι; ἄνθρωπος δὲν εἶσαι. Δὲν προσεύχεσαι; οὔτε ζῷο εἶσαι. Τὰ πουλιὰ ὑμνοῦν τὸ Θεό. Κι ὁ σκύλος τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο καὶ κουνάει τὴν οὐρά του σὰ᾿ νὰ σοῦ λέῃ εὐχαριστῶ. Καὶ ὁ ἄνθρωπος; Ὅλα τοῦ τὰ δίνει ὁ Θεός, κι αὐτὸς τὴ μπουκιὰ ἔχει στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημάει.
Τὸ τρίτο ὅπλο εἶνε ἡ ἐλεημοσύνη. Τὰ χρήματά σου μὴν τά ᾿χῃς μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σου, τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου· αὐτὸ εἶνε φιλαυτία. Νὰ εἶσαι ἐλεήμων. Πόσο ἐλεήμων; Τὸ Εὐαγγέλιο ἔχει τρεῖς βαθμῖδες ἐλεημοσύνης.
Πρώτη, νὰ τὰ δώσῃς ὅλα (βλ. Λουκ. 18,22)· αὐτὸ
ἔκαναν οἱ ἀπόστολοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ἀσκηταί. Δὲ᾿ μπορεῖς νὰ τὰ δώσῃς
ὅλα; Ἔ, τότε κάνε κάτι εὐκολώτερο, δῶσε τὰ μισά· αὐτὸ λέει ὁ Ἰωάννης ὁ
Πρόδρομος (βλ. ἔ.ἀ. 3,11). Οὔτε τὰ μισὰ μπορεῖς; Ἔ, τότε δῶσε τὸ ἓν
δέκατον· ὅπως ἔκαναν οἱ Ἰουδαῖοι· ἑκατὸ μάζεψες; δῶσε τὰ δέκα στὸ φτωχό.
Οὔτε κι αὐτὸ ὅμως κάνεις. Ἀλλὰ τί; Τὸ σύνθημα τοῦ διαβόλου· ὅλα γιὰ τὸν
ἑαυτό μας, τίποτα γιὰ τὸν ἄλλο!
Σὲ κάποιο χωριὸ ὁ παπᾶς ἔκανε ἔρανο γιὰ
ἕνα δυστυχισμένο καὶ μάζεψε μόνο 1.000 δραχμές. Τὸ ίδιο βράδυ ἦρθαν στὸ
κέντρο ξένες ντιζὲζ καὶ χορεύανε· νέοι – γέροι βλέπανε τὰ γυμνὰ κρέατα.
Κι ὅταν ἔφυγαν αὐτές, μέτρησαν τὰ λεφτὰ ποὺ μάζεψαν· ἦταν, παρακαλῶ,
350.000 δραχμές. Πολὺ ὡραῖα! Γιὰ τὸ διάβολο 350.000, γιὰ τὸ Χριστό;
τίποτα σχεδόν…
_Είπαμε λοιπόν, νηστεία, προσευχή, ἐλεημοσύνη. Ὁ Χριστὸς ὅμως ζητάει κάτι ἀκόμα. Τὸ λέει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο. Ποιό εἶνε;
_Είπαμε λοιπόν, νηστεία, προσευχή, ἐλεημοσύνη. Ὁ Χριστὸς ὅμως ζητάει κάτι ἀκόμα. Τὸ λέει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο. Ποιό εἶνε;
Νὰ συγχωρήσῃς τὸν ἐχθρό σου (βλ. Ματθ.
6,14-15). Εἶνε τὸ τέταρτο ὅπλο, τὸ δυσκολώτερο ἀπ᾿ ὅλα.
Ρωτάει ὁ πνευματικὸς μιὰ ψυχή·
―Μήπως ἔχεις μὲ κανέναν ἔχθρα;
―Ἔχω, μὲ μιὰ γειτόνισσα.
―Τί σοῦ ἔκανε;
―Αὐτὸ κι αὐτό.
―Πόσο καιρὸ ἔχεις
νὰ τῆς μιλήσῃς;
―Εἶνε τώρα δέκα χρόνια… Ἔρχεται ἄλλη.
―Ἔχεις κανένα
ἐχθρό;
―Αὐτὴ ἡ πεθερά μου μ᾿ ἔψησε! καλημέρα δὲν τῆς λέω…
Ἔρχεται ἡ
πεθερά·
―Ἄ, αὐτὴ ἡ νύφη μου!…
Ἔρχεται ὁ γείτονας· ―Ἔχω μῖσος στὸν τάδε.
―Ἔ, τώρα πρέπει νὰ συχωρεθῆτε.
―Ἄ, αὐτὸ δὲ᾿ γίνεται, παπούλη· βάλε μου
κανόνα ὅ,τι θέ᾿ς, ν᾿ ἀνάβω κεριά, νὰ κάνω μετάνοιες, ἀλλὰ συχώρησι δὲ᾿
δίνω. Μ᾿ ἔχει κάψει, δὲ᾿ θέλω νὰ τὸ βλέπω οὔτε νὰ τὸν ἀκούω…
Τί λέει
ὅμως τὸ Εὐαγγέλιο!
Ρώτησαν κάποιον ἄπιστο, ποιό εἶνε τὸ πιὸ ὡραῖο ἀπ᾿
ὅσα γράφει τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ἀπήντησε·
Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Χριστός, νὰ
συχωράῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Συχωρᾷς; εἶσαι Χριστιανός. Δὲ᾿ συχωρᾷς; κρῖμα
στὶς νηστεῖες σου, στοὺς ἐκκλησιασμούς σου, στὶς μετάνοιες σου, σ᾿ ὅλα
ὅσα κάνεις.
Τὸ λέει καθαρὰ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα· Συγχωρεῖς, θὰ συγχωρηθῇς· δὲ᾿ συγχωρεῖς, δὲ᾿ θὰ συγχωρηθῇς.
Ἀπόψε θὰ μᾶς καλέσῃ ἡ Ἐκκλησία ὅλους· προτοῦ νὰ μποῦμε στὴ νηστεία, νὰ
συχωρέσουν οἱ νύφες τὶς πεθερές, οἱ πεθερὲς τὶς νύφες, οἱ ἄντρες τοὺς
γείτονές τους, οἱ μικροὶ τοὺς μεγάλους, οἱ μεγάλοι τοὺς μικρούς. Ἔτσι
ὅλοι σὰν ἀδέρφια, σὰν μιὰ οἰκογένεια ἀγαπημένη, ν᾿ ἀρχίσουμε τὸ ἱερὸ
στάδιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει· Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ
πεθάνῃ προτοῦ νὰ συμφιλιωθῇ μὲ τὸν ἐχθρό του· χίλιοι παπᾶδες καὶ χίλιοι
δεσποτάδες νὰ διαβάσουν εὐχὲς στὸν τάφο του, δὲ᾿ συγχωρεῖται.
* * *
Στὰ
ὅπλα λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί! Εὔκολα πιάνει κανεὶς τὰ πολεμικὰ
ὅπλα, ποὺ εἶνε ὅπλα θανάτου, καταστροφῆς, ἀπωλείας· δύσκολα πιάνει τὰ
πνευματικὰ ὅπλα, «τὰ ὅπλα τοῦ φωτός» ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος σήμερα.
Μὴ μείνουμε χωρὶς τὰ ὅπλα μας· τὴ
νηστεία, τὴν προσευχή, τὴν ἐλεημοσύνη, καὶ τὴ συγχώρησι. Ἂς νηστέψουμε,
ὅπως ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός στὴν ἔρημο. Ἂς προσευχηθοῦμε, ὅπως ὁ
Χριστὸς τὴ νύχτα στὴ Γεθσημανῆ. Ἂς ἐλεήσουμε, ὅπως ὁ Κύριος σκόρπισε
στὸν κόσμο τ᾿ ἀγαθά του. Καὶ ἂς συγχωρήσουμε ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας κάθε
ἐχθρό, ὅπως Ἐκεῖνος, ποὺ πάνω ἀπ᾿ τὸ σταυρὸ εἶπε γιὰ τοὺς σταυρωτάς του·
«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34).
Ἀπὸ αὔριο στὰ ὅπλα! Νηστεία,
προσευχή, ἐλεημοσύνη, συγχώρησις. Αὐτὰ τὰ τέσσερα νὰ ἔχουμε, καὶ τότε
ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι θὰ μᾶς σκεπάζουν καὶ ὁ Θεὸς θά ᾿νε πάντα μαζί μας
εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης
π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Γεωργίου Λακκιᾶς
[Λεβαίας – Ἀμυνταίου 28-2-1982)