ΤΟ Εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνα βιβλίο ἀνεκτιμήτου ἀξίας. Μηδέν μπροστά του ὅλα τὰ βιβλία τοῦ κόσμου. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται», εἶπε ὁ Κύριος, «οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Ἡ ἱστορία εἴκοσι αἰώνων ἀποδεικνύει, ὅτι εἶνε τὸ αἰώνιο βιβλίο. Ὅπως κανείς δὲ μπορεῖ νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο, ἔτσι καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶνε ὁ πνευματικὸς ἥλιος τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἀπόδειξις ἡ σημερινὴ περικοπή. Εἶνε μιὰ ὑπέροχη παραβολὴ τοῦ Κυρίου, ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ
Λαζάρου.
Λαζάρου.
* * *
Παρουσιάζονται κυρίως δύο πρόσωπα· ὁ πλούσιος καὶ ὁ φτωχός, ὁ ἕνας στὴν κόλασι ὁ ἄλλος στὸν παράδεισο. Μποροῦμε ἆραγε ἀπ᾽ αὐτὸ νὰ βγάλουμε τὸ συμπέρασμα, ὅτι κάθε πλούσιος θὰ πάῃ στὴν κόλασι καὶ κάθε φτωχὸς στὸν παράδεισο; Ὄχι. Τὸ συμπέρασμα δὲν εἶνε ὀρθό. Διότι στὴν ἴδια τὴν παραβολὴ βλέπουμε, ὅτι μέσα στὸν παράδεισο ἔλαμπε σὰν ἄστρο φωτεινὸ – ποιός; Ἕνας πλούσιος· ὁ Ἀβραάμ. Πῶς κέρδισε αὐτὸς τὸν παράδεισο;
Ὁ Ἀβραὰμ ἔζησε ἀντίθετα ἀπὸ τὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς. Ζοῦσε κάτω ἀπὸ σκηνές. Ἡ ζωή του λιτὴ καὶ ἀπέριττη. Καὶ πρὸ παντὸς ἦταν φιλόξενος. Ὅπως ὁ ψαρᾶς ῥίχνει τὸ δίχτυ νὰ πιάσῃ ψάρια, ἔτσι αὐτὸς κάθε μέρα ἅπλωνε τὸ δίχτυ τῆς φιλανθρωπίας· ὅποιον ξένο ἔβλεπε, τὸν φιλοξενοῦσε στὴ σκηνή του.
Πλούσιος λοιπὸν ὁ Ἀβραάμ, καὶ τὸν βλέπουμε στὴν καρδιὰ τοῦ παραδείσου. Πλούσιος ἦταν καὶ ὁ Ἰώβ, ἄλλη προσωπικότης τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ποὺ ἦταν προστάτης χηρῶν καὶ ὀρφανῶν, κοινωνικὸς καὶ μεταδοτικός. Πλούσιος ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, καὶ πούλησε ὅλη τὴν περιουσία του γιὰ νὰ τὴ δώσῃ στοὺς φτωχούς. Πλούσιοι ἦταν καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἅγιοι.
Πλούσιοι ὑπῆρξαν στὴν πατρίδα μας καὶ οἱ ἐθνικοὶ εὐεργέται. Τώρα δὲν ὑπάρχουν πλέον τέτοιοι. Ἡ πτωχὴ Ἑλλὰς ἔχει σήμερα πλουσίους, ἀλλὰ οἱ εὐεργέτες ἔλειψαν. Μαζὶ μὲ ἄλλες ὡραῖες παραδόσεις τῆς φυλῆς μας ἔσβησε κι αὐτή· σπανίζουν τώρα οἱ εὐεργέτες.
Στὶς 8 Νοεμβρίου, τῶν Ταξιαρχῶν, ἡ Φλώρινα ἑορτάζει τὴν ἀπελευθέρωσί της ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγό. Ἀλλὰ γιὰ νὰ συντελεσθῇ ἡ νίκη, ὁ θρίαμβος τοῦ ᾽12, ποιός συνετέλεσε; Οἱ μεγάλοι εὐεργέτες, ὅπως ὁ Γεώργιος Ἀβέρωφ. Μικρὸ παιδί, ἔφυγε ἀπὸ τὸ ὑπόδουλο Μέτσοβο καὶ πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Τριάντα χρόνια δούλεψε σκληρά, ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία, καὶ τὴν ἔδωσε ὅλη στὸ ἔθνος. Ἔτσι ἀγοράστηκε τὸ θρυλικὸ ἐκεῖνο καράβι, ὁ «Ἀβέρωφ», μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ὑπέροχος ναύαρχος Παῦλος Κουντουριώτης, κατεναυμάχησε στὰ Δαρδανέλλια τὸν τουρκικὸ στόλο. Ἕνας εὐεργέτης ὁ Ἀβέρωφ. Καὶ μόνο αὐτός; Γεμάτη εἶνε ἡ ἱστορία ἀπὸ εὐεργέτες. Καὶ σήμερα ἡ Ἑλλὰς γεννᾷ δραστηρίους ἀνθρώπους, ἀλλὰ εὐεργέτες ποῦ;
Ἑπομένως εἶνε εὐλογημένος ὁ πλοῦτος – πότε ὅμως; ὅταν γίνεται καλὴ χρῆσις του.
Τέτοιος ἦταν ἆραγε καὶ ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς; Κάθε ἄλλο. Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἐγωιστής. Περιώριζε τὸ ἐνδιαφέρον του μόνο στὸ ἄτομό του, δὲν ἔβλεπε τίποτε ἄλλο. Ὅπως ὁ σαλίγκαρος κλείνεται στὸ κέλυφός του, ἔτσι αὐτὸς εἶχε κλειστῆ στὸν ἑαυτό του. Ἦταν φίλαυτος. Ἤθελε νὰ ἱκανοποιῇ τὶς αἰσθήσεις, νὰ ῥουφᾷ ὅλες τὶς ἡδονές. Ἔμενε σὲ ἀρχοντικό, ἔτρωγε τὰ καλύτερα φαγητά, ἔπινε τοὺς πιὸ ἐκλεκτοὺς οἴνους, ντυνόταν πανάκριβα. Ἦταν σκληρός, ἀπάνθρωπος. Ἕνα σύνθημα εἶχε· ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό του, τίποτα γιὰ τοὺς ἄλλους.
Κάτω ἀπ᾽ τὸ παλάτι του καθόταν ἕνας πτωχὸς – πάμπτωχος, ὁ Λάζαρος. Πεινοῦσε, ζητοῦσε κάτι νὰ φάῃ. Περίμενε νὰ τινάξουν τὸ τραπεζομάντηλο ἀπ᾽ τὴν τράπεζα τοῦ πλουσίου, γιὰ νὰ φάῃ ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν…
Ὁ Ἀβραὰμ ἔζησε ἀντίθετα ἀπὸ τὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς. Ζοῦσε κάτω ἀπὸ σκηνές. Ἡ ζωή του λιτὴ καὶ ἀπέριττη. Καὶ πρὸ παντὸς ἦταν φιλόξενος. Ὅπως ὁ ψαρᾶς ῥίχνει τὸ δίχτυ νὰ πιάσῃ ψάρια, ἔτσι αὐτὸς κάθε μέρα ἅπλωνε τὸ δίχτυ τῆς φιλανθρωπίας· ὅποιον ξένο ἔβλεπε, τὸν φιλοξενοῦσε στὴ σκηνή του.
Πλούσιος λοιπὸν ὁ Ἀβραάμ, καὶ τὸν βλέπουμε στὴν καρδιὰ τοῦ παραδείσου. Πλούσιος ἦταν καὶ ὁ Ἰώβ, ἄλλη προσωπικότης τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ποὺ ἦταν προστάτης χηρῶν καὶ ὀρφανῶν, κοινωνικὸς καὶ μεταδοτικός. Πλούσιος ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, καὶ πούλησε ὅλη τὴν περιουσία του γιὰ νὰ τὴ δώσῃ στοὺς φτωχούς. Πλούσιοι ἦταν καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἅγιοι.
Πλούσιοι ὑπῆρξαν στὴν πατρίδα μας καὶ οἱ ἐθνικοὶ εὐεργέται. Τώρα δὲν ὑπάρχουν πλέον τέτοιοι. Ἡ πτωχὴ Ἑλλὰς ἔχει σήμερα πλουσίους, ἀλλὰ οἱ εὐεργέτες ἔλειψαν. Μαζὶ μὲ ἄλλες ὡραῖες παραδόσεις τῆς φυλῆς μας ἔσβησε κι αὐτή· σπανίζουν τώρα οἱ εὐεργέτες.
Στὶς 8 Νοεμβρίου, τῶν Ταξιαρχῶν, ἡ Φλώρινα ἑορτάζει τὴν ἀπελευθέρωσί της ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγό. Ἀλλὰ γιὰ νὰ συντελεσθῇ ἡ νίκη, ὁ θρίαμβος τοῦ ᾽12, ποιός συνετέλεσε; Οἱ μεγάλοι εὐεργέτες, ὅπως ὁ Γεώργιος Ἀβέρωφ. Μικρὸ παιδί, ἔφυγε ἀπὸ τὸ ὑπόδουλο Μέτσοβο καὶ πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Τριάντα χρόνια δούλεψε σκληρά, ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία, καὶ τὴν ἔδωσε ὅλη στὸ ἔθνος. Ἔτσι ἀγοράστηκε τὸ θρυλικὸ ἐκεῖνο καράβι, ὁ «Ἀβέρωφ», μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ὑπέροχος ναύαρχος Παῦλος Κουντουριώτης, κατεναυμάχησε στὰ Δαρδανέλλια τὸν τουρκικὸ στόλο. Ἕνας εὐεργέτης ὁ Ἀβέρωφ. Καὶ μόνο αὐτός; Γεμάτη εἶνε ἡ ἱστορία ἀπὸ εὐεργέτες. Καὶ σήμερα ἡ Ἑλλὰς γεννᾷ δραστηρίους ἀνθρώπους, ἀλλὰ εὐεργέτες ποῦ;
Ἑπομένως εἶνε εὐλογημένος ὁ πλοῦτος – πότε ὅμως; ὅταν γίνεται καλὴ χρῆσις του.
Τέτοιος ἦταν ἆραγε καὶ ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς; Κάθε ἄλλο. Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἐγωιστής. Περιώριζε τὸ ἐνδιαφέρον του μόνο στὸ ἄτομό του, δὲν ἔβλεπε τίποτε ἄλλο. Ὅπως ὁ σαλίγκαρος κλείνεται στὸ κέλυφός του, ἔτσι αὐτὸς εἶχε κλειστῆ στὸν ἑαυτό του. Ἦταν φίλαυτος. Ἤθελε νὰ ἱκανοποιῇ τὶς αἰσθήσεις, νὰ ῥουφᾷ ὅλες τὶς ἡδονές. Ἔμενε σὲ ἀρχοντικό, ἔτρωγε τὰ καλύτερα φαγητά, ἔπινε τοὺς πιὸ ἐκλεκτοὺς οἴνους, ντυνόταν πανάκριβα. Ἦταν σκληρός, ἀπάνθρωπος. Ἕνα σύνθημα εἶχε· ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό του, τίποτα γιὰ τοὺς ἄλλους.
Κάτω ἀπ᾽ τὸ παλάτι του καθόταν ἕνας πτωχὸς – πάμπτωχος, ὁ Λάζαρος. Πεινοῦσε, ζητοῦσε κάτι νὰ φάῃ. Περίμενε νὰ τινάξουν τὸ τραπεζομάντηλο ἀπ᾽ τὴν τράπεζα τοῦ πλουσίου, γιὰ νὰ φάῃ ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν…
* * *
Ἀπὸ τότε ποὺ γράφτηκαν αὐτὰ πέρασαν εἴκοσι αἰῶνες, καὶ ὅμως εἶνε ἐπίκαιρα. Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν παλιώνει ποτέ, εἶνε αἰώνιο. Σὰ νὰ βλέπουμε καὶ σήμερα τὴν παραβολὴ νὰ ζωντανεύῃ ἐμπρός μας· εἰκόνες τοῦ ἀσπλάχνου πλουσίου παντοῦ στὸν κόσμο. Ἡ κοινωνία μας παρουσιάζει μεγάλη ἀντίθεσι· ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος οἱ πλούσιοι, ἀπὸ τὸ ἄλλο οἱ φτωχοί.
Οἱ πλούσιοι ἔχουν συγκεντρώσει στὰ χέρια τους τεράστια κεφάλαια, καὶ ὅλα τὰ διαθέτουν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους· γιὰ τοὺς ἄλλους τίποτε. Τί κι ἂν ὑπάρχουν ὀρφανά, χῆρες, ἄρρωστοι, ἀνάπηροι, δυστυχισμένοι; Αὐτοὶ εἶνε τυφλοὶ καὶ κουφοί, δὲ βλέπουν δὲν αἰσθάνονται τὴ δυστυχία γύρω τους. Σπανίως θὰ δῇς στὴν ἐποχή μας πλούσιο νὰ βαδίζῃ στὰ ἴχνη τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰὼβ καὶ τῶν ἄλλων ποὺ εἴπαμε. Κατὰ κανόνα ὑπάρχει σκληροκαρδία. Ὅπως τὸ χρυσάφι σὰν μέταλλο εἶνε ψυχρό, ἔτσι καὶ ἡ καρδιὰ αὐτῶν ποὺ τὸ λατρεύουν· μένει ἀσυγκίνητη, δὲ νιώθει ἀνάγκη νὰ κάνῃ ἔλεος.
Τὰ κράτη στὶς ἀποθῆκες τους ἔχουν τεράστιες ποσότητες τροφίμων. Ἀκόμα καὶ ἡ δική μας χώρα ἔχει ἀποθέματα. Ἐμεῖς, μικρὰ παιδιά, γνωρίζαμε, ὅτι ἡ πατρίδα μας δὲν εἶνε αὐτάρκης· σιτάρι, ῥύζι, ὅλα τὰ προμηθευόταν ἀπ᾽ ἔξω· φτωχὸς τόπος εἶνε. Ἀλλ᾽ εὐλογητὸς ὁ Θεός! μὲ τὸν κόπο τῶν παιδιῶν της, καὶ ἰδίως μὲ τὰ δύο ἑκατομμύρια προσφύγων ποὺ ἦρθαν ἀπ᾽ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ὁ βράχος αὐτὸς τίναξε ῥόδα καὶ ἔγινε πλέον αὐτάρκης χώρα. Πολλὰ ἐκλεκτὰ προϊόντα παράγει· ἀχλάδια, μῆλα, ῥοδάκινα…, τόννους ὁλόκληρους.
Καὶ ἐρωτῶ· κάνουμε ἔλεος; Ὄχι δυστυχῶς. Περισσεύουν ἀγαθά. Μπορούσαμε νὰ φορτώσουμε μερικὰ καράβια μὲ ἑλληνικὴ σημαία καὶ νὰ τὰ πᾶμε κάτω ἐκεῖ, ποὺ πεθαίνουν κάθε μέρα παιδιὰ σὰν τὶς μῦγες. Καὶ ὅμως ἐμεῖς, ἄσπλαχνοι, δὲν σκεπτόμεθα αὐτοὺς ποὺ πεινοῦν· ἀνοίγουμε χωματερὲς καὶ θάβουμε τὰ προϊόντα! Θὰ τιμωρηροῦμε, θὰ πεινάσουμε, θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι, καὶ θὰ ζητοῦμε τὰ ἄλλα ἔθνη νὰ σπεύσουν εἰς βοήθειάν μας. Νὰ λέμε Δόξα τῷ Θεῷ καὶ νὰ σκεπτώμεθα ὅτι, τὴν ὥρα ποὺ ἐμεῖς καθόμαστε στὸ τραπέζι, ἄλλοι στὴν Ἀσία καὶ στὴν Ἀφρικὴ πεινοῦν καὶ πεθαίνουν. Καὶ ὑπάρχουν ἀγαθά. Εἶνε ψέμα ὅτι δὲν φτάνει ἡ γῆ νὰ θρέψῃ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ ἐπιστήμη ἀπέδειξε, ὅτι διπλάσιο καὶ τριπλάσιο πληθυσμὸ μπορεῖ νὰ συντηρήσῃ καὶ νὰ ζήσουν ὅλοι. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη.
Ὁ πλούσιος καταδικάστηκε ὄχι γιατὶ ἦταν πλούσιος ἀλλὰ γιατὶ ἦταν ἄσπλαχνος. Γι᾽ αὐτὸ εἶχε τέτοιο τέλος, αἰώνια κόλασι. Λένε μερικοί· Μὰ ὑπάρχει κόλασι;… Ἐμένα ρωτᾶτε; Ρωτῆστε τὸν ἑαυτό σας. Τὴν ὥρα ποὺ κάνουμε τὸ κακὸ ἔχουμε τύψεις συνειδήσεως. Ὁ ἐγκληματίας δὲν ἡσυχάζει. «Κάϊν Κάϊν», ἀκούει, «ποῦ εἶνε ὁ Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου;» (Γέν. 4,9). Ζοῦμε μιὰ μικρὴ κόλασι· ἂς μὴ ζήσουμε καὶ τὴ μεγάλη, πέραν τοῦ τάφου. Κ᾽ ἐγὼ δὲν ἤθελα νὰ ὑπάρχῃ κόλασι, λέει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, γιατὶ εἶμαι ἁμαρτωλός· ἀλλὰ ὑπάρχει. Γιὰ μερικοὺς ἀνελεήμονες πλουσίους, κι ἂν δὲν ὑπῆρχε, ἔπρεπε γίνῃ, λέει κάποιος φιλόσοφος· βαρὺ εἶνε τὸ κρίμα τους. «Οὐαὶ σ᾽ ἐσᾶς τοὺς πλουσίους…», εἶπε ὁ Κύριος (Λουκ. 6,24). «Τὸν ἄσπλαχνο μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Χριστός», λέει κι ὁ ἐθνικός μας ποιητής.
Μαύρη λοιπὸν ἡ εἰκόνα τοῦ πλουσίου, τῶν ἀνθρώπων τοῦ κεφαλαίου ἐν γένει. Ἀντιθέτως ἡ εἰκόνα τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου εἶνε φωτεινή. Γιατί σώθηκε; μόνο ἐπειδὴ ἦταν φτωχός; Ὄχι. Πῆγε στὸν παράδεισο, διότι εἶχε μιὰ ἀρετὴ σπανία. Δὲ γόγγυσε, δὲ βλαστήμησε, δὲν καταράστηκε τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε, δὲν ἔκανε κανένα ἔγκλημα. Ἔδειξε ὑπομονή. Καὶ χάρις στὴν ὑπομονή του, ποὺ εἶνε μεγάλη ἀρετή, ἀξιώθηκε νὰ σωθῇ.
Οἱ πλούσιοι ἔχουν συγκεντρώσει στὰ χέρια τους τεράστια κεφάλαια, καὶ ὅλα τὰ διαθέτουν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους· γιὰ τοὺς ἄλλους τίποτε. Τί κι ἂν ὑπάρχουν ὀρφανά, χῆρες, ἄρρωστοι, ἀνάπηροι, δυστυχισμένοι; Αὐτοὶ εἶνε τυφλοὶ καὶ κουφοί, δὲ βλέπουν δὲν αἰσθάνονται τὴ δυστυχία γύρω τους. Σπανίως θὰ δῇς στὴν ἐποχή μας πλούσιο νὰ βαδίζῃ στὰ ἴχνη τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰὼβ καὶ τῶν ἄλλων ποὺ εἴπαμε. Κατὰ κανόνα ὑπάρχει σκληροκαρδία. Ὅπως τὸ χρυσάφι σὰν μέταλλο εἶνε ψυχρό, ἔτσι καὶ ἡ καρδιὰ αὐτῶν ποὺ τὸ λατρεύουν· μένει ἀσυγκίνητη, δὲ νιώθει ἀνάγκη νὰ κάνῃ ἔλεος.
Τὰ κράτη στὶς ἀποθῆκες τους ἔχουν τεράστιες ποσότητες τροφίμων. Ἀκόμα καὶ ἡ δική μας χώρα ἔχει ἀποθέματα. Ἐμεῖς, μικρὰ παιδιά, γνωρίζαμε, ὅτι ἡ πατρίδα μας δὲν εἶνε αὐτάρκης· σιτάρι, ῥύζι, ὅλα τὰ προμηθευόταν ἀπ᾽ ἔξω· φτωχὸς τόπος εἶνε. Ἀλλ᾽ εὐλογητὸς ὁ Θεός! μὲ τὸν κόπο τῶν παιδιῶν της, καὶ ἰδίως μὲ τὰ δύο ἑκατομμύρια προσφύγων ποὺ ἦρθαν ἀπ᾽ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ὁ βράχος αὐτὸς τίναξε ῥόδα καὶ ἔγινε πλέον αὐτάρκης χώρα. Πολλὰ ἐκλεκτὰ προϊόντα παράγει· ἀχλάδια, μῆλα, ῥοδάκινα…, τόννους ὁλόκληρους.
Καὶ ἐρωτῶ· κάνουμε ἔλεος; Ὄχι δυστυχῶς. Περισσεύουν ἀγαθά. Μπορούσαμε νὰ φορτώσουμε μερικὰ καράβια μὲ ἑλληνικὴ σημαία καὶ νὰ τὰ πᾶμε κάτω ἐκεῖ, ποὺ πεθαίνουν κάθε μέρα παιδιὰ σὰν τὶς μῦγες. Καὶ ὅμως ἐμεῖς, ἄσπλαχνοι, δὲν σκεπτόμεθα αὐτοὺς ποὺ πεινοῦν· ἀνοίγουμε χωματερὲς καὶ θάβουμε τὰ προϊόντα! Θὰ τιμωρηροῦμε, θὰ πεινάσουμε, θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι, καὶ θὰ ζητοῦμε τὰ ἄλλα ἔθνη νὰ σπεύσουν εἰς βοήθειάν μας. Νὰ λέμε Δόξα τῷ Θεῷ καὶ νὰ σκεπτώμεθα ὅτι, τὴν ὥρα ποὺ ἐμεῖς καθόμαστε στὸ τραπέζι, ἄλλοι στὴν Ἀσία καὶ στὴν Ἀφρικὴ πεινοῦν καὶ πεθαίνουν. Καὶ ὑπάρχουν ἀγαθά. Εἶνε ψέμα ὅτι δὲν φτάνει ἡ γῆ νὰ θρέψῃ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ ἐπιστήμη ἀπέδειξε, ὅτι διπλάσιο καὶ τριπλάσιο πληθυσμὸ μπορεῖ νὰ συντηρήσῃ καὶ νὰ ζήσουν ὅλοι. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη.
Ὁ πλούσιος καταδικάστηκε ὄχι γιατὶ ἦταν πλούσιος ἀλλὰ γιατὶ ἦταν ἄσπλαχνος. Γι᾽ αὐτὸ εἶχε τέτοιο τέλος, αἰώνια κόλασι. Λένε μερικοί· Μὰ ὑπάρχει κόλασι;… Ἐμένα ρωτᾶτε; Ρωτῆστε τὸν ἑαυτό σας. Τὴν ὥρα ποὺ κάνουμε τὸ κακὸ ἔχουμε τύψεις συνειδήσεως. Ὁ ἐγκληματίας δὲν ἡσυχάζει. «Κάϊν Κάϊν», ἀκούει, «ποῦ εἶνε ὁ Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου;» (Γέν. 4,9). Ζοῦμε μιὰ μικρὴ κόλασι· ἂς μὴ ζήσουμε καὶ τὴ μεγάλη, πέραν τοῦ τάφου. Κ᾽ ἐγὼ δὲν ἤθελα νὰ ὑπάρχῃ κόλασι, λέει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, γιατὶ εἶμαι ἁμαρτωλός· ἀλλὰ ὑπάρχει. Γιὰ μερικοὺς ἀνελεήμονες πλουσίους, κι ἂν δὲν ὑπῆρχε, ἔπρεπε γίνῃ, λέει κάποιος φιλόσοφος· βαρὺ εἶνε τὸ κρίμα τους. «Οὐαὶ σ᾽ ἐσᾶς τοὺς πλουσίους…», εἶπε ὁ Κύριος (Λουκ. 6,24). «Τὸν ἄσπλαχνο μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Χριστός», λέει κι ὁ ἐθνικός μας ποιητής.
Μαύρη λοιπὸν ἡ εἰκόνα τοῦ πλουσίου, τῶν ἀνθρώπων τοῦ κεφαλαίου ἐν γένει. Ἀντιθέτως ἡ εἰκόνα τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου εἶνε φωτεινή. Γιατί σώθηκε; μόνο ἐπειδὴ ἦταν φτωχός; Ὄχι. Πῆγε στὸν παράδεισο, διότι εἶχε μιὰ ἀρετὴ σπανία. Δὲ γόγγυσε, δὲ βλαστήμησε, δὲν καταράστηκε τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε, δὲν ἔκανε κανένα ἔγκλημα. Ἔδειξε ὑπομονή. Καὶ χάρις στὴν ὑπομονή του, ποὺ εἶνε μεγάλη ἀρετή, ἀξιώθηκε νὰ σωθῇ.
* * *
Ἀδελφοί μου! Ὑπάρχει πλούσιος μεταξύ μας; Μὴ πηγαίνει τὸ μυαλό μας μόνο στοὺς ἑκατομμυριούχους. Πλούσιος εἶνε καθένας ποὺ ἔχει κάποιο περίσσευμα. Καὶ ὅλοι ἔχουμε κάτι ποὺ περισσεύει. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ περισσεύει, δὲν εἶνε δικό σας, λέει ὁ ποιητής· «εἶνε τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ, καὶ μὴν τὸ σπαταλᾶτε». Μὲ τὴν ἔννοια λοιπὸν αὐτὴ πλούσιοι εἶνε πολλοί· καὶ ὅλοι μποροῦμε νὰ κάνουμε τὸ καλό.
Λένε γιὰ τὸ Μέγα Ἀντώνιο, ὅτι ἄγγελος Κυρίου τὸν πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τοῦ ἔδειξε ἕνα τσαγκάρη. Δόξα τῷ Θεῷ, εἶπε αὐτός, σηκώνομαι τὸ πρωί, κάνω τὸ σταυρό μου, ἐργάζομαι ἐδῶ, καὶ ἀπὸ τὸ ψωμὶ ποὺ βγάζω τὸ μισὸ τὸ δίνω στοὺς φτωχούς. Θαύμασε ὁ Ἀντώνιος, ὅτι μέσ᾽ στὴν πολιτεία ὑπῆρχε τέτοια ἁγιότης. Διότι δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πᾷς στὸ Ἅγιο Ὄρος γιὰ νὰ γίνῃς ἀσκητής· καὶ μέσα ἐδῶ στὴν κοινωνία, ἂν θέλῃς, μπορεῖς ν᾽ ἁγιάσῃς καὶ ν᾽ ἀξιωθῇς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Ὑπάρχει δυστυχία. Νὰ εἴμεθα μεταδοτικοὶ καὶ εὐχάριστοι. Διότι ἡ ἀδικία εἶνε δυναμίτης ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀνατροπή. Ἐὰν ἐφηρμόζετο τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν θὰ ἐγίνοντο ἐπαναστάσεις ποὺ ζητοῦν νὰ φέρουν τὴν ἰσότητα.
Εἴθε, ἀγαπητοί μου, νὰ ἔχουμε πάντοτε σπλάχνα οἰκτιρμῶν, γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεὸς καὶ ν᾽ ἀξιωθοῦμε τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· ἀμήν.
Λένε γιὰ τὸ Μέγα Ἀντώνιο, ὅτι ἄγγελος Κυρίου τὸν πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τοῦ ἔδειξε ἕνα τσαγκάρη. Δόξα τῷ Θεῷ, εἶπε αὐτός, σηκώνομαι τὸ πρωί, κάνω τὸ σταυρό μου, ἐργάζομαι ἐδῶ, καὶ ἀπὸ τὸ ψωμὶ ποὺ βγάζω τὸ μισὸ τὸ δίνω στοὺς φτωχούς. Θαύμασε ὁ Ἀντώνιος, ὅτι μέσ᾽ στὴν πολιτεία ὑπῆρχε τέτοια ἁγιότης. Διότι δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πᾷς στὸ Ἅγιο Ὄρος γιὰ νὰ γίνῃς ἀσκητής· καὶ μέσα ἐδῶ στὴν κοινωνία, ἂν θέλῃς, μπορεῖς ν᾽ ἁγιάσῃς καὶ ν᾽ ἀξιωθῇς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Ὑπάρχει δυστυχία. Νὰ εἴμεθα μεταδοτικοὶ καὶ εὐχάριστοι. Διότι ἡ ἀδικία εἶνε δυναμίτης ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀνατροπή. Ἐὰν ἐφηρμόζετο τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν θὰ ἐγίνοντο ἐπαναστάσεις ποὺ ζητοῦν νὰ φέρουν τὴν ἰσότητα.
Εἴθε, ἀγαπητοί μου, νὰ ἔχουμε πάντοτε σπλάχνα οἰκτιρμῶν, γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεὸς καὶ ν᾽ ἀξιωθοῦμε τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος