Σελίδες

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ (Λουκ. 16,19-31). Πλούσιοι και Φτωχοί!

ΤΟ Εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνα βιβλίο ἀνεκτιμήτου ἀξίας. Μηδέν μπροστά του ὅλα τὰ βιβλία τοῦ κόσμου. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται», εἶπε ὁ Κύρι­ος, «οἱ δὲ λό­γοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Ἡ ἱ­στορία εἴκοσι αἰώνων ἀποδεικνύει, ὅτι εἶ­νε τὸ αἰώνιο βιβλίο. Ὅπως κανείς δὲ μπο­ρεῖ νὰ σβή­σῃ τὸν ἥλιο, ἔτσι καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶ­νε ὁ πνευματικὸς ἥλιος τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἀπόδειξις ἡ σημερινὴ περικοπή. Εἶνε μιὰ ὑ­πέροχη παραβολὴ τοῦ Κυρίου, ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ
Λαζάρου.

* * *

Παρουσιάζονται κυρίως δύο πρόσωπα· ὁ πλούσιος καὶ ὁ φτωχός, ὁ ἕνας στὴν κόλασι ὁ ἄλλος στὸν παράδεισο. Μποροῦμε ἆραγε ἀπ᾽ αὐτὸ νὰ βγά­λουμε τὸ συμπέρασμα, ὅτι κάθε πλούσι­ος θὰ πάῃ στὴν κόλασι καὶ κάθε φτωχὸς στὸν πα­ράδεισο; Ὄχι. Τὸ συμπέρασμα δὲν εἶ­νε ὀρ­θό. Δι­ότι στὴν ἴδια τὴν παραβολὴ βλέ­που­με, ὅτι μέσα στὸν παράδεισο ἔλαμπε σὰν ἄ­στρο φωτεινὸ – ποιός; Ἕνας πλούσιος· ὁ Ἀ­βραάμ. Πῶς κέρδισε αὐτὸς τὸν παράδεισο;
Ὁ Ἀβραὰμ ἔζησε ἀντίθετα ἀπὸ τὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς. Ζοῦσε κάτω ἀπὸ σκηνές. Ἡ ζωή του λιτὴ καὶ ἀπέριττη. Καὶ πρὸ παντὸς ἦ­ταν φιλόξενος. Ὅ­πως ὁ ψαρᾶς ῥίχνει τὸ δίχτυ νὰ πιάσῃ ψάρια, ἔτσι αὐτὸς κάθε μέρα ἅ­πλωνε τὸ δίχτυ τῆς φιλαν­θρωπίας· ὅποιον ξένο ἔβλεπε, τὸν φιλοξενοῦ­σε στὴ σκηνή του.

Πλούσιος λοιπὸν ὁ Ἀβραάμ, καὶ τὸν βλέπου­με στὴν καρδιὰ τοῦ παραδείσου. Πλούσι­ος ἦ­ταν καὶ ὁ Ἰώβ, ἄλλη προσωπικότης τῆς πα­λαι­ᾶς διαθήκης, ποὺ ἦταν προστάτης χηρῶν καὶ ὀρφανῶν, κοινωνικὸς καὶ μεταδοτικός. Πλούσι­ος ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, καὶ πούλησε ὅ­λη τὴν περιουσία του γιὰ νὰ τὴ δώσῃ στοὺς φτωχούς. Πλούσιοι ἦταν καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἅγιοι.

Πλούσιοι ὑπῆρξαν στὴν πατρίδα μας καὶ οἱ ἐ­θνικοὶ εὐεργέται. Τώρα δὲν ὑπάρχουν πλέον τέτοιοι. Ἡ πτωχὴ Ἑλλὰς ἔχει σήμερα πλουσίους, ἀλλὰ οἱ εὐεργέτες ἔλειψαν. Μαζὶ μὲ ἄλ­λες ὡραῖες παραδόσεις τῆς φυλῆς μας ἔ­σβησε κι αὐτή· σπανίζουν τώρα οἱ εὐεργέτες.

Στὶς 8 Νοεμβρίου, τῶν Ταξιαρχῶν, ἡ Φλώρι­­να ἑορτάζει τὴν ἀπελευθέρωσί της ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγό. Ἀλλὰ γιὰ νὰ συντελεσθῇ ἡ νίκη, ὁ θρίαμβος τοῦ ᾽12, ποιός συνετέλεσε; Οἱ μεγά­λοι εὐεργέτες, ὅπως ὁ Γεώργιος Ἀβέρωφ. Μι­κρὸ παιδί, ἔφυγε ἀπὸ τὸ ὑπόδουλο Μέτσοβο καὶ πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Τριάντα χρόνια δούλεψε σκληρά, ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία, καὶ τὴν ἔ­δω­σε ὅλη στὸ ἔθνος. Ἔτσι ἀγοράστη­κε τὸ θρυλικὸ ἐ­κεῖνο καράβι, ὁ «Ἀβέρωφ», μὲ τὸ ὁ­ποῖο ὁ ὑ­πέροχος ναύαρχος Παῦλος Κουν­­τουριώ­της, κατεναυμάχησε στὰ Δαρδανέλλια τὸν τουρκικὸ στόλο. Ἕνας εὐεργέτης ὁ Ἀβέρωφ. Καὶ μόνο αὐτός; Γεμάτη εἶνε ἡ ἱστορία ἀ­πὸ εὐ­εργέτες. Καὶ σήμερα ἡ Ἑλλὰς γεννᾷ δρα­στη­ρίους ἀνθρώπους, ἀλλὰ εὐεργέτες ποῦ;

Ἑπομένως εἶνε εὐλογημένος ὁ πλοῦτος – πότε ὅμως; ὅταν γίνεται καλὴ χρῆσις του.

Τέτοιος ἦταν ἆραγε καὶ ὁ πλούσιος τῆς πα­ραβολῆς; Κάθε ἄλλο. Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἐγωιστής. Περι­ώριζε τὸ ἐνδιαφέρον του μόνο στὸ ἄ­τομό του, δὲν ἔβλεπε τίποτε ἄλλο. Ὅπως ὁ σα­λίγ­καρος κλείνεται στὸ κέλυφός του, ἔτσι αὐ­τὸς εἶχε κλειστῆ στὸν ἑαυτό του. Ἦταν φίλαυ­τος. Ἤθελε νὰ ἱκανοποιῇ τὶς αἰσθήσεις, νὰ ῥου­φᾷ ὅλες τὶς ἡ­δονές. Ἔμενε σὲ ἀρχον­τικό, ἔτρω­γε τὰ καλύτερα φαγητά, ἔπινε τοὺς πιὸ ἐκλεκτοὺς οἴνους, ντυνόταν πανάκριβα. Ἦταν σκλη­­ρός, ἀπάνθρωπος. Ἕνα σύνθημα εἶχε· ὅ­λα γιὰ τὸν ἑαυτό του, τίποτα γιὰ τοὺς ἄλ­λους.

Κάτω ἀπ᾽ τὸ παλάτι του καθόταν ἕνας πτω­χὸς – πάμπτωχος, ὁ Λάζαρος. Πεινοῦσε, ζητοῦ­σε κάτι νὰ φάῃ. Περίμενε νὰ τινάξουν τὸ τραπεζομάντηλο ἀπ᾽ τὴν τράπεζα τοῦ πλουσίου, γιὰ νὰ φάῃ ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν…

* * *

Ἀπὸ τότε ποὺ γράφτηκαν αὐτὰ πέρασαν εἴ­­κοσι αἰῶνες, καὶ ὅμως εἶνε ἐπίκαιρα. Τὸ Εὐ­αγγέλιο δὲν παλιώνει ποτέ, εἶνε αἰώνιο. Σὰ νὰ βλέπουμε καὶ σήμερα τὴν παραβο­λὴ νὰ ζων­τα­νεύῃ ἐμπρός μας· εἰκόνες τοῦ ἀσπλάχνου πλουσίου παντοῦ στὸν κόσμο. Ἡ κοινωνία μας παρουσιάζει μεγάλη ἀντίθεσι· ἀπὸ τὸ ἕ­να μέρος οἱ πλούσιοι, ἀπὸ τὸ ἄλλο οἱ φτωχοί.
Οἱ πλούσιοι ἔχουν συγκεντρώσει στὰ χέρια τους τεράστια κεφάλαια, καὶ ὅλα τὰ διαθέτουν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους· γιὰ τοὺς ἄλ­λους τίποτε. Τί κι ἂν ὑπάρχουν ὀρ­φανά, χῆ­ρες, ἄρ­ρωστοι, ἀνάπηροι, δυστυχισμένοι; Αὐ­τοὶ εἶ­νε τυφλοὶ καὶ κουφοί, δὲ βλέπουν δὲν αἰ­σθάνον­ται τὴ δυστυχία γύρω τους. Σπανίως θὰ δῇς στὴν ἐποχή μας πλούσιο νὰ βαδίζῃ στὰ ἴχνη τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰὼβ καὶ τῶν ἄλλων ποὺ εἴ­παμε. Κατὰ κανόνα ὑπάρχει σκληροκαρ­δία. Ὅ­πως τὸ χρυσάφι σὰν μέταλλο εἶνε ψυχρό, ἔτσι καὶ ἡ καρδιὰ αὐτῶν ποὺ τὸ λατρεύουν· μένει ἀ­συγ­κίνητη, δὲ νιώθει ἀνάγκη νὰ κάνῃ ἔλεος.

Τὰ κράτη στὶς ἀποθῆκες τους ἔχουν τεράστιες ποσότητες τροφίμων. Ἀκόμα καὶ ἡ δική μας χώρα ἔχει ἀποθέματα. Ἐμεῖς, μικρὰ παιδιά, γνωρίζαμε, ὅτι ἡ πατρίδα μας δὲν εἶνε αὐ­τάρκης· σιτάρι, ῥύζι, ὅλα τὰ προμηθευόταν ἀπ᾽ ἔξω· φτωχὸς τόπος εἶνε. Ἀλλ᾽ εὐλο­γητὸς ὁ Θεός! μὲ τὸν κόπο τῶν παιδιῶν της, καὶ ἰδί­ως μὲ τὰ δύο ἑκατομμύρια προσφύγων ποὺ ἦρθαν ἀπ᾽ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ὁ βράχος αὐ­τὸς τίναξε ῥόδα καὶ ἔγινε πλέον αὐτάρκης χώ­­ρα. Πολλὰ ἐκλεκτὰ προϊόντα παράγει· ἀχλάδια, μῆλα, ῥοδάκινα…, τόννους ὁλόκληρους.

Καὶ ἐρωτῶ· κάνουμε ἔλεος; Ὄχι δυστυ­χῶς. Περισσεύουν ἀγαθά. Μπορούσαμε νὰ φορτώσου­με μερικὰ καράβια μὲ ἑλληνικὴ σημαία καὶ νὰ τὰ πᾶμε κάτω ἐκεῖ, ποὺ πεθαίνουν κάθε μέρα παιδιὰ σὰν τὶς μῦγες. Καὶ ὅμως ἐ­μεῖς, ἄσπλαχνοι, δὲν σκεπτόμεθα αὐτοὺς ποὺ πεινοῦν· ἀνοίγουμε χωματερὲς καὶ θάβουμε τὰ προϊόντα! Θὰ τιμωρηροῦμε, θὰ πεινάσουμε, θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι, καὶ θὰ ζητοῦμε τὰ ἄλλα ἔθνη νὰ σπεύσουν εἰς βοήθειάν μας. Νὰ λέμε Δόξα τῷ Θεῷ καὶ νὰ σκεπτώμεθα ὅτι, τὴν ὥρα ποὺ ἐ­μεῖς καθόμαστε στὸ τραπέζι, ἄλλοι στὴν Ἀσία καὶ στὴν Ἀφρικὴ πεινοῦν καὶ πεθαίνουν. Καὶ ὑπάρχουν ἀγαθά. Εἶνε ψέμα ὅτι δὲν φτάνει ἡ γῆ νὰ θρέψῃ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ ἐπιστήμη ἀπέδειξε, ὅτι διπλάσιο καὶ τριπλάσιο πληθυσμὸ μπορεῖ νὰ συντηρή­σῃ καὶ νὰ ζήσουν ὅλοι. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη.

Ὁ πλούσιος καταδικάστηκε ὄχι γιατὶ ἦταν πλούσιος ἀλλὰ γιατὶ ἦταν ἄσπλαχνος. Γι᾽ αὐ­τὸ εἶχε τέτοιο τέλος, αἰώνια κόλασι. Λένε μερικοί· Μὰ ὑπάρχει κόλασι;… Ἐμένα ρωτᾶτε; Ρωτῆστε τὸν ἑαυτό σας. Τὴν ὥρα ποὺ κάνουμε τὸ κακὸ ἔχουμε τύψεις συνειδήσε­ως. Ὁ ἐγ­κληματίας δὲν ἡσυχάζει. «Κάϊν Κάϊν», ἀκούει, «ποῦ εἶνε ὁ Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου;» (Γέν. 4,9). Ζοῦμε μιὰ μικρὴ κόλασι· ἂς μὴ ζήσουμε καὶ τὴ μεγάλη, πέραν τοῦ τάφου. Κ᾽ ἐγὼ δὲν ἤθελα νὰ ὑπάρχῃ κόλασι, λέει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, για­τὶ εἶμαι ἁμαρτωλός· ἀλλὰ ὑπάρχει. Γιὰ μερικοὺς ἀνελεήμονες πλουσίους, κι ἂν δὲν ὑπῆρ­χε, ἔπρεπε γίνῃ, λέει κάποιος φιλόσοφος· βα­ρὺ εἶνε τὸ κρίμα τους. «Οὐαὶ σ᾽ ἐσᾶς τοὺς πλου­σίους…», εἶπε ὁ Κύριος (Λουκ. 6,24). «Τὸν ἄσπλαχνο μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Χριστός», λέει κι ὁ ἐθνικός μας ποιητής.

Μαύρη λοιπὸν ἡ εἰκόνα τοῦ πλουσίου, τῶν ἀν­­θρώπων τοῦ κεφαλαίου ἐν γένει. Ἀντιθέτως ἡ εἰκόνα τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου εἶνε φωτει­­νή. Γιατί σώθηκε; μόνο ἐπειδὴ ἦταν φτωχός; Ὄχι. Πῆγε στὸν παράδεισο, διότι εἶχε μιὰ ἀρε­τὴ σπανία. Δὲ γόγγυσε, δὲ βλαστήμησε, δὲν καταράστηκε τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε, δὲν ἔκανε κανένα ἔγκλημα. Ἔδειξε ὑπομονή. Καὶ χάρις στὴν ὑπομονή του, ποὺ εἶνε μεγάλη ἀρε­τή, ἀξιώθηκε νὰ σωθῇ.

* * *

Ἀδελφοί μου! Ὑπάρχει πλούσιος μεταξύ μας; Μὴ πηγαίνει τὸ μυαλό μας μόνο στοὺς ἑ­κατομμυριούχους. Πλούσιος εἶνε καθένας ποὺ ἔχει κάποιο περίσσευμα. Καὶ ὅλοι ἔχουμε κάτι ποὺ περισσεύει. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ περισσεύει, δὲν εἶνε δικό σας, λέει ὁ ποιητής· «εἶνε τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ, καὶ μὴν τὸ σπατα­λᾶ­τε». Μὲ τὴν ἔννοια λοιπὸν αὐτὴ πλούσιοι εἶνε πολλοί· καὶ ὅλοι μποροῦμε νὰ κάνουμε τὸ καλό.
Λένε γιὰ τὸ Μέγα Ἀντώνιο, ὅτι ἄγ­γελος Κυρίου τὸν πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τοῦ ἔ­δει­ξε ἕνα τσαγκάρη. Δόξα τῷ Θεῷ, εἶπε αὐ­τός, σηκώνομαι τὸ πρωί, κάνω τὸ σταυρό μου, ἐργά­ζομαι ἐδῶ, καὶ ἀπὸ τὸ ψωμὶ ποὺ βγάζω τὸ μι­σὸ τὸ δίνω στοὺς φτωχούς. Θαύμασε ὁ Ἀντώνιος, ὅτι μέσ᾽ στὴν πολιτεία ὑπῆρχε τέτοια ἁγιότης. Διότι δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πᾷς στὸ Ἅγιο Ὄ­ρος γιὰ νὰ γίνῃς ἀσκητής· καὶ μέσα ἐδῶ στὴν κοινωνία, ἂν θέλῃς, μπορεῖς ν᾽ ἁγιάσῃς καὶ ν᾽ ἀξιωθῇς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Ὑπάρχει δυστυχία. Νὰ εἴμεθα μεταδοτικοὶ καὶ εὐχάριστοι. Διότι ἡ ἀδικία εἶνε δυναμίτης ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀνατροπή. Ἐὰν ἐ­φηρμόζετο τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν θὰ ἐγίνοντο ἐπαναστάσεις ποὺ ζητοῦν νὰ φέρουν τὴν ἰσότητα.

Εἴθε, ἀγαπητοί μου, νὰ ἔχουμε πάντοτε σπλά­χνα οἰκτιρμῶν, γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεὸς καὶ ν᾽ ἀξιωθοῦμε τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου,  ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 4-11-1984)

 http://www.augoustinos-kantiotis.gr