«Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς…» (Λουκ. 18,22)
Γιατί αὐτὴ ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλὰ πράγματα; Ὅ,τι ὑψηλό, ὅ,τι μέγα, ὅ,τι ἅγιο, εἶνε μέσα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε· Ἅμα ἀνοίγω τὸ Εὐαγγέλιο, βρίσκω διαμάντια καὶ μαργαριτάρια.
ΠΡΟΣΕΞΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο; Νὰ ἔρχεστε στὴν ἐκκλησία τοὐλάχιστον ἀπὸ τὸ
«Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός…» καὶ νὰ προσέχετε τὰ ἱερὰ λόγια. Ἂν
πᾶτε στὸ Στάλινγκραντ καὶ στὴ Μόσχα, τὴν ὥρα ποὺ διαβάζεται τὸ
Εὐαγγέλιο, ὅλοι εἶνε μέσ᾽ στὴν ἐκκλησία· καὶ παρακολουθοῦν καὶ κλαῖνε,
ἐνῷ ἐμεῖς χασμουριόμαστε. Ἐὰν αὐτὴ τὴν ὥρα καλέσω μιὰ γυναῖκα ἢ ἕναν
ἄντρα καὶ ρωτήσω, τί εἶπε ὁ ἀπόστολος
– τί εἶπε τὸ εὐαγγέλιο, ποιός
μπορεῖ ν’ ἀπαντήσῃ;…Γιατί αὐτὴ ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλὰ πράγματα; Ὅ,τι ὑψηλό, ὅ,τι μέγα, ὅ,τι ἅγιο, εἶνε μέσα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε· Ἅμα ἀνοίγω τὸ Εὐαγγέλιο, βρίσκω διαμάντια καὶ μαργαριτάρια.
* * *
Ἀκούσατε λοιπὸν σήμερα τί λέει;
Περιέχει βαθύτατα διδάγματα. Μᾶς παρουσιάζει ἕναν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς
τοῦ Χριστοῦ. Ἔρχεται στὸν Κύριο καὶ λέει· Χριστέ, ζητῶ βοήθεια!
Τί ἦταν αὐτός; Ἦταν φτωχός, ζητιάνος, ποὺ πεινοῦσε; Ἦταν ἄρρωστος βαρειά, ἀπελπισμένος ἀπὸ γιατροὺς καὶ φάρμακα; Ἦταν γέρος, ποὺ ζητοῦσε στήριγμα καὶ παρηγορία; Τίποτε ἀπ’ αὐτά. Θέλεις τὴν ταυτότητά του; Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο· ἦταν ἄνθρωπος μὲ ὅλα τὰ καλά. Ἦταν νέος (βλ. καὶ Ματθ. 19,22), στὸ ἄνθος τῆς ὡραίας ἡλικίας. Εἶχε ὑγεία· δὲν παραπονεῖται γιὰ καμμιά ἀσθένεια. Ἦταν «πλούσιος σφόδρα» (Λουκ. 18,23). Εἶχε ἀκόμα καὶ ἀξίωμα, ἦταν «ἄρχων» (ἔ.ἀ. 18,18). Τί ἄλλο ἤθελε; Ἐν τούτοις δὲν ἔνιωθε εὐτυχής· γιὰ νὰ βεβαιώνεται ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ἕνας σοφός· Μὲ τὰ λεφτὰ ὅλα μπορεῖς νὰ τ᾽ ἀγοράσῃς, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐτυχία. Μυστικὴ εἶνε ἡ πηγὴ τῆς εὐτυχίας. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτός, μὲ ὅλ’ αὐτὰ ποὺ εἶχε, μέσα στὴν ψυχή του αἰσθανόταν ἕνα κενό. Γι’ αὐτὸ ζητοῦσε κάτι ἀνώτερο, ὑψηλότερο. Ποιό ἦταν αὐτό; Ζητοῦσε τὴν «ζωὴν αἰώνιον» (ἔ.ἀ.).
Δὲν θαυμάζετε τὸν πόθο του; Μακάρι καὶ σήμερα ἡ νεολαία μας νὰ εἶχε τέτοιες εὐγενεῖς ἀναζητήσεις. Ποιός πιστεύει σήμερα σὲ «ζωὴν αἰώνιον»; Αὐτὸς ὅμως πίστευε. Πίστευε ὅτι ὑπάρχει Θεὸς κι ὅτι πέραν τοῦ τάφου ἀρχίζει μιὰ νέα ζωή, ἀπείρως ὡραιοτέρα ἀπ᾽ αὐτὴν ἐδῶ. Εἶνε αὐτὸ ποὺ δίδασκαν καὶ ὁ Πλάτων κι ὁ Ἀριστοτέλης, ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
Ποθοῦσε λοιπὸν ὁ νέος αὐτὸς τὴν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ ἦρθε στὸ Χριστὸ καὶ ρωτοῦσε· Τί πρέπει νὰ κάνω, γιὰ νὰ γίνω κληρονόμος -μέτοχος τῆς αἰωνιότητος; Κι ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπαντᾷ. Τοῦ δίνει ἕνα χρυσὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦσε ν’ ἀνοίξῃ τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου. Τὸ χρυσὸ κλειδὶ ποιό εἶνε; Εἶνε ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν. Τοῦ ὑπενθυμίζει μερικὲς ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ δόθηκαν στὸ ὄρος Σινά· τὸ «μὴ μοιχεύσῃς», τὸ «μὴ φονεύσῃς», τὸ «μὴ κλέψῃς», τὸ «μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» (ἔ.ἀ. 18,20).
Αὐτά, λέει, τὰ ἐτήρησα διδάσκαλε «ἐκ νεότητός μου» (ἔ.ἀ. 18,21). Δὲν ἱκανοποιεῖτο μ’ αὐτά, ζητοῦσε κάτι ἀνώτερο. Ἤθελε νὰ πετάξῃ, ζητοῦσε φτεροῦγες, μεγάλα φτερά, σὰν ἐκεῖνα ποὺ λέει σ᾽ ἕνα ποίημά του ὁ δικός μας ποιητὴς ὁ Παλαμᾶς, «…τὰ φτερὰ τὰ πρωτινά σου τὰ μεγάλα». Ὁ σπουργίτης λοιπὸν αὐτὸς ζητοῦσε νὰ γίνῃ ἀετός. Ὁ Χριστὸς τὸν κοίταξε καὶ τοῦ λέει· Θέλεις τὰ ὑψηλότερα; θέλεις νὰ γίνῃς ἀκόλουθός μου; ἁπλὸς εἶνε ὁ τρόπος. Καὶ τοῦ ᾽πε δύο λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ· ἂν τὰ ἐφαρμόζαμε, τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα θὰ ἦταν λυμένο, θὰ εἴχαμε εἰρήνη σ’ ὅλο τὸν κόσμο· «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (ἔ.ἀ. 18,22). Πούλησέ τα ὅλα, λέει, μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, γίνε ἀκτήμων ὅπως ἐγώ, κ’ ἔλα κοντά μου.
Ὁ πλούσιος νεανίσκος τ᾽ ἄκουσε αὐτὸ καὶ σκυθρώπασε. Ἀδύνατον! σκέφτηκε, νὰ δώσω ἐγὼ τὴν περιουσία μου, νὰ μείνω ἀκτήμων… Δὲν μπόρεσε νὰ τὸ σηκώσῃ αὐτὸ καὶ ἀπῆλθε «περίλυπος» (ἔ.ἀ. 18,23). Τότε ὁ Χριστὸς εἶπε κάποια ἄλλα αἰώνια λόγια· Εὐκολώτερο, λέει, εἶνε νὰ περάσῃ καμήλα, τὸ μεγάλο αὐτὸ ζῷο, ἀπὸ τὴν τρύπα μιᾶς βελόνας, παρὰ νὰ περάσῃ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τί ἦταν αὐτός; Ἦταν φτωχός, ζητιάνος, ποὺ πεινοῦσε; Ἦταν ἄρρωστος βαρειά, ἀπελπισμένος ἀπὸ γιατροὺς καὶ φάρμακα; Ἦταν γέρος, ποὺ ζητοῦσε στήριγμα καὶ παρηγορία; Τίποτε ἀπ’ αὐτά. Θέλεις τὴν ταυτότητά του; Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο· ἦταν ἄνθρωπος μὲ ὅλα τὰ καλά. Ἦταν νέος (βλ. καὶ Ματθ. 19,22), στὸ ἄνθος τῆς ὡραίας ἡλικίας. Εἶχε ὑγεία· δὲν παραπονεῖται γιὰ καμμιά ἀσθένεια. Ἦταν «πλούσιος σφόδρα» (Λουκ. 18,23). Εἶχε ἀκόμα καὶ ἀξίωμα, ἦταν «ἄρχων» (ἔ.ἀ. 18,18). Τί ἄλλο ἤθελε; Ἐν τούτοις δὲν ἔνιωθε εὐτυχής· γιὰ νὰ βεβαιώνεται ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ἕνας σοφός· Μὲ τὰ λεφτὰ ὅλα μπορεῖς νὰ τ᾽ ἀγοράσῃς, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐτυχία. Μυστικὴ εἶνε ἡ πηγὴ τῆς εὐτυχίας. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτός, μὲ ὅλ’ αὐτὰ ποὺ εἶχε, μέσα στὴν ψυχή του αἰσθανόταν ἕνα κενό. Γι’ αὐτὸ ζητοῦσε κάτι ἀνώτερο, ὑψηλότερο. Ποιό ἦταν αὐτό; Ζητοῦσε τὴν «ζωὴν αἰώνιον» (ἔ.ἀ.).
Δὲν θαυμάζετε τὸν πόθο του; Μακάρι καὶ σήμερα ἡ νεολαία μας νὰ εἶχε τέτοιες εὐγενεῖς ἀναζητήσεις. Ποιός πιστεύει σήμερα σὲ «ζωὴν αἰώνιον»; Αὐτὸς ὅμως πίστευε. Πίστευε ὅτι ὑπάρχει Θεὸς κι ὅτι πέραν τοῦ τάφου ἀρχίζει μιὰ νέα ζωή, ἀπείρως ὡραιοτέρα ἀπ᾽ αὐτὴν ἐδῶ. Εἶνε αὐτὸ ποὺ δίδασκαν καὶ ὁ Πλάτων κι ὁ Ἀριστοτέλης, ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
Ποθοῦσε λοιπὸν ὁ νέος αὐτὸς τὴν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ ἦρθε στὸ Χριστὸ καὶ ρωτοῦσε· Τί πρέπει νὰ κάνω, γιὰ νὰ γίνω κληρονόμος -μέτοχος τῆς αἰωνιότητος; Κι ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπαντᾷ. Τοῦ δίνει ἕνα χρυσὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦσε ν’ ἀνοίξῃ τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου. Τὸ χρυσὸ κλειδὶ ποιό εἶνε; Εἶνε ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν. Τοῦ ὑπενθυμίζει μερικὲς ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ δόθηκαν στὸ ὄρος Σινά· τὸ «μὴ μοιχεύσῃς», τὸ «μὴ φονεύσῃς», τὸ «μὴ κλέψῃς», τὸ «μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» (ἔ.ἀ. 18,20).
Αὐτά, λέει, τὰ ἐτήρησα διδάσκαλε «ἐκ νεότητός μου» (ἔ.ἀ. 18,21). Δὲν ἱκανοποιεῖτο μ’ αὐτά, ζητοῦσε κάτι ἀνώτερο. Ἤθελε νὰ πετάξῃ, ζητοῦσε φτεροῦγες, μεγάλα φτερά, σὰν ἐκεῖνα ποὺ λέει σ᾽ ἕνα ποίημά του ὁ δικός μας ποιητὴς ὁ Παλαμᾶς, «…τὰ φτερὰ τὰ πρωτινά σου τὰ μεγάλα». Ὁ σπουργίτης λοιπὸν αὐτὸς ζητοῦσε νὰ γίνῃ ἀετός. Ὁ Χριστὸς τὸν κοίταξε καὶ τοῦ λέει· Θέλεις τὰ ὑψηλότερα; θέλεις νὰ γίνῃς ἀκόλουθός μου; ἁπλὸς εἶνε ὁ τρόπος. Καὶ τοῦ ᾽πε δύο λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ· ἂν τὰ ἐφαρμόζαμε, τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα θὰ ἦταν λυμένο, θὰ εἴχαμε εἰρήνη σ’ ὅλο τὸν κόσμο· «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (ἔ.ἀ. 18,22). Πούλησέ τα ὅλα, λέει, μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, γίνε ἀκτήμων ὅπως ἐγώ, κ’ ἔλα κοντά μου.
Ὁ πλούσιος νεανίσκος τ᾽ ἄκουσε αὐτὸ καὶ σκυθρώπασε. Ἀδύνατον! σκέφτηκε, νὰ δώσω ἐγὼ τὴν περιουσία μου, νὰ μείνω ἀκτήμων… Δὲν μπόρεσε νὰ τὸ σηκώσῃ αὐτὸ καὶ ἀπῆλθε «περίλυπος» (ἔ.ἀ. 18,23). Τότε ὁ Χριστὸς εἶπε κάποια ἄλλα αἰώνια λόγια· Εὐκολώτερο, λέει, εἶνε νὰ περάσῃ καμήλα, τὸ μεγάλο αὐτὸ ζῷο, ἀπὸ τὴν τρύπα μιᾶς βελόνας, παρὰ νὰ περάσῃ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
* * *
Ἀδύνατον! εἶπε ὁ νέος τοῦ
εὐαγγελίου, παρ’ ὅλο ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε ζητήσει τὸ ἀπόλυτο. Αὐτὸ ὅμως ποὺ
εἶπε ὁ Χριστὸς εἶνε πράγματι ἀκατόρθωτο; Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Αὐτὸ ποὺ
εἶπε, «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς», ποὺ δὲν τὸ ἐφήρμοσε
αὐτός, τὸ ἐφήρμοσαν καὶ τὸ ἐφαρμόζουν πολλοὶ ἄλλοι νέοι.
Τὸ ἐφήρμοσαν πρῶτοι οἱ ἀπόστολοι. «Ἀκολούθει μοι» τοὺς εἶπε ὁ Χριστός (Ματθ. 9,9), κι ἀμέσως ἄφησαν βάρκες, συνεταίρους, γονεῖς, τὸν ἀκολούθησαν, σκόρπισαν σ᾽ ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ κήρυξαν τὸ εὐαγγέλιο.
Τὸ ἄκουσε ἀργότερα στὴν ἐκκλησία καὶ κάποιος ἄλλος νέος, πλούσιος κι αὐτός. Δὲν εἶπε, Τὰ λόγια αὐτὰ εἶνε γιὰ τοὺς ἄλλους. Εἶπε· Τὰ λόγια αὐτὰ εἶνε γιὰ μένα! Καὶ μόλις βγῆκε ἔξω, πούλησε τὴν περιουσία ποὺ εἶχε κ’ ἔγινε ἀσκητής. Εἶνε ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ἀσκητισμοῦ, ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Ἕνας λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, φτάνει ν᾽ ἀλλάξῃ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη.
«Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς…». Τὸ ἄκουσαν κι ἄλλοι νέοι σπουδασταί, ποὺ ἔγιναν κατόπιν μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως λ.χ. ὁ μέγας Βασίλειος ποὺ ἵδρυσε γιὰ τοὺς φτωχοὺς τὴν Βασιλειάδα. Ἄρα λοιπὸν μποροῦσε νὰ τὸ ἐφαρμόσῃ καὶ ὁ νεανίσκος τῆς σημερινῆς περικοπῆς.
Τὸ ἐφήρμοσαν ἀκόμα, ἀγαπητοί μου, γυναῖκες. Ἐμεῖς τὶς θεωροῦμε κατώτερες τῶν ἀνδρῶν, ἐν τούτοις ὅμως, μέσα στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ γυναίκα πολλὲς φορὲς νικᾷ τὸν ἄνδρα. Ποῦ τὸν νικᾷ; Στὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς. Παρουσιάζει ἐκπλήξεις. Διότι ἂν ὁ ἄνδρας εἶνε περισσότερο νοῦς, ἡ γυναίκα εἶνε καρδιά· καὶ ἡ καρδιὰ εἶνε τὸ σπουδαιότερο στὸν ἄνθρωπο. Τώρα γίναμε ὀρθολογισταί· μὲ τὸ μικρό μας μυαλουδάκι ζητοῦμε νὰ λύσουμε τὰ προβλήματα. Ὄχι, δὲ λύνονται μὲ τὸ μυαλὸ καὶ τὸ διαβήτη· μὲ τὴν καρδιά, «μὲ τῆς καρδιᾶς τὸ πύρωμα» λύνονται. Ἐκεῖ λοιπὸν νικᾷ ἡ γυναίκα. Καὶ ἔτσι ἔφθασε σὲ μεγάλα ὕψη. Τρανὴ ἀπόδειξις ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, ποὺ εἶνε καὶ τῶν ἀγγέλων ὑπερτέρα, ἀλλὰ καὶ πλῆθος ἄλλες ἅγιες γυναῖκες.
Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶνε καὶ ἡ ἁγία Αἰκατερίνη, ποὺ τιμᾶται τὶς ἡμέρες αὐτές. Εἶχε καὶ αὐτὴ ὅλα τὰ προσόντα τοῦ νέου τῆς παραβολῆς, καὶ ἐπὶ πλέον δύο ἀκόμη· τὸ ὑπέροχο κάλλος καὶ τὴν σπάνια σοφία. Πάνω ἀπ᾽ ὅλα ὅμως ἦταν Χριστιανή· καὶ ζώντας σὲ ἐποχὴ διωγμῶν βρέθηκε ἐπὶ Μαξεντίου (306-311 μ.Χ.) ὑπόδικος ἐνώπιον τοῦ διοικητοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος τῆς ἔθεσε τὸ ἐρώτημα· Εἶσαι Χριστιανή; Τώρα σ’ ἐμᾶς αὐτὸ δὲν στοιχίζει τίποτε, τότε ὅμως στοίχιζε. Ἀπαντᾷ· Ναί, εἶμαι Χριστιανή. Ὁ τύραννος ἐξεμάνη καὶ τὴν κάλεσε νὰ διαλεχθῇ στὰ ἀνάκτορα μὲ τοὺς σοφοὺς τῆς εἰδωλολατρίας. Ἐκεῖ εἶχε ἕνα μακρὸ διάλογο μὲ ἑκατὸν πενήντα ῥήτορες. Στὴ σημερινὴ γλῶσσα τῶν φιλάθλων μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἦταν ἕνα «μὰτς» ὑπέροχο, ποὺ ἔληξε μὲ νίκη καὶ θρίαμβο τῆς πίστεώς μας. Ὄχι μόνο οἱ σοφοὶ αὐτοὶ ἀλλὰ καὶ τριακόσοι ἄλλοι στρατιῶτες κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ βασίλισσα, ὅλοι αὐτοὶ πίστεψαν καὶ μαρτύρησαν μαζί της γιὰ τὸ Χριστό. Τώρα τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς ἁγίας ἀναπαύεται στὴ μονὴ Ἁγίας Αἰκατερίνης τοῦ ὄρους Σινὰ καὶ τὸ φρουροῦν Ἕλληνες.
Τὸ ἐφήρμοσαν πρῶτοι οἱ ἀπόστολοι. «Ἀκολούθει μοι» τοὺς εἶπε ὁ Χριστός (Ματθ. 9,9), κι ἀμέσως ἄφησαν βάρκες, συνεταίρους, γονεῖς, τὸν ἀκολούθησαν, σκόρπισαν σ᾽ ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ κήρυξαν τὸ εὐαγγέλιο.
Τὸ ἄκουσε ἀργότερα στὴν ἐκκλησία καὶ κάποιος ἄλλος νέος, πλούσιος κι αὐτός. Δὲν εἶπε, Τὰ λόγια αὐτὰ εἶνε γιὰ τοὺς ἄλλους. Εἶπε· Τὰ λόγια αὐτὰ εἶνε γιὰ μένα! Καὶ μόλις βγῆκε ἔξω, πούλησε τὴν περιουσία ποὺ εἶχε κ’ ἔγινε ἀσκητής. Εἶνε ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ἀσκητισμοῦ, ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Ἕνας λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, φτάνει ν᾽ ἀλλάξῃ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη.
«Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς…». Τὸ ἄκουσαν κι ἄλλοι νέοι σπουδασταί, ποὺ ἔγιναν κατόπιν μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως λ.χ. ὁ μέγας Βασίλειος ποὺ ἵδρυσε γιὰ τοὺς φτωχοὺς τὴν Βασιλειάδα. Ἄρα λοιπὸν μποροῦσε νὰ τὸ ἐφαρμόσῃ καὶ ὁ νεανίσκος τῆς σημερινῆς περικοπῆς.
Τὸ ἐφήρμοσαν ἀκόμα, ἀγαπητοί μου, γυναῖκες. Ἐμεῖς τὶς θεωροῦμε κατώτερες τῶν ἀνδρῶν, ἐν τούτοις ὅμως, μέσα στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ γυναίκα πολλὲς φορὲς νικᾷ τὸν ἄνδρα. Ποῦ τὸν νικᾷ; Στὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς. Παρουσιάζει ἐκπλήξεις. Διότι ἂν ὁ ἄνδρας εἶνε περισσότερο νοῦς, ἡ γυναίκα εἶνε καρδιά· καὶ ἡ καρδιὰ εἶνε τὸ σπουδαιότερο στὸν ἄνθρωπο. Τώρα γίναμε ὀρθολογισταί· μὲ τὸ μικρό μας μυαλουδάκι ζητοῦμε νὰ λύσουμε τὰ προβλήματα. Ὄχι, δὲ λύνονται μὲ τὸ μυαλὸ καὶ τὸ διαβήτη· μὲ τὴν καρδιά, «μὲ τῆς καρδιᾶς τὸ πύρωμα» λύνονται. Ἐκεῖ λοιπὸν νικᾷ ἡ γυναίκα. Καὶ ἔτσι ἔφθασε σὲ μεγάλα ὕψη. Τρανὴ ἀπόδειξις ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, ποὺ εἶνε καὶ τῶν ἀγγέλων ὑπερτέρα, ἀλλὰ καὶ πλῆθος ἄλλες ἅγιες γυναῖκες.
Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶνε καὶ ἡ ἁγία Αἰκατερίνη, ποὺ τιμᾶται τὶς ἡμέρες αὐτές. Εἶχε καὶ αὐτὴ ὅλα τὰ προσόντα τοῦ νέου τῆς παραβολῆς, καὶ ἐπὶ πλέον δύο ἀκόμη· τὸ ὑπέροχο κάλλος καὶ τὴν σπάνια σοφία. Πάνω ἀπ᾽ ὅλα ὅμως ἦταν Χριστιανή· καὶ ζώντας σὲ ἐποχὴ διωγμῶν βρέθηκε ἐπὶ Μαξεντίου (306-311 μ.Χ.) ὑπόδικος ἐνώπιον τοῦ διοικητοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος τῆς ἔθεσε τὸ ἐρώτημα· Εἶσαι Χριστιανή; Τώρα σ’ ἐμᾶς αὐτὸ δὲν στοιχίζει τίποτε, τότε ὅμως στοίχιζε. Ἀπαντᾷ· Ναί, εἶμαι Χριστιανή. Ὁ τύραννος ἐξεμάνη καὶ τὴν κάλεσε νὰ διαλεχθῇ στὰ ἀνάκτορα μὲ τοὺς σοφοὺς τῆς εἰδωλολατρίας. Ἐκεῖ εἶχε ἕνα μακρὸ διάλογο μὲ ἑκατὸν πενήντα ῥήτορες. Στὴ σημερινὴ γλῶσσα τῶν φιλάθλων μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἦταν ἕνα «μὰτς» ὑπέροχο, ποὺ ἔληξε μὲ νίκη καὶ θρίαμβο τῆς πίστεώς μας. Ὄχι μόνο οἱ σοφοὶ αὐτοὶ ἀλλὰ καὶ τριακόσοι ἄλλοι στρατιῶτες κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ βασίλισσα, ὅλοι αὐτοὶ πίστεψαν καὶ μαρτύρησαν μαζί της γιὰ τὸ Χριστό. Τώρα τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς ἁγίας ἀναπαύεται στὴ μονὴ Ἁγίας Αἰκατερίνης τοῦ ὄρους Σινὰ καὶ τὸ φρουροῦν Ἕλληνες.
* * *
Ἀγαπητοί μου· Ὁ κόσμος, ποὺ
λατρεύει τὸ χρυσό, ἀκούγοντας τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ «Πάντα ὅσα ἔχεις
πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς…», φωνάζει Ἀδύνατον! Τὰ λόγια ὅμως τοῦ
Εὐαγγελίου δὲν χάνουν ποτέ τὴν ἰσχύ τους. Ἂς εἰρωνεύωνται, ὅτι τὸ
Εὐαγγέλιο ἦταν γιὰ «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», εἶνε δηλαδὴ μιὰ οὐτοπία, κάτι ποὺ
δὲν ἐφαρμόζεται. Ὄχι, κύριοι! Καὶ ἕνας ἀκόμα ἂν ἐφήρμοζε τὸ Εὐαγγέλιο
πάνω στὴ γῆ, ἔφτανε αὐτὸς ν’ ἀποδείξῃ ὅτι μπορεῖ νὰ ἐφαρμοσθῇ. Ἀλλὰ δὲν
τὸ ἐφήρμοσε ἕνας· τὸ ἐφήρμοσαν χιλιάδες, μικροὶ – μεγάλοι, ἀπ᾽ ὅλες τὰς
τάξεις καὶ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα. Ὅλοι αὐτοὶ βεβαιώνουν, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο
δὲν εἶνε οὐτοπία, εἶνε τὸ αἰώνιο, ἰσχύει καὶ κατισχύει. Παίρνει τὸν
σπουργίτη καὶ τὸν κάνει ἀετό· παίρνει τὸν κόρακα καὶ τὸν κάνει
περιστέρι· παίρνει τὸ λύκο καὶ τὸν κάνει ἀρνί· παίρνει τὸν ἀσήμαντο ψαρᾶ
καὶ τὸν κάνει διάσημο ἀπόστολο· παίρνει τὴν ταπεινὴ νεάνιδα καὶ τὴν
κάνει σοφὴ ἀπολογήτρια· παίρνει τὸν ἁπλὸ ἐπαρχιώτη καὶ τὸν κάνει
οἰκουμενικὸ διδάσκαλο, παίρνει τὸν πλούσιο νέο καὶ τὸν κάνει ἀκτήμονα
ἀσκητή. Δημιουργεῖ μεγάλες ἀνατάσεις καὶ δίνει μεγάλα φτερά, ὥστε νὰ
μπορῇ κανεὶς ν᾽ ἀφήνῃ τὸν κόσμο, τὴ ματαιότητα καὶ ἀθλιότητα, καὶ νὰ
φτάνῃ ψηλά, πολὺ ψηλά, ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ αἰώνιος προορισμὸς τοῦ
ἀνθρώπου· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 25-11-1984)