Η
θρησκεία, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε κάτι χθεσινό. Εἶνε φαινόμενο
ἀρχέγονο· ἅμα ἄνθρωπος – ἅμα θρησκεία, μόλις παρουσιάστηκε ὁ ἄνθρωπος
ἀμέσως σημειώθηκαν δείγματα θρησκευτικότητος. Εἶνε φαινόμενο
καθολικό, παγκόσμιο. Ὅπου κι ἂν πᾷς στὸν πλανήτη μας, στὸ Βόρειο Πόλο
στὴ Νέα Ὑόρκη στὴ διακεκαυμένη ζώνη στὶς Ἰνδίες στὴν Ἰαπωνία στὴ
Σιβηρία, παντοῦ συναντοῦμε τὰ ἴχνη τῆς θρησκείας. Καὶ οἱ ἄγριοι
ἀκόμη κάτι πιστεύουν, καὶ μάλιστα βαθειά. Ἡ θρησκεία δὲ μπῆκε στὴ ζωή
μας ἀπ’ ἔξω, ὅπως λένε οἱ ἄθεοι· δὲν εἶνε ἐπίκτητη. Εἶνε ἔμφυτη. Τί θὰ
πῇ ἔμφυτη· ἔτσι πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος. Ὅπως ἡ μάνα ἔχει ἔμφυτη τὴ
στοργή, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τὴ θρησκεία.
στοργή, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τὴ θρησκεία.
Ποιός δίδαξε τὴ μάνα ν’ ἀγαπᾷ τὸ
παιδί της; Καὶ χίλιες διαταγὲς νὰ τῆς ἐπιβάλουν νὰ πάψῃ ν’ ἀγαπᾷ τὸ
παιδί της, τίποτα δὲ θὰ κάνουν. Δὲν ξεριζώνεται τὸ αἴσθημα αὐτό. Ἔτσι
καὶ ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καμμία δύναμις δὲν μπορεῖ νὰ ξεῤῥιζώσῃ
τὴ θρησκεία.
Πολλὲς εἶνε οἱ θρησκεῖες, παλαιὲς καὶ νέες. Ἂν μὲ ρωτήσετε ὅμως
ποιά ἀπ᾽ ὅλες εἶνε ἀληθινή, θὰ σᾶς ἀπαντήσω ―κι ἂν δὲν ἀπαντήσω ἐγὼ
θ᾽ ἀπαντήσουν τὰ ἄστρα, τὰ ποτάμια, τὰ δέντρα, οἱ πέτρες, οἱ τάφοι, οἱ
νεκροὶ κι ὁ ᾅδης ἀκόμα―, ὅτι ἡ θρησκεία ἡ ἀληθινὴ εἶνε μία καὶ μόνο· ἡ
θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ χριστιανική, ὁ χριστιανισμός.
Κι ὅσο διαφέρει
τὸ διαμάντι ἀπὸ τὰ χαλίκια, τόσο διαφέρει ἡ πίστι μας ἀπ’ τ᾽ ἄλλα
θρησκεύματα. Διαμάντι εἶνε ἡ θρησκεία μας. Εὐτυχὴς ὅποιος τὸ κατέχει
στὴν καρδιά του, δυστυχὴς ὅποιος τὸ χάσῃ.
Καὶ εἶνε ἀληθινὴ ἡ θρησκεία μας γιατί; Διότι αὐτὸς ποὺ τὴν ἵδρυσε δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, κοινωνιολόγος ἢ φιλόσοφος ἢ ἐπιστήμων, ἀλλὰ εἶνε – τί ; Κατὰ τὴν πίστι μας εἶνε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Θεὸς ὁ Χριστός! Τὸ φωνάζει ἡ διδασκαλία του· μιὰ διδασκαλία ἄφθαστη.
Καὶ εἶνε ἀληθινὴ ἡ θρησκεία μας γιατί; Διότι αὐτὸς ποὺ τὴν ἵδρυσε δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, κοινωνιολόγος ἢ φιλόσοφος ἢ ἐπιστήμων, ἀλλὰ εἶνε – τί ; Κατὰ τὴν πίστι μας εἶνε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Θεὸς ὁ Χριστός! Τὸ φωνάζει ἡ διδασκαλία του· μιὰ διδασκαλία ἄφθαστη.
Πολλὰ θ᾽ ἀλλάξουν στὸν κόσμο· ἕνα θὰ μείνῃ ἀναλλοίωτο· τὰ λόγια τοῦ
Χριστοῦ. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ
παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Θεὸς ὁ Χριστός· τὸ φωνάζει ἡ ἁγία του ζωή, ποὺ
«ἐκάλυψεν οὐρανούς» (Ἀμβ. 3,3)· εἶνε ὁ μόνος ποὺ στάθηκε ἐν μέσῳ τῆς
ἀνθρωπότητος καὶ εἶπε «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;», ποιός
μπορεῖ νὰ μὲ ἐλέγξῃ γιὰ κάποια ἁμαρτία; (Ἰωάν. 8,46). Εἶνε Θεός· τὸ
φωνάζουν τὰ ἀναρίθμητα θαύματά του, ποὺ ἔκανε κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι
συντελείας τῶν αἰώνων.
Ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἐγράφησαν στὸ Εὐαγγέλιο ἀκούσαμε σήμερα. Ποιό τὸ θαῦμα;
Ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἐγράφησαν στὸ Εὐαγγέλιο ἀκούσαμε σήμερα. Ποιό τὸ θαῦμα;
* * *
Λέει τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι στοὺς
ἁγίους Τόπους ὑπάρχει μιὰ λίμνη ποὺ λέγεται Γεννησαρέτ. Στὴν ὄχθη της
ἐργάζονταν τέσσερις ψαρᾶδες· ὁ Ἰωάννης, ὁ Ἰάκωβος, ὁ Πέτρος καὶ ὁ
Ἀνδρέας. Φτωχαδάκια ἦταν, μεροδούλι – μεροφάϊ.
Ἔπαιρναν τὶς βάρκες,
ἔβγαιναν τὴ νύχτα (τότε εἶνε ἡ κατάλληλη ὥρα), ἔρριχναν τὰ δίχτυα καὶ
προσπαθοῦσαν νὰ πιάσουν ψάρια, νὰ τὰ πουλήσουν, γιὰ νὰ ζήσουν αὐτοὶ καὶ
οἱ οἰκογένειές τους. Ὅλη τὴ νύχτα ψάρευαν. Τί ἔπιασαν; Τίποτε, οὔτε
ἕνα ψάρι. Λυπημένοι καὶ κουρασμένοι γύρισαν. Ἔδεσαν τὶς βάρκες κι
ἄρχισαν νὰ τακτοποιοῦν τὰ δίχτυα τους.
Τὴν ὥρα ἐκείνη νά κ’ ἔρχεται κοντά τους – ποιός; Ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς εἶνε κοντὰ στοὺς ἐργατικοὺς ἀνθρώπους. Κανείς ἄλλος δὲν ἀγάπησε τοὺς ἐργάτες ὅπως αὐτός. Διότι καὶ ὁ ἴδιος ὑπῆρξε ἐργάτης. Πτωχαδάκι ἦταν, τίποτα δὲν εἶχε. Πτωχὴ ἡ μητέρα του, πτωχὸς ὁ νομιζόμενος πατέρας του Ἰωσήφ. Ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας δούλεψε στὸ ἐργαστήριο· κρατοῦσε πριόνια καὶ σκεπάρνια καὶ ἔφτειαχνε πόρτες καὶ παράθυρα, καὶ ἔτσι ζοῦσαν.
Τὴν ὥρα ἐκείνη νά κ’ ἔρχεται κοντά τους – ποιός; Ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς εἶνε κοντὰ στοὺς ἐργατικοὺς ἀνθρώπους. Κανείς ἄλλος δὲν ἀγάπησε τοὺς ἐργάτες ὅπως αὐτός. Διότι καὶ ὁ ἴδιος ὑπῆρξε ἐργάτης. Πτωχαδάκι ἦταν, τίποτα δὲν εἶχε. Πτωχὴ ἡ μητέρα του, πτωχὸς ὁ νομιζόμενος πατέρας του Ἰωσήφ. Ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας δούλεψε στὸ ἐργαστήριο· κρατοῦσε πριόνια καὶ σκεπάρνια καὶ ἔφτειαχνε πόρτες καὶ παράθυρα, καὶ ἔτσι ζοῦσαν.
Ὅλοι
κάποια στέγη ἔχουμε. Δὲν εἶνε κανεὶς ἄστεγος. Ὅταν ὅμως ρώτησαν κάποτε
τὸ Χριστὸ ποῦ μένει, ἔδειξε τὰ ζῷα καὶ τὰ πουλιὰ καὶ εἶπε· «Οἱ
ἀλεποῦδες καὶ τὰ πουλιὰ ἔχουν τὶς φωλιές τους, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20). Δὲν εἶχε οὔτε
προσκέφαλο. Προσκέφαλό του ἔγινε ὁ ἀκάνθινος στέφανος στὸ σταυρό.
Ἀγαποῦσε λοιπὸν τοὺς ἐργατικούς. Διότι ἡ ἐργασία εἶνε ὁ πρῶτος νόμος ποὺ δόθηκε. Μέσα στὸν παράδεισο ὁ Θεὸς εἶπε στὸν Ἀδὰμ νὰ ἐργάζεται. Κι ὅταν πάλι τὸν ἔδιωξε ἀπ’ τὸν παράδεισο τοῦ εἶπε· Ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ καὶ «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου» θὰ τρῶς «τὸν ἄρτον σου» (Γέν. 3,19). Ἀπὸ τότε ὅ,τι ὡραῖο ἔγινε στὸν κόσμο, εἶνε κόπος καὶ ἀποτέλεσμα ἐργασίας ποὺ κατέβαλαν γενεὲς γενεῶν.
Ἀγαποῦσε λοιπὸν τοὺς ἐργατικούς. Διότι ἡ ἐργασία εἶνε ὁ πρῶτος νόμος ποὺ δόθηκε. Μέσα στὸν παράδεισο ὁ Θεὸς εἶπε στὸν Ἀδὰμ νὰ ἐργάζεται. Κι ὅταν πάλι τὸν ἔδιωξε ἀπ’ τὸν παράδεισο τοῦ εἶπε· Ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ καὶ «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου» θὰ τρῶς «τὸν ἄρτον σου» (Γέν. 3,19). Ἀπὸ τότε ὅ,τι ὡραῖο ἔγινε στὸν κόσμο, εἶνε κόπος καὶ ἀποτέλεσμα ἐργασίας ποὺ κατέβαλαν γενεὲς γενεῶν.
Ἂν ἔλειπε ἡ ἐργασία,
ποιά θὰ ἦτο ἡ μορφὴ τοῦ κόσμου; Φανταστῆτε νὰ γκρεμιστοῦν τὰ σπίτια,
τὰ γεφύρια, οἱ σιδηρόδρομοι, τὰ πάντα, καὶ ν᾽ ἀρχίσουμε πάλι ἀπ’ τὸ
μηδέν. Γι’ αὐτὸ ἡ ἐργασία εἶνε εὐλογημένη. Τὸ νερὸ ποὺ τρέχει εἶνε
καθαρό, τὸ νερὸ ποὺ μένει ἀκίνητο σκουληκιάζει· τὸ ὑνὶ τοῦ γεωργοῦ ποὺ
δουλεύει μέσ᾽ στὴ γῆ ἀστράφτει, τὸ ὑνὶ ποὺ δὲ δουλεύει σκουριάζει· ἔτσι
εἶνε κι ὁ ἄνθρωπος ὅταν δὲν ἐργάζεται. Διότι, ὅπως εἶπαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι
πρόγονοί μας, «ἡ ἀργία εἶνε μήτηρ πάσης κακίας».
Εὐλογημένα νὰ εἶνε τὰ
χέρια τῶν γεωργῶν ποὺ σκάβουν τὴ γῆ, εὐλογημένα τὰ χέρια τῶν βοσκῶν
ποὺ ὁδηγοῦν τὰ πρόβατα στὴ βοσκή, εὐλογημένα τὰ χέρια τῶν ἐργατῶν κάθε
τιμίας ἐργασίας, εὐλογημένοι ὅλοι ὅσοι ἐργάζονται. Κι ὅποιος δὲ θέλει
νὰ ἐργάζεται, «μηδὲ ἐσθιέτω», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· ὅποιος δὲ θέλει
νὰ δουλεύῃ, δὲν πρέπει καὶ νὰ τρώῃ (Β΄ Θεσ. 3,10). Εἶνε τὸ ῥητὸ ποὺ
πῆραν οἱ μαρξισταὶ κ’ εἶνε γραμμένο ψηλὰ στὸ Κρεμλῖνο. Κλεμμένο εἶνε·
ὅ,τι ὡραῖο, εἶνε κλεμμένο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Ἐργασία λοιπόν! Ἐργασία πότε; Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο. Ἀλλὰ ἦρθε ἡ Κυριακή, χτύπησε ἡ καμπάνα; Ὤ, τότε ἄλτ! Τὸ λέει ὁ οὐρανός. Νὰ σταματήσῃ κάθε ἐργασία. Καὶ νὰ κάνουν φτερὰ στὰ πόδια ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, νὰ ᾽ρθοῦν στὴν ἐκκλησία. Νὰ σταθοῦν μὲ εὐλάβεια, νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους, νὰ ποῦν ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13), καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (ἔ.ἀ. 23,42). Εἶνε δύσκολο; Ἂν σᾶς πῶ νὰ βαστάξετε ἕνα βουνὸ πάνω στὴν πλάτη σας, θὰ πῆτε «Ἀδύνατον».
Ἐργασία λοιπόν! Ἐργασία πότε; Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο. Ἀλλὰ ἦρθε ἡ Κυριακή, χτύπησε ἡ καμπάνα; Ὤ, τότε ἄλτ! Τὸ λέει ὁ οὐρανός. Νὰ σταματήσῃ κάθε ἐργασία. Καὶ νὰ κάνουν φτερὰ στὰ πόδια ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, νὰ ᾽ρθοῦν στὴν ἐκκλησία. Νὰ σταθοῦν μὲ εὐλάβεια, νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους, νὰ ποῦν ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13), καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (ἔ.ἀ. 23,42). Εἶνε δύσκολο; Ἂν σᾶς πῶ νὰ βαστάξετε ἕνα βουνὸ πάνω στὴν πλάτη σας, θὰ πῆτε «Ἀδύνατον».
Ἂν σᾶς πῶ νὰ κρατήσετε ἕνα χαλικάκι, εἶνε πολὺ
εὔκολο· καὶ ἕνα μικρὸ παιδάκι μπορεῖ. Ποιό εἶνε τὸ χαλικάκι, ποὺ μᾶς
ζητάει ὁ Θεὸς νὰ σηκώσουμε; 168 ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα· ἀπὸ αὐτὲς ὁ Θεὸς
ζητάει 1 ὥρα (τόσο διαρκεῖ ἡ θεία λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ
βασιλεία…», μέχρι τὸ «Δι’ εὐχῶν…». Ἔλα λοιπὸν μιὰ ὥρα στὴν ἐκκλησία, νὰ
λατρέψῃς τὸ Θεό.
―Καὶ τί θὰ κερδίσω; κερδίζω τίποτα;…
Τί θὰ κερδίσῃς; Θὰ πάρῃς τὸ ἀντίδωρο, ποὺ εἶνε εὐλογία. «Εὐλογία Κυρίου καὶ ἔλεος ἔλθοι ἐφ᾽ ὑμᾶς» (θ. Λειτ.), σ’ ἐσένα καὶ στὸ σπίτι σου. Καὶ τί θὰ πῇ εὐλογία τὸ βλέπουμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο. Ψάρεψαν οἱ μαθηταὶ τὴ νύχτα χωρὶς τὸ Χριστὸ καὶ δὲν ἔπιασαν τίποτα.
―Καὶ τί θὰ κερδίσω; κερδίζω τίποτα;…
Τί θὰ κερδίσῃς; Θὰ πάρῃς τὸ ἀντίδωρο, ποὺ εἶνε εὐλογία. «Εὐλογία Κυρίου καὶ ἔλεος ἔλθοι ἐφ᾽ ὑμᾶς» (θ. Λειτ.), σ’ ἐσένα καὶ στὸ σπίτι σου. Καὶ τί θὰ πῇ εὐλογία τὸ βλέπουμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο. Ψάρεψαν οἱ μαθηταὶ τὴ νύχτα χωρὶς τὸ Χριστὸ καὶ δὲν ἔπιασαν τίποτα.
Ὅταν ὕστερα τοὺς εἶπε ὁ Χριστὸς νὰ ῥίξουν τὰ δίχτυα, παρὰ τὶς
ἀντιρρήσεις ποὺ εἶχαν, εἶπαν· Ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσύ, θὰ ὑπακούσουμε. Καὶ
μόλις ὑπήκουσαν, ὤ θαῦμα! γέμισαν τὰ δίχτυα ὥστε νὰ σχίζωνται καὶ τὰ
πλοιάρια ὥστε νὰ βυθίζωνται. Γιατί; Γιατὶ τὰ εὐλόγησε ὁ Χριστός.
Ὅπως λοιπὸν τότε τὰ δίχτυα εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καὶ τώρα ἐμεῖς στὶς ἐργασίες μας ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν εὐλογία του. Δὲ θέλουμε νὰ τὸ παραδεχτοῦμε καὶ λέμε· Ἔχω τὰ χέρια μου!… Ποιά χέρια σου, ἄνθρωπε; Μιὰ σταγόνα αἷμα νὰ πάῃ στὸν ἐγκέφαλο, παρέλυσε τὸ χέρι! Ἔχεις ἀνάγκη τὴν εὐλογία. Ὅσο κι ἂν σκάψῃς μὲ τρακτέρ, ὅσο κι ἂν σπείρῃς ἐκλεκτὸ σπόρο, ὅσο λίπασμα κι ἂν ῥίξῃς, ὅσους γεωπόνους κι ἂν φέρῃς, ἂν δὲν εὐλογήσῃ ὁ Θεὸς χαμένος ὁ κόπος.
Ὅπως λοιπὸν τότε τὰ δίχτυα εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καὶ τώρα ἐμεῖς στὶς ἐργασίες μας ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν εὐλογία του. Δὲ θέλουμε νὰ τὸ παραδεχτοῦμε καὶ λέμε· Ἔχω τὰ χέρια μου!… Ποιά χέρια σου, ἄνθρωπε; Μιὰ σταγόνα αἷμα νὰ πάῃ στὸν ἐγκέφαλο, παρέλυσε τὸ χέρι! Ἔχεις ἀνάγκη τὴν εὐλογία. Ὅσο κι ἂν σκάψῃς μὲ τρακτέρ, ὅσο κι ἂν σπείρῃς ἐκλεκτὸ σπόρο, ὅσο λίπασμα κι ἂν ῥίξῃς, ὅσους γεωπόνους κι ἂν φέρῃς, ἂν δὲν εὐλογήσῃ ὁ Θεὸς χαμένος ὁ κόπος.
Ἂν δὲ
βρέξῃ ὁ οὐρανός ―κάθε σταγόνα βροχῆς λίρα ἐγγλέζικια εἶνε―, ἂν δὲ
φυσήξῃ ἀεράκι, κι ἂν δὲ βγῇ ὁ ἥλιος μηδέν, τίποτα. Ἔχεις εὐλογία Θεοῦ;
κ’ ἕνας σβῶλος γῆς – μιὰ γλάστρα χῶμα μπορεῖ νὰ σὲ ζήσῃ· δὲν ἔχῃς τὴν
εὐλογία; τότε κ’ ἕνας κάμπος ὁλόκληρος δὲ μπορεῖ νὰ σὲ θρέψῃ. Θὰ σπέρνῃς
καὶ δὲ θὰ θερίζης.
Ἔχει ἀνάγκη εὐλογίας ὁ γεωργός, ὁ βοσκός, ὁ τεχνίτης, ὁ ἐπιστήμων, κάθε ἄνθρωπος. Χωρὶς Θεὸ δὲ μποροῦμε νὰ ζήσουμε. Αὐτὴ εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη ἀνάγκη μας. Ὅπως τὸ ψάρι δὲ μπορεῖ νὰ ζήσῃ ἔξω ἀπ’ τὴ θάλασσα, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος εἶνε πλασμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ κ’ ἔχει ἀνάγκη τὸ Θεό.
Ἔχει ἀνάγκη εὐλογίας ὁ γεωργός, ὁ βοσκός, ὁ τεχνίτης, ὁ ἐπιστήμων, κάθε ἄνθρωπος. Χωρὶς Θεὸ δὲ μποροῦμε νὰ ζήσουμε. Αὐτὴ εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη ἀνάγκη μας. Ὅπως τὸ ψάρι δὲ μπορεῖ νὰ ζήσῃ ἔξω ἀπ’ τὴ θάλασσα, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος εἶνε πλασμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ κ’ ἔχει ἀνάγκη τὸ Θεό.
* * *
Νὰ πιστεύετε, ἀγαπητοί μου. Κλεῖστε τ’ αὐτιά σας στοὺς ἀθέους. Παραπάνω ἀπ’ ὅλα ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ θὰ βροῦν ἀπήχησι στὶς ψυχές σας, ὅπως ὁ Χριστὸς εὐλόγησε τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων, εὐλογῶ κ’ ἐγὼ ὡς ἐπίσκοπος τὰ σπίτια σας, τὶς ἐργασίες σας, τὰ σχολεῖα, τοὺς δασκάλους, τὶς ἀρχές, τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά σας, εὐλογῶ τοὺς κάμπους καὶ τὰ βουνά· εὔχομαι πάντοτε στὸν τόπο σας νὰ ὑπάρχῃ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ· ἀμήν.
Μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ θὰ βροῦν ἀπήχησι στὶς ψυχές σας, ὅπως ὁ Χριστὸς εὐλόγησε τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων, εὐλογῶ κ’ ἐγὼ ὡς ἐπίσκοπος τὰ σπίτια σας, τὶς ἐργασίες σας, τὰ σχολεῖα, τοὺς δασκάλους, τὶς ἀρχές, τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά σας, εὐλογῶ τοὺς κάμπους καὶ τὰ βουνά· εὔχομαι πάντοτε στὸν τόπο σας νὰ ὑπάρχῃ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ἡ ὁποία ἔγινε στον ἱερό
ναὸ του Ἁγ. Μηνᾶ Ἐμπορίου – Ἑορδαίας 23-9-1984)