«Οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ » (Ἰω. 3,13)
Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τί λέει τὸ εὐαγγέλιο; Ὅτι κανένας ―ἀκοῦτε;―, κανένας δὲν ἀνέβηκε στὰ οὐράνια, ἐκτὸς ἀπὸ Ἕναν. –Μπᾶ! θὰ πῇ κάποιος, εἶνε αὐτὸ σήμερα ἀ-ληθινό; «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», ποὺ πήγαιναν μὲτὰ γαϊδουράκια, μποροῦσε νὰ λεχθῇ. Ἀλλὰ σήμερα, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔγινε
ἀστροναύτης καὶ περπατάει στὸ διάστημα, ἔρχεσαι ἐσὺ καὶ λὲς ὅτι κανένας δὲν ἀνέβηκε στὰ οὐράνια;…
ἀστροναύτης καὶ περπατάει στὸ διάστημα, ἔρχεσαι ἐσὺ καὶ λὲς ὅτι κανένας δὲν ἀνέβηκε στὰ οὐράνια;…
Καὶ ὅμως ἐπιμένω. Χιλιάδες κ᾽ ἐκατομμύρια ἀστροναῦτες νὰ πετάξουν στὸ διάστημα, πάλι ὁ σημερινὸς λόγος τῆς Γραφῆς εἶνε ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ἀληθινός! Μὰ πῶς; Ἀκοῦστε.
Ἡ λέξις οὐρανός , ἀγαπητοί μου, δὲν σημαίνει μόνο τὸν φυσικὸ αὐτὸν οὐρανὸ ποὺ βλέπουμε, μὲ τὸ φεγγάρι καὶ τ᾽ ἀστέρια. Μήπως κι αὐτὰ τὰ βλέπουμε ὅλα; Ἂν ἔχουμε τὴν ὑπομονὴ τὴ νύχτα μὲ γυμνὸ μάτι νὰ μετρήσουμε τ᾽ ἀστέρια, θὰ δοῦμε ὅτι δὲν εἶνε παραπάνω ἀπὸ πέντε ἕως ἕξι χιλιάδες. Μὲ ἰσχυρὸ τηλεσκόπιο ὁ ἀριθμὸς ἀνεβαίνει σὲ εἴκοσι ἕως τριάντα ἑκατομμύρια. Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν εἶνε μόνο αὐτά. Τ᾽ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ εἶνε ἀναρίθμητα,ἀνυπολόγιστα σὲ μεγέθη, καὶ οἱ μεταξύ τους ἀποστάσεις ἀσύλληπτες. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, γιὰ νὰ φθάσῃ στὴ γῆ, θέλει ὀκτὼ λεπτά· τόσο μακριὰ εἶνε ὁ ἥλιος.Καὶ ὑπάρχουν ἄλλοι ἥλιοι πολὺ μεγαλύτεροι ἀπ᾽ τὸν δικό μας· καὶ βρίσκονται τόσο μακριά,ὥστε γιὰ νὰ φτάσῃ ἐδῶ τὸ φῶς τους χρειάζεται ἑκατομμύρια χρόνια, κι ἂς τρέχῃ τὸ φῶςμὲ τριακόσα χιλιόμετρα τὸ δευτερόλεπτο.
Λοιπὸν τί κουβεντιάζεις καὶ τί συζητᾷς, ἄνθρωπε ὑπερήφανε; Νομίζεις, καὶ ἂν πᾷς στὸ φεγγάρι, πὼς κάτι πέτυχες; Ξέρεις πῶς μοιάζει αὐτό; σὰν ἕνα παιδάκι ποὺ ἀρχίζει νὰ περπατάῃ, νὰ βγῇ μπουσουλώντας στὸ κατώφλι καὶ νὰ δῇ τὴ γειτονιά· κ᾽ ἐπειδὴ εἶδε τὴ γειτονιὰ νὰ νομίζῃ πὼς εἶ δε τὸν κόσμο ὅλο. Οὔτε ἕνα βῆμα δὲν ἔκανε ἀκόμα ὁ ἄνθρωπος στὸ διάστημα.Ἀλλὰ ἔστω· ἂς ὑποθέσουμε ὅτι βρῆκε ἕνα ταχύτερο πύραυλο κι ὅτι ὅπως τώρα περιηγεῖ ται τὴ γῆ τότε θὰ περιηγῆται τοὺς οὐρανοὺς πετώντας ἀπὸ ἀστέρι σὲ ἀστέρι. Λοιπὸν τελειώσαμε; Κι ἂν ἀκόμα αὐτὸ τὸ ἀπίθανο γίνῃ –ποὺ χρειάζονται ἑκατομμύρια χρόνια γιὰ νὰ περιοδεύσῃ τὸ ἄπειρο σύμπαν–μετὰ τί; Τίθεται τὸ ἐρώτημα·Πέρα ἀπὸ τὰ ἄστρα τί ὑπάρχει;
Τί ὑπάρχει; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ρωτῆστε τὴ Γραφή· ἐκεῖ τὰ λέει ὅλα. Τί λέει ἡ Γραφή· «Αἰνεῖτε αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν…» (Ψαλμ. 148,4) .Σύμφωνα μὲ τὸ ῥητὸ αὐτὸ καὶ ἄλλα χωρία, ἡ Γραφὴ διακρίνει πολλοὺς οὐρανούς· λέει, ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς οὐρανοί · ὁ πρῶτος εἶνε αὐτὸς ποὺ φτάνει ὣς τὴν ἀτμόσφαιρα μὲ τὰ σύννεφα, ὁ δεύτερος εἶνε ὁ θόλος μὲ τὰ ἄστρα ποὺ βλέπουμε· καὶ πέρα ἀπ᾽ τὸν δεύτερο οὐρανὸ εἶ νε ἕνας ἄλλος,«τρίτος οὐρανός» ( Β΄ Κορ. 12,2) , πνευματικὸς οὐρανός, ὁ χῶρος τοῦ πνεύματος.
Δὲν ὑπάρχει μόνο τὸ ὑλικὸ σύμπαν· αὐτὸ εἶ νε μία σκιὰ ἑνὸς ἄλλου σύμπαντος, ποὺ ὑπάρχειπέρα ἀπὸ τ᾽ ἀστέρια καὶ τοὺς γαλαξίες. Ἐκεῖ εἶνε ὁ θρόνος τῆς ἁγίας Τριάδος. Ὅπως ἐδῶ κυριαρχεῖ ὁ ἥλιος, ἔτσι στὸ πνευματικὸ σύμπαν, τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦν οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ τὰ πνεύματα τῶν δικαίων, βασιλεύει ἕνας ἄλλος ἥλιος. Ὄχι ἁπλῶς ἥλιος, ἀλλὰ τρισήλιος Θεότης, ὁ Πατὴρ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἐκεῖ λοιπόν, σ᾽ ἐκεῖνο τὸν οὐρανό, ἦταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ ἦρθε κοντά μας.
Καὶ πῶς κατέβηκε ; Θὰ φέρω ὡς παράδειγμα κάτι ποὺ εἶδα στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Πίνδου. Ἐκεῖ μιὰ μέρα διέκρινα ἕνα σημαδάκι στὰ οὐράνια· φαινόταν σὰν τελεία –τόσο ψηλὰ πετοῦσε. Μετὰ ἄρχισε νὰ κατεβαίνῃ διαγράφοντας κύκλους, μέχρι ποὺ ἦρθε καὶ κάθισε στὴν κορυφὴ ἑνὸς βράχου. Ἦταν ἕνας ἀετὸς – χρυσάετος καὶ τὰ φτερά του λαμποκοποῦσαν στὸν ἥλιο,θέαμα ἐξαίσιο. Σὰν τὸν χρυσάετο λοιπὸν ἦρθε στὴ γῆ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἡ Ἀποκάλυψις τὸν χαρακτηρίζει ἀετὸ μεγαλοπτέρυγα (βλ. Ἀπ. 12,14).
Γιατί ἦρθε ; Γιὰ ν᾽ ἀνεβάσῃ ἐμᾶς στὰ οὐράνια. Μὲ τὴν ἁγία γέννησί του ἔγινε ἡ κατάβασις, καὶ μὲ τὴν ἔνδοξο ἀνάληψί του ἡ ἀνάβασις. Ἂν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς τέχνες, τὶς ἐπιστῆμες καὶ φιλοσοφίες μποροῦσε μόνος του νὰ λυτρωθῇ,δὲν θὰ κατέβαινε ὁ Χριστός· ἐπειδὴ μὲ ὅλααὐτὰ δὲν μπόρεσε, γι᾽ αὐτὸ ἦρθε ἐκεῖνος.Καὶ μᾶς ἔδωσε μέσο πού, ἂν θέλουμε νὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε, θὰ πετάξουμε πολὺ ψηλά· μπορεῖ ὁ καθένας μας νὰ γίνῃ πνευματικὸς ἀστροναύτης.
Ποιό εἶνε τὸ μέσον αὐτό, ὁ πνευματικὸς πύραυλος; Εἶνε ἡ πίστις στὸ Χριστό.Παράδειγμα· μπαίνουν δύο στὴν ἐκκλησιά,ἕνας ποὺ πιστεύει κ᾽ ἕνας ποὺ δὲν πιστεύει. Ὁ ἄπιστος σέρνεται· ἔρχεται ἀπὸ μιὰ συνήθεια ἢ κάποια κοινωνικὴ ὑποχρέωσι. Ἀλλοῦ γίνεται φτερωτός, στὴν ἐκκλησία λὲς κ᾽ ἔχει μολύβια τὰ πόδια. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ θαυμάσῃ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ τὴ ζωγραφικὴ τὴ μουσική, καὶ βγαίνοντας ἔξω ἴσως νὰ πῇ· Ὡραία εἶνε ἡ ἐκκλησία. Ἀπὸ τὴ λατρεία ὅμως, ἔστω κι ἂν γίνεται στὰ ἑλληνικά, δὲν κατάλαβε τίποτα· γι᾽ αὐ τὸν εἶνε σὰν γιαπωνέζικα.
Ὁ πιστὸς ὅμως νιώθει ὅτι μπῆκε στὰ ἀνάκτορα τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι ἐμπρός του εἶνε «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόν - των καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15).Ἡ ὀρθόδοξος λατρεία ὑψώνει τὸν πιστό. Ὅπως λέει ἕνας ὕμνος, «Ἐν τῷ ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης σου, ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν…»(Μ. Τεσ-σαρ. ἀπολυτ. ὄρθρ.)· καθὼς στεκόμαστε, λέει, μέσα στὸ ναόσου, νομίζουμε πὼς βρισκόμαστε στὸν οὐρανό.
Ἀκοῦμε τὰ ὄμορφα τροπάρια, ποὺ δὲν τά ᾽χει καμμιά θρησκεία στὸν κόσμο. Ὅλοι οἱ φιλόσοφοι νὰ μαζευτοῦν, δὲν μποροῦν οὔτε ἕνα ψηφίο ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς θεσπέσιους ὕμνους νὰ φτειάξουν. Σὲ παλαιότερα χρόνια ἀγράμματοι πιστοὶ τοὺς ἄκουγαν καὶ βούρκωναν. Ἔλεγαν τὸ « Κύριε, ἐλέησον » μὲ πίστι κ᾽ αἰσθάνονταν τὸ Θεὸ μέσ᾽ στὴν καρδιά τους. Ὅταν περνοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὰ ἅγια κι ἄκουγαν «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…» κι ὅταν ὁ ἱερεὺς κρατοῦσε τὸ ἅγιο ποτήριο, ἡψυχή τους πετοῦσε στὰ οὐράνια.
Δὲν εἶνε λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου. Ἂν μπῆτε στὴν ἐκκλησία ὅπως θέλει ὁ Χριστός, θὰ αἰσθανθῆτε ὅ,τι αἰσθάνθηκε τὰ χρόνια τῆς τουρ-κοκρατίας ἕνας Γάλλος περιηγητὴς στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἔφθασε σὲ μιὰ ἐκκλησία στὸ Ἰκόνιο ἡμέρα Κυριακή. Ἔξω Τοῦρκοι, κόκκινα φέσια, τζαμιὰ παντοῦ. Μέσα στὴ μικρὴ πλινθόκτιστη ἐκκλησία –κ᾽ ἐνῷ καμπάνες δὲν χτυποῦσαν–ἦταν μαζεμένοι ὅλοι· ἄντρες - γυναῖκες,γέροι - γριὲς καὶ μικρὰ παιδιά. Γονατισμένοι κλαίγανε. Τότε αὐτὸς ὁ ξένος, ποὺ ἔγραψε βιβλίο, εἶπε· «Ὁ Θεὸς λατρεύεται στὴν Ἀνατολή».
Αὐτὴ ἦταν ἡ πίστις τῶν πατέρων μας. Τώρα;πρέπει νὰ κατεβῇ πάλι ὁ Χριστὸς μὲ φραγγέλλιο· ν᾽ ἀρχίσῃ ἀπ᾽ τὸ ἱερὸ βῆμα, τὸν ἄμβωνα, τ᾽ ἀναλόγια καὶ τὰ παγκάρια, νὰ μᾶς διώξῃ ἔξω ὅλους λέγοντας· «Μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου»(Ἰω. 2,16. Ἠσ. 56,7 = Ματθ. 21,13). Τὴν ἐκκλησία, ποὺ εἶνε «οἶκος προσευχῆς», κέντρο λατρείας καὶ ἐπίγειος οὐρανός , τὴν καταντήσαμε τόπο κοινό.Ὅποιος μπαίνει στὴν ἐκκλησία μὲ πίστι, αἰσθάνεται πὼς δὲν πατάει τὴ γῆ· κάνει φτεροῦγες ἀετοῦ , πετάει ψηλά, φθάνει μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ ἡ φωνή του σμίγει μὲ τῶν ἀγγέλων.
Γι᾽ αὐτὸ σὲ κάποιο σημεῖο τῆς θείας λειτουργίας παύουν οἱ φωνὲς τῆς γῆς, φωνὲς ἀνθρώπων, κι ἀκούεται τὸ τραγούδι τῶν οὐρανῶν, τὸ ἐμβατήριο τῶν ἀγγέλων· «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος, σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου» (Ἠσ. 6,3) . Εἶνε ἡ ὥρα ποὺ θὰ προσφερ-θοῦν τὰ τίμια δῶρα στὸ νοερὸ θυσιαστήριο.
Οἱ στιγμές, ἀδελφοί μου, ποὺ ζῇ ὁ ἄνθρωπος μέσ᾽ στὸ ναὸ εἶνε ἱερές. Ἀλλ᾽ εἶνε λίγες.Θὰ βγοῦμε πάλι στὸν κόσμο, στὰ μαγαζιὰ καὶτὰ γραφεῖα, θ᾽ ἀνακατευτοῦμε μὲ τὰ γήινα .Θὰ ἔρθῃ ὅμως ὥρα –νὰ εἶσαι τόσο βέβαιος ὅσο βέβαιος εἶ σαι ὅτι αὔριο ξημερώνει Δευτέρα–ποὺ θὰ πεθάνουμε· κανείς δὲ θὰ μένῃ ἀθάνατος. Θὰ ἔρθῃ« ἡ ἡμέρα ἐκείνη ἡ μεγάλη τοῦ Θεοῦ τοῦ παντοκράτορος»(Ἀπ. 16,14), ποὺτὰ πλούτη καὶ τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου θὰ γίνουν στάχτη καὶ σκόνη. Δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35· Λουκ. 21,33) .Θὰ ἔρθῃ αὐτὴ ἡ μέρα. Καὶ τότε τί θὰ γίνῃ· θὰ λάμψῃ σ᾽ ἀνατολὴ καὶ δύσι - βορρᾶ καὶ νότο ὁ τίμιος σταυρός , καὶ θὰ γονατίσουν ἐμπρός του ὅλες οἱ φυλές. Πετάξτε ῥυπαρὰ βιβλία καὶ μυθιστορήματα, πάρτε στὰ χέρια σας τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο καὶ διαβάζετέ το μέρα - νύχτα. Ἀντέστε στὰ σπίτια σας, ἀνοῖξτε τὴν Ἀποκάλυψι, δι βάστε τὸ εἰκοστὸ πρῶτο κεφάλαιο νὰ δῆτε τί λέει ἐκεῖ.
«Εἶδον», λέει, «οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν» (Ἀπ. 21,1) . Βλέπω καινούργιο κόσμο, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· στὴν ὁποία εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὅλους διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
Απομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἱ. ναὸ τῶν Ἀθηνῶν τὴν 11-9-1966.