ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει; Μὲ ἁπλᾶ λόγια θὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω.
Κάποια μέρα ἕνας ἄνθρωπος πῆγε στὸ Χριστὸ καὶ τὸν θερμοπαρακαλοῦσε γιὰ κάτι. Τί ἤθελε; ἦταν πεινασμένος κ’ ἤθελε ψωμί, ἦταν διψασμένος κ’ ἤθελε νερό, ἦταν ἄρρωστος κ’ ἤθελε φάρμακα; Ὄχι. Ὅλα τά ᾿χε· ἦταν νέος, ἦταν ἄρχοντας, δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα. Τί τοῦ ἔλειπε λοιπόν, γιατί πῆγε στὸ Χριστό; Αὐτὸς πίστευε ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὅτι δὲν τελειώνουν ὅλα στὸν τάφο, ὅτι ὑπάρχει ἄλλη ζωή, καὶ εἶχε ἀγωνία γιὰ ἐκεῖ. Ἀγωνιοῦσε ποῦ θὰ πάῃ· μὲ τὸ Θεὸ ἢ μὲ τὸ διάβολο, στὸν παράδεισο ἢ στὴν κόλασι, στὸ φῶς ἢ στὸ σκοτάδι; Αὐτὸ τὸν ἐνδιέφερε. Ἦταν δηλαδὴ μιὰ εὐγενὴς ὕπαρξις καὶ ρωτοῦσε· Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ, νὰ πάω κοντὰ στὸ Θεό;
Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ, νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνιο ζωή, νὰ πάω στὸν παράδεισο! Τὸ λέει σήμερα κανείς; Μέσ᾿ στοὺς χίλιους ζήτημα ἂν βρῇς ἕνα νὰ πιστεύῃ ὅτι ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει μὲ τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη.
Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια στὶς γιορτὲς ἔλεγαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· «Καλὴ ψυχή, καλὸν παράδεισο». Τώρα τέτοια εὐχὴ δὲ λένε. Καὶ δὲν τὸ λένε, γιατὶ δὲν πιστεύουν. Ἐδῶ εἶνε ἡ κόλασι, σοῦ λένε, ἐδῶ καὶ ὁ παράδεισος· ὁ ἄνθρωπος ψοφάει σὰν τὸ ζῷο… Δὲν ζητοῦν τὴν αἰώνιο ζωή. Ἔχουν λυσσάξει γιὰ τὰ λεπτά.
Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, πού ᾿χε μαζέψει πολὺ χρῆμα (εἶχε μιὰ στέρνα γεμάτη ἀπὸ χρυσᾶ νομίσματα), καὶ διασκέδαζε καὶ γλεντοῦσε. Ὅταν γέρασε καὶ πλησίαζε ὁ θάνατος, τοῦ ἔθεσαν τὸ ἐρώτημα· Ὅλα τὰ εἶχες, τί κατάλαβες ἀπὸ τὴ ζωή σου; Κι αὐτός, ποὺ ἦταν σοφός, ἔγραψε· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (᾿Εκκλ. 1, 2· 12,8), μάταια δηλαδὴ εἶνε ὅλα στὸν κόσμο αὐτόν.
Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου εἶχε ἕνα εὐγενῆ πόθο, νὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνιο ζωή. Ρωτᾷ τὸ Χριστό, τί νὰ κάνῃ. Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ δίνει τὸ κλειδί, ποὺ θὰ τοῦ ἀνοίξῃ τὸν παράδεισο. Ποιό εἶνε τὸ κλειδὶ τοῦ παραδείσου; ―Ἂν θέλῃς, λέει, τὴν αἰώνιο ζωή, νὰ δῇς τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ σένα ἐξαρτᾶται· τήρησε τὰς ἐντολάς. ―Ποιές ἐντολές; Καὶ ὁ Κύριος τοῦ λέει συγκεκριμένα· ―Νά, «τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. 19,18-19· βλ. Ἔξ. 20,12-16· Δευτ. 5,16-20). ―Αὐτά, ἀπαντᾷ ὁ νέος, τὰ τηρῶ ἀπὸ μικρός· τί ὑπολείπεται ἀκόμη; Καὶ τότε ὁ Χριστὸς τοῦ λέει· ―Ἂν θέλῃς νὰ εἶσαι τέλειος, νὰ γίνῃς σὰν ἄγγελος, θὰ σοῦ πῶ τί νὰ κάνῃς· «ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς…» (Ματθ. 19,21).
Ὑπάρχουν τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων· στὴν κατώτερη εἶνε ὅσοι ζοῦν σὰν τὰ ζῷα, στὴ μεσαία αὐτοὶ ποὺ ζοῦν σὰν ἄνθρωποι, καὶ στὴν ἀνώτερη ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν σὰν ἄγγελοι. Θέλεις λοιπὸν νὰ ζήσῃς ὄχι σὰν κτῆνος, ὄχι σὰν ἄνθρωπος, ἀλλὰ σὰν ἄγγελος; νὰ γίνῃ αὐτὴ ἡ γῆ παράδεισος; «Ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς…». Ποιός τὸ κάνει αὐτό; Ὁ κόσμος λέει· Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό μας, τίποτα γιὰ τοὺς ἄλλους. Γι᾿ αὐτὸ πᾶμε στὴν καταστροφή. Ὁ Χριστὸς λέει· «Ὅλα γιὰ ἄλλους, τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό μας».
Ἀλλ᾿ ὅταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὸ ὁ πλούσιος νέος, λυπήθηκε. Διότι εἶχε πολλὰ λεπτά, δὲν ἤθελε νὰ τὰ στερηθῇ, κ᾽ ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστό.
* * *
Ἐγώ, ἀγαπητοί μου, δὲν σᾶς ζητῶ νὰ φθάσετε ὅλοι στὸ ἀπόλυτο. Δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ φθάσουν στὸ «πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δὸς πτωχοῖς». Ἐγὼ κάτι ἄλλο ζητῶ ἀπὸ σᾶς· νὰ τηρήσετε τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ποιές εἶνε οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ; Δέκα δάχτυλα ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ποιός κόβει τὸ δάχτυλό του; Ὅπως δὲν κόβεις τὸ δάχτυλό σου, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ κόψῃς καμμιά ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς ὑπενθυμίζει πέντε ἀπὸ αὐτές, τὶς ἑξῆς.
⃝ Μία ἐντολὴ εἶνε τὸ «Οὐ φονεύσεις». Νὰ μὴ σκοτώσῃς ἄνθρωπο, γιατὶ τὴ ζωὴ τὴν ἔδωσε ὁ Θεός· κι ὅ,τι δίνει ὁ Θεός, δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ τὸ ἀφαιρέσῃ ἄνθρωπος. Ἂν γκρεμίσῃς ἕνα σπίτι, τὸ ξαναχτίζεις, εἶνε εὔκολο· ἀλλὰ σκότωσες ἄνθρωπο; δὲ μπορεῖς νὰ τὸν ἀναστήσῃς πιά. Τί λέω ἄνθρωπο; ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, δὲν μποροῦν νὰ φτειάξουν οὔτε ἕνα μυρμηγκάκι, πολὺ περισσότερο ἕνα ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς τὸν ἔκανε τὸν ἄνθρωπο· μὴ τὸν σκοτώνῃς. Ἐν τούτοις στὴν ἐποχή μας πόσους πολέμους καὶ πόσους νεκροὺς ἀκοῦμε! Καὶ τί ἔχουν νὰ δοῦν ἀκόμη τὰ μάτια μας! Ἂν μάλιστα γίνῃ χρῆσι τῆς πυρηνικῆς ἐνεργείας, ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ. Τότε δὲν σκοτώνουν μὲ μαχαίρι· τὸ ἐπιστημονικὸ «μαχαίρι» εἶνε ἡ πυρηνικὴ ἐνέργεια. Ὁ Χριστὸς λέει «Οὐ φονεύσεις», ὁ διάβολος λέει Σκότωνε. Καὶ τὰ αἵματα ποὺ χύνονται πάνω στὴ γῆ ἔχουν γίνει ποταμός.
⃝ Τὸ ἕνα «δάχτυλο» τὸ κόψαμε. Ποιό εἶνε τὸ ἄλλο· «Οὐ μοιχεύσεις». Νὰ σεβαστῇς τὴ γυναῖκα τοῦ ἄλλου. Ἂν εἶνε πιὸ μικρή, νὰ πῇς, Εἶνε ἡ κόρη μου· ἂν εἶνε στὰ χρόνια σου, Εἶνε ἡ ἀδερφή μου· κι ἂν εἶνε πιὸ μεγάλη, Εἶνε ἡ μάνα μου. Κι ὅπως δὲ σκέπτεσαι κακὸ γιὰ τὴν κορούλα σου, γιὰ τὴν ἀδερφούλα σου, γιὰ τὴ μάνα σου, ἔτσι καὶ γιὰ κάθε ἄλλη γυναῖκα. Δὲν ἐπιτρέπεται, νά ’νε ὁ ἄλλος στὴν Αὐστραλία, κ’ ἐσὺ νὰ τοῦ ἀτιμάζῃς τὸ σπίτι. Ἦρθε προχθὲς ἕνας καὶ ἔκλαιγε. ―Ἂχ πατέρα μου δέσποτα, λέει, δὲ σ᾿ ἄκουσα· ἔφυγα στὴν Αὐστραλία. Εἶχα χωραφάκια, γίδια, πρόβατα, ἀγελάδες· μ’ ἔβαλε ὁ διάβολος νὰ θέλω νὰ ξενιτευτῶ. Καὶ ἔφερα πολλὰ λεφτά. Τί νὰ τὰ κάνω ὅμως; Θ᾿ αὐτοκτονήσω ἀπόψε. ―Γιατί; ―Γιατὶ μόλις ἦρθα ἔμαθα ὅτι, ὅσο ἔλειπα, ἄλλος πῆγε στὸ σπίτι καὶ ἀτίμασε τὴ γυναῖκα μου… Μεγάλο ἁμάρτημα ἡ μοιχεία, διαλύει τὴν οἰκογένεια. Γι’ αὐτὸ πλήθυναν τὰ διαζύγια καὶ πλούτισαν μ’ αὐτὰ οἱ δικηγόροι.
⃝ Ποιά ἄλλη ἐντολὴ λέει ὁ Χριστός μας· «Οὐ κλέψεις». Δὲν πρέπει νὰ κλέβῃς· νὰ σέβεσαι τὴν περιουσία τοῦ ἄλλου. Τὸ τηροῦμε; Τὸ κόψαμε κι αὐτὸ τὸ «δάχτυλο», τὸ σβήσαμε τὸ «οὐ κλέψεις». Καὶ τί γράψαμε· «ἅρπαξε νὰ φᾶς καὶ κλέψε νὰ ᾿χῃς». Καὶ κλέβουν ὅλοι. Ἀλλ’ ὅποιος βάζει ξένο πρᾶγμα μέσ’ στὸ σπίτι του, φωτιά βάζει. Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς· Ἔχεις ἑκατὸ πρόβατα· δικά σου εἶνε. Θέλεις νὰ τὰ χάσῃς; Κλέψε ἕνα ξένο, ῥῖξε τὸ κλεμμένο μέσα στὰ δικά σου, καὶ θὰ τὰ χάσῃς ὅλα.
⃝ Λοιπὸν τὸ ἕνα «δάχτυλο» τὸ κόψαμε, τὸ δεύτερο τὸ κόψαμε, τὸ τρίτο τὸ κόψαμε. Ὑπάρχει κ’ ἕνα ἄλλο· «Οὐ ψευδομαρτυρήσεις». Δὲ θὰ πᾷς στὸ δικαστήριο νὰ ξαπλώσῃς τὸ βρωμερό σου χέρι ἐπάνω στὸ Εὐαγγέλιο νὰ πάρῃς ψεύτικο ὅρκο· γιατὶ ὁ ὅρκος εἶνε φωτιὰ καὶ θὰ σὲ κάψῃ. Ποιός τὸ τηρεῖ αὐτό; Κάθε μέρα ὁρκίζονται πάνω στὸ Εὐαγγέλιο ἄντρες καὶ γυναῖκες γιὰ διάφορα μικροπράγματα, καὶ κολάζονται.
⃝ Ἀλλὰ μήπως τηροῦμε τὴν ἐντολὴ «Τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα»; Ὕστερα ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶνε ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα· οἱ γονεῖς εἶνε σὰ θεοὶ στὴ γῆ, ὀφείλεις νὰ τοὺς σεβαστῇς. Ὑπάρχει τώρα σεβασμὸς στοὺς γονεῖς; Ποῦ σεβασμός! Ἦρθε κάποιος στὴ μητρόπολι μὲ σπασμένο τὸ κεφάλι καὶ ντρεπόταν νὰ πῇ ποιός τοῦ τό ’κανε. «Ὁ γυιός μου», εἶπε τέλος μὲ κλάματα. Ὁ γυιὸς νὰ χτυπήσῃ τὸν πατέρα; Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὰ παιδιὰ στέκονταν σοῦζα μπροστὰ στοὺς γονεῖς. Τώρα;… Κατηραμένα τὰ χέρια τῶν παιδιῶν ποὺ χτυποῦν μάνα ἢ πατέρα! Εἶνε ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα.
⃝ Τέλος ὁ Χριστός, ἀφοῦ ὑπενθύμισε τὸ «οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα», μετὰ τί εἶπε· «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Ἀγάπη! Ὤ ποῦ εἶνε ἡ ἀγάπη, ποῦ νὰ τὴ βροῦμε; Ὑπάρχει; Ἀγάπη! Ν᾿ ἀγαπᾷς τί; Πάνω ἀπ’ ὅλα τὸ Θεό, καὶ μετὰ ὅλα τὰ ὡραῖα ποὺ ἔκανε ὁ Θεός· τὰ λουλούδια, τὰ πουλιά, τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια, τὶς λίμνες, τὶς θάλασσες, τὰ ἄστρα, τὸν ἥλιο· ν’ ἀγαπᾷς τὸν πατέρα ποὺ σὲ γέννησε, τὴ μάνα ποὺ σὲ βύζαξε, τὸ δάσκαλο ποὺ σὲ διδάσκει, τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας· ν᾽ ἀγαπᾷς τὸν ἱερέα ποὺ σὲ εὐλογεῖ· ν᾽ ἀγαπᾷς καὶ τὸν ἐχθρό σου ἀκόμα· τότε εἶσαι Χριστιανός.
* * *
Αὐτὰ μᾶς λέει ὁ Χριστός, ἀδέρφια μου. Εἶνε δύσκολα; Ἁπλᾶ πράγματα εἶνε. Ἂν ὁ κόσμος τὰ ἐφήρμοζε, πόλεμος δὲ θὰ γινόταν, οἱ φυλακὲς θὰ ἦταν ἀδειανές, πεινασμένοι, γυμνοί, ἄρρωστοι δὲ θὰ ὑπῆρχαν. Ὁ κόσμος θὰ ζοῦσε εὐτυχισμένος. Τό ᾿πε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· ἂν ὅλοι ἐφαρμόσουμε τὸ Εὐαγγέλιο, ―δὲν εἶνε ψέμα― ἡ γῆ θὰ γίνῃ παράδεισος.
Τί νὰ κάνουμε, ἀδέρφια μου; Νὰ εἴμαστε πάντα κοντὰ στὸ Θεό, νὰ ἐφαρμόζουμε τὰς ἐντολάς του, τὸ «οὐ μοιχεύσεις – οὐ πορνεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα», καὶ εὔχομαι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ νὰ εἶνε πάντα μαζί σας.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ἡ ὁποία ἔγινε στον ἱερό ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀτραποῦ – Φλωρίνης 5-9-1976)