Η Παναγία, ἀγαπητοί μου, τῆς ὁποίας τὴν Σκέπη ἑορτάζουμε, εἶνε πρόσωπο ἱερό.
Ἀλλ᾿ ὅπως ὁ Υἱός της ἔγινε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34), ἔτσι καὶ ἐκείνη ποὺ τὸν φιλοξένησε στοὺς ἁγίους κόλπους της ὡς ἄνθρωπο.
Μετὰ τὸν Χριστὸ ἡ Παναγία εἶνε σημεῖον ἀντιλεγόμενον.
Ἄλλοι τὴν ὑβρίζουν καπηλικώτατα, τὴ βλασφημοῦν, τὴν περιφρονοῦν· ἄλλοι ὅμως τὴν ἀγαποῦν, τὴ σέβονται, τὴν τιμοῦν, τὴν ὑψώνουν ὣς τὰ οὐράνια.
Οἱ παπικοὶ ἔφθασαν ἀκόμη καὶ στὴν αἵρεσι τῆς «Μαριολατρίας», δηλαδὴ νὰ τὴ λατρεύσουν ὡς θεά, ὅπως ἔκαναν γιὰ ἄλλες γυναῖκες οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπέχει καὶ ἀπ’ τοὺς προτεστάντες ποὺ τὴ θεωροῦν ὡς ἁπλῆ γυναῖκα, καὶ ἀπ’ τοὺς φράγκους ποὺ τὴν ἔχουν σχεδὸν θεοποιήσει μὲ τελετὲς καὶ ἀγάλματα. Οἱ ὀρθόδοξοι ἀκολουθοῦμε τὴ μέση καὶ βασιλικὴ ὁδό· τὴν τιμοῦμε ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀλλ’ ὄχι ὡς Θεόν. Ἀπὸ καταβολῆς μέχρι συντελείας τοῦ κόσμου δὲ θὰ γεννηθῇ ἄλλο λογικὸ κτίσμα σὰν αὐτήν.
Εἶνε ἡ «ἁγία ἁγίων μείζων» (Ἀκάθ. ὕμν. Ψ), ὑπεράνω τῶν ἁγίων ἀνδρῶν παλαιᾶς καὶ καινῆς διαθήκης, ὑπεράνω πατριαρχῶν καὶ προφητῶν, ὑπεράνω τοῦ τιμίου Προδρόμου, ὑπεράνω πατέρων καὶ μαρτύρων καὶ ὁσίων, ὑπεράνω ―προχωροῦμε― καὶ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Ναί, ἀλλὰ Θεὸς δὲν εἶνε. Θεὸς ἕνας εἶνε, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅπως στὸν οὐρανὸ ―λένε οἱ πατέρες― ὑπάρχει ἕνας ἥλιος, μία σελήνη καὶ πολλὰ ἄστρα, ἔτσι στὸν πνευματικὸ οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας ἥλιος πνευματικὸς ἄδυτος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, σελήνη – πανσέληνος ἡ Παναγία, καὶ ἑκατομμύρια ἄστρα οἱ ἅγιοι. «Οὐρανὸς πολύφωτος ἡ ἐκκλησία ἀνεδείχθη…» (κοντ. 13ης Σεπτ.)
Τιμοῦμε λοιπὸν τὴν Παναγία μας. Καὶ λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας σχέσεώς της μὲ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὴν ἔχουμε μεσίτρια. Ἐκείνη προσεύχεται διαρκῶς στὸ Χριστὸ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Καὶ ἀφοῦ κατὰ τὴ Γραφὴ «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. 5, 16), πολὺ περισσότερο «ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου» (Μ. Ἀπόδ.).
Ἡ Παναγία εἶνε ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοτόκος, ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, «ἡ γλυκειά μας μάνα». Γι’ αὐτὸ καθένας, ὅποιος κι ἂν εἶνε καὶ σὲ ὅποια περίστασι κι ἂν βρεθῇ, ἐκείνην φωνάζει.
Ἡ Παναγία εἶνε ζωντανή. Ζῇ καὶ βασιλεύει, καὶ κάνει θαύματα, εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων. Μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν παρρησία της, ἑλκύει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τὰ θαύματά της εἶνε πολλά.
Ἕνα βιβλίο, ποὺ γνώρισε μεγάλη κυκλοφορία στὴν τουρκοκρατία, εἶνε ἡ «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία». Ἦταν τρόπον τινὰ τὸ ἀναγνωστικὸ τῶν ὑποδούλων καὶ ἡ μελέτη του γέννησε ἥρωες. Ὑποδεικνύει στοὺς ἁμαρτωλοὺς πῶς νὰ ζήσουν γιὰ νὰ σωθοῦν. Ὑπῆρχε στὰ σπίτια τῶν Χριστιανῶν. Τὸ διάβαζα κ’ ἐγὼ μικρὸς στὸ πατρικό μου κ᾽ ἔκλαιγα ἀπὸ συγκίνησι. Τὸ βιβλίο αὐτὸ σὲ εἰδικὸ μέρος ἐξιστορεῖ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ ἡ Παναγία.
Ἐγὼ θὰ ὑπενθυμίσω στὴν ἀγάπη σας δύο θαύματα, ἕνα παλαιὸ καὶ ἕνα νεώτερο.
Ποιό εἶνε τὸ παλαιό; Συνέβη στὴν Κωνσταντινούπολι στὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνος, ἐπὶ τῆς βασιλείας Λέοντος τοῦ Σοφοῦ. Ἀγαρηνοὶ πολιορκοῦσαν τὴ Βασιλεύουσα. Ὁ στρατὸς ἄγρυπνος φρουροῦσε τὰ τείχη. Καὶ ὁ λαὸς ὅλος ἔκανε ἀγρυπνία μὲ δάκρυα στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν. Εἶχαν περάσει πλέον τὰ μεσάνυχτα. Καὶ τότε ἔγινε τὸ θαῦμα. Εἶνε αὐτὸ τοῦ ὁποίου τὴν ἐπέτειο ἑορτάζουμε σήμερα. Σὲ κάποια γωνιὰ τοῦ ναοῦ προσευχόταν μαζὶ μὲ ὅλους κ’ ἕνας ἀσκητής, ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλός. Αἴφνης τί ἔγινε; Μὲ τὴν κεραία τῆς πίστεως, ποὺ εἶχε ἐκεῖνος, εἶδε ἕνα ὅραμα θαυμάσιο. Ἀπὸ τὰ οὐράνια μέσα σὲ φῶς κατέβαινε ἡ Παναγία μας συνοδευομένη ἀπὸ ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Ἦλθε στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, εἰσῆλθε ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσοδο, στάθηκε μπροστὰ στὴν ὡραία πύλη, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ δεήθηκε ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. Ἔπειτα ἀφαίρεσε ἀπὸ τὴν ἁγία κεφαλή της τὸ μαντήλι ποὺ φοροῦσε ―τότε ὅλες οἱ γυναῖκες φοροῦσαν μαντήλι―, ἅπλωσε αὐτὸ τὸ κάλυμμά της, τὸ μαφόριον ὅπως λεγόταν, καὶ σκέπασε μ’ αὐτὸ τὸ λαό, μικροὺς καὶ μεγάλους, τὸ στρατὸ καὶ τοὺς ἄρχοντας, ὅλη τὴν Πόλι, καὶ τέλος ἀπεχώρησε ἐπιστρέφοντας πάλι στοὺς οὐρανούς. Τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, τὸ ἐπιβεβαίωσε καὶ ὁ μαθητής του ἅγιος Ἐπιφάνιος ποὺ ἦταν δίπλα του. Ἡ εἴδησις μετεδόθη καὶ ἔδωσε δύναμι στοὺς ὑπερασπιστὰς τῆς πόλεως. Τὴν ἐπέτειο λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ θαύματος ἑορτάζουμε σήμερα. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁγία Σκέπη, μία ἀπὸ τὶς θεομητορικὲς ἑορτές.
Ἱερὸ πρόσωπο ἡ Παναγία μας. Καὶ πρέπει νὰ τιμᾶται. Τιμᾶται ὅμως;
Ἀλλ᾿ ὅπως ὁ Υἱός της ἔγινε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34), ἔτσι καὶ ἐκείνη ποὺ τὸν φιλοξένησε στοὺς ἁγίους κόλπους της ὡς ἄνθρωπο.
Μετὰ τὸν Χριστὸ ἡ Παναγία εἶνε σημεῖον ἀντιλεγόμενον.
Ἄλλοι τὴν ὑβρίζουν καπηλικώτατα, τὴ βλασφημοῦν, τὴν περιφρονοῦν· ἄλλοι ὅμως τὴν ἀγαποῦν, τὴ σέβονται, τὴν τιμοῦν, τὴν ὑψώνουν ὣς τὰ οὐράνια.
Οἱ παπικοὶ ἔφθασαν ἀκόμη καὶ στὴν αἵρεσι τῆς «Μαριολατρίας», δηλαδὴ νὰ τὴ λατρεύσουν ὡς θεά, ὅπως ἔκαναν γιὰ ἄλλες γυναῖκες οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπέχει καὶ ἀπ’ τοὺς προτεστάντες ποὺ τὴ θεωροῦν ὡς ἁπλῆ γυναῖκα, καὶ ἀπ’ τοὺς φράγκους ποὺ τὴν ἔχουν σχεδὸν θεοποιήσει μὲ τελετὲς καὶ ἀγάλματα. Οἱ ὀρθόδοξοι ἀκολουθοῦμε τὴ μέση καὶ βασιλικὴ ὁδό· τὴν τιμοῦμε ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀλλ’ ὄχι ὡς Θεόν. Ἀπὸ καταβολῆς μέχρι συντελείας τοῦ κόσμου δὲ θὰ γεννηθῇ ἄλλο λογικὸ κτίσμα σὰν αὐτήν.
Εἶνε ἡ «ἁγία ἁγίων μείζων» (Ἀκάθ. ὕμν. Ψ), ὑπεράνω τῶν ἁγίων ἀνδρῶν παλαιᾶς καὶ καινῆς διαθήκης, ὑπεράνω πατριαρχῶν καὶ προφητῶν, ὑπεράνω τοῦ τιμίου Προδρόμου, ὑπεράνω πατέρων καὶ μαρτύρων καὶ ὁσίων, ὑπεράνω ―προχωροῦμε― καὶ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Ναί, ἀλλὰ Θεὸς δὲν εἶνε. Θεὸς ἕνας εἶνε, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅπως στὸν οὐρανὸ ―λένε οἱ πατέρες― ὑπάρχει ἕνας ἥλιος, μία σελήνη καὶ πολλὰ ἄστρα, ἔτσι στὸν πνευματικὸ οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας ἥλιος πνευματικὸς ἄδυτος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, σελήνη – πανσέληνος ἡ Παναγία, καὶ ἑκατομμύρια ἄστρα οἱ ἅγιοι. «Οὐρανὸς πολύφωτος ἡ ἐκκλησία ἀνεδείχθη…» (κοντ. 13ης Σεπτ.)
Τιμοῦμε λοιπὸν τὴν Παναγία μας. Καὶ λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας σχέσεώς της μὲ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὴν ἔχουμε μεσίτρια. Ἐκείνη προσεύχεται διαρκῶς στὸ Χριστὸ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Καὶ ἀφοῦ κατὰ τὴ Γραφὴ «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. 5, 16), πολὺ περισσότερο «ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου» (Μ. Ἀπόδ.).
Ἡ Παναγία εἶνε ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοτόκος, ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, «ἡ γλυκειά μας μάνα». Γι’ αὐτὸ καθένας, ὅποιος κι ἂν εἶνε καὶ σὲ ὅποια περίστασι κι ἂν βρεθῇ, ἐκείνην φωνάζει.
Ἡ Παναγία εἶνε ζωντανή. Ζῇ καὶ βασιλεύει, καὶ κάνει θαύματα, εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων. Μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν παρρησία της, ἑλκύει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τὰ θαύματά της εἶνε πολλά.
Ἕνα βιβλίο, ποὺ γνώρισε μεγάλη κυκλοφορία στὴν τουρκοκρατία, εἶνε ἡ «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία». Ἦταν τρόπον τινὰ τὸ ἀναγνωστικὸ τῶν ὑποδούλων καὶ ἡ μελέτη του γέννησε ἥρωες. Ὑποδεικνύει στοὺς ἁμαρτωλοὺς πῶς νὰ ζήσουν γιὰ νὰ σωθοῦν. Ὑπῆρχε στὰ σπίτια τῶν Χριστιανῶν. Τὸ διάβαζα κ’ ἐγὼ μικρὸς στὸ πατρικό μου κ᾽ ἔκλαιγα ἀπὸ συγκίνησι. Τὸ βιβλίο αὐτὸ σὲ εἰδικὸ μέρος ἐξιστορεῖ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ ἡ Παναγία.
Ἐγὼ θὰ ὑπενθυμίσω στὴν ἀγάπη σας δύο θαύματα, ἕνα παλαιὸ καὶ ἕνα νεώτερο.