Στά
πολύ παλιά χρόνια ὁ διάβολος ἐπινόησε ὅλα τά πάθη· ὅλες τίς κακίες·
ὅλες τίς παλιανθρωπιές. Καί ἔσπρωχνε τούς ἀνθρώπους νά πορνεύουν, νά
μοιχεύουν, νά σκοτώνουν, νά κλέβουν.
Τό χειρότερο ἀπό ὅλα ἦταν, ὅτι ἔβαλε τούς ἀνθρώπους νά προσκυνοῦν σάν Θεό τόν ἥλιο, τήν σελήνη, τήν θάλασσα.
* * *
Ὁ Θεός ἐθύμωσε καί ἤθελε νά τιμωρήσει τόν κόσμο.
Εἶπε
λοιπόν στόν Νῶε νά φτιάξει ἕνα μεγάλο καράβι. Γιατί; Γιά νά ἀποροῦν οἱ
ἄλλοι καί νά τόν ἐρωτοῦν: Γιατί τό φτιάχνεις; Τί τό θέλεις; Καί εἶπε
στόν Νῶε, νά τούς ἀπαντάει: Ὁ Θεός θέλει νά τιμωρήσει τόν κόσμο! Καί θά
κάμει κατακλυσμό!
Τόν ἐρωτοῦσαν. Καί τούς τό ἔλεγε. Καί ἐκεῖνοι τόν περιγελοῦσαν! Καί τόν ἔλεγαν: «τρελλό»! Ἔλεγαν: Ἄκου, ὁ Θεός θά χαλάσει τόν κόσμο!...
Ὁ
Νῶε τήν δουλειά του! Καί σέ ἑκατό χρόνια τό καράβι τελείωσε. Τό ἄλειψε
μέ πίσσα. Καί μπῆκε μέσα. Αὐτός· τά παιδιά του· καί οἱ γυναῖκες τους:
ὀκτώ ἄτομα. Καί τά ζῶα. Ὅλα! Καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι; Τρώγανε, πίνανε,
γλεντοῦσαν, ἔκαναν ἔργα διαβολικά.
Καί
τότε ὁ Θεός ἄνοιξε τούς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ: βροχή-ποτάμι!
Μαζεύτηκαν γύρω ἀπό τήν κιβωτό καί φώναζαν: -Νῶε, λυπήσου μας! Πάρε μας
στήν κιβωτό! Τούς ἀπάντησε ὁ Νῶε: -Ποῦ ἤσαστε τόσα χρόνια, πού σᾶς τό
ἔλεγα; Ἀργά τό θυμηθήκατε!
Ἡ βροχή συνεχίστηκε σαράντα ἡμέρες. Καί πνίγηκαν ὅλοι.
* * *
Τί ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι τήν ἐποχή τοῦ Νῶε λίγο πρίν ἀπό τόν κατακλυσμό.
Ἔτρωγαν. Ἔπιναν. Ἔκαναν ἔρωτα. Γλεντοῦσαν.
Καί ὅταν ἄκουγαν λόγο Θεοῦ, γέλαγαν. περιγελοῦσαν καί τόν Θεό καί τόν λόγο Του. Καί ἦρθε ἐπάνω τους ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ.
Λέγει
ὁ Χριστός: Στούς ἔσχατους χρόνους οἱ ἄνθρωποι θά κάνουν τά ἴδια. Θά
ζοῦν σάν νά μήν ὑπάρχει Θεός. Καί ὅταν κανείς τούς μιλάει γιά τόν Θεό
καί τό θέλημά Του, θά τόν περιγελοῦν!
Τά λόγια αὐτά, ἀδελφοί μου, ΔΕΝ εἶναι ΔΙΚΑ ΜΟΥ. Εἶναι ΛΟΓΙΑ τοῦ ΘΕΟΥ.
Ὅποιος θέλει ἄς πιστεύσει.
Ἐγώ τό χρέος μου τό ἔκαμα.
(Ἀπό τήν Διδαχή Γ’).
Μηνιαίο Περιοδικό Ι.Μ.Νικοπόλεως & Πρεβέζης Αρ. Φύλλου 243 Οκτώβριος 2003
«ΗΜΕΡΕΣ ΝΩΕ» του Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ