πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου
Γενικά.
Ο Μικρός και Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας στην Υπεραγία Θεοτόκο, είναι από τις πιό λαοφιλείς ακολουθίες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ονομάζονται «Παρακλητικοί» οι δύο κανόνες στὴν Υπεραγία Θεοτόκο, επειδὴ οι πιστοί, τἀ αισθήματα των ὁποίων ἐκφράζουν οι κανόνες, ικετεύουν καὶ παρακαλούν την Παναγία μὲ τις μεσιτείες καὶ πρεσβείες της προς τον φιλάνθρωπο Θεό καὶ Υιό της (»πολλὰ γὰρ ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου») νὰ ἱκανοποιήσῃ καὶ νὰ ἐκπληρώσῃ τὰ φλέγοντα αἰτήματα τῶν προσευχῶν των πρὸς αὐτήν (»τάχυνον εἰς πρεσβείαν καὶ σπεῦσον εἰς ἱκεσίαν…»).
Όπως αναφέρει ὁ καθηγητὴς Ἰωάννης Φουντούλης, οἱ δύο κανόνες ονομάζονται «Μικρὸς» ὁ α´ καὶ «Μέγας» ὁ β´, ἢ Μικρὰ καὶ Μεγάλη Παράκλησις, αν καὶ έχουν ίσο αριθμὸ τροπαρίων, τριάντα δύο συνολικά ο καθένας , τέσσερα σὲ κάθε ωδή. Όμως τὰ τροπάρια καὶ οι ειρμοὶ του Μεγάλου Κανόνος είναι ἐμφανῶς ἐκτενέστερα. Ἀλλ᾿ αὐτό, καθὼς ἀναφέρει ὁ ἴδιος καθηγητής, δεν είναι αρκετὸ γιἀ νὰ αιτιολογήσει τὸ ἐπίθετο «Μέγας» σ᾿ αὐτόν. Ὁ σπουδαιότερος λόγος εἶναι ὅτι ὁ Μέγας αὐτὸς Κανόνας ψάλλονταν πανηγυρικώτερα, ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Δεκαπενταυγούστου, ὅπως δείχνουν καὶ τὰ ἐξαποστειλάρια: «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σύ, Υἱέ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».
Ελάχιστη έρευνα έχει γίνει πάνω στις ιστορικές συγκυρίες πού οδήγησαν στην ποίηση των δύο κανόνων όσο και στην τελική μορφολογία των δύο Παρακλήσεων.
Το σίγουρο γεγονός της Ιστορίας των δύο Παρακλήσεων είναι ότι ό Κανόνας της Μεγάλης Παρακλήσεως είναι ποίημα του Αυτοκράτορα της Νικαίας Θεοδώρου Β’ Δούκα τοΰ Λασκάρεως. Ό τίτλος του δούκα μας δείχνει ότι συνέθεσε τόν Κανόνα πρίν τήν ανάρρηση του στον θρόνο της Νικαίας τόν Νοέμβριο 1254.
Η ιστορία του μικρού Παρακλητικού Κανόνα και ο ποιητής του.
Ο Μικρός παρακλητικός κανόνας, που είναι και ο πιο παλιός, αποδίδεται από ορισμένους στο μοναχό Θεοστήρικτο, που έζησε τον έννατο αιώνα, ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι είναι έργο του Μητροπολίτη Νικαίας Θεοφάνη του Ομολογητή,τον Γραπτό, που έζησε τον ίδιο αιώνα.
Αλλοι πάλιν τον αποδίδουν στον Αγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό.
Στο εκκλησιαστικό βιβλίο ΩΡΟΛΟΓΙΟ γράφεται ότι ό Μικρός Παρακλητικός Κανόνας είναι «Ποίημα Θεοστηρίκτου Μοναχού. Οι δε (υποστηρίζουν) Θεοφάνους».Τα δύο αυτά ονόματα είναι ενδεχόμενο να συμπίπτουν στο ένα και το αυτό πρόσωπο ,με την έννοια ότι ο Θεοφάνης ήταν ο μετέπειτα μοναχός Θεοστήρικτος.
Σύγχρονοι ειδικοὶ ερευνητές ,(Νικόλαος Τωμαδάκης – Καθηγητὴς Βυζαντινῆς Φιλολογίας στὸ Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν – καὶ Ιωάννης Φουντούλης – Καθηγητὴς τῆς Λειτουργικῆς στὸ Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης –) διατυπώνουν τὴ γνώμη, ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο, ποὺ φέρει δύο ὄνόματα, τὸ κοσμικόν του ὄνομα Θεοφάνης καὶ τὸ μοναχικόν του ὄνομα Θεοστήρικτος.
Νεώτερες έρευνες στο θέμα συγκλίνουν στην άποψη ότι ποιητής του Μικρού Παρακλητικού κανόνος είναι ο Άγιος Θεοστήρικτος ο Ομολογητής.Αυτός χρησιμοποιώντας τόν ήδη γνωστό Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο του Θεοφάνους Γραπτού και άλλα λειτουργικά στοιχεία, όπως βιβλικά αναγνώσματα, Ευαγγέλιο, έφτιαξε την Ακολουθία του Μικρού Παρακλητικού Κανόνος. Ό Κανόνας του Θεοφάνους Γραπτού είχε ήδη εισαχθεί σαν πρώτος κανών του όρθρου στις εορτές μεγάλων αγίων. Ο Θεοφάνης με την σειρά του είχε χρησιμοποιήσει, προϋπάρχοντα στοιχεία από τόν Κανόνα του Ιωάννου Δαμάσκηνου στην έγερση του Λαζάρου. Συγκεκριμένα είχε δανεισθεί τους ειρμούς της α’, γ’, ζ καί η’ ωδής, ενώ τους υπολοίπους ή τους συνέθεσε μόνος του ή τους δανείσθηκε από προγενέστερο λειτουργικό υλικό. Έτσι ό Μικρός Παρακλητικός Κανών πήρε ανάλογη μορφή και σχήμα με τον ήδη υπάρχοντα Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα
Ο Άγιος Θεοστήρικτος ο Ομολογητής και οι αγώνες του υπέρ των ιερών εικόνων.
Γεννημένος στις αρχές του 8ου αιώνος στην Τριγλία της Βιθυνίας ,ο όσιος Θεοστήρικτος έγινε μοναχός από νεαρή ηλικία στην Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ,την αποκαλούμενη Πελεκητή, όπου αργότερα εκλέχθηκε ηγούμενος.Όταν κατά την διαταγή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄του Κοπρωνύμου ?(741-775) ο περιβόητος και αιμοσταγής κυβερνήτης της Μικράς Ασίας Μιχαήλ Λαχανοδράκοντας άρχισε να καταδιώκει τους ομολογητές των ιερών και σεπτών εικόνων ,εισέβαλλε στην μονή την νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης του 763 μ.Χ.την ώρα της Θείας Λειτουργίας .
Ο Ηγούμενος της Μονής Πελεκητής, ο Θεοστήρικτος τελούσε την Θεία Λειτουργία με τους 780 υποτακτικούς του, εκ των οποίων οι 70 ήταν Ιερομόναχοι.
Η κατανυκτική ατμόσφαιρα, διακόπηκε ξαφνικά από άγρια χτυπήματα που σείουν την Πύλη του Μοναστηριού και άγριες φωνές δυο χιλιάδων στρατιωτών ,που προξενούν ρίγος και τρόμο.
Η Πύλη θραύεται από τα τσεκούρια και όλος αυτός ο συρφετός μπαίνει στην αυλή.Ο Αρχηγός Ηγεμόνας Μιχαήλ Λαχανοδράκοντας εισορμά μέσα στον Ναό μαζί με τον στρατό του, πλησιάζει τον Ηγούμενο κι’ αφού πετά κάτω το Άγιο Δισκοπότηρο, του δίνει δυό δυνατές γροθιές στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να γίνει συμπλοκή στρατιωτών με τους Μοναχούς.
Μετά από αυτά ο Ηγούμενος, αφού προστάξει τα τέκνα του να υποχωρήσουν, ο Ηγεμόνας Λαχανοδράκοντας, δίνει ένα χαρτί στον Ηγούμενο και του λέγει άγρια.
-Πάρε και υπόγραψε αμέσως εναντίον των ειδώλων που τα λέτε εικόνες, γιατί θα σας σφάξουμε όλους. Είναι πρόσταγμα του Ευσεβούς Βασιλέως μας Κωνσταντίνου του Πέμπτου.
-Κοπρωνύμου να λες καλύτερα, λέγει ο Ηγούμενος Θεοστήρικτος .Δεν υπογράφομε ποτέ εναντίον των Ιερών Εικόνων, τις οποίες τιμητικά προσκυνούμε.
Αυτά λέγοντας ο Άγιος Ηγούμενος, ο Λαχανοδράκοντας αγριεμένος προστάζει ν’ αρχίσουν οι στρατιώτες την σφαγή.
Σε λίγα λεπτά της ώρας, τετρακόσιοι (400) Μοναχοί πέφτουν νεκροί.
Ο Ηγεμόνας Λαχανοδράκοντας, δίνει τώρα άλλη προσταγή. Να δέσουν με αλυσίδες τους υπόλοιπους και να τους βγάλουν στην αυλή. Έπειτα βάζουν φωτιά από όλες τις πλευρές του Μοναστηριού για να γίνουν όλα στάχτη. Το ωραίο Μοναστήρι τυλίγεται στις φλόγες του πυρός.
Οι αιχμάλωτοι μοναχοί οδηγούνται μπροστά στον Κοπρώνυμο τον ανάξιο Αυτοκράτορα του Βυζαντινού Κράτους.
-Πόσοι είναι; ρωτά ο Κοπρώνυμος τον Λαχανοδράκοντα κι’ εκείνος απαντά.
-Ιερομόναχοι 40 Μοναχοί 342 και ο Ηγούμενος.
Ο Κοπρώνυμος λυσσά από οργή. Απευθυνόμενος πρώτα-πρώτα στο πλήθος των Μοναχών τους προστάζει άγρια.
-Παλιοκαλόγηροι! Απειθείς και αντιδραστικοί στα Βασίλεια, ελάτε εδώ μπροστά μου. Είμαι ο Κωνσταντίνος ο Πέμπτος και εγώ δεν χορατεύω.
Στο πρόσταγμα του Κοπρωνύμου, κανένας δεν σαλεύει. Ένας μόνο με χαμογελαστό πρόσωπο Σινέσιος στο όνομα, Παλικάρι στο σώμα και στην ψυχή, πλησιάζει τον Κοπρώνυμο και του λέγει.
-Κοπρώνυμε! Εμείς είμαστε τέκνα ενός Θεοστηρίκτου και μάθαμε από τον Γέροντά μας να καταπατούμε την κεφαλή του Διαβόλου και των Εικονομάχων.
Ο Κοπρώνυμος κιτρινίζει και γνέφοντας στον υπασπιστή του, του λέγει. -Υπασπιστή μου, κόψε την αυθάδη κεφαλή του. Η κεφαλή του Οσίου υποτακτικού πέφτει.
Μετά ταύτα εξετάζει έναν – ένα όλους τους Μοναχούς. Βλέποντας όμως το ανδρείο φρόνημα της πίστεως τους, προστάζει να τους αποκεφαλίσουν εκείνη την στιγμή.
Το αίμα τόσων Οσίων Μοναχών τρέχει σαν ποτάμι, η δε καρδιά του Κοπρωνύμου ευφραίνεται διπλά.
Μετά από την ομαδική αυτή σφαγή, ο Κοπρώνυμος προστάζει να φέρουν μπροστά του τον Ηγούμενο.
Ο Άγιος Ηγούμενος πλησιάζει με καρδιά, που από το ήμισυ χαίρει και απ’ το άλλο ήμισυ κλαίει.
Ο Κοπρώνυμος με πολύ σκληρή φωνή του λέγει.
-Φονιά. Δήμιε. που θανάτωσες τα 780 τέκνα σου για ένα καπρίτσο σου, να μη πετάξεις στον βόθρο τα είδωλα που λέτε Εικόνες. Φονιά που θα σε γράψει η Ιστορία ως παιδοκτόνο.
Ο Όσιος Ηγούμενος δεν απαντά. Κάνει λίγα βήματα, ξεκρεμά από τον τοίχο μια ζωγραφιά του Κοπρωνύμου, την ρίχνει στο πάτωμα, την πατά και λέγει.
-Αυτή η ατιμία σου αξίζει Κοπρώνυμε. Εγώ είμαι προσκυνητής των Σεβασμίων Εικόνων και διψώ τον υπέρ αυτών θάνατο. Βιάζομαι μάλιστα για να προλάβω τα χρυσά και ευλογημένα τέκνα μου, τον στέφανο και το καύχημά μου.
Ο Κοπρώνυμος αφρίζει. Όμως αλλόκοτος θόρυβος που ακούγεται μέσα στο Παλάτι, τον κάνει να τρέμει. Νομίζει πως τον έχουν εγκαταλείψει όλοι οι δικοί του και ότι όλοι έγιναν εχθροί του.
Να τώρα ! Στρατηγοί, τουρμάχες, παρακοιμώμενοι, Συγκλητικοί και όλοι, πράγματι σηκώνονται εναντίον του.
-Αυλάρχη μου ! Αυλάρχη μου ! αρχίζει να φωνάζει ο Κοπρώνυμος, σώσε με. σώσε με.
Ο Αυλάρχης υψώνει το ξίφος και αρχίζει να κόβει κεφάλια. Ένα χέρι του αρπάζει το ξίφος και τον αφοπλίζει. Αυτός είναι ο Στρατηγός Αιμίλιος Τεραβίνος.Ο Στρατηγός Αιμίλιος αφού κάνει το σημείον του Σταυρού, βγάζει μια Εικόνα του Χριστού μας από το στήθος του και φωνάζει δυνατά.
-Καταραμένε Αιρετικέ Κοπρώνυμε, είμαι προσκυνητής των Σεβασμίων Εικόνων, σφάξε με.
Η Τίμια κεφαλή του Στρατηγού πέφτει στο δάπεδο, ενώ ο Κοπρώνυμος τρέμοντας και τρικλίζοντας αποτραβιέται στο Τρίκλινο.
Την άλλη μέρα ο θηριόψυχος Κοπρώνυμος, καλεί μπροστά του τον Ηγούμενο κι αφού παίρνει απ’ αυτόν τις ίδιες απαντήσεις προστάζει να κόψουν την μύτη, τα αυτιά και τα δάχτυλα των χεριών του. Έπειτα με τανάλιες τραβούν λουρίδες του δέρματος από όλο το σώμα του, και ενώ τα αίματα βάφουν ξανά το πάτωμα, προστάζει να τον κλείσουν σε σκοτεινή φυλακή, χωρίς νερό, χωρίς ψωμί, ώσπου να ξεψυχήσει.
Η προσταγή του αιμοσταγούς Αιρετικού Κοπρωνύμου εκτελείται.
Μέσα σ’ αυτή την απαίσια φυλακή μένει ο Άγιος Ηγούμενος Θεοστήρικτος επί ένα ολόκληρον χρόνο. Η ευσπλαχνία του Θεού αποστέλλει καλούς φρουρούς, οι οποίοι κρυφά-κρυφά του δίνουν λίγο ψωμί και λίγο νερό.
Στον χρόνο επάνω πεθαίνει ο Κοπρώνυμος από Άνθρακα και ανεβαίνει στον θρόνο του Βυζαντίου Λέων Δ’ γυιός του Κοπρωνύμου, φυματικός και ασθενικός στο σώμα, εύσπλαγχνος όμως στην ψυχή.
Ο Λέων Δ΄ δίνει πάλι ελευθερία στους προσκυνητές των Σεβασμίων Εικόνων, και ελευθερώνει από τις φυλακές όλους τους ευσεβείς.
Ο Ηγούμενος, Άγιος Θεοστήρικτος, ελευθερώνεται κι’ αυτός και μεταφέρεται στα ερείπια του Μοναστηριού του.
Τον μεταφέρουν στα χέρια προσκυνητές των σεβασμίων εικόνων.
Φθάνει κάποτε στον τόπο, όπου άλλοτε κατοικούσαν τα 780 λατρευτά του πνευματικά τέκνα.
Στο Μοναστήρι, που βασίλευε χαρά πνευματική, σωστή αγκαλιά Αγγέλων.
Παρ’ ότι τα γύρω Μοναστήρια με στοργή και δάκρυα ζητούν να τον πάρουν κοντά τους, εκείνος αρνείται. Θέλει να μείνει εκεί, που γεύτηκε μαζί με τα άγρια τέκνα του, τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της Καλογερικής του αγίας ζωής. Εκεί, σε μια άκρη των ερειπίων, φτιάχνει μια ξύλινη καλύβα για να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, μόνος και έρημος με τις εικόνες των αναμνήσεων, επαναλαμβάνοντας τον θρηνητικόν λόγο.«Εμνήσθην ημερών αρχαίων»
Εκεί, μέσα στα ερείπια ο Στρατηγέτης του Κοινοβιακού Μοναχισμού, συνθέτει έναν εκ των ωραιοτέρων ύμνων της Εκκλησίας. Την Μικρή Παράκλησι της Θεοτόκου.
«Πολλοίς συνεχόμενος πειρασμός, προς Σε καταφεύγω σωτηρίαν επιζητών, ω Μήτερ του Λόγου και Παρθένε των δυσχερών και δεινών με διάσωσον».
Εκεί όμως και ένα θαύμα φοβερό και πρωτάκουστο γίνεται:
Μετά από τρία χρόνια, σμήνος νέων συμπυκνώνεται γύρω από τον Άγιο Θεοστήρικτο, ράκος σωστό χωρίς δάχτυλα, χωρίς μύτη, χωρίς αυτιά.
Το πλήθος των νέων ζητά από τον Ηγούμενο να τους κρατήσει κοντά του για να γίνουν Μοναχοί.
Ο Ηγούμενος δεν τολμά να αντισταθεί στη Βουλή του Θεού, γι’ αυτό και τους δέχεται. Σε λίγο άλλοι και άλλοι προσθέτονται στην Συνοδία, μέχρις ότου μέσα σε λίγους μήνες, φθοίνουν στον αριθμό των 800 οκτακοσίων Μοναχών, με Προεστώτα τον Ηγούμενον Θεοστήρικτο.
Έτσι αναστήνεται και πάλι το Μοναστήρι της Πελεκητής. Σε όλων των Μοναχών τα στήθη καίει η φλόγα της υπακοής και η φλόγα υπέρ της προσκυνήσεως των σεβασμίων Εικόνων. Ο Ηγούμενος προάγει αυτούς εις την τελειότητα, ζώντας μαζί τους πάνω από 25 χρόνια.
Είναι πολύ ειρηνική η ψυχή του, γιατί με την Βοήθεια της Θεοτόκου και την ανάμνησι, ότι τα 780 πρώτα τέκνα του, θυσιάστηκαν στον βωμό της πίστεως και της αρετής, κερδίζοντας έναν αιώνιο Παράδεισο, αναχωρεί με μεγάλη χαρά προς συνάντησί τους. Η μέρα της Οσίας Κοιμήσεως του υπήρξε η 17η Μαρτίου του έτους807 μ.Χ. τα τελευταία λόγια του Οσίου πατρός ημών Θεοστηρίκτου
«Την Άχραντον εικόναν Σου προσκυνούμεν Αγαθέ αιτούμενοι συγχώρησιν των πταισμάτων ημών Χριστέ ο Θεός….