ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ἀγαπητοί μου, ἔργα τέχνης ποὺ θαυμάζουν οἱ αἰῶνες, ὅπως εἶνε π.χ. ὁ Παρθενὼν στὴν Ἀκρόπολι τῶν Ἀθηνῶν. Ὅσον ἀφορᾷ ὅμως στὴ θρησκεία τῶν πατέρων μας, στὴν πίστι μας, ἔργο τέχνης ἄφθαστο εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Εἶνε ἀνώτερος ἀπὸ τὸ καλλιτέχνημα τοῦ Παρθενῶνος. Διότι ἐκεῖνος μέν, παρ’ ὅλες τὶς προσπάθειες τῶν εἰδικῶν, ὑφίσταται φθορά, ἐνῷ ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ὡς πνευματικὸ δημιούργημα, παραμένει ἀθάνατος.
Ψάλλεται ἀπόψε καὶ ἐδῶ στὴν πατρίδα μας, καὶ στὸ Βελιγράδι, καὶ στὴ Σόφια, καὶ στὸ Βουκουρέστι, καὶ στὸ Στάλινγκραντ, καὶ στὴ Μόσχα, ὁπουδήποτε ὑπάρχουν Χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι. Καὶ ἐφ’ ὅσον θὰ ὑπάρχῃ ἥλιος καὶ θ’ ἀνατέλλουν τ’ ἀστέρια καὶ θὰ ψάλλουν τὰ δέντρα καὶ θὰ ῥέουν οἱ ποταμοί, ὁ ὕμνος αὐτὸς δὲν θὰ παύσῃ νὰ συγκινῇ τὶς ψυχὲς τῶν ὀρθοδόξων. Ἀριστούργημα εἶνε, Παρθενὼν τοῦ πνεύματος.
Διαιρεῖται σὲ τέσσερις στάσεις, περιέχει εἰκοσιτέσσερις οἴκους ἢ στροφές, καὶ ἔχει ἑκατὸν σαραντατέσσερα «χαῖρε». Σήμερα θὰ ποῦμε λίγες λέξεις ἐπάνω στὸ ἱστορικὸ τοῦ ὕμνου αὐτοῦ. Διότι καὶ ἡ ἱστορία μᾶς διδάσκει.
Σᾶς καλῶ λοιπὸν νὰ κάνουμε ἕνα ταξίδι. Τί ταξίδι; Ποῦ νὰ πᾶμε; στὴ Νέα Ὑόρκη, στὴν Αὐστραλία, στοὺς Ἐσκιμώους; Καὶ πῶς νὰ ταξιδέψουμε; μὲ πλοῖο, μὲ ἀεροπλάνο, μὲ πύραυλο, μὲ διαστημόπλοιο; Δύσκολα ταξίδια αὐτά. Ὑπάρχει ἕνα ἄλλο μέσο ἀκόμη ταχύτερο, ἰλιγγιῶδες· κανένα ἄλλο δὲν τρέχει τόσο γρήγορα. Ποιό εἶν’ αὐτό; Ἡ σκέψις τοῦ ἀνθρώπου. Θαυμαστὸ δημιούργημα. Βρίσκεσαι ἐδῶ, καὶ αὐτοστιγμεὶ φθάνεις στὰ ἄκρα τῆς γῆς καὶ στὰ βάθη τοῦ χρόνου. Ἕτοιμοι λοιπόν;
Ψάλλεται ἀπόψε καὶ ἐδῶ στὴν πατρίδα μας, καὶ στὸ Βελιγράδι, καὶ στὴ Σόφια, καὶ στὸ Βουκουρέστι, καὶ στὸ Στάλινγκραντ, καὶ στὴ Μόσχα, ὁπουδήποτε ὑπάρχουν Χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι. Καὶ ἐφ’ ὅσον θὰ ὑπάρχῃ ἥλιος καὶ θ’ ἀνατέλλουν τ’ ἀστέρια καὶ θὰ ψάλλουν τὰ δέντρα καὶ θὰ ῥέουν οἱ ποταμοί, ὁ ὕμνος αὐτὸς δὲν θὰ παύσῃ νὰ συγκινῇ τὶς ψυχὲς τῶν ὀρθοδόξων. Ἀριστούργημα εἶνε, Παρθενὼν τοῦ πνεύματος.
Διαιρεῖται σὲ τέσσερις στάσεις, περιέχει εἰκοσιτέσσερις οἴκους ἢ στροφές, καὶ ἔχει ἑκατὸν σαραντατέσσερα «χαῖρε». Σήμερα θὰ ποῦμε λίγες λέξεις ἐπάνω στὸ ἱστορικὸ τοῦ ὕμνου αὐτοῦ. Διότι καὶ ἡ ἱστορία μᾶς διδάσκει.
Σᾶς καλῶ λοιπὸν νὰ κάνουμε ἕνα ταξίδι. Τί ταξίδι; Ποῦ νὰ πᾶμε; στὴ Νέα Ὑόρκη, στὴν Αὐστραλία, στοὺς Ἐσκιμώους; Καὶ πῶς νὰ ταξιδέψουμε; μὲ πλοῖο, μὲ ἀεροπλάνο, μὲ πύραυλο, μὲ διαστημόπλοιο; Δύσκολα ταξίδια αὐτά. Ὑπάρχει ἕνα ἄλλο μέσο ἀκόμη ταχύτερο, ἰλιγγιῶδες· κανένα ἄλλο δὲν τρέχει τόσο γρήγορα. Ποιό εἶν’ αὐτό; Ἡ σκέψις τοῦ ἀνθρώπου. Θαυμαστὸ δημιούργημα. Βρίσκεσαι ἐδῶ, καὶ αὐτοστιγμεὶ φθάνεις στὰ ἄκρα τῆς γῆς καὶ στὰ βάθη τοῦ χρόνου. Ἕτοιμοι λοιπόν;
* * *
Γυρίζουμε πίσω, διασχίζουμε αἰῶνες, καὶ φθάνουμε στὸ ἔτος 626. Ποῦ, σὲ ποιό μέρος; Σὲ μιὰ πόλι ποὺ μᾶς προκαλεῖ δάκρυα. Ὅσοι ἔχουμε μέσα μας ἔνστικτο πατρίδος καὶ ἐνδιαφερόμεθα γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ ἔθνους μας, τὸ ὄνομα τῆς πόλεως αὐτῆς μᾶς συγκινεῖ βαθύτατα‧ εἶνε ἡ Κωνσταντινούπολις. Εὑρισκόμεθα λοιπὸν ἐκεῖ νοερῶς. Τί μεγαλεῖο! δρόμοι, πλατεῖες, ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας…, ὅλα ὡραῖα. Ἀλλὰ τὸ ὡραιότερο εἶνε οἱ ἄνθρωποι. Πιστοὶ Χριστιανοί, ὀρθόδοξοι ἀφωσιωμένοι στὸ δόγμα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Οὔτε ἕνας ἄπιστος, οὔτε ἕνας Τοῦρκος, οὔτε ἕνας Ἑβραῖος. Εὐλογημένη ἐποχή.
Οἱ Χριστιανοὶ ὅμως τοῦ 626 στὴν Πόλι εἶχαν κάποια ἀγωνία. Ποιά ἀγωνία; Τὸ Βυζάντιο βρισκόταν σὲ ἐμπόλεμο κατάστασι. Βάρβαρος λαός, οἱ Πέρσες, ὑπὸ τὸν Χοσρόη τὸν βασιλέα τους, ἔκαναν ἐπιδρομή. Ἔφτασαν μέχρι τὰ Ἰεροσόλυμα, βεβήλωσαν τοὺς ἁγίους Τόπους, καὶ ἅρπαξαν τὸν Τίμιο Σταυρό. Τότε ὁ αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος συνήγειρε τὸ στρατό του, προσευχήθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, καὶ ξεκίνησε. Πέρασε σὰν ἀετὸς τὸν Ἑλλήσποντο, τὸ Σκαμάνδριο πεδίο, τὸ Σαγγάριο ποταμό, τὴν Ἄγκυρα, καὶ εἰσώρμησε στὴ χώρα τῶν Περσῶν. Συγκρούσθηκε μαζί τους, τοὺς νίκησε μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ, καὶ πῆρε τὸν Τίμιο Σταυρό.
Ἀλλ’ ἐνῷ ὁ Ἡράκλειος, ἀκολουθῶν τὰ ἴχνη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου βρισκόταν νικητὴς καὶ θριαμβευτὴς στὰ βάθη τῆς Ἀσίας, ὅπου κατετρόπωσε τὸν Χοσρόη, ἡ Κωνσταντινούπολι κινδύνευσε ἀπὸ τὸ Βορρᾶ, ἀπὸ τοὺς Ἀβάρους, βάρβαρο λαό. Βρῆκαν τὴν εὐκαιρία, κατέβηκαν καὶ πολιόρκησαν τὴν Κωνσταντινούπολι ἀπὸ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης. Ἡ φρουρὰ ἦταν πολὺ μικρή, λίγοι στρατιῶτες. Εἶχαν ὅμως ψυχή, ἔκλειναν στὰ στήθη τους τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν πίστι καὶ τὴν πατρίδα, καὶ βρέθηκαν κάτω ἀπὸ καλὴ ἡγεσία. Πρωθυπουργὸς ἦταν ὁ πατρίκιος Βῶνος καὶ πατριάρχης ὁ Σέργιος.
Ὁ χαγᾶνος (δηλαδὴ ἀρχηγός) τῶν Ἀβάρων ἦταν βέβαιος ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ὅτι ἡ Πόλις θὰ πέσῃ στὰ χέρια του. Οἱ Βυζαντινοὶ περιῆλθαν σὲ μεγάλη ἀγωνία καὶ ἔστειλαν πρεσβεία γιὰ νὰ βρεθῇ κάποιος συμβιβασμός. Τοὺς δέχθηκε ἀγέρωχος καὶ ἀπέρριψε μὲ ἰταμότητα τὶς προτάσεις τους λέγοντας· Ἐντὸς εἰκοσιτεσσάρων ὡρῶν θὰ παραδοθῆτε ὅλοι· ὅ,τι ἔχετε θὰ τὸ ἀφήσετε μέσα στὴν πόλι, γυμνοὶ θὰ βγῆτε, τίποτε δὲ θὰ πάρετε μαζί σας! Τέτοιον ὅρο οἱ πρόγονοί μας δὲν μποροῦσαν νὰ δεχθοῦν, καὶ τότε ἐκεῖνος τοὺς ἀπείλησε· Δὲ γλυτώνετε μὲ τίποτα· μόνο ἂν γίνετε ψάρια καὶ κολυμπήσετε ἢ πουλιὰ καὶ πετάξετε, θὰ διασωθῆτε. Ἐκεῖνοι ἐπέστρεψαν ἀπελπισμένοι. Δὲν ἀπογοητεύθηκαν ὅμως. Συνέχισαν νὰ ἀγωνίζωνται. Καὶ ἐνῷ οἱ στρατιῶτες φρουροῦσαν στὶς ἐπάλξεις, ὁ λαός, οἱ γέροντες καὶ τὰ γυναικόπαιδα, συγκεντρώθηκαν στοὺς ναοὺς καὶ παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς σώσῃ βάζοντας μεσίτη τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο.
Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε! Δὲν τὸ λέμε ἐμεῖς, τὸ λέει ἡ ἱστορία. Ἐνῷ γινόταν ὁλονυχτία, τὶς πρωινὲς ὧρες φύσηξε ἄνεμος σφοδρός. Ἡ θάλασσα τοῦ Βοσπόρου ταράχθη, ἀγρίεψε, σήκωσε κύματα πελώρια, καὶ μέσα σὲ λίγη ὥρα τὰ ἀμέτρητα πλοιάρια τῶν ἐπιδρομέων συνετρίβησαν. Τὸ πρωὶ μόνο σανίδια ἐπέπλεαν. Ἔντρομοι οἱ Ἄβαροι ἔλυσαν τὴν πολιορκία κ’ ἔφυγαν. Ἔτσι ἡ Πόλις σώθηκε. Καὶ τότε ὅλοι μαζί, μιὰ ψυχὴ – ἕνας λαός, μαζεύτηκαν πάλι στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, ἔμειναν ἐκεῖ ὅλη τὴ νύχτα, καὶ ὄρθιοι ἔψαλαν γιὰ πρώτη φορὰ τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…» καὶ τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο.
Αὐτὸ εἶνε τὸ ἱστορικὸ τοῦ ὕμνου αὐτοῦ.
Οἱ Χριστιανοὶ ὅμως τοῦ 626 στὴν Πόλι εἶχαν κάποια ἀγωνία. Ποιά ἀγωνία; Τὸ Βυζάντιο βρισκόταν σὲ ἐμπόλεμο κατάστασι. Βάρβαρος λαός, οἱ Πέρσες, ὑπὸ τὸν Χοσρόη τὸν βασιλέα τους, ἔκαναν ἐπιδρομή. Ἔφτασαν μέχρι τὰ Ἰεροσόλυμα, βεβήλωσαν τοὺς ἁγίους Τόπους, καὶ ἅρπαξαν τὸν Τίμιο Σταυρό. Τότε ὁ αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος συνήγειρε τὸ στρατό του, προσευχήθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, καὶ ξεκίνησε. Πέρασε σὰν ἀετὸς τὸν Ἑλλήσποντο, τὸ Σκαμάνδριο πεδίο, τὸ Σαγγάριο ποταμό, τὴν Ἄγκυρα, καὶ εἰσώρμησε στὴ χώρα τῶν Περσῶν. Συγκρούσθηκε μαζί τους, τοὺς νίκησε μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ, καὶ πῆρε τὸν Τίμιο Σταυρό.
Ἀλλ’ ἐνῷ ὁ Ἡράκλειος, ἀκολουθῶν τὰ ἴχνη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου βρισκόταν νικητὴς καὶ θριαμβευτὴς στὰ βάθη τῆς Ἀσίας, ὅπου κατετρόπωσε τὸν Χοσρόη, ἡ Κωνσταντινούπολι κινδύνευσε ἀπὸ τὸ Βορρᾶ, ἀπὸ τοὺς Ἀβάρους, βάρβαρο λαό. Βρῆκαν τὴν εὐκαιρία, κατέβηκαν καὶ πολιόρκησαν τὴν Κωνσταντινούπολι ἀπὸ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης. Ἡ φρουρὰ ἦταν πολὺ μικρή, λίγοι στρατιῶτες. Εἶχαν ὅμως ψυχή, ἔκλειναν στὰ στήθη τους τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν πίστι καὶ τὴν πατρίδα, καὶ βρέθηκαν κάτω ἀπὸ καλὴ ἡγεσία. Πρωθυπουργὸς ἦταν ὁ πατρίκιος Βῶνος καὶ πατριάρχης ὁ Σέργιος.
Ὁ χαγᾶνος (δηλαδὴ ἀρχηγός) τῶν Ἀβάρων ἦταν βέβαιος ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ὅτι ἡ Πόλις θὰ πέσῃ στὰ χέρια του. Οἱ Βυζαντινοὶ περιῆλθαν σὲ μεγάλη ἀγωνία καὶ ἔστειλαν πρεσβεία γιὰ νὰ βρεθῇ κάποιος συμβιβασμός. Τοὺς δέχθηκε ἀγέρωχος καὶ ἀπέρριψε μὲ ἰταμότητα τὶς προτάσεις τους λέγοντας· Ἐντὸς εἰκοσιτεσσάρων ὡρῶν θὰ παραδοθῆτε ὅλοι· ὅ,τι ἔχετε θὰ τὸ ἀφήσετε μέσα στὴν πόλι, γυμνοὶ θὰ βγῆτε, τίποτε δὲ θὰ πάρετε μαζί σας! Τέτοιον ὅρο οἱ πρόγονοί μας δὲν μποροῦσαν νὰ δεχθοῦν, καὶ τότε ἐκεῖνος τοὺς ἀπείλησε· Δὲ γλυτώνετε μὲ τίποτα· μόνο ἂν γίνετε ψάρια καὶ κολυμπήσετε ἢ πουλιὰ καὶ πετάξετε, θὰ διασωθῆτε. Ἐκεῖνοι ἐπέστρεψαν ἀπελπισμένοι. Δὲν ἀπογοητεύθηκαν ὅμως. Συνέχισαν νὰ ἀγωνίζωνται. Καὶ ἐνῷ οἱ στρατιῶτες φρουροῦσαν στὶς ἐπάλξεις, ὁ λαός, οἱ γέροντες καὶ τὰ γυναικόπαιδα, συγκεντρώθηκαν στοὺς ναοὺς καὶ παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς σώσῃ βάζοντας μεσίτη τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο.
Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε! Δὲν τὸ λέμε ἐμεῖς, τὸ λέει ἡ ἱστορία. Ἐνῷ γινόταν ὁλονυχτία, τὶς πρωινὲς ὧρες φύσηξε ἄνεμος σφοδρός. Ἡ θάλασσα τοῦ Βοσπόρου ταράχθη, ἀγρίεψε, σήκωσε κύματα πελώρια, καὶ μέσα σὲ λίγη ὥρα τὰ ἀμέτρητα πλοιάρια τῶν ἐπιδρομέων συνετρίβησαν. Τὸ πρωὶ μόνο σανίδια ἐπέπλεαν. Ἔντρομοι οἱ Ἄβαροι ἔλυσαν τὴν πολιορκία κ’ ἔφυγαν. Ἔτσι ἡ Πόλις σώθηκε. Καὶ τότε ὅλοι μαζί, μιὰ ψυχὴ – ἕνας λαός, μαζεύτηκαν πάλι στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, ἔμειναν ἐκεῖ ὅλη τὴ νύχτα, καὶ ὄρθιοι ἔψαλαν γιὰ πρώτη φορὰ τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…» καὶ τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο.
Αὐτὸ εἶνε τὸ ἱστορικὸ τοῦ ὕμνου αὐτοῦ.
* * *
―Αὐτά, θὰ πῇ κάποιος, ἦταν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Τώρα ὁ κόσμος ἄλλαξε. Νέες ἰδέες, νέα συστήματα ἐπικρατοῦν. Ἀφῆστε τα αὐτά. Μὲ ἱστορίες τοῦ καιροῦ ἐκείνου δὲ ζοῦμε…
Τί εἶπες, «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»; Λοιπὸν ὁρίστε· ἂς κάνουμε ἕνα ἄλλο ταξίδι, πιὸ κοντινό. Φεύγουμε ἀπὸ τὸ 626 καὶ τὴν Πόλι, καὶ φτάνουμε – ποῦ; Στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἔτος 1821. Βλέπουμε νὰ ζωντανεύῃ μπροστά μας διὰ τῆς φαντασίας ἕνας ἀπὸ τοὺς ἥρωας τῆς Ἐπαναστάσεως· ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ Γέρος τοῦ Μοριά. Κάτι λέει. Τὸν ἀκούω, σεῖς δὲν τὸν ἀκοῦτε; Μόνο κουφοὶ δὲν ἀκοῦνε. Ἄλλος χαγᾶνος καὶ ἄλλος Χοσρόης εἶχαν παρουσιαστῆ τότε, στίφη καὶ τάγματα Αἰγυπτίων καὶ Ἀράβων ποὺ ἐρήμωναν τὴ γῆ τῆς Πελοποννήσου. Φόβος καὶ τρόμος εἶχε πέσει στοὺς Ἕλληνες, καὶ ὁ Κολοκοτρώνης ἔμεινε μόνος. Καὶ τί ἔκανε· μπῆκε ξυπόλητος σ᾽ ἕνα ξωκκλήσι τῆς Παναγιᾶς· γονάτισε, προσευχήθηκε κ’ ἔτρεχαν δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια του. Ὅταν βγῆκε, ἦταν ἄλλος ἄνθρωπος! Καὶ εἶπε λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει πλάστιγγα νὰ τὰ ζυγίσουμε. ―Τί λές, καπετάνιε; τὸν ρώτησαν· οἱ ἀγαρηνοὶ μᾶς ρήμαξαν, ὑπάρχει ἐλπίδα; Τί ἀπήντησε· ―Ἡ Παναγία ὑπέγραψε τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος, καὶ δὲν παίρνει πίσω τὴν ὑπογραφή της! Λόγια ἀθάνατα.
Ὁρίστε λοιπόν· δὲν θέλεις τὸ 626; σοῦ λέω τὸ 1821. Δὲν θέλεις τὸ 1821; προχωρῶ κ’ ἔρχομαι ἀκόμη πιὸ κοντά, γιὰ νὰ δῇς ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8). Αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ τώρα τὸ ἐνθυμοῦνται οἱ μεγαλύτεροι, ποὺ ζοῦν ἴσως ἀκόμη. Εἶνε τὸ νεώτερο θαῦμα τοῦ 1940-41. Πᾶμε μὲ τὴ φαντασία στὸ μέτωπο τῆς Ἀλβανίας. Ἐκεῖ ἕνας νέος χαγᾶνος καὶ νέος Χοσρόης, ὑπερήφανος κ’ ἐγωιστής, ὁ Μουσσολίνι, ἀπειλοῦσε τότε τὴν Ἑλλάδα. Ἑλλάς, θὰ παραδοθῇς! εἶπε. Καὶ ἡ Ἑλλὰς παραδόθηκε; Τὰ παιδιά της μὲ θάρρος καὶ αὐταπάρνησι εἶπαν τὸ ἱστορικὸ «ὄχι». Καὶ νίκησαν! Ἐπάνω στὶς κορυφές, στὰ ψηλὰ βουνά, τοὺς ἄκουγες κλαίοντας νὰ δοξάζουν τὸ Θεὸ καὶ νὰ ψάλλουν «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».
Δὲν θέλεις λοιπὸν τὸ 626; πάρε τὸ 1821. Δὲν θέλεις τὸ 1821; πάρε τὸ 1940. Ἂν κι αὐτὸ δὲν σοῦ φτάνῃ, ἀκόμη πιὸ κοντά μας εἶνε ὁ Γράμμος καὶ τὸ Βίτσι τὸ 1949. Πάλι τότε ἡ Ἑλλὰς κινδύνευσε νὰ σβήσῃ ἀπὸ ξένη ἐπιβουλή. Δὲν κατηγορῶ κανένα, ἀλλὰ ἡ ἱστορία εἶνε ἱστορία. Κινδύνευσε ἡ Ἑλλὰς νὰ πέσῃ σὲ ὑλιστικὸ καὶ ἄθεο καθεστώς. Καὶ τότε τὰ παιδιά της πάλι νίκησαν στὰ ψηλὰ βουνά, καὶ πάλι ἔστησαν τὴν ἑλληνικὴ σημαία, σημαία ἐλευθερίας καὶ δικαιοσύνης, καὶ πάλι ἐκεῖ ἔψαλαν «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».
Τί εἶπες, «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»; Λοιπὸν ὁρίστε· ἂς κάνουμε ἕνα ἄλλο ταξίδι, πιὸ κοντινό. Φεύγουμε ἀπὸ τὸ 626 καὶ τὴν Πόλι, καὶ φτάνουμε – ποῦ; Στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἔτος 1821. Βλέπουμε νὰ ζωντανεύῃ μπροστά μας διὰ τῆς φαντασίας ἕνας ἀπὸ τοὺς ἥρωας τῆς Ἐπαναστάσεως· ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ Γέρος τοῦ Μοριά. Κάτι λέει. Τὸν ἀκούω, σεῖς δὲν τὸν ἀκοῦτε; Μόνο κουφοὶ δὲν ἀκοῦνε. Ἄλλος χαγᾶνος καὶ ἄλλος Χοσρόης εἶχαν παρουσιαστῆ τότε, στίφη καὶ τάγματα Αἰγυπτίων καὶ Ἀράβων ποὺ ἐρήμωναν τὴ γῆ τῆς Πελοποννήσου. Φόβος καὶ τρόμος εἶχε πέσει στοὺς Ἕλληνες, καὶ ὁ Κολοκοτρώνης ἔμεινε μόνος. Καὶ τί ἔκανε· μπῆκε ξυπόλητος σ᾽ ἕνα ξωκκλήσι τῆς Παναγιᾶς· γονάτισε, προσευχήθηκε κ’ ἔτρεχαν δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια του. Ὅταν βγῆκε, ἦταν ἄλλος ἄνθρωπος! Καὶ εἶπε λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει πλάστιγγα νὰ τὰ ζυγίσουμε. ―Τί λές, καπετάνιε; τὸν ρώτησαν· οἱ ἀγαρηνοὶ μᾶς ρήμαξαν, ὑπάρχει ἐλπίδα; Τί ἀπήντησε· ―Ἡ Παναγία ὑπέγραψε τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος, καὶ δὲν παίρνει πίσω τὴν ὑπογραφή της! Λόγια ἀθάνατα.
Ὁρίστε λοιπόν· δὲν θέλεις τὸ 626; σοῦ λέω τὸ 1821. Δὲν θέλεις τὸ 1821; προχωρῶ κ’ ἔρχομαι ἀκόμη πιὸ κοντά, γιὰ νὰ δῇς ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8). Αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ τώρα τὸ ἐνθυμοῦνται οἱ μεγαλύτεροι, ποὺ ζοῦν ἴσως ἀκόμη. Εἶνε τὸ νεώτερο θαῦμα τοῦ 1940-41. Πᾶμε μὲ τὴ φαντασία στὸ μέτωπο τῆς Ἀλβανίας. Ἐκεῖ ἕνας νέος χαγᾶνος καὶ νέος Χοσρόης, ὑπερήφανος κ’ ἐγωιστής, ὁ Μουσσολίνι, ἀπειλοῦσε τότε τὴν Ἑλλάδα. Ἑλλάς, θὰ παραδοθῇς! εἶπε. Καὶ ἡ Ἑλλὰς παραδόθηκε; Τὰ παιδιά της μὲ θάρρος καὶ αὐταπάρνησι εἶπαν τὸ ἱστορικὸ «ὄχι». Καὶ νίκησαν! Ἐπάνω στὶς κορυφές, στὰ ψηλὰ βουνά, τοὺς ἄκουγες κλαίοντας νὰ δοξάζουν τὸ Θεὸ καὶ νὰ ψάλλουν «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».
Δὲν θέλεις λοιπὸν τὸ 626; πάρε τὸ 1821. Δὲν θέλεις τὸ 1821; πάρε τὸ 1940. Ἂν κι αὐτὸ δὲν σοῦ φτάνῃ, ἀκόμη πιὸ κοντά μας εἶνε ὁ Γράμμος καὶ τὸ Βίτσι τὸ 1949. Πάλι τότε ἡ Ἑλλὰς κινδύνευσε νὰ σβήσῃ ἀπὸ ξένη ἐπιβουλή. Δὲν κατηγορῶ κανένα, ἀλλὰ ἡ ἱστορία εἶνε ἱστορία. Κινδύνευσε ἡ Ἑλλὰς νὰ πέσῃ σὲ ὑλιστικὸ καὶ ἄθεο καθεστώς. Καὶ τότε τὰ παιδιά της πάλι νίκησαν στὰ ψηλὰ βουνά, καὶ πάλι ἔστησαν τὴν ἑλληνικὴ σημαία, σημαία ἐλευθερίας καὶ δικαιοσύνης, καὶ πάλι ἐκεῖ ἔψαλαν «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».
* * *
Νά λοιπόν· τὸ 626 «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…»‧ τὸ 1821 «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…»‧ τὸ 1940 «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…»‧ τὸ 1945-46-47-48-49 πάλι «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…». Ὁλοζώντανη εἶνε ἡ θρησκεία μας. Δὲν εἶνε μῦθος, δὲν εἶνε παραμύθι· εἶνε μιὰ πραγματικότητα. Αὐτὴ ἡ θρησκεία, αὐτὴ ἡ πίστι, μᾶς σῴζει μέχρι σήμερα. Καὶ θὰ μᾶς σώζῃ πάντα, ἀδελφοί μου. Καὶ εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων καὶ τῶν ἀπίστων καὶ ὅλων τῶν ἐχθρῶν τῆς πατρίδος ἡ Ἑλλὰς θὰ ψάλλῃ‧ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνο Καντιώτη στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 22-3-1985)