Ο Αββάς Ναθαναήλ πρωτοβγαίνοντας στην έρημο νέος στην ηλικία κι αρχάριος στην μοναχική πολιτεία, βρήκε μια σπηλιά σ' ένα απόκρημνο βράχο. Γεμάτος ζήλο κι ενθουσιασμό για άσκηση, έμεινε εκεί ν' αγωνίζεται μόνος. Γρήγορα όμως απόκαμε από την τραχύτητα του τόπου και τις πολλές στερήσεις.
Περνούσε εβδομάδες ολόκληρες χωρίς ψωμί και νερό. Αποφάσισε τέλος ν' αφήσει το σπήλαιο και να μείνει σε πιο ήρεμο τόπο. Έφτιαξε μια καλύβα στη σκήτη των Πατέρων για να ζήσει πιο κοντά σ' αυτούς. Την πρώτη νύχτα, που εγκαταστάθηκε στη νέα του διαμονή, αναστατώθηκε κυριολεκτικά από ένα ασυνήθιστο θόρυβο στη στέγη της καλύβας. Χαλούσε ο κόσμος από τα χτυπήματα.
Ανήσυχος βγήκε να δει τι συνέβαινε. Μπροστά του στεκόταν ένα απαίσιο υποκείμενο. Φορούσε παλιά χιλιομπαλωμένη στρατιωτική στολή και κρατούσε στα χέρια του ένα πελώριο τσεκούρι. Μ' αυτό φαίνεται θα προξενούσε όλη αυτή τη φασαρία. "Ποιος είσαι του λόγου σου που δεν μ' αφήνεις να ησυχάσω τέτοια ώρα; ρώτησε ο Αββάς." "Δε με γνώρισες ακόμη; είπε εκείνος μ' ένα αποκρουστικό γέλιο που έφερνε ανατριχίλα. Εγώ σ' έδιωξα από τη πρώτη σου κατοικία. Και να 'μαι πάλι πρώτος και καλύτερος να σε βγάλω από εδώ." "Αλίμονο μου, συλλογίστηκε ο Αββάς Ναθαναήλ, έγινα περίγελος του σατανά." Το άλλο πρωί χωρίς αναβολή γύρισε στη σπηλιά που είχε αφήσει. Έμεινε πια εκεί ως το τέλος της ζωής του, υποφέροντας με υπομονή, όχι μόνο την αγριότητα του τόπου, αλλά και τις καθημερινές επιθέσεις του εχθρού.
Επιχείρησε κάποτε να ξεγελάσει ο διάβολος και τον Αββά Μακάριο τον Αλεξανδρέα, να βγει από το κελί του και να γυρίσει στην πολιτεία. "Αφού έχεις χάρισμα από το Θεό να θεραπεύεις όλες τις αρρώστιες, του ψιθύριζε στο λογισμό του, γιατί δεν πας στη Ρώμη να φανείς χρήσιμος στους ανθρώπους;" Ο άνθρωπος του Θεού διέκρινε αμέσως τα ζιζάνια της κενοδοξίας και βάλθηκε να τα ξεριζώσει.
Μια μέρα που οι λογισμοί έγιναν πιο ενοχλητικοί από κάθε άλλη φορά, ξάπλωσε φαρδύς πλατύς μπρος στο κατώφλι της πόρτας του και έλεγε, φιλονικώντας με το διάβολο: "Σύρε με δια της βίας, αν έχεις τέτοια εξουσία, πονηρέ. Εγώ με τη θέλησή μου δεν κάνω βήμα έξω από το κελί μου." Άλλη φορά πάλι, για να διώξει παρόμοιους λογισμούς φορτώθηκε στην πλάτη ένα μεγάλο σακκί άμμο και πηγαινοερχόταν ολόκληρη τη νύχτα μέσα στην έρημο.
"Τι κάνεις αυτού, Αββά; τον ρώτησε ο γείτονάς του Αββάς Θεοσέβιος, που έτυχε να τον συναντήσει." "Ξεγελώ εκείνον που προσπαθεί να με ξεγελάσει, αποκρίθηκε ο Όσιος. Ενώ έχω βρει εδώ την ησυχία μου με ξεσηκώνει για ταξίδια." Με τον αγώνα και την υπομονή του απομάκρυνε εντελώς τους ενοχλητικούς λογισμούς.
Αρρώστησε κάποτε πολύ βαριά ένας γέρος Ερημίτης. Δεν είχε κανένα να τον περιποιηθεί. Με μεγάλη δυσκολία ετοίμαζε μόνος λίγο φαγητό, ευχαριστώντας τον Θεό για τη δοκιμασία, που του έστειλε. Ολόκληρος μήνας πέρασε και άνθρωπος δε βρέθηκε να χτυπήσει την πόρτα του και να τον ανακουφίσει. Είδε όμως ο Θεός την υπομονή του κι έστειλε θείο Άγγελο να τον υπηρετεί. Στο μεταξύ οι αδελφοί θυμήθηκαν το γερο-Ερημίτη και πήγαν ως την καλύβα του να δουν τι κάνει. Μόλις χτύπησαν την πόρτα, αποτραβήχτηκε ο Άγγελος.
Ο Ερημίτης από μέσα φώναξε παρακαλεστικά: "Για την αγάπη του Θεού φύγετε, αδελφοί μου." Εκείνοι όμως άνοιξαν δια της βίας και τον ρωτούσαν τι είχε πάθει και φώναζε. "Τριάντα μέρες βασανιζόμουν ολομόναχος και δε σκέφτηκε κανείς να έλθει να με δει κι ο Κύριος μου έστειλε Άγγελο να με συντροφεύει. Τώρα ήλθατε σεις και διώξατε τον Άγγελο." Και καθώς έλεγε αυτά ο Γέροντας με γλυκύτητα εκοιμήθη.
«Ο Θεός δεν επιτρέπει, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, μεγάλους πειρασμούς στους σημερινούς ανθρώπους, γιατί είναι ασθενέστεροι από τους παλαιότερους και δεν κάνουν υπομονή.» Όταν ο Μέγας Αντώνιος ήταν ακόμη πολύ νέος στην ηλικία κι αρχάριος στην άσκηση, έπεσε σε ακηδία. Αγωνιζόταν ολομόναχος βαθιά στην έρημο, δεν είχε οδηγό κι οι λογισμοί άρχισαν να του φέρνουν σύγχυση. Δεν έχασε όμως την εμπιστοσύνη του στο Θεό.
Γονάτισε και προσευχήθηκε μ' αυτά τα λόγια: "Κύριε, θέλω να σωθώ, αλλά δε μ' αφήνουν ούτε στιγμή ήσυχο οι λογισμοί μου. Δεν έχω άλλον από Σε, Κύριέ μου, να με διδάξει τι να κάνω. Μη θελήσεις ποτέ να με αφήσεις." Η προσευχή τον ανακούφισε. Αμέσως πήρε και την απάντηση που ζητούσε. Μόλις σηκώθηκε είδε στην άλλη άκρη του κελιού του έναν άλλο Αντώνιο, καθισμένο σε σκαμνί να πλέκει ψαθί. Στάθηκε σαστισμένος και τον παρακολουθούσε. Σε λίγο τον είδε ν' αφήνει το εργόχειρο και να προσεύχεται με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό.
Ύστερα ξανακάθισε στο εργόχειρο και πάλι σηκώθηκε για προσευχή. Στο τέλος στράφηκε στον ίδιο τον Αντώνιο και του υπέδειξε: "Κάνε κι εσύ το ίδιο και θα σωθείς. Κι έγινε άφαντος!" Τότε κατάλαβε ο Αντώνιος πως ο Θεός του έστειλε τον Άγγελό του να τον διδάξει. Πήρε θάρρος και δόθηκε στην άσκηση με μεγάλη υπομονή και προθυμία.