Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας
Ο απόστολος ενώπιον του Αιγεάτου
Απολέσας ο Αιγεάτης πάσαν ελπίδα περί του ότι η Μαξιμίλλα θα μετεπείθετο, κατ’ αυτής μεν δεν ετόλμα να ενεργήση τι, φοβηθείς «τους γονείς αυτής, δυνατούς όντας» να υπερασπισθώσι την θυγατέρα αυτών κατά της οργής του47. Ολόκληρος διά τούτο η λύσσα εξέσπασε κατά του αποστόλου Ανδρέου, τον οποίον εθεώρει υπαίτιον της οικογενειακής δυστυχίας αυτού. Διέταξε λοιπόν να προσαχθή ο απόστολος ενώπιόν του και χωρίς να θίξη την κυρίαν αιτίαν, δια την οποίαν είχε φυλακίσει και επρόκειτο ήδη να δικάση αυτόν, διετύπωσε κατ’ αυτού την κατηγορίαν ότι διέδιδε θρησκείαν, την οποίαν «οι Ρωμαίοι βασιλείς εξαφανίσαι εκέλευσαν». Ο Ιησούς, τον οποίον συ τολμάς να κηρύττης, είπεν στον απόστολον ο Αιγεάτης, απεδοκιμάσθη και απο αυτούς τους συμπατριώτας αυτού και όταν εδίδασκεν αυτά, τα οποία και συ τώρα επαναλαμβάνεις, «τω ξύλω του σταυρού προσήλωσαν» αυτόν οι Ιουδαίοι48.
Ω, εάν ήξευρες, ποίον μυστήριον εγκρύπτεται εις τον σταυρικόν θάνατον του Κυρίου μου και από ποίαν αγάπην δι’ όλον το ανθρώπινον γένος εδέχθη με όλην την θέλησίν Του, εκουσίως και όχι ακουσίως να παραδώση τον εαυτόν Του εις τον σταυρικόν θάνατον! Απεκρίθη ο Ανδρέας49.
Τι λέγεις! απήντησεν ο Αιγεάτης. Όταν «παρά του εαυτού μαθητού προδοθείς και υπό των Ιουδαίων συλληφθείς Πιλάτω τω ηγεμόνι προσήχθη» και σύμφωνα με την αίτησιν των Ιουδαίων «υπό των του ηγεμόνος στρατιωτών προσηλώθη επί του σταυρού», πώς συ διϊσχυρίζεσαι ότι «εκουσίως του σταυρού το ξύλον» απεδέχθη και μόνος του παρέδωκε τον εαυτόν του να σταυρωθή;50.
Αλλ’ εγώ ήμην μαζί Του εξ αρχής, απήντησεν ο απόστολος. Και δύναμαι να βεβαιώσω εξ αμέσου αντιλήψεως, ότι εκουσίως παρεδόθη εις τον θάνατον. Διότι πολύ προτού να συλληφθή, μας προανήγγειλεν ότι θα εσταυρώνετο διά την σωτηρίαν των ανθρώπων, εγνώριζε δε ποίος από τους μαθητάς Του θα επρόδιδεν αυτόν και επί πλέον είχε καιρόν και ηδύνατο να αποδράση και μη συλληφθή από τους Ιουδαίους. Μολονότι δε ήξευρε καλά, ότι ο προδότης μαθητής επρόκειτο μετ’ ολίγον να οδηγήση τους Ιουδαίους διά να τον συλλάβουν, όχι μόνον δεν απεκρύβη, αλλά μετέβη εις τον τόπον, εις τον οποίον συνήθιζε να πηγαίνη και τον οποίον εγνώριζε καλά και ο Ιούδας51.
Επί τέλους, ανέκραξεν ο Αιγεάτης. είτε εκουσίως είτε ακουσίως, ομολογείς και συ ο ίδιος ότι εσταυρώθη και εθανατώθη ως κακούργος με θάνατον ατιμωτικόν.
Αλλ’ είπον, αντιπαρετήρησεν ο απόστολος, ότι «μέγα εστί το μυστήριον του σταυρού» και αν έχης την διάθεσιν να ακούσης, λίαν ευχαρίστως θα σου ωμίλουν περί τούτου.
Ο σταυρικός θάνατος, απήντησεν ο Αιγεάτης, δεν δύναται να αποκληθή μυστήριον. Είναι κόλασις και τιμωρία σκληρά. Εν τούτοις εγώ με υπομονήν πολλήν θα σε ακούσω. Εάν όμως δεν με πείσης, τότε οφείλεις να υπακούσης και να πειθαρχήσης εις εμέ, διότι άλλως «αυτό το του σταυρού μυστήριον εν σεαυτώ αναδέξει»52 και ωρισμένως θα σταυρωθής και συ, όπως ο διδάσκαλός σου.
Εάν εφοβούμην το ξύλον του σταυρού, απεκρίθη ο Πρωτόκλητος, δεν θα εκήρυττα «την δόξαν του σταυρού». Λόγω δε της πίστεώς μου εις τον επί του ξύλου του σταυρού αποθανόντα Κύριόν μου, δεν φοβούμαι «του θανάτου την τιμωρίαν. Ο γαρ των αμαρτωλών θάνατος πονηρός»53.
Ακριβώς δε δι’αυτό θέλω να ακούσης «το του σταυρού μυστήριον», μήπως πιστεύσης και σύ και δεν απολέσης την ψυχήν σου. Προχωρών δε ο απόστολος ήρχισε να ομιλή προς τον Αιγεάτην περί παραβάσεως του Αδάμ και του επακολουθήσαντος εις ολόκληρον το ανθρώπινον γένος θανάτου, προς απελευθέρωσιν από του οποίου «αναγκαίον υπήρχεν, ίνα εκ της αμωμήτου παρθένου ο του Θεού νέος τέλειος άνθρωπος γεννηθή και διά ξύλου του σταυρού το ξύλον της επιθυμίας αποκλείση»54.
Μη δυνάμενος ο Αιγεάτης να παρακολουθήση, λόγω της παχυλότητας της διανοίας αυτού, τας αληθείας ταύτας, διέκοψεν αποτόμως τον απόστολον και μετά φωνής τραχείας είπε προς αυτόν: Τους λόγους αυτούς φύλαξέ τους να τους είπης εις εκείνους, οι οποίοι σε πιστεύουν. Εγώ εν απαιτώ από σε: «όπως τοις παντοδυνάμοις θεοίς τας θυσίας προσενέγκης». Διότι αν δεν προσφέρης θυσίας εις τους θεούς μου, «εν αυτώ τω σταυρώ όνπερ επαινείς ραβδισθέντα σε προσπαγήναι προστάξω»55. Θα σε σταυρώσω όπως εσταυρώθη και ο διδάσκαλός σου.
Και διέταξε να οδηγηθή και πάλιν ο Πρωτόκλητος εις την φυλακήν παρέχων εις αυτόν προθεσμίαν μέχρι της επομένης, ίνα ωριμώτερον σκεφθή56. Ούτως ενεργών ο Αιγεάτης, ετήρει μεν τα προσχήματα φαινομενικής τινός αμεροληψίας και ψυχραίμου κρίσεως, εξήντλει δε και την τελευταίαν ελπίδα μεταστροφής του Πρωτοκλήτου και της Μαξιμίλλης.
Η εν φυλακή τελευταία νύξ του αποστόλου
Εν τω μεταξύ, καθ’ον χρόνον ο Πρωτόκλητος ευρίσκετο εγκάθειρκτος, λαός πολύς εκ των καθ’ όλην την επαρχίαν πιστών αλλά και άλλων τινών θαυμαστών απλώς του αποστόλου συρρεύσας προ του δεσμωτηρίου, εξεδήλωσε την διάθεσιν να βιαιοπραγήση μεν κατά του Αιγεάτου, να απελευθερώση δε τον απόστολον διαρρηγνύων τας θύρας της φυλακής. Πλην «ο μακάριος Ανδρέας τοιούτοις ρήμασιν ενουθέτησε λέγων»: Μη θελήσετε να διαταράξητε την ειρήνην της πόλεως και «στασιώδη και διαβολικήν ταραχήν» να εξεγείρετε. Διότι και «ο Κύριός μου, όταν παρεδόθη, μετά πάσης μακροθυμίας» συμπεριεφέρθη. «Ουκ εφιλονίκησεν, ουκ εκραύγασεν, ουδέν εν ταις πλατείαις ήκουσέ τις αυτού κραυγάζοντος. Έχετε ουν και υμείς ησυχίαν και ειρήνην και μη το εμόν μαρτύριον εμποδίσητε». Τουναντίον, όσοι από σας είσθε πιστοί, ετοιμασθήτε ίνα αναδειχθήτε αθληταί του Κυρίου και κατανικήσητε με ανδρειότητα ψυχής τας απειλάς των ειδωλολατρών, εις τας τυχόν δε κακοποιήσεις επιδείξητε ακατάβλητον υπομονήν. Οτιδήποτε και αν πάθωμεν εις τον παρόντα βίον, είναι πρόσκαιρον και παροδικόν και δεν πρέπει να φοβούμεθα αυτό. Την τιμωρίαν εκείνην πρέπει να φοβούμεθα, η οποία είναι ατελείωτος και αιωνία. Των ανθρώπων ο φόβος ομοιάζει προς καπνόν, ο οποίος όσον γρήγορα διεγείρεται, τόσον γρήγορα και εξαφανίζεται.
Ωσαύτως και οι σωματικοί πόνοι, τους οποίους ενδέχεται να υποφέρωμεν από τους βασανιστάς μας. Άλλοι από αυτούς είναι ελαφροί και εύκολα κανείς δύναται να τους υποφέρη. Άλλοι είναι βέβαια βαρύτεροι, αλλά πολύ γρήγορα επιφέρουν τον θάνατον και συμπαρέρχονται μετ’ αυτού. Εκείνοι οι πόνοι και εκείναι αι οδύναι είναι αιώνιοι και ατελεύτητοι. Και εκεί υπάρχουν οι συνεχείς «κλαυθμοί και οιμωγαί και ατελεύτητος βάσανος», τας οποίας ο Αιγεάτης δεν φοβείται, διότι δεν τας γνωρίζει ούτε τας φαντάζεται. «Γίνεσθε λοιπόν μάλλον έτοιμοι προς τούτο, όπως διά των προσκαίρων θλίψεων προς τας αιωνίους αναπαύσεις καταντήσητε και Χριστώ συμβασιλεύσητε»57.
Διά τούτων και άλλων τοιούτων λόγων ο θείος Απόστολος επέβαλε την τάξιν και αποκαταστήσας την ειρήνην, εξηκολούθησεν είτα ηρέμως και μετά πολλής γαλήνης να απευθύνη εις τους πλημμυρούντας το δεσμωτήριον και τους περί αυτού χώρους πιστούς τας τελευταίας του υποθήκας. Η σκοτεινή εκείνη φυλακή με τα συνεχόμενα προς αυτήν διαμερίσματα, μετεβλήθη τότε εις ναόν και εις κλίμακα μετάρσιον, αναβιβάζουσα τους πάντας εις αυτόν τον ουρανόν. Μετά των νουθεσιών του αποστόλου συνεδέθησαν και ύμνοι ιεροί, επηκολούθησε δε καθ’ ώρας νυκτερινάς και η τέλεσις θείας Ευχαριστίας, κατά την οποίαν ο απόστολος ιδίαις χερσί καθαγιάσας τον άγιον άρτον και το καινόν ποτήριον, «μετέδωκεν εις τους παρόντας των αχράντων και αθανάτων του Χριστού Μυστηρίων». Και το σημαντικώτερον διά την εκκλησίν των Πατρών, «τον Στρατοκλή τη των χειρών επιθέσει της αρχιερωσύνης ηξίωσε, χειροτονήσας υπ’ αυτόν ιερείς και λευΐτας»58. Συγκροτήσας ούτω και συμπληρώσας τον οργανισμόν της εν Πάτραις εκκλησίας ο θείος απόστολος «και ασπασάμενος άπαντας εν αγίω φιλημάτι, απέλυσεν αυτούς εν ειρήνη».
Καταδίκη του αποστόλου εις τον διά σταυρού θάνατον
Εν τω μεταξύ ο Αιγεάτης, πληροφορηθείς τα συμβάντα της νυκτός, ηρεθίσθη περισσότερον και λίαν πρωΐ διέταξε να αχθή ο θείος απόστολος ενώπιόν του. Και «καθίσας επί του βήματος είπεν»: Ενόμιζα, ότι κατά την νύκτα θα εκυριάρχουν παρά σοι ωριμώτεραι και φρονιμώτεραι σκέψεις, ώστε να αποβάλης την μωρίαν του κηρύγματος περί του εσταυρωμένου Θεού σου και να μη στερηθής της ζωής. Σύ όμως εξακολουθείς να επιμένης ανοήτως και βλακωδώς.
Διότι πράγματι βλακεία και ανοησία είναι να θεωρής ως Θεόν έναν άνθρωπον, ο οποίος εδείχθη τόσον ασθενής εις τους εχθρούς του, ώστε δεν ημπόρεσεν ουδ’ επ’ ελάχιστον να αντισταθή εις αυτούς και να προτιμάς χάριν αυτού να έλθης και συ «προς το του σταυρού πάθημα» και να παραπέμψης «εαυτόν ποιναίς και πυραίς αισχίσταις». Διά τελευταίαν λοιπόν φοράν σε καλώ να προσφέρης σπονδήν εις τους θεούς, «όπως ούτοι οι υπό σου απατηθέντες λαοί εγκαταλείψωσι την ματαιότητα της σης διδασκαλίας και προσκομίσωσι και αυτοί σπονδάς τοις θεοίς59. Διότι «ουδεμία πόλις απέμεινεν εν τη Αχαΐα», εις την οποίαν να μη εγκατελείφθησαν και να μη ηρημώθησαν τα ιερά των θεών. Πρέπει λοιπόν τώρα «διά σου και πάλιν» να ανανεωθή το προς τους θεούς σέβας. Εάν όμως δεν συμμορφωθής προς εκείνο, το οποίον αξιώ παρά σου, θα υποστής «διάφορα κολαστήρια και μετά ταύτα», αφού αναρτηθής επί του ξύλου του σταυρού, το οποίον τόσο επαινείς, θα εκλείψης διαπαντός60.
Σου ωμίλησα έως τώρα μειλιχίως, απήντησεν ο απόστολος Ανδρέας, ελπίζων ότι θα ήτο δυνατόν να μεταπεισθής και να ελκυσθής εις την αλήθειαν. Βλέπων όμως ήδη, ότι επιμένεις εις την πλάνην και ότι εξακολουθείς να νομίζης, ότι θα με εκφοβίσης δια των απειλών σου, σου λέγω καθαρά. παν ό,τι θεωρείς ως χειρότερον από τα κολαστήρια και βασανιστήριά σου, είσαι ελεύθερος να το μεταχειριθής κατ’ εμού. Θα υπομείνω τούτο καρτερικώς, διότι έχω την πεποίθησιν, ότι όσον χειρότερα υποστώ υπέρ της ομολογίας του ονόματος του Κυρίου μου και του Βασιλέως μου, τόσον περισσότερον θα ευαρεστήσω αυτόν.
Τότε οργισθείς ο ανθύπατος Αιγεάτης, διέταξε να κακοποιηθή ο απόστολος του Χριστού διά βασανιστηρίων και να δαρή σκληρώς. Τούτου γενομένου, προσήχθη και πάλιν προ του Αιγεάτου, όστις και πάλιν προέτρεψεν αυτόν, ίνα θυσιάση εις τα είδωλα.
Άκουσόν μου Ανδρέα, είπεν ο ανθύπατος. και μεταπείσθητι από την τρελλήν απόφασίν σου, η οποία σε ωθεί εις την έκχυσιν του αίματός σου. Σου επαναλαμβάνω διά τελευταίαν φοράν, εάν δεν θελήσης να με υπακούσης, θα σε κρεμάσω εις το ξύλον του σταυρού και θα αποθάνης εκεί οικτρώς.
Ο άγιος Ανδρέας τότε απήντησεν ως εξής: «Εγώ δούλος του Χριστού τυγχάνω και συνεπώς όχι μόνον δεν δειλιώ, αλλά και επιθυμώ το τρόπαιον του σταυρού. Πρόσεξε όμως συ, μήπως εμπέσης εις την αιώνιαν βάσανον και τιμωρίαν, την οποίαν μόνον εάν πιστεύσης εις τον Χριστόν, θα δυνηθής να διαφύγης. «Εγώ περί της σης απωλείας θλίβομαι και περί της εμής παθήσεως ου συνταράσσομαι». Διότι το πάθημα και βασανιστήριον, το οποίον μου ετοιμάζεις, «μιας ημέρας διάστημα καταλαμβάνει ή δύο το πολύ. Ο δε σος βασανισμός εις ατελευτήτους αιώνας» θέλει διαρκέσει61.
Τότε ο Αιγεάτης διέταξε να αναρτηθή ο απόστολος επι του σταυρού. Προς τον σκοπόν δε του να παραταθή το μαρτύριόν του, παρήγγειλεν ίνα μη καρφωθή, αλλά να τεντωθή πολύ το σώμα του και να προσδεθούν σφιγκτά αι χείρες και οι πόδες του επί του σταυρού, ώστε να παραμείνη κρεμάμενος επ’ αυτού όσον το δυνατόν περισσοτέρας ημέρας.
Επί την οδόν την άγουσαν εις τον τόπον του μαρτυρίου
Επί τω ακούσματι της αποφάσεως και των παραγγελιών τούτων του Αιγεάτου, ανεσκίρτησεν ο απόστολος και χαίρων ήρχισε να βαδίζη κατεσπευσμένως, υπό συνοδείαν στρατιωτών, προς τον τόπον του μαρτυρίου. Καθ’ οδόν όμως αρκετοί εκ των εις Χριστόν επιστραφέντων και άλλων συμπαθούντων τον απόστολον, έχοντες μεθ’ εαυτών και τον Στρατοκλή, εσταμάτησαν το στρατιωτικόν απόσπασμα και οι ζωηρότεροι εξ αυτών απεπειράθησαν να μετέλθωσι βίαν και να απελευθερώσωσι τον απόστολον.
Αλλ’ ο εν πάσι μιμητής του Κυρίου του Πρωτόκλητος απευθυνόμενος προς τούτους και ιδιαιτέρως προς τον Στρατοκλή, είπε. «Μη τέκνον μου Στρατοκλή. Ου βούλομαί σε τοιούτον είναι πώποτε, αλλ’ επιεική, πράον, ταπεινόφρονα, μη αποδίδοντα κακόν αντί κακού, ενθυμούμενον τον λόγον του Κυρίου του ειπόντος. Εάν τις σε ραπίση εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την αριστεράν. Και ημείς, αδελφοί, επακολουθήσωμεν»62 άνευ αντιστάσεώς τινος εις αυτούς, οι οποίοι μας σύρουν εις το μαρτύριον διά τον Κύριον. Ας νεκρώσωμεν τον εξωτερικόν μας άνθρωπον και ας σπουδάσωμεν να ανανεώσωμεν τον εσωτερικόν μας άνθρωπον και να αναπτερώσωμεν αυτόν προς τον Θεόν, προς τον οποίον υπάρχει. ολόκληρος η αγάπη μας. Ταύτα και άλλα περισσότερα τούτων έλεγε προς τον Στρατοκλή και τους μετ’ αυτού προχωρών και σπεύδων προς τον τόπον του μαρτυρίου του.
Ο Πρωτόκλητος προ του σταυρού
Όταν ο απόστολος έφθασεν εις τον τόπον, όπου ήτο εμπεπηγμένος «ο σταυρός προς το χείλος της θαλάσσιας ψάμμου», αφήσας οπίσω του όλους, επλησίασε προς τον σταυρόν και λέγει αυτώ ως εμψύχω μετά φωνής ισχυράς: «Χαίροις, ω σταυρέ, ότι συ χαράς και αγαλλιάσεως παντί τω γένει των ανθρώπων εγένου πρόξενος διά του εν σοι σαρκικώς παγέντος Θεού Λόγου»63. «Χαίροις, ω σταυρέ, ο εκ των μελών του Χριστού ωσεί μαργαρίταις κοσμηθείς»64.«Χαίροις, ω σταυρέ, το ζωηφόρον και τρισόλβιον όπλον του επί του τανυθέντος Χριστού και σώσαντος εμέ τον άνθρωπον. Χαίροις, σταυρέ, δι’ ου ο ληστής παράδεισον ώκησεν και τα χερουβείμ» τα φυλάττοντα την είσοδον αυτού, υπεχώρησαν απ’ αυτής και αφήκαν ταύτην ελευθέραν. «Χαίροις, σταυρέ, δι ού το γένος των ανθρώπων το πρώτον απολαμβάνει και αρχαίον αξίωμα»65. «Ω αγαθέ σταυρέ, ο ευπρέπειαν και ωραιότητα εκ των μελών του Κυρίου δεξάμενος, επί πολύ επιπόθητε και σπουδαίως επιθυμητέ και εκτενώς επιζητούμενε, λάβε με από των ανθρώπων και απόδος με τω διδασκάλω μου»66. Αν και είμαι «ανάξιος του Δεσπότου δούλος, υψούμαι» επί σου διά να γίνω κοινωνός εις το πάθος αυτού και διά να συμμετέχω «της αυτού αϊδιότητος»67.
«Και ταύτα ειπών ο μακάριος Ανδρέας εστώς επί της γης» και με το βλέμμα προσηλωμένον επί του σταυρού «εξέδυσεν εαυτόν» και παρέδωκε «τα ιμάτια αυτού» εις τους δημίους. Προτρέψας δε και πάλιν τα παριστάμενα πλήθη να μη αντιτάξουν αντίστασίν τινά, εκάλεσε τους δημίους να συμμορφωθούν προς τας διαταγάς του Αιγεάτου.
Ο Πρωτόκλητος προσδεδεμένος επί του ξύλου
Όταν ο Πρωτόκλητος προσεκάλεσε τους δημίους, προσήλθον ούτοι και περιωρίσθησαν εις το να προσδέσουν σφιγκτά επί του σταυρού τας μασχάλας και τούς πόδας του, χωρίς να διατρυπήσουν αυτούς, ούτε και τας χείρας, αλλ’ ούτε και να κατακόψουν τας κλειδώσεις των αγκώνων και των γονάτων. Διά της τοιαύτης προσδέσεως ο Αιγεάτης ήθελεν, ως είπομεν, περισσότερον να βασανίση τον απόστολον, ανέμενε δε, ότι κατά την διάρκειαν της νυκτός θα κατετρώγετο ζωντανός από τους κύνας68.
Όταν δε το παριστάμενον πλήθος είδεν, ότι δεν εκαρφώθη, άλλά μόνον προσεδέθη επί του σταυρού, ευθύς ως απεμακρύνθησαν οι δήμιοι, επλησίασαν προς τον σταυρόν περιμένοντες, ότι θα ήκουον παρά του αποστόλου ωφέλιμόν τι. Πράγματι δε ούτος, όταν είδε τα πλήθη να πλησιάζουν, εσήκωσε προς αυτά την κεφαλήν μετά μειδιάματος εις τα χείλη. Οπότε ο Στρατοκλής αποτεινόμενος προς αυτόν, είπε: «Τι μειδιάς, δούλε του Θεού Ανδρέα; Ο γέλως σου» προκαλεί εις ημάς δάκρυα και κλαυθμούς, «ότι σου στερούμεθα»69.
«Και ο μακάριος Ανδρέας αυτώ απεκρίνατο: Να μη γελάσω, «τέκνον μου Στρατοκλή» διά την κενήν και ματαίαν «ενέδραν του Αιγεάτου», με την οποίαν εφαντάσθη προσδένων με εις τον σταυρόν και επιβραδύνων τον θάνατόν μου, ότι θα με βασανίση περισσότερον; Δεν ημπορεί ο ταλαίπωρος να εννοήση, ότι η αγάπη μου προς τον Χριστόν μου καθιστά ευπρόσδεκτον οποιανδήποτε τιμωρίαν και μεταβάλλει οιανδήποτε βάσανον εις τρυφήν και αγαλλίασιν.
Και απευθυνόμενος εν συνεχεία προς τον λαόν είπε:
«Άνδρες οι ενταύθα παρεστώτες, γυναίκες και παίδες, πρεσβύται και νέοι, δούλοι και ελεύθεροι, ακούσατέ μου»70. Μη παρασύρεσθε από την απάτην του παρόντος βίου, αλλά παρακινούμενοι από το παράδειγμα εμού, ο οποίος πρόκειται μετ’ ολίγον να χωρισθώ από το σώμα τούτο, όπερ κρέμαται ήδη διά τον Χριστόν, καταφρονήσατε τα βδελυκτά είδωλα, «προσδράμετε τη αληθεί λατρεία του αψευδούς Θεού ημών και ποιήσατε εαυτούς ναόν άγιον», όπως κατοικήση εις τας καρδίας σας ο Χριστός «συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι και μονήν παρ’ υμίν ποιήση».
«Αποτάξασθε πάσας τας κοσμικάς επιθυμίας, αποτινάξασθε την ραθυμίαν και τον ζόφον από των καρδιών υμών και γίνεσθε καθαροί και τέλειοι, άμεμπτοι και ανεπίληπτοι τω καθαρώ Θεώ ημών. Αγνίσατε εαυτούς» ίνα κληρονομήσητε τα ουράνια αγαθά, των οποίων το κάλλος και την δόξαν ουδεμία φαντασία δύναται να συλλάβη71. «Και προετρέπετο πάντας διδάσκων ότι ουκ άξια τα παθήματα της προσκαίρου ταύτης ζωής προς την μέλλουσαν ανταμοιβήν της αιωνίου ζωής»72.
Εξέγερσις του πλήθους και θάνατος του αποστόλου
Επί τρία ολόκληρα ημερονύκτια παρέμεινεν ο θείος απόστολος κρεμάμενος επί του Σταυρού, χωρίς να μεταβληθή και χωρίς να παύση νουθετών και προτρέπων τα συρρέοντα προς αυτόν πλήθη. Όταν δε είδον, ότι και κατά την τέταρτην ημέραν εξηκολούθει να ζή ο απόστολος και την αυτήν να δεικνύει αντοχήν, ώρμησαν πάντες από συμφώνου προς τον Αιγεάτην και ευρόντες αυτόν καθήμενον επί του βήματος, ήρχισαν να φωνάζουν κατ’ αυτού λέγοντες:
«Κακή η κρίσις σου, ανθύπατε κακώς εδίκασας. Παράνομα τα δικαστήριά σου. αδίκως διοικείς την πάσαν Αχαΐαν. Τι ηδίκησεν ο ανήρ; Τι κακόν εποίησεν; Πάσα η πόλις θορυβείται. Πας ο δήμος ταράττεται. Πάντας ημάς λυπείς. Χάρισαι ημίν άνδρα θεοσεβή και ένθεον. Τέσσαρας ημέρας κρεμάμενος ζη». Χωρίς αυτός να φάγη τίποτε, με τους λόγους του μας εχόρτασεν όλους. Λύσε τον άνδρα από του σταυρού «και όλαι αι Πάτραι ειρηνεύομεν.Απόλυσον τον απόστολον και πάσα η Αχαΐα ελεηθήσεται»73.
Και κατ’ αρχάς μεν ο Αιγεάτης μετ’ αγερωχίας πολλής προσέβλεψε προς τον συρρεύσαντα λαόν και ένευσε εις αυτόν περιφρονητικώς να απομακρυνθή. Αλλ’ όταν το πλήθος ήρχισε να εξανίσταται και να δεικνύει απειλητικάς διαθέσεις, εξηναγκάσθη υπό το κράτος του φόβου του να σηκωθή από το βήμα του και να συναπέλθη μετ’ αυτού εις τον τόπον του μαρτυρίου, υποσχόμενος, ότι θα απέλυε τον μακάριον απόστολον. Εν τω μεταξύ προέτρεξαν τινές περιχαρείς φέροντες την χαρμόσυνον είδησιν άλλοι μεν προς την Μαξιμίλλαν και τον Στρατοκλή, οίτινες και έσπευσαν εκεί μετά της Ιφιδάμας, άλλοι δε προς τον απόστολον. Ενώ δε οι συρρεύσαντες χριστιανοί εξεδήλουν θορυβωδώς την χαράν των διά την επικειμένην απελευθέρωσιν του Πρωτοκλήτου, ούτος κατηφής ήρχισε να διαμαρτύρεται διά τας τοιαύτας εκδηλώσεις, παραπονούμενος, ότι οι υπ’ αυτού μαθητευθέντες παρά τα τόσα, άτινα ήκουσαν παρ’ αυτού, δεν είχον κατορθώσει ακόμη να αποσπασθούν από τα γήϊνα, αλλ’ ήσαν προσδεδεμένοι εις αυτά. «Έως τίνος, έλεγε, τοις κοσμικοίς και προσκαίροις προσανέχετε; Έως πότε ου κατανοείτε τα υπέρ ημάς; Άφετέ με» να αποθάνω επί του σταυρού και ας μη με λύσει κανείς, διότι μου έχει δοθή ήδη ως κλήρος να εκδημήσω από του σώματος και να ενδημήσω προς τον Κύριον, μετά του οποίου έχω συσταυρωθή74.
Όταν δε κατέφθασεν ο Αιγεάτης απευθυνθείς και προς αυτόν ο Ανδρέας, είπεν: Ω ανθύπατε, διατί ήλθες εδώ και τι σκοπεύεις δι’ εμέ να κάμης; Ήλθες διά να με λύσης από τα δεσμά ταύτα περιμένων ίσως να με παρασύρης εις την πλάνην σου; Αλλ’ όχι. δεν θα με καταβιβάσης απ’ εδώ. Διότι και αν μου υποσχεθής όλα όσα έχεις, εγώ δεν θα πεισθώ εις σε. Διότι πάντα ταύτα είναι πρόσκαιρα και συντόμως μαζύ με σε θα εξαφανισθούν. Αλλ’ ούτε και αι απειλαί σου θα με μεταπείσουν. Εγώ απέρχομαι προς τον Κύριόν μου, μετά του οποίου θα συζήσω εις αιώνας ατελευτήτους.
Προς εκείνον πηγαίνω. προς αυτόν επείγομαι. «Ήδη γαρ τον Βασιλέα μου ορώ και προσκυνώ. Και λοιπόν ενώπιον αυτού παρίσταμαι, ένθα εισίν αι των αγγέλων ομόνοιαι, ένθα αυτός ο μόνος αυτοκράτωρ βασιλεύει, ένθα το φως άνευ νυκτός υπάρχει, ένθα τα άνθη ουδέποτε μαραίνονται, ένθα οδύνη ουδέποτε γινώσκεται ουδέ ηκούσθη όνομα λύπης, ένθα ευφροσύνη και αγαλλίασις τέλος ουκ έχουσα»75.
Εν τω μεταξύ ο ανθύπατος ίστατο «εννεός και τρόπον τινά εξεστηκώς». Επειδή όμως ολόκληρον το συρρεύσαν πλήθος εθορύβει και εκραύγαζεν αξιούν την αποδέσμευσιν και απελευθέρωσιν του αποστόλου, επροχώρησεν ούτος προς τον σταυρόν με την πρόθεσιν να λύση τον επ’ αυτού κρεμάμενον. Αλλ’ ο απόστολος «μετά φωνής μεγάλης ατενίσας εις τον ουρανόν, είπε: Μη επιτρέψης, Δέσποτα, εμέ τον επί ξύλου αναρτηθέντα πάλιν λυθήναι76. «Μη παραχωρήσης, Κύριε, τον σον θεράποντα από σου χωρισθήναι. καιρός γάρ εστιν, ίνα αποδοθή τη γη το σώμα μου» και ίνα προστάξης, όπως έλθω εις σε. «Συ ο ζωήν αιώνιον διδούς, ο διδάσκαλός μου ον αγάπησα, ον εν τούτω τω σταυρώ καθομολογώ, δέξαι με, Δέσποτα. και καθώς εγώ ομολογών υπήκουσά σοι, ούτως άρτι επάκουσόν μου και πριν ή το σώμα μου από του σταυρού καταβή, προσλαβού με προς σε»77. «Ιησού Χριστέ, ον είδον, ον φιλώ, εν τω οποίω ειμί και έσομαι, δέξαι με εν ειρήνη εις τας αιωνίους σου σκηνάς. Και ταύτα ειπών και πλείον δοξάσας παρέδωκε το πνεύμα»78.
Τα μετά τον θάνατον του αποστόλου και τα κατά την οικτράν αυτοκτονίαν του Αιγεάτου
«Μετά την έξοδον του μακαριωτάτου Ανδρέου του αποστόλου η Μαξιμίλλα», αδιαφορήσασα όλως προς τους τυχόν δυσμενώς έχοντας και προς τον Αιγεάτην επιδιώκοντας να αρέσωσι κόλακας, συνοδευομένη και υπό του Στρατοκλέους «έλυσε το λείψανον και μετ’ ευλαβείας καθείλεν από του σταυρού το σώμα του μακαρίου πρωτοκλήτου». Περί την εσπέραν δε, αφού προηγουμένως ηυτρέπισε και μετά αρωμάτων πολυτίμων ήλειψεν αυτό, έθαψε τούτο «εν τω ιδίω αυτής μνημείω»79 «πλησίον του αιγιαλού»80.
Και ήλπισε μεν ο Αιγεάτης, ότι η προσφιλής του Μαξιμίλλα θα εκάμπτετο από την συμπάθειαν, την οποίαν ο ίδιος εξεδήλωσε προς τον απόστολον κατά τας τελευταίας του στιγμάς και από την διάθεσιν, την οποίαν επέδειξε να καταβιβάση αυτόν από τον σταυρόν.
Αλλ’ η Μαξιμίλλα, αφού επετέλεσε το ύστατον προς το σεπτόν λείψανον του αποστόλου καθήκον, παρέμεινε «κατάκλειστος»81 εν οικίσκω τινί εγγύτατα του τόπου, όπου ο τάφος του πανενδόξου Πρωτοκλήτου και εις ουδεμίαν εδέχθη να έλθη προς τον Αιγεάτην επικοινωνίαν. «Ως δε ουκ ίσχυσεν αυτήν ο ανθύπατος πειθήνιον αυτώ καταστήσαι82, καταληφθείς υπό μανίας και εις «απόγνωσιν παντελή περιπεσών»83, καθ’ ον χρόνον βαθείαν και ήσυχος εφηπλούτο η νύξ, αναστάς και διαφυγών την προσοχήν πάντων των εν τω πραιτωρίω «έρριψεν εαυτόν αφ’ ύψους μεγάλου»84 και «εν μέση αγορά της πόλεως κυλιόμενος εξέπνευσε»85. Τοιούτον επεφυλάσσετο τέλος εις τον οικτρόν ανθύπατον, όστις μη αποκτήσας απόγονον εκ της Μαξιμίλλης, αφήκε μόνον κληρονόμον της μεγάλης περιουσίας αυτού τον αδελφόν του Στρατοκλή, επίσκοπον Πατρών υπό του ενδόξου αποστόλου κατασταθέντα. Και έλαβε μεν πρόνοιαν ο Στρατοκλής, ίνα ταφή το πτώμα του οικτρώς τελευτήσαντος τον βίον αδελφού του, αποστείλας «τους παίδας αυτού και ειρηκώς αυτοίς όπως μεταξύ των βιαίως αποθανόντων θάψωσιν αυτόν»86. Αλλ’ εκ της καταληφθείσης αυτώ κληρονομίας «ουδέν εζήτησε, λέγων: Ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός ω πεπίστευκα», ας μη παραχωρήση να λάβω από τα αγαθά του αδελφού μου, «ίνα μη μολύνη με το κατάκριμα αυτού, όστις τον απόστολον του Κυρίου ετόλμησε»87 να φονεύση. Εις εμέ δε είθε να είναι «εις μόνος φίλος και μερίς και κλήρος αναφαίρετος», «ο Χριστός και Σωτήρ, εις ον και πεπίστευκα και εύχομαι συμμέτοχος αυτού αναδειχθήναι εν τη αγήρω και ατελευτήτω βασιλεία»88.
Χρονολογικοί καθορισμοί και εικασίαι
Πάσαι αι πηγαί ημών89, καθώς και πάντα τα Μαρτυρολόγια της τε Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας ομοφώνως ορίζουν ημέραν του θανάτου του αποστόλου και εορτασμόν της μνήμης του την τριακοστήν Νοεμβρίου. Παραμένει όμως άγνωστον το έτος, κατά το οποίον έλαβε χώραν το μαρτύριον. Και αναγράφεται μεν εις τας Περιόδους90, ότι αυτοκράτωρ, προς τον οποίον επρόκειτο να εμφανισθή ο Αιγεάτης κατά την μετάβασίν του εις Ρώμην, ήτο ο Νέρων, εφ’ όσον όμως εις τας αυτάς Περιόδους παρέχεται η είδησις, ότι ο απόστολος Ανδρέας διελθών εξ Εφέσου, συνήντησεν εκεί τον Ιωάννην, το έτος του μαρτυρίου του Πρωτοκλήτου δέον να τοποθετηθή βραδύτερον. Διότι ο Ιωάννης εγκατεστάθη εις την Έφεσον πιθανώτατα επί Δομετιανού. Πάντως εάν δεχθώμεν, ότι επί Νέρωνος συνέβη το μαρτύριον του Πρωτοκλήτου, πρέπει να τοποθετήσωμεν αυτό μετά το μαρτύριον των δύο κορυφαίων αποστόλων, Πέτρου και Παύλου, και κατά τους τελευταίους μήνας της αυτοκρατορίας του Νέρωνος.
Εξ άλλου η παράδοσις περί χρησιμοποιήσεως χιαστού σταυρού (Χ). Κατά την εκτέλεσιν της επιβληθείσης εις τον Πρωτόκλητον ποινής, είναι πολύ μεταγενεστέρα, προερχομένη εκ της Δύσεως και μόλις αναγομένη εις τον ΙΒ’ ή ΙΓ’ αιώνα91. Εις παλαιοτέρας εικόνας ο απόστολος παρίσταται, όπως και οι λοιποί απόστολοι, άνευ σταυρού, μετά επιβλητικής φυσιογνωμίας, ενίοτε φέρων στέφανον, όπως εις το αναγόμενον εις τον Ε’ αιώνα μωσαϊκόν το εν τω Ναώ του Αγίου Ιωάννου της Ραβέννης, και άλλοτε κρατών ελιτάριον, ως εν μωσαϊκώ από του Θ’ αιώνος χρονολογουμένω, όπου συγκαταλέγεται εις τον όμιλον των τριών ηγαπημένων μαθητών, του Πέτρου, του Ιακώβου και του Ιωάννου92.
http://dosambr.wordpress.com/2010/11/29/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%83-%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%83-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CF%81/
Ο απόστολος ενώπιον του Αιγεάτου
Απολέσας ο Αιγεάτης πάσαν ελπίδα περί του ότι η Μαξιμίλλα θα μετεπείθετο, κατ’ αυτής μεν δεν ετόλμα να ενεργήση τι, φοβηθείς «τους γονείς αυτής, δυνατούς όντας» να υπερασπισθώσι την θυγατέρα αυτών κατά της οργής του47. Ολόκληρος διά τούτο η λύσσα εξέσπασε κατά του αποστόλου Ανδρέου, τον οποίον εθεώρει υπαίτιον της οικογενειακής δυστυχίας αυτού. Διέταξε λοιπόν να προσαχθή ο απόστολος ενώπιόν του και χωρίς να θίξη την κυρίαν αιτίαν, δια την οποίαν είχε φυλακίσει και επρόκειτο ήδη να δικάση αυτόν, διετύπωσε κατ’ αυτού την κατηγορίαν ότι διέδιδε θρησκείαν, την οποίαν «οι Ρωμαίοι βασιλείς εξαφανίσαι εκέλευσαν». Ο Ιησούς, τον οποίον συ τολμάς να κηρύττης, είπεν στον απόστολον ο Αιγεάτης, απεδοκιμάσθη και απο αυτούς τους συμπατριώτας αυτού και όταν εδίδασκεν αυτά, τα οποία και συ τώρα επαναλαμβάνεις, «τω ξύλω του σταυρού προσήλωσαν» αυτόν οι Ιουδαίοι48.
Ω, εάν ήξευρες, ποίον μυστήριον εγκρύπτεται εις τον σταυρικόν θάνατον του Κυρίου μου και από ποίαν αγάπην δι’ όλον το ανθρώπινον γένος εδέχθη με όλην την θέλησίν Του, εκουσίως και όχι ακουσίως να παραδώση τον εαυτόν Του εις τον σταυρικόν θάνατον! Απεκρίθη ο Ανδρέας49.
Τι λέγεις! απήντησεν ο Αιγεάτης. Όταν «παρά του εαυτού μαθητού προδοθείς και υπό των Ιουδαίων συλληφθείς Πιλάτω τω ηγεμόνι προσήχθη» και σύμφωνα με την αίτησιν των Ιουδαίων «υπό των του ηγεμόνος στρατιωτών προσηλώθη επί του σταυρού», πώς συ διϊσχυρίζεσαι ότι «εκουσίως του σταυρού το ξύλον» απεδέχθη και μόνος του παρέδωκε τον εαυτόν του να σταυρωθή;50.
Αλλ’ εγώ ήμην μαζί Του εξ αρχής, απήντησεν ο απόστολος. Και δύναμαι να βεβαιώσω εξ αμέσου αντιλήψεως, ότι εκουσίως παρεδόθη εις τον θάνατον. Διότι πολύ προτού να συλληφθή, μας προανήγγειλεν ότι θα εσταυρώνετο διά την σωτηρίαν των ανθρώπων, εγνώριζε δε ποίος από τους μαθητάς Του θα επρόδιδεν αυτόν και επί πλέον είχε καιρόν και ηδύνατο να αποδράση και μη συλληφθή από τους Ιουδαίους. Μολονότι δε ήξευρε καλά, ότι ο προδότης μαθητής επρόκειτο μετ’ ολίγον να οδηγήση τους Ιουδαίους διά να τον συλλάβουν, όχι μόνον δεν απεκρύβη, αλλά μετέβη εις τον τόπον, εις τον οποίον συνήθιζε να πηγαίνη και τον οποίον εγνώριζε καλά και ο Ιούδας51.
Επί τέλους, ανέκραξεν ο Αιγεάτης. είτε εκουσίως είτε ακουσίως, ομολογείς και συ ο ίδιος ότι εσταυρώθη και εθανατώθη ως κακούργος με θάνατον ατιμωτικόν.
Αλλ’ είπον, αντιπαρετήρησεν ο απόστολος, ότι «μέγα εστί το μυστήριον του σταυρού» και αν έχης την διάθεσιν να ακούσης, λίαν ευχαρίστως θα σου ωμίλουν περί τούτου.
Ο σταυρικός θάνατος, απήντησεν ο Αιγεάτης, δεν δύναται να αποκληθή μυστήριον. Είναι κόλασις και τιμωρία σκληρά. Εν τούτοις εγώ με υπομονήν πολλήν θα σε ακούσω. Εάν όμως δεν με πείσης, τότε οφείλεις να υπακούσης και να πειθαρχήσης εις εμέ, διότι άλλως «αυτό το του σταυρού μυστήριον εν σεαυτώ αναδέξει»52 και ωρισμένως θα σταυρωθής και συ, όπως ο διδάσκαλός σου.
Εάν εφοβούμην το ξύλον του σταυρού, απεκρίθη ο Πρωτόκλητος, δεν θα εκήρυττα «την δόξαν του σταυρού». Λόγω δε της πίστεώς μου εις τον επί του ξύλου του σταυρού αποθανόντα Κύριόν μου, δεν φοβούμαι «του θανάτου την τιμωρίαν. Ο γαρ των αμαρτωλών θάνατος πονηρός»53.
Ακριβώς δε δι’αυτό θέλω να ακούσης «το του σταυρού μυστήριον», μήπως πιστεύσης και σύ και δεν απολέσης την ψυχήν σου. Προχωρών δε ο απόστολος ήρχισε να ομιλή προς τον Αιγεάτην περί παραβάσεως του Αδάμ και του επακολουθήσαντος εις ολόκληρον το ανθρώπινον γένος θανάτου, προς απελευθέρωσιν από του οποίου «αναγκαίον υπήρχεν, ίνα εκ της αμωμήτου παρθένου ο του Θεού νέος τέλειος άνθρωπος γεννηθή και διά ξύλου του σταυρού το ξύλον της επιθυμίας αποκλείση»54.
Μη δυνάμενος ο Αιγεάτης να παρακολουθήση, λόγω της παχυλότητας της διανοίας αυτού, τας αληθείας ταύτας, διέκοψεν αποτόμως τον απόστολον και μετά φωνής τραχείας είπε προς αυτόν: Τους λόγους αυτούς φύλαξέ τους να τους είπης εις εκείνους, οι οποίοι σε πιστεύουν. Εγώ εν απαιτώ από σε: «όπως τοις παντοδυνάμοις θεοίς τας θυσίας προσενέγκης». Διότι αν δεν προσφέρης θυσίας εις τους θεούς μου, «εν αυτώ τω σταυρώ όνπερ επαινείς ραβδισθέντα σε προσπαγήναι προστάξω»55. Θα σε σταυρώσω όπως εσταυρώθη και ο διδάσκαλός σου.
Και διέταξε να οδηγηθή και πάλιν ο Πρωτόκλητος εις την φυλακήν παρέχων εις αυτόν προθεσμίαν μέχρι της επομένης, ίνα ωριμώτερον σκεφθή56. Ούτως ενεργών ο Αιγεάτης, ετήρει μεν τα προσχήματα φαινομενικής τινός αμεροληψίας και ψυχραίμου κρίσεως, εξήντλει δε και την τελευταίαν ελπίδα μεταστροφής του Πρωτοκλήτου και της Μαξιμίλλης.
Η εν φυλακή τελευταία νύξ του αποστόλου
Εν τω μεταξύ, καθ’ον χρόνον ο Πρωτόκλητος ευρίσκετο εγκάθειρκτος, λαός πολύς εκ των καθ’ όλην την επαρχίαν πιστών αλλά και άλλων τινών θαυμαστών απλώς του αποστόλου συρρεύσας προ του δεσμωτηρίου, εξεδήλωσε την διάθεσιν να βιαιοπραγήση μεν κατά του Αιγεάτου, να απελευθερώση δε τον απόστολον διαρρηγνύων τας θύρας της φυλακής. Πλην «ο μακάριος Ανδρέας τοιούτοις ρήμασιν ενουθέτησε λέγων»: Μη θελήσετε να διαταράξητε την ειρήνην της πόλεως και «στασιώδη και διαβολικήν ταραχήν» να εξεγείρετε. Διότι και «ο Κύριός μου, όταν παρεδόθη, μετά πάσης μακροθυμίας» συμπεριεφέρθη. «Ουκ εφιλονίκησεν, ουκ εκραύγασεν, ουδέν εν ταις πλατείαις ήκουσέ τις αυτού κραυγάζοντος. Έχετε ουν και υμείς ησυχίαν και ειρήνην και μη το εμόν μαρτύριον εμποδίσητε». Τουναντίον, όσοι από σας είσθε πιστοί, ετοιμασθήτε ίνα αναδειχθήτε αθληταί του Κυρίου και κατανικήσητε με ανδρειότητα ψυχής τας απειλάς των ειδωλολατρών, εις τας τυχόν δε κακοποιήσεις επιδείξητε ακατάβλητον υπομονήν. Οτιδήποτε και αν πάθωμεν εις τον παρόντα βίον, είναι πρόσκαιρον και παροδικόν και δεν πρέπει να φοβούμεθα αυτό. Την τιμωρίαν εκείνην πρέπει να φοβούμεθα, η οποία είναι ατελείωτος και αιωνία. Των ανθρώπων ο φόβος ομοιάζει προς καπνόν, ο οποίος όσον γρήγορα διεγείρεται, τόσον γρήγορα και εξαφανίζεται.
Ωσαύτως και οι σωματικοί πόνοι, τους οποίους ενδέχεται να υποφέρωμεν από τους βασανιστάς μας. Άλλοι από αυτούς είναι ελαφροί και εύκολα κανείς δύναται να τους υποφέρη. Άλλοι είναι βέβαια βαρύτεροι, αλλά πολύ γρήγορα επιφέρουν τον θάνατον και συμπαρέρχονται μετ’ αυτού. Εκείνοι οι πόνοι και εκείναι αι οδύναι είναι αιώνιοι και ατελεύτητοι. Και εκεί υπάρχουν οι συνεχείς «κλαυθμοί και οιμωγαί και ατελεύτητος βάσανος», τας οποίας ο Αιγεάτης δεν φοβείται, διότι δεν τας γνωρίζει ούτε τας φαντάζεται. «Γίνεσθε λοιπόν μάλλον έτοιμοι προς τούτο, όπως διά των προσκαίρων θλίψεων προς τας αιωνίους αναπαύσεις καταντήσητε και Χριστώ συμβασιλεύσητε»57.
Διά τούτων και άλλων τοιούτων λόγων ο θείος Απόστολος επέβαλε την τάξιν και αποκαταστήσας την ειρήνην, εξηκολούθησεν είτα ηρέμως και μετά πολλής γαλήνης να απευθύνη εις τους πλημμυρούντας το δεσμωτήριον και τους περί αυτού χώρους πιστούς τας τελευταίας του υποθήκας. Η σκοτεινή εκείνη φυλακή με τα συνεχόμενα προς αυτήν διαμερίσματα, μετεβλήθη τότε εις ναόν και εις κλίμακα μετάρσιον, αναβιβάζουσα τους πάντας εις αυτόν τον ουρανόν. Μετά των νουθεσιών του αποστόλου συνεδέθησαν και ύμνοι ιεροί, επηκολούθησε δε καθ’ ώρας νυκτερινάς και η τέλεσις θείας Ευχαριστίας, κατά την οποίαν ο απόστολος ιδίαις χερσί καθαγιάσας τον άγιον άρτον και το καινόν ποτήριον, «μετέδωκεν εις τους παρόντας των αχράντων και αθανάτων του Χριστού Μυστηρίων». Και το σημαντικώτερον διά την εκκλησίν των Πατρών, «τον Στρατοκλή τη των χειρών επιθέσει της αρχιερωσύνης ηξίωσε, χειροτονήσας υπ’ αυτόν ιερείς και λευΐτας»58. Συγκροτήσας ούτω και συμπληρώσας τον οργανισμόν της εν Πάτραις εκκλησίας ο θείος απόστολος «και ασπασάμενος άπαντας εν αγίω φιλημάτι, απέλυσεν αυτούς εν ειρήνη».
Καταδίκη του αποστόλου εις τον διά σταυρού θάνατον
Εν τω μεταξύ ο Αιγεάτης, πληροφορηθείς τα συμβάντα της νυκτός, ηρεθίσθη περισσότερον και λίαν πρωΐ διέταξε να αχθή ο θείος απόστολος ενώπιόν του. Και «καθίσας επί του βήματος είπεν»: Ενόμιζα, ότι κατά την νύκτα θα εκυριάρχουν παρά σοι ωριμώτεραι και φρονιμώτεραι σκέψεις, ώστε να αποβάλης την μωρίαν του κηρύγματος περί του εσταυρωμένου Θεού σου και να μη στερηθής της ζωής. Σύ όμως εξακολουθείς να επιμένης ανοήτως και βλακωδώς.
Διότι πράγματι βλακεία και ανοησία είναι να θεωρής ως Θεόν έναν άνθρωπον, ο οποίος εδείχθη τόσον ασθενής εις τους εχθρούς του, ώστε δεν ημπόρεσεν ουδ’ επ’ ελάχιστον να αντισταθή εις αυτούς και να προτιμάς χάριν αυτού να έλθης και συ «προς το του σταυρού πάθημα» και να παραπέμψης «εαυτόν ποιναίς και πυραίς αισχίσταις». Διά τελευταίαν λοιπόν φοράν σε καλώ να προσφέρης σπονδήν εις τους θεούς, «όπως ούτοι οι υπό σου απατηθέντες λαοί εγκαταλείψωσι την ματαιότητα της σης διδασκαλίας και προσκομίσωσι και αυτοί σπονδάς τοις θεοίς59. Διότι «ουδεμία πόλις απέμεινεν εν τη Αχαΐα», εις την οποίαν να μη εγκατελείφθησαν και να μη ηρημώθησαν τα ιερά των θεών. Πρέπει λοιπόν τώρα «διά σου και πάλιν» να ανανεωθή το προς τους θεούς σέβας. Εάν όμως δεν συμμορφωθής προς εκείνο, το οποίον αξιώ παρά σου, θα υποστής «διάφορα κολαστήρια και μετά ταύτα», αφού αναρτηθής επί του ξύλου του σταυρού, το οποίον τόσο επαινείς, θα εκλείψης διαπαντός60.
Σου ωμίλησα έως τώρα μειλιχίως, απήντησεν ο απόστολος Ανδρέας, ελπίζων ότι θα ήτο δυνατόν να μεταπεισθής και να ελκυσθής εις την αλήθειαν. Βλέπων όμως ήδη, ότι επιμένεις εις την πλάνην και ότι εξακολουθείς να νομίζης, ότι θα με εκφοβίσης δια των απειλών σου, σου λέγω καθαρά. παν ό,τι θεωρείς ως χειρότερον από τα κολαστήρια και βασανιστήριά σου, είσαι ελεύθερος να το μεταχειριθής κατ’ εμού. Θα υπομείνω τούτο καρτερικώς, διότι έχω την πεποίθησιν, ότι όσον χειρότερα υποστώ υπέρ της ομολογίας του ονόματος του Κυρίου μου και του Βασιλέως μου, τόσον περισσότερον θα ευαρεστήσω αυτόν.
Τότε οργισθείς ο ανθύπατος Αιγεάτης, διέταξε να κακοποιηθή ο απόστολος του Χριστού διά βασανιστηρίων και να δαρή σκληρώς. Τούτου γενομένου, προσήχθη και πάλιν προ του Αιγεάτου, όστις και πάλιν προέτρεψεν αυτόν, ίνα θυσιάση εις τα είδωλα.
Άκουσόν μου Ανδρέα, είπεν ο ανθύπατος. και μεταπείσθητι από την τρελλήν απόφασίν σου, η οποία σε ωθεί εις την έκχυσιν του αίματός σου. Σου επαναλαμβάνω διά τελευταίαν φοράν, εάν δεν θελήσης να με υπακούσης, θα σε κρεμάσω εις το ξύλον του σταυρού και θα αποθάνης εκεί οικτρώς.
Ο άγιος Ανδρέας τότε απήντησεν ως εξής: «Εγώ δούλος του Χριστού τυγχάνω και συνεπώς όχι μόνον δεν δειλιώ, αλλά και επιθυμώ το τρόπαιον του σταυρού. Πρόσεξε όμως συ, μήπως εμπέσης εις την αιώνιαν βάσανον και τιμωρίαν, την οποίαν μόνον εάν πιστεύσης εις τον Χριστόν, θα δυνηθής να διαφύγης. «Εγώ περί της σης απωλείας θλίβομαι και περί της εμής παθήσεως ου συνταράσσομαι». Διότι το πάθημα και βασανιστήριον, το οποίον μου ετοιμάζεις, «μιας ημέρας διάστημα καταλαμβάνει ή δύο το πολύ. Ο δε σος βασανισμός εις ατελευτήτους αιώνας» θέλει διαρκέσει61.
Τότε ο Αιγεάτης διέταξε να αναρτηθή ο απόστολος επι του σταυρού. Προς τον σκοπόν δε του να παραταθή το μαρτύριόν του, παρήγγειλεν ίνα μη καρφωθή, αλλά να τεντωθή πολύ το σώμα του και να προσδεθούν σφιγκτά αι χείρες και οι πόδες του επί του σταυρού, ώστε να παραμείνη κρεμάμενος επ’ αυτού όσον το δυνατόν περισσοτέρας ημέρας.
Επί την οδόν την άγουσαν εις τον τόπον του μαρτυρίου
Επί τω ακούσματι της αποφάσεως και των παραγγελιών τούτων του Αιγεάτου, ανεσκίρτησεν ο απόστολος και χαίρων ήρχισε να βαδίζη κατεσπευσμένως, υπό συνοδείαν στρατιωτών, προς τον τόπον του μαρτυρίου. Καθ’ οδόν όμως αρκετοί εκ των εις Χριστόν επιστραφέντων και άλλων συμπαθούντων τον απόστολον, έχοντες μεθ’ εαυτών και τον Στρατοκλή, εσταμάτησαν το στρατιωτικόν απόσπασμα και οι ζωηρότεροι εξ αυτών απεπειράθησαν να μετέλθωσι βίαν και να απελευθερώσωσι τον απόστολον.
Αλλ’ ο εν πάσι μιμητής του Κυρίου του Πρωτόκλητος απευθυνόμενος προς τούτους και ιδιαιτέρως προς τον Στρατοκλή, είπε. «Μη τέκνον μου Στρατοκλή. Ου βούλομαί σε τοιούτον είναι πώποτε, αλλ’ επιεική, πράον, ταπεινόφρονα, μη αποδίδοντα κακόν αντί κακού, ενθυμούμενον τον λόγον του Κυρίου του ειπόντος. Εάν τις σε ραπίση εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την αριστεράν. Και ημείς, αδελφοί, επακολουθήσωμεν»62 άνευ αντιστάσεώς τινος εις αυτούς, οι οποίοι μας σύρουν εις το μαρτύριον διά τον Κύριον. Ας νεκρώσωμεν τον εξωτερικόν μας άνθρωπον και ας σπουδάσωμεν να ανανεώσωμεν τον εσωτερικόν μας άνθρωπον και να αναπτερώσωμεν αυτόν προς τον Θεόν, προς τον οποίον υπάρχει. ολόκληρος η αγάπη μας. Ταύτα και άλλα περισσότερα τούτων έλεγε προς τον Στρατοκλή και τους μετ’ αυτού προχωρών και σπεύδων προς τον τόπον του μαρτυρίου του.
Ο Πρωτόκλητος προ του σταυρού
Όταν ο απόστολος έφθασεν εις τον τόπον, όπου ήτο εμπεπηγμένος «ο σταυρός προς το χείλος της θαλάσσιας ψάμμου», αφήσας οπίσω του όλους, επλησίασε προς τον σταυρόν και λέγει αυτώ ως εμψύχω μετά φωνής ισχυράς: «Χαίροις, ω σταυρέ, ότι συ χαράς και αγαλλιάσεως παντί τω γένει των ανθρώπων εγένου πρόξενος διά του εν σοι σαρκικώς παγέντος Θεού Λόγου»63. «Χαίροις, ω σταυρέ, ο εκ των μελών του Χριστού ωσεί μαργαρίταις κοσμηθείς»64.«Χαίροις, ω σταυρέ, το ζωηφόρον και τρισόλβιον όπλον του επί του τανυθέντος Χριστού και σώσαντος εμέ τον άνθρωπον. Χαίροις, σταυρέ, δι’ ου ο ληστής παράδεισον ώκησεν και τα χερουβείμ» τα φυλάττοντα την είσοδον αυτού, υπεχώρησαν απ’ αυτής και αφήκαν ταύτην ελευθέραν. «Χαίροις, σταυρέ, δι ού το γένος των ανθρώπων το πρώτον απολαμβάνει και αρχαίον αξίωμα»65. «Ω αγαθέ σταυρέ, ο ευπρέπειαν και ωραιότητα εκ των μελών του Κυρίου δεξάμενος, επί πολύ επιπόθητε και σπουδαίως επιθυμητέ και εκτενώς επιζητούμενε, λάβε με από των ανθρώπων και απόδος με τω διδασκάλω μου»66. Αν και είμαι «ανάξιος του Δεσπότου δούλος, υψούμαι» επί σου διά να γίνω κοινωνός εις το πάθος αυτού και διά να συμμετέχω «της αυτού αϊδιότητος»67.
«Και ταύτα ειπών ο μακάριος Ανδρέας εστώς επί της γης» και με το βλέμμα προσηλωμένον επί του σταυρού «εξέδυσεν εαυτόν» και παρέδωκε «τα ιμάτια αυτού» εις τους δημίους. Προτρέψας δε και πάλιν τα παριστάμενα πλήθη να μη αντιτάξουν αντίστασίν τινά, εκάλεσε τους δημίους να συμμορφωθούν προς τας διαταγάς του Αιγεάτου.
Ο Πρωτόκλητος προσδεδεμένος επί του ξύλου
Όταν ο Πρωτόκλητος προσεκάλεσε τους δημίους, προσήλθον ούτοι και περιωρίσθησαν εις το να προσδέσουν σφιγκτά επί του σταυρού τας μασχάλας και τούς πόδας του, χωρίς να διατρυπήσουν αυτούς, ούτε και τας χείρας, αλλ’ ούτε και να κατακόψουν τας κλειδώσεις των αγκώνων και των γονάτων. Διά της τοιαύτης προσδέσεως ο Αιγεάτης ήθελεν, ως είπομεν, περισσότερον να βασανίση τον απόστολον, ανέμενε δε, ότι κατά την διάρκειαν της νυκτός θα κατετρώγετο ζωντανός από τους κύνας68.
Όταν δε το παριστάμενον πλήθος είδεν, ότι δεν εκαρφώθη, άλλά μόνον προσεδέθη επί του σταυρού, ευθύς ως απεμακρύνθησαν οι δήμιοι, επλησίασαν προς τον σταυρόν περιμένοντες, ότι θα ήκουον παρά του αποστόλου ωφέλιμόν τι. Πράγματι δε ούτος, όταν είδε τα πλήθη να πλησιάζουν, εσήκωσε προς αυτά την κεφαλήν μετά μειδιάματος εις τα χείλη. Οπότε ο Στρατοκλής αποτεινόμενος προς αυτόν, είπε: «Τι μειδιάς, δούλε του Θεού Ανδρέα; Ο γέλως σου» προκαλεί εις ημάς δάκρυα και κλαυθμούς, «ότι σου στερούμεθα»69.
«Και ο μακάριος Ανδρέας αυτώ απεκρίνατο: Να μη γελάσω, «τέκνον μου Στρατοκλή» διά την κενήν και ματαίαν «ενέδραν του Αιγεάτου», με την οποίαν εφαντάσθη προσδένων με εις τον σταυρόν και επιβραδύνων τον θάνατόν μου, ότι θα με βασανίση περισσότερον; Δεν ημπορεί ο ταλαίπωρος να εννοήση, ότι η αγάπη μου προς τον Χριστόν μου καθιστά ευπρόσδεκτον οποιανδήποτε τιμωρίαν και μεταβάλλει οιανδήποτε βάσανον εις τρυφήν και αγαλλίασιν.
Και απευθυνόμενος εν συνεχεία προς τον λαόν είπε:
«Άνδρες οι ενταύθα παρεστώτες, γυναίκες και παίδες, πρεσβύται και νέοι, δούλοι και ελεύθεροι, ακούσατέ μου»70. Μη παρασύρεσθε από την απάτην του παρόντος βίου, αλλά παρακινούμενοι από το παράδειγμα εμού, ο οποίος πρόκειται μετ’ ολίγον να χωρισθώ από το σώμα τούτο, όπερ κρέμαται ήδη διά τον Χριστόν, καταφρονήσατε τα βδελυκτά είδωλα, «προσδράμετε τη αληθεί λατρεία του αψευδούς Θεού ημών και ποιήσατε εαυτούς ναόν άγιον», όπως κατοικήση εις τας καρδίας σας ο Χριστός «συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι και μονήν παρ’ υμίν ποιήση».
«Αποτάξασθε πάσας τας κοσμικάς επιθυμίας, αποτινάξασθε την ραθυμίαν και τον ζόφον από των καρδιών υμών και γίνεσθε καθαροί και τέλειοι, άμεμπτοι και ανεπίληπτοι τω καθαρώ Θεώ ημών. Αγνίσατε εαυτούς» ίνα κληρονομήσητε τα ουράνια αγαθά, των οποίων το κάλλος και την δόξαν ουδεμία φαντασία δύναται να συλλάβη71. «Και προετρέπετο πάντας διδάσκων ότι ουκ άξια τα παθήματα της προσκαίρου ταύτης ζωής προς την μέλλουσαν ανταμοιβήν της αιωνίου ζωής»72.
Εξέγερσις του πλήθους και θάνατος του αποστόλου
Επί τρία ολόκληρα ημερονύκτια παρέμεινεν ο θείος απόστολος κρεμάμενος επί του Σταυρού, χωρίς να μεταβληθή και χωρίς να παύση νουθετών και προτρέπων τα συρρέοντα προς αυτόν πλήθη. Όταν δε είδον, ότι και κατά την τέταρτην ημέραν εξηκολούθει να ζή ο απόστολος και την αυτήν να δεικνύει αντοχήν, ώρμησαν πάντες από συμφώνου προς τον Αιγεάτην και ευρόντες αυτόν καθήμενον επί του βήματος, ήρχισαν να φωνάζουν κατ’ αυτού λέγοντες:
«Κακή η κρίσις σου, ανθύπατε κακώς εδίκασας. Παράνομα τα δικαστήριά σου. αδίκως διοικείς την πάσαν Αχαΐαν. Τι ηδίκησεν ο ανήρ; Τι κακόν εποίησεν; Πάσα η πόλις θορυβείται. Πας ο δήμος ταράττεται. Πάντας ημάς λυπείς. Χάρισαι ημίν άνδρα θεοσεβή και ένθεον. Τέσσαρας ημέρας κρεμάμενος ζη». Χωρίς αυτός να φάγη τίποτε, με τους λόγους του μας εχόρτασεν όλους. Λύσε τον άνδρα από του σταυρού «και όλαι αι Πάτραι ειρηνεύομεν.Απόλυσον τον απόστολον και πάσα η Αχαΐα ελεηθήσεται»73.
Και κατ’ αρχάς μεν ο Αιγεάτης μετ’ αγερωχίας πολλής προσέβλεψε προς τον συρρεύσαντα λαόν και ένευσε εις αυτόν περιφρονητικώς να απομακρυνθή. Αλλ’ όταν το πλήθος ήρχισε να εξανίσταται και να δεικνύει απειλητικάς διαθέσεις, εξηναγκάσθη υπό το κράτος του φόβου του να σηκωθή από το βήμα του και να συναπέλθη μετ’ αυτού εις τον τόπον του μαρτυρίου, υποσχόμενος, ότι θα απέλυε τον μακάριον απόστολον. Εν τω μεταξύ προέτρεξαν τινές περιχαρείς φέροντες την χαρμόσυνον είδησιν άλλοι μεν προς την Μαξιμίλλαν και τον Στρατοκλή, οίτινες και έσπευσαν εκεί μετά της Ιφιδάμας, άλλοι δε προς τον απόστολον. Ενώ δε οι συρρεύσαντες χριστιανοί εξεδήλουν θορυβωδώς την χαράν των διά την επικειμένην απελευθέρωσιν του Πρωτοκλήτου, ούτος κατηφής ήρχισε να διαμαρτύρεται διά τας τοιαύτας εκδηλώσεις, παραπονούμενος, ότι οι υπ’ αυτού μαθητευθέντες παρά τα τόσα, άτινα ήκουσαν παρ’ αυτού, δεν είχον κατορθώσει ακόμη να αποσπασθούν από τα γήϊνα, αλλ’ ήσαν προσδεδεμένοι εις αυτά. «Έως τίνος, έλεγε, τοις κοσμικοίς και προσκαίροις προσανέχετε; Έως πότε ου κατανοείτε τα υπέρ ημάς; Άφετέ με» να αποθάνω επί του σταυρού και ας μη με λύσει κανείς, διότι μου έχει δοθή ήδη ως κλήρος να εκδημήσω από του σώματος και να ενδημήσω προς τον Κύριον, μετά του οποίου έχω συσταυρωθή74.
Όταν δε κατέφθασεν ο Αιγεάτης απευθυνθείς και προς αυτόν ο Ανδρέας, είπεν: Ω ανθύπατε, διατί ήλθες εδώ και τι σκοπεύεις δι’ εμέ να κάμης; Ήλθες διά να με λύσης από τα δεσμά ταύτα περιμένων ίσως να με παρασύρης εις την πλάνην σου; Αλλ’ όχι. δεν θα με καταβιβάσης απ’ εδώ. Διότι και αν μου υποσχεθής όλα όσα έχεις, εγώ δεν θα πεισθώ εις σε. Διότι πάντα ταύτα είναι πρόσκαιρα και συντόμως μαζύ με σε θα εξαφανισθούν. Αλλ’ ούτε και αι απειλαί σου θα με μεταπείσουν. Εγώ απέρχομαι προς τον Κύριόν μου, μετά του οποίου θα συζήσω εις αιώνας ατελευτήτους.
Προς εκείνον πηγαίνω. προς αυτόν επείγομαι. «Ήδη γαρ τον Βασιλέα μου ορώ και προσκυνώ. Και λοιπόν ενώπιον αυτού παρίσταμαι, ένθα εισίν αι των αγγέλων ομόνοιαι, ένθα αυτός ο μόνος αυτοκράτωρ βασιλεύει, ένθα το φως άνευ νυκτός υπάρχει, ένθα τα άνθη ουδέποτε μαραίνονται, ένθα οδύνη ουδέποτε γινώσκεται ουδέ ηκούσθη όνομα λύπης, ένθα ευφροσύνη και αγαλλίασις τέλος ουκ έχουσα»75.
Εν τω μεταξύ ο ανθύπατος ίστατο «εννεός και τρόπον τινά εξεστηκώς». Επειδή όμως ολόκληρον το συρρεύσαν πλήθος εθορύβει και εκραύγαζεν αξιούν την αποδέσμευσιν και απελευθέρωσιν του αποστόλου, επροχώρησεν ούτος προς τον σταυρόν με την πρόθεσιν να λύση τον επ’ αυτού κρεμάμενον. Αλλ’ ο απόστολος «μετά φωνής μεγάλης ατενίσας εις τον ουρανόν, είπε: Μη επιτρέψης, Δέσποτα, εμέ τον επί ξύλου αναρτηθέντα πάλιν λυθήναι76. «Μη παραχωρήσης, Κύριε, τον σον θεράποντα από σου χωρισθήναι. καιρός γάρ εστιν, ίνα αποδοθή τη γη το σώμα μου» και ίνα προστάξης, όπως έλθω εις σε. «Συ ο ζωήν αιώνιον διδούς, ο διδάσκαλός μου ον αγάπησα, ον εν τούτω τω σταυρώ καθομολογώ, δέξαι με, Δέσποτα. και καθώς εγώ ομολογών υπήκουσά σοι, ούτως άρτι επάκουσόν μου και πριν ή το σώμα μου από του σταυρού καταβή, προσλαβού με προς σε»77. «Ιησού Χριστέ, ον είδον, ον φιλώ, εν τω οποίω ειμί και έσομαι, δέξαι με εν ειρήνη εις τας αιωνίους σου σκηνάς. Και ταύτα ειπών και πλείον δοξάσας παρέδωκε το πνεύμα»78.
Τα μετά τον θάνατον του αποστόλου και τα κατά την οικτράν αυτοκτονίαν του Αιγεάτου
«Μετά την έξοδον του μακαριωτάτου Ανδρέου του αποστόλου η Μαξιμίλλα», αδιαφορήσασα όλως προς τους τυχόν δυσμενώς έχοντας και προς τον Αιγεάτην επιδιώκοντας να αρέσωσι κόλακας, συνοδευομένη και υπό του Στρατοκλέους «έλυσε το λείψανον και μετ’ ευλαβείας καθείλεν από του σταυρού το σώμα του μακαρίου πρωτοκλήτου». Περί την εσπέραν δε, αφού προηγουμένως ηυτρέπισε και μετά αρωμάτων πολυτίμων ήλειψεν αυτό, έθαψε τούτο «εν τω ιδίω αυτής μνημείω»79 «πλησίον του αιγιαλού»80.
Και ήλπισε μεν ο Αιγεάτης, ότι η προσφιλής του Μαξιμίλλα θα εκάμπτετο από την συμπάθειαν, την οποίαν ο ίδιος εξεδήλωσε προς τον απόστολον κατά τας τελευταίας του στιγμάς και από την διάθεσιν, την οποίαν επέδειξε να καταβιβάση αυτόν από τον σταυρόν.
Αλλ’ η Μαξιμίλλα, αφού επετέλεσε το ύστατον προς το σεπτόν λείψανον του αποστόλου καθήκον, παρέμεινε «κατάκλειστος»81 εν οικίσκω τινί εγγύτατα του τόπου, όπου ο τάφος του πανενδόξου Πρωτοκλήτου και εις ουδεμίαν εδέχθη να έλθη προς τον Αιγεάτην επικοινωνίαν. «Ως δε ουκ ίσχυσεν αυτήν ο ανθύπατος πειθήνιον αυτώ καταστήσαι82, καταληφθείς υπό μανίας και εις «απόγνωσιν παντελή περιπεσών»83, καθ’ ον χρόνον βαθείαν και ήσυχος εφηπλούτο η νύξ, αναστάς και διαφυγών την προσοχήν πάντων των εν τω πραιτωρίω «έρριψεν εαυτόν αφ’ ύψους μεγάλου»84 και «εν μέση αγορά της πόλεως κυλιόμενος εξέπνευσε»85. Τοιούτον επεφυλάσσετο τέλος εις τον οικτρόν ανθύπατον, όστις μη αποκτήσας απόγονον εκ της Μαξιμίλλης, αφήκε μόνον κληρονόμον της μεγάλης περιουσίας αυτού τον αδελφόν του Στρατοκλή, επίσκοπον Πατρών υπό του ενδόξου αποστόλου κατασταθέντα. Και έλαβε μεν πρόνοιαν ο Στρατοκλής, ίνα ταφή το πτώμα του οικτρώς τελευτήσαντος τον βίον αδελφού του, αποστείλας «τους παίδας αυτού και ειρηκώς αυτοίς όπως μεταξύ των βιαίως αποθανόντων θάψωσιν αυτόν»86. Αλλ’ εκ της καταληφθείσης αυτώ κληρονομίας «ουδέν εζήτησε, λέγων: Ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός ω πεπίστευκα», ας μη παραχωρήση να λάβω από τα αγαθά του αδελφού μου, «ίνα μη μολύνη με το κατάκριμα αυτού, όστις τον απόστολον του Κυρίου ετόλμησε»87 να φονεύση. Εις εμέ δε είθε να είναι «εις μόνος φίλος και μερίς και κλήρος αναφαίρετος», «ο Χριστός και Σωτήρ, εις ον και πεπίστευκα και εύχομαι συμμέτοχος αυτού αναδειχθήναι εν τη αγήρω και ατελευτήτω βασιλεία»88.
Χρονολογικοί καθορισμοί και εικασίαι
Πάσαι αι πηγαί ημών89, καθώς και πάντα τα Μαρτυρολόγια της τε Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας ομοφώνως ορίζουν ημέραν του θανάτου του αποστόλου και εορτασμόν της μνήμης του την τριακοστήν Νοεμβρίου. Παραμένει όμως άγνωστον το έτος, κατά το οποίον έλαβε χώραν το μαρτύριον. Και αναγράφεται μεν εις τας Περιόδους90, ότι αυτοκράτωρ, προς τον οποίον επρόκειτο να εμφανισθή ο Αιγεάτης κατά την μετάβασίν του εις Ρώμην, ήτο ο Νέρων, εφ’ όσον όμως εις τας αυτάς Περιόδους παρέχεται η είδησις, ότι ο απόστολος Ανδρέας διελθών εξ Εφέσου, συνήντησεν εκεί τον Ιωάννην, το έτος του μαρτυρίου του Πρωτοκλήτου δέον να τοποθετηθή βραδύτερον. Διότι ο Ιωάννης εγκατεστάθη εις την Έφεσον πιθανώτατα επί Δομετιανού. Πάντως εάν δεχθώμεν, ότι επί Νέρωνος συνέβη το μαρτύριον του Πρωτοκλήτου, πρέπει να τοποθετήσωμεν αυτό μετά το μαρτύριον των δύο κορυφαίων αποστόλων, Πέτρου και Παύλου, και κατά τους τελευταίους μήνας της αυτοκρατορίας του Νέρωνος.
Εξ άλλου η παράδοσις περί χρησιμοποιήσεως χιαστού σταυρού (Χ). Κατά την εκτέλεσιν της επιβληθείσης εις τον Πρωτόκλητον ποινής, είναι πολύ μεταγενεστέρα, προερχομένη εκ της Δύσεως και μόλις αναγομένη εις τον ΙΒ’ ή ΙΓ’ αιώνα91. Εις παλαιοτέρας εικόνας ο απόστολος παρίσταται, όπως και οι λοιποί απόστολοι, άνευ σταυρού, μετά επιβλητικής φυσιογνωμίας, ενίοτε φέρων στέφανον, όπως εις το αναγόμενον εις τον Ε’ αιώνα μωσαϊκόν το εν τω Ναώ του Αγίου Ιωάννου της Ραβέννης, και άλλοτε κρατών ελιτάριον, ως εν μωσαϊκώ από του Θ’ αιώνος χρονολογουμένω, όπου συγκαταλέγεται εις τον όμιλον των τριών ηγαπημένων μαθητών, του Πέτρου, του Ιακώβου και του Ιωάννου92.
http://dosambr.wordpress.com/2010/11/29/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%83-%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%83-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CF%81/