Μιὰ μάνα ἔχει τὸ μικρό της παιδὶ ἑτoιμoθάνατο (τά δύο πρῶτα ἔχουν ἤδη χαθεῖ, κατὰ τὴν ἐκτενῆ διήγηση). Τρέχει στούς δρόμους. Ὅποιον συναντᾶ, τὸν θερμοπαρακαλεῖ νά εὐχηθεῖ γιὰ τὸ παιδί της.
«Ἔτσι λοιπὸν καθὼς τρέχει μὲ τὴν καρδιά της κομμάτια ἀπὸ τὸν πόνο, συναντᾶ μιὰ ἑταίρα, ἡ ὀποία ἦταν πνιγμένη στὶς πολλὲς άμαρτίες καὶ εἶχε τὴν ζωή της σὲ περισσότερες ἀσωτεῖες σπαταλημένη.
Μόλις τήν εἶδε ἡ μάνα ἔριξε τό παιδί της, τὸ ὁποῖο ψυχορραγοῦσε, στὴν ἀγκαλιά αὐτῆς, γιατί ὀ βαθὺς πόνος τὴν τρέλαινε. Ἔπεσε στὰ πόδια της καὶ τὴν ἱκέτευσε νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό, γιὰ νὰ ἐλεήσει τὸ μικρό. Ἡ ἁμαρτωλὴ ἐκείνη ξαφνιασμένη σάστισε καὶ δὲν ἤξερε τί νά χάνει. Ἀπὸ τὴν μιά ἔβλεπε τὸ νήπιο σχεδὸν πεθαμένο, καὶ τὴν μητέρα του νὰ κυλιέται στὰ πόδια της καὶ νὰ μὴ σηκώνεται, κι ἀπ᾽ τὴν ἄλλη τὸν ἑαυτό της κατεγνωσμένο ἀπὸ τὰ πολλὰ ἁμαρτήματα καὶ στερημένο κάθε θάρρους πρὸς τὸν Θεό. Πιεζόμενη ὅμως ἀπὸ τὴν μητέρα τοῦ παιδιοῦ ἐστράφη πρὸς Ἀνατολὰς κι ἀφοῦ χτύπησε δυνατὰ μὲ τὰ χέρια τὸ στῆθος της εἶπε μὲ πολλὰ δάκρυα: «Κύριε, οὔκ εἰμι ἀξία ἀτενίσαι καὶ ἰδεῖν τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, οὐδὲ ὀνομάσαι τὸ ὄνομά σου τὸ ἔνδοξον διὰ τῶν χειλέων μου τῶν ἁμαρτωλῶν· ἀναξίαν γὰρ ἐμαυτὴν πεποίηκα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τοσαῦτά σε παροργίσασα τὸν ἀγαθὸν δεσπότην· ἀλλ᾽ ὅμως μιμουμένη τήν ποτέ σοι προσπεσοῦσαν πόρνην καὶ πταισμάτων ἄφεσιν κομισαμένην, προσπίπτω κἀγω καὶ δέομαι τὴν τῆς Φιλανθρωπίας σου στοργὴν ἐφ᾽ ἡμᾶς ἐπιβλύσαι. Ἐκείνη μὲν γὰρ ἡ πόρνη τῶν οἰκείων σφαλμάτων ᾐτεῖτο λύσιν, ἐγὼ δὲ τὰ πλήθη τῶν ἀμετρήτων μου κακῶν ἐπισταμένη οὐ τολμῶ στόμα διᾶραι καὶ τῶν ἀνομιῶν μου συγχώρησιν αἰτήσασθαι, ἀλλ᾽ ὑπὲρ τοῦ ἀμώμου νηπίου τούτου βιαζομένη ὑπὸ ταύτης τῆς δούλης σου, δέομαί σου τοῦ ζωοδότου καὶ πάντων σωτῆρος ζωὴν αὐτῷ παρασχεῖν· εἰ γὰρ ἐγὼ ἡ ὠμοτάτη καὶ ἀνελεήμων ἐλεῶ αὐτὸ καὶ συμπαθῶ, πόσῳ μᾶλλον σὺ ὁ φύσει συμπαθὴς καὶ ἐλεήμων ἐλεήσεις αὐτὸ καὶ οἰκτειρήσεις».
Τότε ὑπέρλαμπρο φῶς κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πάνω σ᾽ἐκείνη τὴν πόρνη καὶ στὸ ἑτοιμοθάνατο παιδὶ καὶ στὴν ὀδυρόμενη μητέρα του. Τὴν ἴδια ὥρα τὸ νήπιο ἀναζωογονήθηκε καὶ ἡ μάνα του ἐλευθερωμένη ἀπὸ τὴν ὀδύνη εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό. Κι ἐπιπλέον ἡ ἁμαρτωλὴ ἐκείνη γυναίκα κατάπληκτη ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ χύνοντας ποτάμια δάκρυα ἀπ᾽ τὰ μάτια της» …
Τὸ ανωτέρω ἀπόσπασμα δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ πρὸ 18 ἐτῶν στὴν «Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία» ἀπὸ ἀνέκδοτο ἁγιολογικὸ κείμενο. Διαβάζοντάς το ανωτέρω ΑΥΤΟΥΣΙΟ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀναμετρηθοῦμε μὲ τὴν συμβατικὴ θρησκευτικότητα καὶ τὴν πνευματικὴ ρηχότητα, ἡ ὁποία ροκανίζει τὴν σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν φαρισαϊκὴ ἀντίληψη τῆς «καθεστηκυῖας ἐλίτ», ἡ ὁποία ξεγελιέται ἀλλὰ καὶ ξεγελᾶ μὲ τὴν ἐπαγγελία ἤ, καλύτερα, μὲ τὸ καινούργιο “εὕρημα” τῆς «πολιτικῆς ἠθικῆς» (λὲς καὶ ἡ ἠθικὴ εἶναι μπακλαβάς ! Λὲς καὶ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀπὸ μόνη της μιὰ ξεκάρφωτη καὶ αὐτόνομη «πολιτικὴ ἠθικὴ» ξεκομμένη ἀπὸ τὴν συνολικὴ «ἠθικότητα» τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὡς κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ) καὶ τὴν γυαλιστερὴ ἐπίφαση τῆς ἀδιάφθορης γραφειοκρατίας.
Τὸ ανωτέρω ἀπόσπασμα δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ πρὸ 18 ἐτῶν στὴν «Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία» ἀπὸ ἀνέκδοτο ἁγιολογικὸ κείμενο. Διαβάζοντάς το ανωτέρω ΑΥΤΟΥΣΙΟ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀναμετρηθοῦμε μὲ τὴν συμβατικὴ θρησκευτικότητα καὶ τὴν πνευματικὴ ρηχότητα, ἡ ὁποία ροκανίζει τὴν σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν φαρισαϊκὴ ἀντίληψη τῆς «καθεστηκυῖας ἐλίτ», ἡ ὁποία ξεγελιέται ἀλλὰ καὶ ξεγελᾶ μὲ τὴν ἐπαγγελία ἤ, καλύτερα, μὲ τὸ καινούργιο “εὕρημα” τῆς «πολιτικῆς ἠθικῆς» (λὲς καὶ ἡ ἠθικὴ εἶναι μπακλαβάς ! Λὲς καὶ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀπὸ μόνη της μιὰ ξεκάρφωτη καὶ αὐτόνομη «πολιτικὴ ἠθικὴ» ξεκομμένη ἀπὸ τὴν συνολικὴ «ἠθικότητα» τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὡς κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ) καὶ τὴν γυαλιστερὴ ἐπίφαση τῆς ἀδιάφθορης γραφειοκρατίας.
http://christianvivliografia.wordpress.com«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ», τ. 71 (Α´ περ.), ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1992