Θὰ μιλήσουμε, ἀγαπητοί μου, γιὰ τοὺς ἁγίους Μακκαβαίους.
Εἶνε ἕνας ἀστερισμὸς μὲ ἐννέα ἀστέρια· τὸ ἕνα εἶνε ὁ διδάσκαλός τους Ἐλεάζαρος, τὸ δεύτερο ἡ μητέρα τους Σολομονή, καὶ τὰ ἄλλα ἑπτὰ εἶνε τὰ ἔξοχα παιδιὰ τῆς πολυτέκνου αὐτῆς οἰκογενείας.
Οἱ ἥρωες αὐτοὶ ἔζησαν τὸν 2ο π.Χ. αἰῶνα, σὲ ἐποχὴ ποὺ βασιλεὺς στὴ Συρία καὶ στὴν Ἰουδαία ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς διαδόχους τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ὁ Ἀντίοχος ὁ Ἐπιφανής (175-163 π.Χ.).
Αὐτός, φανατικὸς εἰδωλολάτρης, εἶχε μῖσος ἄσπονδο ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων, ποὺ τότε ἦταν οἱ μόνοι ποὺ πίστευαν στὸν ἀληθινὸ Θεό. Προσπάθησε μὲ ὅλα τὰ μέσα νὰ ξερριζώσῃ ἀπὸ τὶς καρδιές τους αὐτὴ τὴν πίστι, τὴν πίστι ποὺ εἶχε παραδώσει ὁ Μωυσῆς.
Ἔσφαξε, ἔσφαξε, σὰν ἄγριο θηρίο, ἀγριώτερο ἀπὸ τίγρι καὶ λιοντάρι. Ἕνα