Στενός, ἀγαπητοί μου, πολὺ στενός, ἦταν ὁ θρησκευτικὸς ὁρίζοντας, μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦσε ὁ ἀρχαῖος κόσμος, πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ.
Τὰ ἔθνη, ποὺ δημιουργήθηκαν μετὰ τὸν διασκορπισμὸ ποὺ προκάλεσε ὁ πύργος τῆς Βαβέλ, ἀντιλαμβάνονταν τὸ θεὸ ἢ τοὺς θεούς, ποὺ λάτρευαν κατὰ τόπους, σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, μέσα δηλαδὴ στὰ γνωστὰ σ᾽ αὐτοὺς μέτρα.
Δὲν μποροῦσαν νὰ σκεφτοῦν κατ᾽ ἄλλο τρόπο, ἡ σκέψι τους δὲν διέθετε ἄλλα περιθώρια.
Περιώριζαν τὸ θεῖο σὲ ὡρισμένους τόπους,
σὲ χώρους ποὺ μόνοι τους, μὲ ἀνθρώπινη ἔμπνευσι, εἶχαν συμφωνήσει καὶ εἶχαν καθιερώσει γιὰ τὴ λατρεία του.
Φαντάζονταν λοιπόν, ὅτι μόνο ἐκεῖ, στοὺς τόπους αὐτούς, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸ θεό του καὶ νὰ τὸν λατρεύσῃ.
Καὶ καλὰ οἱ εἰδωλολάτρες, ποὺ ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴ μυθολογία ἔπλαθαν τοὺς θεοὺς καὶ τὶς θεὲς κατὰ τὴν ἀφελῆ τους νοοτροπία καὶ ἀπέδιδαν σ᾽ αὐτοὺς ὅλες τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες.
Ἀλλὰ κι αὐτοὶ οἱ Ἰσραηλῖτες, ποὺ εἶχαν δεχτῆ κατὰ χάριν τὴν ἀποκάλυψι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, δὲν εἶχαν ξεφύγει ἀπὸ τὸν περιορισμὸ αὐτόν.
Στὰ χρόνια τῆς παλαιᾶς διαθήκης ὁ Κύριος ἄφηνε σκοπίμως τοὺς πιστούς του νὰ σκέπτωνται ἀκόμη ἔτσι.
Δὲν ἦταν ὥριμη ἡ ἀνθρώπινη ἀντίληψι νὰ δεχτῇ τὴν πλήρη ἀποκάλυψι.
Γι᾽ αὐτὸ στὸν Ἰσραήλ, γιὰ νὰ μὴ γλιστρήσῃ καὶ ἐπιστρέψῃ πάλι κι αὐτὸς στὴν εἰδωλολατρία τῶν γειτονικῶν του λαῶν, ὁ Θεὸς εἶχε ὁρίσει νὰ ὑπάρχῃ ἕνα κέντρο λατρείας, ἕνας ναὸς καὶ ἕνα θυσιαστήριο.
Ἀργότερα, στὰ χρόνια τῆς καινῆς διαθήκης, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, θὰ καταργοῦσε τοὺς περιορισμοὺς αὐτοὺς καὶ θὰ ἄνοιγε τὴ σκέψι τῶν πιστῶν στὴν πλήρη ἀλήθεια.
Τὰ ἔθνη, ποὺ δημιουργήθηκαν μετὰ τὸν διασκορπισμὸ ποὺ προκάλεσε ὁ πύργος τῆς Βαβέλ, ἀντιλαμβάνονταν τὸ θεὸ ἢ τοὺς θεούς, ποὺ λάτρευαν κατὰ τόπους, σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, μέσα δηλαδὴ στὰ γνωστὰ σ᾽ αὐτοὺς μέτρα.
Δὲν μποροῦσαν νὰ σκεφτοῦν κατ᾽ ἄλλο τρόπο, ἡ σκέψι τους δὲν διέθετε ἄλλα περιθώρια.
Περιώριζαν τὸ θεῖο σὲ ὡρισμένους τόπους,
σὲ χώρους ποὺ μόνοι τους, μὲ ἀνθρώπινη ἔμπνευσι, εἶχαν συμφωνήσει καὶ εἶχαν καθιερώσει γιὰ τὴ λατρεία του.
Φαντάζονταν λοιπόν, ὅτι μόνο ἐκεῖ, στοὺς τόπους αὐτούς, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸ θεό του καὶ νὰ τὸν λατρεύσῃ.
Καὶ καλὰ οἱ εἰδωλολάτρες, ποὺ ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴ μυθολογία ἔπλαθαν τοὺς θεοὺς καὶ τὶς θεὲς κατὰ τὴν ἀφελῆ τους νοοτροπία καὶ ἀπέδιδαν σ᾽ αὐτοὺς ὅλες τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες.
Ἀλλὰ κι αὐτοὶ οἱ Ἰσραηλῖτες, ποὺ εἶχαν δεχτῆ κατὰ χάριν τὴν ἀποκάλυψι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, δὲν εἶχαν ξεφύγει ἀπὸ τὸν περιορισμὸ αὐτόν.
Στὰ χρόνια τῆς παλαιᾶς διαθήκης ὁ Κύριος ἄφηνε σκοπίμως τοὺς πιστούς του νὰ σκέπτωνται ἀκόμη ἔτσι.
Δὲν ἦταν ὥριμη ἡ ἀνθρώπινη ἀντίληψι νὰ δεχτῇ τὴν πλήρη ἀποκάλυψι.
Γι᾽ αὐτὸ στὸν Ἰσραήλ, γιὰ νὰ μὴ γλιστρήσῃ καὶ ἐπιστρέψῃ πάλι κι αὐτὸς στὴν εἰδωλολατρία τῶν γειτονικῶν του λαῶν, ὁ Θεὸς εἶχε ὁρίσει νὰ ὑπάρχῃ ἕνα κέντρο λατρείας, ἕνας ναὸς καὶ ἕνα θυσιαστήριο.
Ἀργότερα, στὰ χρόνια τῆς καινῆς διαθήκης, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, θὰ καταργοῦσε τοὺς περιορισμοὺς αὐτοὺς καὶ θὰ ἄνοιγε τὴ σκέψι τῶν πιστῶν στὴν πλήρη ἀλήθεια.
Μὲ τοὺς Ἰσραηλῖτες στὸ σημεῖο αὐτὸ συνέπιπτε καὶ ἡ πίστι ὅσων προέρχονταν ἀπὸ αὐτούς, ὅπως ἦταν οἱ Σαμαρεῖτες. Καὶ οἱ Σαμαρεῖτες δηλαδή, παρὰ τὶς ἄλλες διαφορὲς ποὺ εἶχαν μὲ τοὺς Ἰουδαίους, πίστευαν κι αὐτοὶ ὅτι ἕνας μόνο συγκεκριμένος τόπος πρέπει νὰ ὑπάρχῃ γιὰ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Οἱ Σαμαρεῖτες εἶχαν τὸ ὄρος Γαριζίν, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν τὸ ναὸ τῶν Ἰεροσολύμων, ὅπως οἱ καὶ πρόγονοί μας ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν τὸν Ὄλυμπο καὶ ἄλλοι λαοὶ τοὺς ναούς των. Ὄχι ὅμως μόνο ὁ τόπος, ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἀρχαῖος κόσμος λάτρευε τὸ θεῖον, φανέρωνε πόσο περιωρισμένες καὶ ἀτελεῖς ἦταν οἱ ἀντιλήψεις του περὶ θεοῦ.
Πομπώδεις θρησκευτικὲς πανηγύρεις, ποικίλες θυσίες ζῴων καὶ καρπῶν, μὲ θορύβους καὶ μουσικὲς καὶ κρότους, μὲ καπνοὺς καὶ κνῖσες ποὺ γέμιζαν τὸν ἀέρα· γίνονταν ἀκόμη καὶ ἀνθρωποθυσίες, μέχρι καὶ ὄργια καὶ ἀκολασίες!
Νά μὲ ποιό τρόπο λάτρευαν οἱ ἀρχαῖοι τοὺς θεούς των. Ταλαίπωρος κόσμος!
Οἱ Σαμαρεῖτες εἶχαν τὸ ὄρος Γαριζίν, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν τὸ ναὸ τῶν Ἰεροσολύμων, ὅπως οἱ καὶ πρόγονοί μας ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν τὸν Ὄλυμπο καὶ ἄλλοι λαοὶ τοὺς ναούς των. Ὄχι ὅμως μόνο ὁ τόπος, ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἀρχαῖος κόσμος λάτρευε τὸ θεῖον, φανέρωνε πόσο περιωρισμένες καὶ ἀτελεῖς ἦταν οἱ ἀντιλήψεις του περὶ θεοῦ.
Πομπώδεις θρησκευτικὲς πανηγύρεις, ποικίλες θυσίες ζῴων καὶ καρπῶν, μὲ θορύβους καὶ μουσικὲς καὶ κρότους, μὲ καπνοὺς καὶ κνῖσες ποὺ γέμιζαν τὸν ἀέρα· γίνονταν ἀκόμη καὶ ἀνθρωποθυσίες, μέχρι καὶ ὄργια καὶ ἀκολασίες!
Νά μὲ ποιό τρόπο λάτρευαν οἱ ἀρχαῖοι τοὺς θεούς των. Ταλαίπωρος κόσμος!
* * *
Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, ἔρχεται καὶ θραύει τὰ δεσμὰ τῆς θρησκευτικῆς ἀμαθείας, διανοίγει εὐρὺ – εὐρύτατο τὸν ὁρίζοντα τῆς θρησκείας καὶ καλεῖ ὅλα τὰ ἔθνη ν᾽ ἀκούσουν τὴ φωνή του, αὐτὸ ποὺ λέει σήμερα στὴν Σαμαρείτιδα ἐκεῖ στὸ φρέαρ τῆς Συχάρ· «Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω. 4,24).
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ ἔκπληξι καὶ πνευματικὸ ἴλιγγο ἀξιώθηκε ν᾽ ἀκούσῃ γιὰ πρώτη φορὰ μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, αὐτὰ τὰ λόγια μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια, καθὼς τὰ πῆραν οἱ ἀπόστολοι καὶ κήρυκες τῆς ἀληθείας καὶ τὰ διέδωσαν παντοῦ, γκρέμισαν σὰν σεισμὸς τὰ θυσιαστήρια καὶ τοὺς ναοὺς τῶν εἰδώλων τοῦ ἀρχαίου κόσμου καὶ ἐγκαθίδρυσαν μία νέα λατρεία· αὐτὴν ποὺ ἅρμοζε στὸν μόνο Θεὸ καὶ ἐξύψωνε τὸν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο, λατρεία πνευματική, ἁγία, ἀληθινή, ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει ἄλλη. «Πνεῦμα ὁ Θεός».
Ὁ Θεὸς δὲν εἶνε εἴδωλο, ποὺ κατασκευάζεται ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια καὶ τοποθετεῖται σὲ ὡρισμένα μέρη· δὲν εἶνε ἄνθρωπος, ποὺ σωματικὰ ἔχει μύριους περιορισμοὺς καὶ πνευματικὰ μύριες ἀδυναμίες· δὲν εἶνε ἡμίθεος, ποὺ ἡ ἀνθρώπινη φαντασία τὸν τοποθετεῖ ἄλλοτε στὴ γῆ καὶ ἄλλοτε στὰ οὐράνια σώματα· δὲν εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου, ποὺ ἐπινοήθηκαν γιὰ νὰ κολακεύουν τὰ ἀνθρώπινα πάθη.
Εἶνε πνεῦμα, δηλαδὴ ἀσώματος, τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία δὲν ἐμποδίζεται ἀπὸ ἀποστάσεις καὶ ἐμπόδια, οὔτε ἀπὸ βουνὰ οὔτε ἀπὸ θάλασσες οὔτε ἀπὸ σύννεφα ἢ κάτι ἄλλο, ἀλλὰ ἐκτείνεται παντοῦ.
Ἂν τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀσώματο αὐτὸ μέρος τῆς ὑπάρξεώς μας, μπορεῖ μὲ τὰ μέσα ποὺ διαθέτει καὶ ἐφευρίσκει νὰ ἐπικοινωνῇ καθημερινῶς μὲ μακρινὲς ἀποστάσεις καὶ νὰ μεταδίδῃ τὴ φωνή του στὰ πέρατα τοῦ κόσμου, πόσῳ μᾶλλον ὁ δημιουργὸς τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Θεός, τὸ ἄπειρο Πνεῦμα! Βρίσκεται παντοῦ κι ἀκούει ἀμέσως τὶς προσευχὲς τῶν παιδιῶν του.
Ὡς πνεῦμα, τὶς ἀκούει ἀπὸ ὁπουδήποτε κι ἂν προέρχωνται, καὶ συλλαμβάνει καὶ τὸν ἀσθενέστερο ψίθυρο τῶν χειλέων μας καὶ τὴ μυστικώτερη κραυγὴ τῆς καρδιᾶς μας καὶ τὸν πιὸ βαθὺ πόθο μας. «Πνεῦμα ὁ Θεός». Ἑπομένως καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν λατρεύουν, «οἱ προσκυνοῦντες αὐτόν», πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν «ἐν πνεύματι», διὰ τοῦ πνεύματός των, μὲ ψυχικὴ συμμετοχή, ὄχι τυπικὰ καὶ μηχανικά.
Τὸ πνεῦμα μας, ἡ ψυχή μας, ἡ καρδιά μας, εἶνε ὁ ναὸς μέσα στὸν ὁποῖο τὸν λατρεύουμε, εἶνε τὸ θυσιαστήριο ἐπάνω στὸ ὁποῖο ὁ πιστὸς καλεῖται νὰ προσφέρῃ κάθε στιγμὴ τὴ θυσία του, τὴν ὑπακοὴ στὸ ἅγιο θέλημά του μὲ ἐκκοπὴ τοῦ δικοῦ του θελήματος.
Καὶ ἂν ἀκόμη οἱ ἀντίθεες δυνάμεις μποροῦσαν νὰ καταστρέψουν ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας, τὰ κτήρια, γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὴν ἐξωτερικὴ κοινὴ λατρεία –ποὺ εἶνε συνέπεια καὶ ἐκδήλωσι τῆς ἐσωτερικῆς μυστικῆς λατρείας–, ὁ Χριστιανὸς καὶ πάλι θὰ ἔχῃ τὸ μέσο νὰ λατρεύῃ τὸν οὐράνιο Πατέρα· διότι τὸ μέσον αὐτὸ εἶνε ἀσύλληπτο ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη ἀστυνόμευσι καὶ παρεμπόδισι.
Θὰ τὸν λατρεύῃ καὶ θὰ τὸν δοξάζῃ ὅπως λέει ὁ Παῦλος, «ἐν τῷ πνεύματί» του (Α΄ Κορ. 6,20), ποὺ θὰ τὸ ἐξαγιάζῃ, θὰ τὸ καθαρίζῃ καὶ θὰ τὸ λαμπρύνῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. «Ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Μιὰ ψυχὴ καθαρισμένη ἀπὸ τοὺς μολυσμοὺς τῆς ἁμαρτίας ὑψώνεται σὲ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀληθινή, πραγματική, οὐσιαστική. Ἡ λατρεία αὐτὴ δὲν εἶνε μόνο ἕνας ξηρὸς τύπος, χωρὶς ζωὴ καὶ οὐσία, τύπος ποὺ μοιάζει μὲ λαμπρὸ ἔνδυμα ποὺ καλύπτει ἕνα πτῶμα ἀποσυντεθειμένο. Βαθειὰ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Αὐτὰ ἀνύψωσαν τὴ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ σὲ τέτοιο σημεῖο πνευματικότητος, ὥστε ὁ κόσμος νὰ τὰ μελετᾷ μὲ αἰώνιο θαυμασμό.
Ἐκπέμπουν τέτοιο φῶς ἀληθείας, ὥστε κι αὐτὸς ὁ διαβόητος Ἐρνέστος Ρενάν (1823-1892), ὁ πολέμιος τοῦ Χριστιανισμοῦ, σταμάτησε μὲ σεβασμὸ μπροστά τους, ὅπως στέκεται κανεὶς μπροστὰ σ᾽ ἕνα μνημεῖο τέχνης, καὶ εἶπε· «Ὅταν ὁ Ἰησοῦς διακήρυξε τὸ “Πνεῦμα ὁ Θεός…”, (ἀπεδείκνυε ὅτι) ἀληθινὰ ἦταν Θεοῦ Υἱός.
Τὰ λόγια του αὐτὰ ὑπῆρξαν ὁ θεμέλιος λίθος, ἐπάνω στὸν ὁποῖο θὰ στηριζόταν τὸ οἰκοδόμημα τῆς νέας θρησκείας. Ἵδρυσε τὴν καθαρὴ λατρεία, χωρὶς περιορισμοὺς πατρίδος, χωρὶς τοπικὰ καὶ χρονικὰ ὅρια καὶ δεσμεύσεις, τὴ λατρεία πρὸς τὴν ὁποία θὰ ἑλκύωνται ὅλες οἱ φωτισμένες ψυχὲς μέχρι τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων.
Τὴν ἡμέρα ἐκείνη (ὅταν δηλαδὴ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς), ἡ θρησκεία του δὲν ἔγινε μόνο ἡ ὡραία θρησκεία τῆς ἀνθρωπότητος, ἀλλὰ ἀποδείχθηκε ὅτι εἶνε καὶ ἡ ἀπόλυτη, ἡ πανανθρώπινη θρησκεία.
Ἐὰν δὲ καὶ σὲ ἄλλους πλανῆτες ὑπάρχουν ἄνθρωποι θρησκεύοντες, ἡ θρησκεία τους δὲν μπορεῖ νὰ εἶνε διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνην ποὺ διακήρυξε ὁ Ἰησοῦς δίπλα στὴν πηγὴ τοῦ Ἰακώβ».
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ ἔκπληξι καὶ πνευματικὸ ἴλιγγο ἀξιώθηκε ν᾽ ἀκούσῃ γιὰ πρώτη φορὰ μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, αὐτὰ τὰ λόγια μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια, καθὼς τὰ πῆραν οἱ ἀπόστολοι καὶ κήρυκες τῆς ἀληθείας καὶ τὰ διέδωσαν παντοῦ, γκρέμισαν σὰν σεισμὸς τὰ θυσιαστήρια καὶ τοὺς ναοὺς τῶν εἰδώλων τοῦ ἀρχαίου κόσμου καὶ ἐγκαθίδρυσαν μία νέα λατρεία· αὐτὴν ποὺ ἅρμοζε στὸν μόνο Θεὸ καὶ ἐξύψωνε τὸν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο, λατρεία πνευματική, ἁγία, ἀληθινή, ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει ἄλλη. «Πνεῦμα ὁ Θεός».
Ὁ Θεὸς δὲν εἶνε εἴδωλο, ποὺ κατασκευάζεται ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια καὶ τοποθετεῖται σὲ ὡρισμένα μέρη· δὲν εἶνε ἄνθρωπος, ποὺ σωματικὰ ἔχει μύριους περιορισμοὺς καὶ πνευματικὰ μύριες ἀδυναμίες· δὲν εἶνε ἡμίθεος, ποὺ ἡ ἀνθρώπινη φαντασία τὸν τοποθετεῖ ἄλλοτε στὴ γῆ καὶ ἄλλοτε στὰ οὐράνια σώματα· δὲν εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου, ποὺ ἐπινοήθηκαν γιὰ νὰ κολακεύουν τὰ ἀνθρώπινα πάθη.
Εἶνε πνεῦμα, δηλαδὴ ἀσώματος, τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία δὲν ἐμποδίζεται ἀπὸ ἀποστάσεις καὶ ἐμπόδια, οὔτε ἀπὸ βουνὰ οὔτε ἀπὸ θάλασσες οὔτε ἀπὸ σύννεφα ἢ κάτι ἄλλο, ἀλλὰ ἐκτείνεται παντοῦ.
Ἂν τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀσώματο αὐτὸ μέρος τῆς ὑπάρξεώς μας, μπορεῖ μὲ τὰ μέσα ποὺ διαθέτει καὶ ἐφευρίσκει νὰ ἐπικοινωνῇ καθημερινῶς μὲ μακρινὲς ἀποστάσεις καὶ νὰ μεταδίδῃ τὴ φωνή του στὰ πέρατα τοῦ κόσμου, πόσῳ μᾶλλον ὁ δημιουργὸς τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Θεός, τὸ ἄπειρο Πνεῦμα! Βρίσκεται παντοῦ κι ἀκούει ἀμέσως τὶς προσευχὲς τῶν παιδιῶν του.
Ὡς πνεῦμα, τὶς ἀκούει ἀπὸ ὁπουδήποτε κι ἂν προέρχωνται, καὶ συλλαμβάνει καὶ τὸν ἀσθενέστερο ψίθυρο τῶν χειλέων μας καὶ τὴ μυστικώτερη κραυγὴ τῆς καρδιᾶς μας καὶ τὸν πιὸ βαθὺ πόθο μας. «Πνεῦμα ὁ Θεός». Ἑπομένως καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν λατρεύουν, «οἱ προσκυνοῦντες αὐτόν», πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν «ἐν πνεύματι», διὰ τοῦ πνεύματός των, μὲ ψυχικὴ συμμετοχή, ὄχι τυπικὰ καὶ μηχανικά.
Τὸ πνεῦμα μας, ἡ ψυχή μας, ἡ καρδιά μας, εἶνε ὁ ναὸς μέσα στὸν ὁποῖο τὸν λατρεύουμε, εἶνε τὸ θυσιαστήριο ἐπάνω στὸ ὁποῖο ὁ πιστὸς καλεῖται νὰ προσφέρῃ κάθε στιγμὴ τὴ θυσία του, τὴν ὑπακοὴ στὸ ἅγιο θέλημά του μὲ ἐκκοπὴ τοῦ δικοῦ του θελήματος.
Καὶ ἂν ἀκόμη οἱ ἀντίθεες δυνάμεις μποροῦσαν νὰ καταστρέψουν ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας, τὰ κτήρια, γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὴν ἐξωτερικὴ κοινὴ λατρεία –ποὺ εἶνε συνέπεια καὶ ἐκδήλωσι τῆς ἐσωτερικῆς μυστικῆς λατρείας–, ὁ Χριστιανὸς καὶ πάλι θὰ ἔχῃ τὸ μέσο νὰ λατρεύῃ τὸν οὐράνιο Πατέρα· διότι τὸ μέσον αὐτὸ εἶνε ἀσύλληπτο ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη ἀστυνόμευσι καὶ παρεμπόδισι.
Θὰ τὸν λατρεύῃ καὶ θὰ τὸν δοξάζῃ ὅπως λέει ὁ Παῦλος, «ἐν τῷ πνεύματί» του (Α΄ Κορ. 6,20), ποὺ θὰ τὸ ἐξαγιάζῃ, θὰ τὸ καθαρίζῃ καὶ θὰ τὸ λαμπρύνῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. «Ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Μιὰ ψυχὴ καθαρισμένη ἀπὸ τοὺς μολυσμοὺς τῆς ἁμαρτίας ὑψώνεται σὲ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀληθινή, πραγματική, οὐσιαστική. Ἡ λατρεία αὐτὴ δὲν εἶνε μόνο ἕνας ξηρὸς τύπος, χωρὶς ζωὴ καὶ οὐσία, τύπος ποὺ μοιάζει μὲ λαμπρὸ ἔνδυμα ποὺ καλύπτει ἕνα πτῶμα ἀποσυντεθειμένο. Βαθειὰ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Αὐτὰ ἀνύψωσαν τὴ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ σὲ τέτοιο σημεῖο πνευματικότητος, ὥστε ὁ κόσμος νὰ τὰ μελετᾷ μὲ αἰώνιο θαυμασμό.
Ἐκπέμπουν τέτοιο φῶς ἀληθείας, ὥστε κι αὐτὸς ὁ διαβόητος Ἐρνέστος Ρενάν (1823-1892), ὁ πολέμιος τοῦ Χριστιανισμοῦ, σταμάτησε μὲ σεβασμὸ μπροστά τους, ὅπως στέκεται κανεὶς μπροστὰ σ᾽ ἕνα μνημεῖο τέχνης, καὶ εἶπε· «Ὅταν ὁ Ἰησοῦς διακήρυξε τὸ “Πνεῦμα ὁ Θεός…”, (ἀπεδείκνυε ὅτι) ἀληθινὰ ἦταν Θεοῦ Υἱός.
Τὰ λόγια του αὐτὰ ὑπῆρξαν ὁ θεμέλιος λίθος, ἐπάνω στὸν ὁποῖο θὰ στηριζόταν τὸ οἰκοδόμημα τῆς νέας θρησκείας. Ἵδρυσε τὴν καθαρὴ λατρεία, χωρὶς περιορισμοὺς πατρίδος, χωρὶς τοπικὰ καὶ χρονικὰ ὅρια καὶ δεσμεύσεις, τὴ λατρεία πρὸς τὴν ὁποία θὰ ἑλκύωνται ὅλες οἱ φωτισμένες ψυχὲς μέχρι τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων.
Τὴν ἡμέρα ἐκείνη (ὅταν δηλαδὴ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς), ἡ θρησκεία του δὲν ἔγινε μόνο ἡ ὡραία θρησκεία τῆς ἀνθρωπότητος, ἀλλὰ ἀποδείχθηκε ὅτι εἶνε καὶ ἡ ἀπόλυτη, ἡ πανανθρώπινη θρησκεία.
Ἐὰν δὲ καὶ σὲ ἄλλους πλανῆτες ὑπάρχουν ἄνθρωποι θρησκεύοντες, ἡ θρησκεία τους δὲν μπορεῖ νὰ εἶνε διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνην ποὺ διακήρυξε ὁ Ἰησοῦς δίπλα στὴν πηγὴ τοῦ Ἰακώβ».
* * *
Ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ, ἀγαπητοί μου, νὰ ὁμολογῇ εἴτε ὁ ῾Ρενὰν εἴτε κάποιος ἀπὸ μᾶς, ὅτι ἡ λατρεία, ποὺ καθώρισε ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἀνώτερη ἀπ᾽ ὅλες τὰς λατρεῖες τοῦ κόσμου.
Πρέπει καὶ νὰ τὴ ζήσουμε.
Ἂν τὴ ζήσουμε μὲ συνέπεια, τότε καὶ ἐκ πείρας θὰ πεισθοῦμε, ὅτι δὲν ὑπάρχει κάτι ὡραιότερο στὸν κόσμο αὐτὸν ἀπὸ τὸ νὰ λατρεύῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ Θεὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ».
Καθάρισε λοιπόν, ἀδελφέ, τὴν ψυχή σου, θυσίασε στὸ βωμὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες σου, ἅγνισε τὴν καρδιά σου, λάμπρυνε τὴ διάνοιά σου μὲ σκέψεις θεάρεστες· καὶ τότε θὰ εἶσαι κ᾽ ἐσὺ προσκυνητὴς σὰν ἐκείνους ποὺ «ζητεῖ ὁ Πατὴρ» ὁ οὐράνιος (Ἰω 4,23).
Πρέπει καὶ νὰ τὴ ζήσουμε.
Ἂν τὴ ζήσουμε μὲ συνέπεια, τότε καὶ ἐκ πείρας θὰ πεισθοῦμε, ὅτι δὲν ὑπάρχει κάτι ὡραιότερο στὸν κόσμο αὐτὸν ἀπὸ τὸ νὰ λατρεύῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ Θεὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ».
Καθάρισε λοιπόν, ἀδελφέ, τὴν ψυχή σου, θυσίασε στὸ βωμὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες σου, ἅγνισε τὴν καρδιά σου, λάμπρυνε τὴ διάνοιά σου μὲ σκέψεις θεάρεστες· καὶ τότε θὰ εἶσαι κ᾽ ἐσὺ προσκυνητὴς σὰν ἐκείνους ποὺ «ζητεῖ ὁ Πατὴρ» ὁ οὐράνιος (Ἰω 4,23).
― περιοδικὸ «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς» τ. 207/1939, σ. 45 «Κυριακὴ» 2191/2019 Ἡ ἀληθινὴ λατρεία (Ἰω. 4,24)