Περίπυστες (ονομαστές) και άγνωστες “Φανερωμένες” εικόνες της Παναγίας της νησιωτικής Ελλάδας.
Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου
Α.Στα νησιά του Αιγαίου!
Οι κτιριακές εργασίες της μονής άρχισαν το 1034 από τους Χιώτες ασκητές Νικήτα, Ιωσήφ και Ιωάννη. Πολύτιμο συμπαραστάτη στην προσπάθεια τους αυτή είχαν τον βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ´ τον Μονομάχο
Εφέστια εικόνα της Μονής είναι η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Νιαμονίτισσας της οποίας το ιστορικό ανεύρεσης είναι το εξής.
Κατά το πρώτο μισό του 11ου αιώνα μ.Χ. ασκήτευαν σε μια σπηλιά στο Προβάτειο όρος τρεις μοναχοί, ο Νικήτας, ο Ιωάννης και ο Ιωσήφ, που ήρθε αργότερα κοντά στους δύο πρώτους. Μια νύχτα του 1034 είδαν, κατά την παράδοση, από το ασκηταριό τους ένα φως μέσα στο δάσος, που έμεινε ορατό, ακίνητο στην ίδια θέση, για αρκετές νύχτες. Σκέφθηκαν ότι ήταν θεϊκό σημάδι («σημείον») και προσπάθησαν να το προσεγγίσουν, αλλά η βλάστηση ήταν πολύ πυκνή. Μετά από σκέψη, άναψαν φωτιά για να καθαρίσουν την περιοχή, οπότε όταν αυτή έσβησε αντίκρυσαν μια μυρτιά (μερσινιά στο χιακό ιδίωμα) που είχε μείνει ανέπαφη από τη φωτιά και πάνω στα κλαδιά της μια εικόνα της Παναγιάς. Πιθανότατα την είχε κρύψει κάποιος πιστός στους δύσκολους καιρούς της Εικονομαχίας που είχαν προηγηθεί για να τη διασώσει. Οι μοναχοί την πήραν και τη μετέφεραν στην πνιγηρή και σκοτεινή σπηλιά τους. Η εικόνα όμως έφευγε μόνη της θαυματουργικά και επέστρεφε στην άφλεκτη μερσινιά. Αυτό ανάγκασε τους τρεις μοναχούς να χτίσουν μόνοι τους ένα μικρό ναό της Θεοτόκου στην ακριβή θέση που ανακαλύφθηκε η εικόνα της, και για να μην την αφήσουν μόνη έφτιαξαν κι αυτοί τα κελιά τους και μετακόμισαν εκεί. Αυτή λοιπόν ήταν η πρώτη, η ΠΑΛΑΙΑ μονή, που επέφερε κατόπιν τον χαρακτηρισμό της ΝΕΑΣ Μονής στο μεγαλόπρεπο μεταγενέστερο συγκρότημα.
Στα χρόνια της εικονομαχίας αν και δε γνωρίζουμε την ακριβή χρονική στιγμή, αλλά στα μέσα της Άνοιξης και μάλιστα την Πέμπτη της Διακαινησίμου εκείνης της χρονιάς, συνέβη το θαυμαστό γεγονός της εύρεσης της ιεράς εικόνας της Παναγίας στο νησί της Σαμοθράκης.
Το ιστορικό αυτό γεγονός συνέβη κατά προσέγγιση μεταξύ πρώτης ή στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 9ου αιώνα.
Κατά τα ξημερώματα κάποιοι ψαράδες ήταν μαζεμένοι στον ορμίσκο στα βορειοδυτικά του νησιού εκεί που είναι το σημερινό επίνειο και ασχολούνταν με την τακτοποίηση των διχτύων όταν διέκριναν στο βάθος του ορίζοντα ένα φως λαμπερό χωρίς όμως να βλέπουν κάτι να επιπλέει στη θάλασσα.
Όσο περνούσε η ώρα το φως γινόταν πιο ζωηρό και μαζί του μεγάλωνε η περιέργεια και η απορία τους καθώς δε μπορούσαν να εξηγήσουν τι ήταν αυτό το φως που έβλεπαν και που συνεχώς τους πλησίαζε.
Πράγματι, δεν έπεσαν έξω. Ενώ το φως ολοένα και ερχόταν πιο κοντά τους, οι αχτίδες που σκόρπιζε γίνονταν πιο διακριτές και οι αντανακλάσεις έμοιαζαν με πλεούμενο που κατευθυνόταν στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες σταμάτησαν τη δουλειά τους κι άρχισαν να συζητάνε για το παράξενο φαινόμενο κάνοντας υποθέσεις ανάλογα με τη φαντασία που διέθετε ο καθένας τους.
Η περιέργεια τους έφτασε στο αποκορύφωμα όταν το περίεργο θέαμα έφτασε πολύ κοντά και παρά τις προσπάθειες τους να το δουν καθαρά δεν τα κατάφερναν παρ’ όλο που σκαρφάλωναν άλλοι στα βράχια κι άλλοι στα δέντρα και τούτο γιατί τους εμπόδιζε να δουν καθαρά η λάμψη που εξέπεμπε καθώς και ο μικρός όγκος του σε σύγκριση με τα κύματα.
Έτσι αποφάσισαν να ρίξουν τις βάρκες στη θάλασσα για να το πλησιάσουν και να λυθεί το μυστήριο. Στη μια βάρκα μπήκαν δύο βαρκάρηδες και στην άλλη ένας μονάχος του και κωπηλατώντας άρχισαν όλοι μαζί να πλέουν προς το παράξενο και μυστηριώδες πλεούμενο που τώρα βρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη από μισό μίλι.
Η μια βάρκα ακολουθούσε την άλλη σε μικρή απόσταση όταν φθάνοντας περίπου σε απόσταση εκατόν οργιές από τη στεριά και σα να υπήρξε κάποιο σύνθημα μεταξύ τους σταμάτησαν να κωπηλατούν και περίμεναν να φτάσει το πλεούμενο.
Έτσι ακριβώς κι έγινε. Ένα μικρό αντικείμενο που χρύσιζε από τις ακτίνες του ήλιου, σπρωγμένο από το ρεύμα της θάλασσας, αφού έκανε έναν κύκλο ήρθε και σταμάτησε ανάμεσα στις δύο βάρκες.
Οι βαρκάρηδες μόλις το είδαν το πλεύρισαν, τραβώντας γρήγορα κουπί, και τότε αντίκρυσαν εμπρός τους ένα μεταλλικό κουτί κλεισμένο ερμητικά. Αφού το περιεργάστηκαν με προσοχή θέλησαν να μάθουν τι ήταν αυτό που έκρυβε. Στην πρώτη βάρκα ο ένας ψαράς κρατούσε το κιβώτιο όσο ο άλλος τραβούσε κουπί, ενώ ο δεύτερος ψαράς ακολουθούσε ώστε να φτάσουν στην ακτή όπου τους περίμεναν οι υπόλοιποι γεμάτοι αγωνία. Αφού έφτασαν επιτέλους στην ακτή και τους περιτριγύρισαν όλοι, έδεσαν γρήγορα τις βάρκες τους όπως όπως κι επιδόθηκαν με βιασύνη στο άνοιγμα του μεταλλικού κουτιού ενώ όλοι τους έκαναν διάφορες σκέψεις σχετικά με τον κρυμμένο θησαυρό.
Πράγματι, θησαυρός υπήρχε και μάλιστα ανυπολόγιστης αξίας. Αντίκρυσαν μιαν εικόνα με τη σεβάσμια μορφή της Θεομήτορος που κρατούσε στην αγκαλιά της το Υιό της και Κύριο μας, Ιησού Χριστό, που στα χέρια του κρατούσε το σύμπαν. Η δε εικόνα έφερε τον τίτλο «Παναγία η Καμαριώτισσα».
Μεγάλο δέος κατέλαβε τις ψυχές όλων και με χαρά κι ανέκφραστη αγαλλίαση δόξασαν τον Πανάγαθο Θεό. Αφού έβγαλαν από τις αποσκευές τους ένα καθαρό υφαντό, το έστρωσαν πάνω στην κουπαστή μιας βάρκας και πάνω του απόθεσαν τη σεβάσμια εικόνα αφού με φόβο και ευλάβεια προσκύνησαν εμπρός της. Ύστερα αποφάσισαν μόλις βραδυάσει να τη μεταφέρουν στα φτωχόσπιτά τους καθότι στα μέρη τους δεν υπήρχε κάποιο αξιόλογο οίκημα.
Μετά ασχολήθηκαν πάλι με το φαινόμενο και κυρίως με τον παράδοξο τρόπο άφιξης της εικόνας κι όλοι συμφώνησαν ότι επρόκειτο περί θαύματος. Πάλι οι τρεις βαρκάρηδες άρχισαν να περιγράφουν με περισσή λεπτομέρεια τα συμβάντα, αναφέροντας κι επισημαίνοντας ότι κατά την πορεία σταμάτησαν να κωπηλατούν γιατί τα χέρια τους είχαν παραλύσει και κανείς από τους τρεις δεν τολμούσε να ανακοινώσει στον άλλον τι ακριβώς του συνέβαινε. Έδιναν την εντύπωση ότι σταμάτησαν γιατί βρίσκονταν σε κατάσταση αναμονής. Τα ονόματα τους που σώθηκαν προφορικά, σύμφωνα με την παράδοση, αφού δε γνώριζαν γραφή είναι Παύλος ο μεγαλύτερος, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του τον Ραξή, ο οποίος πήρε την εικόνα και τη μετέφερε στην ακτή, ενώ στην άλλη βάρκα επέβαινε κάποιος ονόματι Λάμπρος. Στο δε γεύμα που ακολούθησε το μεσημέρι, συζητούσαν το πότε και που θα τοποθετούσαν την ιερή εικόνα της Αειπαρθένου Θεοτόκου. Η αρχική τους σκέψη να διαφυλάξουν την εικόνα σε κάποιο σπίτι άλλαξε στη συνέχεια και αποφάσισαν από κοινού να την εγκαταστήσουν στον αρχικό τόπο που έφτασε, για να γίνει η Προστάτιδα τους. Αφού όλοι συγκατατέθηκαν, ανέβηκαν σαράντα βήματα πιο πάνω από το σημείο αυτό και στα ερείπια που είχαν απομείνει από κάποιο Ναό έφτιαξαν μια θέση σαν θρόνο στην Κυρία του Ουρανού και τοποθέτησαν εκεί πάνω την Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας την Πέμπτη μετά το Πάσχα.
Γι’ αυτό και προς τιμήν Της εκείνη την ημέρα τελείται πανήγυρις όπου συμμετέχει όλος ο λαός του νησιού στη γιορτή που είναι πασίγνωστη με το όνομα «Το πανηγύρι της Καμαριώτισσας».
Οι παραπάνω ψαράδες και όλοι οι άλλοι κάτοικοι του νησιού παρά τις ασχολίες τους για την καθημερινή διαβίωση φρόντισαν με λατρεία την Πανάχραντο, ώστε ποτέ να μην Της λείψει το θυμίαμα, το κερί και το λάδι, και το κανδήλι Της να μη παύσει ποτέ να αναδίδει το φως το ιλαρό που παρέχει ελπίδα και παρηγοριά σε όλους μας.
Με το πέρασμα του χρόνου χτίστηκε ένα μικρό εκκλησάκι που στη συνέχεια ευπρεπίσθηκε ώστε όλοι κάτοικοι του νησιού να προσέρχονται και να ασπάζονται ευλαβικά την θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας ζητώντας τη βοήθεια και την προστασία Της σε δύσκολες στιγμές και χαλεπούς καιρούς. Γιατί η Παναγία αποδείχτηκε προστάτιδα σε όσους βρίσκονται σε κίνδυνο, φύλακας για τους ανάπηρους, συγκυβερνήτης αυτών που ταξιδεύουν στη θάλασσα. Και από τότε όλοι συνήθιζαν να λένε “πάμε να ανάψουμε μια λαμπάδα, ν’ ανάψουμε το κανδήλι και να προσκυνήσουμε την Καμαριώτισσα”. Για τα άπειρα θαύματα Της δεν υπάρχει γλώσσα που μπορεί να τα αναφέρει και να τα απαριθμήσει. Γιατί Αυτή είναι για το νησί μια ανεξάντλητη πηγή θαυμάτων και θεραπειών για όλον τον κόσμο. Χαρίζει το φως στους τυφλούς, απελευθερώνει τους δαιμονισμένους, θεραπεύει τους αρρώστους και τους γεμίζει δύναμη. Εισακούει τα παρακάλια από τις άτεκνες γυναίκες και τις χαρίζει το παιδί που επιθυμούν. Τους ναυτικούς που Την επικαλούνται, όταν είναι σε κίνδυνο, τους διασώζει και όλους τους ανθρώπους, σε θάλασσα και στεριά, όταν υποφέρουν απαλύνει τον πόνο τους. Κι έγινε ελπίδα και παρηγοριά, στολίδι και κόσμημα του νησιού. Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας και προστάτιδα υπέρμαχος όλων. Ας είναι ευλογημένη η Χάρη Της.
Στις 24 Σεπτεμβρίου – 40 ημέρες μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου – εμφανίστηκε η Παναγία στον βοσκό και του είπε να ψάξει για την εικόνα που είχε έρθει σε εκείνο το μέρος πολλά χρόνια πριν.
Ο βοσκός έπεσε στο έδαφος, γεμάτος δέος, προσευχόμενος προς την Θεοτόκο. Μόλις σηκώθηκε και γύρισε, είδε την εικόνα στα κλαδιά μιας μυρτιάς. Κλαίγοντας από χαρά, έφερε την εικόνα σπίτι του και είπε σε όλους τους φίλους και συγγενείς την ιστορία της ανεύρεσης της εικόνας.
Ένα φουρτουνιασμένο βράδυ η εικόνα της Παναγίας ερχόταν από το πέλαγος προς την ακρογιαλιά με ένα παράξενο φώς. Οι άνθρωποι του νησιού ακολούθησαν το φώς που τους οδήγησε σε μια μικρή σπηλιά. Έκπληκτοι, μέσα στην σπηλιά, πάνω σε φύκια, είδαν την εικόνα της Παναγίας. Την προσκύνησαν και την μετέφεραν στο παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Την άλλη μέρα όμως η εικόνα γύρισε στην σπηλιά της! Έτσι, οι νησιώτες αποφάσισαν να χτίσουν Ναό πάνω από την σπηλιά. Οι εργασίες για την ανέγερση του ναού έγιναν με γοργούς ρυθμούς και η Εκκλησιά ήταν σχεδόν έτοιμη σε ελάχιστο χρόνο. Έλειπε όμως η σκεπή, γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. Η ίδια η Παναγία φρόντισε γι’ αυτό.
Ένα καράβι φορτωμένο με ξυλεία κινδύνευσε ανοιχτά στο πέλαγος έξω από την Άνδρο. Ο καπετάνιος μαζί με τους ναυτικούς παρακαλούσαν την Παναγία να τους σώσει από τον επικείμενο κίνδυνο. Φωτισμένος ο καραβοκύρης έριξε την ξυλεία στη θάλασσα. Έτσι το πλοίο σώθηκε. Η ξυλεία σιγά σιγά βγήκε στην ακτή κοντά στην σπηλιά, για να σκεπάσουν οι μάστορες την ξεσκέπαστη Εκκλησία. Επειδή η ξυλεία βρέθηκε αναπάντεχα και μάλιστα στην ώρα της, πραγματικά θεόσταλτη, η Εκκλησία της Παναγίας ονομάστηκε “Θεοσκέπαστη”.
Όταν ξύπνησε την επόμενη ημέρα η εικόνα έλειπε και φοβήθηκε μήπως είχε κλαπεί. Με βαριά καρδιά γύρισε με τα πρόβατά του στον τόπο της ανεύρεσης, αλλά εκεί είδε πάλι την εικόνα στα κλαδιά της μυρτιάς που την είχε πρωτοβρεί. Δοξάζοντας τον Θεό, την πήρε πάλι σπίτι του, αλλά την νύχτα η εικόνα εξαφανίστηκε όπως και την πρώτη φορά. Όταν η εξαφάνιση και επανεμφάνιση της εικόνας συνέβει και τρίτη φορά, κατάλαβε ότι ήταν θέλημα της Μητέρας του Θεού η εικόνα να παραμείνει εκεί που είχε πρωτοβρεθεί.
Εορτάζει στις 24 Σεπτεμβριου.
Νοτιοανατολικά της Ρόδου, στο χωριό της Λάρδου, βρίσκεται το μοναστήρι της Παναγίας Υψενής, το οποίο είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Η προέλευση της ονομασίας της «Υψενή» προέρχεται από το ύψος της τοποθεσίας που είναι κτισμένο το μοναστήρι. Ενώ για το προσωνύμιο «Γυψενή» αυτό προέρχεται από τα στρώματα γύψου που υπάρχουν στην περιοχή.
Το μοναστήρι ιδρύθηκε γύρω στα 1855, από τον Όσιο Μελέτιο, κτήτορα της μονής. Ο Όσιος Μελέτιος γεννήθηκε στο χωριό της Λάρδου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Βαπτίστηκε με το όνομα Εμμανουήλ και αφιέρωσε τη ζωή του στην αγάπη του για το Θεό και την προσευχή.
Κύρια του ασχολία ήταν η βοσκή των ζώων στις ερημικές περιοχές της Λάρδου, την οποία συνδύαζε με την προσευχή και την μοναχική περισυλλογή. Σε μια από τις καθημερινές του εξορμήσεις, οραματίστηκε το σημείο που βρισκόταν η εικόνα της Παναγίας Υψενής, στη ρίζα ενός δέντρου.
Το όραμα αυτό και η καθοδήγηση της Παναγίας, τον ώθησαν να ακολουθήσει την μοναχική ζωή. Στο μέρος όπου του υποδείχθηκε η εικόνα, έχτισε τον Ιερό Ναό, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Έτσι χειροτονήθηκε από τον τότε μητροπολίτη, Ηγούμενος της Μονής.
Έζησε αυστηρά ασκητική ζωή, αποσυρόμενος σε ένα σπήλαιο και συνάμα, στάθηκε αρωγός των χριστιανών στους δύσκολους τότε καιρούς, ενδυναμώνοντας την πίστη τους. Επίσης, είχε λάβει το Θείο χάρισμα να θεραπεύει ασθενείς και να ξεκουράζει πνευματικά βασανισμένες ψυχές.
Στο βουνό Ζαμβύκη η Παναγία κρύβεται από τα βλέμματα των Χριστιανών σε ένα κυπαρίσσι. Όμως πολύ ταπεινά και απλά φανερώνεται σε βοσκό που μένει στην απέναντι περιοχή της βρύσης του Αιμαχού (Γιεμαχιού). Ο βοσκός είδε το φως της Παναγίας αλλά αρχικά δεν έδωσε καμία σημασία. Το είδε και την επόμενη βραδιά. Όταν όμως το είδε και για τρίτη φορά αποφάσισε να ανεβεί στο απέναντι βουνό, για να δει από κοντά με τα μάτια του, τι ήταν αυτό το φως.
Όταν έφθασε στο ύψωμα ο βοσκός μαρμάρωσε στο θέαμα που είδε να προβάλλεται μπροστά του. Είδε την εικόνα της Παναγίας να φωτίζεται από ακοίμητο κανδήλι στο «κυπαρίσσι το αεράτο» (έτσι λέγεται το δέντρο που είχε σταθμεύσει η Μεσίτρια των ανθρώπων). Από το γεγονός αυτό πήρε η εικόνα και το όνομα της, αφού η λέξη «τσάμπα», στην τοπική διάλεκτο της ρόδου σημαίνει σπίθα, φωτιά.
Αυτό το κυπαρίσσι σώζεται μέχρι σήμερα και στη ρίζα του υπάρχει μια τρύπα που σε πολύ τακτά χρονικά διαστήματα βγάζει ζεστό και κρύο αέρα.
Τελικά οι Κυκκώτες εντόπισαν την εικόνα στο νησί της Ρόδου και την μετέφεραν πίσω στην Κύπρο. Η εικόνα όμως και πάλι γύρισε πίσω στο βουνό της. Οι Κύπριοι όταν την ξαναέφεραν πίσω για να είναι σίγουροι ότι είναι η εικόνα τους, την έκαψαν λίγο από πίσω για να έχουν κάποιο σημάδι που θα την αναγνώριζαν πιο εύκολα. Η εικόνα όμως και για τρίτη φορά έρχεται στη νέα της κατοικία (το σημάδι σώζεται πολύ καθαρά μέχρι σήμερα).
Η εικόνα από τότε δεν έφυγε ποτέ από τη Ρόδο. Όταν ζητήθηκε να μεταφερθεί για προσκύνημα σε άλλα μέρη της Ελλάδος αυτή επέστρεψε και πάλι πίσω. Όταν το 2002 μ.Χ. κτίστηκε παρεκκλήσι προς τιμή της Παναγίας της Τσαμπίκας στο Πέρα Χωριό στην Κύπρο και οι κάτοικοι ζήτησαν να γίνει το εγκαίνιο του την 24η Ιουλίου, ο Μητροπολίτης Ρόδου, κ.κ. Κύριλλος, συνοδευόμενος από τρείς κληρικούς, έφερε την εικόνα στην Κύπρο, τέλεσε το εγκαίνιο του ναού και η εικόνα για πρώτη φορά έφυγε από τη θέση της για τρεις μέρες.
Το Μοναστήρι της Παναγίας της Τσαμπίκας, γιορτάζει το Γενέσιο της Θεοτόκου την 8η Σεπτεμβρίου και την Γ΄ Κυριακή των Νηστειών (Σταυροπροσκύνησης).
Ένα από τα παλιότερα θαύματα της Παναγίας Τσαμπίκας είναι και αυτό που συνδέεται με τα μεγάλα κτήματα γύρω από το Μοναστήρι. Αυτά τα κτήματα ανήκαν σ έναν Τούρκο Πασά, του οποίου η γυναίκα δεν τεκνοποιούσε. Εκείνη μαθαίνοντας για την Παναγία, προσευχήθηκε κι έφαγε το φυτιλάκι που έκαιγε στο καντήλι της εικόνας της. Έγινε το θαύμα κι έμεινε έγκυος. Ο Τούρκος δεν μπορούσε να πιστέψει πως το παιδί ήταν δικότου. Ούτε πίστευε πως επρόκειτο για θαύμα. Όταν όμως γεννήθηκε το μωρό, κρατούσε στη μικρή χούφτα του το φυτιλάκι του καντηλιού. Έτσι, ο Τούρκος Πασάς δώρισε στην εκκλησία όλα αυτά τα κτήματα που βρίσκονται γύρω απ το ναό.
Η ιερά εικόνα βρέθηκε από δύο Μοναχούς, οι οποίοι έβλεπαν κάθε βράδυ ένα δυνατό φώς στο μέρος πού σήμερα βρίσκεται το μοναστήρι. Οι δύο ασκητές βρήκαν την εικόνα μέσα σέ ένα σπήλαιο και αφού την προσκύνησαν την πήραν στο κελλί τους. Τη νύχτα, όμως, η εικόνα ξαναγύρισε στο σπήλαιο. Αυτό έγινε πολλές φορές. Οι Μοναχοί, φωτισμένοι από την Παναγία, άφησαν τα ασκητήριά τους, εγκαταστάθηκαν κοντά στο σπήλαιο και με υπόδειξη της Παναχράντου έχτισαν εκεί τον πρώτο της Ναό στο χώρο όπου σήμερα είναι το Μοναστήρι. Πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου.
Κατά τη θρησκευτική παράδοση η ίδρυσή της, έχει ταυτιστεί με ανεύρεση εικόνας της Παναγίας από πλήρωμα πλοίου που κινδύνεψε στη περιοχή, παρά ταύτα η ακριβής χρονολογία ίδρυσης είναι άγνωστη. Είναι κτισμένη σε μορφή ενετικού πύργου σε ύψωμα και ακριβώς έναντι του ομώνυμου όρμου Φανερωμένης απ΄ όπου και δεσπόζει της όλης γύρω ΒΔ. ακτής της νήσου.H Ιερά Μονή Φανερωμένης Νάξου είναι αφιερωμένη στη Κοίμηση της Θεοτόκου, εορτάζει επί τριήμερο το 15Αύγουστο, είναι ανδρική μονή.
Ο ίδιος δεν μπόρεσε να κατεβάσει την Εικόνα. Ίσως ήταν και θέλημα της Παναγίας να συμβεί αυτό για να γίνουν και άλλοι μάρτυρες του θαύματος. Έμεινε εκεί όλη τη νύχτα προσευχόμενος, και το επόμενο πρωί αναχώρησε τρέχοντας από χαρά για την μεσαιωνική πόλη της Σκιάθου, το Κάστρο, όπου ανήγγειλε στους κατοίκους του το θαύμα. Οι προεστοί τον ακολούθησαν μαζί με τους ιερείς και τον κόσμο. Δάκρυα χαράς ξεχύθηκαν από τα μάτια όλων αντικρίζοντας την εικόνα επάνω στο δένδρο. Ένας νέος ιερέας που ονομαζόταν Ιωάννης ανέβηκε και κατέβασε την Εικόνα, που τοποθετήθηκε στο ασκητήριο του Γέροντα.
Εκεί λίγο αργότερα χτίστηκε και το μοναστήρι της που σώζεται ως σήμερα και τιμάται στα Εισόδια της Θεοτόκου. Αυτή την εορτή αφιέρωσαν τότε στο πάνσεπτο εικόνισμά της οι Σκιαθίτες, καθώς η Παναγία εικονίζεται χωρίς το Χριστό και η μορφή της ομοιάζει με μικρό παιδί, όπως όταν αφιερώθηκε από τους γονείς της Ιωακείμ και Άννα στο Ναό. Λόγω του θείου φωτός που εξέπεμπε η εικόνα ονομάστηκε ‘’Εικων Αστρία’’ δηλαδή εικόνα που λάμπει ως άστρο και κατόπιν ‘‘Εικονίστρια’’. Φέρει όμως και την παραπλήσια ονομασία ‘‘Κουνίστρα’’ ή ‘‘Κουνίστρια’’, είτε από αλλοίωση του τοπικού ιδιώματος, είτε από τα κωνοφόρα δένδρα της περιοχής.
Η εικόνα παρέμεινε στο μοναστήρι της μέχρι το 1846. Τότε με σύμφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και ύστερα από αίτημα όλων των κατοίκων της νέας πόλης μεταφέρθηκε η εικόνα και εγκαταστάθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό των Τριών Ιεραρχών, ώστε να την έχουν κοντά τους βοηθό και προστασία, και να καταφεύγουν σε αυτή.
Με το όνομα Παναγία Αργοκοιλιώτισσα φέρεται ιερό εικόνισμα που ανεβρέθηκε στην ορεινή Νάξο, στη θέση Αργοκοίλι, εξ ου και το προσωνύμιο, καθώς και το Μοναστήρι που έχει ανεγερθεί στο σημείο εύρεσης, το οποίο και καταλαμβάνει έκταση περίπου 25 στρεμμάτων.
Το 1835 μ.Χ. κατόπιν «καθ΄ ύπνου υπόδειξης», κατοίκου του χωριού Κόρωνος Νάξου… και μετά από επανάληψη δεύτερης έρευνας επίσης ομοίας υπόδειξης στη θέση Αργοκοίλι βρέθηκαν τελικά δύο παλαιές βυζαντινές εικόνες της Παναγίας εκ των οποίων η μία παρουσίαζε την Παναγία επί της Ζωοδόχου Πηγής. Οι δύο αυτές εικόνες μεταφέρθηκαν αρχικά στο χωριό Κόρωνος και από εκεί στη Μητρόπολη Παροναξίας.
Τον επόμενο χρόνο, και ανήμερα της εύρεσης, εμφανίσθηκε αγίασμα σε επιφάνειο φρεάτιο μπροστά σε αντικρινό βράχο, από το σημείο εκείνο της εύρεσης. Σκάβοντας στη συνέχεια στο σημείο αυτό αποκαλύφθηκε είσοδος μικρού σπηλαίου εντός του οποίου μέσα από μια μικρή κρύπτη, αριστερά, υπήρχαν λαξευμένες βαθμίδες σχεδόν σε κάθετη διάταξη που οδηγούν στην από οροφής έξοδο. Ολόκληρο αυτό το σπήλαιο αποδίδεται σήμερα ως βυζαντινό παρατηρητήριο φυλάκιο παρά τη βάση του οποίου είχαν αποκρύψει τις εικόνες πιθανώς στη περίοδο της εικονομαχίας. Το σημείο αυτό του βράχου του αγιάσματος είναι ορατό από τη θάλασσα όχι όμως από την ακτή. Βρίσκεται σε απόλυτη ευθυγράμμιση με δύο κατ΄ έναντι κορυφές λόφων με κατεύθυνση Ανατολή – Δύση.
Μια γυναίκα, κάτοικος της Σαντορίνης, άκουγε κατά καιρούς από ένα συγκεκριμένο σημείο του σπιτιού της χτυπήματα στον τοίχο. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλά δεν έδωσε ως φαίνεται και την πρέπουσα σημασία.
Ένα βράδυ λοιπόν είδε ένα όνειρο. Της παρουσιάστηκε μια γυναίκα και της είπε ότι είναι η Παναγία η Ακαθή και γιορτάζει του Ακαθίστου. Να σκάψει της είπε στο σημείο που ακούει το κτύπημα. Έσκαψε λοιπόν η γυναίκα αυτή και βρήκε ένα κούφωμα και μέσα την εικόνα μαζί με ένα καντηλάκι και σταμνάκι με λάδι.
Την εποχή εκείνη η Σαντορίνη ήταν πολύ φτωχό νησί και οι κάτοικοί της τα έφερναν πολύ δύσκολα βόλτα. Ακούγοντας λοιπόν στο χωριό για την θαυματουργή εικόνα έτρεχαν όλοι να προσκυνήσουν και κάτι άφηναν στη γυναίκα. Άλλος λίγο λάδι, άλλος κάποια λεφτά. Με τον τρόπο αυτό ζούσε τώρα η γυναίκα που βρήκε την εικόνα καλύτερα.
Κάποτε σκέφθηκε να πάρει την εικόνα και να τη φέρει στα γύρω νησιά και ο κόσμος που προσκυνούσε άφηνε τον οβολό του. Πήγε λοιπόν σε κάποια περιοδεία της και στη Σχοινούσα και επειδή εκεί την καλοδέχτηκαν και της έδωσαν ίσως και κάποια δουλειά — το νησάκι ήταν εύφορο και υπήρχε δουλειά για όλους — αποφάσισε να εγκατασταθεί.
Την εικόνα την είχε πάντα στο σπίτι της και κατά κάποιο τρόπο την εκμεταλλευόταν. Σε κάποια επίσκεψή του όμως εκεί ο Σεβασμιώτατος Θήρας Γαβριήλ δεν του άρεσε αυτή η εκμετάλλευση που γινόταν. Έκαμε λοιπόν τις απαιτούμενες ενέργειες και η εικόνα μεταφέρθηκε στην ενορία του νησιού που ήταν αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Σήμερα η εκκλησία γιορτάζει την Παρασκευή του Ακαθίστου.
Πέρασαν καμιά διακοσαριά χρόνια, από τότε που ο βοσκός της ιστορίας μας έβοσκε κάτι ατίθασα κατσίκια. Πού τα έχανε, πού τα έβρισκε, πάντα σκαρφαλωμένα πάνω στα πιο άγρια βράχια της βοσκής, δεν προλάβαινε να τα κυνηγά. Μια μέρα κάποιο από τα ερίφια ανέβηκε ψηλά σε ένα βράχο και από κει ο βοσκός το έχασε από τα μάτια του. Πλησίασε να δει πού πήγε και είδε πως στεκόταν μπροστά σε μια σπηλιά που το στόμιο της δε φαινόταν από τα χαμηλά.
Το μέρος της σπηλιάς ήταν κακοτράχαλο και το ζώο είχε παγιδευτεί και δεν μπορούσε να φύγει. Ο βοσκός προσπάθησε με πέτρες να το φοβίσει και να το κάμει να φύγει από κει, αλλά μάταια. Το κατσικι έβλεπε το γκρεμό που έχασκε κάτω και δεν κουνούσε από τη θέση του. Τι να κάμει ο βοσκός; Έκαμε ολόκληρη γύρα από πιο ψηλά, κατέβηκε στο σημείο που στεκόταν το ζώο, το ‘πιασε και έκαμε να φύγει. Άθελα του έριξε μια ματιά μέσα στη σπηλιά και βλέπει ένα εικόνισμα, με τη ζωγραφιά της Παναγιάς. Σηκώνει το εικόνισμα και βλέπει να γράφει πάνω το όνομα: Παναγιά Γαλατιανή. Παίρνει την εικόνα τη βάζει στην χαραζίκα του και φεύγει. Κατέβηκε στ’ Αργινώντα και πήγε να δείξει και σε άλλους, τι βρήκε. Βλέπει μέσα στην ταραζίκα, έλειπε η εικόνα.. Την άλλη μέρα χάνει πάλι ο βοσκός το ρίφι. Ο νους του πήγε στο σπήλαιο. Πάει βρίσκει το ρίφι μπροστά στο σπήλαιο και μέσα την εικόνα. Την ξαναπαίρνει, την κατεβάζει στα Αργινώντα και τη δείχνει σε όλους τους Αργινωντάες. Τη νύχτα βλέπει όνειρο την Παναγιά, αυτή που έδειχνε το εικόνισμα, να του λέει:
- Γιάντα με πήρες ‘πό κεια; Εγώ θέλω α μου χτίσεις στο μέρος φτο το σπίτι μου :
-Μα ε μου λέεις και πώς θα χτίσαμε κει πάνω εκκλησιά, που θα πρέπει α κουβαλήσουμε ούλα τα υλικά; απαντά ο βοσκός!
Η Παναγιά του είπε να μην ανησυχεί και ότι θα τα βρει όλα. πράγματι όταν πήγε στο μέρος που του είχε υποδείξει, βρήκε ακόμα και νερό μέσα σε φυσικές υπόγειες στέρνες. Έτσι άρχισε το χτίσιμο της εκκλησίας με τη βοήθεια και των άλλων κατοίκων, γρήγορα τελείωσε και βρίσκεται το εκκλησάκι αυτό ψηλά στο μετόχι. Πάλι, για να μην κλέψει κανένας την εικόνα, την κατέβασαν χαμηλά στα αργινώντα και την έβαλαν στην εκκλησιά του αγίου Νικολάου, όπου και την εορτάζουν από τότε με μεγάλο πανηγύρι στις δεκαπέντε του Αυγούστου. Όμως κάθε εννιάμερα, υπάρχει η παράδοση από τους παλιούς να πηγαίνουν την εικόνα ψηλά στο εκκλησάκι της και να κάνουν λειτουργία, για να βλέπει η Παναγιά το σπίτι της.
Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου
Α.Στα νησιά του Αιγαίου!
Η Παναγία της Τήνου
H Tηνία Mοναχή, και από τη συνείδηση του λαού και την επικύρωση της Eκκλησίας, αγία Πελαγία, υπήρξε το όργανο της χάριτος του Θεού για την φανέρωση και εύρεση της αγίας
Eικόνος, της θαυματουργικής και περίπυστης, εμπρός στο
μεγαλείο και την χάρη της Oποίας, εκατομμύρια άνθρωποι, από το 1823 κλίνουν ευλαβικά το γόνυ και αναπέμπουν ικετήρια δέηση και προσευχή.
Eικόνος, της θαυματουργικής και περίπυστης, εμπρός στο
μεγαλείο και την χάρη της Oποίας, εκατομμύρια άνθρωποι, από το 1823 κλίνουν ευλαβικά το γόνυ και αναπέμπουν ικετήρια δέηση και προσευχή.
Δυο χρόνια σχεδόν πριν την εύρεση της εικόνας, η Θεοτόκος είχε δώσει το πρώτο της μήνυμα στην Τήνο, για τον θαμμένο στη γη της ιερό θησαυρό. Ήταν στα 1821, στην αρχή της επανάστασης, όταν η Θεοτόκος Μαριάμ φάνηκε στο όνειρο ενός απλού γέροντα κηπουρού, στον περιβολάρη μπάρμπα Μιχάλη Πολυζώη, Ανδριώτη στην καταγωγή, ογδόντα ετών και του είπε να υπάγει στο χωράφι του Αντωνίου Δοξαρά, έξω από την πόλη, να σκάψει και να εύρει μια εικόνα της.
Αυτός κατέπεισε μερικούς Χριστιανούς, έσκαψαν λίγο και ηύραν μερικά αρχαία τούβλα, και αφού δεν βρήκαν την εικόνα που έψαχναν, δεν συνέχισαν την προσπάθειά τους αλλά απεχώρησαν. Αυτός ο γέροντας, ο μπαρμπα Μιχάλης, ήταν αγαθός στην ψυχή και απλοϊκός στους τρόπους, αλλά και ευλαβής προς τα θεία και διηγείτο το όνειρό του και σε άλλους, και στον Αρχιερέα του νησιού, τον Μητροπολίτη Γαβριήλ, ο οποίος όμως δεν έδωσε καμμία συνέχεια σε αυτό. Παρά ταύτα ο μπαρμπα Μιχάλης επαναλάμβανε συνέχεια το γεγονός, αν και κανένας δεν τον πίστευε γιατί θεωρούσαν τα λεγόμενά του φλυαρίες.
Κρατούσε δε και άλλη λαϊκή παράδοση από τα αρχαία χρόνια ζωντανή, με αφηγητή της επίμονο, τον μπαρμπα Γιάννη τον Γκιουζέ από το χωριό Μουντάδος, ο οποίος είχε αγρούς στην περιοχή «Πόλες», όπου και το κτήμα του Δοξαρά. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, εκεί στο κτήμα του Δοξαρά παλιά βρισκόταν ένα «πριγκηπάτο» -περίοπτο οικοδόμημα- και ήταν γραφτό πάλι να ξαναγίνει κάτι παρόμοιο και να έρχονται σε αυτό χιλιάδες άνθρωποι από όλο τον κόσμο!
Δύο απλοϊκοί άνθρωποι λοιπόν -κατά θεία παραχώρηση- ο Μιχάλης Πολυζώης και ο Γιάννης Γκιουζές, δύο γεωργοί, «γεώργησαν» κατάλληλο κλίμα για τα όσα επρόκειτο να συμβούν στην Μονή Κεχροβουνίου και στο ταπεινό και αγιασμένο κελλί της Μοναχής Πελαγίας.
Σε αυτό το μοναστήρι λοιπόν, το «Μοναστήρι της Κυρίας των Αγγέλων», όπως επίσης λέγεται, στο «κελλίον» της Mοναχής Πελαγίας, καθώς μαρτυρούν ο μακαριστός Μητροπολίτης Γαβριήλ και οι κτήτορες -διάγγελμα 25/11/1822 και φυλλάδιο Καγκάδη- «το 1822 κατά μήνα Ιούλιο, εμφανίστηκε στον ύπνο αυτής της ιερής παρθένου, περί τον όρθρο της Κυριακής, μια γυναίκα που είχε άρρητη δόξα και λαμπρότητα…, η οποία έλαμπε περισσότερο κι’ από τον ήλιο και την επρόσταξε με τόνον… να σηκωθεί γρήγορα για να συναντήσει έναν από τους προκρίτους της πόλης ο οποίος ήτο και επίτροπος του μοναστηριού -για εξωτερικές του υποθέσεις-… ονομαζόμενον Σταματέλον Καγκάδη… και να του είπει χωρίς αναβολήν καιρού να φανερώσει η τιμιότητά του εις όλους τους εδώ ευρισκομένους χριστιανούς, ότι να ξεχώσωσιν τον Ναόν Της… χωσμένον εις τον αγρόν του Αντωνίου Δοξαρά πλησίον της πόλης… και να τον ανακαινίσωσιν… και να επιστατήσει ο ίδιος διά να ανεγερθεί λαμπρώς και μεγαλοπρεπώς… και εάν παρακούσουν, θέλει έλθει οργή του υιού Της απροσδόκητος… κατά της νήσου…»
Στις 30 Ιανουαρίου του 1823,στην εορτή των Τριών Ιεραρχών, κατά την οποία πολλοί εργαζόμενοι ασχολούντο να εξομαλύνουν το έδαφος του παλαιού αυτού Nαού, ανακαλύφθηκε η Eικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, καταχωμένη στην άκρη του νάρθηκα, κομμένη πρόσφατα στη μέση από τους σκαφτιάδες και καλυμμένη με συσσωματωμένη από την πολυκαιρία γη. Ήταν δε καμένη από φωτιά και σχεδόν απανθρακωμένη στο πίσω μέρος της, ώστε συμπεραινόταν από αυτό και τα άλλα ερείπια, ότι αυτός ο ιερός Nαός κατακάηκε, όταν η πόλη κυριεύτηκε και ανασκάφτηκε από τους Σαρακηνούς, περίπου πριν οκτακόσια πενήντα χρόνια. Αφού δε με πολλή δυσκολία αποπλύθηκε η γη που ήταν προσκολλημένη πάνω στην Εικόνα, φάνηκαν ξέχωρα οι χαρακτήρες της Θεοτόκου και του Αρχαγγέλου, συσκιασμένοι από την παλαιότητα, χωρίς διόλου βλάβη και απείραχτοι από την τομή, γιατί η Εικόνα χωριζόταν στα δύο κατά μήκος, ακριβώς στη μέση, μεταξύ της εικονιζόμενης Θεοτόκου και του Αρχαγγέλου. Όταν είδαν αυτήν οι παρευρισκόμενοι, αναφώνησαν χαρμόσυνα και αφού ασπάστηκαν -την Εικόνα- με πολλή ευλάβεια,την έφεραν και την παρέδωσαν στα χέρια του Αρχιερέα που βρισκόταν εκεί. Ήταν γύρω στο μεσημέρι και όταν οι κάτοικοι της πόλης και των χωριών άκουσαν για την εύρεση της Αγίας Εικόνας προσέτρεχαν μικροί και μεγάλοι για να την δουν και να την ασπασθούν.
Όταν δε βρέθηκε η πάνσεπτη Εικόνα και τα θαύματα βεβαιώσανε όσα σε όνειρα είχαν αποκαλυφθεί, δεν εδίστασαν πια οι επίτροποι και οι επιστάτες να αναλάβουν την οικοδομή Ιερού Ναού λαμπρού και μεγαλοπρεπέστατου, αναθέτοντας τις ελπίδες τους στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία φανέρωσε στη Mοναχή ότι αυτή θα οικονομήσει τα πάντα. Ανεγειρόταν λοιπόν ο Ιερός Ναός της Ευαγγελίστριας πάνω στον προοικοδομηθέντα
Παναγία η Νιαμονίτισσα
Λίγα χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της Χίου, στους πρόποδες του Προβάτιου όρους, προβάλλει το πιο αξιόλογο μοναστήρι της Χίου, η παλαίφατη Νέα Μονή. Το πατριαρχικό αυτό σταυροπήγιο, με τα βασιλικά χρυσόβουλα και τα περίφημα ψηφιδωτά, είναι οχυρωμένο από φυσικά και τεχνητά τείχη και πύργους, τμήματα των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα.Οι κτιριακές εργασίες της μονής άρχισαν το 1034 από τους Χιώτες ασκητές Νικήτα, Ιωσήφ και Ιωάννη. Πολύτιμο συμπαραστάτη στην προσπάθεια τους αυτή είχαν τον βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ´ τον Μονομάχο
Εφέστια εικόνα της Μονής είναι η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Νιαμονίτισσας της οποίας το ιστορικό ανεύρεσης είναι το εξής.
Κατά το πρώτο μισό του 11ου αιώνα μ.Χ. ασκήτευαν σε μια σπηλιά στο Προβάτειο όρος τρεις μοναχοί, ο Νικήτας, ο Ιωάννης και ο Ιωσήφ, που ήρθε αργότερα κοντά στους δύο πρώτους. Μια νύχτα του 1034 είδαν, κατά την παράδοση, από το ασκηταριό τους ένα φως μέσα στο δάσος, που έμεινε ορατό, ακίνητο στην ίδια θέση, για αρκετές νύχτες. Σκέφθηκαν ότι ήταν θεϊκό σημάδι («σημείον») και προσπάθησαν να το προσεγγίσουν, αλλά η βλάστηση ήταν πολύ πυκνή. Μετά από σκέψη, άναψαν φωτιά για να καθαρίσουν την περιοχή, οπότε όταν αυτή έσβησε αντίκρυσαν μια μυρτιά (μερσινιά στο χιακό ιδίωμα) που είχε μείνει ανέπαφη από τη φωτιά και πάνω στα κλαδιά της μια εικόνα της Παναγιάς. Πιθανότατα την είχε κρύψει κάποιος πιστός στους δύσκολους καιρούς της Εικονομαχίας που είχαν προηγηθεί για να τη διασώσει. Οι μοναχοί την πήραν και τη μετέφεραν στην πνιγηρή και σκοτεινή σπηλιά τους. Η εικόνα όμως έφευγε μόνη της θαυματουργικά και επέστρεφε στην άφλεκτη μερσινιά. Αυτό ανάγκασε τους τρεις μοναχούς να χτίσουν μόνοι τους ένα μικρό ναό της Θεοτόκου στην ακριβή θέση που ανακαλύφθηκε η εικόνα της, και για να μην την αφήσουν μόνη έφτιαξαν κι αυτοί τα κελιά τους και μετακόμισαν εκεί. Αυτή λοιπόν ήταν η πρώτη, η ΠΑΛΑΙΑ μονή, που επέφερε κατόπιν τον χαρακτηρισμό της ΝΕΑΣ Μονής στο μεγαλόπρεπο μεταγενέστερο συγκρότημα.
Παναγία η Καμαριώτισσα Σαμοθράκης.
το χωριό Καμαριώτισσα της Σαμοθράκης, το λιμάνι του νησιού και στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας της Καμαριωτίσσης. Η μνήμη της τιμάται κάθε χρόνο την Πέμπτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος.Στα χρόνια της εικονομαχίας αν και δε γνωρίζουμε την ακριβή χρονική στιγμή, αλλά στα μέσα της Άνοιξης και μάλιστα την Πέμπτη της Διακαινησίμου εκείνης της χρονιάς, συνέβη το θαυμαστό γεγονός της εύρεσης της ιεράς εικόνας της Παναγίας στο νησί της Σαμοθράκης.
Το ιστορικό αυτό γεγονός συνέβη κατά προσέγγιση μεταξύ πρώτης ή στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 9ου αιώνα.
Κατά τα ξημερώματα κάποιοι ψαράδες ήταν μαζεμένοι στον ορμίσκο στα βορειοδυτικά του νησιού εκεί που είναι το σημερινό επίνειο και ασχολούνταν με την τακτοποίηση των διχτύων όταν διέκριναν στο βάθος του ορίζοντα ένα φως λαμπερό χωρίς όμως να βλέπουν κάτι να επιπλέει στη θάλασσα.
Όσο περνούσε η ώρα το φως γινόταν πιο ζωηρό και μαζί του μεγάλωνε η περιέργεια και η απορία τους καθώς δε μπορούσαν να εξηγήσουν τι ήταν αυτό το φως που έβλεπαν και που συνεχώς τους πλησίαζε.
Πράγματι, δεν έπεσαν έξω. Ενώ το φως ολοένα και ερχόταν πιο κοντά τους, οι αχτίδες που σκόρπιζε γίνονταν πιο διακριτές και οι αντανακλάσεις έμοιαζαν με πλεούμενο που κατευθυνόταν στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες σταμάτησαν τη δουλειά τους κι άρχισαν να συζητάνε για το παράξενο φαινόμενο κάνοντας υποθέσεις ανάλογα με τη φαντασία που διέθετε ο καθένας τους.
Η περιέργεια τους έφτασε στο αποκορύφωμα όταν το περίεργο θέαμα έφτασε πολύ κοντά και παρά τις προσπάθειες τους να το δουν καθαρά δεν τα κατάφερναν παρ’ όλο που σκαρφάλωναν άλλοι στα βράχια κι άλλοι στα δέντρα και τούτο γιατί τους εμπόδιζε να δουν καθαρά η λάμψη που εξέπεμπε καθώς και ο μικρός όγκος του σε σύγκριση με τα κύματα.
Έτσι αποφάσισαν να ρίξουν τις βάρκες στη θάλασσα για να το πλησιάσουν και να λυθεί το μυστήριο. Στη μια βάρκα μπήκαν δύο βαρκάρηδες και στην άλλη ένας μονάχος του και κωπηλατώντας άρχισαν όλοι μαζί να πλέουν προς το παράξενο και μυστηριώδες πλεούμενο που τώρα βρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη από μισό μίλι.
Η μια βάρκα ακολουθούσε την άλλη σε μικρή απόσταση όταν φθάνοντας περίπου σε απόσταση εκατόν οργιές από τη στεριά και σα να υπήρξε κάποιο σύνθημα μεταξύ τους σταμάτησαν να κωπηλατούν και περίμεναν να φτάσει το πλεούμενο.
Έτσι ακριβώς κι έγινε. Ένα μικρό αντικείμενο που χρύσιζε από τις ακτίνες του ήλιου, σπρωγμένο από το ρεύμα της θάλασσας, αφού έκανε έναν κύκλο ήρθε και σταμάτησε ανάμεσα στις δύο βάρκες.
Οι βαρκάρηδες μόλις το είδαν το πλεύρισαν, τραβώντας γρήγορα κουπί, και τότε αντίκρυσαν εμπρός τους ένα μεταλλικό κουτί κλεισμένο ερμητικά. Αφού το περιεργάστηκαν με προσοχή θέλησαν να μάθουν τι ήταν αυτό που έκρυβε. Στην πρώτη βάρκα ο ένας ψαράς κρατούσε το κιβώτιο όσο ο άλλος τραβούσε κουπί, ενώ ο δεύτερος ψαράς ακολουθούσε ώστε να φτάσουν στην ακτή όπου τους περίμεναν οι υπόλοιποι γεμάτοι αγωνία. Αφού έφτασαν επιτέλους στην ακτή και τους περιτριγύρισαν όλοι, έδεσαν γρήγορα τις βάρκες τους όπως όπως κι επιδόθηκαν με βιασύνη στο άνοιγμα του μεταλλικού κουτιού ενώ όλοι τους έκαναν διάφορες σκέψεις σχετικά με τον κρυμμένο θησαυρό.
Πράγματι, θησαυρός υπήρχε και μάλιστα ανυπολόγιστης αξίας. Αντίκρυσαν μιαν εικόνα με τη σεβάσμια μορφή της Θεομήτορος που κρατούσε στην αγκαλιά της το Υιό της και Κύριο μας, Ιησού Χριστό, που στα χέρια του κρατούσε το σύμπαν. Η δε εικόνα έφερε τον τίτλο «Παναγία η Καμαριώτισσα».
Μεγάλο δέος κατέλαβε τις ψυχές όλων και με χαρά κι ανέκφραστη αγαλλίαση δόξασαν τον Πανάγαθο Θεό. Αφού έβγαλαν από τις αποσκευές τους ένα καθαρό υφαντό, το έστρωσαν πάνω στην κουπαστή μιας βάρκας και πάνω του απόθεσαν τη σεβάσμια εικόνα αφού με φόβο και ευλάβεια προσκύνησαν εμπρός της. Ύστερα αποφάσισαν μόλις βραδυάσει να τη μεταφέρουν στα φτωχόσπιτά τους καθότι στα μέρη τους δεν υπήρχε κάποιο αξιόλογο οίκημα.
Μετά ασχολήθηκαν πάλι με το φαινόμενο και κυρίως με τον παράδοξο τρόπο άφιξης της εικόνας κι όλοι συμφώνησαν ότι επρόκειτο περί θαύματος. Πάλι οι τρεις βαρκάρηδες άρχισαν να περιγράφουν με περισσή λεπτομέρεια τα συμβάντα, αναφέροντας κι επισημαίνοντας ότι κατά την πορεία σταμάτησαν να κωπηλατούν γιατί τα χέρια τους είχαν παραλύσει και κανείς από τους τρεις δεν τολμούσε να ανακοινώσει στον άλλον τι ακριβώς του συνέβαινε. Έδιναν την εντύπωση ότι σταμάτησαν γιατί βρίσκονταν σε κατάσταση αναμονής. Τα ονόματα τους που σώθηκαν προφορικά, σύμφωνα με την παράδοση, αφού δε γνώριζαν γραφή είναι Παύλος ο μεγαλύτερος, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του τον Ραξή, ο οποίος πήρε την εικόνα και τη μετέφερε στην ακτή, ενώ στην άλλη βάρκα επέβαινε κάποιος ονόματι Λάμπρος. Στο δε γεύμα που ακολούθησε το μεσημέρι, συζητούσαν το πότε και που θα τοποθετούσαν την ιερή εικόνα της Αειπαρθένου Θεοτόκου. Η αρχική τους σκέψη να διαφυλάξουν την εικόνα σε κάποιο σπίτι άλλαξε στη συνέχεια και αποφάσισαν από κοινού να την εγκαταστήσουν στον αρχικό τόπο που έφτασε, για να γίνει η Προστάτιδα τους. Αφού όλοι συγκατατέθηκαν, ανέβηκαν σαράντα βήματα πιο πάνω από το σημείο αυτό και στα ερείπια που είχαν απομείνει από κάποιο Ναό έφτιαξαν μια θέση σαν θρόνο στην Κυρία του Ουρανού και τοποθέτησαν εκεί πάνω την Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας την Πέμπτη μετά το Πάσχα.
Γι’ αυτό και προς τιμήν Της εκείνη την ημέρα τελείται πανήγυρις όπου συμμετέχει όλος ο λαός του νησιού στη γιορτή που είναι πασίγνωστη με το όνομα «Το πανηγύρι της Καμαριώτισσας».
Οι παραπάνω ψαράδες και όλοι οι άλλοι κάτοικοι του νησιού παρά τις ασχολίες τους για την καθημερινή διαβίωση φρόντισαν με λατρεία την Πανάχραντο, ώστε ποτέ να μην Της λείψει το θυμίαμα, το κερί και το λάδι, και το κανδήλι Της να μη παύσει ποτέ να αναδίδει το φως το ιλαρό που παρέχει ελπίδα και παρηγοριά σε όλους μας.
Με το πέρασμα του χρόνου χτίστηκε ένα μικρό εκκλησάκι που στη συνέχεια ευπρεπίσθηκε ώστε όλοι κάτοικοι του νησιού να προσέρχονται και να ασπάζονται ευλαβικά την θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας ζητώντας τη βοήθεια και την προστασία Της σε δύσκολες στιγμές και χαλεπούς καιρούς. Γιατί η Παναγία αποδείχτηκε προστάτιδα σε όσους βρίσκονται σε κίνδυνο, φύλακας για τους ανάπηρους, συγκυβερνήτης αυτών που ταξιδεύουν στη θάλασσα. Και από τότε όλοι συνήθιζαν να λένε “πάμε να ανάψουμε μια λαμπάδα, ν’ ανάψουμε το κανδήλι και να προσκυνήσουμε την Καμαριώτισσα”. Για τα άπειρα θαύματα Της δεν υπάρχει γλώσσα που μπορεί να τα αναφέρει και να τα απαριθμήσει. Γιατί Αυτή είναι για το νησί μια ανεξάντλητη πηγή θαυμάτων και θεραπειών για όλον τον κόσμο. Χαρίζει το φως στους τυφλούς, απελευθερώνει τους δαιμονισμένους, θεραπεύει τους αρρώστους και τους γεμίζει δύναμη. Εισακούει τα παρακάλια από τις άτεκνες γυναίκες και τις χαρίζει το παιδί που επιθυμούν. Τους ναυτικούς που Την επικαλούνται, όταν είναι σε κίνδυνο, τους διασώζει και όλους τους ανθρώπους, σε θάλασσα και στεριά, όταν υποφέρουν απαλύνει τον πόνο τους. Κι έγινε ελπίδα και παρηγοριά, στολίδι και κόσμημα του νησιού. Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας και προστάτιδα υπέρμαχος όλων. Ας είναι ευλογημένη η Χάρη Της.
Παναγία η Μυρτιδιώτισσα
H Παναγία η Μυρτιδιώτισσα είναι εικόνα της Παναγίας που βρέθηκε στα Κύθηρα κατά τον 14ο αιώνα. Έχει το προσωνύμιο Μυρτιδιώτισσα, γιατί αναφέρεται από την παράδοση ότι τη βρήκε ένας βοσκός σε μια τοποθεσία γεμάτη με μυρτιές.Στις 24 Σεπτεμβρίου – 40 ημέρες μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου – εμφανίστηκε η Παναγία στον βοσκό και του είπε να ψάξει για την εικόνα που είχε έρθει σε εκείνο το μέρος πολλά χρόνια πριν.
Ο βοσκός έπεσε στο έδαφος, γεμάτος δέος, προσευχόμενος προς την Θεοτόκο. Μόλις σηκώθηκε και γύρισε, είδε την εικόνα στα κλαδιά μιας μυρτιάς. Κλαίγοντας από χαρά, έφερε την εικόνα σπίτι του και είπε σε όλους τους φίλους και συγγενείς την ιστορία της ανεύρεσης της εικόνας.
Παναγία η Θαλασσινή η Θεοσκέπαστη.
Σύμφωνα με την παράδοση, η Παναγία Θαλασσινή προστατεύει αυτούς που ταξιδεύουν στην θάλασσα, μαζί με τον Άγιο Νικόλαο.Ένα φουρτουνιασμένο βράδυ η εικόνα της Παναγίας ερχόταν από το πέλαγος προς την ακρογιαλιά με ένα παράξενο φώς. Οι άνθρωποι του νησιού ακολούθησαν το φώς που τους οδήγησε σε μια μικρή σπηλιά. Έκπληκτοι, μέσα στην σπηλιά, πάνω σε φύκια, είδαν την εικόνα της Παναγίας. Την προσκύνησαν και την μετέφεραν στο παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Την άλλη μέρα όμως η εικόνα γύρισε στην σπηλιά της! Έτσι, οι νησιώτες αποφάσισαν να χτίσουν Ναό πάνω από την σπηλιά. Οι εργασίες για την ανέγερση του ναού έγιναν με γοργούς ρυθμούς και η Εκκλησιά ήταν σχεδόν έτοιμη σε ελάχιστο χρόνο. Έλειπε όμως η σκεπή, γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. Η ίδια η Παναγία φρόντισε γι’ αυτό.
Ένα καράβι φορτωμένο με ξυλεία κινδύνευσε ανοιχτά στο πέλαγος έξω από την Άνδρο. Ο καπετάνιος μαζί με τους ναυτικούς παρακαλούσαν την Παναγία να τους σώσει από τον επικείμενο κίνδυνο. Φωτισμένος ο καραβοκύρης έριξε την ξυλεία στη θάλασσα. Έτσι το πλοίο σώθηκε. Η ξυλεία σιγά σιγά βγήκε στην ακτή κοντά στην σπηλιά, για να σκεπάσουν οι μάστορες την ξεσκέπαστη Εκκλησία. Επειδή η ξυλεία βρέθηκε αναπάντεχα και μάλιστα στην ώρα της, πραγματικά θεόσταλτη, η Εκκλησία της Παναγίας ονομάστηκε “Θεοσκέπαστη”.
Όταν ξύπνησε την επόμενη ημέρα η εικόνα έλειπε και φοβήθηκε μήπως είχε κλαπεί. Με βαριά καρδιά γύρισε με τα πρόβατά του στον τόπο της ανεύρεσης, αλλά εκεί είδε πάλι την εικόνα στα κλαδιά της μυρτιάς που την είχε πρωτοβρεί. Δοξάζοντας τον Θεό, την πήρε πάλι σπίτι του, αλλά την νύχτα η εικόνα εξαφανίστηκε όπως και την πρώτη φορά. Όταν η εξαφάνιση και επανεμφάνιση της εικόνας συνέβει και τρίτη φορά, κατάλαβε ότι ήταν θέλημα της Μητέρας του Θεού η εικόνα να παραμείνει εκεί που είχε πρωτοβρεθεί.
Εορτάζει στις 24 Σεπτεμβριου.
Παναγία η Χοζοβιώτισσα.
Η εικόνα της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας, ακολουθώντας μάλλον τη θαλάσσια οδό, βρέθηκε – με θαυματουργό τρόπο – στις ακτές της Αμοργού. Πιστεύεται ότι…ξεκίνησε από τους Αγίους Τόπους, τα Χόζοβα ή Χόζοβο της Παλαιστίνης, μια τοποθεσία κοντά στην Ιεριχώ, όπου είχαν ιδρυθεί σημαντικά μοναστήρια. Εκεί, σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, σε μια τοποθεσία απόκρημνη και σπηλαιώδη ήταν χτισμένη η Μονή του Κοζιβά, της οποίας «ο ναός είχε θεμελιωθεί στις ρωγμές της πέτρας και σπηλιές είχαν μετατραπεί σε κελιά των μοναχών». Παλαιά προφορική παράδοση μαρτυρά ότι η εικόνα της Παναγίας, βεβηλωμένη από κατακτητές την εποχή της Εικονομαχίας (9ος αιώνας μ.Χ.), ταξίδεψε από την Κύπρο κομμένη σε δύο κομμάτια. Έφτασε παρασυρόμενη από τα κύματα στην Αμοργό, στο σημείο που αργότερα χτίστηκε το ομώνυμο μοναστήρι. Τη μονή ίδρυσε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αλέξιος Α’ Κομνηνός το 1088.
Παναγία η Υψενή.(Ρόδος)
Νοτιοανατολικά της Ρόδου, στο χωριό της Λάρδου, βρίσκεται το μοναστήρι της Παναγίας Υψενής, το οποίο είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Η προέλευση της ονομασίας της «Υψενή» προέρχεται από το ύψος της τοποθεσίας που είναι κτισμένο το μοναστήρι. Ενώ για το προσωνύμιο «Γυψενή» αυτό προέρχεται από τα στρώματα γύψου που υπάρχουν στην περιοχή.
Το μοναστήρι ιδρύθηκε γύρω στα 1855, από τον Όσιο Μελέτιο, κτήτορα της μονής. Ο Όσιος Μελέτιος γεννήθηκε στο χωριό της Λάρδου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Βαπτίστηκε με το όνομα Εμμανουήλ και αφιέρωσε τη ζωή του στην αγάπη του για το Θεό και την προσευχή.
Κύρια του ασχολία ήταν η βοσκή των ζώων στις ερημικές περιοχές της Λάρδου, την οποία συνδύαζε με την προσευχή και την μοναχική περισυλλογή. Σε μια από τις καθημερινές του εξορμήσεις, οραματίστηκε το σημείο που βρισκόταν η εικόνα της Παναγίας Υψενής, στη ρίζα ενός δέντρου.
Το όραμα αυτό και η καθοδήγηση της Παναγίας, τον ώθησαν να ακολουθήσει την μοναχική ζωή. Στο μέρος όπου του υποδείχθηκε η εικόνα, έχτισε τον Ιερό Ναό, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Έτσι χειροτονήθηκε από τον τότε μητροπολίτη, Ηγούμενος της Μονής.
Έζησε αυστηρά ασκητική ζωή, αποσυρόμενος σε ένα σπήλαιο και συνάμα, στάθηκε αρωγός των χριστιανών στους δύσκολους τότε καιρούς, ενδυναμώνοντας την πίστη τους. Επίσης, είχε λάβει το Θείο χάρισμα να θεραπεύει ασθενείς και να ξεκουράζει πνευματικά βασανισμένες ψυχές.
Παναγία η Τσαμπίκα.(Ρόδος)
Η εικόνα της Παναγίας της Τσαμπίκας βρισκόταν αρχικά στο Μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου (Κύπρος). Από την Κύπρο, με θαυματουργικό τρόπο, η εικόνα έφευγε και πήγαινε στο βουνό Ζαμβύκη του Αρχάγγελου της Ρόδου. Η απώλεια της εικόνας προκάλεσε αναστάτωση στους μοναχούς του Κύκκου που κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να την εντοπίσουν.Στο βουνό Ζαμβύκη η Παναγία κρύβεται από τα βλέμματα των Χριστιανών σε ένα κυπαρίσσι. Όμως πολύ ταπεινά και απλά φανερώνεται σε βοσκό που μένει στην απέναντι περιοχή της βρύσης του Αιμαχού (Γιεμαχιού). Ο βοσκός είδε το φως της Παναγίας αλλά αρχικά δεν έδωσε καμία σημασία. Το είδε και την επόμενη βραδιά. Όταν όμως το είδε και για τρίτη φορά αποφάσισε να ανεβεί στο απέναντι βουνό, για να δει από κοντά με τα μάτια του, τι ήταν αυτό το φως.
Όταν έφθασε στο ύψωμα ο βοσκός μαρμάρωσε στο θέαμα που είδε να προβάλλεται μπροστά του. Είδε την εικόνα της Παναγίας να φωτίζεται από ακοίμητο κανδήλι στο «κυπαρίσσι το αεράτο» (έτσι λέγεται το δέντρο που είχε σταθμεύσει η Μεσίτρια των ανθρώπων). Από το γεγονός αυτό πήρε η εικόνα και το όνομα της, αφού η λέξη «τσάμπα», στην τοπική διάλεκτο της ρόδου σημαίνει σπίθα, φωτιά.
Αυτό το κυπαρίσσι σώζεται μέχρι σήμερα και στη ρίζα του υπάρχει μια τρύπα που σε πολύ τακτά χρονικά διαστήματα βγάζει ζεστό και κρύο αέρα.
Τελικά οι Κυκκώτες εντόπισαν την εικόνα στο νησί της Ρόδου και την μετέφεραν πίσω στην Κύπρο. Η εικόνα όμως και πάλι γύρισε πίσω στο βουνό της. Οι Κύπριοι όταν την ξαναέφεραν πίσω για να είναι σίγουροι ότι είναι η εικόνα τους, την έκαψαν λίγο από πίσω για να έχουν κάποιο σημάδι που θα την αναγνώριζαν πιο εύκολα. Η εικόνα όμως και για τρίτη φορά έρχεται στη νέα της κατοικία (το σημάδι σώζεται πολύ καθαρά μέχρι σήμερα).
Η εικόνα από τότε δεν έφυγε ποτέ από τη Ρόδο. Όταν ζητήθηκε να μεταφερθεί για προσκύνημα σε άλλα μέρη της Ελλάδος αυτή επέστρεψε και πάλι πίσω. Όταν το 2002 μ.Χ. κτίστηκε παρεκκλήσι προς τιμή της Παναγίας της Τσαμπίκας στο Πέρα Χωριό στην Κύπρο και οι κάτοικοι ζήτησαν να γίνει το εγκαίνιο του την 24η Ιουλίου, ο Μητροπολίτης Ρόδου, κ.κ. Κύριλλος, συνοδευόμενος από τρείς κληρικούς, έφερε την εικόνα στην Κύπρο, τέλεσε το εγκαίνιο του ναού και η εικόνα για πρώτη φορά έφυγε από τη θέση της για τρεις μέρες.
Το Μοναστήρι της Παναγίας της Τσαμπίκας, γιορτάζει το Γενέσιο της Θεοτόκου την 8η Σεπτεμβρίου και την Γ΄ Κυριακή των Νηστειών (Σταυροπροσκύνησης).
Ένα από τα παλιότερα θαύματα της Παναγίας Τσαμπίκας είναι και αυτό που συνδέεται με τα μεγάλα κτήματα γύρω από το Μοναστήρι. Αυτά τα κτήματα ανήκαν σ έναν Τούρκο Πασά, του οποίου η γυναίκα δεν τεκνοποιούσε. Εκείνη μαθαίνοντας για την Παναγία, προσευχήθηκε κι έφαγε το φυτιλάκι που έκαιγε στο καντήλι της εικόνας της. Έγινε το θαύμα κι έμεινε έγκυος. Ο Τούρκος δεν μπορούσε να πιστέψει πως το παιδί ήταν δικότου. Ούτε πίστευε πως επρόκειτο για θαύμα. Όταν όμως γεννήθηκε το μωρό, κρατούσε στη μικρή χούφτα του το φυτιλάκι του καντηλιού. Έτσι, ο Τούρκος Πασάς δώρισε στην εκκλησία όλα αυτά τα κτήματα που βρίσκονται γύρω απ το ναό.
Παναγία η Πανάχραντος (Άνδρος)
Σύμφωνα με τον κώδικα της Μονής το Μοναστήρι κτίστηκε από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά τον 10ο αιώνα.Η ιερά εικόνα βρέθηκε από δύο Μοναχούς, οι οποίοι έβλεπαν κάθε βράδυ ένα δυνατό φώς στο μέρος πού σήμερα βρίσκεται το μοναστήρι. Οι δύο ασκητές βρήκαν την εικόνα μέσα σέ ένα σπήλαιο και αφού την προσκύνησαν την πήραν στο κελλί τους. Τη νύχτα, όμως, η εικόνα ξαναγύρισε στο σπήλαιο. Αυτό έγινε πολλές φορές. Οι Μοναχοί, φωτισμένοι από την Παναγία, άφησαν τα ασκητήριά τους, εγκαταστάθηκαν κοντά στο σπήλαιο και με υπόδειξη της Παναχράντου έχτισαν εκεί τον πρώτο της Ναό στο χώρο όπου σήμερα είναι το Μοναστήρι. Πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου.
Φανερωμένη Νάξου.
Η Ιερά Μονή Φανερωμένης Νάξου, σχεδόν παραθαλάσσια, βρίσκεται βορειοδυτικά του χωριού Εγγαρές Νάξου και δυτικά του χωριού Κεραμωτή Νάξου με την οποία συνδέεται με μονοπάτι. Απέχει περίπου 10 χλμ. βόρεια από τη Χώρα.Κατά τη θρησκευτική παράδοση η ίδρυσή της, έχει ταυτιστεί με ανεύρεση εικόνας της Παναγίας από πλήρωμα πλοίου που κινδύνεψε στη περιοχή, παρά ταύτα η ακριβής χρονολογία ίδρυσης είναι άγνωστη. Είναι κτισμένη σε μορφή ενετικού πύργου σε ύψωμα και ακριβώς έναντι του ομώνυμου όρμου Φανερωμένης απ΄ όπου και δεσπόζει της όλης γύρω ΒΔ. ακτής της νήσου.H Ιερά Μονή Φανερωμένης Νάξου είναι αφιερωμένη στη Κοίμηση της Θεοτόκου, εορτάζει επί τριήμερο το 15Αύγουστο, είναι ανδρική μονή.
Παναγία η Αργοκοιλιωτισσα-Νάξος
(Η Ζωοδόχος Πηγή)
Παναγία η Εικονίστρια-Σκιάθος
Η ιερά εικόνα της Παναγίας της Εικονίστριας βρέθηκε περί το 1650 με θαυμαστό τρόπο στα κλαδιά ενός πεύκου. Στον τόπο της Ευρέσεως ζούσε κάποιος ασκητής, ο γέροντας ιερομόναχος Συμεών, ο οποίος και είδε ένα μυστηριώδες φως να φωτίζει το ασκητήριό του μέσα από το δάσος. Έκθαμβος και γεμάτος απορία για την προέλευση του εκτυφλωτικού φωτός, μάταια προσπαθούσε να πλησιάσει καθώς αυτό χανόταν. Ύστερα από πολλές απόπειρες αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο περί θαύματος. Μετά από προσευχή και νηστεία κατόρθωσε να πλησιάσει το μέρος όπου κρεμόταν η εικόνα στα κλαδιά ενός πεύκου. Τότε αντίκρισε τη γλυκιά μορφή της Παναγίας της Εικονίστριας.Ο ίδιος δεν μπόρεσε να κατεβάσει την Εικόνα. Ίσως ήταν και θέλημα της Παναγίας να συμβεί αυτό για να γίνουν και άλλοι μάρτυρες του θαύματος. Έμεινε εκεί όλη τη νύχτα προσευχόμενος, και το επόμενο πρωί αναχώρησε τρέχοντας από χαρά για την μεσαιωνική πόλη της Σκιάθου, το Κάστρο, όπου ανήγγειλε στους κατοίκους του το θαύμα. Οι προεστοί τον ακολούθησαν μαζί με τους ιερείς και τον κόσμο. Δάκρυα χαράς ξεχύθηκαν από τα μάτια όλων αντικρίζοντας την εικόνα επάνω στο δένδρο. Ένας νέος ιερέας που ονομαζόταν Ιωάννης ανέβηκε και κατέβασε την Εικόνα, που τοποθετήθηκε στο ασκητήριο του Γέροντα.
Εκεί λίγο αργότερα χτίστηκε και το μοναστήρι της που σώζεται ως σήμερα και τιμάται στα Εισόδια της Θεοτόκου. Αυτή την εορτή αφιέρωσαν τότε στο πάνσεπτο εικόνισμά της οι Σκιαθίτες, καθώς η Παναγία εικονίζεται χωρίς το Χριστό και η μορφή της ομοιάζει με μικρό παιδί, όπως όταν αφιερώθηκε από τους γονείς της Ιωακείμ και Άννα στο Ναό. Λόγω του θείου φωτός που εξέπεμπε η εικόνα ονομάστηκε ‘’Εικων Αστρία’’ δηλαδή εικόνα που λάμπει ως άστρο και κατόπιν ‘‘Εικονίστρια’’. Φέρει όμως και την παραπλήσια ονομασία ‘‘Κουνίστρα’’ ή ‘‘Κουνίστρια’’, είτε από αλλοίωση του τοπικού ιδιώματος, είτε από τα κωνοφόρα δένδρα της περιοχής.
Η εικόνα παρέμεινε στο μοναστήρι της μέχρι το 1846. Τότε με σύμφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και ύστερα από αίτημα όλων των κατοίκων της νέας πόλης μεταφέρθηκε η εικόνα και εγκαταστάθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό των Τριών Ιεραρχών, ώστε να την έχουν κοντά τους βοηθό και προστασία, και να καταφεύγουν σε αυτή.
Με το όνομα Παναγία Αργοκοιλιώτισσα φέρεται ιερό εικόνισμα που ανεβρέθηκε στην ορεινή Νάξο, στη θέση Αργοκοίλι, εξ ου και το προσωνύμιο, καθώς και το Μοναστήρι που έχει ανεγερθεί στο σημείο εύρεσης, το οποίο και καταλαμβάνει έκταση περίπου 25 στρεμμάτων.
Το 1835 μ.Χ. κατόπιν «καθ΄ ύπνου υπόδειξης», κατοίκου του χωριού Κόρωνος Νάξου… και μετά από επανάληψη δεύτερης έρευνας επίσης ομοίας υπόδειξης στη θέση Αργοκοίλι βρέθηκαν τελικά δύο παλαιές βυζαντινές εικόνες της Παναγίας εκ των οποίων η μία παρουσίαζε την Παναγία επί της Ζωοδόχου Πηγής. Οι δύο αυτές εικόνες μεταφέρθηκαν αρχικά στο χωριό Κόρωνος και από εκεί στη Μητρόπολη Παροναξίας.
Τον επόμενο χρόνο, και ανήμερα της εύρεσης, εμφανίσθηκε αγίασμα σε επιφάνειο φρεάτιο μπροστά σε αντικρινό βράχο, από το σημείο εκείνο της εύρεσης. Σκάβοντας στη συνέχεια στο σημείο αυτό αποκαλύφθηκε είσοδος μικρού σπηλαίου εντός του οποίου μέσα από μια μικρή κρύπτη, αριστερά, υπήρχαν λαξευμένες βαθμίδες σχεδόν σε κάθετη διάταξη που οδηγούν στην από οροφής έξοδο. Ολόκληρο αυτό το σπήλαιο αποδίδεται σήμερα ως βυζαντινό παρατηρητήριο φυλάκιο παρά τη βάση του οποίου είχαν αποκρύψει τις εικόνες πιθανώς στη περίοδο της εικονομαχίας. Το σημείο αυτό του βράχου του αγιάσματος είναι ορατό από τη θάλασσα όχι όμως από την ακτή. Βρίσκεται σε απόλυτη ευθυγράμμιση με δύο κατ΄ έναντι κορυφές λόφων με κατεύθυνση Ανατολή – Δύση.
Παναγία η Ακαθή
Το όνομα «Ακαθή» υπάρχει σχεδόν μόνο στη Σχοινούσα και προέρχεται από μία εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται εκεί. Της Παναγίας της Ακαθής, όπως την λένε. Και λέγεται έτσι, επειδή είναι από τις λίγες εικόνες που ο Χριστός αντί να τον κρατά αγκαλιά η Παναγία, στέκει όρθιος μπροστά της. Δηλαδή Ακάθιστος. Η εικόνα αυτή πήγε στη Σχοινούσα από τη Σαντορίνη, που κι εκεί βρέθηκε με θαυματουργικό τρόπο.Μια γυναίκα, κάτοικος της Σαντορίνης, άκουγε κατά καιρούς από ένα συγκεκριμένο σημείο του σπιτιού της χτυπήματα στον τοίχο. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλά δεν έδωσε ως φαίνεται και την πρέπουσα σημασία.
Ένα βράδυ λοιπόν είδε ένα όνειρο. Της παρουσιάστηκε μια γυναίκα και της είπε ότι είναι η Παναγία η Ακαθή και γιορτάζει του Ακαθίστου. Να σκάψει της είπε στο σημείο που ακούει το κτύπημα. Έσκαψε λοιπόν η γυναίκα αυτή και βρήκε ένα κούφωμα και μέσα την εικόνα μαζί με ένα καντηλάκι και σταμνάκι με λάδι.
Την εποχή εκείνη η Σαντορίνη ήταν πολύ φτωχό νησί και οι κάτοικοί της τα έφερναν πολύ δύσκολα βόλτα. Ακούγοντας λοιπόν στο χωριό για την θαυματουργή εικόνα έτρεχαν όλοι να προσκυνήσουν και κάτι άφηναν στη γυναίκα. Άλλος λίγο λάδι, άλλος κάποια λεφτά. Με τον τρόπο αυτό ζούσε τώρα η γυναίκα που βρήκε την εικόνα καλύτερα.
Κάποτε σκέφθηκε να πάρει την εικόνα και να τη φέρει στα γύρω νησιά και ο κόσμος που προσκυνούσε άφηνε τον οβολό του. Πήγε λοιπόν σε κάποια περιοδεία της και στη Σχοινούσα και επειδή εκεί την καλοδέχτηκαν και της έδωσαν ίσως και κάποια δουλειά — το νησάκι ήταν εύφορο και υπήρχε δουλειά για όλους — αποφάσισε να εγκατασταθεί.
Την εικόνα την είχε πάντα στο σπίτι της και κατά κάποιο τρόπο την εκμεταλλευόταν. Σε κάποια επίσκεψή του όμως εκεί ο Σεβασμιώτατος Θήρας Γαβριήλ δεν του άρεσε αυτή η εκμετάλλευση που γινόταν. Έκαμε λοιπόν τις απαιτούμενες ενέργειες και η εικόνα μεταφέρθηκε στην ενορία του νησιού που ήταν αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Σήμερα η εκκλησία γιορτάζει την Παρασκευή του Ακαθίστου.
Παναγία η Γαλατιανή στην Κάλυμνο.
Πάνε πολλά χρόνια από τότε που οι πειρατές έκρυβαν τους θησαυρούς που έκλεβαν τους σε σπηλιές θαλασσινές και βουνίσιες, για να τους πάρουν αργότερα. Τα ίδια πάνω κάτω χρόνια, οι χριστιανοί, κρύβανε τους δικούς τους θησαυρούς σε παρόμοια μέρη, για να τους γλυτώσουν από τους Τούρκους και τους Αγαρηνούς. Οι θησαυροί αυτοί δεν ήταν άλλο, παρά άγιες εικόνες και ιερά σκεύη. Ένα τέτοιο θησαυρό είχε την τύχη να βρει ένας βοσκός στα Αργινώντα και του έχτισε και εκκλησιά.Πέρασαν καμιά διακοσαριά χρόνια, από τότε που ο βοσκός της ιστορίας μας έβοσκε κάτι ατίθασα κατσίκια. Πού τα έχανε, πού τα έβρισκε, πάντα σκαρφαλωμένα πάνω στα πιο άγρια βράχια της βοσκής, δεν προλάβαινε να τα κυνηγά. Μια μέρα κάποιο από τα ερίφια ανέβηκε ψηλά σε ένα βράχο και από κει ο βοσκός το έχασε από τα μάτια του. Πλησίασε να δει πού πήγε και είδε πως στεκόταν μπροστά σε μια σπηλιά που το στόμιο της δε φαινόταν από τα χαμηλά.
Το μέρος της σπηλιάς ήταν κακοτράχαλο και το ζώο είχε παγιδευτεί και δεν μπορούσε να φύγει. Ο βοσκός προσπάθησε με πέτρες να το φοβίσει και να το κάμει να φύγει από κει, αλλά μάταια. Το κατσικι έβλεπε το γκρεμό που έχασκε κάτω και δεν κουνούσε από τη θέση του. Τι να κάμει ο βοσκός; Έκαμε ολόκληρη γύρα από πιο ψηλά, κατέβηκε στο σημείο που στεκόταν το ζώο, το ‘πιασε και έκαμε να φύγει. Άθελα του έριξε μια ματιά μέσα στη σπηλιά και βλέπει ένα εικόνισμα, με τη ζωγραφιά της Παναγιάς. Σηκώνει το εικόνισμα και βλέπει να γράφει πάνω το όνομα: Παναγιά Γαλατιανή. Παίρνει την εικόνα τη βάζει στην χαραζίκα του και φεύγει. Κατέβηκε στ’ Αργινώντα και πήγε να δείξει και σε άλλους, τι βρήκε. Βλέπει μέσα στην ταραζίκα, έλειπε η εικόνα.. Την άλλη μέρα χάνει πάλι ο βοσκός το ρίφι. Ο νους του πήγε στο σπήλαιο. Πάει βρίσκει το ρίφι μπροστά στο σπήλαιο και μέσα την εικόνα. Την ξαναπαίρνει, την κατεβάζει στα Αργινώντα και τη δείχνει σε όλους τους Αργινωντάες. Τη νύχτα βλέπει όνειρο την Παναγιά, αυτή που έδειχνε το εικόνισμα, να του λέει:
- Γιάντα με πήρες ‘πό κεια; Εγώ θέλω α μου χτίσεις στο μέρος φτο το σπίτι μου :
-Μα ε μου λέεις και πώς θα χτίσαμε κει πάνω εκκλησιά, που θα πρέπει α κουβαλήσουμε ούλα τα υλικά; απαντά ο βοσκός!
Η Παναγιά του είπε να μην ανησυχεί και ότι θα τα βρει όλα. πράγματι όταν πήγε στο μέρος που του είχε υποδείξει, βρήκε ακόμα και νερό μέσα σε φυσικές υπόγειες στέρνες. Έτσι άρχισε το χτίσιμο της εκκλησίας με τη βοήθεια και των άλλων κατοίκων, γρήγορα τελείωσε και βρίσκεται το εκκλησάκι αυτό ψηλά στο μετόχι. Πάλι, για να μην κλέψει κανένας την εικόνα, την κατέβασαν χαμηλά στα αργινώντα και την έβαλαν στην εκκλησιά του αγίου Νικολάου, όπου και την εορτάζουν από τότε με μεγάλο πανηγύρι στις δεκαπέντε του Αυγούστου. Όμως κάθε εννιάμερα, υπάρχει η παράδοση από τους παλιούς να πηγαίνουν την εικόνα ψηλά στο εκκλησάκι της και να κάνουν λειτουργία, για να βλέπει η Παναγιά το σπίτι της.