O IOYΔΑΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ
«Ὤ τῆς Ἰούδα ἀθλιότητος!» (αἶν. Μ. Τετ.)
Η γῆ, ἀγαπητοί μου, ὁ μικρὸς αὐτὸς πλανήτης, ἦταν ἐποχὴ ποὺ ἦταν καθαρὴ ἀπὸ ἐγκλήματα. Τὸ πρῶτο ἔγκλημα ἔγινε ὅταν ὁ Κάϊν ἐφόνευσε τὸν ἀδελφό του Ἄβελ. Ἀπὸ τότε μολύνθηκε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ μολύνεται.
Ἀναρίθμητα τὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔχουν γίνει. Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο ἀπ᾽ ὅλα εἶνε αὐτὸ ποὺ αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες μᾶς μαζεύει στὴν ἐκκλησία, τὸ ἔγκλημα κατὰ τοῦ Θεανθρώπου. Ἴλιγγος σὲ πιάνει ἂν σκεφθῇς ὅτι τὸ σκουλήκι τῆς γῆς, ὁ ἐλεεινὸς ἄνθρωπος, σκότωσε τὸ Δημιουργό του, τὸν Κτίστη τῶν ἁπάντων! Ἔφθασε στὸ ναδὶρ τῆς ἀθλιότητος. Καὶ ὅπως σὲ κάθε ἔγκλημα ὑπάρχουν
φυσικοὶ καὶ ἠθικοὶ αὐτουργοί, ἔτσι καὶ στὸ ἔγκλημα αὐτό. «Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν» (Ἰω. 19,37). Ἔνοχοι εἶνε οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ σαδδουκαῖοι, ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας, ὁ Πόντιος Πιλᾶτος καὶ ὁ ὄχλος ποὺ φώναζε «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (ἔ.ἀ. 19,15).
Ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἔνοχος εἶνε ὁ Ἰούδας. Τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν Πιλᾶτο· Κ᾽ ἐσὺ ἔχεις εὐθύνη, ἀλλὰ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία ἔχει ἐκεῖνος ποὺ μὲ παρέδωσε σ᾽ ἐσένα (βλ. ἔ.ἀ. 19,11). Γι᾽ αὐτὸ ἡ ὑμνολογία γιὰ τὸν Ἰούδα χρησιμοποιεῖ τὰ πιὸ σκληρὰ λόγια· «δοῦλος», «δόλιος», «ἐπίβουλος», «διάβολος», «προδότης»…
Ἂς δοῦμε τὴν καταγωγή του καὶ τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἔσπρωξε στὸ ἔγκλημα.
«Ὤ τῆς Ἰούδα ἀθλιότητος!» (αἶν. Μ. Τετ.)
Η γῆ, ἀγαπητοί μου, ὁ μικρὸς αὐτὸς πλανήτης, ἦταν ἐποχὴ ποὺ ἦταν καθαρὴ ἀπὸ ἐγκλήματα. Τὸ πρῶτο ἔγκλημα ἔγινε ὅταν ὁ Κάϊν ἐφόνευσε τὸν ἀδελφό του Ἄβελ. Ἀπὸ τότε μολύνθηκε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ μολύνεται.
Ἀναρίθμητα τὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔχουν γίνει. Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο ἀπ᾽ ὅλα εἶνε αὐτὸ ποὺ αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες μᾶς μαζεύει στὴν ἐκκλησία, τὸ ἔγκλημα κατὰ τοῦ Θεανθρώπου. Ἴλιγγος σὲ πιάνει ἂν σκεφθῇς ὅτι τὸ σκουλήκι τῆς γῆς, ὁ ἐλεεινὸς ἄνθρωπος, σκότωσε τὸ Δημιουργό του, τὸν Κτίστη τῶν ἁπάντων! Ἔφθασε στὸ ναδὶρ τῆς ἀθλιότητος. Καὶ ὅπως σὲ κάθε ἔγκλημα ὑπάρχουν
φυσικοὶ καὶ ἠθικοὶ αὐτουργοί, ἔτσι καὶ στὸ ἔγκλημα αὐτό. «Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν» (Ἰω. 19,37). Ἔνοχοι εἶνε οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ σαδδουκαῖοι, ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας, ὁ Πόντιος Πιλᾶτος καὶ ὁ ὄχλος ποὺ φώναζε «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (ἔ.ἀ. 19,15).
Ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἔνοχος εἶνε ὁ Ἰούδας. Τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν Πιλᾶτο· Κ᾽ ἐσὺ ἔχεις εὐθύνη, ἀλλὰ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία ἔχει ἐκεῖνος ποὺ μὲ παρέδωσε σ᾽ ἐσένα (βλ. ἔ.ἀ. 19,11). Γι᾽ αὐτὸ ἡ ὑμνολογία γιὰ τὸν Ἰούδα χρησιμοποιεῖ τὰ πιὸ σκληρὰ λόγια· «δοῦλος», «δόλιος», «ἐπίβουλος», «διάβολος», «προδότης»…
Ἂς δοῦμε τὴν καταγωγή του καὶ τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἔσπρωξε στὸ ἔγκλημα.
* * *
Ὁ Ἰούδας δὲν ξεφύτρωσε ἔτσι· κάποια μάνα τὸν γέννησε καὶ τὸν θήλασε, ἕνας πατέρας τὸν ἀνέθρεψε, ἕνα χωριὸ τὸν μεγάλωσε. Γεννήθηκε στὴν Ἰουδαία, στὸ χωριὸ Καριώθ (Ἰερ. 31,24), ἐξ οὗ καὶ Ἰσκαριώτης. Ἔχει σημασία ἡ καταγωγή. Ὅπως ὅταν πᾷς πάνω ἀπὸ ἕνα πηγάδι καὶ φωνάξῃς ἀκοῦς τὸν ἀντίλαλο τῆς φωνῆς σου, ἔτσι καὶ τὰ παιδιὰ εἶνε ἡ ἠχὼ τῆς κοινωνίας ποὺ τὰ διαμορφώνει. Οἱ ἄλλοι ἕνδεκα μαθηταὶ ἦταν ψαρᾶδες καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, ἀπὸ μέρη ταπεινὰ καὶ μὲ εὐγενέστερους ἀνθρώπους ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κατοικοῦσαν στὴν περιοχὴ τῆς Ἰουδαίας.
Δὲν μποροῦμε πάντως νὰ ἀρνηθοῦμε ὅτι ὁ Ἰούδας, μολονότι προϊὸν μιᾶς κακῆς κοινωνίας, εἶχε καὶ καλὲς διαθέσεις. Δὲν ὑπάρχει ἐγκληματίας ποὺ δὲν ἔχει καὶ κάποια καλὴ διάθεσι· ὅπως δὲν ὑπάρχει καὶ ἅγιος χωρὶς κάποιο ἐλάττωμα. Ἕνας εἶνε ὁ τέλειος καὶ ἀναμάρτητος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅλα τὰ ἀνθρώπινα τὰ σκιάζει ἡ ἀτέλεια καὶ ἡ ἁμαρτία.
Ὁ Χριστὸς τίμησε τὸν Ἰούδα ὅπως καὶ τοὺς ἄλλους μαθητάς. Δὲν ἔκανε διακρίσεις ὅπως κάνουν κάποιοι γονεῖς στὰ παιδιά τους. Δὲν τὸν στέρησε ἀπὸ τίποτα, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία (βλ. κάθ. ὄρθρ. Μ. Παρ. πρὸ τοῦ Γ΄ εὐαγγ. «Ποῖός σε τρόπος, Ἰούδα…»). Δὲν τὸν χώρισε ἀπὸ τὸν ὅμιλο τῶν ἀποστόλων. Τοῦ ἔδωσε, ὅπως καὶ σ᾽ ἐκείνους, τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύῃ ἀσθένειες καὶ τὴν ἐξουσία νὰ βγάζῃ δαιμόνια. Τὸν ἔστειλε, ὅπως κ᾽ ἐκείνους, στὸ κήρυγμα καὶ τὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς. Ὅταν στὴν ἔρημο εὐλόγησε τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ χόρτασε ὁ κόσμος καὶ περίσσεψαν δώδεκα κοφίνια μὲ κλάσματα, ἔδωσε καὶ σ᾽ αὐτὸν ἕνα κοφίνι. Κι ὅταν τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης πῆρε νιπτῆρα – λεκάνη κ᾽ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, ἔπλυνε καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἰούδα, ἂν καὶ γνώριζε ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγη ὥρα θὰ πάῃ νὰ τὸν προδώσῃ. Κι ὅταν κάθησε στὸ τραπέζι καὶ εἶχε ὑπ᾽ ὄψι τὸ σκοπό του, δὲν τὸν προσέβαλε· ἐνῷ μποροῦσε νὰ τοῦ πῇ, Προδότη, ἀχάριστε κ.λ., ἔδειξε ἀνεξικακία καὶ πραότητα. Εἶπε μόνο «Κάποιος ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ προδώσῃ» (Ματθ. 26,21). Κ᾽ ἐνῷ ὅλοι ἀνησύχησαν, κι ὁ Πέτρος κι ὁ Ἰωάννης καὶ οἱ ἄλλοι, ἕνας μόνο ἔμεινε ἀσυγκίνητος, ὁ Ἰούδας. Τί κι ἂν Χριστὸς μὲ ἀγάπη τοῦ προσέφερε «τὸ ψωμίον» βουτηγμένο στὸ «τρύβλιον» (ἔ.ἀ. 26,23. Μᾶρκ. 14,20. Ἰω. 13,26-27); ἐκεῖνος ἔμεινε ἀναίσθητος. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἔφυγε ἀπὸ τὸ δεῖπνο.
Ὅταν ὁ Ἰούδας ἔφυγε ἀπὸ τὸ μυστικὸ δεῖπνο καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ ὑπερῷο εἶχε νυχτώσει· σκοτάδι ἔξω, ἀλλὰ καὶ σκοτάδι μέσα του. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη πλέον «μπῆκε ὁ διάβολος στὴν καρδιά του» (Ἰω. 13, 30,2,27). Μετὰ ἀπὸ λίγη ὥρα ἐπανέρχεται γιὰ νὰ ἐκτελέσῃ τὸν ἀνόσιο σκοπό του. Ξέρει καλὰ τὸ μέρος ποὺ συνηθίζει ὁ Χριστὸς νὰ πηγαίνῃ γιὰ προσευχή. Μέσ᾽ στῆς νύχτας τὰ σκοτάδια βαδίζει τώρα καὶ σὲ λίγο φθάνει στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, ὄχι ὅμως μόνος. Ἔρχεται ὡς ὁδηγὸς ὁλόκληρης σπείρας, ἐπὶ κεφαλῆς ὄχλου καὶ στρατιωτῶν, σταλμένων ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβυτέρους καὶ γραμματεῖς μὲ φανοὺς καὶ λαμπάδες. Κρατοῦν μαχαίρια καὶ ῥόπαλα, γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν Ἄοπλο. Κι ὅταν πλησίασε τὸ Χριστό, τοῦ ἔδωσε φίλημα – αὐτὸ ἦταν τὸ συμφωνημένο σῆμα, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ τοὺς ὑποδείκνυε ποιός εἶνε ὁ καταζητούμενος, ὥστε νὰ τὸν συλλάβουν μὲ ἀσφάλεια. Καὶ ὁ Χριστὸς τί κάνει; Δὲν τοῦ λέει καμμιά ὑβριστικὴ λέξι. Τοῦ εἶπε μόνο· «Φίλε, μὲ φίλημα προδίδεις τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;» (Ματθ. 26,50. Λουκ. 22,48).
Τέτοια εἶνε πάντοτε τὰ φιλήματα τῆς προδοσίας, φιλήματα ὑποκριτικά. Μὲ τὸ φίλημα ποὺ ἔδωσε ὁ Ἰούδας στὸ Χριστὸ μοιάζουν τὰ φιλήματα ποὺ δίνουν π.χ. οἱ ἄπιστες γυναῖκες στοὺς συζύγους τους ἀλλὰ καὶ οἱ ἄπιστοι ἄντρες στὶς συζύγους τους. Ἄχ αὐτὰ τὰ φιλήματα! Τί τραβᾶνε οἱ σύζυγοι στὸν αἰῶνα αὐτὸ τῆς διαφθορᾶς! Ἐνῷ ὁ ἄντρας ἱδρώνει στὸ χωράφι ἢ κουράζεται στὸ κατάστημα ἢ ζαλίζεται στὴν ὑπηρεσία του, ἡ γυναίκα του βρίσκει εὐκαιρία καὶ ὀργιάζει μὲ κάποιον ἄλλο· κ᾽ ὅταν ὁ σύζυγος ἐπιστρέφῃ ἀπ᾽ τὴ δουλειά του κουρασμένος, αὐτὴ τοῦ δίνει ἀπατηλὰ φιλήματα καὶ τὸν καθησυχάζει. Αὐτὰ εἶνε τὰ φιλήματα τῆς ἀπίστου γυναικός· ὅπως, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὑπάρχουν καὶ τὰ φιλήματα τοῦ ἀπίστου ἀνδρὸς πού, ἐνῷ ἀπατᾷ τὴ γυναῖκα του μὲ τὴ μιὰ καὶ μὲ τὴν ἄλλη, ὅταν γυρίζει στὸ σπίτι ἀσπάζεται τὴ σύζυγό του καὶ τῆς λέει πὼς τὴν ἀγαπᾷ, γιὰ νὰ τὴν ἀποκοιμίζῃ. Φιλήματα Ἰούδα εἶν᾽ αὐτά. Πόσο ἀξιολύπητη εἶνε ἡ γυναίκα ὅταν ὁ ἄντρας της τῆς δίνῃ τέτοια ἀπατηλὰ φιλήματα, καὶ πόσο ἀξιολύπητος ὁ ἄντρας ὅταν δέχεται τέτοια φιλήματα ἀπὸ τὴ μοιχαλίδα σύζυγό του! Οἱ πιστοὶ αὐτοὶ σύζυγοι ζοῦν ἕνα μαρτύριο, κάτι τὸ ἀφάνταστο, ποὺ μόνο ὅταν κανεὶς ἐγκύπτει στὴν σκηνὴ τοῦ φιλήματος τοῦ Ἰούδα στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ μπορεῖ νὰ τὸ συλλάβῃ. Προτιμότερο νὰ σὲ δαγκώνῃ φίδι παρὰ νὰ σὲ ἀσπάζεται ἀπατηλὰ σύζυγος ποὺ ἔχει ἀθετήσει τὶς ἱερὲς ὑποσχέσεις τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου καί, ἐνῷ ὑποκρίνεται ὅτι σὲ ἀγαπᾷ, στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς ἔχει ἐγκαταστήσῃ κάποιο ἄλλο πρόσωπο (πρβλ. Σ. Σειρ. 21,2).
Μὲ φίλημα λοιπὸν ὁ Ἰούδας προδίδει τὸν Κύριο. Καὶ ὅμως ὁ Χριστὸς καὶ πάλι μὲ ὅλη του τὴν ἀγαθότητα τοῦ ἀπαντᾷ· «Φίλε, μὲ φίλημα προδίδεις τὸν διδάσκαλό σου;». Ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ φαίνεται ὅτι ὁ Ἰούδας δὲν εἶχε κανένα σσε νὰ ἔχῃ. Ὁ Χριστὸς τὸν ἀγάπησε σὰν τὴ μάνα του καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα του, τὸν ἀγάπησε σὰν πατέρας· τὸν εἶχε παιδί του ἀγαπημένο, ὅπως ὅλους τοὺς μαθητάς, καὶ ποτέ δὲν τὸν παραγκώνισε. Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἐνοχὴ τοῦ Ἰούδα εἶνε μεγάλη.
Δὲν μποροῦμε πάντως νὰ ἀρνηθοῦμε ὅτι ὁ Ἰούδας, μολονότι προϊὸν μιᾶς κακῆς κοινωνίας, εἶχε καὶ καλὲς διαθέσεις. Δὲν ὑπάρχει ἐγκληματίας ποὺ δὲν ἔχει καὶ κάποια καλὴ διάθεσι· ὅπως δὲν ὑπάρχει καὶ ἅγιος χωρὶς κάποιο ἐλάττωμα. Ἕνας εἶνε ὁ τέλειος καὶ ἀναμάρτητος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅλα τὰ ἀνθρώπινα τὰ σκιάζει ἡ ἀτέλεια καὶ ἡ ἁμαρτία.
Ὁ Χριστὸς τίμησε τὸν Ἰούδα ὅπως καὶ τοὺς ἄλλους μαθητάς. Δὲν ἔκανε διακρίσεις ὅπως κάνουν κάποιοι γονεῖς στὰ παιδιά τους. Δὲν τὸν στέρησε ἀπὸ τίποτα, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία (βλ. κάθ. ὄρθρ. Μ. Παρ. πρὸ τοῦ Γ΄ εὐαγγ. «Ποῖός σε τρόπος, Ἰούδα…»). Δὲν τὸν χώρισε ἀπὸ τὸν ὅμιλο τῶν ἀποστόλων. Τοῦ ἔδωσε, ὅπως καὶ σ᾽ ἐκείνους, τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύῃ ἀσθένειες καὶ τὴν ἐξουσία νὰ βγάζῃ δαιμόνια. Τὸν ἔστειλε, ὅπως κ᾽ ἐκείνους, στὸ κήρυγμα καὶ τὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς. Ὅταν στὴν ἔρημο εὐλόγησε τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ χόρτασε ὁ κόσμος καὶ περίσσεψαν δώδεκα κοφίνια μὲ κλάσματα, ἔδωσε καὶ σ᾽ αὐτὸν ἕνα κοφίνι. Κι ὅταν τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης πῆρε νιπτῆρα – λεκάνη κ᾽ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, ἔπλυνε καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἰούδα, ἂν καὶ γνώριζε ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγη ὥρα θὰ πάῃ νὰ τὸν προδώσῃ. Κι ὅταν κάθησε στὸ τραπέζι καὶ εἶχε ὑπ᾽ ὄψι τὸ σκοπό του, δὲν τὸν προσέβαλε· ἐνῷ μποροῦσε νὰ τοῦ πῇ, Προδότη, ἀχάριστε κ.λ., ἔδειξε ἀνεξικακία καὶ πραότητα. Εἶπε μόνο «Κάποιος ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ προδώσῃ» (Ματθ. 26,21). Κ᾽ ἐνῷ ὅλοι ἀνησύχησαν, κι ὁ Πέτρος κι ὁ Ἰωάννης καὶ οἱ ἄλλοι, ἕνας μόνο ἔμεινε ἀσυγκίνητος, ὁ Ἰούδας. Τί κι ἂν Χριστὸς μὲ ἀγάπη τοῦ προσέφερε «τὸ ψωμίον» βουτηγμένο στὸ «τρύβλιον» (ἔ.ἀ. 26,23. Μᾶρκ. 14,20. Ἰω. 13,26-27); ἐκεῖνος ἔμεινε ἀναίσθητος. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἔφυγε ἀπὸ τὸ δεῖπνο.
Ὅταν ὁ Ἰούδας ἔφυγε ἀπὸ τὸ μυστικὸ δεῖπνο καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ ὑπερῷο εἶχε νυχτώσει· σκοτάδι ἔξω, ἀλλὰ καὶ σκοτάδι μέσα του. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη πλέον «μπῆκε ὁ διάβολος στὴν καρδιά του» (Ἰω. 13, 30,2,27). Μετὰ ἀπὸ λίγη ὥρα ἐπανέρχεται γιὰ νὰ ἐκτελέσῃ τὸν ἀνόσιο σκοπό του. Ξέρει καλὰ τὸ μέρος ποὺ συνηθίζει ὁ Χριστὸς νὰ πηγαίνῃ γιὰ προσευχή. Μέσ᾽ στῆς νύχτας τὰ σκοτάδια βαδίζει τώρα καὶ σὲ λίγο φθάνει στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, ὄχι ὅμως μόνος. Ἔρχεται ὡς ὁδηγὸς ὁλόκληρης σπείρας, ἐπὶ κεφαλῆς ὄχλου καὶ στρατιωτῶν, σταλμένων ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβυτέρους καὶ γραμματεῖς μὲ φανοὺς καὶ λαμπάδες. Κρατοῦν μαχαίρια καὶ ῥόπαλα, γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν Ἄοπλο. Κι ὅταν πλησίασε τὸ Χριστό, τοῦ ἔδωσε φίλημα – αὐτὸ ἦταν τὸ συμφωνημένο σῆμα, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ τοὺς ὑποδείκνυε ποιός εἶνε ὁ καταζητούμενος, ὥστε νὰ τὸν συλλάβουν μὲ ἀσφάλεια. Καὶ ὁ Χριστὸς τί κάνει; Δὲν τοῦ λέει καμμιά ὑβριστικὴ λέξι. Τοῦ εἶπε μόνο· «Φίλε, μὲ φίλημα προδίδεις τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;» (Ματθ. 26,50. Λουκ. 22,48).
Τέτοια εἶνε πάντοτε τὰ φιλήματα τῆς προδοσίας, φιλήματα ὑποκριτικά. Μὲ τὸ φίλημα ποὺ ἔδωσε ὁ Ἰούδας στὸ Χριστὸ μοιάζουν τὰ φιλήματα ποὺ δίνουν π.χ. οἱ ἄπιστες γυναῖκες στοὺς συζύγους τους ἀλλὰ καὶ οἱ ἄπιστοι ἄντρες στὶς συζύγους τους. Ἄχ αὐτὰ τὰ φιλήματα! Τί τραβᾶνε οἱ σύζυγοι στὸν αἰῶνα αὐτὸ τῆς διαφθορᾶς! Ἐνῷ ὁ ἄντρας ἱδρώνει στὸ χωράφι ἢ κουράζεται στὸ κατάστημα ἢ ζαλίζεται στὴν ὑπηρεσία του, ἡ γυναίκα του βρίσκει εὐκαιρία καὶ ὀργιάζει μὲ κάποιον ἄλλο· κ᾽ ὅταν ὁ σύζυγος ἐπιστρέφῃ ἀπ᾽ τὴ δουλειά του κουρασμένος, αὐτὴ τοῦ δίνει ἀπατηλὰ φιλήματα καὶ τὸν καθησυχάζει. Αὐτὰ εἶνε τὰ φιλήματα τῆς ἀπίστου γυναικός· ὅπως, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὑπάρχουν καὶ τὰ φιλήματα τοῦ ἀπίστου ἀνδρὸς πού, ἐνῷ ἀπατᾷ τὴ γυναῖκα του μὲ τὴ μιὰ καὶ μὲ τὴν ἄλλη, ὅταν γυρίζει στὸ σπίτι ἀσπάζεται τὴ σύζυγό του καὶ τῆς λέει πὼς τὴν ἀγαπᾷ, γιὰ νὰ τὴν ἀποκοιμίζῃ. Φιλήματα Ἰούδα εἶν᾽ αὐτά. Πόσο ἀξιολύπητη εἶνε ἡ γυναίκα ὅταν ὁ ἄντρας της τῆς δίνῃ τέτοια ἀπατηλὰ φιλήματα, καὶ πόσο ἀξιολύπητος ὁ ἄντρας ὅταν δέχεται τέτοια φιλήματα ἀπὸ τὴ μοιχαλίδα σύζυγό του! Οἱ πιστοὶ αὐτοὶ σύζυγοι ζοῦν ἕνα μαρτύριο, κάτι τὸ ἀφάνταστο, ποὺ μόνο ὅταν κανεὶς ἐγκύπτει στὴν σκηνὴ τοῦ φιλήματος τοῦ Ἰούδα στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ μπορεῖ νὰ τὸ συλλάβῃ. Προτιμότερο νὰ σὲ δαγκώνῃ φίδι παρὰ νὰ σὲ ἀσπάζεται ἀπατηλὰ σύζυγος ποὺ ἔχει ἀθετήσει τὶς ἱερὲς ὑποσχέσεις τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου καί, ἐνῷ ὑποκρίνεται ὅτι σὲ ἀγαπᾷ, στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς ἔχει ἐγκαταστήσῃ κάποιο ἄλλο πρόσωπο (πρβλ. Σ. Σειρ. 21,2).
Μὲ φίλημα λοιπὸν ὁ Ἰούδας προδίδει τὸν Κύριο. Καὶ ὅμως ὁ Χριστὸς καὶ πάλι μὲ ὅλη του τὴν ἀγαθότητα τοῦ ἀπαντᾷ· «Φίλε, μὲ φίλημα προδίδεις τὸν διδάσκαλό σου;». Ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ φαίνεται ὅτι ὁ Ἰούδας δὲν εἶχε κανένα σσε νὰ ἔχῃ. Ὁ Χριστὸς τὸν ἀγάπησε σὰν τὴ μάνα του καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα του, τὸν ἀγάπησε σὰν πατέρας· τὸν εἶχε παιδί του ἀγαπημένο, ὅπως ὅλους τοὺς μαθητάς, καὶ ποτέ δὲν τὸν παραγκώνισε. Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἐνοχὴ τοῦ Ἰούδα εἶνε μεγάλη.
* * *
Γεννᾶται λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἡ ἀπορία· γιατί πρόδωσε ὁ Ἰούδας τὸν Κύριο;
Πολλὲς ἑρμηνεῖες θὰ μπορούσαμε ν᾽ ἀναφέρουμε, ἀλλὰ δὲν πρόκειται ἐδῶ νὰ κάνουμε διάλεξι. Ὅσοι μελέτησαν τὸ δύσκολο πρόβλημα τοῦ Ἰούδα, εἶπαν ὅτι ἡ ψυχή του εἶνε ἄβυσσος. Ἐὰν γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶνε δύσκολο ἢ καὶ ἀδύνατον νὰ καταδυθοῦμε στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του, πολὺ περισσότερο δύσκολο εἶνε νὰ εἰσέλθουμε στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ Ἰούδα. Σύμφωνα πάντως μὲ τὴν πατερικὴ ἑρμηνεία καὶ τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας ἡ κυρία αἰτία τῆς προδοσίας εἶνε μία, ἐκείνη ποὺ ἐπισημαίνουν οἱ εὐαγγελισταί· εἶνε ἡ φιλαργυρία, ἡ ἀγάπη στὸ χρῆμα. Μέσ᾽ στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰούδα ὑπῆρχε ἕνα ἀγκάθι. Ὅπως σ᾽ ἕνα περιβόλι φυτρώνουν ἀγκάθια, καὶ ἂν δὲν τὰ καθαρίσῃ ὁ κηπουρός, μπορεῖ αὐτὰ νὰ ἐξαπλωθοῦν καὶ νὰ γεμίσουν τὸ ἔδαφος, ἔτσι καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰούδα ἔμεινε αὐτὸ τὸ ἀγκάθι.
Δὲν ὑπάρχει πιὸ φαρμακερὸ πάθος ἀπὸ τὴ φιλαργυρία. «῾Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Τιμ. 6,10). Αὐτὴ ἡ κακὴ ῥίζα φύτρωσε μέσα του καὶ ἡ ψυχὴ του ἔγινε ὄχι κάκτος ἀλλὰ ἀκανθὼν ὁλόκληρος. Ἔτσι ἡ φιλαργυρία τὸν ὡδήγησε μέχρι τὸ ἀπίστευτο σημεῖο νὰ πουλήσῃ τὸ Διδάσκαλό του γιὰ τριάντα ἀργύρια, ποσὸ ἐξευτελιστικό, ὅσο δηλαδὴ πουλοῦσαν τότε ἕνα δοῦλο στὰ ἀνθρωποπάζαρα.
Ὁ Ἰούδας δὲν δικαιολογεῖται. Κι ἂν ἀκόμα γίνονταν χρυσᾶ τὰ ἀστέρια καὶ ἡ γῆ μὲ ὅλα τὰ βουνά της καὶ τοῦ τὰ προσέφεραν γιὰ νὰ προδώσῃ, καὶ πάλι δὲν ἔπρεπε νὰ πωλήσῃ «τὸν ἀτίμητον» (αἶν. Μ. Τετ.), ἐκεῖνον ποὺ ἡ ἀξία του δὲν μπορεῖ νὰ ὑπολογισθῇ, εἶνε ἀνυπέρβλητη.
Πολλὲς ἑρμηνεῖες θὰ μπορούσαμε ν᾽ ἀναφέρουμε, ἀλλὰ δὲν πρόκειται ἐδῶ νὰ κάνουμε διάλεξι. Ὅσοι μελέτησαν τὸ δύσκολο πρόβλημα τοῦ Ἰούδα, εἶπαν ὅτι ἡ ψυχή του εἶνε ἄβυσσος. Ἐὰν γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶνε δύσκολο ἢ καὶ ἀδύνατον νὰ καταδυθοῦμε στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του, πολὺ περισσότερο δύσκολο εἶνε νὰ εἰσέλθουμε στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ Ἰούδα. Σύμφωνα πάντως μὲ τὴν πατερικὴ ἑρμηνεία καὶ τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας ἡ κυρία αἰτία τῆς προδοσίας εἶνε μία, ἐκείνη ποὺ ἐπισημαίνουν οἱ εὐαγγελισταί· εἶνε ἡ φιλαργυρία, ἡ ἀγάπη στὸ χρῆμα. Μέσ᾽ στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰούδα ὑπῆρχε ἕνα ἀγκάθι. Ὅπως σ᾽ ἕνα περιβόλι φυτρώνουν ἀγκάθια, καὶ ἂν δὲν τὰ καθαρίσῃ ὁ κηπουρός, μπορεῖ αὐτὰ νὰ ἐξαπλωθοῦν καὶ νὰ γεμίσουν τὸ ἔδαφος, ἔτσι καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰούδα ἔμεινε αὐτὸ τὸ ἀγκάθι.
Δὲν ὑπάρχει πιὸ φαρμακερὸ πάθος ἀπὸ τὴ φιλαργυρία. «῾Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Τιμ. 6,10). Αὐτὴ ἡ κακὴ ῥίζα φύτρωσε μέσα του καὶ ἡ ψυχὴ του ἔγινε ὄχι κάκτος ἀλλὰ ἀκανθὼν ὁλόκληρος. Ἔτσι ἡ φιλαργυρία τὸν ὡδήγησε μέχρι τὸ ἀπίστευτο σημεῖο νὰ πουλήσῃ τὸ Διδάσκαλό του γιὰ τριάντα ἀργύρια, ποσὸ ἐξευτελιστικό, ὅσο δηλαδὴ πουλοῦσαν τότε ἕνα δοῦλο στὰ ἀνθρωποπάζαρα.
Ὁ Ἰούδας δὲν δικαιολογεῖται. Κι ἂν ἀκόμα γίνονταν χρυσᾶ τὰ ἀστέρια καὶ ἡ γῆ μὲ ὅλα τὰ βουνά της καὶ τοῦ τὰ προσέφεραν γιὰ νὰ προδώσῃ, καὶ πάλι δὲν ἔπρεπε νὰ πωλήσῃ «τὸν ἀτίμητον» (αἶν. Μ. Τετ.), ἐκεῖνον ποὺ ἡ ἀξία του δὲν μπορεῖ νὰ ὑπολογισθῇ, εἶνε ἀνυπέρβλητη.
Ὁ Ἰούδας μετὰ τὴν προδοσία
ΕΙΝΕ μυστήριο, ἀγαπητοί μου, πῶς ὁ μαθητὴς ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ προδώσῃ τὸν Διδάσκαλό του. Ἡ φιλαργυρία εἶνε ἡ αἰτία ποὺ ὁ Ἰούδας προτίμησε ἀντὶ τοῦ Χριστοῦ λίγα νομίσματα. Αὐτὴ τὸν ἔκανε νὰ φθάσῃ στὴν προδοσία. Ἂς δοῦμε τώρα τί ἀκολούθησε κατόπιν.
* * *
Μετὰ ἀπὸ ἕνα ἔγκλημα, ἀγαπητοί μου, καὶ ὁ πιὸ εἰδεχθὴς δράστης ἔχει τύψεις συνειδήσεως. Οἱ τύψεις ὡς ἐσωτερικὴ φωνὴ εἶνε ἀπόδειξις ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἕνας φιλόσοφος εἶπε· Δυὸ πράγματα μὲ πείθουν ὅτι ὑπάρχει Θεός· ὁ ἔναστρος οὐρανός, ποὺ εἶνε πάνω ἀπὸ μᾶς, καὶ ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, ποὺ εἶνε μέσα μας. Κάνεις τὸ ἔγκλημα καὶ δὲν τὸ ξέρει κανείς· καὶ ὅμως μέσα σου ἔχεις κάρβουνο ἀναμμένο. Μπορεῖ νὰ χορεύῃς καὶ νὰ διασκεδάζῃς, ἀλλὰ μόλις τὸ θυμηθῇς, ὅπως περιγράφει κάπου ὁ Σαίξπηρ, πέφτουν καὶ τὰ χρυσᾶ κουταλοπίρουνα ἀπ᾽ τὰ χέρια σου. Ἡ φωνὴ «Εἶσαι ἔνοχος!…» εἶνε αἰτία ποὺ πολλοὶ ἄνθρωποι σήμερα περπατοῦν μελαγχολικοί.
Καὶ ὁ Ἰούδας, ποὺ διέπραξε τὸ μεγάλο ἔγκλημα, δὲν γλύτωσε ἀπὸ τὶς τύψεις. Δὲν περίμενε ἴσως ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ φτάσῃ στὸ θάνατο· φανταζόταν μᾶλλον ὅτι τὴν τελευταία στιγμὴ θὰ κάνῃ κάποιο θαῦμα καὶ θὰ διαφύγῃ ὅπως ἄλλοτε· ἔτσι, καί αὐτὸς ὁ ἴδιος θὰ κέρδιζε τὰ χρήματα καί ὁ Χριστὸς θὰ ἔβγαινε πιὸ δοξασμένος… Ἴσως αὐτὰ νὰ εἶχε στὸ νοῦ του. Ὅταν ὅμως εἶδε ὅτι ὁ Πιλᾶτος ὑπέγραψε πλέον τὴν σταυρικὴ θανάτωσί του, τότε συνειδητοποίησε τὸ φρικτὸ ἔγκλημά του, ποῦ τὸν εἶχε ὁδηγήσει ὁ σατανᾶς, καὶ «μετεμελήθη», μετανόησε. Ἐπέστρεψε τὰ τριάντα ἀργύρια στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβυτέρους καὶ τοὺς εἶπε· «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,3-4).
Μετανόησε, ἀλλὰ ἡ μετάνοιά του δὲν ἦταν σωστή. Διότι ὑπάρχει μετάνοια ψευδὴς καὶ μετάνοια ἀληθινή. Ἁμάρτησε καὶ ὁ Πέτρος τὸ ἴδιο βράδυ, ἀλλὰ ἐκεῖνος «ἔκλαυσε πικρῶς» (Ματθ. 26,75. Λουκ. 22,62), ἡ μετάνοιά του ἦταν εἰλικρινὴς καὶ ὁ Χριστὸς τὴ δέχθηκε. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι, ἐὰν ὁ Ἰούδας τὴν ὥρα ποὺ κατάλαβε τὸ ἔγκλημά του πήγαινε στὸ Χριστό ―δὲν εἶχε ἀκόμα ἐκπνεύσει στὸ σταυρό― καὶ γονάτιζε στὰ πόδια του καὶ ἔλεγε «Δάσκαλε, σὲ πρόδωσα· μετανοῶ», νά ᾽στε βέβαιοι ὅτι ὁ Χριστός, κοντὰ στοὺς ἑπτὰ λόγους του ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, θά ᾽λεγε κ᾽ ἕναν ὄγδοο λόγο, «Ἰούδα, σὲ συγχωρῶ», κι ὁ Ἰούδας θὰ ἐπανερχόταν. Ἀλλὰ δὲν μετανόησε ὁ Ἰούδας· ἦταν ψευδὴς ἡ μετάνοιά του, ἦταν ἀπελπισία καὶ ἀπόγνωσις· δὲν ἔκανε τὰ ἡρωικὰ βήματα ποὺ ἔπρεπε. Ἡ μετάνοια εἶνε ἡ ἡρωικώτερη πρᾶξις ποὺ καλεῖται νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος. Εἶνε ἡρωισμός, λέει ὁ ῾Ρῶσος Ντοστογιέφσκυ, τὸ νὰ πηγαίνῃ κάποιος στὸν πνευματικό, νὰ γονατίζῃ μπροστά του καὶ νὰ ὁμολογῇ ὅτι ἁμάρτησε. Αὐτὸ ἔπρεπε νὰ κάνῃ καὶ ὁ Ἰούδας. Ὁ ἑκατόνταρχος, γνώρισε τὸ Χριστὸ μόνο γιὰ 1 – 2 ὧρες, καὶ εἶπε «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54) καὶ ἁγίασε (ἑορτάζει 16 Ὀκτωβρίου).
Εἶνε μεγάλη ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτὸ μὴν ἀπελπιζώμαστε. Ξέρετε τί εἶνε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τί εἶνε οἱ ἁμαρτίες μας; Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶνε θάλασσα καὶ οἱ ἁμαρτίες μας κάρβουνα ἀναμμένα. Ἄλλος ἔχει λίγα κάρβουνα, ἄλλος ἕνα μαγκάλι, ἄλλος δύο, ἄλλος τρία, ἄλλος ἔχει ἕνα ὁλόκληρο βουνὸ κάρβουνα. Ἀλλ᾽ ὅσο πολλὰ κι ἂν εἶνε τὰ κάρβουνα, ἡ θάλασσα νικᾷ τὴ φωτιά. ῾Ρίξτε, ἀδελφοί μου, τὰ κάρβουνά σας στὸ ἀπέραντο πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ ἦρθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δεχτῇ καὶ τὸν πιὸ μεγάλο ἁμαρτωλό, καὶ τὸν Ἰούδα καὶ τὸν Πέτρο καὶ τοὺς πάντας. Τὸ εἶπα καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω· δὲν θὰ μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Χριστὸς διότι ἁμαρτάνουμε – τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲν μετανοοῦμε.
Καὶ ὁ Ἰούδας, ποὺ διέπραξε τὸ μεγάλο ἔγκλημα, δὲν γλύτωσε ἀπὸ τὶς τύψεις. Δὲν περίμενε ἴσως ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ φτάσῃ στὸ θάνατο· φανταζόταν μᾶλλον ὅτι τὴν τελευταία στιγμὴ θὰ κάνῃ κάποιο θαῦμα καὶ θὰ διαφύγῃ ὅπως ἄλλοτε· ἔτσι, καί αὐτὸς ὁ ἴδιος θὰ κέρδιζε τὰ χρήματα καί ὁ Χριστὸς θὰ ἔβγαινε πιὸ δοξασμένος… Ἴσως αὐτὰ νὰ εἶχε στὸ νοῦ του. Ὅταν ὅμως εἶδε ὅτι ὁ Πιλᾶτος ὑπέγραψε πλέον τὴν σταυρικὴ θανάτωσί του, τότε συνειδητοποίησε τὸ φρικτὸ ἔγκλημά του, ποῦ τὸν εἶχε ὁδηγήσει ὁ σατανᾶς, καὶ «μετεμελήθη», μετανόησε. Ἐπέστρεψε τὰ τριάντα ἀργύρια στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβυτέρους καὶ τοὺς εἶπε· «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,3-4).
Μετανόησε, ἀλλὰ ἡ μετάνοιά του δὲν ἦταν σωστή. Διότι ὑπάρχει μετάνοια ψευδὴς καὶ μετάνοια ἀληθινή. Ἁμάρτησε καὶ ὁ Πέτρος τὸ ἴδιο βράδυ, ἀλλὰ ἐκεῖνος «ἔκλαυσε πικρῶς» (Ματθ. 26,75. Λουκ. 22,62), ἡ μετάνοιά του ἦταν εἰλικρινὴς καὶ ὁ Χριστὸς τὴ δέχθηκε. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι, ἐὰν ὁ Ἰούδας τὴν ὥρα ποὺ κατάλαβε τὸ ἔγκλημά του πήγαινε στὸ Χριστό ―δὲν εἶχε ἀκόμα ἐκπνεύσει στὸ σταυρό― καὶ γονάτιζε στὰ πόδια του καὶ ἔλεγε «Δάσκαλε, σὲ πρόδωσα· μετανοῶ», νά ᾽στε βέβαιοι ὅτι ὁ Χριστός, κοντὰ στοὺς ἑπτὰ λόγους του ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, θά ᾽λεγε κ᾽ ἕναν ὄγδοο λόγο, «Ἰούδα, σὲ συγχωρῶ», κι ὁ Ἰούδας θὰ ἐπανερχόταν. Ἀλλὰ δὲν μετανόησε ὁ Ἰούδας· ἦταν ψευδὴς ἡ μετάνοιά του, ἦταν ἀπελπισία καὶ ἀπόγνωσις· δὲν ἔκανε τὰ ἡρωικὰ βήματα ποὺ ἔπρεπε. Ἡ μετάνοια εἶνε ἡ ἡρωικώτερη πρᾶξις ποὺ καλεῖται νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος. Εἶνε ἡρωισμός, λέει ὁ ῾Ρῶσος Ντοστογιέφσκυ, τὸ νὰ πηγαίνῃ κάποιος στὸν πνευματικό, νὰ γονατίζῃ μπροστά του καὶ νὰ ὁμολογῇ ὅτι ἁμάρτησε. Αὐτὸ ἔπρεπε νὰ κάνῃ καὶ ὁ Ἰούδας. Ὁ ἑκατόνταρχος, γνώρισε τὸ Χριστὸ μόνο γιὰ 1 – 2 ὧρες, καὶ εἶπε «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54) καὶ ἁγίασε (ἑορτάζει 16 Ὀκτωβρίου).
Εἶνε μεγάλη ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτὸ μὴν ἀπελπιζώμαστε. Ξέρετε τί εἶνε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τί εἶνε οἱ ἁμαρτίες μας; Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶνε θάλασσα καὶ οἱ ἁμαρτίες μας κάρβουνα ἀναμμένα. Ἄλλος ἔχει λίγα κάρβουνα, ἄλλος ἕνα μαγκάλι, ἄλλος δύο, ἄλλος τρία, ἄλλος ἔχει ἕνα ὁλόκληρο βουνὸ κάρβουνα. Ἀλλ᾽ ὅσο πολλὰ κι ἂν εἶνε τὰ κάρβουνα, ἡ θάλασσα νικᾷ τὴ φωτιά. ῾Ρίξτε, ἀδελφοί μου, τὰ κάρβουνά σας στὸ ἀπέραντο πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ ἦρθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δεχτῇ καὶ τὸν πιὸ μεγάλο ἁμαρτωλό, καὶ τὸν Ἰούδα καὶ τὸν Πέτρο καὶ τοὺς πάντας. Τὸ εἶπα καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω· δὲν θὰ μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Χριστὸς διότι ἁμαρτάνουμε – τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲν μετανοοῦμε.
* * *
Ποιό εἶνε, ἀδελφοί μου, τὸ μάθημα – τὸ δίδαγμα ἀπὸ τὸν Ἰούδα; Ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα εἶνε ἡ φιλαργυρία, τὸ ν᾽ ἀγαπᾷς τὰ λεφτά. Εἶνε ψώρα, εἶνε λέπρα τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ δυστυχῶς τὸ μικρόβιο αὐτὸ εἶνε πολὺ διαδεδομένο. Δὲν φοβοῦμαι τὸν καρκίνο ἢ τὴ φθίσι ὅσο τὸ μικρόβιο τῆς φιλαργυρίας. Περισσότερο κι ἀπὸ τὴν πορνεία καὶ τὴ μοιχεία καὶ ἄλλα, ἡ φιλαργυρία σείει τὸν κόσμο.
Νὰ φέρω μερικὰ παραδείγματα;
⃝ Γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια ὁ ἔμπορος ἐκεῖνος, ὄχι ὅλοι, δὲν ἀρκεῖται στὸ νόμιμο κέρδος, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ βγάλῃ περισσότερα. Ἔτσι τὸν καιρὸ τῆς κατοχῆς ἐμφανίσθηκε στὴν πατρίδα μας ἡ «μαύρη ἀγορά»· καὶ ἐνῷ οἱ ἀποθῆκες ἦταν γεμᾶτες, πέθαναν χιλιάδες Ἕλληνες· τά ᾽χω ζήσει τὰ γεγονότα αὐτὰ καὶ ἔχω ἄπειρα παραδείγματα. Πεινοῦσαν οἱ ἄνθρωποι καὶ πουλοῦσαν τὰ δαχτυλίδια τους, τὶς εἰκόνες τους, τὰ πάντα· «μιὰ φούχτα ἀλεύρι (ἢ καλαμπόκι) – μιὰ φούχτα χρυσάφι» κατὰ τὴν προφητεία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Πέθαναν πολλοὶ ἐξ αἰτίας τῆς φιλαργυρίας τῶν κερδοσκόπων. Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια, Φτάνει, δὲν θέλω ἄλλα νερά· ὁ ᾅδης μπορεῖ νὰ πῇ στοὺς νεκροθάφτες, Φτάνει, δὲν θέλω ἄλλους νεκρούς· ἀλλὰ ἡ φιλαργυρία δὲν θὰ πῇ ποτέ, Φτάνει.
⃝ Γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια ὁ ἄλλος χάνει καὶ τὴ ζωή του. Ὁ ἐρωμένος, ὅταν πλησιάζῃ ὁ θάνατος, ἀφήνει τὴν ἐρωμένη του, ἀλλὰ ὁ φιλάργυρος δὲν ἀφήνει τὰ λεφτά. Ἔχω ἕνα παράδειγμα τρομακτικό. Κάποιον τὸν ἔπιασε ἔμφραγμα μέσα στὸ ἁμάξι σὲ ἀπόστασι 50 – 100 χιλιομέτρων ἀπὸ τὸ σπίτι του. Ὁ ὁδηγὸς τὸν παρακαλοῦσε νὰ διακόψουν καὶ νὰ φροντίσουν γιὰ ἀνάπαυσι καὶ πρῶτες βοήθειες, ἀλλὰ ἐκεῖνος ζητοῦσε ἐπιμόνως νὰ τὸν πάῃ στὸ σπίτι του, (ὅπου εἶχε τὸ χρηματοκιβώτιο). Τέλος ὕστερα ἀπὸ μιὰ δραματικὴ διαδρομὴ ἔφθασαν στὸ σπίτι του, ἀλλὰ ἦταν πλέον ἀργά· σὲ λίγο τὸν βρῆκε ὁ θάνατος χαϊδεύοντας τὰ χαρτονομίσματα. Ἡ φιλαργυρία τοῦ πῆρε τὴ ζωή.
⃝ Γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια ἀδέρφια, ποὺ τὰ γέννησε μιὰ μάνα κ᾽ ἕνας πατέρας, τρέχουν στὰ δικαστήρια καὶ γιὰ ἕνα κομμάτι γῆς φτάνουν μέχρι τὸν Ἄρειο Πάγο. Γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια νέοι Κάϊν γίνονται ἀδελφοκτόνοι καὶ ἐκτυλίσσονται οἰκογενειακὰ δράματα.
⃝ Γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια τῆς ἀτιμίας ἡ καλομαθημένη κόρη δὲν ἀντιστέκεται στὸν πειρασμὸ ἀλλὰ πουλάει τὸ κορμί της, ἐμπορεύεται τὴν τιμή της, γιὰ τὸ ἄθλιο χρῆμα.
⃝ Γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια ὁ νέος ἐκεῖνος, ποὺ εἶπε στὴ φτωχὴ κοπέλλα «Σ᾽ ἀγαπῶ καὶ θὰ σὲ πάρω», ὅταν ὕστερα παρουσιάζεται ἡ ἄλλη μὲ τὰ λεφτὰ καὶ τὰ διαμερίσματα, ἀθετεῖ τὴν ὑπόσχεσί του, ἀφήνει τὴ μιὰ καὶ παίρνει τὴν ἄλλη. Εἶνε Ἰούδας· ὅπως ὁ Ἰούδας πρόδωσε τὸν Διδάσκαλο, ἔτσι αὐτὸς προδίδει ἕνα τίμιο κορίτσι τοῦ λαοῦ.
⃝ Νὰ προχωρήσω; Εἶμαι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δούλεψαν ἐπὶ χρόνια ἀπὸ τὴ θέσι τοῦ ἱεροκήρυκος γιὰ νὰ καθαρίσῃ στὸν τόπο μας ἡ ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σκάνδαλα. Διότι φτάσαμε στὸ σημεῖο ἐχθροὶ τῆς πίστεως νὰ τὴν κατηγοροῦν ὅτι κατήντησε «μαγαζί», μὲ τὰ τυχερὰ τῶν παπάδων καὶ μὲ τὰ τιμολόγια τῶν μυστηρίων καὶ τὴν ἐν γένει ἐκκοσμίκευσι. Ὄχι, ἡ ἐκκλησία δὲν εἶνε μαγαζί. Ἐγὼ τοὐλάχιστον δὲν θέλω οὔτε μιὰ μέρα νὰ εἶμαι ἐπίσκοπος ἀνεχόμενος καταστάσεις, ποὺ θὰ μεταβάλλουν τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ «οἶκον προσευχῆς» (Ἠσ. 56,7. Ματθ. 21,13. Μᾶρκ. 11,17. Λουκ. 19,46) σὲ «οἶκον ἐμπορίου» (Ἰω. 2,16) καὶ «σπήλαιον λῃστῶν» (Ἰερ. 7,11. Ματθ. ἔ.ἀ.. Μᾶρκ. ἔ.ἀ.. Λουκ. ἔ.ἀ.). Ἡ ἐκκλησία μας θὰ ἀνορθωθῇ, θὰ γίνῃ ὅπως ἦταν στὸν Πόντο, στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὰ εὐλογημένα μας μέρη· καὶ ὁ κάθε Χριστιανὸς θὰ βλέπῃ ὅτι ὁ παπᾶς κι ὁ δεσπότης δὲν εἶνε ἐπαγγελματίες καὶ ἐκμεταλλευταὶ ἀλλὰ ὑπηρέτες Χριστοῦ, ὄχι Ἰοῦδες ἀλλὰ συνεχισταὶ τῶν ἀποστόλων.
⃝ Θέλετε νὰ προχωρήσουμε; Ἂς πᾶμε καὶ πιὸ πέρα, στοὺς παγκοσμίους πολέμους. Ἡ μικρή μας πατρίδα, ὅπως βεβαιώνει ἡ ἱστορία της, ἔκανε πάντοτε ἀγῶνες ἀμυντικοὺς καὶ ἀπελευθερωτικούς. Οἱ μεγάλοι παγκόσμιοι πόλεμοι γιατί ἔγιναν; Ἂν πάρῃς τὶς διακηρύξεις καὶ τὰ συνθήματά τους καὶ τὰ βάλῃς στὸ «χημεῖο» καὶ τὰ ἀναλύσῃς, θὰ δῇς ὅτι πίσω ἀπὸ τὰ μεγάλα λόγια κρύβονται πάλι τὰ τριάκοντα ἀργύρια (πετρέλαια, ἄνθρακες, συμφέροντα, ποὺ μεταφράζονται σὲ ρούβλια, δολλάρια, λίρες). Αὐτὰ εἶνε ἡ αἰτία τῶν πολέμων. Οἱ Ἕλληνες δὲν πολέμησαν γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια· πολέμησαν καὶ πολεμοῦν γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ δικαιοσύνη, γιὰ τὰ ὑψηλὰ καὶ τὰ μεγάλα.
Νὰ φέρω μερικὰ παραδείγματα;
⃝ Γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια ὁ ἔμπορος ἐκεῖνος, ὄχι ὅλοι, δὲν ἀρκεῖται στὸ νόμιμο κέρδος, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ βγάλῃ περισσότερα. Ἔτσι τὸν καιρὸ τῆς κατοχῆς ἐμφανίσθηκε στὴν πατρίδα μας ἡ «μαύρη ἀγορά»· καὶ ἐνῷ οἱ ἀποθῆκες ἦταν γεμᾶτες, πέθαναν χιλιάδες Ἕλληνες· τά ᾽χω ζήσει τὰ γεγονότα αὐτὰ καὶ ἔχω ἄπειρα παραδείγματα. Πεινοῦσαν οἱ ἄνθρωποι καὶ πουλοῦσαν τὰ δαχτυλίδια τους, τὶς εἰκόνες τους, τὰ πάντα· «μιὰ φούχτα ἀλεύρι (ἢ καλαμπόκι) – μιὰ φούχτα χρυσάφι» κατὰ τὴν προφητεία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Πέθαναν πολλοὶ ἐξ αἰτίας τῆς φιλαργυρίας τῶν κερδοσκόπων. Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια, Φτάνει, δὲν θέλω ἄλλα νερά· ὁ ᾅδης μπορεῖ νὰ πῇ στοὺς νεκροθάφτες, Φτάνει, δὲν θέλω ἄλλους νεκρούς· ἀλλὰ ἡ φιλαργυρία δὲν θὰ πῇ ποτέ, Φτάνει.
⃝ Γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια ὁ ἄλλος χάνει καὶ τὴ ζωή του. Ὁ ἐρωμένος, ὅταν πλησιάζῃ ὁ θάνατος, ἀφήνει τὴν ἐρωμένη του, ἀλλὰ ὁ φιλάργυρος δὲν ἀφήνει τὰ λεφτά. Ἔχω ἕνα παράδειγμα τρομακτικό. Κάποιον τὸν ἔπιασε ἔμφραγμα μέσα στὸ ἁμάξι σὲ ἀπόστασι 50 – 100 χιλιομέτρων ἀπὸ τὸ σπίτι του. Ὁ ὁδηγὸς τὸν παρακαλοῦσε νὰ διακόψουν καὶ νὰ φροντίσουν γιὰ ἀνάπαυσι καὶ πρῶτες βοήθειες, ἀλλὰ ἐκεῖνος ζητοῦσε ἐπιμόνως νὰ τὸν πάῃ στὸ σπίτι του, (ὅπου εἶχε τὸ χρηματοκιβώτιο). Τέλος ὕστερα ἀπὸ μιὰ δραματικὴ διαδρομὴ ἔφθασαν στὸ σπίτι του, ἀλλὰ ἦταν πλέον ἀργά· σὲ λίγο τὸν βρῆκε ὁ θάνατος χαϊδεύοντας τὰ χαρτονομίσματα. Ἡ φιλαργυρία τοῦ πῆρε τὴ ζωή.
⃝ Γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια ἀδέρφια, ποὺ τὰ γέννησε μιὰ μάνα κ᾽ ἕνας πατέρας, τρέχουν στὰ δικαστήρια καὶ γιὰ ἕνα κομμάτι γῆς φτάνουν μέχρι τὸν Ἄρειο Πάγο. Γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια νέοι Κάϊν γίνονται ἀδελφοκτόνοι καὶ ἐκτυλίσσονται οἰκογενειακὰ δράματα.
⃝ Γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια τῆς ἀτιμίας ἡ καλομαθημένη κόρη δὲν ἀντιστέκεται στὸν πειρασμὸ ἀλλὰ πουλάει τὸ κορμί της, ἐμπορεύεται τὴν τιμή της, γιὰ τὸ ἄθλιο χρῆμα.
⃝ Γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια ὁ νέος ἐκεῖνος, ποὺ εἶπε στὴ φτωχὴ κοπέλλα «Σ᾽ ἀγαπῶ καὶ θὰ σὲ πάρω», ὅταν ὕστερα παρουσιάζεται ἡ ἄλλη μὲ τὰ λεφτὰ καὶ τὰ διαμερίσματα, ἀθετεῖ τὴν ὑπόσχεσί του, ἀφήνει τὴ μιὰ καὶ παίρνει τὴν ἄλλη. Εἶνε Ἰούδας· ὅπως ὁ Ἰούδας πρόδωσε τὸν Διδάσκαλο, ἔτσι αὐτὸς προδίδει ἕνα τίμιο κορίτσι τοῦ λαοῦ.
⃝ Νὰ προχωρήσω; Εἶμαι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δούλεψαν ἐπὶ χρόνια ἀπὸ τὴ θέσι τοῦ ἱεροκήρυκος γιὰ νὰ καθαρίσῃ στὸν τόπο μας ἡ ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σκάνδαλα. Διότι φτάσαμε στὸ σημεῖο ἐχθροὶ τῆς πίστεως νὰ τὴν κατηγοροῦν ὅτι κατήντησε «μαγαζί», μὲ τὰ τυχερὰ τῶν παπάδων καὶ μὲ τὰ τιμολόγια τῶν μυστηρίων καὶ τὴν ἐν γένει ἐκκοσμίκευσι. Ὄχι, ἡ ἐκκλησία δὲν εἶνε μαγαζί. Ἐγὼ τοὐλάχιστον δὲν θέλω οὔτε μιὰ μέρα νὰ εἶμαι ἐπίσκοπος ἀνεχόμενος καταστάσεις, ποὺ θὰ μεταβάλλουν τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ «οἶκον προσευχῆς» (Ἠσ. 56,7. Ματθ. 21,13. Μᾶρκ. 11,17. Λουκ. 19,46) σὲ «οἶκον ἐμπορίου» (Ἰω. 2,16) καὶ «σπήλαιον λῃστῶν» (Ἰερ. 7,11. Ματθ. ἔ.ἀ.. Μᾶρκ. ἔ.ἀ.. Λουκ. ἔ.ἀ.). Ἡ ἐκκλησία μας θὰ ἀνορθωθῇ, θὰ γίνῃ ὅπως ἦταν στὸν Πόντο, στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὰ εὐλογημένα μας μέρη· καὶ ὁ κάθε Χριστιανὸς θὰ βλέπῃ ὅτι ὁ παπᾶς κι ὁ δεσπότης δὲν εἶνε ἐπαγγελματίες καὶ ἐκμεταλλευταὶ ἀλλὰ ὑπηρέτες Χριστοῦ, ὄχι Ἰοῦδες ἀλλὰ συνεχισταὶ τῶν ἀποστόλων.
⃝ Θέλετε νὰ προχωρήσουμε; Ἂς πᾶμε καὶ πιὸ πέρα, στοὺς παγκοσμίους πολέμους. Ἡ μικρή μας πατρίδα, ὅπως βεβαιώνει ἡ ἱστορία της, ἔκανε πάντοτε ἀγῶνες ἀμυντικοὺς καὶ ἀπελευθερωτικούς. Οἱ μεγάλοι παγκόσμιοι πόλεμοι γιατί ἔγιναν; Ἂν πάρῃς τὶς διακηρύξεις καὶ τὰ συνθήματά τους καὶ τὰ βάλῃς στὸ «χημεῖο» καὶ τὰ ἀναλύσῃς, θὰ δῇς ὅτι πίσω ἀπὸ τὰ μεγάλα λόγια κρύβονται πάλι τὰ τριάκοντα ἀργύρια (πετρέλαια, ἄνθρακες, συμφέροντα, ποὺ μεταφράζονται σὲ ρούβλια, δολλάρια, λίρες). Αὐτὰ εἶνε ἡ αἰτία τῶν πολέμων. Οἱ Ἕλληνες δὲν πολέμησαν γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια· πολέμησαν καὶ πολεμοῦν γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ δικαιοσύνη, γιὰ τὰ ὑψηλὰ καὶ τὰ μεγάλα.
* * *
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ θὰ ρωτήσῃ κάποιος· Δὲν ὑπάρχει φάρμακο γιὰ τὴν ἀσθένεια αὐτή; Ποιό εἶνε τὸ φάρμακο ἐναντίον τῆς φιλαργυρίας; Ὦ ἀδελφοί μου, θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ἡ ἀσθένεια αὐτὴ εἶνε ἀθεράπευτη· ἀλλὰ μὴ ἀπελπισθοῦμε. Εἶνε μὲν δυσθεράπευτη ἀλλ᾽ ὄχι ἀθεράπευτη. Θεραπεύεται μὲ τὴ χάρι τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ φάρμακο ποὺ συνιστᾷ ὁ Κύριος κατὰ τῆς φιλαργυρίας λέγεται ἐλεημοσύνη.
‘Aπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ν. Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 17-4-1968