«Μὴ κλαῖε» (Λουκ. 7,13)
ΘΑ σᾶς μιλήσω καὶ θὰ σᾶς πῶ ἁπλᾶ λόγια, καὶ θέλω νὰ τὰ προσέξετε.
Ἀκούσατε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ μᾶς διηγεῖται ἕνα θαῦμα.
Ὁ Χριστὸς δὲν ἔκανε μόνο ἕνα θαῦμα, ἀλλὰ μυριάδες θαύματα. Μετρᾷς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης; μετρᾷς τὰ φύλλα τῶν δένδρων; Ἅμα μπορῇς νὰ μετρήσῃς πόσα φύλλα ἔχει ἕνα δάσος, ἂν μπορῇς νὰ μετρήσῃς πόσα εἶνε τ᾿ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ἄλλο τόσο καὶ ἀκόμη πιὸ δύσκολο εἶνε νὰ μετρήσῃς τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ
Χριστός.
Καὶ δὲν εἶνε μόνο τὰ θαύματα ποὺ μᾶς διηγεῖται τὸ Εὐαγγέλιο· αὐτὰ εἶνε τὰ λιγώτερα. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶνε γεμᾶτος θαύματα. Θαύματα, ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός. Θαύματα, ποὺ ἔκαναν μὲ τὴ δύναμί του οἱ ἀπόστολοι. Θαύματα, ποὺ ἔγιναν τὰ περασμένα χρόνια. Θαύματα, ποὺ γίνονται καὶ σήμερα. Θαύματα, ποὺ θὰ γίνουν ὕστερα ἀπὸ πενήντα χρόνια. Θαύματα, ποὺ θὰ γίνωνται ὅταν θὰ εἴμαστε στὰ μνήματα ἐμεῖς, σκόνη καὶ τέφρα. Καὶ μετὰ χίλια καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια, στὰ παιδιά σας, στὰ ἐγγόνια σας, σὲ γενεὲς γενεῶν, καὶ μέσα στὴν ἱστορία τῶν αἰώνων θὰ γίνωνται θαύματα. Τὰ ποτάμια μπορεῖ νὰ στερέψουν, ἀλλὰ τὸ ποτάμι αὐτὸ ποὺ λέγεται Χριστιανισμὸς δὲν θὰ στερέψῃ ἀπὸ τὰ θαύματα. Ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε αἰώνια. Ὁ «Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8).
Ἀκούσατε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ μᾶς διηγεῖται ἕνα θαῦμα.
Ὁ Χριστὸς δὲν ἔκανε μόνο ἕνα θαῦμα, ἀλλὰ μυριάδες θαύματα. Μετρᾷς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης; μετρᾷς τὰ φύλλα τῶν δένδρων; Ἅμα μπορῇς νὰ μετρήσῃς πόσα φύλλα ἔχει ἕνα δάσος, ἂν μπορῇς νὰ μετρήσῃς πόσα εἶνε τ᾿ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ἄλλο τόσο καὶ ἀκόμη πιὸ δύσκολο εἶνε νὰ μετρήσῃς τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ
Χριστός.
Καὶ δὲν εἶνε μόνο τὰ θαύματα ποὺ μᾶς διηγεῖται τὸ Εὐαγγέλιο· αὐτὰ εἶνε τὰ λιγώτερα. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶνε γεμᾶτος θαύματα. Θαύματα, ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός. Θαύματα, ποὺ ἔκαναν μὲ τὴ δύναμί του οἱ ἀπόστολοι. Θαύματα, ποὺ ἔγιναν τὰ περασμένα χρόνια. Θαύματα, ποὺ γίνονται καὶ σήμερα. Θαύματα, ποὺ θὰ γίνουν ὕστερα ἀπὸ πενήντα χρόνια. Θαύματα, ποὺ θὰ γίνωνται ὅταν θὰ εἴμαστε στὰ μνήματα ἐμεῖς, σκόνη καὶ τέφρα. Καὶ μετὰ χίλια καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια, στὰ παιδιά σας, στὰ ἐγγόνια σας, σὲ γενεὲς γενεῶν, καὶ μέσα στὴν ἱστορία τῶν αἰώνων θὰ γίνωνται θαύματα. Τὰ ποτάμια μπορεῖ νὰ στερέψουν, ἀλλὰ τὸ ποτάμι αὐτὸ ποὺ λέγεται Χριστιανισμὸς δὲν θὰ στερέψῃ ἀπὸ τὰ θαύματα. Ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε αἰώνια. Ὁ «Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8).
Ἐγώ, ὕστερα ἀπὸ τόσα θαύματα ποὺ ἔγιναν στὴν πατρίδα μας, ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι καὶ ἄθεοι.
Τὸ θαῦμα, ποὺ μᾶς διηγεῖται σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο, εἶνε ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα.
Ὁ Χριστός, ὅταν ἦταν ἐδῶ στὴ γῆ, δὲν ἔμενε σ᾿ ἕνα μέρος. Ἐγεννήθη στὴ Βηθλεέμ, μεγάλωσε στὴ Ναζαρέτ, μετὰ πῆγε καὶ ἔζησε στὴν Καπερναούμ. Δὲν ἔμενε σ᾿ ἕνα μέρος ὁ Χριστός. Ἀλλὰ κάθε μέρα σηκωνόταν πρωῒ – πρωΐ, προτοῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος, καὶ ξεκινοῦσε μὲ τὰ πόδια του. Οὔτε γαϊδουράκι δὲν εἶχε ὁ Χριστός. Τώρα ἐμεῖς καὶ γαϊδουράκια ἔχουμε, καὶ αὐτοκίνητα ἔχουμε, καὶ ἀεροπλάνα ἔχουμε. Δὲν εἶχε κανένα μέσον ὁ Χριστός. Μὲ τὰ πόδια του τὰ εὐλογημένα περπατοῦσε, ἀπὸ ῥάχη σὲ ῥάχη, ἀπὸ βουνὸ σὲ βουνό. Περνοῦσε ποτάμια καὶ πήγαινε σὲ χωριὰ καὶ πολιτεῖες, καὶ δίδασκε τὰ λόγια του.
Ἐπήγαινε, γιὰ νὰ διδάξῃ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐπήγαινε γιὰ νὰ κάνῃ καλὰ τοὺς ἀρρώστους, ποὺ δὲν μποροῦσε κανένας ἄλλος νὰ τοὺς γιατρέψῃ. Ἐπήγαινε, νὰ τοὺς δώσῃ κάτι ἀκόμα μεγαλύτερο.
Τὸ μεγαλύτερο δὲν εἶνε νὰ γίνῃς καλὰ καὶ νὰ ζήσῃς ὀγδόντα, ἐνενήντα, ἑκατὸ χρόνια. Καὶ κόρακας νὰ γίνῃς, ποὺ ζῇ διακόσα χρόνια, θὰ πεθάνῃς. Τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν. Ἀλλοίμονο στὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ πεθάνῃ χωρὶς νὰ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸν Χριστό, χωρὶς νὰ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸν πνευματικό, τὸ «Τέκνον, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι».
Σὰν ἐκείνη τὴν ἁμαρτωλὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἦταν πολὺ ἁμαρτωλή, κουρέλι τοῦ διαβόλου ἤτανε, κάρβουνο ἤτανε, καὶ ἔγινε διαμάντι τοῦ Χριστοῦ μας. Γονάτισε μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ μὲ τὰ δάκρυά της εἶπε· Χριστέ μου, ἁμάρτησα. Καὶ ὁ Χριστὸς τῆς εἶπε· Παιδί μου, «ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι» (Λουκ. 7,48).
Πρέπει νὰ ἐξοφλήσωμε τὸ χρέος μας. Ὅπως χαρήκατε ὅταν ἡ κυβέρνησι σᾶς χάρισε τὰ χρέη τ᾿ ἀγροτικά. Δὲν εἶνε τίποτε αὐτὰ τὰ χρέη. Ἔχουμε ἕνα ἄλλο μεγάλο χρέος. Κάθε ἁμαρτία μας εἶνε ἕνα χρέος. Καὶ ὅπως φροντίζουμε νὰ ἐξοφλοῦμε τὰ χρέη μας, ἔτσι νὰ φροντίσουμε ὁ Χριστὸς νὰ ἐξοφλήσῃ τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας, νὰ μᾶς δώσῃ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν.
Ὅπως ὁ δάσκαλος σβήνει τὸν πίνακα καὶ γίνεται καθαρός, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς παίρνει τὸ σφουγγάρι τοῦ σταυροῦ του, ποὺ εἶνε βουτηγμένο μέσα τὸ αἷμα του, καὶ σβήνει τ᾿ ἁμαρτήματά μας ὅλα. Παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες!
Δὲν ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ νὰ μὴν τὴν συγχωρῇ ὁ Θεός.
Σᾶς στέλνω πνευματικὸ καὶ δὲν ἐξομολογεῖστε. Μόνο ἕνας – δύο πᾶνε. Ἄχ χρόνια κατηραμένα!
Γλέντησε, ἄνθρωπε, φάγε καὶ πιές. Θὰ πεθάνῃς μιὰ μέρα, καὶ ἀλλοίμονό σου ἂν πεθάνῃς μὲ ἀνεξόφλητο τὸ χρέος σου.
Πρέπει λοιπὸν νὰ φροντίσουμε γιὰ νὰ ἐξοφλήσουμε τὰ πνευματικά μας χρέη.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς πήγαινε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, γιὰ νὰ διδάξῃ, γιὰ νὰ παρηγορήσῃ, γιὰ νὰ θεραπεύσῃ τοὺς ἀρρώστους, ἀλλὰ καὶ νὰ δώσῃ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν.
Ἔτσι περπατώντας ὁ Χριστός, μὲ τοὺς δώδεκα μαθητάς του, ἔφτασε ἔξω ἀπὸ τὴ Ναΐν, καὶ εἶδε συγκεντρωμένο κόσμο πολύ.
Μὰ τί ἦταν, γάμος; Ὄχι. Γιατὶ ἂν ἦταν γάμος, θ᾿ ἀκούγονταν βιολιὰ καὶ χοροί. Μὰ τώρα ἀκούγονταν κλάματα φοβερά.
Ἦταν ἡ κηδεία ἑνὸς νέου ἀνθρώπου, ἑνὸς παλληκαριοῦ. Ἦταν ἕνα λουλούδι, ποὺ δὲν ἄνοιξε ἀκόμη τὰ πέταλά του, ποὺ δὲν ἀπήλαυσε ἀκόμη τὴ ζωή.
Δὲν εἶχε φτάσει στὰ εἰκοσί του χρόνια, καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ πέθανε. Ἦταν νεκρὸ τώρα μέσα στὸ φέρετρο. Τὸ πῆραν οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ του στὰ χέρια καὶ τὸ ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, γιὰ νὰ τὸ θάψουν, νὰ τὸ ῥίξουν μέσα στὴ μαύρη γῆ. Ἐκεῖ συνάντησε ὁ Χριστὸς τὸ χάρο.
Θάνατος! Τί εἶνε ὁ θάνατος; Ὁ χάρος δὲν κάνει διάκρισι. Ἁρπάζει ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας τὸ ἀγγελούδι καὶ τὸ πάει στὰ οὐράνια.
Μὴν κλαῖτε, οἱ μανάδες, τὰ μικρὰ παιδιά. Τὰ πῆρε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά σας καὶ τὰ πῆγε στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ εἶνε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Μακάρι κ᾿ ἐμεῖς νὰ πεθαίναμε μικρὰ παιδιά, γιὰ νὰ εἴμεθα ψηλὰ στὰ οὐράνια, μαζὶ μὲ τὸ Θεό.
Ἁρπάζει ὁ χάρος ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας τὸ παιδί, ἁρπάζει ὅμως καὶ τὸ γέρο, ἁρπάζει καὶ τὸ νέο. Ἁρπάζει τὸν πλούσιο μὲ τὰ λεφτά του, ἁρπάζει καὶ τὸν πτωχὸ στὴν καλύβα, ἁρπάζει καὶ τὸ βασιλιᾶ στὰ ἀνάκτορα. Ἁρπάζει τοὺς πάντας. Ὁ χάρος δὲν κάνει διάκρισι. Ὁ χάρος εἶνε ὁ πιὸ μεγάλος δημοκράτης τοῦ κόσμου.
Ὁ χάρος εἶνε τυφλός. Ἔτσι τὸν ζωγραφίζανε οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας. Μαῦρο κατάμαυρο, μὲ φτερὰ σὰν τοῦ κόρακα, χωρὶς μάτια, ποὺ δὲν βλέπει καὶ ἁρπάζει ὅ,τι νά ᾿νε.
Πῆρε λοιπὸν τὸ παιδί. Καὶ ἀπὸ πίσω ἀκολουθοῦσε μιὰ μάνα δυστυχισμένη. Ἦταν τὸ μόνο της παιδί. Δὲν εἶχε ἕξι – ἑφτὰ παιδιά. Ἕνα τὸ εἶχε καὶ μονάκριβο.
Καὶ ἦταν χήρα. Δὲν εἶχε πολλὰ χρόνια ποὺ ἔχασε τὸν ἄντρα της. Παρηγοριά της ἦταν τὸ παιδί της. Αὐτὸ ἦταν τὸ φῶς της, αὐτὸ ἦταν ἡ ζωή της. Αὐτὸ τὸ παιδὶ θὰ τὴ γηροκομοῦσε, αὐτὸ θὰ τῆς ἔκλεινε τὰ μάτια στὸν μάταιο αὐτὸ κόσμο. Καὶ τώρα ἐκεῖνο πέθανε καὶ αὐτὴ κλαίει.
Καὶ κάτι ἄλλο λέει τὸ Εὐαγγέλιο σήμερα.
Πίσω ἀπὸ τὸ φέρετρο ἦταν κόσμος πολύς. Γιὰ νὰ εἶνε κόσμος πολύς, σημαίνει ὅτι ἦταν πλούσια.
Βέβαια, ἂν πεθάνῃ κανένα πτωχαδάκι σὲ μιὰ πόλι, δὲν βρίσκεται ἄνθρωπος νὰ τὸ σηκώσῃ. Ἕνας παπᾶς, κι αὐτὸς βαριέται, καὶ ἕνας μ᾿ ἕνα σταυρὸ μπροστά. Οἱ πτωχοὶ πᾶνε χωρὶς πομπή.
Ἂν πεθάνῃ κανένας πλούσιος, τότε κόσμος πολύς, τότε στεφάνια, τότε δεσποτάδες, τότε παπᾶδες καὶ ψαλτάδες. Τὰ πτωχαδάκια δὲν τὰ πάει κανεὶς στὸν τάφο. Τοὺς πλούσιους, τοὺς μεγάλους καὶ ἰσχυρούς, μὲ τύμπανα τοὺς πᾶνε. Ἀλλὰ τὰ πτωχαδάκια ποὺ πιστεύουν, ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι παίρνουν τὴν ψυχή τους καὶ τὴν πᾶνε στὰ οὐράνια. Ἀλλοίμονο στὸν ἄνθρωπο ποὺ πεθαίνει μὲ τὴν ἁμαρτία, μὲ τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία καὶ μὲ κάθε ἀκαθαρσία…
Κλαίει καὶ σπαράσσει ἡ μάνα. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὅλος ἀγάπη, τί κάνει;
Πλησιάζει τὸ φέρετρο, ποὺ τὸ κρατοῦν τέσσερα παλληκάρια, καὶ λέει στὴ γυναῖκα ποὺ κλαίει σπαρακτικά· «Μὴν κλαῖς».
Περίεργο πρᾶγμα! Μπορεῖς νὰ πῇς σὲ μιὰ μάνα ποὺ ἔχει μπροστά της ἕνα φέρετρο, «Μὴν κλαῖς»;
Εὔκολο πρᾶγμα νὰ πῇς στὸν ἄλλο «Μὴν κλαῖς». Ὅλοι τὸ λέμε. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε μὲ ἔργα. Ἔτσι πρέπει νὰ κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς· νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας πραγματικά, καὶ ὄχι μονάχα μὲ λόγια.
Πέθανε ὁ πατέρας καὶ ἄφησε πέντε ὀρφανά. Πῆγαν τότε οἱ γείτονες καὶ λένε στὴ γυναῖκα τὴ χήρα, «Μὴν κλαῖς». Ὅμως αὐτὸ δὲν ἔφτανε. Πῆρε ὁ ἕνας τὸ ἕνα τὸ ἀγοράκι καὶ τὸ σπούδασε, ὁ ἄλλος πῆρε τὸ κοριτσάκι καὶ τὸ πάντρεψε, ὁ ἄλλος βοήθησε τὸ τρίτο παιδί. Αὐτὰ θέλει ὁ Χριστός. Δὲν φτάνει μόνο νὰ λὲς τὸ «Μὴν κλαῖς». Νὰ δείξῃς τὴν ἀγάπη σου μὲ ἔργα. Τὰ λόγια δὲν ἔχουν τόση ἀξία ὅση ἔχουν τὰ ἔργα.
Ὁ Χριστὸς ἔδειξε τὴν ἀγάπη του στὴ χήρα αὐτὴ μὲ ἔργο. Ποιό ἔργο;
Ὦ Θεέ μου! ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός.
Ὁ Χριστὸς μὲ τὰ χέρια του τὰ παντοδύναμα, τὰ χέρια ποὺ πῆραν χῶμα καὶ μᾶς ἔπλασαν, τὰ χέρια ποὺ καρφώθηκαν ἐπάνω στὸ σταυρό, μὲ τὰ χέρια αὐτὰ ἄγγιξε ἐπάνω στὸ νεκρὸ κορμί, ποὺ ἦταν μέσα στὸ φέρετρο. Καὶ μόλις τὸ ἄγγιξε, ἦρθε ἡ ζωή. Ἡ νεκρὴ καρδιὰ ἄρχισε νὰ χτυπάῃ. Τὰ μάτια ἄνοιξαν. Τὰ αὐτιὰ ἄρχισαν ν᾿ ἀκοῦνε. Τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια κινήθηκαν. Τινάχθηκε ὁλόκληρος.
Ὦ Θεέ μου! Ὅταν τὸ εἶδαν, ὅλοι στὴ συνοδεία φοβήθηκαν καὶ ἄρχισαν νὰ δοξάζουν τὸ Θεὸ καὶ νὰ λένε· Τέτοιο πρᾶγμα δὲν ξανάδαμε. Ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὴ γῆ!
Φαντασθῆτε τώρα τὴ χήρα, ποὺ εἶδε τὸ παιδί της νὰ ζωντανεύῃ μπροστά της, πῶς θὰ ἔπεσε κάτω καὶ θὰ προσκύνησε τὸ Χριστὸ καὶ μὲ τί λόγια θὰ ἐξεδήλωνε τὴν ἀγάπη της σ᾿ αὐτόν.
Αὐτὰ τὰ λόγια, ποὺ εἶπε στὴ χήρα ὁ Χριστός, τὰ δια λόγια λέει καὶ σήμερα σ᾿ ἐμᾶς. Γιατὶ καὶ σήμερα κλαῖνε οἱ ἄνθρωποι, ὅπως καὶ στὴν ἀρχαία ἐποχή· καὶ θὰ κλαῖνε πάντοτε.
Καὶ ποιός δὲν κλαίει, ἀγαπητοί μου. Κλαίει ὁ πατέρας γιὰ τὸ παιδὶ ποὺ ἔχασε. Κλαίει ἡ μάνα γιὰ τὸ κορίτσι ποὺ ἔχασε. Κλαίει ὁ ἄντρας γιὰ τὴ γυναῖκα ποὺ ἔχασε νέα. Κλαῖνε οἱ γυναῖκες γιὰ τοὺς ἄντρες των. Κλαίει κόσμος καὶ κόσμος. Δὲν ὑπάρχει σπίτι, ετε λέγεται καλύβα, εἶτε λέγεται παλάτι, εἶτε λέγεται χωριό, ποὺ νὰ μὴ χύνῃ δάκρυα. Μὲ δάκρυα γεννιέται ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ὁλόκληρη ἕνα κλάμα. Ἂν μπορούσαμε νὰ μαζέψουμε τὰ δάκρυα ποὺ χύνουν οἱ ἄνθρωποι, θὰ κάναμε μιὰ λίμνη, τὴν πιὸ μεγάλη λίμνη τοῦ κόσμου. Καὶ θὰ γράφαμε τὴ ἐπιγραφή· «Ἡ λίμνη μὲ τὰ δάκρυα τοῦ κόσμου». Κλαίει κόσμος καὶ κοσμάκης.
Ἀλλ᾿ ἀκούεται ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ· «Μὴ κλαῖε» (Λουκ. 7,13).
Νὰ μὴν κλαῖμε; Ἄχ, χριστιανοί μου, ἂν μποροῦσαν αὐτοὶ οἱ πεθαμένοι ποὺ βρίσκονται μέσα στὰ μνήματα νὰ μιλήσουν! Ξέρετε τί θὰ μᾶς λέγανε; Μὴν κλαῖτε γιὰ ᾿μᾶς. Ἐμεῖς, ὅσοι πιστεύαμε στὸ Χριστό, ὅσοι τὸν λατρεύαμε ὅταν ἤμασταν ζωντανοί, τώρα περνοῦμε πολὺ καλύτερα στὸν ἄλλο κόσμο.
―Μπά, ὑπάρχει ἄλλος κόσμος;
Ναί, ὑπάρχει ἄλλος κόσμος. Ὅσο εἶνε βέβαιο ὅτι αὔριο ξημερώνει Δευτέρα, ἄλλο τόσο νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλος κόσμος.
Θὰ μᾶς λέγανε λοιπὸν οἱ νεκροί·
Μὴν κλαῖτε γιὰ ᾿μᾶς. Ἐμεῖς φύγαμε ἀπὸ τὴν καλύβα καὶ εμαστε στὰ παλάτια τ᾿ οὐρανοῦ. Εμαστε κοντὰ στοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Εμαστε κοντὰ στοὺς ἁγίους. Μὴν κλαῖτε γιὰ μᾶς. Νὰ χαίρετε, γιατὶ εμαστε κοντὰ στὸ Χριστό, κοντὰ στοὺς ἁγίους καὶ στὸν κόσμο τῶν πνευμάτων.
Νὰ κλαῖτε γιὰ σᾶς, ὄχι γιὰ τοὺς ἀποθαμένους. Τὰ δάκρυα, ποὺ χύνετε γιὰ τοὺς ἀποθαμένους, εἶνε χαμένα δάκρυα.
Νὰ κλαῖτε γιὰ τοὺς ζωντανούς. Ἐσεῖς οἱ γυναῖκες ποὺ εἶστε παντρεμένες, νὰ κλαῖτε ὄχι ὅταν ἀποθάνῃ ὁ ἄντρας σας, ἀλλὰ τώρα, ποὺ εἶνε ζωντανὸς μὰ δὲν πατάει στὴν ἐκκλησία.
Μοῦ ἔλεγε μιὰ γυναίκα, ποὺ ἦρθε νὰ μὲ δῇ στὴ μητρόπολι·
―Ἄχ, δέσποτα, πάω κάθε Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία. Τό ᾿χω ὅμως καημὸ στὴν καρδιά μου. Ὁ ἄντρας μου, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ στεφανώθηκα, ἔχει δεκαπέντε χρόνια νὰ πάῃ στὴν ἐκκλησία. Βλαστημάει, βρίζει, δὲν θέλει ν᾿ ἀκούσῃ γιὰ τὸ Θεό.
Γυναῖκες, ποὺ βλέπετε τοὺς ἄντρες σας νὰ σαπίζουν στὶς ταβέρνες καὶ νὰ ἔρχωνται μετὰ τὶς δώδεκα στὸ σπίτι· γυναῖκες, ποὺ βλέπετε τοὺς ἄντρες σας νὰ χαρτοπαίζουν, νὰ πίνουν καὶ νὰ βλαστημᾶνε τὸ Θεό· ἐσεῖς, γυναῖκες, κλαύσατε τοὺς ἄντρες σας, γιατὶ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
Κ᾿ ἐσεῖς, οἱ ἄντρες, ἂν βλέπετε τὶς γυναῖκες σας νὰ φεύγουν ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ βαδίζουν ὄχι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰ θελήματα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἁμαρτίας, κλαύσατέ τις τώρα ποὺ εἶνε ζωντανές· ὄχι ὅταν ἀποθάνουν.
Κ᾿ ἐσεῖς, οἱ πατεράδες, ἄχ πατεράδες! κλαύσατε ὄχι γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ πέθαναν· αὐτὰ εἶνε ἀγγελούδια κοντὰ στὸ Θεό. Κλαύσατε γιὰ τὴ νεότητα, κλαύσατε γιὰ τὰ σημερινὰ παιδιά, ποὺ φύγανε ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν πιστεύουν πιὰ στὸ Θεό. Τὰ σημερινὰ παιδιά κινδυνεύουνε καὶ σωματικῶς καὶ ψυχικῶς.
Εἶδα ἕναν πατέρα κάτω στὴν Ἀθήνα, ποὺ ἔκλαιγε μὲ λυγμούς. Τοῦ λέω· Τί ἔχεις καὶ κλαῖς;
―Ἔχασα τὸ παιδί μου, μοῦ ἀπαντᾷ.
―Πέθανε τὸ παιδί σου;
―Ὄχι. Καλύτερα νὰ πέθαινε.
―Ζῇ τὸ παιδί σου καὶ κλαῖς;
―Κλαίω, γιατὶ πῆρε τὸν κακὸ τὸ δρόμο. Γυρίζει στὰ κέντρα. Ἔγινε ἕνας ἀλήτης καὶ κακοποιός.
Πατεράδες καὶ μανάδες, κλαύσατε τὰ παιδιά σας τώρα ποὺ ζοῦνε γιατὶ εἶνε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.
Καὶ ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε στὸν εἰκοστὸ αἰῶνα νὰ κλαύσωμε. Θὰ σᾶς πῶ κάτι καὶ τελειώνω.
Τὰ δάκρυα, ποὺ ῥίχνετε ἐπάνω στοὺς τάφους, εἶνε μάταια. Κ᾿ ἐμεῖς οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες καὶ οἱ καλόγεροι, ἂν φοροῦμε τὰ ῥάσα μαῦρα, τὰ φοροῦμε γιὰ νὰ κλαύσωμε.
Νὰ κλαύσωμε, γιατὶ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Φτάνουν πιὰ οἱ ἁμαρτίες μας. Φτάνουν οἱ βλαστήμιες. Φτάνει ἡ ψευδορκία. Φτάνουν τὰ διαζύγια καὶ ἡ μοιχεία καὶ ἡ πορνεία. Φτάνουν πιὰ ὅλα αὐτά. «Ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (Ἐφ. 5,6).
Ἐμεῖς ποὺ γεράσαμε κι ἀσπρίσαν τὰ μαλλιά μας καὶ πλησιάζουμε στὸν τάφο, εδαμε δυὸ πολέμους. Ὁ πρῶτος παγκόσμιος πόλεμος τὸ 1917, ποὺ μὲ τὸ δρεπάνι του θέρισε 20.000 παιδιὰ στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους. Καὶ ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ἐθέρισε 50.000.000.
Θεέ μου Θεέ μου, ἔρχεται ὁ τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, ἔρχεται ὁ Ἁρμαγεδὼν τῆς Ἀποκαλύψεως (16,16). Αὐτὸς πιὰ θὰ εἶνε καὶ ὁ τελευταῖος.
Μανάδες ποὺ ἔχετε παιδιά, πατεράδες ποὺ ἔχετε νέους, χύσετε δάκρυα γιὰ νὰ σώσετε τὰ παιδιά σας.
Κόσμε ὁλόκληρε, ποὺ γλεντᾷς, κλαῦσε καὶ μετανόησε, ἄλλαξε πορεία, γιὰ νὰ γίνῃ ἵλεως ὁ Θεὸς καὶ νὰ παρατείνῃ τὸ ἔλεός του.
Χωρίο ἁγίων Ἀναργύρων – Ἀμυνταίου 6-10-1968